Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 277/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:    277  /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των άρθρων 34, 35 Α.Κ., 62, 73, 313 παρ. 1 περ. δ΄ Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 286 επ. του ίδιου κώδικα, που εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 του Α.Κ., προκύπτει, ότι, αν κάποιος διάδικος αποβιώσει κατά τη διάρκεια της δίκης και μέχρι το τέλος της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, και εφόσον τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη της γνωστοποίησης του θανάτου στον αντίδικο του αποβιώσαντος, επέρχεται διακοπή της δίκης και όλες οι διαδικαστικές πράξεις που επιχειρούνται μέχρι τη νόμιμη επανάληψη της διαδικασίας λογίζονται άκυρες. Αν δεν γίνει η γνωστοποίηση του θανάτου, δεν επέρχεται διακοπή της δίκης, ενώ η απόφαση που εκδίδεται είναι υποστατή και μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της έφεσης. Σε περίπτωση που ο διάδικος αποβιώσει μετά το πέρας της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση ή πολύ περισσότερο μετά την έκδοση της τελευταίας, όταν δηλαδή δεν υφίσταται πλέον εκκρεμής δικαστικός αγώνας, δεν υπάρχει στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή της δίκης. Στην περίπτωση αυτή, τα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά της οριστικής απόφασης, άρα και η έφεση, πρέπει να απευθύνονται, σύμφωνα με το άρθρο 517 ΚΠολΔ, κατά των καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) του αποβιώσαντος. Αν απευθύνεται κατά του τελευταίου είναι απαράδεκτο, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο εκκαλών, πριν από την άσκηση της έφεσης είχε λάβει γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του θανάτου του αντιδίκου του, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει κατ` αυτών την έφεση. Η απευθυνόμενη κατά του αποβιώσαντος έφεση, χωρίς ο εκκαλών να γνωρίζει το θάνατο του αντιδίκου του, δεν είναι απαράδεκτη, νόμιμα δε χωρεί η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ Ολομ. 31/2009, ΑΠ Ολομ. 27/1987, ΑΠ 1301/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 401/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 672/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 304/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 204/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 187/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 183/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1625/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1279/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1280/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1060/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1058/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 807/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 85/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 562/2017, ΑΠ 704/2017, ΑΠ 740/2016). Η ακυρότητα δε αυτή, ως αναγόμενη στην έλλειψη της κατά το άρθρο 62 εδ.α ΚΠολΔικ διαδικαστικής προϋπόθεσης της ικανότητας να είναι κάποιος διάδικος, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρ. 73 ΚΠολΔικ), εφόσον από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους στοιχεία προκύπτουν οι προϋποθέσεις αυτής, δηλαδή ο προηγηθείς της άσκησης της έφεσης θάνατος του εφεσιβλήτου και η κατά την άσκηση αυτής γνώση του γεγονότος τούτου από τον εκκαλούντα (ΑΠ 1301/2018 ό.π., ΑΠ 401/2018 ό.π., ΑΠ 304/2018 ό.π., ΑΠ 204/2018 ό.π. ΑΠ 187/2018 ό.π., ΑΠ 183/2018 ό.π., ΑΠ 1625/2017 ό.π., ΑΠ 1279/2017 ό.π., ΑΠ 1280/2017 ό.π., ΑΠ 1060/2017 ό.π., ΑΠ 1058/2017 ό.π., ΑΠ 85/2017 ό.π., ΑΠ 642/2016, ΑΠ 1282/2009, ΑΠ 65/2006). Επέρχεται δε η διακοπή από τη γνωστοποίηση του λόγου της στον αντίδικο, μεταξύ άλλων, με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως, από εκείνον που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη, ή από εκείνον που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Η επανάληψη της δίκης, που έχει διακοπεί, λόγω θανάτου κάποιου διαδίκου, μπορεί να είναι είτε εκούσια, με ρητή ή σιωπηρή δήλωση των προσώπων, τα οποία, ως κληρονόμοι εκείνου, υπεισέρχονται στη δικονομική του θέση, όχι όμως και του ομοδίκου του, έστω και αναγκαίου, είτε και αναγκαστική, με πρόσκληση του αντιδίκου ή του ομοδίκου, που πρέπει να γίνει με κοινοποίηση δικογράφου. Μπορούν δε οι διάδικοι αυτοί να προκαλέσουν την επανάληψη και χωρίς να έχει προηγηθεί γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής, μη επικαλούμενοι την έλλειψη της γνωστοποιήσεως και θεωρώντας πως η διακοπή έχει επέλθει, η πρόσκληση, όμως, αυτή δεν μπορεί να επιδοθεί στον κληρονόμο του αποβιώσαντος διαδίκου πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομίας, η οποία, κατ’ άρθρο 1847 εδ. α’ του ΑΚ, είναι τετράμηνη και αρχίζει από την επαγωγή της κληρονομίας. Εφόσον αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικο, έστω και σιωπηρά, η νόμιμη δυνατότητα του προσώπου να διεξάγει τη δίκη στη θέση του διαδίκου, στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί της επαναλήψεως και η δίκη συνεχίζεται κανονικά (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 183/2018 ό.π., ΑΠ 1625/2017 ό.π., ΑΠ 1279/2017 ό.π., ΑΠ 1280/2017 ό.π., ΑΠ 1058/2017 ό.π., ΑΠ 807/2017 ό.π., ΑΠ 241/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 103/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 85/2017 ό.π., ΑΠ 33/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 379/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 288/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1000/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 331/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 41/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 272/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 194/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 992/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1054/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1562/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 81/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 535/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 131/2005 (μεταβ. Κω) (Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 ΚΠολΔ, στις περιπτώ­σεις απλής ομοδικίας, κατά το άρθρο 74 του ίδιου Κώδικα, κάθε ομόδικος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ενεργεί στη δίκη ανεξάρτητα από τους άλλους, οι πράξεις δε και οι παραλείψεις κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους άλλους. Στην απλή ομοδικία σωρεύονται υποκειμενικά, σε κοινή διαδικασία, περισσότερες, ανε­ξάρτητες, μεταξύ τους, δίκες, υφίστανται δε τόσα αντικείμενα δίκης όσα και οι απλοί ομόδικοι. Η συνένωση των δικών των απλών ομοδίκων έχει αμιγώς δικονομικό, εξωτερικό χαρακτήρα και δεν επηρεάζει τις εσωτερικές τους έννομες σχέσεις. Επο­μένως, οι διαδικαστικές πράξεις κρίνονται για κάθε δίκη χωριστά. Ο ομόδικος είναι τρίτος στις δίκες των άλλων ομοδίκων (βλ. σχετ. ΕφΛαρ 113/2013 Δημ. Νόμος, Κε­ραμεύς / Κονδύλης / Νίκας ΚΠολΔ I (2000) 75 αριθ.1, Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ άρθρο 75 αρ.1). Συνεπώς, επί απλής ομοδικίας, η διακοπή επέρχεται μόνον ως προς τον αποβιώσαντα ομόδικο και δεν επηρεάζει τη δίκη ως προς τους λοιπούς, όπως τούτο συνάγεται εξ αντιδιαστολής από το άρθρο 288 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 1279/2017 ό.π., ΑΠ 1280/2017 ό.π., ΑΠ 241/2017 ό.π., ΑΠ 379/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1721/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 477/2013 Δημ. Νόμος). ΄Ετσι, ο θάνατος ενός εκ των ομοδίκων δεν επιφέρει, με τη γνωστοποίησή του, τη διακοπή της δίκης, έναντι των λοιπών διαδίκων, ως προς τους οποίους η διαδικασία συνεχίζεται ακωλύτως, δίχως να απαιτείται προηγούμενη επανάληψη της δίκης, ούτε κλήτευση σε αυτή των κληρονόμων του θανόντος ομοδίκου, εκτός αν η κλήτευσή τους διαταχθεί από το δικαστήριο (άρθρα 75 και 288 ΚΠολΔ) (ΑΠ 1584/2006 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, δύναται το Δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται της φερομένης, ενώπιον του, κατ’ έφεση υποθέσεως, σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 524 παρ. 1, 74 και 75 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, να διατάξει τον επισπεύδοντα την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής διάδικο, να κλητεύσει τους κληρονόμους του θανόντος διαδίκου, εφόσον κρίνει αναγκαία την ενιαία διεξαγωγή της δίκης αυτής, αναβάλλοντας προς τούτο την κατ’ ουσίαν έρευνα της όλης υπόθεσης σε άλλη δικάσιμο, που θα προσδιορισθεί με επιμέλεια του ως άνω επισπεύδοντος την προκείμενη της υπόθεσης συζήτηση διαδίκου (ΑΠ 1584/2006 ό.π., ΕφΛαρ 113/2013 ό.π., ΕφΠατρ 709/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 9085/2001 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 9304/1991 Δημ. Νόμος). Σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, όμως, οπότε ο θάνατος και ενός μόνο ομοδίκου επιφέρει τη διακοπή της δίκης, ως προς όλους τους διαδίκους, η επανάληψη πρέπει να γίνει από όλους τους κληρονόμους (ΑΠ 655/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1280/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 196/2006 Δημ. Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 01.08.2013 απόσπασμα της ληξιαρχικής πράξης θανάτου με αριθμό .., τόμο …, έτους 2013 του Ληξιάρχου της Δ.Ε. Ιωαννιτών του Δήμου Ιωαννιτών, ο τρίτος των εφεσιβλήτων, ……., κάτοικος εν ζωή Ν. Ηρακλείου Αττικής, απεβίωσε, στις 27/07/2013, στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήτοι μετά τη συζήτησης της υπόθεσης ενώπιόν του (στις 13/12/2012) και πριν την έκδοση οριστικής απόφασης (στις 14/02/2014). Και ναι μεν η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε, στις 05/11/2015, με την κατάθεση του οικείου δικογράφου στη γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου (βλ. τη με αριθμ. …./05-11-2015 έκθεση κατάθεσης, η οποία έχει συνταχθεί στο τέλος αυτής), δηλαδή μετά το θάνατο του τρίτου των εφεσιβλήτων, όμως, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το εκκαλούν, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, γνώριζε το θάνατο αυτού, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει την έφεση κατ’ αυτών και συνακόλουθα παραδεκτά άσκησε την υπό κρίση έφεση, παρόλο που στρέφεται και κατά προσώπου αποβιώσαντος. Εξάλλου, ο ως άνω αποβιώσας, τρίτος των εφεσιβλήτων, ο οποίος κατέλιπε μοναδικούς πλησιεστέρους συγγενείς του τη σύζυγό του, . ……. και τα τέκνα του, . ……. και . ……., που γεννήθηκαν στις 7/5/1999 και 18/9/2000 αντίστοιχα (βλ. το προσκομιζόμενο από 09.09.2014 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Ιωαννιτών), με την από 11.03.2013 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ. …./13.12.2013 πρακτικό δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων και καταχωρήθηκε στο γενικό βιβλίο διαθηκών του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων και του Πρωτοδικείου Αθηνών στον τόμο .. και με αριθμό … (βλ. σχετ. με αριθμ. …/13.12.2013 πρακτικό δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων, με αριθμ. …/18-05-2018 περί μη δημοσιεύσεως άλλης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων, σε συνδυασμό με το με αριθμ. …/18-05-2018 πιστοποιητικό περί μη δημοσιεύσεως άλλης διαθήκης του Πρωτοδικείου Αθηνών), εγκατέστησε ως μοναδικούς κληρονόμους στην αναφερόμενη στην ως άνω διαθήκη του ακίνητη περιουσία του τη σύζυγό του . ……. και τα ως άνω τέκνα του . ……. και . …….. Με διάταξη δε της ως άνω διαθήκης του όρισε, επίσης, ότι «…Αν τυχόν βρεθεί οποιαδήποτε άλλη περιουσία του είτε κινητή είτε ακίνητη, να την πάρει η σύζυγός μου ……». Εν συνεχεία, οι ως άνω κληρονόμοι του αρχικώς ενάγοντος, τρίτου των εφεσιβλήτων, ……. ……., ήτοι η σύζυγός του ……. και τα ανήλικα τότε τέκνα του, ……. . και ……. ……. (όπως εκπροσωπούνταν νόμιμα από την ασκούσα τη γονική μέριμνα αυτών μητέρα τους) με την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη αριθμό …./10.03.2014 πράξη αποδοχής κληρονομίας (εκ διαθήκης) της Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων ……., αποδέχθηκαν την περιελθούσα σ’ έκαστο εξ αυτών ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντος αρχικώς ενάγοντος – τρίτου των εφεσιβλήτων, ……. ……., αναμιχθέντες στη διαχείριση της κληρονομιάς (βλ. σχετ. με αριθμ. …/18-05-2018 πιστοποιητικό μη αποποίησης του Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων, σε συνδυασμό με το με αριθμ. πρωτ. …./18-05-2018 πιστοποιητικό μη αμφισβητήσεως του Πρωτοδικείου Ιωαννίνων). Η ως άνω εκ διαθήκης κληρονόμος του θανόντος τρίτου των εφεσιβλήτου, ως προς την ένδικη αξίωση περί αποζημιώσεως, η ιδιότητα της οποίας δεν αμφισβητείται από το εκκαλούν (261 ΚΠολΔ), με προφορική δήλωση στο ακροατήριο της πληρεξουσίας δικηγόρου της ……, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα προς την παρούσα απόφαση πρακτικά, κατά την οποία ο τρίτος των εφεσιβλήτων δεν παραστάθηκε, γνωστοποίησε το θάνατό του και την εκούσια στο όνομά της επανάληψη της δίκης, η οποία διακόπηκε βίαια, προβάλλοντας υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς και η οποία, ως εκ τούτου, συνεχίζεται πλέον νόμιμα. Επίσης, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από το 14/9/2015 απόσπασμα της με αριθμ. …./2015 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου Δήμου Αθηναίων, ο έβδομος των εφεσιβλήτων, ….., απεβίωσε, στις 13/09/2015, στην Αθήνα, ήτοι μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (στις 14/02/2014) και πριν την άσκηση της έφεσης, η οποία κατατέθηκε στις 05/11/2015, όπως προκύπτει από τη με αριθμ. …../05-11-2015 έκθεση κατάθεσης, η οποία έχει συνταχθεί στο τέλος αυτής. Και ναι μεν η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε, στις 05/11/2015, με την κατάθεση του οικείου δικογράφου στη γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου (βλ. τη με αριθμ. …../05-11-2015 έκθεση κατάθεσης, η οποία έχει συνταχθεί στο τέλος αυτής), δηλαδή μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης και το θάνατο του εβδόμου των εφεσιβλήτων, όμως, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το εκκαλούν, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, γνώριζε το θάνατο αυτού, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει την έφεση κατ’ αυτών και συνακόλουθα παραδεκτά άσκησε την υπό κρίση έφεση, παρόλο που στρέφεται και κατά προσώπου αποβιώσαντος. Εξάλλου, με την από 30/8/2015 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. …../16-06-2017 πρακτικό συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε στα Βιβλία διαθηκών σε τόμο … και αριθμό …, ο θανών κατέλιπε μοναδικούς κληρονόμους του, ως προς την ένδικη αξίωση περί αποζημιώσεως, κατά ποσοστό ½ έκαστο εξ αυτών, τα ενήλικα τέκνα του: α) …. και β) ……. την οποία αποδέχθηκαν (βλ. το με αριθμ. πρωτ. ……/21-03-2017 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου Αθηναίων, το με αριθμ. πρωτ. ……/21-05-2015 πιστοποιητικό της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών περί μη αποποίησης, το με αριθμ. πρωτ. …./11-06-2018 πιστοποιητικό της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών περί μη δημοσιεύσεως άλλης διαθήκης, το με αριθμ. πρωτ. …./04-06-2018 πιστοποιητικό του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη αμφισβητήσεως κληρονομικού δικαιώματος, το με αριθμ. πρωτ. …../21-05-2018 πιστοποιητικό της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών περί μη αποποιήσεως κληρονομίας, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. Δηλ. …… Δήλωση φόρου κληρονομιάς Δ.Ο.Υ. Κ’ Γαλατσίου – Αθηνών). Οι ως άνω εκ διαθήκης κληρονόμοι του θανόντος εβδόμου των εφεσιβλήτων, η ιδιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από το εκκαλούν (261 ΚΠολΔ), με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ……., κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο, που καταχωρήθηκε στα ταυταριθμα προς την παρούσα απόφαση πρακτικά, κατά την οποία ο έβδομος των εφεσιβλήτων δεν παραστάθηκε, γνωστοποίησαν τον θάνατο του πιο πάνω εφεσιβλήτου και την εκούσια στο όνομά τους επανάληψη της δίκης, η οποία διακόπηκε βίαια, προβάλλοντας υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς και η οποία, ως εκ τούτου, συνεχίζεται πλέον νόμιμα. ΄Οπως προκύπτει δε από το προσκομιζόμενο από το με αριθμ. πρωτ. …../20-6-2013 απόσπασμα της με αριθμ. 127/4/2013 Ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Δημάρχου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, ο όγδοος των εφεσιβλήτων, ………., κάτοικος εν ζωή Κορυδαλλού Ν. Αττικής, απεβίωσε, στις 19/06/2013, στα Αμπελάκια Σαλαμίνας Ν. Αττικής, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήτοι μετά τη συζήτησης της υπόθεσης ενώπιόν του (στις 13/12/2012) και πριν την έκδοση οριστικής απόφασης (στις 14/02/2014). Και ναι μεν η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε, στις 05/11/2015, με την κατάθεση του οικείου δικογράφου στη γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου (βλ. τη με αριθμ. …../05-11-2015 έκθεση κατάθεσης, η οποία έχει συνταχθεί στο τέλος αυτής), δηλαδή μετά το θάνατο του ογδόου των εφεσιβλήτων, όμως, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το εκκαλούν, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, γνώριζε το θάνατο αυτού, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους των και να απευθύνει την έφεση κατ’ αυτών και συνακόλουθα παραδεκτά άσκησε την υπό κρίση έφεση, παρόλο που στρέφεται και κατά προσώπου αποβιώσαντος. Εξάλλου, με την από 06/11/2006 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. …./20-08-2013 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε στα βιβλία διαθηκών στον τόμο … με αριθμό .., ο θανών κατέλιπε μοναδικούς κληρονόμους του, ως προς την ένδικη αξίωση περί αποζημιώσεως, κατά ποσοστό 1/3 έκαστο εξ αυτών, τα ενήλικα τέκνα του: α) ……, κάτοικο … Αττικής, β) ……., κάτοικος … Σαλαμίνας και γ) ….., κάτοικο …., την οποία αποδέχθηκαν (βλ. σχετ. το με αριθμ. πρωτ. …/10-07-2013 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δημάρχου Κορυδαλλού Αττικής, το με αριθμ. πρωτ. …./11-06-2018 πιστοποιητικό της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών περί μη δημοσιεύσεως άλλης διαθήκης, το με αριθμ. πρωτ. …./23-05-2018 πιστοποιητικό της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς περί μη αμφισβητήσεως κληρονομικού δικαιώματος, το με αριθμ. …../01-06-2018 πιστοποιητικό της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας περί μη αποποιήσεως κληρονομίας, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. Δηλ. …… Δήλωση φόρου κληρονομιάς Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά). Οι ως άνω εκ διαθήκης κληρονόμοι του θανόντος ογδόου των εφεσιβλήτων, η ιδιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από το εκκαλούν (261 ΚΠολΔ), με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ……., κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο, κατά την οποία ο όγδοος των εφεσιβλήτων δεν παραστάθηκε, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα προς την παρούσα απόφαση πρακτικά, γνωστοποίησαν τον θάνατο του πιο πάνω εφεσιβλήτου και την εκούσια στο όνομά τους επανάληψη της δίκης, η οποία διακόπηκε βίαια, προβάλλοντας υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς και η οποία, ως εκ τούτου, συνεχίζεται πλέον νόμιμα. Επίσης, στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 02/11/2015 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …/05-11-2015, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γεν.Αριθμ.Κατάθ. …/04-12-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …./04-12-2015, κατά της 825/14.02.2014 οριστικής απόφασής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 13/12/2012, κατά την ειδική διαδικασία των διατάξεων του άρθρου 647 επ. ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 1 ισχύει μετά την τροποποίησή της από το άρθρο 7 στοιχ. 20 ν. 2741/28-9-1999. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης νόμιμη δικάσιμο αυτής (17/05/2018), όμως, δεν εμφανίστηκε ο δέκατος των εφεσιβλήτων, ………, αλλά ο δικηγόρος, ο οποίος είχε εκπροσωπήσει αυτόν, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, . .., ο οποίος δήλωσε ότι ο τελευταίος απεβίωσε, χωρίς το γεγονός αυτό ν’ αμφισβητηθεί από τους λοιπούς διαδίκους και χωρίς να γίνει δήλωση επανάληψης της δίκης από τους καθολικούς διαδόχους (κληρονόμους) του ανωτέρω εφεσιβλήτου. Οι λοιποί παριστάμενοι εφεσίβλητοι επικαλούνται και προσκομίζουν τη με αριθμ. …./29-12-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ….., από την οποία προκύπτει ότι η επίδοση της υπό κρίση έφεσης, με κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 12/05/2016, έγινε στο εκκαλούν, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, μετά από παραγγελία της Δικηγόρου . ….., ως πληρεξουσίας όλων των εφεσιβλήτων, επομένως και του απολιπομένου. Όμως δεν προκύπτει ότι ο τελευταίος είχε χορηγήσει στην ανωτέρω δικηγόρο τη σχετική πληρεξουσιότητα να επισπεύσει τη συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 3, 97, 100 παρ. 2, 101, 104 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, εφόσον αφενός μεν δεν αποδεικνύεται ότι η συζήτηση επισπεύδεται με επιμέλεια του ανωτέρω απολιπομένου εφεσιβλήτου ή ότι αυτός έχει κληθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα προκειμένου να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, αφετέρου δε δεν προκύπτει ότι συνεχίζεται ως προς αυτόν η παρούσα δίκη με νόμιμο τρόπο και οι παριστάμενοι διάδικοι δεν προσκομίζουν, ούτε επικαλούνται, ότι οι κληρονόμοι του ως άνω αποβιώσαντος κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για την επανάληψη της δίκης, πρέπει να κηρυχθεί και αυτεπαγγέλτως απαράδεκτη η συζήτηση ως προς αυτόν. Εφόσον δε αυτός συνδέεται με τους λοιπούς παρισταμένους εφεσιβλήτους με σχέση απλής ομοδικίας, πρέπει να χωρισθεί η υπόθεση και να ερευνηθεί ως προς τους τελευταίους (πρβλ. ΑΠ 1301/2018 ό.π., ΑΠ 304/2018 ό.π., ΑΠ 103/2017 ό.π., ΑΠ 382/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 241/2017 ό.π., ΑΠ 379/2015 ό.π.).

Περαιτέρω, η υπό κρίση από 02/11/2015 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …./05-11-2015, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γεν.Αριθμ.Κατάθ. …./04-12-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …./04-12-2015, κατά της με αριθμ. 825/14.02.2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 1 ισχύει μετά την τροποποίησή της από το άρθρο 7 στοιχ. 20 ν. 2741/28-9-1999, επί της από 10-5-2011 και με αριθμ. καταθ. …./17-05-2011 αγωγής, ως προς τους λοιπούς πλην του δεκάτου των εφεσιβλήτων (ως προς τον οποίο κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της παρούσας), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τ’ ανωτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 520 ΚΠολΔ και άρθρο 10 κ.δ. της 26/6-10/7/1944 «περί δικών του Δημοσίου», εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στο εκκαλούν, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, στις 07/10/2015 (βλ. σχετ. με αριθμ. …../07-10-2015 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 05/11/2015. Επομένως, εφόσον δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από το εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, στο δημόσιο ταμείο για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή ως προς όλους τους διαδίκους πλην του δεκάτου των εφεσιβλήτων και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Με το άρθρο 18 παρ. 3 και 5 του Συντάγματος προβλέπεται το μέτρο της επίταξης και το μέτρο της προσωρινής στέρησης της χρήσης και κάρπωσης της ιδιοκτησίας ως εναλλακτική μορφή περιορισμού της ιδιοκτησίας, ελάσσονος επάχθειας σε σχέση με την απαλλοτρίωση. Τα σχετικά με την επίταξη ρυθμίζονται από διαφόρους νόμους (ΑΠ 480/2011). ΄Ετσι, με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄ και β’ του Ν. 3027/2002  (ΦΕΚ Α΄ 152/28-6-2002) «Θέματα Οργαν. Σχολικών Κτιρίων, ΑΕΙ,ΔΙΚΑΤΣΑ κλπ.», ορίστηκε ότι «…1. α) Επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, καθώς και η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος σε βάρος ακινήτου, υπέρ της εταιρίας “Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Ανώνυμη Εταιρία” (Ο.Σ.Κ. Α.Ε.) και με δαπάνες της, για δημόσια ωφέλεια και ειδικότερα για την εξυπηρέτηση εκπαιδευτικών σκοπών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ιδίως για την ανέγερση διδακτηρίων. Η απαλλοτρίωση ή η σύσταση του εμπράγματου δικαιώματος κηρύσσονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) της Ο.Σ.Κ. Α.Ε. και διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2882/2001 (ΦΕΚ 17 Α΄). β) ΄Οπου στις παραγράφους 2, 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 14 και στις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 16 του Ν. 2882/2001 αναφέρεται “Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας” αρμόδιος είναι ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων…», ενώ με την παρ. 5 του άρθρου 1 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι «5. α) Το Δημόσιο οφείλει αποζημίωση για τις επιτάξεις ακινήτων, που επιβάλλονται κατά νόμο προς ικανοποίηση στεγαστικών αναγκών των σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Για την αποζημίωση λαμβάνεται υπόψη η μισθωτική αξία των ακινήτων που επιτάχθηκαν και η ζημία που υπέστη ο ιδιοκτήτης από τη στέρηση της χρήσης. Για τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης δεν λαμβάνεται υπόψη η αύξηση της μισθωτικής αξίας των ακινήτων που επιτάχθηκαν, η οποία επήλθε λόγω των έκτακτων περιστάσεων. Στην αποζημίωση δεν περιλαμβάνεται το διαφυγόν κέρδος. β) Η αποζημίωση οφείλεται για το χρονικό διάστημα της επίταξης και καταβάλλεται εφάπαξ μετά τη λήξη της επίταξης ή ανά μήνα, αν η επίταξη παρατείνεται πέραν του διμήνου. γ) Το Δημόσιο, εκτός από την αποζημίωση που προβλέπεται στην περίπτωση α`, υποχρεούται σε αποζημίωση και λόγω φθορών ή μεταβολών στο ακίνητο που επιτάχθηκε, εκτός αν οι φθορές ή μεταβολές οφείλονται σε συνήθη χρήση ή σε ελάττωμα του ακινήτου. Το Δημόσιο αντί για χρηματική αποζημίωση δικαιούται να προβεί στην επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη, αν ο ιδιοκτήτης παραλάβει το ακίνητο που επιτάχθηκε χωρίς επιφύλαξη, εκτός αν οι φθορές ή μεταβολές δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθούν χωρίς ειδική εξέταση. δ) Το Δημόσιο απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη, αν η καταστροφή ή η χειροτέρευση οφείλονται σε ανώτερη βία ή τυχαίο περιστατικό, το οποίο θα είχε επέλθει και χωρίς την επίταξη. ε) Το Δημόσιο δικαιούται να αναζητήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλοτρίων του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.), τις δαπάνες που έγιναν από αυτό για τα ακίνητα που επιτάχθηκαν. Η αξίωση αυτή παραγράφεται δύο έτη μετά από την πάροδο του έτους, μέσα στο οποίο αποδόθηκαν τα ακίνητα που επιτάχθηκαν. στ) Κάθε αξίωση κατά του Δημοσίου για αποζημίωση από την επίταξη παραγράφεται δύο έτη μετά από την πάροδο του έτους, μέσα στο οποίο έληξε η επίταξη. Η αξίωση για αποκατάσταση φθορών και μεταβολών σε ακίνητα που επιτάχθηκαν παραγράφεται μετά την πάροδο έξι μηνών από την παραλαβή τους. ζ) Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας συγκροτείται τριμελής Επιτροπή, που αποτελείται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.), ως πρόεδρο, τον προϊστάμενο της οικείας Διεύθυνσης Πολεοδομίας και τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Γηπέδων της Ο.Σ.Κ. Α.Ε., η οποία καθορίζει προσωρινά την αποζημίωση για την επίταξη του ακινήτου, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Με την ίδια απόφαση ορίζονται τα αναπληρωματικά μέλη της Επιτροπής, καθώς και ο γραμματέας της με τον αναπληρωτή του. Ο δικαιούχος δικαιούται να ζητήσει από την Επιτροπή τον καθορισμό της αποζημίωσης της περίπτωσης α`, μετά τη σύνταξη της έκθεσης επίταξης και της αποζημίωσης της περίπτωσης γ`, μετά τη σύνταξη του πρωτοκόλλου απόδοσης του ακινήτου. Η αίτηση υποβάλλεται εγγράφως στη γραμματεία της Επιτροπής και συνοδεύεται από πρόσφορα στοιχεία για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης και την αναγνώριση του δικαιούχου της. Μετά την υποβολή της αίτησης, η Επιτροπή, με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της, προβαίνει, μέσα σε ένα μήνα, αιτιολογημένα, σε προσωρινό καθορισμό της αποζημίωσης. Η Επιτροπή, με την απόφαση για τον προσωρινό καθορισμό αποζημίωσης, προβαίνει και στην αναγνώριση του δικαιούχου της αποζημίωσης, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Εάν δεν έχουν προσκομιστεί τα απαιτούμενα για την αναγνώριση στοιχεία ή από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν υπάρχει αμφιβολία για το πρόσωπο του δικαιούχου, η Επιτροπή δεν προβαίνει στην αναγνώριση του δικαιούχου και αναφέρει στην απόφασή της το λόγο της μη αναγνώρισης. Η απόφαση κοινοποιείται στον αιτούντα ή στο πρόσωπο σε βάρος του οποίου έγινε η επίταξη ή και στους δύο, εφόσον είναι διαφορετικά πρόσωπα. Η κοινοποίηση γίνεται με δημόσιο όργανο και συντάσσεται γι` αυτήν βεβαίωση. η) Η απόφαση της Επιτροπής, για τον προσωρινό καθορισμό της αποζημίωσης και την αναγνώριση δικαιούχου, υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου. Η άσκηση της προσφυγής δεν στερεί από τον προσφεύγοντα το δικαίωμα να εισπράξει την αποζημίωση, που έχει προσωρινά καθοριστεί από την Επιτροπή υπέρ αυτού. Διάδικοι στη δίκη επί της προσφυγής είναι ο προσφεύγων και το Δημόσιο. Αν με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής για την αναγνώριση δικαιούχου, διάδικος είναι αυτός που αναγνωρίσθηκε ως δικαιούχος. Το Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου, όλα τα δικόγραφα, οι δικαστικές αποφάσεις, τα αντίγραφα αυτών που χορηγούνται στους διαδίκους και οι σχετικές με τη διαδικασία της επίδοσης κλήσεις, αιτήσεις και βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά δεν υπόκεινται σε οποιοδήποτε παράβολο ή δικαίωμα υπέρ τρίτων. θ) Αν δεν ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης της Επιτροπής, που αφορά την αναγνώριση δικαιούχου, το Δημόσιο καταβάλλει την προσωρινή αποζημίωση σε αυτόν που αναγνωρίστηκε ως δικαιούχος και απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη. ι) Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν για δύο έτη από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. 6. Στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου υπάγονται και οι επιτάξεις που επιβλήθηκαν για τη στέγαση σχολικών μονάδων σε ακίνητα λόγω των σεισμών του Σεπτεμβρίου του έτους 1999. Για τις επιτάξεις αυτές, η έναρξη των χρόνων παραγραφής ή οι προθεσμίες για υποβολή σχετικών αιτήσεων, που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, αρχίζουν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού…».  Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι επίταξη είναι η με αναγκαστικές διατάξεις στέρηση χρήσης κάποιου πράγματος από τον κύριο του, έναντι αποζημίωσης, για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης ή για τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης, που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και υγεία. Η επίταξη αποτελεί αναγκαστική μίσθωση, διότι με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου δημιουργείται από την πολιτεία σχέση μίσθωσης πράγματος. Έτσι ο κύριος του πράγματος που έχει επιταχθεί, κυρίως ακινήτου (εκμισθωτής) παραχωρεί σε αυτόν υπέρ του οποίου γίνεται η επίταξη (μισθωτή) τη χρήση του έναντι καταβολής σε αυτόν αποζημίωσης (μισθώματος) όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση που δημιουργήθηκε και για την θεραπεία της οποίας έχει επιβληθεί η επίταξη. Η επίταξη διαφέρει από την αναγκαστική απαλλοτρίωση γιατί, ενώ η τελευταία επιφέρει διαρκή στέρηση της χρήσης του πράγματος και μετάθεση της κυριότητάς του σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η επίταξη περιορίζεται στην προσωρινή αφαίρεση της χρήσης του πράγματος. Ο καθού η επίταξη εξακολουθεί να έχει την κυριότητα και τη νομή, ενώ την κατοχή αποκτά η διοίκηση ή ο υπέρου η επίταξη. Η επίταξη διέπεται κατ’ αρχήν από τις διατάξεις των ειδικών νόμων και συμπληρωματικά από τις διατάξεις περί μίσθωσης, εφόσον συμβιβάζονται με την ιδιαίτερη φύση της επίταξης. Έτσι σε περίπτωση επίταξης ο μισθωτής από τον οποίο αφαιρείται η χρήση του μισθίου, έχει δικαίωμα να μην πληρώσει μίσθωμα (άρθρο 576 ΑΚ, σε συνδυασμό με άρθρο 583 ΑΚ) και επίσης να καταγγείλει τη μίσθωση και να τη λύσει (ΑΠ 480/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 248/2016 Δημ. Νόμος, ΤριμEφΛαρ 18/2016 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 και 19 του ν. 2690/1999 “Κώδικας διοικητικής διαδικασίας”: “Η ατομική διοικητική πράξη τελειούται με την υπογραφή και τη χρονολόγησή της, ή τη δημοσίευσή της αν είναι δημοσιευτέα κατά νόμο. Η κανονιστική διοικητική πράξη τελειούται με τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν προβλέπεται ειδικός τρόπος δημοσίευσης”, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 του ίδιου ως άνω νόμου: “Η ατομική διοικητική πράξη κοινοποιείται στο πρόσωπο στο οποίο αφορά. Με την επιφύλαξη των τυχόν οριζομένων σε ειδικές διατάξεις, η κοινοποίηση γίνεται με κάθε πρόσφορον τρόπο.”. Από τις άνω διατάξεις προκύπτει ότι ατομική διοικητική πράξη που κατά νόμο δεν δημοσιεύεται, δεν επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της έναντι εκείνου τον οποίο αφορά, παρά μόνον από την κοινοποίησή της προς αυτόν ή τουλάχιστον από την γνώση του. Ο κανόνας αυτός που, χωρίς να καθιστά την κοινοποίηση συστατικό στοιχείο της πράξης, επιβάλλεται από την αρχή της φανερής δράσης της διοίκησης, έχει ως συνέπεια τέτοια πράξη να μην επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της έναντι του καλόπιστου διοικούμενου αν δεν του κοινοποιηθεί ή, τουλάχιστον, αν δεν περιέλθει αποδεδειγμένα σε γνώση του (ΑΠ 480/2011). Περαιτέρω, με το ν.δ. 4247/1962, το οποίο αντικαταστάθηκε από τον α.ν. 627/1968, ιδρύθηκε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων”. Στο άρθρο 1 του τελευταίου νομοθετήματος ορίζεται ότι: “1. Ιδρύεται Οργανισμός υπό την επωνυμίαν “Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων”, αποτελών νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου, εδρεύων εις Αθήνας. 2. Εποπτείαν άμεσον επί του Οργανισμού τούτου ασκεί ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων”. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου αναγκαστικού νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 113 παρ. 1 ν. 1892/1990, “Σκοπός του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (Ο.Σ.Κ.) είναι η πρόσκτηση γηπέδων, η μελέτη, η κατασκευή, ο εξοπλισμός και η διαρρύθμιση κτιρίων διδακτηρίων και διοίκησης για το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, την Εκπαίδευση, την Επαγγελματική Κατάρτιση, τη Λαϊκή Επιμόρφωση και κάθε άλλη υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που εποπτεύεται από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων”. Με το άρθρο πρώτο π.δ. 414/1998 ο εν λόγω οργανισμός μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Ανώνυμη Εταιρεία” και σε συντομογραφία “Ο.Σ.Κ. Α.Ε.”, η οποία λειτουργεί σύμφωνα με το καταστατικό της, τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 “περί ανωνύμων εταιρειών”, όπως ισχύει, και με βάση τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. Α περ. 1 του καταστατικού της εταιρείας αυτής, που εγκρίθηκε με το άρθρο δεύτερο του π.δ. 414/1998, μεταξύ των σκοπών της εταιρείας περιλαμβάνεται και η ανάληψη της γενικής τεχνικής, διοικητικής και οικονομικής εποπτείας και παρακολούθησης, στο πλαίσιο της εφαρμογής της εκπαιδευτικής πολιτικής του κράτους, που αφορά στην κτιριακή υποδομή και στον εξοπλισμό των σχολικών κτιρίων για τη λειτουργία της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και της λαϊκής επιμόρφωσης με βάση το πρόγραμμα που καταρτίζει το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και αφορά στα σχολικά κτίρια της χώρας, καθώς και στα σχολικά κτίρια των ελληνικών κοινοτήτων στο εξωτερικό, με σκοπό τη διασφάλιση της ολικής ποιότητας και της οικονομίας των σχετικών έργων. Κατά το άρθρο 6 του ίδιου καταστατικού το μετοχικό κεφάλαιο της Ο.Σ.Κ. Α.Ε. αποτελείται από μία μετοχή η οποία αναλαμβάνεται και καλύπτεται από το Ελληνικό Δημόσιο, ενώ κατά το άρθρο 8 περ. δ-στ του ίδιου καταστατικού στους οικονομικούς πόρους της εταιρείας αυτής συγκαταλέγονται η ετήσια οικονομική ενίσχυση του κράτους που εγγράφεται στον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, η χρηματοδότηση από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και τους προσαρτώμενους σε αυτό ειδικούς προϋπολογισμούς και οι ειδικές χρηματοδοτήσεις από προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών (ΑΠ 483/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 41/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 584/2010 Δημ. Νόμος). Επομένως, ο Ο.Σ.Κ. από την ίδρυσή του, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, καθώς και η οιονεί καθολική διάδοχος αυτού Ο.Σ.Κ. Α.Ε. από τη σύστασή τους, υπάγονται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, λόγω της ασκούμενης επ’ αυτών εποπτείας, η οποία σαφώς υπερβαίνει τη συνήθη εποπτεία των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου αλλά και διότι αφενός το σύνολο των μετοχών τους ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, και αφετέρου, ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ανώνυμες εταιρείες), που ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο, επιδιώκουν κοινωφελείς και άλλους δημόσιους σκοπούς σύμφωνα και με το νόμο 3429/2005, ενώ επιχορηγούνται σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό του προϋπολογισμού τους από κρατικούς πόρους (ΑΠ 483/2016 Δημ. Νόμος, ΣτΕ 1568/2012 Δημ. Νόμος). Στις παραγράφους δε 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 34 του ως άνω ΠΔ 414/1998 ορίζονται τα ακόλουθα: 1.Η ιδρυόμενη με το παρόν Ανώνυμη Εταιρεία, κατά μετατροπή του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, υπεισέρχεται, ως οιονεί καθολικός διάδοχος στη θέση του μέχρι σήμερα υφισταμένου Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων. 2. Όλα τα, κάθε είδους, φύσης και μορφής, μέχρι σήμερα υπέρ του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, ισχύοντα προνόμια, απαλλαγές και ατέλειες του ΑΝ 627/1968, όπως ισχύει αναγνωρίζονται και ισχύουν υπέρ της ιδρυόμενης με το παρόν εταιρίας. 3. Από τη δημοσίευση του παρόντος, η ιδρυόμενη με αυτό εταιρεία υπεισέρχεται αυτοδίκαιως στο σύνολο των δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και λοιπών εννόμων σχέσεων του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων. Το άρθρο 14 του Ν.627/1968, στο οποίο παραπέμπει το ως άνω άρθρο 34 του ΠΔ 414/1998, στις παραγράφους 2 και 3 αυτού ορίζει. 2. Ο Οργανισμός απολαύει όλων των διοικητικών οικονομικών και δικαστικών ατελειών και δικονομικών προνομίων, ως εάν είναι αυτό το δημόσιον. 3. Εις απάσας τα δίκας του Οργανισμού ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου ή οιασδήποτε δικαστικής ή εισαγγελικής αρχής έχουν εφαρμογήν άπασαι αι δια το δημόσιο εκάστοτε ισχύουσαι δικονομικαί διατάξεις του Κώδικος περί Δικών του Δημοσίου, της Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας, αι δικονομικαί διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 3693/1957 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διατάξεων”  (ΑΠ 41/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 418/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 584/2010 ό.π.). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ο ΟΣΚ απολαμβάνει των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών (δικονομικών) προνομίων (ατελειών), που έχουν χορηγηθεί στο Δημόσιο και όχι και των ουσιαστικών προνομίων, όπως είναι και αυτό περί καταβολής μειωμένου τόκου υπερημερίας, που ισχύει για το Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 21 του κ. δ/τος της 26/10-7-1944, “περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου (ΑΠ 41/2012 ό.π., ΑΠ 584/2010 ό.π., ΑΠ 515/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 512/2010 Δημ. Νόμος). Η ως άνω εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων (ΟΣΚ ΑΕ)» (με αριθμό Μ.Α.Ε. 42017/01/ Β/98/19), κατά το χρόνο εκκρεμοδικίας της ένδικης υπόθεσης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συγχωνεύθηκε, μαζί με τις εταιρίες: (α) ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Δημόσια Επιχείρηση Ανέγερσης Νοσηλευτικών Μονάδων Ανώνυμη Εταιρεία», το διακριτικό τίτλο «Δ.ΕΠ.Α.ΝΟ.Μ. Α.Ε.» και αριθμό Μ.Α.Ε. 46490/01/Β/00/ 417 και (β) ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.» και αριθμό Μ.Α.Ε. 38231/108/ Β/97/01, σε νέα εταιρία, η οποία συνεστήθη με το Ν. 4199/2013, με έδρα την Αθήνα (άρθρο 132 Ν. 4199/2013 ΦΕΚ Α 216/11-10-2013 και υπ’ αρ. Δ16γ/05/483/Γ11-11-2013 ΚΥΑ διαπιστωτική πράξη συγχώνευσης των εταιριών, ΦΕΚ 2856/11-11-2013 τεύχος δεύτερο), η οποία την διαδέχθηκε ως οιονεί καθολική διάδοχός της (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 651/2015 Δημ. Νόμος). Η νέα εταιρία με την επωνυμία «ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και διακριτικό τίτλο «ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ Α.Ε.» είναι εταιρία Κοινής Ωφέλειας (ΔΕΚΟ) και λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3429/2005 περί ΔΕΚΟ, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει (άρθρο 132 Ν. 4199/2013).

Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 91 παρ. 1 και 93 του Ν.Δ. 321/1969, “ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου είναι πέντε ετών, εφόσον υπό ετέρας γενικής ή ειδικής διατάξεως δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής” (άρθρ. 91 παρ. 1), η δε παραγραφή (άρθρ. 93) “άρχεται από το τέλος του οικονομικού έτους, καθό εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις” (βλ. σχετ. ΑΠ 474/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 599/2013 Δημ. Νόμος, ΟλΕλ 296/2017 Δημ. Νόμος). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 91 § 1 και 93 του ν.δ. 321/1969 “Περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού”, οι οποίες κατά το άρθρο 107 του ν. 2362/1995 “περί Δημοσίου Λογιστικού Ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλων διατάξεων”, εφαρμόζονται εφόσον η σχετική αξίωση γεννήθηκε πριν από την θέση σε ισχύ του εν λόγω ν. 2362/1995, ήτοι πριν από την 1.1.1996 (βλ. άρθρο 119 του νόμου τούτου που προβλέπει άλλωστε, στα άρθρα 90 παρ. 1 και 91 ανάλογη ρύθμιση), προκύπτει ότι παραγράφεται υπέρ του Δημοσίου κάθε ενοχικό χρέος τούτου μετά παρέλευση πέντε ετών αφότου γεννήθηκε η σχετική αξίωση και είναι νομικώς δυνατή η δικαστική επιδίωξη της, κατά τον κανόνα του άρθρου 251 ΑΚ, ο οποίος έχει γενική εφαρμογή (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 33/1988, ΑΠ 1366/2012 Δημ. Νόμος). Με την ειδική ρύθμιση του άρθρου 93 του ν.δ. 321/1969, όπου δεν επαναλαμβάνεται η επιφύλαξη “εφόσον υπό ετέρας γενικής ή ειδικής διατάξεως δεν ορίζεται άλλως”, που έχει τεθεί στην § 1 του άρθρου 91 του ίδιου Κώδικα αναφορικά με τη διάρκεια του χρόνου της παραγραφής, ως αφετηρία της παραγραφής όλων των κατά του Δημοσίου χρηματικών απαιτήσεων, ορίζεται το αντικειμενικό γεγονός του τέλους του οικονομικού έτους (το οποίο, κατά το άρθρο 5 § 2 του ίδιου Κώδικα, αρχίζει την 1/1 και λήγει στις 31/12 του ίδιου έτους), και όχι η γνώση από τον παθόντα της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση, όπως ορίζει η γενική διάταξη του άρθρου 937 του Α.Κ. Η έλλειψη, εξ άλλου, της γνώσεως του ζημιωθέντος, ως γεγονός πραγματικό, δεν συνεπάγεται αδυναμία δικαστικής επιδιώξεως της αξιώσεως και για το λόγο αυτό δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής, αφού, κατά την έννοια του άρθρου 93 του ν.δ. 321/1969 (ταυτόσημου με το άρθρο 251 Α.Κ.), τέτοια αδυναμία συντρέχει μόνο όταν η άσκηση της οικείας αγωγής αποκλείεται από λόγους νομικούς (ΑΠ 352/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1366/2012 Δημ. Νόμος, ΕΑ 1033/2009 Δημ. Νόμος). Συγκεκριμένα, η επιδίωξη αυτή δεν είναι δυνατή μόνο εφόσον αποκλείεται η από τον δικαιούχο άσκηση της αγωγής λόγω νομικών κωλυμάτων, είτε σύμφωνα με ρητές διατάξεις νόμου, που απαγορεύουν ευθέως τη δικαστική επιδίωξη είτε από το γεγονός ότι μπορεί να αντιταχθεί από τον εναγόμενο (καθ` ου η αξίωση) ένσταση, που έχει ως αναγκαίο κατά νόμο αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της δικαστικής επιδίωξης για ορισμένο χρόνο (πρβλ. ΑΠ 878/2004 ΕλλΔνη 2006. 1435, ΕΑ 1033/2009 ό.π.). Επίσης, ορίζεται στο άρθρο 95 του ν.δ. 321/1969, ότι: «Φυλαττομένης της ισχύος των ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνον: α) Δια της υποβολής της υποθέσεως εις το δικαστήριον ή εις διαιτητάς, οπότε άρχεται εκ νέου η παραγραφή από της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β) Δια της υποβολής προς την δημοσίαν αρχήν αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου απο της χρονολογίας, την οποίαν φέρει η έγγραφος απάντησις της αρμοδίας δια την αναγνώρισιν ή πληρωμήν της απαιτήσεως αρχης. Εν περιπτώσει μη απαντήσεως η παραγραφή άρχεται μετά πάροδον εξαμήνου απο της χρονολογίας υποβολης της αιτήσεως. Υποβολή δευτέρας αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφήν…» και στο άρθρο 96, ότι: «… Η παραγραφή λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως υπό των δικαστηρίων» (ΟλΕλ 296/2017 ό.π., ΑΠ 599/2013 ό.π.). Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης του άρθρου 95 περ. α΄ του Ν.Δ. 321/1969 (με την υποβολή της υποθέσεως στο Δικαστήριο ή τους διαιτητές) στις χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου, επέρχεται διακοπή της παραγραφής όχι μόνο όταν εισαχθεί στο δικαστήριο η διαφορά που αφορά την ικανοποίηση της αξίωσης, αλλά και όταν άλλο δικαστήριο, κρίνοντας για διαφορετικό αντικείμενο επιλύει αρμοδίως ζήτημα που αποτελεί τη βάση ή προϋπόθεση της αξίωσης, ή η παρεμπίπτουσα έρευνα του οποίου θα ήταν αναγκαία για να επιλυθεί η διαφορά που αναφέρεται στην αξίωση (Ολ.ΑΠ 1327/1986 Δημ. Νόμος, ΑΠ 599/2013 ό.π.). Συνεπώς, αν η ως άνω παραγραφή διακόπηκε με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο, δηλ. με την έγερση της αγωγής, ισόχρονη παραγραφή αρχίζει αμέσως μετά την άσκηση της αγωγής, διακοπτόμενη πάλι με κάθε διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου ή των διαδίκων. Από την επιχείρηση της νέας διαδικαστικής πράξεως αρχίζει νέα ισόχρονη παραγραφή, που διακόπτεται και αρχίζει επίσης και με τη δημοσίευση της απλώς οριστικής αποφάσεως, τρέχει δε έκτοτε και μπορεί να συμπληρωθεί έως την τελεσιδικία, αν δεν μεσολαβήσει στο μεταξύ νέος λόγος διακοπής (ΟλAΠ 1143/1983, ΑΠ 584/1999 Δημ. Νόμος). Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 90 επ. του Ν. 2362/1995, που έχουν, εν προκειμένω ισχύ, εφόσον οι ένδικες αξιώσεις γεννήθηκαν μετά από τη θέση σε ισχύ του ν. 2362/1995 “περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλων διατάξεων”, ήτοι την 1-1-1996 (άρθρ. 119 του Ν 2362/1995) και ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης (14/02/2014) (άρθρο 533 ΚΠολΔ), ως προς το χρόνο παραγραφής των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 90 του Ν. 2362/1995 ότι «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής…» και στην παρ. 6 «Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, που έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή για την οποίο έχει εκδοθεί τίτλος πληρωμής, υπόκειται σε παραγραφή πέντε ετών, που αρχίζει από την αναγνώριση ή την τελεσιδικία ή την έκδοση του τίτλου πληρωμής, αντίστοιχα…». Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 91 του Ν. 2362/1995, σχετικά με την έναρξη παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, ορίζεται ότι «Επιφυλασσομένη κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής…» (βλ. ΑΕΔ 32/2008 Δημ. Νόμος). Επίσης, σχετικά με την αναστολή παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, ορίζεται στο άρθρο 92 του ως άνω ν. 2362/1995 ότι «Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των όρθρων 257 έως 259 του Αστικού Κώδικα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων κατά ταυ Δημοσίου. Η παραγραφή απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση λόγω ανωτέρας βίας έχει εμποδισθεί να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής.» και ως προς τη διακοπή παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, ορίζεται στο άρθρο 93 ότι «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσιου διακόπτεται μόνο: α) Με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β) Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του Διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή, γ) Με την υποβολή αιτήσεως προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγκριση ή μη από τον Υπουργό Οικονομικών του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. δ) Με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται. ε) Με την έκδοση τίτλου πληρωμής. Η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή. στ) Με την αναγνώριση της απαιτήσεως υπό του Δημοσίου με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού.». Κατά τα εδ. δε γ΄ και δ΄ του άρθρου 94 του Ν. 2362/1995, «…Παραίτηση του Δημοσίου από τη συμπληρωμένη παραγραφή ή η με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση απ` αυτό της παραγεγραμμένης απαιτήσεως είναι άκυρη. Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια.» (βλ. σχετ. ΑΠ 1301/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 672/2018 Δημ. Νόμος, ΣτΕ 2150/2017 Δημ. Νόμος). Κατά την έννοια δε της διατάξεως του άρθρου 257 του Α.Κ., το χρονικό διάστημα της αναστολής, δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής, ενώ όταν λήξει ο διακωλυτικός της ασκήσεως της αξιώσεως λόγος, η προθεσμία συνεχίζεται αλλά δεν λήγει πριν περάσουν έξι μήνες ή όταν είναι μικρότερης διάρκειας, όταν παρέλθει η μικρότερη αυτή προθεσμία. Εάν, όμως, κατά τη διάρκεια της τελευταίας προθεσμίας ανακύψει νέος λόγος αναστολής, η παραγραφή συνεχίζεται και πάλι μετά την παύση της νέας αναστολής και συμπληρώνεται μόλις παρέλθει η τελευταία προθεσμία (ΑΠ 482/2012 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 93 περ. α` και β` του ως άνω Ν. 2362/1995, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται, μεταξύ άλλων, και με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου [μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, εκτός από την άσκηση της αγωγής, η συζήτηση της υπόθεσης, η κλήση για προσδιορισμό δικασίμου, η έκδοση, η δημοσίευση και η κοινοποίηση οριστικής απόφασης αναβλητικής απόφαση, η άσκηση ενδίκου μέσου κ.λπ. καθώς και με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτησης για την πληρωμή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία, που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής. Εάν, στην τελευταία περίπτωση, η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης (ΑΠ 1241/2018 ό.π.). Με βάση τη τελευταία αυτή διάταξη, η ως άνω διετής παραγραφή μπορεί να διακοπεί και σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της αγωγής, με την υποβολή αίτησης προς την αρμοδία αρχή για πληρωμή της ιδίας με την αγωγή κατά περιεχόμενο και αίτημα απαίτησης (ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 187/2009), η οποία ουδόλως αποκλείεται να λάβει χώρα με επίδοση της σχετικής αίτησης με δικαστικό επιμελητή (ΑΠ 579/2018 ό.π.). Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει, ότι επέρχεται διακοπή της παραγραφής με την υποβολή αιτήσεως προς τη δημόσια αρχή για την πληρωμή της απαιτήσεως, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση, ότι η πιο πάνω αίτηση για την πληρωμή υποβλήθηκε στην αρμόδια αρχή. Ως αρμόδια αρχή θεωρείται και αυτή, η οποία είναι αρμόδια για την επίλυση ζητήματος που αποτελεί τη βάση ή την προϋπόθεση της διαφοράς, ή είναι αρμόδια για την επίλυση ζητήματος, για την έρευνα του οποίου είναι αναγκαίο να επιλυθεί παρεμπιπτόντως η διαφορά (Ολ.ΑΠ 677/77, ΑΠ 1564/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 658/89). Για να διακοπεί δε η παραγραφή με την υποβαλλόμενη στο νομικό πρόσωπο αίτηση, θα πρέπει να ζητείται με αυτή η πληρωμή ορισμένης απαίτησης, της οποίας δεν απαιτείται να προσδιορίζεται στην αίτηση το ακριβές ποσό ή να αναφέρονται λεπτομερώς τα περιστατικά που τη θεμελιώνουν, απαιτείται, όμως, να καθορίζονται σαφώς τα στοιχεία που προσδιορίζουν την “ταυτότητα” της συγκεκριμένης απαίτησης και τη διακρίνουν από άλλες απαιτήσεις, ώστε να έχουν τη δυνατότητα τα αρμόδια όργανα του ν.π.δ.δ. να αντιληφθούν για ποια απαίτηση πρόκειται και να εξετάσουν τη βασιμότητά της, προκειμένου να απαντήσουν θετικά ή αρνητικά στην αίτηση (πρβλ. ΑΠ 1241/2018 ό.π., ΑΠ 1938/2008, ΑΠ 1643/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 796/2018, ΑΠ 579/2018 ό.π.). Εάν λάβει χώρα υποβολή της ανωτέρω αίτησης και παραλείψει η διοίκηση να απαντήσει, νέα ισόχρονη παραγραφή αρχίζει από της επομένης της συμπληρώσεως εξαμήνου από την υποβολή της αίτησης (ΑΠ 579/2018 ό.π.). Η παραγραφή των κατά του Δημοσίου αξιώσεων λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως για λόγους δημοσίου συμφέροντος, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι κρίσιμα για τον προσδιορισμό του χρόνου έναρξης της παραγραφής, την πρόοδο και την συμπλήρωση του χρόνου αυτής (άρθρο 94 εδ. γ` Ν. 2362/1995, ΑΠ 1241/2018 ό.π. Δημ. Νόμος, ΣτΕ 4024/2010, ΣτΕ 2418/2005 ). Συνεπώς, η παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου ή των νπδδ λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δηλαδή και χωρίς να προταθεί από το Δημόσιο ή το νπδδ με τις προτάσεις του, σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και ενώπιον του εφετείου, αρκεί η συμπλήρωσή της, είτε πριν από την άσκηση της αγωγής είτε κατά τη διάρκεια της επιδικίας, να προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους δικόγραφα και λοιπά έγγραφα (ΑΠ 1241/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 433/1992). Ενώ η παραγραφή αξίωσης κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη, όμως, και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας, η διακοπή της παραγραφής αυτής, που συντελείται με έναν από τους αναφερόμενους στο άνω άρθρο 93 του Ν. 2362/1995 τρόπους, μεταξύ των οποίων και με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο, με ανάλογη εφαρμογή των όσων γίνονται δεκτά και με τις παρομοίου περιεχομένου διατάξεις του ΝΔ 321/1969, συνιστά αντένσταση, την οποία πρέπει να προτείνει, παραδεκτώς και νομίμως, ο διάδικος που αποκρούει την παραγραφή και δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΟλΑΠ 11/2003, πρβλ. ΑΠ 1241/2018 ό.π., ΑΠ 672/2018 ό.π., ΑΠ 570/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 593/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1579/2010). Η αυτεπάγγελτη, κατ’ άρθρο 94 εδάφ. δ’ του Ν. 2362/1995, λήψη υπόψη από το δικαστήριο της παραγραφής των κατά του Δημοσίου αξιώσεων, ρύθμιση (αυτεπάγγελτης λήψης), η οποία δεν ισχύει για τη διακοπή της παραγραφής, δεν αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας, ούτε στις διατάξεις των άρθρων 20 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 110 παρ. 1 του ΚΠολΔ, (και) για το λόγο ότι η διασφαλιζόμενη με τις διατάξεις αυτές δικαστική προστασία δεν έχει σχέση με την αυτεπάγγελτη εξέταση και λήψη υπόψη της παραγραφής από τα δικαστήρια, αφού η αυτεπάγγελτη αυτή ενέργεια του δικαστηρίου δεν στερεί τους αντιδίκους του Δημοσίου από τη δυνατότητα να προβάλλουν (ακόμη και καθ’ υποφοράν, ενόψει του εκ του νόμου γνωστού σ’ αυτούς αυτεπαγγέλτου της λήψης υπόψη της παραγραφής) όλες τις αντενστάσεις που τους παρέχει το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο για την απόκρουση της παραγραφής (Ολ.ΑΠ 11/2003, ΑΠ 1241/2018 ό.π., ΑΠ 672/2018 ό.π., ΑΠ 570/2018 ό.π., ΑΠ 593/2015 ό.π.). Βέβαια, η έννοια της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 94 εδ. τελευτ. είναι ότι για να λάβει το δικαστήριο υπ’ όψη οίκοθεν, δηλαδή χωρίς την υποβολή σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους του Δημοσίου, την παραγραφή της απαίτησης, η οποία κατάγεται σε δίκη από κάποιο δικαιούχο, πρέπει και αρκεί να έχουν τεθεί ενώπιον αυτού τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία συνάγεται αφενός η γέννηση της αξίωσης και εντεύθεν η έναρξη του χρόνου της παραγραφής, κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, και αφετέρου η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, που είναι ζήτημα απλής εφαρμογής του εν χρήσει ημερολογίου, πριν από την άσκηση της αξίωσης, ήτοι, κατά το συνήθως συμβαίνον, πριν από την επίδοση της σχετικής αγωγής (ΑΠ 672/2018 ό.π., ΑΠ 570/2018 ό.π., ΑΠ 533/2018 Δημ. Νόμος). Εν συνεχεία, οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 108 και του άρθρου 110 του Ν. 2362/1995 καταργήθηκαν με το άρθρο 177 Ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α  143/28.6.2014) «Αρχές Δημοσιονομικής Διαχείρισης – Δημόσιο Λογιστικό κλπ», με το οποίο ορίζεται στην παρ. 1 ότι: “Οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά στις καταργούμενες κατά τα ανωτέρω διατάξεις νοείται στο εξής ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου…». Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 140 του Ν. 4270/2014, σχετικά με την παραγραφή απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, ορίζεται στην παρ. 1 ότι «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου, πλην εκείνων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α΄ 170), παραγράφεται μετά την παρέλευση πενταετίας, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής…» και στην παρ. 6 ότι «Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, που έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή για την οποία έχει εκδοθεί τίτλος πληρωμής, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την αναγνώριση ή την τελεσιδικία ή την έκδοση του τίτλου πληρωμής, αντίστοιχα.», στη διάταξη του άρθρου 141 του ως ίδιου νόμου, σχετικά με την έναρξη παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, ορίζεται ότι «Η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού…», στο άρθρο 142 του ίδιου νόμου, σχετικά με την αναστολή παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, ότι «Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρθρων 257 έως 259 του Αστικού Κώδικα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων κατά του Δημοσίου. Η παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση λόγω ανωτέρας βίας έχει εμποδιστεί να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής, στο άρθρο 143, σχετικά με τη διακοπή παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, ότι «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α. Με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών.  β. Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτησης για την πληρωμή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι (6) μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. γ. Με την υποβολή αίτησης προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία θεώρησης ή έγκρισης του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αν δεν εκδοθεί πρακτικό, η παραγραφή αρχίζει μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. δ. Με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται. ε. Με την έκδοση τίτλου πληρωμής. Η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή. στ. Με την αναγνώριση της απαίτησης από το Δημόσιο με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό (βλ. άρθρο 183 παρ. 1 «1. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από την 1.1.2015, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε αυτές ή στην επόμενη παράγραφο…» και παρ. 2 παρ. γ περίπτωση ββ του παρόντος νόμου σχετικά με την έναρξη ισχύος των επί μέρους διατάξεων, κατά το οποίο «…γ. Οι διατάξεις του Υποκεφαλαίου 12 του Κεφαλαίου Β΄ του Μέρους Δ΄ ισχύουν για απαιτήσεις του Δημοσίου που βεβαιώνονται προς είσπραξη μετά την 1.1.2015, καθώς και για απαιτήσεις σε βάρος του Δημοσίου που γεννώνται μετά την ημερομηνία αυτή. Κατ’ εξαίρεση:…ββ. οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 143 εφαρμόζονται και για ήδη υποβληθείσες αιτήσεις προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και η σχετική προθεσμία των έξι (6) μηνών αρχίζει από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου,…») και στο άρθρο 144 ότι «…Παραίτηση του Δημοσίου από τη συμπληρωμένη παραγραφή ή η με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση από αυτό της παραγεγραμμένης απαίτησης είναι άκυρη. Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια.». Εξάλλου, από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 5 περ. στ), με την οποία ορίζεται ότι «Κάθε αξίωση κατά του Δημοσίου για αποζημίωση από την επίταξη παραγράφεται δύο έτη μετά από την πάροδο του έτους, μέσα στο οποίο έληξε η επίταξη.», της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 3027/2002, με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, ορίζεται ότι «Στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου υπάγονται και οι επιτάξεις που επιβλήθηκαν για τη στέγαση σχολικών μονάδων σε ακίνητα λόγω των σεισμών του Σεπτεμβρίου του έτους 1999. Για τις επιτάξεις αυτές, η έναρξη των χρόνων παραγραφής ή οι προθεσμίες για υποβολή σχετικών αιτήσεων, που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, αρχίζουν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού…» και της διάταξης του άρθρ. 91 εδ. α` του Ν. 2362/1995, με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, ορίζεται ότι «με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού η παραγραφή οποιοσδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της», προκύπτει ότι, με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 περ. στ΄ και παρ. 6 του Ν. 3027/2002, ρυθμίζεται ειδικά το θέμα της παραγραφής των αξιώσεων αποζημιώσεων για τις επιτάξεις, που επιβλήθηκαν για τη στέγαση σχολικών μονάδων σε ακίνητα λόγω των σεισμών του Σεπτεμβρίου του έτους 1999 και ορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής αυτής ή οι προθεσμίες για υποβολή σχετικών αιτήσεων, που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, αρχίζουν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ο νόμος δε αυτός δημοσιεύθηκε στο με αριθμ. 152 Φ.Ε.Κ. τ. Α΄ της Εφ.τ.Κ. στις 28/6/2002. Η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 3027/2002 (σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 5 περ. στ΄) είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη περί πενταετούς παραγραφής οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου του άρθρου 90 του Ν. 2362/1996, καθώς, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α` του ανωτέρω Ν. 2362/1995, με την οποία ρυθμίζεται γενικά το θέμα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιοσδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου κλπ. από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της, όπως τούτο συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, που διατυπώνεται στο άρθρ. 91 εδ. α`, και, επομένως, κατισχύει αυτής (ΑΕΔ 32/2008 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 9/2017 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 29/2006, πρβλ. ΑΠ 1241/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 879/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 771/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2014 Δημ. Νόμος), αλλά και σε σχέση με τη διάταξη της περ. στ΄ της παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν. 3027/2002, με την οποία ορίζεται ότι «στ) Κάθε αξίωση κατά του Δημοσίου για αποζημίωση από την επίταξη παραγράφεται δύο έτη μετά από την πάροδο του έτους, μέσα στην οποία έληξε η επίταξη…». Η προβλεπόμενη από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 3027/2002 για τις πιο πάνω αξιώσεις αποζημίωσης από επιτάξεις, που επιβλήθηκαν για τη στέγαση σχολικών μονάδων σε ακίνητα λόγω των σεισμών του Σεπτεμβρίου του έτους 1999 βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από το χρόνο παραγραφής, που ισχύει για οποιαδήποτε απαίτηση του Δημοσίου, καθώς και από τον οριζόμενο στο άρθρ. 937 ΑΚ χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, δεν αντίκειται στην αρχή της (δικονομικής) ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού η διαφορετική ρύθμιση δικαιολογείται από λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος και την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων του Δημοσίου (ΑΕΔ 1/2012), ούτε και στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (για το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και ακρόασης από τα δικαστήρια). Εξάλλου, η θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής, κατά κατηγορία αξιώσεων ή δικαιούχων και υποχρέων, δεν προσκρούει στο άρθρο 6 παρ. 1 α’ της ΕΣΔΑ (που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και αμερόληπτα) ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (με τις οποίες κατοχυρώνεται η αρχή του σεβασμού της περιουσίας, τάσσονται συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη στέρηση της ιδιοκτησίας και αναγνωρίζεται η εξουσία των κρατών μελών να ρυθμίζουν με νόμο τη χρήση των αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον), αφού οι διατάξεις αυτές παρεμποδίζουν τον νομοθέτη να καταργεί ακόμη και ενοχικά δικαιώματα (ενδεχομένως και με τη μέθοδο της αναδρομικής παραγραφής), αλλά όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά τη θέση τους σε ισχύ (ΑΕΔ 9/2009, ΟλΑΠ 9/2017 ό.π., Ολ. Α.Π. 38/2005). Ειδικότερα, ενόψει της ευρείας ευχέρειας που παρέχει η επιφύλαξη νόμου του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ο κοινός εθνικός νομοθέτης μπορεί να προβλέπει διαφορετικούς κανόνες για τις δίκες στις οποίες διάδικος είναι και το Δημόσιο ή άλλος φορέας δημόσιας εξουσίας, εφόσον οι εισαγόμενες εξαιρέσεις από τις γενικές ρυθμίσεις υπηρετούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (βλ. ΟλΑΠ 9/2017 ό.π.). Έτσι, στο πεδίο των δικών του Δημοσίου, με βάση την ίδια επιφύλαξη νόμου, ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια να προβλέψει διαφορετική προθεσμία και αφετηρία παραγραφής διαφορετικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου, εφόσον η προβλεπόμενη εκάστοτε προθεσμία δεν είναι υπέρμετρα σύντομη, ώστε να αναιρεί ή να παρεμποδίζει ουσιωδώς την αποτελεσματική άσκηση του προστατευόμενου δικαιώματος (βλ. ΟλΑΠ 9/2017 ό.π., ΟλΑΠ 3/2006, 23/2004, 11/2003, πρβλ. ΑΠ 1241/2018 ό.π., ΣτΕ 2851/2017 Δημ. Νόμος, ΟλΕλΣυν 904/2017 Δημ. Νόμος, ΟλΕλΣυν 744/2017 Δημ. Νόμος). Η ως άνω παραπάνω διετής παραγραφή δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 3 α’ (για πρόσφορη προσφυγή του ατόμου σε περιπτώσεις παραβίασης των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σ’ αυτό), 5 παρ. 1 (για την κατάλυση ή τον περιορισμό δικαιωμάτων και των ελευθεριών του προσώπου), 14 παρ. 1 (για το δικαίωμα του προσώπου σε δίκαιη δίκη) και 26 (για την ισότητα των προσώπων ενώπιον του νόμου και την απαγόρευση διακρίσεων) του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε με τον ν. 2462/1997 και έχει, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ (πρβλ. ΟλΑΠ 9/2017 ό.π.). Τέλος, κατά το άρθρο 261 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν.4129/2013, “Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου”. Σύμφωνα με το άρθρο 261 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20.03.2013), “1. Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης. 2. Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. 3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση” (βλ. σχετ. ΑΠ 1241/2018 ό.π.).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 10-5-2011 και με αριθμ. καταθ. …../17-05-2011 αγωγή, οι: 1) ……, 2) ……, 3) ……, 4) ….., 5) …….., 6) …. ……., 7) …………, 8) …., 9) …., ήδη πρώτος των εφεσιβλήτων, δεύτερος των εφεσιβλήτων, τρίτος των εφεσιβλήτων (ο οποίος απεβίωσε στις 27/07/2013 και συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη η εκ διαθήκης κληρονόμος του, ……., χήρα ……. ……., το γένος ……. …….), τέταρτος των εφεσιβλήτων, πέμπτη των εφεσιβλήτων, έκτη των εφεσιβλήτων, έβδομος των εφεσιβλήτων (ο οποίος απεβίωσε στις 13/09/2015 και συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του: α) ….. και β) …) όγδοος των εφεσιβλήτων (ο οποίος απεβίωσε στις 19/06/2013 και συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του: α) ……, β) …………. και γ) ……) και ένατος των εφεσιβλήτων αντίστοιχα (μαζί με το . . ……., δέκατο των εφεσιβλήτων, ως προς τον οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της παρούσας), εξέθεταν, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, δυνάμει της αναφερόμενης απόφασης του Πρωθυπουργού, καθώς και της κοινής απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων με τον Υφυπουργό Οικονομικών, επιτάχθηκαν στις 14-1-2000 ακίνητα των ιδίων (εναγόντων), προκειμένου να λειτουργήσουν σε αυτό σχολεία του Δήμου Κορυδαλλού, τα οποία έως τότε στεγάζονταν σε κτίρια, που κρίθηκαν ακατάλληλα λόγω του σεισμού της 7ης-9-1999. Ότι, ακολούθως, τα εν λόγω ακίνητά τους απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά από τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων Α.Ε., σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, συνετελέσθη δε η απαλλοτρίωση, με παρακατάθεση του επιδικασθέντος ποσού στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στις 7-6-2001. Ότι με τη με αριθμ. 4779/2002 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναγνωρίστηκαν δικαιούχοι της αποζημίωσης λόγω επίταξης των ακινήτων τους. Ότι με την από 23-6-2003 αίτησή τους ζήτησαν τον καθορισμό της αποζημίωσής τους (των μισθωμάτων) λόγω της επίταξης των ιδιοκτησιών τους. Ότι η Επιτροπή Εκτίμησης του Επιταχθέντων Ακινήτων, η οποία συγκροτήθηκε στις 5-12-2003, κατόπιν της προαναφερθείσας κοινής αίτησης αυτών (εναγόντων), συνεδρίασε στις 23-5-2006 και συνέταξε την έκθεση εκτίμησης, με την οποία καθόρισε το ύψος των μισθωμάτων των επιταχθέντων ακινήτων, για το διάστημα από τις 14-1-2000 μέχρι τις 7-6-2001, όπως ειδικότερα τούτα (μισθώματα) διαλαμβάνονται σε αυτή (αγωγή) χωριστά για κάθε επιταχθέν ακίνητο. Ότι, μετά την παραδεκτή κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ διόρθωση των ισχυρισμών των εβδόμου, ογδόου, ενάτου και δεκάτου αυτών (εναγόντων), η οποία έγινε με τις έγγραφες προτάσεις τους, που κατέθεσαν εμπρόθεσμα στη συζήτηση αυτής (αγωγής), σύμφωνα με τον προσδιορισμό των μισθωμάτων από την Επιτροπή, για το επίδικο διάστημα (από τις 14-1-2000 μέχρι τις 7-6-2001), η μισθωτική αξία υπολογίστηκε σε ποσό 9.173,33 ευρώ για την πρώτη ιδιοκτησία, εμβαδού 623,77 τ.μ., σε ποσό 1.870,13 ευρώ για τη δεύτερη ιδιοκτησία, εμβαδού 137,17 τ.μ., σε ποσό 1.918,33 ευρώ για την τρίτη ιδιοκτησία, εμβαδού 140,85 τ.μ., σε ποσό 1.947,19 ευρώ για την τέταρτη ιδιοκτησία, εμβαδού 143,55 τ.μ., σε ποσό 1.997,32 ευρώ για την πέμπτη ιδιοκτησία, εμβαδού 146,25 τ.μ., σε ποσό 2.035,86 ευρώ για την έκτη ιδιοκτησία, εμβαδού 148,95 τ.μ., σε ποσό 2.056,66 τ.μ. για την έβδομη ιδιοκτησία, εμβαδού 151,20 τ.μ., σε ποσό 2.092,13 τ.μ. για την όγδοη ιδιοκτησία, εμβαδού 153,90 τ.μ. και σε ποσό 2.367,33 ευρώ για την ένατη ιδιοκτησία, εμβαδού 174,10 τ.μ. Ότι, σύμφωνα με την προηγηθείσα κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ διόρθωση, ανάλογα με τα ποσοστά (συγ)κυριότητάς τους στα περιγραφόμενα επιταχθέντα ακίνητα και τα μισθώματα που αντιστοιχούν σε αυτά (ακίνητα), δικαιούνται για τις επιταχθείσες ιδιοκτησίες τους: ο πρώτος από αυτούς (ενάγοντες) το συνολικό ποσό των 7.150,27 ευρώ, ο δεύτερος εξ αυτών το συνολικό ποσό των 7.552,07 ευρώ, οι τρίτος, τέταρτος, πέμπτη και έκτη αυτών (εναγόντων) το συνολικό ποσό των 3.758,61 ευρώ και, τέλος, οι έβδομος, όγδοος, ένατος και δέκατος των εναγόντων το συνολικό ποσό των 7.002,28 ευρώ. Ότι το εναγόμενο, μολονότι παρέλαβε την χρήση των επιταχθέντων ακινήτων, αρνείται να τους καταβάλει τα καθορισμένα μισθώματα που αντιστοιχούν σε αυτές και τα οποία δικαιούνται. Ζητούσαν δε, μετά και την παραδεκτή κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ διόρθωση του αγωγικού αιτήματος των εβδόμου, ογδόου, ενάτου και δεκάτου αυτών (εναγόντων), η οποία έγινε με τις έγγραφες προτάσεις τους, που κατέθεσαν εμπρόθεσμα, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να υποχρεωθεί το εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, να τους καταβάλει τα προαναφερθέντα ποσά, νομιμοτόκως, και να καταδικαστεί εκείνο στη δικαστική τους δαπάνη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 825/14.02.2014 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, στις 13/12/2012, αφού έκρινε ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης, κατά την ειδική διαδικασία των διατάξεων του άρθρου 647 επ. ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 1 ισχύει μετά την τροποποίησή της από το άρθρο 7 στοιχ. 20 ν. 2741/28-9-1999 και όχι κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία είχε εισαχθεί προς συζήτηση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, δεν γεννάται αξίωση για αποζημίωση από παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας εκ μέρους της Διοίκησης και υφίσταται αξίωση για καταβολή μισθωμάτων από αναγκαστική μισθωτική σχέση, που ιδρύθηκε, δυνάμει Υπουργικών Αποφάσεων, μεταξύ των διάδικων μερών, λόγω επίταξης και ότι η εν λόγω αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που διαλαμβάνονται στην ίδια νομική σκέψη, καθώς και σε αυτές των άρθρων 346, 574, 595 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, κατεβλήθη δε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου, έκανε δεκτή εν μέρει την υπό κρίση αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, υποχρεώθηκε δε το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και δεκαέξι λεπτών (6.776,16 ευρώ), στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων εκατόν πενήντα έξι ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (7.156,75 ευρώ), σε καθένα από τους τρίτο, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εναγόντων το ποσό των οκτακόσιων ενενήντα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (890,55 ευρώ) και σε καθένα από τους έβδομο, όγδοο, ένατο και δέκατο των εναγόντων το ποσό των χιλίων εξακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (1.659,15), με τόκο ύψους έξι τοις εκατό (6%) από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, το ύψος των οποίων όρισε σε διακόσια εβδομήντα (270) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το εκκαλούν, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ν’ απορριφθεί η ως άνω αγωγή.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση του μάρτυρος, ο οποίος εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγόντων (το εναγόμενο δεν εξέτασε μάρτυρα), του οποίου η κατάθεση περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τη με αριθμ. ΣΤ 1/9/5-1-2000 (ΦΕΚ 16/Β/14-1-2000) Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υφυπουργών Οικονομικών και Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με αντικείμενο την «Επίταξη ακινήτων για την στέγαση Σχολείων στο Δήμο Κορυδαλλού, τα οποία μετά τη διενέργεια ελέγχων κρίθηκαν ακατάλληλα προς στέγαση», σε συνδυασμό με τη με αριθμ. Υ. 496/7-10-1999 (ΦΕΚ 1860/Β/8-10-1999) απόφαση του Πρωθυπουργού με θέμα «Έγκριση της εφαρμογής του μέτρου της επίταξης οικοπέδων για την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης, που δημιουργήθηκε από το σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 για τη στέγαση Σχολείων στις Νομαρχίες Αθηνών, Ανατολικής Αττικής, Δυτικής Αττικής και Πειραιώς», επιτάχθηκε ακίνητο, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή του Δήμου Κορυδαλλού και επί των οδών ……… Το ακίνητο αυτό, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από την εταιρία «Ο.Σ.Κ. Α.Ε.» για τη στέγαση του ΤΕΕ Κορυδαλλού, έχει εμβαδόν 3.100 τ.μ. και απαρτίζεται από εννέα επιμέρους ιδιοκτησίες. Ακολούθως, αυτό απαλλοτριώθηκε υπέρ της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «Ο.Σ.Κ. Α.Ε.» και με δαπάνες της, η δε απαλλοτρίωση συντελέστηκε με τη νόμιμη παρακατάθεση του συνολικού ποσού της προσδιορισθείσας αποζημίωσης στις 7-6-2001. Εν συνεχεία, οι ενάγοντες κατέθεσαν στις 15-7-2003 τη με αριθμ. πρωτ. …../23-6-2003 αίτησή τους, προς την Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία «Ο.Σ.Κ. Α.Ε.», η οποία εποπτευόταν άμεσα από τον τότε Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Με την αίτηση αυτή οι ενάγοντες ζητούσαν τον καθορισμό της αποζημίωσής τους (των μισθωμάτων), λόγω της επίταξης των ιδιοκτησιών τους και την αναγνώρισή τους ως δικαιούχων της αποζημίωσης. Κατόπιν δε της αιτήσεως αυτής, με την από 23-5-2006 έκθεση εκτίμησης της αρμόδιας Επιτροπής, η οποία συγκροτήθηκε, δυνάμει της με αριθμ. 62812/5-12-2003 απόφασης της Περιφέρειας Αττικής, κατόπιν εγγράφου της εταιρίας «Ο.Σ.Κ. Α.Ε.», το μηνιαίο μίσθωμα για καθεμία από τις εννέα επιταχθείσες καθορίστηκε ως εξής: 1) Για την πρώτη ιδιοκτησία υπό στοιχεία 1, 2, 3/Α, εμβαδού 623,77 τ.μ., το μίσθωμα προσδιορίστηκε σε 500 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 14-1-2000 μέχρι τις 4-3-2001, ήτοι στο συνολικό ποσό των 6.833 ευρώ (500 ευρώ μηνιαίως X 13 μήνες = 6.500 ευρώ και 500 ευρώ X 20 ημέρες / 30 ημέρες = 333 ευρώ και συνολικά 6.500 + 333 = 6.833 ευρώ) και σε 600 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 5-3-2001 έως τις 7-6-2001, ήτοι στο συνολικό ποσό των 1.860 ευρώ (600 ευρώ μηνιαίως X 3 μήνες – 1800 ευρώ και 600 ευρώ X 3 ημέρες / 30 ημέρες = 60 ευρώ και συνολικά 1800 + 60 = 1.860 ευρώ) και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η επίταξη, ανήλθε σε 8.693 ευρώ (6.833 ευρώ + 1.860 ευρώ). 2) Για τη δεύτερη ιδιοκτησία υπό στοιχεία Ια/Α, εμβαδού 137,17 τ.μ. το μίσθωμα καθορίστηκε σε 102 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 14-1-2000 μέχρι τις 4-3-2001, ήτοι στο συνολικό ποσό των 1.394 ευρώ (102 ευρώ μηνιαίως X 13 μήνες = 1.326 ευρώ και 102 ευρώ X 20 ημέρες / 30 ημέρες = 68 ευρώ και συνολικά 1.326 + 68 = 1394 ευρώ) και σε ποσό 122 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 5-3-2001 έως τις 7-6-2001, ήτοι στο συνολικό ποσό των 378 ευρώ (122 ευρώ μηνιαίως X 3 μήνες = 366 ευρώ και 122 ευρώ X 3 ημέρες / 30 ημέρες = 12 ευρώ και συνολικά 366 + 12 = 378 ευρώ) και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η επίταξη, ανήλθε σε 1.772 ευρώ (1394 ευρώ + 378 ευρώ). 3) Για την τρίτη ιδιοκτησία υπό στοιχεία 1 β/Α, εμβαδού 140,85 τ.μ. καθορίστηκε το μίσθωμα σε 105 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 14-1-2000 μέχρι τις 4-3-2001, ήτοι στο συνολικό ποσό των 1.435 ευρώ (105 ευρώ μηνιαίως X 13 μήνες   = 1.365 ευρώ και 105 ευρώ X 20 ημέρες / 30 ημέρες = 70 ευρώ, ήτοι σύνολο 1.365 + 70 = 1435 ευρώ) και σε ποσό 125 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 5-3-2001 έως τις 7-6-2001, ήτοι στο συνολικό ποσό των 387,50 ευρώ (125 ευρώ μηνιαίως X 3 μήνες = 375 ευρώ & 125 ευρώ X 3 ημέρες / 30 ημέρες = 12,50 ευρώ, σύνολο 375 + 12,50 = 387,50 ευρώ) και συνολικά για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η επίταξη, ανήλθε σε 1.822,50 ευρώ (1435 ευρώ + 387,50 ευρώ). 4) Για την τέταρτη ιδιοκτησία υπό στοιχεία 2α/Α, εμβαδού 143,55 τ.μ. το μίσθωμα ορίστηκε σε 106 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 14-1-2000 μέχρι τις 4-3-2001 και συνολικά στο ποσό των 1.449 ευρώ (106 ευρώ μηνιαίως X 13 μήνες = 1378 ευρώ και 106 ευρώ X 20 ημέρες / 30 ημέρες = 71 ευρώ, σύνολο 1378 + 71 = 1.449 ευρώ), και σε ποσό 128 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 5-3-2001 έως τις 7-6-2001 και συνολικά στο ποσό των 397 ευρώ (128 ευρώ X 3 μήνες = 384 ευρώ και 128 ευρώ X 3 ημέρες / 30 ημέρες = 13 ευρώ, σύνολο 384 + 13 = 397 ευρώ) και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η επίταξη, ανήλθε σε 1.846 ευρώ (1.449 ευρώ + 397 ευρώ). 5) Για την πέμπτη ιδιοκτησία υπό στοιχεία 2β/Α, εμβαδού 146,25 τ.μ. το μίσθωμα καθορίστηκε σε 109 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 14-1-2000 μέχρι τις 4-3-2001, ήτοι συνολικά στο ποσό των 1.490 ευρώ (109 ευρώ μηνιαίως X 13 μήνες = 1417 ευρώ και 109 ευρώ X 20 ημέρες / 30 ημέρες = 73 ευρώ, σύνολο 1417 + 73 = 1490 ευρώ) και σε ποσό 130 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 5-3-2001 έως τις 7-6-2001, ήτοι συνολικά στο ποσό των 403 ευρώ (130 ευρώ μηνιαίως X 3 μήνες = 390 ευρώ & 130 ευρώ X 3 ημέρες / 30 ημέρες = 13 ευρώ, σύνολο 390 + 13 = 403 ευρώ) και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η επίταξη, ανήλθε σε 1.893 ευρώ (1.490 ευρώ + 403 ευρώ). 6) Για την έκτη ιδιοκτησία υπό στοιχεία 3α/Α, εμβαδού 148,95 τ.μ. το μίσθωμα καθορίστηκε σε 111 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 14-1-2000 μέχρι τις 4-3-2001, ήτοι συνολικά στο ποσό των 1.517 ευρώ (111 ευρώ μηνιαίως X 13 μήνες = 1443 ευρώ και 111 ευρώ X 20 ημέρες / 30 ημέρες = 74, σύνολο 1443 + 74 = 1517 ευρώ), και σε ποσό 133 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 5-3-2001 έως τις 7-6-2001, ήτοι συνολικά στο ποσό των 412 ευρώ (133 ευρώ μηνιαίως X 3 μήνες = 399 ευρώ & 133 X 3 ημέρες / 30 ημέρες = 13 ευρώ, σύνολο 399 + 13 = 412 ευρώ) και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η επίταξη, ανήλθε σε 1.929 ευρώ (1517 ευρώ + 412 ευρώ). 7) Για την έβδομη ιδιοκτησία υπό στοιχεία 3β/Α, εμβαδού 151,20 τ.μ. το μίσθωμα προσδιορίστηκε σε 112 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 14-1-2000 μέχρι τις 4-3-2001, ήτοι συνολικά στο ποσό των 1531 ευρώ (112 ευρώ μηνιαίως X 13 μήνες = 1456 & 112 ευρώ X 20 ημέρες / 30 ημέρες = 75 ευρώ, σύνολο 1456 + 75 = 1531 ευρώ), και σε ποσό 135 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 5-3-2001 έως τις 7-6-2001, ήτοι συνολικά στο ποσό των 418,50 ευρώ (135 X 3 μήνες = 405 ευρώ και 135 X 3 ημέρες / 30 ημέρες = 13,50 ευρώ, σύνολο 405 + 13,50 = 418,50 ευρώ), και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η επίταξη, ανήλθε σε 1.949,50 ευρώ (1531 ευρώ + 418,50 ευρώ). 8) για την όγδοη ιδιοκτησία υπό στοιχεία Ιγ/Α, εμβαδού 153,90 τ.μ. το μίσθωμα καθορίστηκε σε 114 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 14-1-2000 μέχρι τις 4-3-2001, ήτοι συνολικά στο ποσό των 1.558 ευρώ (114 ευρώ μηνιαίως X 13 μήνες = 1482 ευρώ & 114 ευρώ X 20 ημέρες / 30 ημέρες = 76 ευρώ, σύνολο 1482 + 76 = 1558 ευρώ), και σε ποσό 137 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 5-3-2001 έως τις 7-6-2001, ήτοι συνολικά στο ποσό των 425 ευρώ (137 ευρώ μηνιαίως X 3 μήνες = 411 ευρώ και 137 ευρώ X 3 ημέρες / 30 ημέρες = 14 ευρώ, σύνολο 411 + 14 = 425 ευρώ) και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η επίταξη, ανήλθε σε 1.983 ευρώ (1558 ευρώ + 425 ευρώ). 9) Για την ένατη και τελευταία ιδιοκτησία, υπό στοιχεία 1 δ/Α, εμβαδού 174,10 τ.μ. το μίσθωμα καθορίστηκε σε 129 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 14-1-2000 μέχρι τις 4-3-2001, ήτοι στο συνολικό ποσό των 1.763 ευρώ (129 ευρώ μηνιαίως X 13 μήνες = 1677 ευρώ & 129 ευρώ X 20 ημέρες / 30 ημέρες = 86 ευρώ, σύνολο 1677 + 86 = 1763 ευρώ) και σε ποσό 155 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 5-3-2001 έως τις 7-6-2001, ήτοι συνολικά στο ποσό των 480,50 ευρώ (155 ευρώ μηνιαίως X 3 μήνες = 465 ευρώ & 155 ευρώ X 3 ημέρες / 30 ημέρες = ευρώ, σύνολο 465 + 15,50 = 480,50 ευρώ) και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η επίταξη, ανήλθε σε 2.243,50 ευρώ (1763 ευρώ + 480,50 ευρώ). Η ως άνω Επιτροπή προέβη, επίσης, με την τελευταία παράγραφο της από 23/5/2006 έκθεση εκτίμησης, σύμφωνα με την παράγραφο 5 περιπτ. Ζ του άρθρου 1 του Ν.3027/2002, στην «Αναγνώριση Δικαιούχου», ήτοι ορίζει ότι: «Οι δικαιούχοι της αποζημίωσης λόγω επίταξης των παραπάνω ιδιοκτησιών έχουν αναγνωρισθεί με την 4779/17-9-2002 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Η Επιτροπή αποφάσισε να αποδεχθεί ως δικαιούχους, αυτούς που έχουν ήδη αναγνωρισθεί». Σημειωτέον ότι δεν προσκομίστηκε από κανέναν από τους διαδίκους, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η ως άνω με αριθμ. 4779/17.9.2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με βάση τ’ ανωτέρω κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι οι ενάγοντες, τα δικαιώματα (συγ)κυριότητας των οποίων δεν αμφισβητούνται ειδικά από το εναγόμενο, δικαιούνται ως μισθώματα για όλο το διάστημα της επίταξης των ακινήτων τους τα παρακάτω αναφερόμενα ποσά, ήτοι: α) ο πρώτος ενάγων δικαιούται, ως εξ αδιαιρέτου συγκύριος και συνεκμισθωτής σε ποσοστό 1/3 του με στοιχεία 1, 2, 3/Α ακινήτου, εμβαδού 623,77 τ.μ., το ποσό των 2.897,66 ευρώ (8693 ευρώ X 1/3 = 2.897,6 ευρώ) και ως μόνος κύριος και εκμισθωτής των υπό στοιχεία 3α/Α και 3β/Α ακινήτων, εμβαδών 148,95 τ.μ. και 151,20 τ.μ., τα ποσά των 1.929 ευρώ + 1.949,50 ευρώ αντίστοιχα, δηλαδή οφείλεται στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.776,16 ευρώ (2.897,66 + 1.929 + 1.949,50 = 6.776,16 ευρώ). Β) Ο δεύτερος ενάγων, ως εξ αδιαιρέτου συγκύριος και συνεκμισθωτή, κατά το 1/6, του με στοιχεία 1, 2, 3/Α ακινήτου, εμβαδού 623,77 τ.μ., ως μόνος κύριος και εκμισθωτής των υπό στοιχεία Ια/Α και 1 β/Α ακινήτων, με εμβαδά 137,17 τ.μ. και 140,85 τ.μ. και ως εξ αδιαιρέτου συγκύριος και συνεκμισθωτής, σε ποσοστό ½, των υπό στοιχεία Ιγ/Α και Ιδ/Α ακινήτων, εμβαδών 153,90 τ.μ. και 174,10 τ.μ. αντίστοιχα, δικαιούται ως μισθώματα τα ποσά των 1.449 ευρώ (8693 ευρώ X 1/6 = 1449 ευρώ) + 1.772 ευρώ + 1.822,50 ευρώ + ευρώ (1.983 ευρώ X 1/2 = 991,50 ευρώ) + 1.121,75 ευρώ (2.243,50 ευρώ X 1/2 = 1.121,75 ευρώ) αντίστοιχα και συνολικά το ποσό των 7.156,75 (1.449 + 1.772 + 1.822,50 + 991,50 + 1.121,75) ευρώ. Γ) Ο τρίτος, ο  τέταρτος, η πέμπτη και η έκτη των εναγόντων, ως εξ αδιαιρέτου συγκύριοι και συνεκμισθωτές των κοινών μεριδίων τους: α) στο 1/6 του υπό στοιχεία 1, 2, 3/Α ακινήτου, εμβαδού 623,77 τ.μ., β) στο 1/2 των υπό στοιχεία Ιγ/Α ακινήτου, εμβαδού 153,90 τ.μ και γ) στο 1/2 του υπό στοιχεία Ιδ/Α ακινήτων, εμβαδού 174,10 τ.μ., δικαιούνται ως μισθώματα τα ποσά των 1.449 ευρώ (8693 ευρώ X 1/6 = 1449 ευρώ) + 991,50 ευρώ (1.983 ευρώ X 1/2 = 991,50 ευρώ) + 1.121,75 ευρώ (2.243,50 ευρώ X 1/2 = 1.121,75 ευρώ) αντίστοιχα και συνολικά το ποσό των 3.562,25 (1.449 + 991,50 + 1.121,75) ευρώ και συνεπώς, σε καθένα από τους εν λόγω τέσσερις ενάγοντες πρέπει να καταβληθεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 480 ΑΚ, το ποσό των 890,55 ευρώ (3.562,25 ευρώ : 4 μερίδια) και Δ) Ο έβδομος, όγδοος, ο ένατος και ο δέκατος των εναγόντων (ως προς τον οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της παρούσας ενώπιον του παρόντος -δευτεροβάθμιου δικαστηρίου-), ως εξ αδιαιρέτου συγκύριοι και συνεκμισθωτές στο κοινό τους μερίδιο, ποσοστού 1/3, επί του με στοιχεία 1, 2, 3/Α ακινήτου, εμβαδού 623,77 τ.μ., δικαιούνται ως μισθώματα το ποσό των 2.897,66 ευρώ (8693 ευρώ X 1/3 = 2.897,6 ευρώ) και χωριστά καθένας από αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 480 ΑΚ, το ποσό των 724,40 ευρώ (2.897,66 ευρώ : 4 μερίδια), ενώ, επιπλέον, πρέπει να καταβληθούν σε καθένα από αυτούς (αναφερόμενους ενάγοντες), ως εξ αδιαιρέτου συγκυρίους και συνεκμισθωτές σε ποσοστό 1/4 καθένας τους των κοινών ακινήτων τους με στοιχεία 2α/Α και 2β/Α, εμβαδών 143,55 τ.μ. και 146,25 τ.μ. τα ποσά των 461,50 ευρώ (1.846 ευρώ X 1/4 =ευρώ) και 473,25 ευρώ (1.893 ευρώ X 1/4 = 473,25 ευρώ) αντίστοιχα και συνεπώς, σε καθένα από τους εν λόγω τέσσερις ενάγοντες πρέπει να καταβληθεί, όπως έκρινε η εκκαλουμένη, το συνολικό ποσό των 1.659,15 (724,40 + 461,50 + 473,25) ευρώ. Σημειώνεται ότι ο τρίτος των εναγόντων, όπως προαναφέρθηκε, απεβίωσε στις 27/07/2013 και συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη η εκ διαθήκης κληρονόμος του, ……., χήρα ……. ……., το γένος ……. ……., ο έβδομος των εναγόντων απεβίωσε στις 13/09/2015 και συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του: α) …… και β) …… και ο όγδοος των εφεσιβλήτων απεβίωσε στις 19/06/2013 και συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του: α) ……., β) …… και γ) ……..). Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, το εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, ισχυρίζεται, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1° , παρ. 6 και παρ. 7 του ν. 3027/2002, της με αριθμό ΣΤ1/9/5-1-2000 (ΦΕΚ 16/Β/14-1-2000) Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υφ. Οικονομικών και Υπ. Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων, δυνάμει της οποίας επιτάχθηκαν οι ιδιοκτησίες των εναγόντων και της διάταξης του άρθρου 8 του π.δ. 414/1998, ταυτόχρονα δε με παράθεση πλημμελούς αιτιολογίας και με εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα των προσκομισθέντων εγγράφων, κατ’ αποδοχή ισχυρισμών των εναγόντων, έκρινε ότι το Ελληνικό Δημόσιο και όχι η εταιρία «Ο.Σ.Κ. Α.Ε.» υποχρεούται στην καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης προς τους ιδιοκτήτες για τις επιτάξεις των ακινήτων τους, απορρίπτοντας σχετική προταθείσα δια των προτάσεών του υποβληθείσα ένσταση, ενώ, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και με παράθεση ορθούς αιτιολογίας, όφειλε να δεχθεί ότι, ενόψει του ότι στην ως άνω Κ.Υ.Α., δυνάμει της οποίας έλαβε χώρα η επίδικη επίταξη, ρητά ορίστηκε ότι η εκτέλεση αυτής ανατίθεται στην εταιρία «Ο.Σ.Κ. Α.Ε.», καθώς και ότι από τις προτεινόμενες διατάξεις προκαλείται, σε βάρος του προϋπολογισμού της τελευταίας, δαπάνη ύψους 1.800.000 δρχ., για καθένα των ετών 2000-2003, που θα αντιμετωπισθούν από τις πιστώσεις του ανωτέρω προϋπολογισμού, υπόχρεος της αποζημίωσης επίταξης είναι η εταιρία «Ο.Σ.Κ. Α.Ε.» και όχι το Ελληνικό Δημόσιο και ότι άλλωστε το ανωτέρω προκύπτει ρητά και από το με αριθμ. πρωτ. …/11.5.2006 έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, Γενική Διεύθυνση Διοίκηση και Δημοσιονομικών Ελέγχων προς την Διεύθυνση Π.Ε.Ε. του ΥΠ.Ε.Π.Θ, με το οποίο δεν είναι δυνατή η καταβολή της αποζημίωσης λόγω αντίστοιχης με την επίδικη επίταξης χώρου από το ΥΠΕΠΘ, γιατί προκύπτει ότι η εν λόγω αποζημίωση βαρύνει την Ο.Σ.Κ. Α.Ε.. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής εναντίον του και ότι υπόχρεη προς αποζημίωση είναι η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Α.Ε.», είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εφόσον πρόκειται για επίταξη ακινήτου, που βρίσκεται στην περιοχή του Δήμου Κορυδαλλού, επί των οδών ………. και η επίταξη έγινε για την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης, που δημιουργήθηκε από το σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, για τη στέγαση Σχολείων στο Δήμο Κορυδαλλού, τα οποία μετά τη διενέργεια ελέγχων κρίθηκαν ακατάλληλα προς στέγαση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 5 και 6 του Ν. 3027/2002, υπόχρεο στην καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης προς τους ιδιοκτήτες για τις επιτάξεις των ακινήτων τους είναι το Ελληνικό Δημόσιο και όχι η ως άνω ανώνυμη εταιρία «Ο.Σ.Κ. Α.Ε.», όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν. Στην κρίση αυτή καταλήγει το Δικαστήριο λαμβάνοντας κυρίως υπόψη τη ρητή αναφορά στην εταιρία «Ο.Σ.Κ. Α.Ε.», στις διατάξεις των παρ. 1, 2, 3, 4 και 7 του άρθρου 1 του Ν. 3027/2002, για την περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου, καθώς και σύστασης εμπράγματου δικαιώματος σε βάρος ακινήτου, υπέρ της εταιρίας “Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Ανώνυμη Εταιρία” (Ο.Σ.Κ. Α.Ε.) και με δαπάνες της, για δημόσια ωφέλεια και ειδικότερα για την εξυπηρέτηση εκπαιδευτικών σκοπών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ιδίως για την ανέγερση διδακτηρίων και στην αναφορά της παρ. 7 του ίδιου άρθρου 1, η οποία προστέθηκε με την παρ. 19 άρθρ. 7 Ν.3194/2003, ΦΕΚ Α 267/20.11.2003, ότι «Για την αποζημίωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) της «Ο.Σ.Κ. Α.Ε.» βεβαιώνει τη διαθεσιμότητα της πίστωσης της εκτιμώμενης δαπάνης και την πηγή από την οποία αυτή θα καλυφθεί. Η βεβαίωση αυτή μνημονεύεται στο προοίμιο της πράξης κήρυξης της απαλλοτρίωσης. Η εκτίμηση της δαπάνης προσδιορίζεται με τεχνική έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας της εταιρίας. Ως προς την κατάθεση εγγυητικής επιστολής, που προβλέπεται κατά την εκκίνηση της απαλλοτρίωσης από τις διατάξεις του Ν. 2985/2002, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν για το Δημόσιο.», σε αντιδιαστολή με τη ρητή αναφορά του εναγομένου «Δημοσίου» στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5, 6 του Ν. 3027/2002, όπου προβλέπεται η αποζημίωση για την επίταξη ακινήτων για την ικανοποίηση στεγαστικών αναγκών των σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 5 περ. α΄ του Ν. 3027/2002, ορίζεται, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ότι «α) Το Δημόσιο οφείλει αποζημίωση για τις επιτάξεις ακινήτων, που επιβάλλονται κατά νόμο προς ικανοποίηση στεγαστικών αναγκών των σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης», στην περ. γ΄, ορίζεται ότι «γ) Το Δημόσιο, εκτός από την αποζημίωση που προβλέπεται στην περίπτωση α`, υποχρεούται σε αποζημίωση και λόγω φθορών ή μεταβολών στο ακίνητο που επιτάχθηκε, εκτός αν οι φθορές ή μεταβολές οφείλονται σε συνήθη χρήση ή σε ελάττωμα του ακινήτου. Το Δημόσιο αντί για χρηματική αποζημίωση δικαιούται να προβεί στην επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση…», στην περ. δ΄, ορίζεται ότι «δ) Το Δημόσιο απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη, αν η καταστροφή ή η χειροτέρευση οφείλονται σε ανώτερη βία ή τυχαίο περιστατικό, το οποίο θα είχε επέλθει και χωρίς την επίταξη.», στην περ. ε΄, ορίζεται ότι «ε) Το Δημόσιο δικαιούται να αναζητήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλοτρίων του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.), τις δαπάνες που έγιναν από αυτό για τα ακίνητα που επιτάχθηκαν…», στην περ. στ΄, ορίζεται ότι «στ) Κάθε αξίωση κατά του Δημοσίου για αποζημίωση από την επίταξη παραγράφεται δύο έτη μετά από την πάροδο του έτους, μέσα στο οποίο έληξε η επίταξη…», στην περ. η΄, κατά την οποία «η) Η απόφαση της Επιτροπής, για τον προσωρινό καθορισμό της αποζημίωσης και την αναγνώριση δικαιούχου, υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου. Η άσκηση της προσφυγής δεν στερεί από τον προσφεύγοντα το δικαίωμα να εισπράξει την αποζημίωση, που έχει προσωρινά καθοριστεί από την Επιτροπή υπέρ αυτού. Διάδικοι στη δίκη επί της προσφυγής είναι ο προσφεύγων και το Δημόσιο. Αν με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής για την αναγνώριση δικαιούχου, διάδικος είναι αυτός που αναγνωρίσθηκε ως δικαιούχος. Το Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων…» και στην περ. θ΄, κατά την οποία «θ) Αν δεν ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης της Επιτροπής, που αφορά την αναγνώριση δικαιούχου, το Δημόσιο καταβάλλει την προσωρινή αποζημίωση σε αυτόν που αναγνωρίστηκε ως δικαιούχος και απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη…». Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, ως προς την παθητική νομιμοποίηση του εναγομένου και ο πρώτος λόγος έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Εν συνεχεία, το εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, με το δεύτερο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα των άρθρων 1 παρ. 5 στ΄ και 6 του Ν. 3027/2002, 92 και 93 περ. α΄-γ΄ του Ν. 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε την προβαλλόμενη από αυτό, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ένσταση παραγραφής των ένδικων αξιώσεων, αποδεχόμενη ως ουσιαστικά βάσιμη την υποβληθείσα, δια της προσθήκης – αντίκρουσης, αντένσταση των εφεσιβλήτων περί αναστολής της παραγραφής λόγω ύπαρξης γεγονότων, που συνιστούσαν ανωτέρα βία. Ειδικότερα, το εκκαλούν προσάπτει στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, αφενός μεν έκρινε ότι, κατά το χρόνο επίδοσης της υπό κρίση αγωγής σε αυτό (εκκαλούν – Ελληνικό Δημόσιο), οι ένδικες απαιτήσεις των εφεσιβλήτων, οι οποίες αφορούσαν το χρονικό διάστημα από 14/1/2000 έως 7/6/2001, δεν είχαν υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 1 παρ. 5 και 6 του Ν. 3027/2002, πράγμα το οποίο λαμβάνεται υπ’ υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και ότι επήλθε διακοπή αυτής, αφετέρου δε ότι συντρέχει περίπτωση συνδρομής αναστολής της διετούς παραγραφής λόγω παρεμπόδισης, από ανωτέρα βία, στην άσκηση των ένδικων αξιώσεων, η προσβαλλομένη δε απόφαση διαλαμβάνει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της αναστολής της παραγραφής, ενώ εάν ερμήνευε και εφάρμοζε ορθά το νόμο και εκτιμούσε ορθώς τις αποδείξεις, θα έκρινε ότι, κατά το χρόνο επίδοσης της κρινόμενης αγωγής τους σε αυτό (εκκαλούν – Ελληνικό Δημόσιο), οι ένδικες απαιτήσεις των εφεσιβλήτων, οι οποίες αφορούσαν το χρονικό διάστημα από 14/1/2000 έως 7/6/2001, είχαν ήδη υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 1 παρ. 5 και 6 του Ν. 3027/2002, πράγμα το οποίο λαμβάνεται υπ’ υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ότι δεν επήλθε διακοπή αυτής είτε με την άσκηση προγενέστερων αγωγών των εφεσιβλήτων είτε με τους οριζομένους στο άρθρο 93 του Ν. 2362/1995 τρόπους, δεν συντρέχει δε περίπτωση συνδρομής αναστολής της διετούς παραγραφής λόγω εμπόδισης, από ανωτέρα βία, στην άσκηση των ένδικων αξιώσεων εντός του τελευταίου εξαμήνου του χρόνου της παραγραφής. Προς αντίκρουση της ενστάσεως παραγραφής οι ανωτέρω ενάγοντες ισχυρίστηκαν, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με προφορικές δηλώσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, αφενός μεν η παραγραφή των ένδικων αξιώσεών τους είναι πενταετής, σύμφωνα με τ’ άρθρα 90 παρ. 1 και 91 παρ. 1 του Ν. 2362/1995 και αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτών και ότι, εφόσον οι αρμόδιες υπηρεσίες του εναγομένου και της ανώνυμης εταιρίας «Ο.Σ.Κ. Α.Ε.», αρνούνταν την υποχρέωσή τους για την καταβολή σε αυτούς των ένδικων αξιώσεών τους, αδυνατούσαν να επιδιώξουν δικαστικώς αυτές και για το λόγο αυτό συνέτρεχε λόγος αναστολής της παραγραφής, λόγω ανωτέρας βίας. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός περί πενταετούς παραγραφής των ένδικων αξιώσεων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 5 στ΄ και παρ. 6 του Ν. 3027/2002, εκ των οποίων στην παρ. 5 περ. στ΄ ορίζεται, όπως προαναφέρθηκε, ότι «Κάθε αξίωση κατά του Δημοσίου για αποζημίωση από την επίταξη παραγράφεται δύο έτη μετά από την πάροδο του έτους, μέσα στο οποίο έληξε η επίταξη…» και με την παρ. 6 ορίζεται ότι «Στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου υπάγονται και οι επιτάξεις που επιβλήθηκαν για τη στέγαση σχολικών μονάδων σε ακίνητα λόγω των σεισμών του Σεπτεμβρίου του έτους 1999. Για τις επιτάξεις αυτές, η έναρξη των χρόνων παραγραφής ή οι προθεσμίες για υποβολή σχετικών αιτήσεων, που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, αρχίζουν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού…» και της διάταξης του άρθρ. 91 εδ. α` του Ν. 2362/1995, με την οποία, ορίζεται ότι «με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού η παραγραφή οποιοσδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της», προκύπτει ότι με τις δύο πρώτες διατάξεις (άρθρο 1 παρ. 5 περ. στ΄ και 6 του Ν. 3027/2002) ρυθμίζεται ειδικά το θέμα της παραγραφής των αξιώσεων αποζημιώσεων για τις επιτάξεις, που επιβλήθηκαν για τη στέγαση σχολικών μονάδων σε ακίνητα λόγω των σεισμών του Σεπτεμβρίου του έτους 1999 και ορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής αυτής ή των προθεσμιών για υποβολή σχετικών αιτήσεων, που προβλέπονται στην παρ. 5, η έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ο νόμος δε αυτός δημοσιεύθηκε στο με αριθμ. 152 Φ.Ε.Κ. Α΄ στις 28/6/2002. Οι διατάξεις αυτές είναι μεταγενέστερες και ειδικές σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α` του ανωτέρω Ν. 2362/1995, με την οποία ρυθμίζεται γενικά το θέμα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιοσδήποτε αξίωσης κατά του δημοσίου κλπ. από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων. Η διάταξη δε της παρ. 6 του άρθρου 1 είναι ειδικότερη σε σχέση με την περ. στ΄ της παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν. 3027/2002. Η προβλεπόμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 περ. στ΄ και 6 του Ν. 3027/2002 για τις πιο πάνω αξιώσεις αποζημίωσης από επιτάξεις, που επιβλήθηκαν για τη στέγαση σχολικών μονάδων σε ακίνητα λόγω των σεισμών του Σεπτεμβρίου του έτους 1999 βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από το χρόνο παραγραφής, που ισχύει για οποιαδήποτε απαίτηση του Δημοσίου, καθώς και από τον οριζόμενο στο άρθρ. 937 ΑΚ χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, δεν αντίκειται στην αρχή της (δικονομικής) ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγοντες, αφού η διαφορετική ρύθμιση δικαιολογείται από λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος και την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων του Δημοσίου (ΑΕΔ 1/2012), αλλά ούτε και στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (για το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και ακρόασης από τα δικαστήρια). Εξάλλου, η θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής, κατά κατηγορία αξιώσεων ή δικαιούχων και υποχρέων, δεν προσκρούει στο άρθρο 6 παρ. 1 α’ της ΕΣΔΑ (που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και αμερόληπτα), ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (με τις οποίες κατοχυρώνεται η αρχή του σεβασμού της περιουσίας, τάσσονται συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη στέρηση της ιδιοκτησίας και αναγνωρίζεται η εξουσία των κρατών μελών να ρυθμίζουν με νόμο τη χρήση των αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον), αφού οι διατάξεις αυτές παρεμποδίζουν τον νομοθέτη να καταργεί, ακόμη και ενοχικά, δικαιώματα (ενδεχομένως και με τη μέθοδο της αναδρομικής παραγραφής), αλλά όχι να θεσπίζει κανόνες, που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων, που θα γεννηθούν μετά τη θέση τους σε ισχύ. Ειδικότερα, ενόψει της ευρείας ευχέρειας, που παρέχει η επιφύλαξη νόμου του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ο κοινός εθνικός νομοθέτης μπορεί να προβλέπει διαφορετικούς κανόνες για τις δίκες, στις οποίες διάδικος είναι και το Δημόσιο ή άλλος φορέας δημόσιας εξουσίας, εφόσον οι εισαγόμενες εξαιρέσεις από τις γενικές ρυθμίσεις υπηρετούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (βλ. ΟλΑΠ 9/2017 ό.π., ΑΠ 1241/2018 ό.π.). Έτσι, στο πεδίο των δικών του Δημοσίου, με βάση την ίδια επιφύλαξη νόμου, ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια να προβλέψει διαφορετική προθεσμία και αφετηρία παραγραφής διαφορετικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου, εφόσον η προβλεπόμενη εκάστοτε προθεσμία δεν είναι υπέρμετρα σύντομη, ώστε να αναιρεί ή να παρεμποδίζει ουσιωδώς την αποτελεσματική άσκηση του προστατευόμενου δικαιώματος. Η ως άνω παραπάνω διετής παραγραφή δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 3 α’ (για πρόσφορη προσφυγή του ατόμου σε περιπτώσεις παραβίασης των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σ’ αυτό), 5 παρ. 1 (για την κατάλυση ή τον περιορισμό δικαιωμάτων και των ελευθεριών του προσώπου), 14 παρ. 1 (για το δικαίωμα του προσώπου σε δίκαιη δίκη) και 26 (για την ισότητα των προσώπων ενώπιον του νόμου και την απαγόρευση διακρίσεων) του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε με τον ν. 2462/1997 και έχει, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ (πρβλ. ΟλΑΠ 9/2017 ό.π.). Συνεπώς, απορριπτέοι ως αβάσιμοι είναι οι αντίθετοι περί τούτου ισχυρισμοί των εναγόντων. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, κατά το άρθρο 92 του Ν. 2362/1995, «Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρθρων 257 έως 259 του Αστικού Κώδικα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων κατά του Δημοσίου. Η παραγραφή απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση λόγω ανωτέρας βίας έχει εμποδισθεί να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής, κατά το άρθρο δε 93 του Ν. 2362/1995: “Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α) με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών (ΑΠ 672/2018 ό.π.), β) Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του Διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως…” (ΑΠ 1301/2018 ό.π.), γ) Με την υποβολή αιτήσεως προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία, που φέρει η έγκριση ή μη από τον Υπουργό Οικονομικών του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. δ) Με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται. ε) Με την έκδοση τίτλου πληρωμής. Η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή. στ) Με την αναγνώριση της απαιτήσεως υπό του Δημοσίου με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού…». Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες ισχυρίζονται, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, επειδή οι αρμόδιες υπηρεσίες, αφενός μεν του εναγομένου, Ελληνικού Δημοσίου, αφετέρου δε της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε.» («Ο.Σ.Κ. Α.Ε.»), αρνούνταν την υποχρέωσή τους για την καταβολή σε αυτούς των ένδικων αξιώσεών τους, εμποδίστηκαν από ανωτέρα βία να προβάλλουν εμπροθέσμως τις ένδικες αξιώσεις τους εναντίον του εναγομένου. Ο προβαλλόμενος, κατ’ αντένσταση, ισχυρισμός των εναγόντων περί αναστολής της παραπάνω αποσβεστικής προθεσμίας, για λόγους ανωτέρας βίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, μη δυνάμενος να στοιχειοθετήσει νόμιμη αντένσταση αναστολής της παραγραφής λόγω ανωτέρας βίας, διότι ως τέτοια νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης και το οποίο καθιστά ανέφικτη την από το δικαιούχο, ή με άλλο πρόσωπο, επιδίωξη της αξίωσής του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής, ούτε αίρει την αδράνεια και αμέλεια των εναγόντων είτε ν’ ασκήσουν τις ένδικες αξιώσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου είτε να προβούν σε διακοπή της διετούς παραγραφής με υποβολή σχετικής αιτήσεως προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση αυτών (πρβλ. ΑΠ 429/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 482/2012 Δημ. Νόμος). Τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία επικαλούνται οι ενάγοντες, προς στήριξη του ισχυρισμού τους περί αναστολής της παραγραφής των ένδικων αξιώσεων τους, λόγω ανωτέρας βίας, και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν αντικειμενική αδυναμία των εναγόντων να επιδιώξουν την ικανοποίηση της αξιώσεώς τους. Πράγματι, ο θεσμός της παραγραφής αποτελεί την από τον νόμο κύρωση στην αδράνεια του δανειστού να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του και γι αυτό δεν είναι νοητή η παραγραφή της αξιώσεως, όταν αυτός έχει ενεργήσει ό,τι είναι αναγκαίο, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μην χρειάζεται να κάνει κάτι ιδιαίτερο. Ωστόσο, ο νόμος αναγνωρίζει σοβαρούς λόγους, εξαιτίας των οποίων η πάροδος του χρόνου δεν έχει δυσμενείς συνέπειες γι αυτόν. Τέτοιος λόγος είναι και η αναστολή της παραγραφής, λόγω ανωτέρας βίας, της οποίας χαρακτηριστικό είναι η αντικειμενική αδυναμία του δανειστού να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του (πρβλ. ΑΠ 482/2012 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ότι προέβησαν από 23/05/2006, οπότε συνεδρίασε η ως άνω Επιτροπή και επί πέντε (5) περίπου έτη, προ της ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, στις 18/5/2011, σε οποιαδήποτε έγγραφη όχληση προς το εναγόμενο ή ότι υπέβαλαν αίτηση για την πληρωμή της απαιτήσεώς τους προς την αρμόδια δημόσια αρχή είτε ότι υπέβαλαν αίτηση προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση των ένδικων απαιτήσεών τους, τη στιγμή μάλιστα που, κατά τους ισχυρισμούς τους, η ως άνω ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε.» από το έτος 2005 αρνήθηκε την καταβολή σε αυτούς αποζημίωσης για την ως άνω επίταξη, επικαλούμενη ότι δεν ήταν υπόχρεη προς αποζημίωσή τους. Εξάλλου, ως αφετηρία της παραγραφής της ένδικης αξίωσης ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 3027/2002, το αντικειμενικό γεγονός της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, στις 28/6/2002 και όχι το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο αυτή γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, ούτε η γνώση από τον παθόντα της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση, όπως ορίζει η γενική διάταξη του άρθρου 937 του Α.Κ., όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Η έλλειψη δε της γνώσεως του ζημιωθέντος, ως γεγονός πραγματικό, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν συνεπάγεται αδυναμία δικαστικής επιδιώξεως της αξιώσεως και για το λόγο αυτό δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής, αφού, κατά την έννοια των άρθρων 93 του ν.δ. 321/1969 (ταυτόσημου με το άρθρο 251 Α.Κ.) και 91 του Ν. 2362/1995, τέτοια αδυναμία συντρέχει μόνο όταν η άσκηση της οικείας αγωγής αποκλείεται από λόγους νομικούς (πρβ. ΑΠ 352/2018 ό.π.). Συγκεκριμένα, η επιδίωξη αυτή δεν είναι δυνατή μόνο εφόσον αποκλείεται η από το δικαιούχο άσκηση της αγωγής λόγω νομικών κωλυμάτων είτε σύμφωνα με ρητές διατάξεις νόμου, που απαγορεύουν ευθέως τη δικαστική επιδίωξη, είτε από το γεγονός ότι μπορεί να αντιταχθεί από τον εναγόμενο (καθ` ου η αξίωση) ένσταση, η οποία έχει ως αναγκαίο, κατά νόμο, αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της δικαστικής επιδίωξης για ορισμένο χρόνο. Σε περίπτωση δε που γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι αναστέλλεται η παραγραφή καθ’ ο χρόνο δεν μπορούσαν να λάβουν γνώση του υποχρέου προς αποζημίωση, τότε, θα ετίθετο ως πρόσθετη προϋπόθεση για την έναρξη της παραγραφής στην περίπτωση του άρθρου 1 παρ. 5 περ. στ΄ και 6 του Ν. 3027/2002, η γνώση του υποχρέου προς αποζημίωση, η οποία, όμως, εν προκειμένω, δεν προβλέπεται, κατά νόμο, για την έναρξη της παραγραφής των ένδικων αξιώσεων. Συνεπώς, δεν προκύπτει ότι, μετά τη συνεδρίαση της ως άνω Επιτροπής, στις 23/5/2006 και έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, στις 18/05/2011, συνέτρεχε λόγος αναστολής της ως άνω διετούς παραγραφής, λόγω ανωτέρας βίας, προκειμένου αυτό το χρονικό διάστημα (της αναστολής) να μην υπολογιστεί στο χρόνο της παραγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 257 Α.Κ. και 1 παρ. 5 και 6 του Ν. 3027/2002. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, από τις ανωτέρω γενικές διατάξεις των άρθρων 90 παρ. 1, 93 περ. α΄ του Ν. 2362/1995 και τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 και 6 του Ν. 3027/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 261 Α.Κ., συνάγεται με σαφήνεια ότι η διακοπή της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής επέρχεται υπέρ του πραγματικού δικαιούχου και κατά του πραγματικού υποχρέου της διαγνωστέας οφειλής (πρβλ. ΑΠ 252/2016 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί βάσιμος ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι διεκόπη η διετής παραγραφή των ένδικων αξιώσεών τους, η οποία είχε αρχίσει, κατά τ’ ανωτέρω, στις 29/06/2002 (ήτοι την επομένη έναρξης ισχύος του Ν. 3027/2002), με την υποβολή, στις 15/07/2003, της ως άνω με αριθμ. πρωτ. ……/15-07-2003 αιτήσεώς τους προς την Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων» («Ο.Σ.Κ. Α.Ε.»), θεωρουμένης αυτής, κατ’ άρθρο 93 περ. β΄ του Ν. 2362/1995, ως αρμόδιας δημόσιας υπηρεσίας (ως υπαγομένης, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, λόγω της ασκουμένης επ’ αυτής εποπτείας, της ανάληψης και κάλυψης, κατά το καταστατικό της, του συνόλου του μετοχικού της κεφαλαίου από το Ελληνικό Δημόσιο, της ετήσιας οικονομικής ενίσχυσης του κράτους, που εγγράφεται στον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, της επιχορήγησης σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό του προϋπολογισμού της, της χρηματοδότησης από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και τους προσαρτώμενους σε αυτό ειδικούς προϋπολογισμούς και των ειδικών χρηματοδοτήσεων από προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών και του κοινωφελούς και άλλων δημοσίων σκοπών, σύμφωνα και με το νόμο 3429/2005, που επιδιώκει), για την πληρωμή του ποσού της αποζημίωσης λόγω επίταξης, με την έννοια ότι ήταν αρμόδια είτε για την επίλυση ζητήματος, που αποτελούσε τη βάση ή την προϋπόθεση της διαφοράς, είτε προς επίλυση ζητήματος, για την έρευνα του οποίου ήταν αναγκαίο να επιλυθεί παρεμπιπτόντως η διαφορά (κατ’ άρθρο 1 παρ. 5 περ. ζ΄ του Ν. 3027/2002) και με την οποία (αίτηση) ζητούσαν να προβεί η ως άνω εταιρία στις απαραίτητες ενέργειες, τόσο για τον καθορισμό της αποζημίωσής τους, λόγω της επίταξης των ιδιοκτησιών τους, όσο και για την καταβολή αυτής προς αυτούς, κατ’ άρθρο 93 περ. β΄ του Ν. 2362/1995, ο οποίος εφαρμόζεται, ενόψει του χρόνου γέννησης των ένδικων αξιώσεων (και όχι σύμφωνα με το άρθρο 95 περ. β’ του ν.δ. 321/1969 περί «Κώδικα Δημόσιου Λογιστικού», όπως εκτίθεται στην εκκαλουμένη) (πρβλ. ΑΠ 1895/1999 Δημ. Νόμος) και ότι άρχισε νέα διετής παραγραφή, μετά τη συνεδρίαση της Επιτροπής Εκτίμησης των Επιταχθέντων Ακινήτων (στις 23/05/2006), η οποία είχε συγκροτηθεί, στις 5-12-2003, κατόπιν της προαναφερθείσας κοινής αίτησης των εναγόντων, οπότε συνετάγη, στις 23/05/2006, η ως άνω έκθεση εκτίμησης, με την οποία καθορίστηκε το ύψος των μισθωμάτων των επιταχθέντων ακινήτων, για το διάστημα από  τις 14-1-2000 μέχρι τις 7-6-2001 (καθώς, κατά το χρονικό διάστημα από την υποβολή της ως άνω αιτήσεως έως τη συνεδρίαση της Επιτροπής αυτής, δεν ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως πριν από την κρίση της Επιτροπής, οπότε συνέτρεχε περίπτωση αναστολής της παραγραφής από ανωτέρα βία), και εάν ακόμη ήθελε γίνει δεκτός ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι αφετήριο γεγονός της παραγραφής είναι το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο αυτή γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ήτοι από 01/01/2007), άλλως, εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι άρχισε νέα παραγραφή στις 03/11/2005, με το από 03/11/2005 έγγραφο της ως άνω εταιρίας «Ο.Σ.Κ. Α.Ε.», το οποίο δεν προκύπτει ότι απευθύνθηκε και προς τους ενάγοντες, σε κάθε περίπτωση συμπληρώθηκε η ως άνω διετής παραγραφή, καθώς παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας προ της ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, στις 18/05/2011 (βλ. σχετ. και με αριθμ. …΄/18-05-2011 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …), χωρίς να επικαλούνται οι ενάγοντες ότι έχουν λάβει χώρα στο μεσολαβήσαν διάστημα άλλα διακοπτικά της παραγραφής γεγονότα ή άλλος λόγος αναστολής λόγω ανωτέρας βίας, οπότε και αποσβέστηκαν οι ένδικες αξιώσεις των εναγόντων προ της ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής. Το με αριθμ. πρωτ. …../10-12-2012 έγγραφο δε της Γενικής Δ/νσης Προγραμματισμού του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού απευθυνόμενο προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και κοινοποιούμενο στην Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου στο Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α., στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «…η ευθύνη της αποζημίωσης των δικαιούχων δεν βαρύνει το Δημόσιο (Υπουργείο Παιδείας)…», καθώς και το με αριθμ. πρωτ. …./22.3.2012 έγγραφο της εταιρίας «Ο.Σ.Κ. Α.Ε.», φέρουν χρονολογία μεταγενέστερη της ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής και ενώ ήδη είχαν υποπέσει στη διετή παραγραφή, προ της ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, οι ένδικες αξιώσεις. Σημειώνεται δε ότι από τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 93 και 94 του Ν. 2362/1995, συνάγεται σαφώς, ότι η παραγραφή αξίωσης κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας, ενώ η διακοπή της παραγραφής αυτής, που συντελείται με έναν από τους αναφερόμενους στο άνω άρθρο 93 του Ν. 2362/1995 τρόπους, μεταξύ των οποίων και με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο, συνιστά αντένσταση, την οποία πρέπει να προτείνει, παραδεκτώς και νομίμως, ο διάδικος, που αποκρούει την παραγραφή, και δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο. Η αυτεπάγγελτη, κατ’ άρθρο 94 εδάφ. δ’ του Ν. 2362/1995, λήψη υπόψη από το δικαστήριο της παραγραφής των κατά του Δημοσίου αξιώσεων, η οποία δεν ισχύει για τη διακοπή της παραγραφής, δεν αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας, όπως προαναφέρθηκε, ούτε στις διατάξεις των άρθρων 20 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 110 παρ. 1 του ΚΠολΔ, (και) για το λόγο ότι η διασφαλιζόμενη με τις διατάξεις αυτές δικαστική προστασία δεν έχει σχέση με την αυτεπάγγελτη εξέταση και λήψη υπόψη της παραγραφής από τα δικαστήρια, αφού η αυτεπάγγελτη αυτή ενέργεια του δικαστηρίου δεν στερεί τους αντιδίκους του Δημοσίου από τη δυνατότητα να προβάλλουν (ακόμη και καθ’ υποφοράν, ενόψει του εκ του νόμου γνωστού σ’ αυτούς αυτεπαγγέλτου της λήψης υπόψη της παραγραφής) όλες τις αντενστάσεις που τους παρέχει το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο για την απόκρουση της παραγραφής (Ολ.ΑΠ 11/2003, ΑΠ 672/2018 ό.π., ΑΠ 593/2015 ό.π.). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι «…ότι τόσο οι υπηρεσίες του εναγόμενου, Ελληνικού Δημοσίου, δηλαδή αυτές του Υπουργείου Παιδείας και του Υπουργείου Οικονομικών όσο και ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε. τουλάχιστον από το έτος 2005 μέχρι και σήμερα υποστηρίζουν, καθεμία αρχή για τον εαυτό της, ότι καμία αρμοδιότητα δεν έχουν, γενικά, για την καταβολή αποζημιώσεων στους ιδιοκτήτες των ακινήτων, που επιτάχθηκαν για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών σχολικών μονάδων, που έπαθαν ζημίες από τους σεισμούς του Σεπτεμβρίου έτους 1999…Οι ίδιοι μάλιστα οι ενάγοντες υπήρξαν θύματα της μεταξύ των προαναφερθεισών υπηρεσιών, εφόσον η μία δημόσια αρχή παρέπεμπε αυτούς (ενάγοντες) στην άλλη και αντίστροφα…», ότι «…Η δε αρνητική αυτή συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο….είναι υπόχρεο, στην προκειμένη περίπτωση, για την ικανοποίηση των επίδικων αξιώσεων των εναγόντων, ως αντίθετη στους κανόνες της χρηστής διοίκησης, κρίνεται ότι συνιστά ανώτερη βία, εφόσον οι ενάγοντες, όση επιμέλεια και αν επέδειξαν για την άσκηση των δικαιωμάτων τους δεν μπόρεσαν να βρουν ανταπόκριση σε κάποια δημόσια υπηρεσία, με συνέπεια να παρακωλυθούν στην έγκαιρη άσκηση των αξιώσεών τους ενώπιον των Δικαστηρίων…» και εν συνεχεία, δέχθηκε (το πρωτοβάθμιο Δικαστηρίου) ότι στοιχειοθετείται η έννοια της ανωτέρας βίας και έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την αντένσταση της αναστολής της παραγραφής, την οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην εκκαλούμενη, οι ενάγοντες επικαλέστηκαν με την προσθήκη των προτάσεών τους, απορρίπτοντας ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την ένσταση παραγραφής, την οποία προέβαλε το εναγόμενο και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 5 περ. στ΄ και 6 του Ν. 3027/2002 και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 91 – 93 περ. α΄- γ΄ του Ν. 2362/1995, καίτοι δεν συνέτρεχαν οι όροι εφαρμογής τους και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης, ο οποίος είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των παρ. 5 περ. στ΄ και 6 του άρθρου 1 του Ν. 3027/2002, πρέπει να γίνει δεκτός και ως κατ’ ουσία βάσιμος και απορριπτομένης της αντενστάσεως αναστολής της παραγραφής, λόγω ανωτέρας βίας, κατά το χρονικό διάστημα από 23/05/2006 (και σε κάθε περίπτωση από 01/01/2007) έως και την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, στις 18/5/2011, πρέπει να γίνει δεκτή και αυτεπαγγέλτως, ως κατ’ ουσία βάσιμη, η ένσταση διετούς παραγραφής των ένδικων αξιώσεων των εφεσιβλήτων (πλην του δεκάτου εξ αυτών ως προς τον οποίο κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης), η οποία προεβλήθη παραδεκτά από το εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επαναφέρεται δε με σχετικό λόγο έφεσης, λαμβάνεται, άλλωστε, υπόψη αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της δίκης. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη έκανε δεκτή εν μέρει την υπό κρίση αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε το εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και δεκαέξι λεπτών (6.776,16 ευρώ), στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων εκατόν πενήντα έξι ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (7.156,75 ευρώ), σε καθέναν από τους τρίτο, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εναγόντων το ποσό των οκτακόσιων ενενήντα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (890,55 ευρώ) και σε καθέναν από τους έβδομο, όγδοο και ένατο των εναγόντων το ποσό των χιλίων εξακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (1.659,15), με τόκο ύψους έξι τοις εκατό (6%) από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος και προσέδωσε στις ως άνω ουσιαστικές διατάξεις έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα και σε κάθε περίπτωση εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις. Κατόπιν των ανωτέρω, δεκτής γενομένης ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της κρινόμενης έφεσης ως προς όλους τους διαδίκους [εκ των οποίων ο τρίτος των εφεσιβλήτων απεβίωσε στις 27/07/2013 και συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη η εκ διαθήκης κληρονόμος του, ……., χήρα ……. ……., το γένος ……. ……., ο έβδομος των εφεσιβλήτων απεβίωσε στις 13/09/2015 και συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του: α) ….. και β) …. ……. και ο όγδοος των εφεσιβλήτων απεβίωσε στις 19/06/2013 και συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του: α) … ., β) ……. και γ) …….], πλην του δεκάτου των εφεσιβλήτων, ….. ……., ως προς τον οποίο κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της παρούσας έφεσης, θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμ. 825/14.02.2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ, ως προς όλους τους διαδίκους, πλην του δεκάτου των εφεσιβλήτων, ήτοι του …. ……. (ως προς τον οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης) και στη συνέχεια, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση και δικάσει την ως άνω αγωγή (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), ως προς όλους τους διαδίκους, πλην του δεκάτου των εφεσιβλήτων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 591, 647 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν προ της τροποποιήσεώς τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) (βλ. & άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), πρέπει ν’ απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή, ως προς όλους τους διαδίκους, πλην του δεκάτου των εφεσιβλήτων (ήτοι του ….. …….), ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, η δικαστική δαπάνη μεταξύ όλων των διαδίκων, πλην του δεκάτου των εφεσιβλήτων (ήτοι του . …….) και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας να συμψηφιστεί, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 2 εδάφ. α` ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμ. 18 ΕισΝΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 155/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 576/2018 Δημ. Νόμος), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, κατά το μέρος κατά το οποίο στρέφεται κατά του δεκάτου των εφεσιβλήτων (ήτοι του …. …….).

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση ως προς όλους τους διαδίκους, πλην του δεκάτου των εφεσιβλήτων (…… …….).

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμ. 825/14.02.2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία, ως προς όλους τους διαδίκους, πλην του δεκάτου των εφεσιβλήτων (ήτοι του . …….).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση ως προς όλους τους διαδίκους, πλην του δεκάτου των εφεσιβλήτων (ήτοι του . …….).

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 10-5-2011 και με αριθμ. καταθ. …/17-05-2011 αγωγή, η οποία απευθύνεται, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν προ της τροποποιήσεώς τους με το Ν. 4335/2015, ως προς όλους τους διαδίκους, πλην του δεκάτου των εφεσιβλήτων (ήτοι του . . …….).

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ως άνω από 10-5-2011 και με αριθμ. καταθ. …/17-05-2011 αγωγή, η οποία απευθύνεται, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς όλους τους διαδίκους, πλην του δεκάτου των εφεσιβλήτων (ήτοι του . …….).

συμψηφιζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ όλων των διαδίκων, πλην του δεκάτου των εφεσιβλήτων (ήτοι του …. …….) και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 15/05/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ