Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 292/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:       292/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη με αριθμ. …./02-03-2018 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …., που προσκομίζει νόμιμα με επίκληση ο εκκαλών της υπό στοιχείο Α΄ από 26/07/2017 έφεσης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 26-07-2017 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 12-09-2017 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2017, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, κατά της με αριθμό 2602/31-05-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με σχετική πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πέμπτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης (Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Κηφισιά και εκπροσωπείται νόμιμα). Η τελευταία, ωστόσο, δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Ωστόσο, εφόσον, η εν λόγω διάδικος τυγχάνει απλή ομόδικος με τους λοιπούς εφεσιβλήτους της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς πρόκειται για ευθύνη εις ολόκληρον από αδικοπραξία και στις περιπτώσεις απλής ομοδικίας, κατά το άρθρο 74 του ίδιου Κώδικα (παρ. 1), κάθε ομόδικος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ενεργεί στη δίκη ανεξάρτητα από τους άλλους, οι πράξεις δε και οι παραλείψεις κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους άλλους (βλ. σχετ. ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος), διότι στην απλή ομοδικία σωρεύονται υποκειμενικά, σε κοινή διαδικασία, περισσότερες, ανε­ξάρτητες, μεταξύ τους, δίκες, υφίστανται δε τόσα αντικείμενα δίκης όσα και οι απλοί ομόδικοι και η συνένωση των δικών των απλών ομοδίκων έχει αμιγώς δικονομικό, εξωτερικό χαρακτήρα και δεν επηρεάζει τις εσωτερικές τους έννομες σχέσεις, επομένως, οι διαδικαστικές πράξεις κρίνονται για κάθε δίκη χωριστά και ο ομόδικος είναι τρίτος στις δίκες των άλλων ομοδίκων (βλ. σχετ. ΕφΛαρ 113/2013 Δημ. Νόμος, Κε­ραμεύς / Κονδύλης / Νίκας ΚΠολΔ I (2000) 75 αριθ.1, Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ άρθρο 75 αρ.1), το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα  (άρθρα 524 παρ. 4 εδ. α΄, 591 παρ. 1, 614 παρ. 6 ΚΠολΔ).

Εισάγονται, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προς συζήτηση: Α) η από 26/07/2017 έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος της από 18.05.2016 και με αριθμό κατάθεσης ……./27.05.2016 αγωγής, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 26-07-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 12-09-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2017, εναντίον των εναγομένων της αγωγής αυτής και ήδη εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, Β) η από 04/07/2017 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας της από 26.10.2016 και με αριθμό κατάθεσης …../27.10.2016 αγωγής, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 07-07-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 29-09-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2017, εναντίον των εναγομένων της αγωγής αυτής και ήδη εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης και Γ) η από 30-01-2018 έφεση της ηττηθείσας πρώτης εναγομένης της από 26.10.2016 και με αριθμό κατάθεσης ……./27.10.2016 αγωγής, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 31-01-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ …/2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 31-01-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. ../2018, εναντίον της ενάγουσας της αγωγής αυτής και ήδη εφεσίβλητης της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της με αριθμ. 2602/31.05.2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, την 09/12/2016, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1, 614 παρ. 6 ΚΠολΔ) και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31, 246 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 516 παρ. 2 ΚΠολΔ, έφεση δικαιούται να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε εφόσον έχει έννομο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ. Τέτοιο έννομο συμφέρον μπορεί να υπάρξει και όταν ο διάδικος που νίκησε βλάπτεται από δυσμενείς γι’ αυτόν αιτιολογίες της εκκαλούμενης αποφάσεως, πράγμα που συμβαίνει οσάκις από αυτές δημιουργείται δυσμενές δεδικασμένο για τον εκκαλούντα (ΑΠ 237/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1811/2013), ιδίως όταν οι αιτιολογίες αυτές έχουν συνέπειες διατακτικού, γεγονός που συμβαίνει κατά κύριο λόγο όταν η απόφαση έλυσε με παρεμπίπτουσα σκέψη κάποια προδικαστική έννομη σχέση σε βάρος του διαδίκου που νίκησε, οπότε δικαιούται αυτός να προσβάλει την απόφαση. Κατά συνέπεια η βλάβη αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ενδίκου μέσου και συναρτάται από το σύνολο των συνεπειών της προσβαλλόμενης αποφάσεως (δεδικασμένο, που διαμορφώθηκε ή τείνει να διαμορφωθεί, διαπλαστική ενέργεια, εκτελεστότητα) (ΑΠ 237/2018 Δημ. Νόμος, βλ. σχετ. Κ. Οικονόμου, Η έφεση, έκδ. 2017, σελ. 88-92). Εξάλλου, κατά το άρθρο 517 Κ.Πολ.Δ. «Η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη». Σε περίπτωση συνεκδίκασης αγωγών, με την οποία δεν ανατρέπεται η αυτοτέλεια καθεμιάς από της έννομες σχέσεις της δίκης, συνακολούθως δε και η αυτοτέλεια των προϋποθέσεων του παραδεκτού και της βασιμότητας των ενδίκων μέσων κατά της απόφασης που εκδόθηκε, ως προς καθεμία από τις αγωγές που συνεκδικάστηκαν, η απεύθυνση της έφεσης κρίνεται χωριστά, ως προς καθεμία από τις αγωγές, καθόσον με κάθε μία από τις παραπάνω αγωγές, παρά τη συνεκδίκασή τους, ανοίχθηκε αυτοτελής έννομη σχέση δίκης (βλ. σχετ. ΕφΛαρ 74/2018 ΤΝΠΔΣΑθ, Κ. Μπέη Πολ.Δικ. άρθρ. 246 σελ. 1080). Λόγω της αυτοτέλειας εκάστης των συνεκδικαζομένων δικών (246 ΚΠολΔ), κάθε διάδικος οφείλει να απευθύνει την έφεσή του κατά του αντιδίκου του στην ίδια αυτοτελή δίκη και όχι κατά των διαδίκων των άλλων συνεκδικαζομένων δικών (ΑΠ 1355/2004 ΕλλΔνη 2005.1448, ΕφΛαρ 74/2018 ό.π., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, σελ. 145).

Α) Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση υπό στοιχείο Α΄ από 26/07/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 26-07-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 12-09-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. ../2017, του εκκαλούντος, ……., ηττηθέντος ενάγοντος της από 18.05.2016 και με αριθμό κατάθεσης ………./27.05.2016 αγωγής, εναντίον των εναγομένων της αγωγής αυτής και ήδη εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης [ήτοι των: 1) ……, 2) Εταιρείας με την επωνυμία «……», που εδρεύει στο Περιστέρι και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «…….» και ήδη με την επωνυμία «…….» [όπως η επωνυμία αυτής τροποποιήθηκε από «……», με την από 20.02.2018 απόφαση της ΄Εκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της, που εγκρίθηκε με τη με αριθμ. 32714/21.03.2018 απόφαση του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.Ε.Μ.Η.) και καταχωρήθηκε σε αυτό στις 21.03.2018, σύμφωνα με τη με αριθμ. πρωτ. …./21.03.2018 ανακοίνωσή του] και η οποία εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής (…..), 4) ……, κατοίκου Αλίμου, 5) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Κηφισιά και εκπροσωπείται νόμιμα, 6) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «………… …….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα], κατά της υπ’ αριθμ. 2602/31.05.2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, την 09/12/2016, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1, 614 παρ. 6 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η υπό κρίση υπό στοιχείο Α΄ έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 26/07/2017, ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης στον εκκαλούντα (βλ. σχετ. βλ. σχετ. με αριθμ. …./27-06-2017 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……., σε συνδυασμό με την από 27/06/2017 απόδειξη θυροκολληθέντος εγγράφου του Αξιωματικού Υπηρεσίας Νίκαιας ……., Αστυνομικού και την από 27/06/2017 βεβαίωση της ιδίας ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016)], η υπό κρίση υπό στοιχείο Α΄ έφεση, η οποία παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζομένη με τις υπό στοιχείο Β΄ και Γ΄ εφέσεις κατά τα προεκτεθέντα.

Β) Η υπό κρίση υπό στοιχείο Β΄ από 04/07/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 07-07-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 29-09-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. ../2017, της εκκαλούσας, Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «………… …», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας της από 26.10.2016 και με αριθμό κατάθεσης …../27.10.2016 αγωγής, εναντίον των εναγομένων της αγωγής αυτής και ήδη εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης [ήτοι των: 1) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «………… .» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «…..» και ήδη με την επωνυμία «…….» [όπως η επωνυμία αυτής τροποποιήθηκε από «………», με την από 20.02.2018 απόφαση της ΄Εκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της, που εγκρίθηκε με τη με αριθμ. 32714/21.03.2018 απόφαση του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.Ε.Μ.Η.) και καταχωρήθηκε σε αυτό στις 21.03.2018, σύμφωνα με τη με αριθμ. πρωτ. …/21.03.2018 ανακοίνωσή του] και η οποία εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής (……..)], κατά της υπ’ αριθμ. 2602/31.05.2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, την 09/12/2016, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1, 614 παρ. 6 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 2, 517, 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η υπό κρίση υπό στοιχείο Β΄ έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 07/07/2017, ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα (βλ. σχετ. με αριθμ…. ./23.06.2017 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …..). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016)], η υπό κρίση υπό στοιχείο Β΄ έφεση, η οποία παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζομένη με τις υπό στοιχείο Α΄ και Γ΄ εφέσεις κατά τα προεκτεθέντα.

Γ) Η υπό κρίση υπό στοιχείο Γ΄ από 30-01-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 31-01-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 31-01-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …../2018, της εκκαλούσας, Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «………… ……» και το διακριτικό τίτλο «………… …», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ηττηθείσας πρώτης εναγομένης της από 26.10.2016 και με αριθμό κατάθεσης …./27.10.2016 αγωγής, εναντίον της ενάγουσας της αγωγής αυτής και ήδη εφεσίβλητης της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης (ήτοι της Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «………… …..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα), κατά της υπ’ αριθμ. 2602/31.05.2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, την 09/12/2016, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1, 614 παρ. 6 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –έναρξη ισχύος από 1.1.2016, άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε η εκκαλουμένη στην εκκαλούσα και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, στις 31/05/2017, μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση υπό στοιχείο Γ΄ εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 07/07/2017. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016)], η υπό κρίση υπό στοιχείο Γ΄ έφεση, η οποία παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζομένη με τις υπό στοιχείο Α΄ και Β΄ εφέσεις κατά τα προεκτεθέντα.

Στην προκειμένη περίπτωση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκήθηκαν: Α) η από 18.05.2016 και με αριθμ. ././27.05.2016 αγωγή του …. και ήδη εκκαλούντος της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, εναντίον των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης [ήτοι των: 1) ….., 2) Εταιρείας με την επωνυμία «……», με έδρα το Περιστέρι, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα, 3) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «……», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) ….., 5) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Κηφισιά και εκπροσωπείται νόμιμα, 6) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «………… …..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα], με την οποία (αγωγή) ο ενάγων, κατ’ ορθή εκτίμηση, ισχυρίστηκε ότι, την 21 Μαϊου 2014, και ώρα 14.00 μ.μ. περίπου, ενώ οδηγούσε, στον Ασπρόπυργο Ν. Αττικής, επί της οδού Μεγαρίδος, από Ασπρόπυργο προς Λ. Νάτο, τη με αριθμό κυκλοφορίας …………δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του, ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. …………φορτηγό αυτοκίνητο τύπου ΜΑΝ, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες από την κυκλοφορία του στην τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία και ο τέταρτος εναγόμενος, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. Ι.Χ. ………… αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής BMW, ιδιοκτησίας της πέμπτης εναγομένης, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες από την κυκλοφορία του στην έκτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, προκάλεσαν από υπαιτιότητά τους το σοβαρό τραυματισμό του, καθώς και υλικές ζημίες στη δίκυκλη μοτοσικλέτα του, κατά τη σύγκρουση των προαναφερομένων οχημάτων, η οποία έγινε κάτω από τις συνθήκες που περιγράφει στην αγωγή του. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλουν σε αυτόν, εις ολόκληρον ο καθένας, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το συνολικό ποσό των 318.849,17 ευρώ και μετά από παραδεκτό, κατ’ άρθρο 224 του ΚΠολΔ, περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, κατά το ποσό των 18.568,78 ευρώ (ως προς το κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών) και την τροπή όλων αιτημάτων από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά (βλ. τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης), ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να καταβάλουν σε αυτόν, έκαστος εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 300.280,39 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του και τη χρηματική του ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη από το ατύχημα, όπως το ανωτέρω ποσό αναλύεται σ’ επιμέρους κονδύλια στην αγωγή, επιφυλασσόμενος να ζητήσει το ποσό των 45 ευρώ από καθέναν από τους πρώτο και τέταρτο των εναγομένων, ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη και Β) η από 26.10.2016 και με αριθμ. κατάθ. …/27.10.2016 αγωγή της Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «………… ….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και ήδη εκκαλούσας της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ έφεσης [έκτης των εφεσιβλήτων της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ έφεσης και εφεσίβλητης της ως άνω υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης], εναντίον των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης [ήτοι των: 1) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «………… ..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα], με την οποία (αγωγή), κατ’ ορθή εκτίμηση, ισχυρίστηκε ότι, την 21/05/2014, συνέβη τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα στον Ασπρόπυργο Ν. Αττικής, επί της οδού Μεγαρίδος, από υπαιτιότητα τόσο του οδηγού της με αριθμό κυκλοφορίας …………δίκυκλης μοτοσυκλέτας, η οποία ήταν ασφαλισμένη στην πρώτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, όσο και του με αριθμό κυκλοφορίας …………φορτηγού αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της εταιρίας της με την επωνυμία «… ..», το οποίο ήταν ασφαλισμένο στη δεύτερη εναγομένη εταιρία, συνεπεία του οποίου (ατυχήματος) προκλήθηκαν οι, λεπτομερώς αναφερόμενες στο δικόγραφο, υλικές ζημίες στο υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …………Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής BMW, μοντέλο Χ6 Active Hybrid, χρώματος μπλε, ιδιοκτησίας της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «.. …..», το οποίο ήταν ασφαλισμένο, τόσο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, όσο και για τις ζημίες, που θα προκαλούνταν σε αυτό από την κυκλοφορία του (μικτή ασφάλιση), σε αυτήν (ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία). Ότι, επειδή, σε εκτέλεση της ανωτέρω συμβάσεως, η ίδια (ενάγουσα) κατέβαλε στην ιδιοκτήτρια εταιρία («… ..») του ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το συνολικό ποσό των 8.352,84 ευρώ, το οποίο απαιτήθηκε για την επισκευή του αυτοκινήτου της, όπως αναλυτικώς αναφέρεται στα συνημμένα στην αγωγή τιμολόγια, υποκαταστάθηκε στη σχετική της αξίωση έναντι αυτών. Ενόψει όλων αυτών, παραιτούμενη από το δικόγραφο της υπ’ αριθμ. καταθέσεως ……./18.10.2016, αγωγής της, ζητούσε μετά την τροπή του αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων εταιριών να της καταβάλουν, εις ολόκληρον εκάστη, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, το συνολικό ποσό των 8.352,84 ευρώ και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική της δαπάνη. Επί των ως άνω υπό στοιχ. Α΄ από 18.05.2016 και με αριθμ. …./27.05.2016 και υπό στοιχ. Β΄ από 26.10.2016 και με αριθμ. κατάθ. …../27.10.2016 αγωγών, μετά από συνεκδίκασή τους, στις 09/12/2016, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1 και 614 παρ. 6 ΚΠολΔ), εκδόθηκε η με αριθμ. 2602/31-05-2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας: α) η υπό στοιχείο Α΄ από 18.05.2016 και με αριθμ. κατάθ. ………../27.05.2016 αγωγή του ……, αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, πλην του παρεπομένου αιτήματος περί κηρύξεως αυτής προσωρινά εκτελεστής, μετά την τροπή του σε αναγνωριστικό, απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και επιβλήθηκαν σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων αυτής, τα οποία ορίστηκαν σε διακόσια (200) ευρώ στον καθένα και β) η υπό στοιχείο Β΄ από 26.10.2016 και με αριθμ. κατάθ. ……./27.10.2016 αγωγή της Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «………… …..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, πλην του παρεπομένου αιτήματος περί κηρύξεως αυτής προσωρινά εκτελεστής, μετά την τροπή του σε αναγνωριστικό, έγινε δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη, ως προς την πρώτη εναγομένη («………… ….») και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της τελευταίας να καταβάλει στην ενάγουσα της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων τριακοσίων πενήντα δύο ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (8.352,84) ευρώ, νομιμότοκα με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, επιβλήθηκαν δε σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας της αγωγής αυτής, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ και απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη (η υπό στοιχείο Β΄ από 26.10.2016 αγωγή) ως προς τη δεύτερη εναγομένη («……»), επιβλήθηκαν δε σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας της αγωγής αυτής, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται: Α) Ο ενάγων της από 18.05.2016 και με αριθμό κατάθεσης …./27.05.2016 αγωγής και ήδη εκκαλών της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης (……), με την από 26/07/2017 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 26-07-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 12-09-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2017, την οποία (έφεση) άσκησε εναντίον των εναγομένων της αγωγής αυτής και ήδη εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης [ήτοι των: 1) ………, 2) Εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στο Περιστέρι και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «…….» και ήδη με την επωνυμία «…..» [όπως η επωνυμία αυτής τροποποιήθηκε από «……», με την από 20.02.2018 απόφαση της ΄Εκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της, που εγκρίθηκε με τη με αριθμ. 32714/21.03.2018 απόφαση του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.Ε.Μ.Η.) και καταχωρήθηκε σε αυτό στις 21.03.2018, σύμφωνα με τη με αριθμ. πρωτ. …./21.03.2018 ανακοίνωσή του] και η οποία εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής (……), 4) ….., κατοίκου Αλίμου, 5) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Κηφισιά και εκπροσωπείται νόμιμα, 6) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «………… ….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα], για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του. Β) Η ενάγουσα της από 26.10.2016 και με αριθμό κατάθεσης ……./27.10.2016 αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης (Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία με την επωνυμία «………… ……», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα), με την από 04/07/2017 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 07-07-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 29-09-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2017, την οποία (έφεση) άσκησε εναντίον των εναγομένων της αγωγής αυτής και ήδη εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης [ήτοι των: 1) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «………… ….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «……» και ήδη με την επωνυμία «………» [όπως η επωνυμία αυτής τροποποιήθηκε από «…….», με την από 20.02.2018 απόφαση της ΄Εκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της, που εγκρίθηκε με τη με αριθμ. 32714/21.03.2018 απόφαση του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.Ε.Μ.Η.) και καταχωρήθηκε σε αυτό στις 21.03.2018, σύμφωνα με τη με αριθμ. πρωτ. …./21.03.2018 ανακοίνωσή του] και η οποία εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής (………..)], καθ’ ο μέρος απορρίφθηκε η αγωγή της ως προς τη δεύτερη των εναγομένων ασφαλιστικών εταιρία και ως προς τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης, σχετικά με την απόρριψη των ισχυρισμών της περί συνυπαιτιότητας του οδηγού της με αριθμ. κυκλοφορίας …………δίκυκλης μοτοσυκλέττας, που ήταν ασφαλισμένο, κατά το χρόνο του ατυχήματος στην πρώτη των εναγομένων ασφαλιστική εταιρία της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής της – πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσής της, καθώς και του οδηγού του με αριθμ. κυκλοφορίας …………Ι.Χ.Ε φορτηγού αυτοκινήτου, που ήταν ασφαλισμένο, κατά το χρόνο του ατυχήματος, στη δεύτερη των εναγομένων ασφαλιστική εταιρία της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής της – δεύτερη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσής της, στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και των ζημιών του ασφαλισμένου σε αυτήν, κατά το χρόνο του ατυχήματος, αυτοκινήτου, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη, για τον λόγο και μόνο που προσβάλλεται, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της κατά και των δύο εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων ασφαλιστικών εταιριών. Γ) Η πρώτη εναγομένη της από 26.10.2016 και με αριθμό κατάθεσης …../27.10.2016 αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης (Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία με την επωνυμία «………… ….» και το διακριτικό τίτλο «………… …..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα), με την από 30-01-2018 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 31-01-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ …/2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 31-01-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2018, ως ασφαλίσασα το φερόμενο στην εκκαλουμένη ως ζημιογόνο όχημα, κατά το χρόνο του ατυχήματος, την οποία (έφεση) άσκησε εναντίον της ενάγουσας της αγωγής αυτής και ήδη εφεσίβλητης της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης (ήτοι Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «………… … .», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα), για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη, με σκοπό ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή αυτή, άλλως να περιοριστεί στο αναγκαίο μέτρο.

Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 300, 330 εδ. β’ και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που, αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 146/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 632/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1756/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1754/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1727/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1652/2017 Δημ. Νόμος). Η πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια, με την παραπάνω έννοια, δεν αποκλείεται για το λόγο ότι στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας συντέλεσε και ειδική προδιάθεση του ίδιου του παθόντος, ενώ δεν αίρεται η πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια, όταν μετά την επέλευση του επιβλαβούς αποτελέσματος επέρχεται άλλο γεγονός, το οποίο επιτείνει το αποτέλεσμα, που είχε επέλθει, εφόσον στην επίταση αυτού συνέτεινε η κατάσταση στην οποία βρισκόταν το βλαπτόμενο πρόσωπο εξ αιτίας του προηγούμενου γεγονότος (ΑΠ 128/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 129/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1257/2001 ό.π., ΕφΔωδ 71/2004 ΤΝΠΔΣΑθ). Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, επίσης, κατ’ αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ’ ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 του Α.Κ.) (ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος, κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ως προς το εάν τα περιστατικά, που το δικαστήριο της ουσίας δέχεται ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος. Αντιθέτως, ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού, κατά  το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων, που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς (ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΑΠ 1613/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1455/2012 ό.π., ΑΠ 530/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 686/2011 Δημ. Νόμος). Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ (ΑΠ 1756/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1727/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί, όμως, στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 1051/2017 ό.π., ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 1727/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1652/2017 ό.π., ΑΠ 1685/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΑΠ 158/2016 ό.π., ΑΠ 100/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2131/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2266/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1669/2012 ό.π., ΑΠ 1613/2012 ό.π., ΑΠ 1455/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 533/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 530/2012 ό.π., ΑΠ 228/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 686/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1354/2008 ό.π., ΑΠ 1071/2008 ό.π., ΑΠ 428/2008 ό.π., ΑΠ 1230/2007 ό.π., ΑΠ 1961/2006 ό.π., ΑΠ 75/2005 ό.π.), ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ, στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 1754/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1500/2002 ΕλλΔικ 2003.420, ΑΠ 1070/2001 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 12 και 19 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), ορίζονται υποχρεώσεις και κανόνες προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται ο οδηγός κάθε οχήματος, προκειμένου να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, ατυχήματα πεζών και οχημάτων. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 12 παρ. 1, ορίζεται ότι «1. Αυτοί, που χρησιμοποιούν τις οδούς, πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα…». Κατά το άρθρ. 19 παρ 1, «Ο οδηγός του οδικού οχήματος, επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς”, κατά την παρ. 2, «ο οδηγός επιβάλλεται να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματός του λαμβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε τη διαμόρφωση του εδάφους, την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οδού, την κατάσταση και το φορτίο του οχήματός του, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες κυκλοφορίας, κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο, που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού. Υποχρεούται επίσης να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν.» και κατά την παρ. 3, «Ιδιαίτερα, ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του σε τμήματα της οδού με περιορισμένο πεδίο ορατότητας, στις στροφές, πλησίον των σχολείων, πλησίον των ισόπεδων οδικών κόμβων, στις απότομες κατωφέρειες,…, κατά τη διέλευσή του από κατοικημένες περιοχές, …, ως και σε κάθε άλλη ειδική περίπτωση, που επιβάλλεται μετριασμός ταχύτητας (ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 1754/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1727/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1652/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2004 ΕλλΔικ 2005.78). Κατά τη διάταξη δε άρθρου 17 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), «1. Ο οδηγός επιτρέπεται να προσπεράσει προπορευόμενο όχημα μόνον εφόσον μπορεί να το κάνει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση της κυκλοφορίας και εφόσον προειδοποιήσει έγκαιρα γι` αυτό, σύμφωνα με το άρ8ρο 21 παρ. 2 του παρόντος Κώδικα. 2. Το προσπέρασμα επιτρέπεται, κατά κανόνα, από τα αριστερά…  3. Το προσπέρασμα απαγορεύεται γενικά στις εξής περιπτώσεις: α)…, β)…, γ) ΄Οταν η λωρίδα κυκλοφορίας, την οποία θα χρησιμοποιήσει ο οδηγός κατά το προσπέρασμα, δεν είναι ελεύθερη σε αρκετή απόσταση μπροστά του, κατά τρόπο ώστε, λαμβανομένης υπόψη της διαφοράς ταχύτητας του οχήματός του, κατά το χρόνο του προσπεράσματος, και εκείνης των οχημάτων, τα οποία προτίθεται να προσπεράσει, να μην εκθέσει σε κίνδυνο ή παρεμποδίσει τους ερχόμενους αντίθετα… 4. Ειδικότερα σε οδόστρωμα διπλής κατεύθυνσης, το προσπέρασμα απαγορεύεται και κατά την προσέγγιση σε κυρτή αλλαγή κλίσης ή σε στροφές με ανεπαρκή ορατότητα, εκτός αν υπάρχει στα σημεία αυτό διαχωριστική νησίδα ή δύο τουλάχιστον λωρίδες κυκλοφορίας προς την κατεύθυνση αυτού που προσπερνά, οι οποίες ορίζονται με κατά μήκος διαγραμμίσεις, το δε προσπέρασμα γίνεται χωρίς να εγκαταλείψει ο οδηγός τις λωρίδες κυκλοφορίας, που σημειώνονται ως κλειστές, γι` αυτούς που έρχονται αντίθετα…  5. ο οδηγός, κατά το προσπέρασμα, υποχρεούται να αφήνει στο όχημα, το οποίο προσπερνά, αρκετό χώρο παραπλεύρως.  6. ο οδηγός, υποχρεούται μετά το προσπέρασμα, να επαναφέρει το όχημά του πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος, χωρίς κίνδυνο γι` αυτούς που προσπερνά…  7. Οδηγός που αντιλαμβάνεται ότι άλλος οδηγός προτίθεται να τον προσπεράσει, υποχρεούται να κινείται πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος και να μην επιταχύνει την κίνησή του. Ο οδηγός βραδέως κινούμενου ή ογκώδους οχήματος, του οποίου δεν είναι ευχερές και ασφαλές το προσπέρασμα, λόγω της στενότητας ή της κατάστασης του οδοστρώματος, σε συνδυασμό με την πυκνότητα της αντιθέτως ερχόμενης κυκλοφορίας, υποχρεούται να μειώνει την ταχύτητά του και να πλησιάζει κατά το δυνατόν, στο δεξιό άκρο του οδοστρώματος, για να διευκολύνει το προσπέρασμα από οχήματα που ακολουθούν…  9. Αν η πυκνότητα της κυκλοφορίας είναι τέτοια ώστε τα οχήματα να καταλαμβάνουν ολόκληρο το πλάτος του οδοστρώματος προς την κατεύθυνση της κυκλοφορίας και κινούνται με την ταχύτητα του προπορευόμενου αυτών οχήματος, αλλαγή λωρίδας επιτρέπεται μόνο προκειμένου το όχημα να στρίψει δεξιά ή αριστερά ή να σταθμεύσει…». Με τις διατάξεις δε του άρθρου 21 του ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Ο οδηγός που προτίθεται να εκτελέσει ελιγμό, οφείλει προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού, οι οποίοι κινούνται πίσω, μπροστά ή πλάϊ του ή ετοιμάζονται να τον προσπεράσουν, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση, την κατεύθυνση και την ταχύτητά τους. 2. Πριν από κάθε ελιγμό, ο οδηγός υποχρεούται να καταστήσει έγκαιρα γνωστή την πρόθεσή του αυτή, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό τους δείκτες κατευθύνσεως, αν δε αυτοί δεν λειτουργούν, υποχρεούται να δώσει τα ακόλουθα σήματα με το χέρι:  α) `Εκταση του βραχίονα για στροφή προς την κατεύθυνση αυτού. β) Κάμψη του βραχίονα προς τα πάνω για στροφή προς την αντίθετη πλευρά αυτού. γ) Κάμψη του βραχίονα προς τα κάτω, για τον ελιγμό στάθμευσης. 3. Η προειδοποίηση που δίνεται με τους δείκτες κατεύθυνσης επιβάλλεται να συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια του ελιγμού και να παύει όταν ολοκληρωθεί ο ελιγμός (ΑΠ 190/2007 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 παρ. 1, 2α, 3α και 8α του Κ.Ο.Κ. «1. Οι σημάνσεις των οδοστρωμάτων με διαγραμμίσεις ή αναγραφή λέξεων ή απεικόνιση συμβόλων χρησιμοποιούνται για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας ή για την προειδοποίηση ή καθοδήγηση αυτών που χρησιμοποιούν οδούς είτε μόνες είτε σε συνδυασμό με πινακίδες σήμανσης ή σηματοδότες για να τονιστεί ή να διευκρινιστεί η σημασία αυτών… Οι διαγραμμίσεις οδών, που προορίζονται για κινούμενα οχήματα, πρέπει να αναγνωρίζονται εύκολα και έγκαιρα από τους οδηγούς και να είναι ορατές τόσο κατά την ημέρα όσο και κατά τη νύχτα….2. Τα κύρια είδη των σημάνσεων επί των οδοστρωμάτων με διαγραμμίσεις είναι: α) οι κατά μήκος διαγραμμίσεις… 3. Οι κατά μήκος διαγραμμίσεις είναι: α) Η αποτελούμενη από μία ή δύο συνεχείς γραμμές η οποία σημαίνει διαχωρισμό των λωρίδων αντίθετων κατευθύνσεων…  7. Οι διαγραμμίσεις των οδών είναι λευκές, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:.. 8. Στους οδηγούς των οδικών οχημάτων απαγορεύεται: α) Να διαβαίνουν της εκ μιας ή δύο συνεχών γραμμών, κατά μήκος, διαγράμμιση, ως και να κινούνται στην αριστερή πλευρά αυτής.” (βλ. σχετ. ΑΠ 1727/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1652/2017 ό.π., ΑΠ 1673/2012 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 16 παρ. 1 και 4 του Κ.Ο.Κ. «1. Στο οδικό δίκτυο της χώρας ισχύει η δεξιά κατεύθυνση κυκλοφορίας. Ο οδηγός κάθε οχήματος υποχρεούται, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 και 17 παρ. 6 του παρόντος Κώδικα, να οδηγεί το όχημά του πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος και αν ακόμη ολόκληρο το οδόστρωμα είναι ελεύθερο….. 4. Ο οδηγός δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί σε οδόστρωμα που προορίζεται για την αντίθετη προς την κατεύθυνση του κυκλοφορία….» (βλ. σχετ. ΑΠ 1652/2017 ό.π., ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Επισημαίνεται ότι η παράβαση του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) θεσπίστηκε για τη μη παρακώλυση της κυκλοφορίας των οχημάτων που κινούνται στο ίδιο ρεύμα κυκλοφορίας και μάλιστα σε οδό, που έχει περισσότερες λωρίδες ανά κατεύθυνση, και όχι προς αποφυγή σύγκρουσης με όχημα που κινείται στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και το πλησιάζει από τα αριστερά του, αλλά μέσα στο ρεύμα πορείας του (ΑΠ 69/2017 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 298 εδ. α` του Α.Κ., η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σ’ αυτή τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (Ολ.ΑΠ 20/1992, ΑΠ 730/2015, ΑΠ 104/2014). Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 752/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1138/2014). Κατά το άρθρο δε 929 εδ. α` του Α.Κ. και πλέον των όσων έχουν προεκτεθεί, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία, που έχει ήδη επέλθει, ο,τιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Ως νοσήλια νοούνται οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για τη σωτηρία και την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος (φάρμακα, αμοιβή ιατρού, νοσοκομείου κ.ά). και έτσι, με κριτήριο την αναγκαιότητα ή όχι πραγματοποίησης της δαπάνης, θα υποχρεωθεί ή όχι ο υπόχρεος σε αποζημίωση να καταβάλει τη συγκεκριμένη δαπάνη ως οφειλόμενη ζημία (ΑΠ 1572/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1543/ 2017, ΑΠ 2176/2009). Εξάλλου, το αίσθημα δικαίου επιβάλλει την αποκατάσταση και των ζημιών, υπό την έννοια της διευρυμένης έννοιας των νοσηλίων. Στο μέτρο, που οι σχετικές δαπάνες ή περιουσιακές μειώσεις αντιμετωπίζονται υπό την οπτική γωνία του παθόντος, δύνανται, εφόσον χαρακτηριστούν ως νοσήλια, να αξιωθούν από τον τελευταίο ως το θύμα της αδικοπραξίας (ΑΠ 1572/2018 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιική αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές, που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Από τα παραπάνω συνάγεται ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια, που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσον ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο ως πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 752/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ., “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση” νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται, όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή η παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ. προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η ένεκα της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 του Α.Κ. (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ` ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, δηλαδή ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ των πολιτών σχέσεις, χωρίς αναγκαία η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 931 του Α.Κ., που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Επομένως, το ποσό που δικαιούται ο παθών κατά το άρθρο 931 του Α.Κ., δεν υπολογίζεται με τα μέτρα της αποζημίωσης, αλλά εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή, να το καθορίσει κατά δίκαιη κρίση σε εύλογο χρηματικό ποσό, με βάση αφενός το είδος, την έκταση και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης του παθόντος και αφετέρου την ηλικία, το φύλο, τις κλίσεις του παθόντος και τον βαθμό συνυπαιτιότητάς του. Είναι πρόδηλο ότι, η κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ. αξίωση για αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης είναι διαφορετική από την, κατά τη διάταξη του άρθρου 929 του Α.Κ., αξίωση αποζημίωσης για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ` ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και από την, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ., αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν, είτε σωρευτικά, είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη και των λοιπών (ΑΠ 1572/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 599/2018, ΑΠ 752/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 275/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 158/2016, ΑΠ 150/2015). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 932 του Α.Κ., “…σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης…”. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών (ΑΠ 1572/2018 ό.π., ΑΠ 752/2018 ό.π.). Από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, ή την ψυχική οδύνη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, ή την ψυχική οδύνη που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ή της ψυχικής οδύνης ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έτσι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΑΠ 1572/2018 ό.π., ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Περαιτέρω και πλέον των όσων έχουν εκτεθεί, οι ως άνω συνθήκες (βαθμός πταίσματος, μέγεθος προσβολής, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών κ.λπ.), λαμβάνονται υπόψη, για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος και επομένως δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση κάποιας από αυτές ή των ειδικότερων προσδιοριστικών στοιχείων τους στην απόφαση, να είναι αναγκαία, για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας της, αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται γι` αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1572/2018 ό.π., ΑΠ 600/2018, ΑΠ 322/2014, ΑΠ 285/2012). Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 926 ΑΚ καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσοτέρων προσώπων. Οι περιπτώσεις αυτές είναι τρεις: α) κοινή πράξη περισσοτέρων προσώπων, β) παράλληλη ευθύνη περισσοτέρων προσώπων και γ) περιπτώσεις διαζευκτικής αιτιότητας. Στην πρώτη περίπτωση, η ζημία προέρχεται από κοινή πράξη περισσοτέρων προσώπων. Ο όρος “κοινή πράξη” λαμβάνεται με την ευρεία έννοια της αιτιώδους συμπράξεως ή συμμετοχής – με οποιαδήποτε μορφή – στην αδικοπραξία και ειδικότερα είτε στην τέλεση της πράξεως είτε στην επαγωγή της ζημίας. ΄Ετσι, εμπίπτει στην έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, και η μορφή συμμετοχής της παραυτουργίας, δηλαδή η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα πραγματώνουν με τη συμπεριφορά τους ορισμένη αδικοπραξία, χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους καμία συνεννόηση. Τέτοια περίπτωση υπάρχει και όταν, από τη σύγκρουση δύο αυτοκινήτων, η οποία οφείλεται σε συνυπαιτιότητα και των δύο οδηγών, τραυματίζεται τρίτο πρόσωπο (βλ. ΑΠ 527/87 ΝοΒ 36.1411, ΑΠ 33/79 ΝοΒ 27.958, ΑΠ 854/74 ΝοΒ 24.479, ΕφΑθ 7960/2006 Δημ. Νόμος). Στη δεύτερη περίπτωση της παράλληλης ευθύνης, περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται από το νόμο, αυτοτελώς το καθένα, για την αποκατάσταση της ίδιας ζημίας. Η περίπτωση αυτή μπορεί να υπάρχει στο πεδίο της αντικειμενικής, αλλά και της υποκειμενικής ευθύνης. Περισσότερο αντικειμενικά ευθυνόμενοι είναι, μεταξύ άλλων, ο οδηγός, ο κάτοχος και ο ιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου, καθώς και ο ασφαλιστής μέχρι το ποσό του ασφαλίσματος για τη ζημία που προξένησε σε τρίτους το ασφαλισμένο αυτοκίνητο (άρθρα 4, 9 ν. ΓΠΝ/1911, 10 § 1 ν. 489/76, Γεωργιάδης αρ. 15, 16). Στην τρίτη περίπτωση, η ζημία προήλθε από ανεξάρτητες πράξεις ή παραλείψεις περισσοτέρων προσώπων, οι οποίες αποτελούν όλες δυνατούς αιτιώδεις όρους επαγωγής της ζημίας, αλλά δεν μπορεί να εξακριβωθεί ποία συγκεκριμένη πράξη προκάλεσε πράγματι τη ζημία (Γεωργιάδης ό.π. αρ. 17). ΄Οταν συντρέχει μία από τις πιο πάνω τρεις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 926 ΑΚ, θεμελιώνεται εις ολόκληρον ευθύνη των περισσοτέρων προσώπων, δηλαδή δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 481 ΑΚ {Γεωργιάδης ό.π. αρ. 26, ΑΠ 527/87 ό.π., ΕφΑθ 7960/2006 ό.π.). Προϋπόθεση, όμως, της εις ολόκληρον ευθύνης δεν είναι η κοινή εναγωγή από τον ζημιωθέντα περισσοτέρων προσώπων, φερομένων ως συνοφειλετών, αλλά η πραγματική συνδρομή των νομίμων όρων ευθύνης για τον κάθε συνοφειλέτη χωριστά. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 926 και 927 Α.Κ., προκύπτει ότι, σε περίπτωση που για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον και εκείνος, που κατέβαλε ολόκληρη την αποζημίωση, έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών (βλ. σχετ. ΕφΛαρ 74/2018 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 7960/2006 ό.π.). Το δικαστήριο προσδιορίζει το μέτρο της μεταξύ τους ευθύνης ανάλογα με το βαθμό του πταίσματος του καθενός. Αν δεν μπορεί να εξακριβωθεί ο βαθμός αυτός, η ζημία κατανέμεται μεταξύ όλων σε ίσα μέρη”. Η αναγνωριζόμενη από το πιο πάνω άρθρο αξίωση αναγωγής πηγάζει από την εσωτερική σχέση των περισσοτέρων συνυπόχρεων. Είναι ίδια και αυτοτελής και στηρίζεται απευθείας στο νόμο, δηλαδή στο άρθρο 927 Α.Κ.. Δεν είναι αξίωση από αδικοπραξία (βλ. ΕφΑθ 7960/2006 ό.π., Γεωργιάδης στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου άρθρο 927, αρ. 23, ΑΠ 639/70 ΝοΒ 19.45, ΕφΘεσ 1946/80 Αρμ. 35.291). Η αξίωση αυτή έχει ως προϋπόθεση αφενός την ύπαρξη περισσότερων συνυπόχρεων σε αποζημίωση, κατά το άρθρο 926 Α.Κ., και αφετέρου την καταβολή από έναν από αυτούς στον τρίτο ζημιωθέντα ολόκληρης της οφειλόμενης αποζημίωσης. Εξάλλου, τέτοιο δικαίωμα αναγωγής αναγνωρίζεται και από τα άρθρα 8 και 9 ν. ΓΠΝ/1911, όταν η αξίωση αποζημιώσεως του θύματος στηρίζεται στο νόμο (ή και στο νόμο) αυτόν (Γεωργιάδης ό.π. αρ. 4). Περαιτέρω, τα κριτήρια επιμερισμού της μεταξύ τους ευθύνης, είναι το πταίσμα, δηλαδή το είδος της ευθύνης, ο βαθμός του πταίσματος και το ποσοστό αιτιότητας, δηλαδή η αιτιώδης συμβολή εκάστου συνοφειλέτη στην παραγωγή του επιζήμιου αποτελέσματος. Σε περίπτωση υποκειμενικής ευθύνης των συνοφειλετών, αφού γίνει συνδυασμός των παραπάνω κριτηρίων, τελικώς το ποσοστό της ευθύνης, το οποίο θα καταλογίζεται οριστικά στον κάθε ένα συνοφειλέτη, θα εξαρτάται κατά πρώτο από την αιτιώδη συμβολή του στη ζημία και κατά δεύτερο από το βαθμό του πταίσματός του (ΕφΑθ 7960/2006 ό.π.). Το δικαίωμα της αναγωγής ασκείται είτε με αυτοτελή αγωγή του ασφαλιστή μετά την καταβολή που έκανε αυτός προς τον τρίτο είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή στη δίκη αποζημίωσης (όταν ακόμη δεν έχει καταβάλει κανένα ποσό), αν συνενάγονται ως απλοί ομόδικοι ο ασφαλιστής και ο παραλλήλως προς αυτόν και εις ολόκληρον με αυτόν ευθυνόμενος, διαφορετικά δε προσεπικαλώντας αυτόν και ενώνοντας στην προσεπίκληση και την παρεμπίπτουσα αγωγή εξ αναγωγής. Είναι δε επιτρεπτή η αγωγή εξ αναγωγής και πριν από την καταβολή του ασφαλιστή προς τον τρίτο δυνάμει του άρθρου 69 § 1 περ. εʼ Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 768/2015 ΧρΙΔ 2015.667, ΕφΛαρ 74/2018 ό.π.). Απαραίτητο, όμως, στοιχείο για τη νομική βασιμότητα της αγωγής εξ αναγωγής του ενός συνοφειλέτη κατ` άλλου συνοφειλέτη, στην περίπτωση που η ζημία επήλθε από υπαιτιότητα περισσοτέρων προσώπων, είναι ο ενάγων να δέχεται και τη δική του συνυπαιτιότητα ή ευθύνη προς αποζημίωση. Διαφορετικά, αν δηλαδή επικαλείται αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου συνυπόχρεου, η αγωγή είναι μη νόμιμη, αφού η αλήθεια αυτού του ισχυρισμού δεν θεμελιώνει υποχρέωση αυτού προς καταβολή αποζημιώσεως στο ζημιωθέντα (βλ. ΑΠ 690/85 Δ 18.505, ΕφΑθ 7960/2006 ό.π., ΕΑ 7284/93 Δ/νη 36.1576, ΕΑ 6041/89 Επ.Συγκ.Δ. 1990-523, Αθ. Κρητικού Αποζημίωση, έκδ. 1998, αρ. 1044,1047, 1055, 2622 σελ. 365, 366, 367, 370, 871-872 αντίστοιχα). Στην περίπτωση δε, κατά την οποία ενάγονται δύο ή περισσότεροι, ως υπεύθυνοι για τη ζημία που προξένησαν από κοινού σε τρίτον, αντικεί­μενο της δίκης είναι μόνον η αξίωση του τρίτου προς αποζημίωση και όχι η εξ αναγωγής ευθύνη του ενός συνυπαιτίου προς τον άλλο. Ως εκ τούτου, στη δίκη αυτή οι εναγόμενοι (οι από κοινού υπαίτιοι) δεν μπορούν να αντιδικήσουν μεταξύ τους ούτε ως προς την ύπαρξη ούτε ως προς την έκταση της ευθύνης τους και η απόφαση δεν παράγει δεδικασμένο μεταξύ των ομοδίκων, ενόψει και του ότι η τυχόν εξέταση του επιμερισμού της υπαιτιότητας στην κατ’ έφεση δίκη δε θα δημιουργούσε δεδικασμένο για τις εσωτερικές σχέσεις, που θα ανακύψουν στη δίκη της αναγω­γής (άρθρο 927 Α.Κ.), αφού δεν είναι αναγκαία για τη στή­ριξη του διατακτικού (ΚΠολΔ 331) (βλ. σχετ. ΕφΠατρ 21/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 36/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 39/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 245/2006 Δημ. Νόμος, Εφ.ΑΘ 8251/99 δημ. Νόμος, Κονδύλη «Το Δεδικασμένο» § 26 σελ. 307, 308, Κρητικού «Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα» § 2568 επ.). Ούτε και η κρίση για την ύπαρξη ή μη ευθύνης ενός ή όλων των εις ολόκληρον ευθυνομέ­νων για αποζημίωση δημιουργεί μεταξύ τους δεδικασμένο, γιατί αυτό προϋποθέ­τει κατ’ αντιδικία διάγνωση και δεν ισχύει μεταξύ των ομοδίκων (βλ. ΕφΠατρ 21/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 39/2011 ό.π., ΕφΔωδ 245/2006 ό.π.). Κατά την παράγραφο δε 1 του άρθρου 14 του Ν. 2496/1997, «αν ο λήπτης της ασφάλισης έχει αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας κατά τρίτου, η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε». Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι ο ασφαλιστής, από τότε που θα καταβάλει το ασφάλισμα στον ασφαλισμένο, υποκαθίσταται στη θέση εκείνου και μπορεί να ενασκήσει κατά του υπαιτίου της ζημίας τρίτου, τις αξιώσεις του τελευταίου. Η ασφαλιστική υποκατάσταση αποτελεί εκχώρηση από τον νόμο και επέρχεται αυτοδίκαια από το χρόνο καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης στο λήπτη της ασφάλισης, η αξίωση, δε, περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε. Επομένως, ο ασφαλιστής, που κατέβαλε το ασφάλισμα, υποκαθίσταται στη θέση που ακριβώς βρισκόταν ο ασφαλισμένος έναντι του τρίτου, εναντίον του οποίου αυτός δικαιούται να στραφεί συνεπεία της από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου ζημίας. Περαιτέρω, ο Ν. 489/1976 ρυθμίζει την έναντι τρίτων υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης για ατυχήματα από αυτοκίνητο. Αποβλέπει στην προστασία τρίτων προσώπων και όχι του ιδίου του κυρίου του αυτοκινήτου. Διαφορετική από την υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που διέπεται από το Ν. 489/1976, είναι η ασφάλιση ιδίων ζημιών του ζημιούμενου. Η τελευταία δυνατόν να οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου ασφαλισμένου, αλλά και σε υπαιτιότητα τρίτου προσώπου. Η ασφάλιση ιδίων ζημιών δεν διέπεται από τον παραπάνω νόμο, αλλά από το Ν. 2496/1997. Η ασφάλιση ιδίων ζημιών έχει κατά κανόνα αποζημιωτικό χαρακτήρα, δηλαδή συνάπτεται με σκοπό να αποζημιωθεί ο παθών -ασφαλισμένος από τον ασφαλιστή του σε περίπτωση επελεύσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως. Η ασφάλιση αυτή συνάπτεται προς το συμφέρον του ασφαλισμένου και όχι του υπόχρεου τρίτου. Ενόψει του τελευταίου, αλλά και λόγω του αποζημιωτικού χαρακτήρα της συμβάσεως ασφαλίσεως ο ζημιωθείς ασφαλισμένος για την αποκατάσταση της ζημίας του έχει δύο υποχρέους: α] τον προκαλέσαντα τη ζημία τρίτο και συνήθως ευθυνόμενο γι` αυτή και β] τον ασφαλιστή του. Ο παθών δύναται να επιδιώξει την αποκατάσταση της ζημίας του από οποιοδήποτε υπόχρεο εκ των παραπάνω δύο επιθυμεί. Αν προτιμήσει τον υπόχρεο τρίτο δεν μπορεί στη συνέχεια να εισπράξει και την ασφαλιστική αποζημίωση, αφού καλύφθηκε η ζημία του, η δε συναφθείσα ασφάλιση έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα. Δηλαδή αποκλείεται είσπραξη διπλής αποζημιώσεως τόσο από τον υπόχρεο τρίτο όσο και από τον ασφαλιστή. Συνήθως θα προτιμήσει την είσπραξη της ασφαλιστικής αποζημιώσεως από τον ασφαλιστή του. Στην περίπτωση αυτή λειτουργεί η υποκατάσταση κατά την παρ. 1 του άρθρ. 14 του Ν. 2496/1997. Αυτή αποτελεί μηχανισμό, μέσω του οποίου, η κατά του υπόχρεου τρίτου αξίωση αποζημιώσεως του παθόντος περιέρχεται στον ασφαλιστή του. Με την ικανοποίηση του ασφαλισμένου – παθόντος από τον ασφαλιστή μεταβιβάζεται ισόποσα στον ασφαλιστή η αξίωση αποζημιώσεως του ασφαλισμένου παθόντος κατά του υπόχρεου τρίτου. Η μεταβίβαση αυτή επέρχεται με την πραγματική πληρωμή του ασφαλίσματος από τον ασφαλιστή στον ασφαλισμένο του. Στο νόμο δεν προβλέπεται άλλη πρόσθετη προϋπόθεση για την επέλευση της υποκαταστάσεως, όπως π.χ. συμφωνία μεταξύ ασφαλισμένου και ασφαλιστή ή αναγγελία της πληρωμής από τον ασφαλιστή στον υπόχρεο προς αποζημίωση τρίτο. Τρίτος, κατά το άρθρ. 14 του Ν. 2496/1997, είναι κάθε πρόσωπο το οποίο δεν είναι αντισυμβαλλόμενος (ή λήπτης της ασφαλίσεως κατά τη νέα διατύπωση του άρθρ. 1 παρ. 1 του Ν. 2496/1997) ή ασφαλισμένος στη σύμβαση ασφαλίσεως. Σε περίπτωση συμβάσεως ασφαλίσεως ιδίων ζημιών αυτοκινήτου τρίτος, κατά κανόνα, είναι ο υπόχρεος σε αποζημίωση, όπως και ο ασφαλιστής του, που έχει ασφαλίσει την ευθύνη του πρώτου από την πρόκληση αυτοκινητικού ατυχήματος (ΑΠ 1667/2017 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015, ΜονΕφΠειρ 400/2016 Δημ. Νόμος), το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί, αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερη γι’ αυτόν (ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη αυτή (522 ΚΠολΔ) συνάγεται ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, την απόφαση δε αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιό της μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή όσον και ως προς την ένσταση και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο εναγόμενος με τις προτάσεις του στο Εφετείο κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ. Στην αντίστροφη περίπτωση, αν δηλαδή η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος, με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά παραδοχή λόγου έφεσης και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση, δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, η εξουσία του, όμως, αυτή να εξετάζει τα θέματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι, το Εφετείο κρίνει αν οι κατώτεροι δικαστές αποφάσισαν ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 892/2013 – 878/2000 – 192/1998 – 1326/1984 ΝοΒ 33, 997). Λόγοι δε έφεσης δεν είναι παραδεκτοί (και αν καθ’ υπόθεση υποβάλλονται) εφόσον αναφέρονται στο μέρος του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, που ωφελεί τον εκκαλούντα. Έτσι, οι μόνοι δυνάμενοι να υποβληθούν παραδεκτώς λόγοι θα αφορούν, κατ’ ανάγκη τη βλαπτική για τον εκκαλούντα διάταξη, ως προς την οποία και μόνο έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, γι’ αυτό και, σε περίπτωση παραδοχής κάποιου από τους λόγους της έφεσης, η εξαφάνιση της απόφασης θα είναι μερική, αποκλειομένης της αποδικάσεως του μέρους του κεφαλαίου, που επιδικάστηκε, με μόνη την έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος και χωρίς την άσκηση έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34,347). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔικ., για την επαναφορά ισχυρισμών, που προβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση, στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους, με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζητήσεως, που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση, με τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη, αλλά απαιτείται και σύντομη περίληψη των ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων, που τους περιέχουν (ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1346/2012, ΑΠ 446/2011, ΑΠ 1154/2002, πρβλ. Ολομ. ΑΠ, 23/2008, 14/2005, 9/2000). Απαιτείται, δηλαδή, η αναφορά αυτή να είναι σαφής και ορισμένη σε τρόπο ώστε να προκύπτει από αυτή ο εκ νέου επικαλούμενος ισχυρισμός, ο οποίος είχε προβληθεί κατά την προηγούμενη συζήτηση και επαναλαμβάνεται κατά τη νέα, με την αναφορά στις προτάσεις της προηγούμενης συζητήσεως (ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 446/2011). Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν, η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ισχυρισμού που έχει επανυποβληθεί νόμιμα ενώπιον του Εφετείου είναι θεμελιωτική του αναιρετικού λόγου από τον αριθμό 8 περ. β’ του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ. (της μη λήψεως υπόψη “πραγμάτων” που προτάθηκαν), στους ισχυρισμούς δε αυτούς υπάγεται και η πιο πάνω ένσταση περί συνυπαιτιότητας του παθόντος στην πρόκληση τροχαίου ατυχήματος (άρθρο 300 του Α.Κ.) (ΑΠ 2081/2017 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 527 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν στη πρωτόδικη δίκη, το δε απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Κατ’ εξαίρεση, όμως, της πιο πάνω απαγόρευσης, κατά τον αριθμό 1 της διάταξης αυτής είναι επιτρεπτή η προβολή των εν λόγω ισχυρισμών για πρώτη φορά στο Εφετείο, πολύ δε περισσότερο η επαναφορά τους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εάν αυτοί είχαν προβληθεί, έστω απαραδέκτως, στο πρώτο βαθμό, όταν τους προβάλλει ο εναγόμενος (ή ο ενάγων), ως εφεσίβλητος, προς απόκρουση της κατ’ αυτού ασκηθείσας έφεσης και προς διατήρηση του διατακτικού της εκκαλουμένης από τον αντίδικό του απόφασης (ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1143/2015, ΑΠ 865/2015, ΑΠ 773/2007, ΑΠ 352/2004). «Κεφάλαιο» δε θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης. Ως εκ τούτου, οι τόκοι, που αποτελούν “παρεπόμενη” σε σχέση με την κύρια απαίτηση αξίωση και δεν είναι επιτρεπτή η επιδίκασή τους, χωρίς σχετική αίτηση, αποτελούν χωριστό “κεφάλαιο” και είναι ζήτημα εκτίμησης του δικογράφου της έφεσης, που υπόκειται, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αν με αυτή προσβάλλεται και το κεφάλαιο των τόκων. Και ναι μεν το κεφάλαιο των τόκων συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο για την κύρια απαίτηση, η έννοια, όμως, του “αναγκαστικά συνεχόμενου κεφαλαίου” (που προβλέπεται μόνο επί πρόσθετων λόγων έφεσης – άρθρ. 520 παρ. 2 – και αντέφεσης – άρθρ. 523) δεν αφορά, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, και το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης (ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 του Κ.Πολ.Δ. 591 παρ. 1 και 614 παρ. 6 του Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι το δικαστήριο και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (και δη για ζημιές από αυτοκίνητο και από την σύμβαση ασφαλίσεως αυτού, όπως και για απαιτήσεις μεταξύ των ασφαλιστικών εταιριών), για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ` αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν γένει προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι ελήφθησαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσεώς του. Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει το λόγο της αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ` του Κ.Πολ.Δικ. υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος, ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο αποδείξεως (Ολ.ΑΠ 14/2005 και 2/2008, ΑΠ 808/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 895/ 2011). Τέλος, κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων του πρώτου και του τετάρτου των εναγομένων – εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης και της μάρτυρος, ……, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που προσκομίζονται νόμιμα μ’ επίκληση από τους διαδίκους, είτε προς άμεση ή έμμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 , 339, 395, 591 παρ. 1, 3 και 614 παρ. 6 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 του ΚΠολΔ) (ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.), από όλα τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, που εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, από τις φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), την εν γένει αποδεικτική διαδικασία και τους ισχυρισμούς των διαδίκων, όσους νόμιμα και παραδεκτά επανυποβάλλουν, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 21/05/2014 και περί ώρα 14:00 μ.μ. ο …… (ενάγων της από 18.05.2016 και με αριθμ. ……/27.05.2016 αγωγής – εκκαλών της υπό στοιχείο Α΄ από 26/07/2017 έφεσης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 26-07-2017 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 12-09-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2017), γεννηθείς το έτος 1963, κάτοικος Νίκαιας Αττικής, οδηγώντας τη με αριθμ. κυκλοφορίας …………δίκυκλη μοτοσυκλέτα, τύπου Modenas, χρώματος μπλε, ιδιοκτησίας του, η οποία ήταν ασφαλισμένη για τις έναντι τρίτων προσκληθείσες ζημίες από την κυκλοφορία της στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «….…..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα (δεύτερη εναγομένη της από 26.10.2016 και με αριθμ. κατάθ. …../27.10.2016 αγωγής – πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Β΄ 04/07/2017 έφεσης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 07-07-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 29-09-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2017 – εκκαλούσα της υπό στοιχείο Γ΄ από 30-01-2018 έφεσης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 31-01-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. 1048/2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ …/2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 31-01-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2018), φορώντας προστατευτικό κράνος ασφαλείας, έβαινε στον Ασπρόπυργο Ν. Αττικής, επί της οδού Μεγαρίδος, με κατεύθυνση από το κέντρο Ασπροπύργου προς Λ. Νάτο, προκειμένου να μεταβεί στην εργασία του και συγκεκριμένα στην εταιρεία «……..». Τη στιγμή που πλησίαζε ο ανωτέρω, ….., στο ύψος του αριθμού 113 της οδού Μεγαρίδος (πλησίον της εταιρίας «….»), έμπροσθεν και ομόρροπα αυτού, εκινείτο, με ταχύτητα περίπου 30-35 χιλ/ώρα, το με αριθμ. κυκλοφορίας …………Φορτηγό Αυτοκίνητο, τύπου ΜΑΝ, χρώματος σκούρο μπλε (με γκρι κάδο), περίπου συνολικού μήκους 9,5 μ., πλάτους 2,5 μ. και ύψους 3,45 μ., οδηγούμενο από το ……., γεννηθέντα το έτος 1967, κάτοικο Αθηνών (πρώτο εναγόμενο της από 18.05.2016 και με αριθμ. ……/27.05.2016 αγωγής – πρώτο των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ από 26/07/2017 έφεσης). Το εν λόγω Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο ήταν ιδιοκτησίας της εταιρίας, με την επωνυμία «……..» (δεύτερης εναγομένης της από 18.05.2016 και με αριθμ. ………./27.05.2016 αγωγής – δεύτερης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ από 26/07/2017 έφεσης) και ήταν ασφαλισμένο κατά το χρόνο του ατυχήματος, για τις έναντι τρίτων ζημίες από την κυκλοφορία του, στην Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία με την επωνυμία «……..» και ήδη με την επωνυμία «……..» [όπως η επωνυμία αυτής τροποποιήθηκε από «………», με την από 20.02.2018 απόφαση της ΄Εκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της, που εγκρίθηκε με τη με αριθμ. …./21.03.2018 απόφαση του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.Ε.Μ.Η.) και καταχωρήθηκε σε αυτό στις 21.03.2018, σύμφωνα με τη με αριθμ. πρωτ. …./21.03.2018 ανακοίνωσή του], η οποία εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής (τρίτη των εναγομένων της από 18.05.2016 και με αριθμ. ……./27.05.2016 αγωγής – τρίτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ από 26/07/2017 έφεσης – δεύτερη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ από 30-01-2018 έφεσης). Την ίδια ώρα, ο ….., γεννηθείς το έτος 1970, κάτοικος Αλίμου Αττικής (τέταρτος των εναγομένων της από 18.05.2016 και με αριθμ. ……./27.05.2016 αγωγής – τέταρτος των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ από 26/07/2017 έφεσης), οδηγώντας το με αριθμ. κυκλοφορίας …………Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής BMW, μοντέλο Χ6 Active Hybrid, χρώματος μπλε, ιδιοκτησίας της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «BMW HELLAS Α.Ε.» (πέμπτης εναγομένης της από 18.05.2016 και με αριθμ. ……./27.05.2016 αγωγής – πέμπτης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ από 26/07/2017 έφεσης), η οποία είχε προστήσει αυτόν στην οδήγηση του οχήματος αυτού και το οποίο ήταν ασφαλισμένο κατά το χρόνο του ατυχήματος για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εκ τροχαίων ατυχημάτων, αλλά και για ίδιες ζημίες, στην ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία «………… ….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα (έκτη εναγόμενη της από 18.05.2016 και με αριθμ. ……./27.05.2016 αγωγής – έκτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ από 26/07/2017 έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ 04/07/2017 έφεσης – εφεσίβλητη της υπό στοιχείο Γ΄ από 30-01-2018 έφεσης), έβαινε, με κανονική για τις συνθήκες της οδού ταχύτητα, ήτοι περίπου 30 χλμ / ώρα, στον Ασπρόπυργο Ν. Αττικής, επί του δεξιού τμήματος της οδού Μεγαρίδος, με κατεύθυνση από Λ. Νάτο προς το κέντρο του Ασπροπύργου. Την ώρα εκείνη οι συνθήκες φωτισμού ήταν φυσικές (ημέρας), οι καιρικές συνθήκες ήταν καλοκαιρίας, η κατάσταση της ως άνω οδού ήταν ξηρά και άσφαλτος, η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν μέτρια και των πεζών ανύπαρκτη. Η ως άνω οδός είναι διπλής κατεύθυνσης, με μία (1) λωρίδα ανά κατεύθυνση, χωρίς ορατή, κατά το χρόνο του ατυχήματος, διαγράμμιση για τους οδηγούς και με οδόστρωμα πλάτους έξι (6) μέτρων, προ δε του σημείου, όπου έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, ήτοι στο ύψος του αριθμού 113 της οδού Μεγαρίδου (πλησίον της εταιρίας «….»), ως προς την πορεία του οδηγού του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, σχηματίζει προς τα δεξιά καμπύλη, όπως προκύπτει ιδίως από την έκθεση αυτοψίας και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα της τροχαίας. Το πλάτος του ερείσματος ανερχόταν σε 1,5 μ. στην κατεύθυνση προς τη Λ. Νάτο και προς το κέντρο του Ασπροπύργου ήταν μεταβλητού πλάτους ερείσματος 6,10 μ.. Υπήρχε, επίσης, στο ύψος της ως άνω καμπύλης, κάθετη σήμανση ρυθμιστική της κυκλοφορίας P-32, η οποία όριζε την ανώτατη ταχύτητα σε 30 χλμ. / ώρα (βλ. σχετ. ιδίως την από 21/05/2014 έκθεση αυτοψίας, σε συνδυασμό με το πρόχειρο σχεδιάγραμμα της τροχαίας και την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη το πρώτον, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 20/04/2018 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ……., Μηχανολόγου, η οποία συνετάγη μ’ επιμέλεια του ….., μετά την έκδοση της εκκαλουμένης και πριν τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου). Στο σημείο εκείνο της ως άνω οδού δεν υπήρχαν ούτε σηματοδότες ούτε διάβαση πεζών. Ενώ δε, λόγω του όγκου (2,5 μ.), του μήκους (9,5 μ.) και του ύψους (3,45 μ.) του ως άνω προπορευόμενου με αριθμ. κυκλοφ. …………Φορτηγού αυτοκινήτου, τύπου ΜΑΝ, σε συνδυασμό με την καμπυλότητα του οδοστρώματος, η ορατότητα περιοριζόταν για τους λοιπούς χρήστες της ως άνω οδού, ο οδηγός της με αριθμ. κυκλοφ. ………. δίκυκλης μοτοσυκλέττας, ……, αναπτύσσοντας υπερβολική για τις κρατούσες συνθήκες της οδού ταχύτητα, ήτοι περίπου 40-45 χλμ/ώρα (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη ως άνω από 20/04/2018 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης), επιχείρησε υπέρβαση του ως άνω προπορευόμενου Ι.Χ.Φ αυτοκινήτου εξ αριστερών του, εισερχόμενος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να πράξει τούτο με ασφάλεια και χωρίς κίνδυνο των λοιπών χρηστών της οδού, ήτοι του οδηγού του ως άνω Ι.Χ.Ε., ……., ο οποίος, εκείνη τη στιγμή κινούνταν στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, με κανονική για τις συνθήκες ταχύτητα, ήτοι περί τα 30 χιλ/ώρα. Μόλις ο οδηγός του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, …… αντιλήφθηκε τον οδηγό της δίκυκλης μοτοσυκλέτας, ……, να εισέρχεται στο ρεύμα πορείας του, επιχείρησε τροχοπέδηση και αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά, πλην, όμως, λόγω της εισόδου της δίκυκλης μοτοσυκλέτας εξολοκλήρου στο ρεύμα πορείας του, της μικρής απόστασης που μεσολαβούσε και της ταχύτητας την οποία είχε αναπτύξει για την υπέρβαση του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας, δεν κατέστη δυνατό ν’ αποφευχθεί η σύγκρουση. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας να επιπέσει με τη δεξιά πλευρά του οχήματος, που οδηγούσε, επί της εμπρόσθιας πλευράς του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου. Λόγω δε του ως άνω αποφευκτικού ελιγμού του προς τα δεξιά, το ανωτέρω Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο εισήλθε κατά το ήμισυ στο χωμάτινο έρεισμα δεξιά του οδοστρώματος, όπου και ακινητοποιήθηκε, όπως προκύπτει από το πρόχειρο σχεδιάγραμμα της τροχαίας, στο οποίο απεικονίζονται, στο ρεύμα πορείας του Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητου, ίχνη τροχοπέδησης μήκους 1,5 μ. έως την τελική θέση των οπίσθιων τροχών του, με τους δεξιούς τροχούς του εντός του χωμάτινου ερείσματος και τους αριστερούς τροχούς επί του οδοστρώματος, καθώς και ίχνη τροχοπέδησης μήκους 2,5 μ., που καταλήγουν στην τελική θέση του δεξιού εμπρόσθιου τροχού, ενώ η δίκυκλη μοτοσυκλέττα ακινητοποιήθηκε κάτω από το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου αυτού. Το σημείο της σύγκρουσης εντοπίζεται στο άκρο δεξιό του ρεύματος πορείας του ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητου, όπως προκύπτει από τα θραύσματα πλαστικών και γυαλιών, προερχόμενα και από τα δύο ως άνω οχήματα (Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο και δίκυκλη μοτοσυκλέτα), που εντοπίστηκαν, επί του οδοστρώματος, κυρίως, σε απόσταση 3 μ. περίπου από το μέσον του εμπρόσθιου τμήματος του ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου και με κατεύθυνση προς τα δεξιά εντός του χωμάτινου ερείσματος, σε συνδυασμό με τις τελικές θέσεις των συγκρουσθέντων ως άνω οχημάτων. Λόγω δε της σύγκρουσης προκλήθηκαν υλικές ζημίες και στα δύο συγκρουσθέντα οχήματα, στο μεν ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο (BMW) στο εμπρόσθιο τμήμα του, στη δε δίκυκλη μοτοσυκλέτα στο εμπρόσθιο τμήμα της, καθώς, επίσης, στη δεξιά και την αριστερή πλευρά της. Επίσης, προκλήθηκε και ο σοβαρός τραυματισμός του οδηγού της δίκυκλης μοτοσυκλέττας, ο οποίος, εν συνεχεία, διεκομίσθη με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ αυθημερόν (στις 21.05.2014) στο ορθοπαιδικό τμήμα των επειγόντων του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου ΑΤΤΙΚΟΝ, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη ατελή ακρωτηριασμό (ΔΕ) κνήμης (με μεγάλο δερματικό έλλειμμα συνεπεία απογαντισμού). Εισήχθη δε στην Α΄ ορθοπαιδική κλινική, όπου αμέσως υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση με εξωτερική οστεοσύνθεση. Σε δεύτερο χρόνο διενεργήθηκε οστεοτομία κεντρικής κνήμης για έναρξη οστεομεταφοράς, με σκοπό την κάλυψη οστικού ελλείμματος 8 εκατοστών (βλ. το με αρ. πρωτ. …./03.09.2014 του ΠΓΝ ΑΤΤΙΚΟΝ). Υπό τα περιστατικά αυτά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το επίδικο ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού της με αριθμ. κυκλοφορ. ……. δίκυκλης μοτοσυκλέττας, την οποία οδηγούσε ο …., ο οποίος δεν κατέβαλε την προσοχή και επιμέλεια, την οποία θα κατέβαλε κάθε συνετός οδηγός υπό ανάλογες περιστάσεις και περαιτέρω δεν ρύθμισε την ταχύτητα του οχήματός του, έτσι ώστε κάθε στιγμή να μπορεί να εκτελεί τους απαραίτητους χειρισμούς, λαμβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ήτοι το πλάτος και την καμπυλότητα του οδοστρώματος, τον όγκο και το μήκος (9,5 – 10 μ. περίπου) του προπορευόμενου αυτού Ι.Χ. φορτηγού αυτοκινήτου και την αναγκαία διαφορά της ταχύτητας του οχήματός του, κατά το χρόνο της υπέρβασης, σε σχέση μ’ εκείνη που είχε το ως άνω Ι.Χ.Φ., το οποίο είχε πρόθεση να προσπεράσει. Ειδικότερα, επιχείρησε την ως άνω υπέρβαση, εισερχόμενος στο αντίθετο ως προς την πορεία του ρεύμα κυκλοφορίας και αναπτύσσοντας υπερβολική για τις συνθήκες της οδού ταχύτητα, ήτοι περίπου 40-45 χλμ/ώρα, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να πράξει τούτο με ασφάλεια και χωρίς κίνδυνο των λοιπών χρηστών της οδού, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση, την κατεύθυνση και την ταχύτητά τους, κατά την προσέγγιση σε κυρτή αλλαγή κλίσης και ενώ η ορατότητά του περιοριζόταν λόγω του όγκου και του ύψους του ως άνω Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου και της καμπυλότητας του οδοστρώματος, παραβιάζοντας τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1, 16 παρ. 1, 3, 17, 19 παρ. 1, 2, 3 του Κ.Ο.Κ., με αποτέλεσμα, τη στιγμή της εισόδου του στο αντίθετο ως προς την πορεία του ρεύμα κυκλοφορίας και ενώ ήταν στο ύψος του οπίσθιου αριστερού τμήματος του Ι.Χ.Φ., να παρεμβληθεί στην πορεία του ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου και να επιπέσει με τη δεξιά πλευρά του οχήματος, που οδηγούσε, στην εμπρόσθια πλευρά του κινούμενου με κανονική ταχύτητα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με αριθμ. κυκλοφορίας …………Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, που οδηγούσε ο ……. Η αμελής δε αυτή συμπεριφορά του οδηγού της δίκυκλης μοτοσυκλέτας, ο οποίος ομολογεί με την υπό κρίση αγωγή του ότι, κατά την υπέρβαση του προπορευομένου οχήματος, κινούνταν εντός της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας, συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ατυχήματος, διότι, εάν ο οδηγός αυτός οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, δεν θα επιχειρούσε στο ύψος εκείνου του οδοστρώματος, υπέρβαση του προπορευομένου Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου και μάλιστα ενώ η ως άνω οδός σχηματίζει καμπύλη και, λόγω και του πλάτους του ως άνω Ι.Χ.Φ. (2,5 μ.), του μήκους (9,5 μ. περίπου) και του ύψους του (3,45 μ.), περιοριζόταν σημαντικά η ορατότητά του, γνώριζε δε ο ίδιος την επικινδυνότητα του οδοστρώματος λόγω της καθημερινής διέλευσής του από το σημείο εκείνο για την εργασία του. Εξάλλου, ακόμη και εάν δεν ήταν ορατή, κατά το χρόνο του ατυχήματος, η κατά μήκος διπλή διαγράμμιση του οδοστρώματος στο ως άνω ύψος της οδού, όπου έλαβε χώρα η υπέρβαση του προπορευόμενου οχήματος από τον οδηγό της δίκυκλης μοτοσυκλέτας, μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ, στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών. Ουδεμία δε αμελής συμπεριφορά του οδηγού του με αριθμ. κυκλοφορίας …. Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, που οδηγούσε ο ……., δεν αποδείχθηκε, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέττας, καθώς κινούνταν με κανονική για τις συνθήκες της οδού ταχύτητα, ήτοι περίπου 30 χλμ / ώρα, εντός του ρεύματος πορείας του. Μόλις ο οδηγός του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, …… αντιλήφθηκε τον οδηγό της δίκυκλης μοτουσκλέττας, ….. να εισέρχεται στο ρεύμα κυκλοφορίας του και τη στιγμή που το εμπρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου του βρισκόταν στο ύψος του εμπρόσθιου τμήματος του Ι.Χ.Φ., που κινούνταν στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, επιχείρησε τροχοπέδηση και αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά, πλην, όμως, δεν κατέστη δυνατό ν’ αποφύγει τη σύγκρουση λόγω της μικρής απόστασης που μεσολαβούσε και της ταχύτητας την οποία είχε αναπτύξει για την υπέρβαση ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας να επιπέσει με τη δεξιά πλευρά του επί της εμπρόσθιας πλευράς του ΙΧ.Ε. αυτοκινήτου. Ούτε, επίσης, αποδείχθηκε οποιαδήποτε αμελής συμπεριφορά του οδηγού του ως άνω με αριθμ. κυκλοφορ. …………Φορτηγού Αυτοκινήτου, τύπου ΜΑΝ, συνδεόμενη αιτιωδώς με το ένδικο τροχαίο ατύχημα. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι ο οδηγός του ως άνω με αριθμ. κυκλοφ. …………Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, ….., ενήργησε αιφνιδίως ελιγμό προς τ’ αριστερά, κατά την υπέρβαση που επιχειρούσε ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας, ούτε αποδείχθηκε ότι εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και ότι συγκρούσθηκε με την οπίσθια αριστερή πλευρά του με την ως άνω δίκυκλη μοτοσυκλέττα. Εάν ο οδηγός του ως άνω Ι.Χ. φορτηγού αυτοκινήτου είχε ενεργήσει αιφνίδιο αριστερό ελιγμό, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας (……), η ασφαλιστική του εταιρία (…………) και η ασφαλιστική εταιρία του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου (………..), τότε, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, λόγω του πλάτους της λωρίδας κυκλοφορίας του, στην οποία εκινείτο σε εκείνο το σημείο, σε συνδυασμό με το πλάτος του Ι.Χ. φορτηγού, τον τύπο του (Ι.Χ.Φ. τύπου ΜΑΝ μπλε με γκρι κάδο) και το συνολικό του μήκος περίπου 9,5 μ. -βλ. σχετ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες φωτογραφίες-, θα είχε εισέλθει το Ι.Χ.Φ. στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και θα είχε συγκρουστεί πρώτο αυτό (Ι.Χ.Φ.) με το εμπρόσθιο μέρος του με το εμπρόσθιο τμήμα του ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου (BMW), καθώς προπορευόταν της δίκυκλης μοτοσυκλέτας. Σε περίπτωση, επίσης, τέτοιου αιφνίδιου αριστερού ελιγμού από τον οδηγό του Ι.Χ.Φ., λόγω του τύπου του αυτοκινήτου αυτού και του μήκους του, δεν θα εισερχόταν στο αριστερό μέρος κυκλοφορίας με το οπίσθιο τμήμα αυτού, ώστε να συγκρουστεί με τη δίκυκλη μοτοσυκλέτα, αλλά με το εμπρόσθιο τμήμα του, οπότε και θα έφραζε την πορεία αυτής και θα επέπιπτε αυτή επί του Ι.Χ.Φ. και όχι επί του ως άνω Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου. ΄Αλλωστε ο οδηγός του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου (BMW) ουδέν αναφέρει περί ελιγμού προς τ’ αριστερά ή εισόδου του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου στο ρεύμα κυκλοφορίας του και σύγκρουσης του Ι.Χ.Φ. με τη δίκυκλη μοτοσυκλέττα. Ούτε, επίσης, καταγράφονται τα στοιχεία του οδηγού του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου στην από 21/05/2014 έκθεση αυτοψίας ως εμπλεκομένου οδηγού, ούτε τα στοιχεία του Ι.Χ.Φ. ως εμπλεκομένου οχήματος, με αναφορά τυχόν ζημιών αυτού, αλλά γίνεται αναφορά των στοιχείων του οδηγού του Ι.Χ.Φ. στην έκθεση αυτοψίας της τροχαίας μόνο στο σημείο των μαρτύρων του τροχαίου ατυχήματος. Ούτε, άλλωστε, ήταν δυνατόν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ο οδηγός του ως άνω Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητου, λόγω του πλάτους του αυτοκίνητου, που οδηγούσε (2,5 μ.), του μήκους του (9,5 μ.), σε συνδυασμό με το πλάτος της λωρίδας κυκλοφορίας στην οποία εκινείτο (περίπου 3 μ.), παράλληλα και ομόρροπα, τη στιγμή της υπέρβασης της δίκυκλης μοτοσυκλέττας, να κινηθεί άμεσα στο άκρο δεξιό του οδοστρώματος, ώστε να εισέλθει εκ νέου στο ρεύμα πορείας του ο οδηγός της μοτοσυκλέτας, ούτε αποδείχθηκε ότι ο οδηγός του Ι.Χ.Φ. παρεμπόδισε με άλλο τρόπο αυτόν ώστε να εισέλθει εκ νέου στη λωρίδα κυκλοφορίας του, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων της πρώτης αγωγής (……). Στην ως άνω κρίση καταλήγει το Δικαστήριο λαμβάνοντας, κυρίως, υπόψη, μεταξύ άλλων, τις τελικές θέσεις των συγκρουσθέντων οχημάτων (Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου και δίκυκλης μοτοσυκλέτας), όπως αποτυπώνονται στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα της τροχαίας και τα σημεία, στα οποία υπέστησαν υλικές ζημίες το μεν ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο (BMW) στο εμπρόσθιο τμήμα του, η δε δίκυκλη μοτοσυκλέτα στο εμπρόσθιο τμήμα της, καθώς, επίσης, στη δεξιά και την αριστερή πλευρά της και τον τραυματισμό του οδηγού αυτής στη δεξιά του κνήμη, ο οποίος βρέθηκε εντός του δεξιού, ως προς την πορεία του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, χωμάτινου ερείσματος σε απόσταση 3 μ. περίπου από την τελική θέση του οχήματός του. Δεν ανευρέθησαν δε ίχνη πλάγιας ολίσθησης, νερά – λάδια και χαραγιές επί του οδοστρώματος. Δεν κρίνεται δε πειστική η από 12/06/2014 ένορκη κατάθεση της μάρτυρος, ……, γεννηθείσας το έτος 1957, η οποία εξετάστηκε κατά την ποινική προδικασία, οικειοθελώς, δύο (2) μήνες μετά το ένδικο ατύχημα, την οποία, επίσης, πρότεινε ως μάρτυρα προς εξέταση ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας στην από 12/08/2014 έκθεση ένορκης εξέτασής του, η οποία ισχυρίζεται ότι κινούνταν εκείνη τη στιγμή όπισθεν της δίκυκλης μοτοσυκλέτας και αμέσως μετά τη σύγκρουση σταμάτησε δεξιά της οδού, σε είσοδο ενός συνεργείου κοντά στο σημείο της σύγκρουσης, ότι επειδή είδε ότι υπήρχαν ήδη άτομα, που παρείχαν τις πρώτες βοήθειες στον οδηγό της μοτοσυκλέτας, ο οποίος, όπως κατέθεσε, ήταν σοβαρά τραυματίας, άφησε το νούμερο του κινητού τηλεφώνου της και απεχώρησε, καθώς, αφενός μεν τα στοιχεία αυτής δεν αναγράφονται στην από 21/05/2014 έκθεση αυτοψίας της τροχαίας, αφετέρου δε δεν προέκυψε το άτομο στο οποίο έδωσε τα στοιχεία της στον τόπο του ατυχήματος, καθώς, ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας αμέσως μετά το ατύχημα και πριν τη διακομιδή του με το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ ήταν πεσμένος στο έδαφος και η κατάσταση της υγείας του εκείνη τη στιγμή, λόγω της απώλειας αίματος, κρίνεται ότι δεν τον καθιστούσε ικανό στη λήψη οποιωνδήποτε στοιχείων. Ειδικότερα, οι αρμόδιοι προανακριτικοί υπάλληλοι, οι οποίοι μετέβησαν στον τόπο του ατυχήματος στις 14.15 μ.μ., οπότε άρχισαν τη σύνταξη της ως άνω από 21/05/2014 έκθεσης αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, ήτοι 15΄ μετά το ατύχημα, εκθέτουν, μεταξύ άλλων, σε αυτήν, ως «Οχήματα που έχουν εμπλακεί στο ατύχημα», μόνον: α) την ως άνω με αριθμ. ……… δίκυκλη μοτοσυκλέτα, που οδηγούσε ο …….. και β) το ως άνω με αριθμ. κυκλοφορ. .. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε ο …… Επίσης, εκθέτουν ως «Μάρτυρες», μόνον τους: α) …….., γεννηθέντα το έτος 1973 και β) τον ……, γεννηθέντα το έτος 1967. Κάνουν δε μνεία στο σημ. 17 της ως άνω έκθεσης, στις «Λοιπές παρατηρήσεις και διαπιστώσεις», ότι ο τραυματίας (ήτοι ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας) παρελήφθη από το Ε.Κ.Α.Β.. Ουδεμία, επίσης, αναφορά γίνεται περί της παρουσίας στον τόπο του ατυχήματος της ως άνω μάρτυρος, ….., στις από 10/06/2014, 20/08/2014, 02/09/2014 εκθέσεις ένορκης εξέτασης ως μαρτύρων των ………. αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθηκαν στα πλαίσια της ποινικής προδικασίας και εκτιμώνται ελεύθερα. Από το περιεχόμενο δε της ως άνω προσκομιζόμενης και επικαλούμενης από τον οδηγό της δίκυκλης μοτοσυκλέτας από 20/04/2018 τεχνικής έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, όπου στο πόρισμά της γίνεται αναφορά περί ταχύτητας ανωτέρας της επιτρεπομένης του οδηγού του ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, ήτοι περίπου 35-37 χλμ/ ώρα και περί ελιγμού προς τ’ αριστερά του ως άνω Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, προκύπτει ότι για τη σύνταξη του ως άνω πορίσματος ελήφθη υπόψη μόνον η ως άνω από 12/06/2014 ένορκη κατάθεση της μάρτυρος, …….., καθώς ουδεμία αναφορά γίνεται στις λοιπές ένορκες καταθέσεις, οι οποίες ελήφθησαν κατά την ποινική προδικασία. Αλλά ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η ταχύτητα του οδηγού του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου ήταν περίπου 35 χλμ/ ώρα, η παράβαση αυτή, κατά 5 χλμ. του ανωτάτου επιτρεπομένου ορίου, δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή οποιαδήποτε υπαιτιότητα, εν προκειμένω, του οδηγού αυτού στην επέλευση του αυτοκινητικού ατυχήματος, καθώς, λόγω της αιφνίδιας εισόδου και κίνησης του οδηγού της δίκυκλης μοτοσυκλέτας εντός του ρεύματος πορείας του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, σε συνδυασμό με το πλάτος του οδοστρώματος στο ύψος εκείνο, παρά τη διενέργεια τροχοπέδησης και αποφευκτικού ελιγμού προς τα δεξιά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν θα ήταν δυνατόν πάλι ν’ αποφευχθεί η ένδικη σύγκρουση, λόγω της μικρής απόστασης που μεσολαβούσε και της ταχύτητας την οποία είχε αναπτύξει κατά την υπέρβαση ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας. Σημειώνεται, επίσης, ότι ο ίδιος ο οδηγός της ως άνω δίκυκλης μοτοσυκλέτας, ενώ στην από 19/08/2014 προανακριτική κατάθεσή του, δύο μήνες μετά το ένδικο ατύχημα, είχε δηλώσει ότι δεν θυμάται τις συνθήκες υπό τις οποίες είχε λάβει το ατύχημα, περιγράφει αυτές λεπτομερώς στην υπό κρίση αγωγή του, η οποία κατατέθηκε δύο (2) έτη μετά από αυτό. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτός, ως κατ’ ουσία βάσιμος ο ισχυρισμός εκάστου των εναγομένων της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής και της δεύτερης των εναγομένων της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του ….. (ενάγοντος της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής) στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, στον τραυματισμό του τελευταίου και στην πρόκληση των υλικών ζημιών του ασφαλισμένου στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής οχήματος, ο οποίος (ισχυρισμός) συνιστά κατά μεν τη βάση της αγωγής που στηρίζεται στο Ν. ΓΠΝ/1911 την ένσταση του άρθρου 5 παρ. 1 αυτού, κατά δε τη βάση της αγωγής που στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις του Α.Κ. άρνηση της υπαιτιότητας, προεβλήθη δε, παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και τις προτάσεις των διαδίκων), από έκαστο εξ αυτών, επαναφέρεται δε παραδεκτά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος της πρώτης αγωγής (…….) περί υπαιτιότητας στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και του τραυματισμού του των ως άνω οδηγών των Ι.Χ.Ε. και Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτων, ομοίως, ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί της ασφαλιστικής εταιρίας στην οποία ήταν ασφαλισμένο το ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο («…..») περί συντρέχουσας υπαιτιότητας στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και των υλικών ζημιών, που υπέστη το ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, του οδηγού του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο στην εναγομένη της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής ασφαλιστική εταιρία («…..») όπως, επίσης και οι ισχυρισμοί της εναγομένης στην υπό στοιχείο Β΄ αγωγή ασφαλιστικής εταιρίας (…..), στην οποία ήταν ασφαλισμένη η δίκυκλη μοτοσυκλέττα κατά το χρόνο του ατυχήματος, περί αποκλειστικής άλλως συντρέχουσας υπαιτιότητας τρίτου (οδηγού του Ι. Χ. Φ.) και περί αποκλειστικής άλλως συντρέχουσας υπαιτιότητας του οδηγού του ως άνω Ι.Χ.Ε. στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και των υλικών ζημιών του. Σημειώνεται ότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στην περίπτωση, κατά την οποία ενάγονται δύο ή περισσότεροι, ως υπεύθυνοι για την ζημία που προξένησαν από κοινού ζημία σε τρίτον, αντικεί­μενο της δίκης είναι μόνον η αξίωση του τρίτου προς αποζημίωση και όχι η εξ αναγωγής ευθύνη του ενός συνυπαιτίου προς τον άλλο. Ως εκ τούτου, στη δίκη αυτή οι εναγόμενοι (οι από κοινού υπαίτιοι) δεν μπορούν να αντιδικήσουν μεταξύ τους ούτε ως προς την ύπαρξη ούτε ως προς την έκταση της ευθύνης τους και η απόφαση δεν παράγει δεδικασμένο μεταξύ των ομοδίκων, ενόψει και του ότι η τυχόν εξέταση του επιμερισμού της υπαιτιότητας στην κατ’ έφεση δίκη δε θα δημιουργούσε δεδικασμένο για τις εσωτερικές σχέσεις που θα ανακύψουν στη δίκη της αναγω­γής (άρθρο 927 Α.Κ.), αφού δεν είναι αναγκαία για τη στή­ριξη του διατακτικού (ΚΠολΔ 331). Ούτε και η κρίση για την ύπαρξη ή μη ευθύνης ενός ή όλων των εις ολόκληρον ευθυνομέ­νων για αποζημίωση δημιουργεί μεταξύ τους δεδικασμένο, γιατί αυτό προϋποθέ­τει κατ’ αντιδικία διάγνωση και δεν ισχύει μεταξύ των ομοδίκων. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον η εκκαλούμενη απόφαση έκρινε αποκλειστικά υπαίτιο του ενδίκου ατυχήματος τον οδηγό της ως άνω δίκυκλης μοτοσυκλέττας, ……., δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, κάνοντας δεκτό, ως κατ’ ουσία βάσιμο τον ισχυρισμό των εναγομένων της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής και της δεύτερης των εναγομένων της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του …….. (ενάγοντος της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής) στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, στον τραυματισμό του τελευταίου και στην πρόκληση των υλικών ζημιών του ασφαλισμένου στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής οχήματος, ο οποίος (ισχυρισμός) συνιστά κατά μεν τη βάση της αγωγής που στηρίζεται στο Ν. ΓΠΝ/1911 την ένσταση του άρθρου 5 παρ. 1 αυτού, κατά δε τη βάση της αγωγής που στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις του Α.Κ. άρνηση της υπαιτιότητας και απορρίπτοντας ως αβάσιμη την προβληθείσα ένσταση της πρώτης των εναγομένων της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής περί αποκλειστικής υπαιτιότητας, άλλως συνυπαιτιότητας τρίτου προσώπου, ήτοι του ως άνω οδηγού του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, ……., στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, να συμπληρωθούν και αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος). Σημειώνεται ότι, με την άσκηση των υπό στοιχείο Α΄ και Β΄ εφέσεων και μέσα στα καθοριζόμενα από τους λόγους αυτών όρια, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μεταβιβάσθηκαν στο Εφετείο, ως ενιαίο και αδιαίρετο κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης, τόσο η αγωγή όσο και οι κατ’ αυτής παραπάνω ενστάσεις των εναγομένων (εκάστης αγωγής) – εφεσιβλήτων των υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ εφέσεων και δεν ήταν αναγκαία η επαναφορά αυτών με τις προτάσεις τους, κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 240 Κ.Πολ.Δ. τρόπο, (σύντομη περίληψη αυτών και αναφορά στις σελίδες των πρωτοδίκων προτάσεων, που τις περιέχουν, με προσκομιδή και των τελευταίων), η εκκαλούσα δε της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης επανέφερε παραδεκτά με αυτήν τις ως άνω ενστάσεις της με σχετικούς λόγους έφεσης. Συνεπώς, απορριπτέοι ως αβάσιμοι είναι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί, ότι δηλαδή οι σχετικές ενστάσεις δεν επαναφέρθησαν νομοτύπως, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ. με τις προτάσεις των εφεσιβλήτων, που κατέθεσαν κατά τη συζήτηση των εφέσεων. Επίσης, από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ’ αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα και εκτιμήθηκαν οι ένορκες καταθέσεις των α΄ και δ΄ των εναγομένων της πρώτης αγωγής, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων που περιέχει, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι, για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, ελήφθησαν υπόψη της και συνεκτιμήθηκαν όλα τ’ αποδεικτικά μέσα. Η μη ρητή αναφορά στην εκκαλούμενη περί της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, …….., ενάγοντος της πρώτης αγωγής – εκκαλούντος της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, η οποία (μάρτυρας) εξετάστηκε μ’ επιμέλεια του ενάγοντος αυτού στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η κατάθεση της οποίας περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθη υπόψη από την εκκαλουμένη απόφαση. Αντιθέτως, από όλο το περιεχόμενο της εκκαλουμένης συνάγεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι συνεκτιμήθηκαν για τη συναγωγή του ως άνω αποδεικτικού πορίσματος όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Δεν αποκλείεται δε το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους. ΄Αλλωστε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην κρίση του για την αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού της δίκυκλης μοτοσυκλέτας δεν κατέληξε στηριζόμενο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στις ένορκες καταθέσεις του πρώτου και του τετάρτου των εναγομένων της πρώτης αγωγής, αλλά μετά από συνεκτίμησή τους με άλλα της ίδιας αποδεικτικής ισχύος και αξιολόγησης αποδεικτικά μέσα. Σε κάθε δε περίπτωση, η κρίση του Δικαστηρίου περί των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα και της υπαιτιότητας του ενάγοντος της πρώτης αγωγής δεν αναιρείται λόγω της ως άνω ένορκης κατάθεσης της συζύγου του τελευταίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και λαμβάνεται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, καθώς η μάρτυρας αυτή δεν ήταν παρούσα κατά τη στιγμή που έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα και δεν έχει ιδίαν αντίληψη των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η ένδικη σύγκρουση, είναι δε σύζυγος του ενάγοντος της πρώτης αγωγής (οδηγού της δίκυκλης μοτοσυκλέτας). Επομένως, οι εναγόμενοι της πρώτης από 18.05.2016 και με αριθμ. ……./27.05.2016 αγωγής δεν έχουν υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης στον ενάγοντα αυτής, ……. Περαιτέρω, ως προς την υπό στοιχείο Β΄ από 26.10.2016 και με αριθμ. κατάθ. …../27.10.2016 αγωγή, αποδείχθηκε, ότι, λόγω της σύγκρουσης, το ως άνω με αριθμό κυκλοφορίας …… Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής BMW, μοντέλο Χ6 Active Hybrid, χρώματος μπλε, ιδιοκτησίας της πέμπτης των εναγομένων (Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Κηφισιά και εκπροσωπείται νόμιμα), το οποίο οδηγούσε, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ο ……. (τέταρτος των εναγομένων της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής), ήταν ασφαλισμένο στην ενάγουσα της υπό στοιχείο Β’ αγωγής – πέμπτη των εναγομένων της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής (Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα), με μικτή σύμβαση ασφαλίσεως, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …….., ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Για την αποκατάσταση των ζημιών, τις οποίες υπέστη, λόγω της ένδικης σύγκρουσης, στην εμπρόσθια πλευρά του, η ιδιοκτήτρια αυτού (……..), κατέβαλε, για την αγορά καινούργιων ανταλλακτικών και την αμοιβή των εργασιών επισκευής, το συνολικό ποσό των 9.102,84, το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα (βλ. σχετ. τα επισυναπτόμενα στην αγωγή αυτή τιμολόγια). Εν συνεχεία, η ασφαλιστική αυτή εταιρία (ενάγουσα της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής) κατέβαλε στην ως άνω ασφαλισμένη της, ιδιοκτήτρια του με αριθμ. κυκλοφορίας …… Ι.Χ.Ε. ζημιωθέντος αυτοκινήτου, την 21.09.2015, το ποσό των 8.352,84 ευρώ, μετ’ αφαίρεση του ποσού των 750 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθμ. …/21.09.2015 εξοφλητική απόδειξη), για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών που υπέστη το ασφαλισμένο όχημα λόγω της ένδικης σύγκρουσης. Επομένως, ενόψει των προεκτεθέντων, εφόσον αποδείχθηκε ότι υπαίτιος του ένδικου τροχαίου ατυχήματος, το οποίο τελέστηκε υπό τις ως άνω συνθήκες, ήταν ο ενάγων της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής, ήτοι ο ………, ως οδηγός του ζημιογόνου οχήματος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ήτοι της με αριθμ. κυκλοφορίας ….. δίκυκλης μοτοσυκλέττας, εργοστασίου κατασκευής – τύπου Modenas, η οποία ήταν ιδιοκτησίας του και η οποία ήταν ασφαλισμένη, μ’ έγκυρη σύμβαση ασφάλισης, για τις ζημίες που θα προκαλούσε σε τρίτους από την κυκλοφορία της, στην ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία (….) (πρώτη των εναγομένων της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής) και η υπαιτιότητά του αυτή συνδέεται αιτιωδώς με τις υλικές ζημίες, που υπέστη το ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε ο ……., η ενάγουσα της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής, Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία με την επωνυμία «. …….», υποκαταστάθηκε αυτοδικαίως, από την 21.09.2015, στα δικαιώματα της ασφαλισμένης της (πέμπτης των εναγομένων της πρώτης αγωγής – Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………»), έναντι, όμως, της πρώτης των εναγομένων της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής (…..), καθώς δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε συνυπαιτιότητα στην πρόκληση των ένδικου ατυχήματος και των υλικών ζημιών, τις οποίες υπέστη το με αριθμ. κυκλοφορίας ……. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής BMW, του οδηγού του με αριθμ. κυκλοφορίας …………Φορτηγού Αυτοκινήτου τύπου ΜΑΝ, το οποίο οδηγούσε, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ο πρώτος των εναγομένων της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής (……….), ιδιοκτησίας της δεύτερης των εναγομένων της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής (εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στο Περιστέρι και εκπροσωπείται νόμιμα) και ήταν ασφαλισμένο για τις ζημίες που θα προκαλούσε σε τρίτους από τη λειτουργία του στην τρίτη εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής – δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής, με την επωνυμία «……..» και ήδη με την επωνυμία «. ……», αλλά ούτε και του οδηγού του με αριθμ. κυκλοφ. …………Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, ήτοι του ….. (τετάρτου των εναγομένων της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής). Όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση, που ενάγονται δύο ή περισσότεροι, ως υπεύθυνοι για την ζημία που προξένησαν από κοινού ζημία σε τρίτον, αντικείμενο της δίκης είναι μόνον η αξίωση του τρίτου προς αποζημίωση και όχι η εξ αναγωγής ευθύνη του ενός συνυπαιτίου προς τον άλλο. Ως εκ τούτου, στη δίκη αυτή οι εναγόμενοι (οι από κοινού υπαίτιοι) δεν μπορούν να αντιδικήσουν μεταξύ τους ούτε ως προς την ύπαρξη ούτε ως προς την έκταση της ευθύνης τους και η απόφαση δεν παράγει δεδικασμένο μεταξύ των ομοδίκων, ενόψει και του ότι η τυχόν εξέταση του επιμερισμού της υπαιτιότητας στην κατ’ έφεση δίκη δε θα δημιουργούσε δεδικασμένο για τις εσωτερικές σχέσεις που θα ανακύψουν στη δίκη της αναγω­γής (άρθρο 927 Α.Κ.), αφού δεν είναι αναγκαία για τη στή­ριξη του διατακτικού (ΚΠολΔ 331). Ούτε και η κρίση για την ύπαρξη ή μη ευθύνης ενός ή όλων των εις ολόκληρον ευθυνομέ­νων για αποζημίωση δημιουργεί μεταξύ τους δεδικασμένο, γιατί αυτό προϋποθέ­τει κατ’ αντιδικία διάγνωση και δεν ισχύει μεταξύ των ομοδίκων. Συνεπώς, υπόχρεη για την καταβολή του ως άνω συνολικού ποσού των 8.352,84 ευρώ, το οποίο (ποσό) συνδέεται, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα και τις υλικές ζημίες που υπέστη λόγω της σύγκρουσης το ζημιωθέν όχημα, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, στην ενάγουσα της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής είναι μόνον η πρώτη των εναγομένων της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής ασφαλιστική εταιρία (………), ως προς την οποία ορθώς έγινε δεκτή η υπό στοιχείο Β΄ αγωγή και από την εκκαλουμένη ως κατ’ ουσία βάσιμη και όχι και η δεύτερη των εναγομένων της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής ασφαλιστική εταιρία (με την επωνυμία «…..» και ήδη με την επωνυμία «………..», ως προς την οποία ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη η υπό στοιχείο Β΄ αγωγή, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των διαδίκων. Ως προς το αίτημα δε της πρώτης των εναγομένων της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής, το οποίο επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσής της, περί εξαίρεσής της από το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής, σημειώνονται τ’ ακόλουθα: Κατά το προηγούμενο του νόμου 4055/2012 νομικό καθεστώς είχε πάγια νομολογηθεί, αναφορικά με τις διατάξεις των άρθρων 345 και 346 ΑΚ (τόκοι υπερημερίας και επιδικίας), ότι: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 340, 345, 346 ΑΚ, 215 παρ. 1 εδάφ. α’, 221 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το καταψηφιστικό αίτημα αγωγής με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής απαίτησης περιοριστεί σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται μεν δικονομικοί τόκοι κατά το άρθρ. 346 ΑΚ, δηλαδή από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 1207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 989/2007), αφού η αγωγή αυτή θεωρείται από τότε ότι δεν ασκήθηκε κατά το καταψηφιστικό αίτημά της, δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επίδοσης της αγωγής ως όχλησης, που καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο κατά τις διατάξεις των άρθρ. 340 και 345 ΑΚ, δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο καταψηφιστικής αγωγής για χρηματική απαίτηση δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί όχλησης του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του (ΑΠ Ολομ. 23-24/2004, ΑΠ Ολομ. 13/1994, ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΑΠ 423/2012, ΑΠ 1520/2010). Ήδη, το άρθρο 346 ΑΚ, που όριζε ότι “ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος”, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρ. 113 του νόμου αυτού, από 2-4-2012, κατά το οποίο: “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης”. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 1207/2017 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παραβίασε, ευθέως, τις διατάξεις των άρθρων 345 και 346 ΑΚ, με εσφαλμένη ερμηνεία τους, καθώς και α) με εσφαλμένη εφαρμογή, τη διάταξη του άρθρου 346 ΑΚ και β) με εσφαλμένη μη εφαρμογή, τη διάταξη του άρθρου 345 του ίδιου Κώδικα, δεδομένου ότι αναγνωρίστηκε ότι οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής το ποσό των 8.352,84 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, κατ’ άρθρ. 346 ΑΚ και όχι με τον τόκο υπερημερίας, κατ’ άρθρ. 345 του ίδιου Κώδικα, επειδή και μόνη η ύπαρξη της συνεκδικαζομένης με την ένδικη αγωγή της αντιδίκου, αντίθετης αγωγής του ασφαλισμένου της, ……., σε συνδυασμό με την υιοθέτηση από την ίδια την εφεσίβλητη του ισχυρισμού της περί της διενέργειας αιφνιδιαστικού αριστερού ελιγμού από μέρους του ως άνω φορτηγού αυτοκινήτου, δημιουργούν τις απαιτούμενες εκ του νόμου περιστάσεις της «εύλογης» αμφιβολίας της αναφορικά με την υπαιτιότητα του ανωτέρω ασφαλισμένου της ως προς την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος και κατ’ επέκταση της εύλογης αντιδικίας της με την εφεσίβλητη, οπότε σε κάθε περίπτωση ο επιβληθείς τόκος έπρεπε να είναι αυτός της υπερημερίας και όχι της επιδικίας, ενώ το σχετικό αίτημα της εναντίον της ένδικης, από 26.10.2016 και με αριθμ. κατάθ. ………../27.10.2016 αγωγής της ενάγουσας της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής και ήδη εφεσίβλητης της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης περιορίστηκε, στο σύνολό του, παραδεκτά, κατά τη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και, ως εκ τούτου, εφόσον πρόκειται πλέον για αναγνωριστική απόφαση για το συγκεκριμένο ποσό που επιδικάστηκε, δεν οφείλονται (αυξημένοι) τόκοι επιδικίας αλλά μόνο τόκοι υπερημερίας. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση, δεν υπέπεσε στην ως άνω πλημμέλεια με το να επιδικάσει τόκους επιδικίας, κατά το άρθρ. 346 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την εν λόγω αντικατάστασή του, που ορθά εφάρμοσε, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν προηγουμένως, δεχόμενο ότι το αίτημα αυτό πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι «δεν προέκυψαν τέτοιες περιστάσεις, οι οποίες να δικαιολογούν την εφαρμογή του εδ. δ΄ του άρθρου 346 Α.Κ..», χωρίς να περιέχεται παραδοχή για το ότι υπάρχει εύλογη αντιδικία, που να δικαιολογεί, κατά τη δυνητική ευχέρεια του δικαστηρίου, την εφαρμογή του άρθρου 346 εδάφ. δ’ και ε’ του ΑΚ, ενώ δεν παραβίασε, ευθέως, τη διάταξη του άρθρου 345 του ίδιου Κώδικα, την οποία ορθά δεν εφάρμοσε, γιατί δεν ήταν εφαρμοστέα (βλ. σχετ. ΑΠ 1207/2017 ό.π.). ΄Αλλωστε, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 346 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 ν. 4055/2012, εφόσον δεν έλαβε χώρα ούτε αναγνώριση εγγράφως της οφειλής ή εξώδικος συμβιβασμός πριν τη συζήτηση της αγωγής, η ενάγουσα δε της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως και δεν αποδέχεται την οριστική απόφαση, προκειμένου να τερματιστεί η αντιδικία και κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, δεν συντρέχει περίπτωση κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζομένης χρηματικής απαιτήσεως, ήτοι εύλογης αντιδικίας, καθώς δεν πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη), ούτε προέβαλε ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012), αλλά για πρόκειται για απαίτηση από ασφαλιστική υποκατάσταση, κατ’ άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 και δη της μεταβίβασης της ισόποσης αξίωσης αποζημίωσης, την οποία κατέβαλε ο ασφαλιστής στον ασφαλισμένο – παθόντα κατά του υποχρέου τρίτου, η οποία επήλθε, κατά τ’ ανωτέρω, με την πραγματική πληρωμή του ασφαλίσματος από τον ασφαλιστή στον ασφαλισμένο του, πριν την άσκηση της υπό κρίση υπό στοιχείο Β΄ αγωγής. Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Με βάση αυτά, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας, περίπτωση που, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν συντρέχει εν προκειμένω. Επομένως, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο το αίτημα της πρώτης των εναγομένων της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής, το οποίο επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσής της, περί εξαίρεσής της από το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής, απορριπτομένου του σχετικού λόγου της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης, ως αβασίμου. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με τη με αριθμ. 2602/31-05-2017 οριστική απόφασή του: α) απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την υπό στοιχείο Α΄ από 18.05.2016 και με αριθμ. κατάθ. ……/27.05.2016 αγωγή (η οποία είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη, κατ’ ορθή εκτίμηση, στις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 481, 298, 299, 932, 929, 930 παρ. 3, 330 εδ. β΄, 345, 346 Α.Κ., 6, 10 του Ν. 489/1976, 2, 4, 6, 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 10 παρ. 1 του Ν. 489/1976 και 74, 176 του ΚΠολΔ),  καταδίκασε δε τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων και β) έκανε δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη την υπό στοιχείο Β΄ από 26.10.2016 και με αριθμ. κατάθ. ……./27.10.2016 αγωγή (η οποία είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 330, 340, 346, 481 επ., 914, 926 Α.Κ., 14 παρ. 1 Ν. 2496/1997, 74 και 176 ΚΠολΔ), ως προς την πρώτη εναγομένη, αναγνωρίστηκε δε η υποχρέωση της τελευταίας να καταβάλει στην ενάγουσα της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων τριακοσίων πενήντα δύο ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (8.352,84) ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως και απέρριψε αυτήν (την υπό στοιχείο Β΄ από 26.10.2016 αγωγή) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ως προς τη δεύτερη εναγομένη, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προσκομιζόμενα νόμιμα μ’ επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα (όπως μάρτυρες, έγγραφα, δικαστικά τεκμήρια, φωτογραφίες κ.λ.π.), έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συμπλήρωση και την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις παρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι έφεσης όλων των υπό κρίση υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ εφέσεων, με τους οποίους υποστηρίζονται από τους εκκαλούντες τ’ αντίθετα.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες, οι υπό κρίση υπό στοιχεία Α΄, Β΄, και Γ΄ εφέσεις, κατά της με αριθμ. 2602/31-05-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ήτοι: Α) η από 26/07/2017 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 26-07-2017 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 12-09-2017 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. ../2017, Β) η από 04/07/2017 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 07-07-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 29-09-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2017 και Γ) η από 30-01-2018 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 31-01-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ …/2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 31-01-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2018 και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων, τα οποία κατέθεσε έκαστος των εκκαλούντων των υπό στοιχεία Α΄, Β΄ και Γ΄ εφέσεων για την άσκηση αυτών (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Για την περίπτωση δε άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την ερημοδικαζομένη πέμπτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης (Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Κηφισιά και εκπροσωπείται νόμιμα), πρέπει να ορισθεί προκαταβλητέο παράβολο σε βάρος της (άρθρα 501,  502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 περ. γ΄ ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας: A) μεταξύ του εκκαλούντος της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης και των πρώτου, δεύτερης, τρίτης, τετάρτου και έκτης των εφεσιβλήτων της έφεσης αυτής, Β) μεταξύ των διαδίκων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης και Γ) μεταξύ των διαδίκων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης (πλην της πέμπτης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, η οποία, λόγω της ερημοδικίας της, δεν υπεβλήθη σε δικαστικά έξοδα) (άρθρα 179, 183, ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 146/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΕφΠειρ 60/2015 Δημ. Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ: Α) την από 26/07/2017 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 26-07-2017 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 12-09-2017 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2017, Β) την από 04/07/2017 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 07-07-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 29-09-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2017 και Γ) την από 30-01-2018 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 31-01-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 31-01-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2018, ερήμην της πέμπτης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης (Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Κηφισιά και εκπροσωπείται νόμιμα) και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την πέμπτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης (Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην Κηφισιά και εκπροσωπείται νόμιμα) στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις υπό κρίση υπό στοιχεία Α΄, Β΄ και Γ΄ εφέσεις και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων, τα οποία κατέθεσε έκαστος των εκκαλούντων των υπό στοιχεία Α΄, Β΄ και Γ΄ εφέσεων για την άσκηση αυτών.

συμψηφιζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας: A) μεταξύ του εκκαλούντος της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης και των πρώτου, δεύτερης, τρίτης, τετάρτου και έκτης των εφεσιβλήτων της έφεσης αυτής, Β) μεταξύ των διαδίκων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης και Γ) μεταξύ των διαδίκων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 22/05/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ