Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 273/2019

Αριθμός απόφασης 273/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Προϊστάμενο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 6475 /2013 απόφασης τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 518§1 ΚΠολΔ και 10 Διατάγματος της 26-6 /10-7-1944 (ΑΠ 966 /1997, ΤΝΠΔΣΑ – ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Προηγήθηκε μάλιστα η από το άρθρο 73§1περ. ιγ’ Ν. απαιτούμενη υπ’ αριθ. 25149 /10934 /22-10-2014 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Περάματος για την άσκηση εν λόγω ενδίκου μέσου και υφίσταται η υπ’ αριθ. 310 /15-3-2015 απόφαση του Δημάρχου Περάματος για διορισμό του εκπροσωπούντος τον εκκαλούντα πληρεξουσίου δικηγόρου (ΑΠ 1393 /2015, ΝΟΜΟΣ). Πρέπει επομένως να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και την νομική και ουσιαστική βασιμότητα των επί μέρους λόγων αυτής (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ).

Με την υπ’ αριθ. καταθ. …….. /2012 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, νομίμως εκπροσωπούμενη, ισχυρίσθηκε τα ακόλουθα: α) ότι έχει συνάψει με τον αντίδικό της (οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού) τις υπό τα επί μέρους αγωγικά κεφάλαια «Α», «Β», «Γ» και «Δ» (κατά αριθμόν προτάσεως συνάψεως, αριθμόν ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αριθμό ασφαλιζομένου αυτοκινήτου και χρονική περίοδο ασφαλιστικής καλύψεως εκάστης συμβάσεως) αναφερόμενες αυτοτελείς συμβάσεις ασφαλίσεως καλύψεως του κινδύνου προκλήσεως ζημιών προς τρίτους από την κυκλοφορία των διά του ως άνω δικογράφου αναφερομένων κατά αριθμό κυκλοφορίας αυτοκινήτων του αντιδίκου της και ότι τα εκ των ως άνω συμβάσεων συνολικά ασφάλιστρα ανήλθαν στο συνολικό ύψος των 22.382,30 ευρώ) και β) ότι (όπως διευκρίνισε παραδεκτώς με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της καταχωρηθείσα στα πρακτικά αλλά και με τις προτάσεις της πρωτοβαθμίου δίκης) λόγω υποβολής αιτήσεως και αντίστοιχης εκδόσεως διαταγής πληρωμής διά τα ρητώς προσδιοριζόμενα ως οφειλόμενα ασφάλιστρα των υπό το στοιχείο «Α» της αγωγής αναφερομένων συμβάσεων ασφαλίσεως της ασφαλιστικής περιόδου από 5-4-2007 έως 5-4-2008 [εξαιρέσει του ασφαλίστρου ποσού 166,63 ευρώ της υπ’ αριθ. 7650843 συμβάσεως της ασφαλιστικής περιόδου από 5-4-2007 έως 5-4-2008 (τελευταίας αυτοτελούς συμβάσεως του ως άνω κεφαλαίου)] και διά το οφειλόμενο ασφάλιστρο ποσού 433,07 ευρώ της υπό το στοιχείο «Γ» της αγωγής αναφερομένης ασφαλιστικής συμβάσεως ασφαλίσεως της ασφαλιστικής περιόδου από 3-6-2007 έως 3-6-2008, ακολούθως περιορίζει το επίδικο αντικείμενο της ενδίκου αγωγής στα οφειλόμενα ασφάλιστρα πρώτον της τελευταίας ως άνω συμβάσεως του υπό στοιχεία «Α» κεφαλαίου της αγωγής (ποσού 166,63 ευρώ), δεύτερον στα οφειλόμενα ασφάλιστρα συνολικού ύψους 9.344,54 ευρώ των υπό το στοιχείο «Β» της αγωγής αναφερομένων συμβάσεων ασφαλίσεως της ασφαλιστικής περιόδου από 9-4-2008 έως 9-4-2009 και τρίτον στο οφειλόμενο ασφάλιστρο ποσού 388,62 ευρώ της υπό το κεφάλαιο «Δ» της αγωγής αναφερομένης συμβάσεως ασφαλίσεως της ασφαλιστικής περιόδου από 9-4- 2008 έως 9-4-2009, η οποία επίδικη συνολική οφειλή περιορίζεται πλέον σε ύψος 9.899,79 (= 166,63 + 9.344,54 + 388,62) ευρώ (άρθρο 223 ΚΠολΔ). Εζήτησε δέ (κατόπιν του ως άνω παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος (Δήμος ……) να καταβάλει προς αυτή χρηματικό κεφάλαιο 9.899,79 ευρώ (από το αρχικώς επιδιωχθέν ποσό των 22.382,30 ευρώ) με τον νόμιμο τόκο από την δήλη ημέρα καταβολής εκάστου επί μέρους ποσού εκάστης αντιστοίχου συμβάσεως ασφαλίσεως κατά τα εις το αγωγικό δικόγραφο ειδικώτερα διαλαμβανόμενα και επικουρικώς με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής. Επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 6475 /2013 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών Δήμος, ο οποίος γιά τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο της έφεσης λόγους ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής.

Με τον τρίτο λόγο εφέσεως ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η κρινομένη διαφορά δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών αλλά στην αντίστοιχη των διοικητικών δικαστηρίων. Όμως, για να χαρακτηρισθεί ως διοικητική η σύμβαση η συναπτομένη μετά του δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και αποβλέπουσα εις την εξυπηρέτηση της υπηρεσίας και του σκοπού αυτών και για να θεμελιωθεί, συνακολούθως, δωσιδικία των διοικητικών δικαστηρίων πρέπει, μεταξύ άλλων, να έχει θεσπισθεί δι αυτής (συμβάσεως) εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς υπερεχούσης θέσεως υπέρ του συμβληθέντος Ελληνικού Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, άλλως η σύμβαση δεν χαρακτηρίζεται διοικητική, αλλά ιδιωτική και υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων προς εκδίκασιν της υποθέσεως της αφορώσης αξιώσεις απορρέουσες εκ της τοιαύτης συμβάσεως ή εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού λόγω της ακυρότητος αυτής ένεκα μη τηρήσεως της προσηκούσης νομίμου διαδικασίας συνάψεως (βλ. ΑΕΔ 14/2007, 12 /2007 & 6 /2007, ΕλλΔνη 49: 109, 106 & 98, ΑΕΔ 10/2003, ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 21 /1997, ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1378 /2011, ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1225 /2008, ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 29292 /2006, ΤΝΠΝΟΜΟΣ και ΑΠ 1937 /2014, ΤΝΠΔΣΑ – ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Ούτως, οι με την αγωγή εξιστορούμενες συμβάσεις ασφαλίσεως δεν έχουν τα γνωρίσματα των διοικητικών συμβάσεων και δή την υπερέχουσα θέση του εκκαλούντος δήμου έναντι της εφεσιβλήτου ασφαλιστικής εταιρείας, όπως, ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απεφάνθη ότι υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, και κατά συνέπεια ο ως άνω λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος.

Με τον πρώτο λόγο εφέσεως ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η αγωγή τυγχάνει αόριστη, για τον λόγο ότι δεν περιλαμβάνει τα επί μέρους στοιχεία των επιδίκων συμβάσεων ασφαλίσεως και συγκεκριμένα τον χρόνο και τον τόπο καταρτίσεως και τους ειδικώτερους όρους κάθε επί μέρους συμβάσεως. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος, διότι από την επισκόπηση της ιστορικής βάσεως της ένδικης αγωγής καθίσταται σαφές ότι η ενάγουσα εκθέτει επαρκώς τα απαραίτητα στοιχεία για την εξατομίκευση εκάστης επί μέρους συμβάσεως και της εξ αυτής απορρέουσας εκάστης επί μέρους αξιώσεως καταβολής ασφαλίστρων, αφού αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο αυτοτελώς και ο αριθμός εκάστου (εγγράφου) ασφαλιστηρίου συμβολαίου αλλά και ο αριθμός (εγγράφου) αιτήσεως του εκκαλούντος για σύναψη των ως άνω συμβάσεων), ο αριθμός κυκλοφορίας εκάστου αυτοκινήτου, του οποίου τον ασφαλιστικό κίνδυνο προκλήσεως ζημιών προς τρίτους από την κυκλοφορία του εκάλυπτε κάθε επί μέρους σύμβαση και το χρονικό διάστημα ισχύος εκάστης συμβάσεως, ο ακριβής (ετήσιος) χρόνος διάρκειας της παροχής ασφαλιστικής καλύψεως από εκάστη σύμβαση και το οφειλόμενο ολικό (ετήσιο) ασφάλιστρο από κάθε μία σύμβαση ασφαλίσεως. Τα δε λοιπά στοιχεία εκάστης σύμβασης δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξεις. Ορθώς, κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ως ορισμένη.

Εν σχέσει προς τον δεύτερο λόγο εφέσεως, από το άρθρο 84 ΝΔ 321 /1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» προβλεπόταν ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό του ελληνικού δημοσίου έχουσα αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφ’ όσον δεν οριζόταν διαφορετικώς, υπεβάλετο στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Το ως άνω ποσόν μπορούσε να αυξομειώνεται διά αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών (και πράγματι αυξήθηκε σε 150.000 δραχμές διά της ΥΑ 2054839 /452 /0026 /(3-9)-7-1992 Οικονομικών). Η πρόταση καταρτίσεως της συμβάσεως και η αποδοχή αυτής ηδύναντο να γίνουν και διά χωριστών εγγράφων. Η από την μη τήρηση του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης αιρόταν εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως. Ο εκ της ως άνω διατάξεως επιβαλλόμενος τύπος του ιδιωτικού εγγράφου ετύγχανε όχι απλώς αποδεικτικός αλλά συστατικός και η εκπλήρωση της συμβάσεως δεν εκάλυπτε την ακυρότητα, όταν η μη τήρηση του εγγράφου τύπου αφορούσε την υποβολή της προτάσεως (βλ. ΟλΑΠ 862 /1984, ΝοΒ 33: 89). Η εκ της μη τηρήσεως του εγγράφου τύπου ακυρότης, τόσον δια την αρχικήν, όσον και δια την τροποποιητική σύμβαση, λαμβανόταν υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως (βλ. ΕφΑΘ 11549 /1995, ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 3410 /1991, ΕλλΔνη 33: 875 και ΕφΑΘ 224 /1988, ΕλλΔνη 30: 831) και η ως άνω διάταξη είχε εφαρμογή βάσει του άρθρου 3 ΝΔ 31 /1968 και επί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (βλ. ΕφΑΘ 11549 /1995, ΤΝΠΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, κατά το άρθρο 86 ΝΔ 321 /1969, το οποίον κατηργήθη διά του άρθρου 17§1 περ. β’ Ν. 1797 /1988, το οποίον εν συνεχεία κατηργήθη διά του άρθρου 10§2 περ. θ’ Ν. 2286 /1995, οριζόταν ότι κάθε σύμβαση του ελληνικού δημοσίου, η οποία συνεπάγεται δαπάνη του κρατικού προϋπολογισμού, προϋποθέτει -εξαιρέσει υπάρξεως διαφορετικής ρυθμίσεως- την προηγουμένη διενέργεια διαγωνισμού (πλειοδοτικού ή μειοδοτικού), ο οποίος διεξάγεται κατά την εκ του νόμου προβλεπομένη διαδικασία. Εξαίρεση υφίστατο, πλήν άλλων περιπτώσεων, όταν επρόκειτο περί προφανώς κατεπειγούσης περιπτώσεως επαρκώς αιτιολογημένης. Ούτως, υπό την ισχύν του ως άνω καταργηθέντος άρθρου, η μετά του ελληνικού δημοσίου συναπτομένη σύμβαση ήτο αντιστοίχους απολύτως άκυρη, όχι μόνον όταν δεν καταρτίσθηκε εγγράφως, αλλά και όταν δεν προηγήθηκε διαγωνισμός ή δεν συνέτρεξε κάποια εξαιρετική περίπτωση επαρκώς αιτιολογημένη ως προς το κατεπείγον. Η, κατά τα προαναφερθέντα, εκπλήρωση της συμβάσεως εκάλυπτε μόνον την ακυρότητα εκ της μη τηρήσεως του εγγράφου τύπου ως προς την αποδοχή της προτάσεως και όχι την ακυρότητα εκ της μη τηρήσεως των λοιπών ως άνω προϋποθέσεων (βλ. ΕφΑΘ 8341 /1991, ΕλλΔνη 33: 875). Επακολούθησε το ομοίου (εν σχέσει προς το προϊσχύσαν άρθρον 84 ΝΔ 321 /1969) περιεχομένου άρθρο 80 Ν. 2362 /1995, το οποίο βάσει του άρθρου 3 ΝΔ 31 /1968 έχει αναλογική εφαρμογή και στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και δη στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως (βλ. ΕφΛαρ 267 /2011, ΤΝΠΔΣΑ – ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΛαρ 41 /2011, ΤΝΠΔΣΑ – ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΛαρ 273 /2010, ΤΝΠΔΣΑ – ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ και ΕφΛαρ 28 /2010, ΤΝΠΔΣΑ – ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ) και δια του οποίου ορίσθηκε ότι γιά το κύρος συμβάσεως του ελληνικού δημοσίου, η οποία έχει αντικείμενο άνω των 400.000 δραχμών ή γεννά διαρκή υποχρέωση, απαιτείται η κατάρτισή της να γίνει με ιδιωτικό τουλάχιστον έγγραφο, ότι το ανωτέρω ποσό δύναται να τροποποιείται δι αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (και ήδη από 1ης Ιανουάριου 2002 αναπροσαρμόσθηκε εις 2.500 ευρώ δυνάμει της ΥΑ 2 /59Θ649 /0026 /2001 Οικονομικών), καθώς και ότι η αποδοχή της προτάσεως της συμβάσεως δύναται να γίνει και δια χωριστού εγγράφου, πλην, όμως, η υπό του αντισυμβαλλομένου εκπλήρωση της παροχής προς το Ελληνικό Δημόσιο αίρει την εκ της ελλείψεως του γραπτού τύπου της αποδοχής ακυρότητα της συμβάσεως (ΑΠ 1372 /2012, ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1057 /2011, ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΑΠ1161 /2009, ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ41 /2011, ΤΝΠΔΣΑ- ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ και ΕφΛαρ 28 /2010, ΤΝΠΔΣΑ – ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Επιπλέον από μεν το άρθρο 82§1 Ν. 2362 /1995 ορίζεται ότι για κάθε σύμβαση του ελληνικού δημοσίου συνεπαγομένη έσοδο ή δαπάνη αυτού, αν δεν ορίζεται διαφορετικά από άλλη διάταξη, προηγείται η από τις κατά περίπτωσιν ισχύουσες διατάξεις διαδικασία ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού και ότι, κατ’ εξαίρεσιν, επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτελέσεως έργων βάσει συνοπτικής διαδικασίας ή διαπραγματεύσεως, από δε το άρθρον 83§1 Ν. 2362 /1995 ορίζεται ότι επιτρέπεται η δι’ απ’ ευθείας αναθέσεως σύναψη συμβάσεως προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτελέσεως έργων δια ετησίαν δαπάνην μέχρι ποσού 1.500.000 δραχμών (επί συμβάσεων διάρκειας μικροτέρας του έτους πρέπει η εκ του συνόλου αυτών προκαλουμένη ετησία δαπάνη να μην υπερβαίνει το προαναφερθέν χρηματικό όριο), ότι μεταξύ του ύψους 1.500.000 δραχμών έως 4.000.000 δραχμών απαιτείται διαγωνισμός δια συνοπτικής διαδικασίας (πρόχειρος) διενεργούμενος υπό τριμελούς επιτροπής και ότι άνω του ύψους των 4.000.000 δραχμών απαιτείται σύναψη συμβάσεως για προμήθεια προϊόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων κατόπιν διενεργείας τακτικού διαγωνισμού (ανοικτού ή κλειστού), επίσης ότι σύναψη συμβάσεως παροχής υπηρεσιών βάσει της ιδίας διαδικασίας γίνεται και εις την περίπτωση μεικτής προμήθειας, κατά την οποίαν η αξία των παρεχομένων υπηρεσιών υπερβαίνει την αξία των προϊόντων και ότι τα ως άνω χρηματικά όρια δύνανται να αναπροσαρμόζονται δι’ αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (πράγματι ταύτα δυνάμει της ΥΑ 2024710 /602 /0026 /1998 του Υπουργού Οικονομικών αναπροσαρμόσθηκαν και ορίσθηκαν σε 4.000.000 δραχμές, από 4.000.000 δραχμές έως 8.000.000 δραχμές και εις 8.000.000 δραχμές και άνω δι’ εκάστη των ως άνω κατηγοριών της απ’ ευθείας αναθέσεως, προχείρου διαγωνισμού και τακτικού διαγωνισμού αντιστοίχως και από 1ης Ιανουάριου 2002 δυνάμει των άρθρων 1 και 2 ΥΑ 2 /45564 /0026 /2001 του Υπουργού Οικονομικών αναπροσαρμόσθηκαν συμπεριλαμβανομένου και του φόρου προστιθεμένης αξίας σε 15.000 ευρώ, από 15.000 ευρώ έως 45.000 ευρώ και εις 45.000 ευρώ και άνω δι’ εκάστη των ως άνω περιπτώσεων) και εν τέλει από το άρθρον 85 Ν. 2362 /1995 ορίζεται ότι η καθ’ οιονδήποτε τρόπον παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 79 έως και 84 του παρόντος νόμου επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως και ότι από την τοιαύτη ακυρότητα και από την σχετική παρανομία των οργάνων του ελληνικού δημοσίου δεν γεννάται υποχρέωση αυτού προς αποζημίωση του αντισυμβαλλομένου, εις την περίπτωση, κατά την οποίαν τα αρμόδια όργανα εκ προθέσεως παραβίασαν τις σχετικές διατάξεις και ο αντισυμβαλλόμενος εγνώριζε την παρανομία ή συνετέλεσε εις την παραβίαση των διατάξεων (βλ. εν σχέσει προς την ακυρότητα της συμβάσεως με το ελληνικό δημόσιο από την μη τήρηση κάποιας από τις προαναφερόμενες διατάξεις: ΑΠ 1701 /2005, ΤΝΠΝΟΜΟΣ: 379923). Αντίστοιχη ρύθμιση προς την βάσει των προαναφερομένων άρθρων 84 ΝΔ 321 /1968 και 80 Ν. 2362 /1995 θεσπιζομένη για το ελληνικό δημόσιο (και αναλογικώς εφαρμοζομένη στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου) ως προς τον έγγραφο συστατικό τύπο της συμβάσεως προβλέπεται ρητώς γιά τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου βάσει του άρθρου 41 ΝΔ 496 /1974, δια του οποίου ορίζεται αφ’ ενός ότι πάσα σύμβαση για λογαριασμό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου έχουσα αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, αφ’ ετέρου ότι το ως άνω χρηματικό ύψος δύναται να αυξομειώνεται διά αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών [και ήδη αναπροσαρμόσθηκε διά της ΥΑ 2054839 /452 /0026 /(3-9)-7-1992 Οικονομικών εις 150.000 δραχμές και διά της ΥΑ 2 /42053 /0094 /7-8-2002 Οικονομικών εις 2.500 ευρώ] και επιπλέον ότι η πρόταση και η αποδοχή δύνανται να γίνουν και με ιδιαίτερα έγγραφα και ότι η από την μη τήρηση του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότητα αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως (βλ. ΑΠ 1372 /2012, ο.π, ΑΠ 1378 /2011, ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1057 /2011, ο.π., ΑΠ 322 /2010, ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 6273 /2011, ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 41 /2011, ο.π. , ΕφΛαρ 273 /2010 και ΕφΛαρ 28 /2010, ο.π ). Το άρθρο 43 ΝΔ 496 /1974, δια του οποίου προβλεπόταν ότι οι συμβάσεις του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, οι οποίες συνεπάγοντο δαπάνες γι’ αυτό, καταρτίζονταν, αφού προηγηθεί δημόσιος μειοδοτικός διαγωνισμός, εκτός από τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η προβλεπομένη δαπάνη δεν υπερέβαινε το ύψος των 10.000 δραχμών ή υπήρχε κατεπείγουσα ανάγκη επαρκώς αιτιολογημένη, κατηργήθη δια του άρθρου 17§1 περ. γ’ Ν. 1797 /1988, το οποίον εν συνεχεία κατηργήθη διά του άρθρου 10§2 περ. θ’ Ν. 2286 /1995. Μετά την, κατά τα προαναφερθέντα, κατάργηση αφ’ ενός του άρθρου 86 ΝΔ 321 /1969 δια του άρθρου 17§1 περ. β’ Ν. 1797 /1988 (το οποίον επίσης κατηργήθη διά του άρθρου 10§2 περ. θ’ Ν. 2286 /1995) και αφ’ ετέρου του άρθρου 43 ΝΔ 496 /1974 διά του άρθρου 17§1 περ. γ’ Ν. 1797 /1988 (το οποίον επίσης κατηργήθη διά του άρθρου 10§2 περ. θ’ Ν. 2286 /1995) ίσχυσε δια τις προμήθειες αγαθών του δημοσίου τομέως, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου της καθ’ ύλην αυτοδιοικήσεως αφ’ ενός το άρθρον 1§§1(περ. α-β-γ)&2 Ν. 2286 /1995, κατά το οποίον προμήθειες του δημοσίου τομέως είναι συμβάσεις από επαχθή αιτία, οι οποίες συνάπτονται εγγράφως μεταξύ αυτού και προμηθευτή και έχουν ως αντικείμενο την αγορά, την χρηματοδοτική μίσθωση και την μίσθωση αγαθών και ως τέτοιες (προμήθειες) θεωρούνται επίσης και οι συμβάσεις αναθέσεως εργασιών, εγκαταστάσεως, συντηρήσεως, μεταφοράς ή άλλων εργασιών σχετιζομένων προς την προμήθεια των ανωτέρω αγαθών, εφ’ όσον, όμως, η αξία αυτών υπερβαίνει την αντίστοιχη των αγαθών και αφ’ ετέρου το άρθρον 5§§1(εδ.α-β) & 2 Ν. 2286 /1995, δια του οποίου ορίζεται ότι η σύναψη και η εκτέλεση προμηθειών του ελληνικού δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου της καθ’ ύλην αυτοδιοικήσεως γίνονται συμφώνως προς τον κανονισμό προμηθειών δημοσίου, ο οποίος εκδίδεται δια προεδρικού διατάγματος προτάσει των Υπουργών Οικονομικών, Βιομηχανίας, Ενέργειας, Τεχνολογίας και Εμπορίου και ότι η σύναψη και η εκτέλεση προμηθειών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως γίνεται βάσει ενιαίου κανονισμού προμηθειών εκδιδομένου διά προεδρικού διατάγματος προτάσει των Υπουργών Εσωτερικών και Εμπορίου. Ήδη δια τις προμήθειες του ελληνικού δημοσίου έχει εκδοθεί το ΠΔ 394 /1996 «περί Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου» ή «ΚΠΔ» (πρβλ. ΕφΑΘ 1781 /2012, ΤΝΠΝΟΜΟΣ), ενώ δια τις προμήθειες των ο.τ.α. εξακολούθησε βάσει του άρθρου 10§1εδ.β Ν. 2286 /1995 να ισχύει ο Ενιαίος Κανονισμός Προμηθειών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (ΕΚΠΟΤΑ), ο οποίος εκυρώθη δια του μόνου άρθρου της ΥΑ 11389 /1993 του Υπουργού Εσωτερικών (ΦΕΚ Α’ 185 /23- 3-1993) υπό την επιφύλαξη των ειδικών ρυθμίσεων αφ’ ενός του ΠΔ 370 /1995 «περί προμηθειών του Δημοσίου» (το οποίον ετροποποιήθη διά του ΠΔ 105 /2000 και κατηργήθη διά του ΠΔ 60 /2007) και αφ’ ετέρου του ΠΔ 57 /2000, το οποίον κατηργήθη διά του ΠΔ 59 /2007 (βλ. ΕΣ 526 /2012, ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΕΣ 76 /2011, ΤΝΠΝΟΜΟΣ και ΕΣ 22 /2006, ΤΝΠΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, από το άρθρον 2§§12&13V&VIII Ν. 2286 /1995 (όπως η παράγραφος 13VIII συμπληρώθηκε δια του άρθρου 13§3 Ν. 2503 /1997) ορίζεται ότι οι διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων προμηθειών διακρίνονται σε συνοπτικές, ανοικτές, κλειστές και εις αντίστοιχες κατόπιν διαπραγματεύσεως, καθώς και ότι: α) ανοικτές είναι οι διαδικασίες (ανοικτός διαγωνισμός), κατά τις οποίες πας ενδιαφερόμενος προμηθευτής δύναται να υποβάλει προσφορά, β) κλειστές είναι οι διαδικασίες (κλειστός διαγωνισμός), κατά τις οποίες μόνον οι υπό του διενεργούντος τον διαγωνισμόν φορέως προσκληθέντες προμηθευτές δύνανται να υποβάλουν προσφορά, γ) συνοπτικές (πρόχειρος διαγωνισμός) είναι οι διαδικασίες οι διενεργούμενες μόνον δια την σύναψη συμβάσεων προμηθειών αγαθών αξίας κάτω των 200.000 ECU ετήσιας συνολικής δαπάνης, καθοριζομένης εκάστοτε δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου και δ) βάσει διαπραγματεύσεως (εξαιρετική ή δι’ απ’ ευθείας αναθέσεως) είναι η διαδικασία, κατά την οποίαν οι επί μέρους φορείς προσφεύγουν στους προμηθευτές της επιλογής αυτών και διαπραγματεύονται τους όρους των υπό σύναψιν συμβάσεων μεθ’ ενός ή περισσοτέρων εξ αυτών κατόπιν ή και άνευ δημοσιεύσεως προκηρύξεως διαγωνισμού. Η τελευταία ως άνω διαδικασία δύναται να τηρηθεί, πλην άλλων, και όταν δια λόγους επειγούσης ανάγκης οφειλομένης εις αυταποδείκτως απρόβλεπτες καταστάσεις δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν οι εκ των κανονισμών προμηθειών προβλεπόμενες προθεσμίες αλλά και εις την περίπτωσιν της προμήθειας αγαθών, αξίας κάτω των 200.000 ECU, η δαπάνη των οποίων δεν υπερβαίνει επί ετήσιας βάσεως κατά είδος το ποσόν το εκάστοτε καθοριζόμενον υπό του Υπουργού Εμπορίου και ειδικώς για τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως πρώτου βαθμού το ποσόν το εκάστοτε καθοριζόμενο διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών, Δημοσίας Διοικήσεως και Αποκεντρώσεως και Αναπτύξεως. Διά της ΥΑ Π1 /2391 /1996 του Υπουργού Αναπτύξεως καθωρίσθησαν τα ανώτατα χρηματικά όρια (συμπεριλαμβανομένου και του φόρου προστιθεμένης αξίας) κατά κωδικόν αριθμόν είδους εις 1.500.000 δραχμές ετησίως δια προμήθεια αγαθών βάσει διαπραγματεύσεως (απ’ ευθείας αναθέσεως) και εις 4.000.000 δραχμές ετησίως δια προμήθειαν αγαθών βάσει συνοπτικής διαδικασίας (προχείρου διαγωνισμού) και δια της ΥΑ Π1 /7446 /2002 τα προαναφερόμενα ανώτατα χρηματικά όρια καθωρίσθησαν (συμπεριλαμβανομένου και του φόρου προστιθεμένης αξίας) εις 15.000 ευρώ και εις 45.000 ευρώ αντιστοίχως. Επίσης, κατ’ εξουσιοδότησιν του άρθρου 2§13περ.νΐΙΙεδ.β’ Ν. 2286 /1995 (όπως συνεπληρώθη διά του άρθρου 13§3 Ν. 2503 /1997), εξεδόθη η ΚΥΑ 27319 /18-7-2002 των Υπουργών Εσωτερικών, Δημοσίας Διοικήσεως και Αποκεντρώσεως και Αναπτύξεως, δια της οποίας η ετησία συνολική δαπάνη των προμηθειών, των οποίων η σύναψη γίνεται κατόπιν διαπραγματεύσεως (απ’ ευθείας αναθέσεως) καθωρίσθη κατά κωδικόν αριθμόν είδους (συμπεριλαμβανομένου και του φόρου προστιθεμένης αξίας) μέχρι του ποσού των  15.000 ευρώ (βλ. ΕΣ 22 /2006, ΤΝΠΝΟΜΟΣ: 399095). Περαιτέρω, διά του άρθρου 2§§4,5,6&7 του Ενιαίου Κανονισμού Προμηθειών Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (ΥΑ 11389 /8-3-1993 Υπουργού Εσωτερικών) ορίζονται κατά ταυτόσημον, ως ανωτέρω, περιεχόμενον οι έννοιες του ανοικτού και του κλειστού διαγωνισμού, καθώς και της διαδικασίας μέσω διαπραγματεύσεως ή απ’ ευθείας αναθέσεως και επιπλέον ορίζεται ότι πρόχειρος διαγωνισμός είναι η συνοπτική διαδικασία, κατά την οποίαν δεν ισχύουν αναγκαστικώς οι όροι του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού. Δια δε του άρθρου 3§4 ΕΚΠΟΤΑ ορίζεται ότι εις άπασες τις περιπτώσεις, πλην των ρητώς αναφερομένων εξαιρέσεων της 3ης παραγράφου του ιδίου άρθρου, οι αναθέτουσες αρχές προβαίνουν εις την ανάθεση των συμβάσεων προμηθειών βάσει ανοικτού διαγωνισμού και δια του άρθρου 23§§2&4 ΕΚΠΟΤΑ ορίζεται ότι, προκειμένου να διενεργηθεί προμήθεια βάσει διαδικασίας μέσω διαπραγματεύσεως ή δι’ απ’ ευθείας αναθέσεως, απαιτείται απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, το οποίον επιλέγει τον προμηθευτή, αφού προηγηθεί γνωμοδότηση του αρμοδίου δια την αξιολόγηση οργάνου. Εις την περίπτωσιν, κατά την οποίαν η απ’ ευθείας ανάθεση αφορά προμήθεια ή δαπάνη, της οποίας το χρηματικώς αποτιμητόν αντικείμενον δεν υπερβαίνει κατά είδος εις ετησίαν βάσιν το ποσόν των 750.000 δραχμών συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ ή το οριζόμενο από την περίπτωση «θ’» της παραγράφου 20 του άρθρου 3 του Ν. 1797 /1988 (η οποία διάταξη κατηργήθη δια του άρθρου 10§2Θ Ν. 2286 /1995 και είναι αντίστοιχη προς την προαναφερομένην του άρθρου 2§13περ.\/ΙΙΙεδ.β’ Ν. 2286 /1995), αποφασίζει σχετικώς, κατ’ ανάλογον εφαρμογήν των ανωτέρω, ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητος μετά προηγούμενη αξιολόγηση του αρμοδίου οργάνου. Προμήθεια δια προχείρου διαγωνισμού δύναται να γίνει κατόπιν αποφάσεως του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητος περί της διενεργείας του, εφ’ όσον η προϋπολογιζομένη αξία της προμήθειας δεν υπερβαίνει το ποσόν των 2.000.000 δραχμών συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ ή το οριζόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 3§16εδ.β’ Ν. 1797 /1988, όπως εκάστοτε ισχύουν. Διά δε του άρθρου 266§§1,2,3&4 ΠΔ 410/1995 (4§1 Ν. 2307 /1995) ορίζεται ότι οι προμήθειες των δήμων και κοινοτήτων εκτελούνται κατά τις διατάξεις του Ενιαίου Κανονισμού Προμηθειών των ΟΤΑ (ΕΚΠΟΤΑ), όπως αυτός ισχύει εκάστοτε, εξαιρουμένων των προμηθειών υλικών και πάσης φύσεως εξοπλισμού ενσωματουμένων στα έργα αυτών, οι οποίες διενεργούνται κατά τις διατάξεις του ΠΔ 28 /1980, όπως ισχύει εκάστοτε (§1). Οι κατά την 1η παράγραφο εξαιρούμενες προμήθειες, εργασίες και μεταφορές εκτελούνται δυνάμει συμβάσεως συναπτομένης κατόπιν διαγωνισμού κατά τα ειδικώτερον από τις σχετικές διατάξεις οριζόμενα (§2). Δι αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου επιτρέπεται η εκτέλεση των ανωτέρω εξαιρουμένων προμηθειών, μεταφορών και εργασιών δια συνάψεως συμβάσεως κατόπιν προσκλήσεως περιορισμένου αριθμού προμηθευτών, μεταφορέων και εργολάβων και διαγωνισμού μεταξύ αυτών ή και άνευ διαγωνισμού ή δι απ’ ευθείας από τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητος αναθέσεως, μεταξύ άλλων, εάν ο διαγωνισμός δεν φέρει αποτέλεσμα είτε οι προσφορές κριθούν ασύμφορες ή εάν υπάρχει κατεπείγουσα ανάγκη, η οποία προέκυψε από απρόβλεπτα ή έκτακτα περιστατικά και χρειάζεται να αντιμετωπισθεί αμέσως, η δε απόφαση πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη και να καθορίζει τους όρους της συμβάσεως (§§3&4). Δια δε του άρθρου 267 ΠΔ 410/1995 (4§2 Ν. 2307 /1995) ορίζεται ότι ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητος δύναται, άνευ προηγουμένης αποφάσεως του συμβουλίου, κατόπιν προχείρου διαγωνισμού ή και άνευ διαγωνισμού, να συνάπτει σύμβαση δια την απ’ ευθείας ανάθεση ή την απ’ ευθείας εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή την διενέργεια προμήθειας, εάν η αξία του αντικειμένου εκάστης ως άνω συμβάσεως δεν υπερβαίνει το ποσόν των 2.200.000 δραχμών διά τους Δήμους Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, των 2.000.000 δραχμών διά τους λοιπούς δήμους και των 1.500.000 δραχμών δια τις κοινότητες (§1). Διά την εφαρμογή των εις την προηγουμένη παράγραφο οριζομένων απαιτείται να έχει εγγράφει στον προϋπολογισμό εξειδικευμένη πίστωση προορισμένη δια την προμήθεια, εργασία ή μεταφορά, οι οποίες κατονομάζονται ρητώς στον προϋπολογισμό (§2). Τα ποσά της 1ης παραγράφου δύνανται να αυξάνονται έως και 50%, εφ’ όσον οι προβλεπόμενες πιστώσεις αποδειχθούν ανεπαρκείς κατόπιν αποφάσεως της δημαρχιακής επιτροπής ή του κοινοτικού συμβουλίου και εφ’ όσον υπάρχει πρόβλεψη στον προϋπολογισμό δια την ενίσχυση των κριθεισών ως ανεπαρκών πιστώσεων βάσει συντάξεως συγκριτικού πίνακος κατά τις διατάξεις του ΠΔ 28 /1980, όπως ισχύουν εκάστοτε (§3). Κατά τις περιπτώσεις των προηγουμένων παραγράφων του ως άνω άρθρου δεν καταβάλλεται προς τον ανάδοχο ποσοστό γενικών εξόδων και όφελος εργολάβου, ενώ οι παντός είδους φόροι, πλήν του ΦΠΑ, εισφορές, τέλη, κρατήσεις υπέρ τρίτων και πάσα άλλη δαπάνη βαρύνουν αυτόν (§4). Επιπλέον, διά του άρθρου 17§§1,2&4 Ν. 2539 /1997, όπως η 2α παράγραφος αντικατεστάθη διά του άρθρου 9§9 Ν. 2623 /1998, ορίζεται ότι η σύναψη συμβάσεως διά την απ’ ευθείας ανάθεση ή την απ’ ευθείας εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή προμήθειας από τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο κοινότητος κατά τα οριζόμενα διά της 1ης παραγράφου του άρθρου 267 επιτρέπεται μόνον δι έκτακτες και επείγουσες περιπτώσεις ειδικώς αιτιολογημένες (§1). Η δημαρχιακή επιτροπή και το κοινοτικό συμβούλιο δύνανται δι΄ αποφάσεως αυτών να αναθέτουν κατόπιν προχείρου διαγωνισμού μετ’ ανάλογον εφαρμογή του άρθρου 11 §5 ΠΔ 28 /1980 ή και απ’ ευθείας άνευ διαγωνισμού την εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή προμήθειας, εάν η αξία του αντικειμένου εκάστης εξ αυτών δεν υπερβαίνει το ποσόν των 4.000.000 δραχμών δια τους Δήμους Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, των 3.000.000 δραχμών δια τους λοιπούς δήμους και των 1.500.000 δραχμών δια τις κοινότητες. Οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 267 εφαρμόζονται αναλόγως. Στα ως άνω ποσά δεν συμπεριλαμβάνεται ο αναλογών φόρος προστιθεμένης αξίας (§2). Εις αντικατάστασιν δε του άρθρου 12§1 ΠΔ 171 /1987, ωρίσθη επιπλέον ότι δεν επιτρέπεται κατάτμηση των δημοτικών και κοινοτικών έργων ούτε αναγραφή στον προϋπολογισμό δήμου ή κοινότητος κατατετμημένων πιστώσεων δια την εκτέλεσιν αυτών, εξαιρέσει των έργων, των οποίων η εκτέλεση αφορά περισσότερα του ενός δημοτικά διαμερίσματα ή οικισμούς (§4). Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων συνάγεται ότι η προμήθεια παντός είδους αγαθών από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως πρώτου βαθμού διενεργείται κατά κανόνα κατόπιν δημοσίου ανοικτού μειοδοτικού διαγωνισμού, ώστε να καθίσταται δυνατή δια της προσελεύσεως μεγάλου ή ακόμη και ικανού αριθμού μειοδοτών η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως δια της επιλογής της πλέον συμφερούσης δι αυτούς προσφοράς. Κατ’ εξαίρεσιν, όμως, είναι δυνατή η προσφυγή στην διαδικασία είτε του προχείρου διαγωνισμού, όταν η αξία της προμήθειας δεν υπερβαίνει το χρηματικόν ύψος των 45.000 ευρώ, είτε της διαπραγματεύσεως (απ’ ευθείας αναθέσεως), όταν, μεταξύ άλλων, η αξία της προμήθειας δεν υπερβαίνει το χρηματικόν ύψος των 15.000 ευρώ. Προκειμένου να διαπιστωθεί η χρηματική αξία συγκεκριμένης προμήθειας, ήτοι εάν το αντικείμενον αυτής υπερβαίνει ή μη τα προαναφερθέντα χρηματικά όρια, και συνακολούθως η δυνατότης συνάψεως της αντίστοιχης συμβάσεως ουχί μόνον δι ανοικτού διαγωνισμού αλλά και δια προχείρου διαγωνισμού η δι απ’ ευθείας αναθέσεως, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν το σύνολον των αναγκών αυτής εις όμοια ή ομοειδή αγαθά και, ως εκ τούτου, απαγορεύεται να κατατέμνει τις σχεδιαζόμενες συμβάσεις προμηθειών, προκειμένου να μην εφαρμοσθούν οι κανόνες οι αφορώντες εις τον υπολογισμόν της αξίας της τελικής συμβάσεως και να αποφευχθεί η εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Ήτοι, λαμβάνεται υπ’ όψιν η συνολική δαπάνη, η οποία απαιτείται ετησίως δια την κάλυψη του δήμου εις αγαθά, τα οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις συναλλακτικές αντιλήψεις, θεωρούνται όμοια ή ομοειδή ή εκ της φύσεως, του αντικειμένου ή της λειτουργικότητος αυτών εντάσσονται εις όμοιες ή παρεμφερείς κατηγορίες αγαθών. Δεν είναι νόμιμος, επομένως, ο επιμερισμός της κατά τα ανωτέρω συνολικής ποσότητος ομοίων ή ομοειδών αγαθών εις περισσότερες μικρότερες ποσότητες ή μερικώτερες όμοιες ή ομοειδείς κατηγορίες προς τον σκοπόν προσφυγής εις μίαν εκ των εξαιρετικών διαδικασιών αναθέσεως των μερικωτέρων προμηθειών βάσει του ύψους της δαπάνης της προκυπτούσης από την κατάτμηση της συνολικής ποσότητος, αντί της διενεργείας ενιαίας διά τα ως άνω είδη προμήθειας, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον επιχειρείται καταστρατήγηση της κειμένης νομοθεσίας και αποφυγή της τηρήσεως της εκ των ως άνω διατάξεων οριζομένης κατά περίπτωσιν νόμιμης διαδικασίας (βλ. ΕΣ 76 /2011, ΤΝΠΝΟΜΟΣ και ΕΣ 22 /2006, ΤΝΠΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι ο δήμαρχος δύναται, άνευ προηγουμένης αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου, κατόπιν προχείρου διαγωνισμού ή και άνευ διαγωνισμού, να συνάπτει σύμβαση δια την απ’ ευθείας ανάθεση ή την απ’ ευθείας εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή διενέργεια προμήθειας, εφ’ όσον η αξία του αντικειμένου της αρχικής ή της τροποποιητικής συμβάσεως δεν υπερβαίνει δια τους λοιπούς -πλήν Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης- δήμους το ύψος των 2.000.000 δραχμών και ήδη 5.869,41 ευρώ, ενώ η δημαρχιακή επιτροπή δύναται δι αποφάσεως αυτής να αναθέτει κατόπιν προχείρου διαγωνισμού ή και άνευ διαγωνισμού την εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή προμήθειας, εάν η αξία του αντικειμένου εκάστης εξ αυτών δεν υπερβαίνει διά τους λοιπούς -πλήν Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης- δήμους το ποσόν των 3.000.000 δραχμών ή 8.804,11 ευρώ, άλλως η σύμβαση είναι, κατά τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ, απολύτως άκυρη (βλ. ΕφΛαρ 41 /2011, ο.π., ΕφΛαρ 273 /2010, ο.π., ΕφΛαρ 28 /2010, ο.π., ΕφΠατρ 506 /2008, ΤΝΠΝΟΜΟΣ: 524568, ΕφΠατρ 1405 /2006, ΤΝΠΝΟΜΟΣ: 474743). Εάν, κατά τα ως άνω, η σύμβαση μετά οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως πάσχει ακυρότητα ένεκα μη τηρήσεως της προβλεπομένης νόμιμης διαδικασίας συνάψεως, το ως άνω νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η δε επί των άρθρων 904 επ. ΑΚ ερειδομένη αντίστοιχη αγωγική βάση δύναται να σωρευθεί επικουρικώς (βλ. ΑΠ 322 /2010, ο.π.). Εν τέλει διά του άρθρου 209§§1,2&9 Ν. 3463 /2006 «περί κυρώσεως Κώδικος Δήμων και Κοινοτήτων» [όπως η 9η παράγραφος προστέθηκε διά του άρθρου 20§13 Ν. 3731 /2008 (ΦΕΚ Α’ 263 /23-12-2008)] ορίζεται αφ’ ενός διά της πρώτης παραγράφου ότι οι προμήθειες των δήμων και κοινοτήτων, των πάσης φύσεως συνδέσμων αυτών, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των ιδρυμάτων αυτών διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Προμηθειών των Ο.Τ.Α. (Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α.), όπως ισχύει, με την επιφύλαξη των ειδικών ρυθμίσεων του ΠΔ 370 /1995 (ΦΕΚ 199Α ), όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί από το ΠΔ 105 /2000 (ΦΕΚ100 Α) και των αντιστοίχων του ΠΔ 57 /2000 (ΦΕΚ 45Α‘), αφ’ ετέρου διά της δευτέρας παραγράφου ότι η παροχή των κάθε είδους υπηρεσιών προς τους φορείς της προηγουμένης παραγράφου, πλην αυτών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3316 /2005 (ΦΕΚ 42Α‘), ρυθμίζεται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται κατόπιν προτάσεως ων υπουργών εσωτερικών, δημοσίας διοίκησης, και αποκέντρωσης και οικονομίας και οικονομικών, και εν τέλει διά της ενάτης παραγράφου ότι οι δήμοι και οι κοινότητες, οι σύνδεσμοι αυτών, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τα ιδρύματα αυτών δύνανται να αναθέτουν απ’ ευθείας ή με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρο διαγωνισμό) παροχή υπηρεσιών, που δεν υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 3316 /2005, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 83 Ν. 2362/1995 ως προς τα επιτρεπτά χρηματικά όρια, όπως αυτά καθορίζονται με τις εκάστοτε εκδιδόμενες αποφάσεις του υπουργού οικονομίας και οικονομικών, όπως επίσης και ότι για την επ’ ευθείας ανάθεση απαιτείται απόφαση δημάρχου ή προέδρου κοινότητος, προέδρου συνδέσμων, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδρυμάτων αυτών, χωρίς προηγουμένη απόφαση του συμβουλίου. Από δε το άρθρο 273§1 Ν. 3463 /2006 ορίζεται ότι μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 2 του άρθρου 209 οι κάθε είδους υπηρεσίες, εκτός από τις υπηρεσίες που παρέχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3316 /2005, διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις τους ΠΔ 346 /1998, ως ισχύει. Λαμβανομένου δε ότι ο Ν. 3316 /2005 αναφέρεται σε συμβάσεις εκπονήσεως μελετών και συναφών υπηρεσιών, η σύναψη συμβάσεων άλλων υπηρεσιών διέπεται από το άρθρον 83§1 Ν. 2362 /1995, κατά το οποίο, όπως έχει αναφερθεί σε ανωτέρω σημείο της παρούσης, ορίζεται ότι επιτρέπεται η δι απ’ ευθείας αναθέσεως σύναψη συμβάσεως προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτελέσεως έργων δια ετησίαν δαπάνην μέχρι ποσού 1.500.000 δραχμών (επί συμβάσεων διάρκειας μικροτέρας του έτους πρέπει η εκ του συνόλου αυτών προκαλουμένη ετησία δαπάνη να μην υπερβαίνει το προαναφερθέν χρηματικό όριο), ότι μεταξύ του ύψους 1.500.000 δραχμών έως 4.000.000 δραχμών απαιτείται διαγωνισμός δια συνοπτικής διαδικασίας (πρόχειρος) διενεργούμενος υπό τριμελούς επιτροπής και ότι άνω του ύψους των 4.000.000 δραχμών, απαιτείται σύναψη συμβάσεως για προμήθεια προϊόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων κατόπιν διενεργείας τακτικού διαγωνισμού (ανοικτού ή κλειστού), επίσης ότι σύναψη συμβάσεως παροχής υπηρεσιών βάσει της ιδίας διαδικασίας γίνεται και εις την περίπτωση μεικτής προμήθειας, κατά την οποίαν η αξία των παρεχομένων υπηρεσιών υπερβαίνει την αξία των προϊόντων και ότι τα ως άνω χρηματικά όρια δύνανται να αναπροσαρμόζονται δι αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (πράγματι ταύτα δυνάμει της ΥΑ 2024710 /602 /0026 /1998 του Υπουργού Οικονομικών αναπροσαρμόσθηκαν και ορίσθηκαν σε 4.000.000 δραχμές, από 4.000.000 δραχμές έως 8.000.000 δραχμές και εις 8.000.000 δραχμές και άνω δι’ εκάστη των ως άνω κατηγοριών της απ’ ευθείας αναθέσεως, προχείρου διαγωνισμού και τακτικού διαγωνισμού αντιστοίχως και από 1ης Ιανουάριου 2002 δυνάμει των άρθρων 1 και 2 ΥΑ 2 /45564 /0026 /2001 του Υπουργού Οικονομικών αναπροσαρμόσθηκαν συμπεριλαμβανομένου και του φόρου προστιθεμένης αξίας σε 15.000 ευρώ, από 15.000 ευρώ έως 45.000 ευρώ και εις 45.000 ευρώ και άνω δι εκάστη των ως άνω περιπτώσεων). Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων συνάγεται ότι για την ανάθεση εργασιών από ο.τ.α., εφ’ όσον ο προϋπολογισμός της σχετικής υπηρεσίας δεν επμπίπτει στα όρια εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου [Οδηγίας 2004 /18 /ΕΚ (ισχυούσης από 1-2-2006) και ήδη ΠΔ 60 12001] εφαρμόζονται γιά τις συμβάσεις, οι οποίες έχουν συναφθεί μετά την 1-1-2007 [ημερομηνία έναρξης ισχύος του Νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (άρθρο τέταρτο Ν. 3463 /2006)] και μέχρι την έκδοση του από το άρθρο 209§2 Ν. 3463 /2006 προβλεπομένου προεδρικού διατάγματος οι διατάξεις του ΠΔ 28 /1980, από τις οποίες προκύπτει ότι για την ανάθεση υπηρεσιών απαιτείται η διενέργεια δημοσίου ανοικτού μειοδοτικού διαγωνισμού, ώστε να καθίσταται δυνατή με την προσέλευση μεγάλου ή έστω ικανού αριθμού μειοδοτών η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των ο.τ.α. με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας γι’ αυτούς προσφοράς. Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή με απόφαση του δημάρχου η απ’ ευθείας ανάθεση παροχής υπηρεσιών, όταν η συνολική δαπάνη αυτών δεν υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί το ποσό, στο οποίο ανέρχεται η δαπάνη εκτέλεσης συγκεκριμένων υπηρεσιών και κατ’ επέκταση η δυνατότητα απ’ ευθείας ανάθεσης αυτών, λαμβάνεται υπ’ όψιν η συνολική δαπάνη, η οποία απαιτείται, για να καλυφθούν οι ανάγκες του δήμου σε εργασίες κατά το σύνολο αυτών, οι οποίες κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις συναλλακτικές αντιλήψεις θεωρούνται όμοιες ή ομοειδείς ή οι οποίες ως εκ της φύσεως, του αντικειμένου ή της λειτουργικότητος αυτών εντάσσονται σε όμοιες ή παρεμφερείς κατηγορίες υπηρεσιών. Συνεπώς δεν είναι νόμιμος ο περιορισμός της κατά τα ανωτέρω συνολικής ποσότητος ομοίων ή ομοειδών υπηρεσιών σε περισσότερες μικρότερες ποσότητες ή μερικώτερες όμοιες ή ομοειδείς κατηγορίες και η εν συνεχεία απ’ ευθείας ανάθεση αυτών βάσει του ύψους της δαπάνης, το οποίο προκύπτει από την κατάτμηση της συνολικής ποσότητος, διότι με τον τρόπο αυτό επιχειρείται, κατά παράβαση των οικείων διατάξεων η αποφυγή της τηρήσεως της από αυτές οριζόμενης διαδικασίας του διαγωνισμού (βλ. ΕΣ 119/2010, ΤΝΠΝΟΜΟΣ: 537760). Με την κρινομένη αγωγή αναφέρονται οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων συμβολαίων εκάστης επιδίκου επί μέρους συμβάσεως ασφαλίσεως, εκ της αγωγικής εξιστορήσεως των οποίων ασφαλιστηρίων εκτιμάται ότι ρητώς αναφέρεται ότι έχει τηρηθεί ο έγγραφος συστατικός τύπος διά την σύναψη εκάστης αντιστοίχου συμβάσεως, στοιχείο, το οποίο, άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, παραδεκτούς εκτιμάται ότι διευκρινίσθηκε διά του δικογράφου των πρωτοβαθμίων προτάσεων, με τις οποίες γίνεται ρητή επίκληση και προκομιδή εκάστου αντιστοίχου εγγράφου ασφαλιστηρίου συμβολαίου των (μετά τον περιορισμό του αγωγικού αιτήματος) επιδίκων ένδεκα επί μέρους ασφαλιστικών συμβάσεων. Επί πλέον βάσει της ιστορικής βάσεως της αγωγής τόσο η υπό το στοιχείο «Α» της αγωγής εναπομείνασα επίδικη σύμβαση ασφαλίσεως (ως μέρος του συνόλου των συμβάσεων ασφαλίσεων της χρονικής περιόδου από 5-4-2007 έως 5-4-2008 του ως άνω αγωγικού κεφαλαίου) υπολογιζομένη τόσο μαζί με τις λοιπές μη επίδικες πλέον συμβάσεις ασφαλίσεως της ιδίας ως άνω χρονικής περιόδου του υπό στοιχείο «Α» κεφαλαίου της αγωγής όσο και μαζί με την μη επίδικη πλέον επί μέρους σύμβαση ασφαλίσεως του υπό το στοιχείο «Γ» κεφαλαίου της αγωγής, δεν υπερβαίνουν καθ’ ύψος των ανώτατο όριο των 15.000 ευρώ, μέχρι του οποίου επιτρέπεται η απ’ ευθείας ανάθεση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως με τρίτα πρόσωπα. Ούτε οι επίδικες συμβάσεις της χρονικής περιόδου από 5-4-2008 έως 5-4-2009 του υπό στοιχείο Β» της αγωγής μαζί με την επίδικη σύμβαση της χρονικής περιόδου από 9-4-2008 έως 9-4-2009 υπερβαίνουν καθ’ ύψος το ως άνω όριο, οπότε διά της τοιαύτης αγωγικής αναφοράς εκτιμάται ότι ως αυτονοήτως εξιστορουμένη η δι απ’ ευθείας αναθέσεως έγκυρη σύναψη των επιδίκων συμβάσεων ασφαλίσεων της εφεσιβλήτου ασφαλιστικής εταιρείας μετά του εκκαλούντος δήμου και η αιτίαση   του δευτέρου λόγου εφέσεως περί αοριστίας του αγωγικού δικογράφου για την ως άνω αιτία τυγχάνει απορριπτέα.

Ο τέταρτος λόγος εφέσεως περί εσφαλμένης αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως ως προς την απόρριψη του αγωγικού αιτήματος για κήρυξη της εκκαλουμένης προσωρινώς εκτελεστής τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ελλείψει εννόμου συμφέροντος αλλά και ως αλυσιτελής σε δεύτερο βαθμό.

Εν σχέσει προς τον πέμπτο λόγο εφέσεως, κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ (όπως έχει τροποποιηθεί διά του άρθρου 1 Ν. 4335 /2015 και ισχύει βάσει της δευτέρας παραγράφου του ενάτου άρθρου του αυτού νόμου από 1ης Ιανουάριου 2016) ορίζεται ότι είναι απαράδεκτη η κατά την κατ’ έφεση δίκη προβολή πραγματικών ισχυρισμών, οι οποίοι δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός εάν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο (ενάγοντα, εναγόμενο ή παρεμβάντα) ως υπεράσπιση κατά της εφέσεως και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης από εκείνον, ο οποίος παρεμβαίνει με πρόσθετη παρέμβαση για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη αλλά θεωρείται αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά την συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως ή δύνανται να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν από δικαιολογημένη αιτία και το αυτό ισχύει για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως. Συνακολούθως, από την ως άνω διάταξη συνάγεται πρώτον ότι οι ενστάσεις ή αντενστάσεις του εκκαλούντος, οι οποίες αποβλέπουν στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, προτείνονται, κατά τα άρθρα 520, 525 και 527 ΚΠολΔ, αποκλειστικώς διά του δικογράφου της εφέσεως ή των προσθέτων λόγων (σε όσες διαδικασίες, όπως η εφαρμοζομένη, οι πρόσθετοι λόγοι ασκούνται αποκλειστικώς διά αυτοτελούς δικογράφου) υπό την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι είχαν προταθεί πρωτοδίκως και είχαν απορριφθεί (βλ. ΑΠ 575 /2015, ΤΝΠΝΟΜΟΣ) και ότι αυτοτελής ισχυρισμός μη προβληθείς πρωτοδίκως υπό του ηττηθέντος ενάγοντος δύναται να προβληθεί παραδεκτώς σε δεύτερο βαθμό υπ’ αυτού ως εκκαλούντος (διά λόγου εφέσεως), μόνον υπό τις προεκτεθείσες προϋποθέσεις του ως άνω άρθρου, δηλαδή εάν εγεννήθη μετά την παρέλευση της προθεσμίας για κατάθεση προτάσεων κατά την συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ή εγεννήθησαν σε μεταγενέστερο χρόνο ή εάν η μη έγκαιρη προβολή οφείλεται σε δικαιολογημένη αιτία είτε εάν αποδεικνύεται εγγράφως (κατά άμεσο τρόπον και όχι διά συναγωγής δικαστικών τεκμηρίων) ή διά δικαστικής ομολογίας του αντιδίκου, άλλως απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτος (πρβλ. ΑΠ 514 /2016, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 90 /2002, ΤΝΠΔΣΑ) και δεύτερον ότι η, κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, παραδεκτή, για πρώτη φορά σε δεύτερον βαθμό προβολή αυτοοτελούς ισχυρισμού μη προταθέντος πρωτοδίκως προϋποθέτει αφ’ ενός την ρητή και σαφή εξιστόρηση της συνδρομής των προϋποθέσεων του ως άνω άρθρου περί παραδεκτής μεταγενεστέρας προβολής του αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως ότι αποδεικνύεται αμέσως εξ εγγράφων ή διά δικαστικής ομολογίας του αντιδίκου (βλ. ΑΠ 728 /2016, ΒΝΔΝΟΜΟΣ, ΑΠ 98 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ, ΑΠ 571 72011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1440 72010, ΒΝΔΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1297 /2010, ΒΝΔΝΟΜΟΣ, ΑΠ 999 72010, ΒΝΔΝΟΜΟΣ και ΑΠ 2116 /2009, ΒΝΔΝΟΜΟΣ), και αφ’ ετέρου την κατά ορισμένο, κατά τα άρθρα 262§1 και 520§1 ΚΠολΔ, τρόπο εξιστόρηση των απαιτουμένων πραγματικών στοιχείων προς θεμελίωσιν της διά λόγου εφέσεως προβαλλομένης αντιστοίχου ενστάσεως (βλ. ΑΠ 575 /2015, ο.π. και ΑΠ 1239 /2010, ΤΝΠΔΣΑ). Στην προκειμένη περίπτωση από τα εκ μέρους των αντιδίκων μετά νομίμου επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα αφ’ ενός δεν αποδεικνύεται η εξόφληση των ασφαλίστρων του υπ’ αριθ. ….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……… οχήματος για την χρονική περίοδο από 5-4-2007 έως 5-4-2008 και αφ’ ετέρου οι εκ μέρους του εκκαλούντος εναγομένου με τον πέμπτο λόγο εφέσεως επικαλούμενες και προσκομιζόμενες έγγραφες αποδείξεις καταβολής χρηματικών ποσών αποδεικνύεται (όπως βασίμως αντιλέγει η εφεσίβλητος ενάγουσα) ότι αφορούν καταβολή ασφαλίστρων για συμβάσεις ασφαλίσεως καλύπτουσες χρονικές περιόδους (από 5-4-2007 έως 5-4-2008 και 9-4-2007 έως 9-4-2008), οι οποίες τυγχάνουν προγενέστερες των χρονικών περιόδων των επιδίκων ασφαλίστρων (από 5-4-2008 έως 5-4-2009 για τα λοιπά οχήματα και 9-4-2008 έως 9-4-2009 για το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ………. όχημα), ως ακολούθως: α) η υπ’ αριθ. … /5-4-2007 απόδειξη της εφεσιβλήτου περί καταβολής ποσού 326,71 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … οχήματος (βάσει του υπ’ αριθ. ….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου) αφορά στην χρονική περίοδο από 5-4-2007 έως 5-4- 2008, β) η υπ’ αριθ. … /5-4-2007 απόδειξη της εφεσιβλήτου περί καταβολής ποσού 1.766,50 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … οχήματος (βάσει του υπ’ αριθ. .. ασφαλιστηρίου συμβολαίου) αφορά στην χρονική περίοδο από 5-4-2007 έως 5-4-2008, γ) η υπ’ αριθ. … /5-4-2007 απόδειξη της εφεσιβλήτου περί καταβολής ποσού 706,75 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …. οχήματος (βάσει του υπ’ αριθ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου) αφορά στην χρονική περίοδο από 5-4-2007 έως 5-4- 2008, δ) η υπ’ αριθ. … /5-4-2007 απόδειξη της εφεσιβλήτου περί καταβολής ποσού 1.241,26 ευρώ (και εν συνόλω 1.681,90 ευρώ) για την ασφάλιση του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … οχήματος (βάσει του υπ’ αριθ. …. ασφαλιστηρίου συμβολαίου) αφορά στην χρονική περίοδο από 5-4-2007 έως 5-4-2008, ε) η υπ’ αριθ. … /5-4-2007 απόδειξη της εφεσιβλήτου περί καταβολής ποσού 1.318,82 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …. οχήματος (βάσει του υπ’ αριθ. ….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου) αφορά στην χρονική περίοδο από 5-4-2007 έως 5-4-2008, στ) η υπ’ αριθ. .. /5-4-2007 απόδειξη της εφεσιβλήτου περί καταβολής ποσού 783,47 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … οχήματος (βάσει του υπ’ αριθ. …. ασφαλιστηρίου συμβολαίου) αφορά στην χρονική περίοδο από 5-4-2007 έως 5-4-2008, ζ) η υπ’ αριθ. .. /5-4-2007 απόδειξη της εφεσιβλήτου περί καταβολής ποσού 734,57 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …. οχήματος (βάσει του υπ’ αριθ. ….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου) αφορά στην χρονική περίοδο από 5-4-2007 έως 5-4- 2008, η) η υπ’ αριθ. …. /9-4-2007 απόδειξη της εφεσιβλήτου περί καταβολής ποσού 393,18 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …… οχήματος (βάσει του υπ’ αριθ. … /9-4-2008 ασφαλιστηρίου συμβολαίου της εφεσιβλήτου) αφορά στην χρονική περίοδο από 9-4-2007 έως 9-4-2008, θ) η υπ’ αριθ. … /5-4-2007 απόδειξη της εφεσιβλήτου αφορά, όπως και αμέσως κατωτέρω εκτίθεται, καταβολή ποσού 843,02 ευρώ (και όχι το υπό του εκκαλούντος επικαλούμενο ποσό 533,83 ευρώ) και αναφέρεται, όπως και κατωτέρω εκτίθεται, στην ασφάλιση του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ….. οχήματος (και όχι του από τον εκκαλούντα επικαλουμένου υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … οχήματος) και δή στην χρονική περίοδο από 5-4-2007 έως 5-4-2008, ενώ το εκ μέρους του εκκαλούντος επικαλούμενο και προσκομιζόμενο ως βάσει της ως άνω αποδείξεως εξοφληθέν υπ’ αριθ. …… ασφαλιστήριο συμβόλαιο αναφέρεται στο υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …… όχημα για την χρονική περίοδο από 5-4-2007 έως 5-4-2008, ι) η υπ’ αριθ. … /5-4-2007 απόδειξη της εφεσιβλήτου περί καταβολής ποσού 843,02 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …… οχήματος (βάσει του υπ’ αριθ. …. /5-4-2007 ασφαλιστηρίου συμβολαίου της εφεσιβλήτου) αφορά στην χρονική περίοδο από 5-4- 2007 έως 5-4-2008, και ια) για την ασφάλιση του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……. οχήματος (βάσει του υπ’ αριθ. …. ασφαλιστηρίου συμβολαίου) για την χρονική περίοδο από 5-4-2007 έως 5-4-2008 δεν γίνεται επίκληση και προσκομιδή κάποιας εξοφλητικής αποδείξεως. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος εφέσεως.

Απορριπτομένης της εφέσεως συνολικώς πρέπει η δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτου κατόπιν σχετικού αιτήματος αυτής να επιβληθεί εις βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθρα 191 §2 και 183 ΚΠολΔ), μειωμένη, όμως, κατά το άρθρο 281 §2 Ν. 3463 /2006 (βλ. ΑΠ 590 /2011, ΤΝΠΝΟΜΟΣ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν.

Απορρίπτει την υπ’ αριθ. καταθ. … /2014 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 6475 /2013 απόφασης τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επιβάλλει εις βάρος του εκκαλούντος την δικαστική δαπάνη του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας της εφεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι (ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών), την 10η Μαΐου 2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ