ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 293 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 1313/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν τον Ν. 4335/2015) επί της με ημερομηνία 27-7-2015 (αρ. κατάθ. …/…./2015) αγωγής της εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί από τον εν μέρει ηττηθέντα εναγόμενο νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα έγγραφα, που προσκομίζονται, δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της στις 25-5-2016 μέχρι την άσκησή της εφέσεως στις 4-10-2016, αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 ΑΚ, 1 και 3 του Ν. 2112/1920, 1, 3 § 1, 5 του ΒΔ από 16/7/1920 και 5 του Ν. 3198/1955 συνάγεται ότι, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, που θεωρείται έγκυρη, όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Επομένως, είναι άκυρη η καταγγελία αν δεν είναι έγγραφη και ο εργοδότης δεν καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την αποζημίωση απόλυσης, που σύμφωνα με τα προαναφερθέντα άρθρα 3 § 2 του Ν. 2112/1920 και 5 § 1 του Ν. 3198/1955 υπολογίζεται βάσει των τακτικών αποδοχών του απολυόμενου, κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ή όταν καταβάλει σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές μειωμένη αποζημίωση, η δε ακυρότητα δεν θεραπεύεται με τη μεταγενέστερη καταβολή της αποζημίωσης. Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 74 § 3Β Ν. 3863/2010, «όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημίωσης είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση». Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται, ακόμη, ότι η καταβολή της αποζημίωσης πρέπει να είναι πραγματική και δεν αρκεί η απλή προσφορά της (ΑΠ 918/2006 ΔΕΕ 2007.718, ΑΠ 1290/2001, ΕλΔνη 2002.131). Αν ο εργαζόμενος αρνείται να εισπράξει την πραγματικώς και προσηκόντως προσφερόμενη αποζημίωση, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να προβεί σε δημόσια κατάθεση του πόσου της αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (άρθρα 427, 431 ΑΚ, – ΕΘ 547/2017 ΝΟΜΟΣ). Η ακυρότητα της καταγγελίας, κατά τα προαναφερόμενα, είναι σχετική υπέρ του εργαζομένου (ΑΠ 1278/2001 ΔΕΝ 58.223, ΑΠ 1165/1999 ΔΕΝ 56.303), ο οποίος έχει την ευχέρεια είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή των αποδοχών του από τον υπερήμερο πλέον εργοδότη, προσφέροντας σ’ αυτόν προσηκόντως τις υπηρεσίες του, είτε παραιτούμενος ρητώς ή σιωπηρώς από το δικαίωμα του προσβολής του κύρους της καταγγελίας να θεωρήσει αυτή έγκυρη και να απαιτήσει τη νόμιμη αποζημίωση. Επομένως, οι ανωτέρω ελλείψεις, κατά την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, δεν καθιστούν αυτή ανυπόστατη, αλλά αποτελούν (οι ελλείψεις) λόγους ακυρότητας της καταγγελίας, η επίκληση της οποίας (ακυρότητας), πρέπει να γίνει από τον εργαζόμενο με αγωγή μέσα στην τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 § 1 του Ν. 3198/1955, ή με ένσταση μέσα στην ίδια προθεσμία (ΟλΑΠ 1338/1985, ΑΠ 55/2015 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, στην περίπτωση που ο μισθωτός θεωρήσει άκυρη την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και εμμένει στη σύμβαση αυτή, η αξίωσή του για μισθούς υπερημερίας, λόγω της άρνησης του εργοδότη ν’ αποδέχεται τις υπηρεσίες του, δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στη σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και τη βάση της σχετικής αγωγής. Έτσι, ο εργαζόμενος πρέπει ν’ αναφέρει στην αγωγή του την κατάρτιση της σύμβασης, τον συμβατικό ή νόμιμο μισθό και την άρνηση του εργοδότη ν’ αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του. Αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητά της δεν απαιτείται. Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, επικαλεστεί κατ’ ένσταση την καταγγελία της σύμβασης, ο ισχυρισμός του μισθωτού για την ακυρότητά της αποτελεί αντένσταση, η οποία μπορεί να προταθεί με τις προτάσεις της συζήτησης στον πρώτο βαθμό ή ακόμη και στον δεύτερο βαθμό, εφόσον συντρέχουν οι όροι του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Ο μισθωτός έχει βέβαια τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ακυρότητα της καταγγελίας και τους λόγους που τη θεμελιώνουν με το δικόγραφο της αγωγής («καθ’ υποφοράν»), οπότε πρόκειται για εκ προοιμίου αντένσταση κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη περί καταγγελίας της σύμβασης. Εάν όμως ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, ή ασκήσει μόνο αναγνωριστική της ακυρότητας της καταγγελίας αγωγή, τότε οφείλει να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα, χωρίς να είναι δυνατή μια μεταγενέστερη, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, διόρθωση της αοριστίας ή βελτίωση του σχετικού ισχυρισμού με επίκληση και νέων λόγων ακυρότητας, γιατί έτσι μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα η βάση της αγωγής (άρθρο 224 ΚΠολΔ, -ΑΠ 624/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το άρθρο 656 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 61 του Ν. 4139/2013, ορίζει ότι, «Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει, από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού». Από την ως άνω διάταξη σαφώς προκύπτει ότι, σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας εργαζόμενου, το δικαστήριο, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, διατάσσει την πραγματική απασχόληση του, στη θέση την οποία κατείχε πριν την άκυρη καταγγελία, χωρίς να έχει την ευχέρεια να απορρίψει το σχετικό αίτημα ή να αξιώσει περισσότερα στοιχεία, για τη θεμελίωση του (ΕΠειρ 43/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης, που είναι, όπως προεκτέθηκε, μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική ενέργειά της, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της – εργαζόμενος. Η καταγγελία αυτή πρέπει να περιέχει σαφή και αναμφίβολη βούληση του καταγγέλλοντος να λύσει μονομερώς τη σύμβαση, έτσι ώστε να μη μένει στον αντισυμβαλλόμενο αμφιβολία ως προς τη λύση ή όχι της σύμβασης και για τον λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι η καταγγελία δεν επιδέχεται, καταρχήν, αίρεση, αφού η προσθήκη αίρεσης δημιουργεί αβεβαιότητα στον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τη λήξη ή όχι της σύμβασης, η οποία δεν συμβιβάζεται με τον χαρακτήρα της καταγγελίας, ως διαπλαστικής δικαιοπραξίας. Οι διατάξεις, όμως, για την αίρεση δεν έχουν εφαρμογή στις αιρέσεις δικαίου, δηλαδή σ’ αυτές που συνίστανται στο γεγονός, που αποτελεί στοιχείο ή προϋπόθεση για την ενέργεια ή τελείωση της δικαιοπραξίας. Έτσι, είναι έγκυρη η επικουρική καταγγελία, δηλαδή η δεύτερη καταγγελία στην οποία προβαίνει ο καταγγέλων, για την περίπτωση που η προηγούμενη καταγγελία θα κρινόταν από το δικαστήριο ως άκυρη. Η δεύτερη αυτή καταγγελία περιέχει αίρεση δικαίου, η οποία είναι επιτρεπτή και η οποία, ανάλογα με τη νομική κατάσταση, αν μεν η πρώτη καταγγελία είναι έγκυρη, δεν έχει καμιά αξία και έννομη επιρροή, αν δε είναι άκυρη, επιφέρει αυτή το πρώτον το λύση της εργασιακής σύμβασης. Ακόμη, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου μπορεί να γίνει και από τον εργαζόμενο, όχι μόνο ρητώς, αλλά και σιωπηρώς, δηλαδή με πράξεις από τις οποίες κατά τρόπο αναμφίβολο προκύπτει κατ’ αντικειμενική κρίση η βούλησή του για τη λύση της συμβάσεως. Τέτοια δε καταγγελία (σιωπηρή) από ορισμένη συμπεριφορά του μισθωτού, για την αξιολόγηση της οποίας, εφόσον προκύπτει αμφιβολία, το δικαστήριο οφείλει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, μπορεί να συνιστά με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες και η αδικαιολόγητη άρνηση του μισθωτού να παρέχει τις υπηρεσίες του (ΑΠ 2238/2013, ΑΠ 1219/2005 ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 της ΥΑ 19040/1981 «Επιδόματα (δώρα) εορτών μισθωτών ιδιωτικού δικαίου» ορίζονται τα εξής : «1. Όλοι οι μισθωτοί που αμείβονται με μισθό ή με ημερομίσθιο δικαιούνται από τους πάσης φύσεως εργοδότες τους: α) επίδομα εορτών Χριστουγέννων ίσο με ένα μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 15 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο και β) επίδομα εορτών Πάσχα ίσο με μισό μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 15 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο. 2. Τα ανωτέρω επιδόματα καταβάλλονται στο ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διάρκεσε ολόκληρη τη χρονική περίοδο στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Πάσχα από Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου και στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων από 1 Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. 3. Από τους μισθωτούς εκείνοι που η σχέση εργασίας τους με τον υπόχρεο στην καταβολή του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα εργοδότη δεν διάρκεσε ολόκληρο το ανωτέρω χρονικό διάστημα δικαιούνται : α) Σαν επίδομα εορτών Χριστουγέννων ποσό με 2/25 του μηνιαίου μισθού ή δύο (2) ημερομίσθια ανάλογα με τον συμφωνημένο τρόπο αμοιβής, για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσεως τους …» (άρθρο 1), και «1. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα υπολογίζονται βάσει των πράγματι καταβαλλόμενων μισθών ή ημερομισθίων την 10 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου για το επίδομα Χριστουγέννων και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα για το επίδομα Πάσχα ή την ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσεως ….» (άρθρο 3).
Με την αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ιστορούσε ότι προσελήφθη από τον εναγόμενο στις 8-12-2008, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί ως σιδερώτρια στο καθαριστήριο-σιδερωτήριο, που διατηρούσε ο τελευταίος στον Πειραιά. Ότι από 14-11-2013 η σύμβαση εργασίας της μετατράπηκε σε μερικής απασχόλησης και απασχολείτο έκτοτε 6 ώρες ημερησίως επί 6 ημέρες την εβδομάδα. Ότι αμειβόταν με ημερομίσθιο, που ανερχόταν από 1-1-2012 σε 48,05 €, από 1-10-2012 σε 43,26 € και από 14-11-2013 σε 27,78 €. Ότι προσέφερε την εργασία της στην επιχείρηση του εναγομένου μέχρι 8-5-2015, οπότε ο τελευταίος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της, χωρίς να τηρήσει τον έγγραφο τύπο και χωρίς να της καταβάλλει την νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, αρνούμενος έκτοτε να αποδεχτεί τις υπηρεσίες της. Ότι στην πραγματικότητα ο εναγόμενος προέβη στην απόλυση της για λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπο της, διότι την προηγούμενη ημέρα η ίδια είχε προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας διαμαρτυρόμενη για την μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών της και την παράνομη εγκατάσταση από τον εργοδότη της στο χώρο, που εργαζόταν, συστήματος βιντεοσκόπησης. Ζητούσε δε, μετά από εν μέρει τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και περιλήφθηκε στις προτάσεις της, 1) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 8-5-2015 καταγγελίας για τους ανωτέρω λόγους, 2) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να την απασχολεί πραγματικά στη θέση που την απασχολούσε προ της απολύσεως της έως τη νόμιμη άρση της υπερημερίας του, υπό την απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος του 300 ευρώ για κάθε ημέρα αρνήσεως του να συμμορφωθεί στην ανωτέρω υποχρέωσή του, 3) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του να της καταβάλλει για αποδοχές υπερημερίας χρονικού διαστήματος από 8-5-2015 έως και 9-5-2016 ποσό 8.334 ευρώ, επικουρικά δε, εφόσον η ανωτέρω καταγγελία κριθεί έγκυρη, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του να της καταβάλλει ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 972,30 ευρώ, 4) να υποχρεωθεί, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλλει για δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2012 και Απριλίου-Μαΐου 2015, επίδομα Χριστουγέννων, διαφορά επιδόματος Πάσχα και επίδομα αδείας έτους 2012, για επίδομα Χριστουγέννων, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας έτους 2015, για επίδομα Πάσχα, για αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας έτους 2016 το συνολικό ποσό των 7.035,01 ευρώ, κυρίως από τη σύμβαση εργασίας, επικουρικά, σε περίπτωση δηλαδή που η σύμβαση εργασίας κριθεί άκυρη, βάση των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, 5) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του να της καταβάλλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη συνεπεία της παράνομης και καταχρηστικής καταγγελίας της σύμβασης της, το ποσό των 10.000 ευρώ, όλα τα ανωτέρω ποσά εντόκως από την δήλη ημέρα καταβολής τους, άλλως από την επομένη της απόλυσης της, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Ζητούσε, επίσης, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να υποβάλλει κατάλογο των περιουσιακών του στοιχείων συγχρόνως και να δώσει βεβαιωτικό όρκο ότι, ο κατάλογος αυτός περιέχει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, δεν παραλείπει κανένα από αυτά και καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να εξακριβώσει το σύνολο αυτών, διατασσομένης σε βάρος του προσωπικής κράτησης διάρκειας 6 μηνών, σε περίπτωση που δεν εμφανισθεί την ορισθείσα ημέρα για να δώσει όρκο ή εμφανισθεί, αλλά αρνηθεί να δώσει αυτόν. Τέλος, ζητούσε να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού έκρινε ότι η αγωγή έχει ασκηθεί παραδεκτώς εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας όσον αφορά το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας και εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας αναφορικά με το αίτημα καταβολής αποζημίωσης απόλυσης και αφού απέρριψε ως μη νόμιμη α)την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, β) το αίτημα για καταβολή μισθών υπερημερίας για το μετά τη συζήτηση της αγωγής χρονικό διάστημα, γ)το αίτημα για καταβολή επιδόματος Πάσχα, αποδοχών αδείας, επιδόματος αδείας έτους 2016 και του επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2015 για τον μετά τη συζήτηση της αγωγής χρόνο καθώς και δ) το αίτημα για υποβολή καταλόγου των περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου και δόσεως βεβαιωτικού όρκου, περαιτέρω, έκρινε αυτήν νόμιμη και στη συνέχεια την δέχτηκε ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος. Ακολούθως, αναγνώρισε την ακυρότητα της από 8-5-2015 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, υποχρέωσε τον εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας υπό την απειλή χρηματικής ποινής 50 ευρώ για κάθε ημέρα παραβίασης της απόφασης, αναγνώρισε την υποχρέωση του (εναγομένου) να καταβάλλει στην ενάγουσα 4.722,60 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, εντόκως από την επομένη της τελευταίας ημέρας κάθε μήνα στον οποίο αντιστοιχεί κάθε ημερομίσθιο, υποχρέωσε αυτόν να καταβάλλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 3.017,45 ευρώ (για δεδουλευμένες αποδοχές Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2012, Απριλίου-Μαΐου 2015, δώρα Χριστουγέννων-Πάσχα 2012, επίδομα αδείας 2012 και δώρο Χριστουγέννων 2015), εντόκως κάθε επιμέρους ποσό, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο σκεπτικό της, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για ποσό 1.500 ευρώ και επέβαλε σε βάρος του μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας εκ ποσού 300 ευρώ. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος ήδη εκκαλών με την ένδικη έφεσή του για τους λόγους που επικαλείται, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από την υπ’ αρ. ……/7-10-2015 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα …….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου (βλ. με αρ. ……./4-8-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Αθηνών …….. σε συνδυασμό με το αγωγικό δικόγραφο, στο οποίο περιλαμβάνεται γνωστοποίηση μετά προσκλήσεως σε λήψη ενόρκων βεβαιώσεων), από την υπ’ αρ. ……/4-12-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκε με επιμέλεια του εναγομένου μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας και προσκομίζεται παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 529 § 1 ΚΠολΔ, στο παρόν Δικαστήριο (δεδομένου ότι στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε προσκομιστεί απαραδέκτως εντός της προθεσμίας προσθήκης, αφού δεν έτεινε σε αντίκρουση αυτοτελούς ισχυρισμού προταθέντος για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση- άρθρο 591 § 1 ΚΠολΔ), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, ο οποίος διατηρεί επιχείρηση στεγνοκαθαριστηρίου με τον διακριτικό τίτλο « …………» στον Πειραιά, επί της οδού ……….., στις 8-12-2008 προσέλαβε την ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, δυνάμει της με ιδία ημερομηνία έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργαστεί στο προαναφερόμενο κατάστημά του, ως υπάλληλος στεγνοκαθαριστηρίου -σιδερώτρια υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και συγκεκριμένα πέντε ημερών την εβδομάδα, πλην Σαββάτου και Κυριακής, επί 8 ώρες ημερησίως, από 08.00-16.00. Η ενάγουσα από την ανωτέρω ημεροχρονολογία πρόσληψής της προσέφερε τις υπηρεσίες, για τις οποίες είχε προσληφθεί, συνεχώς έως τις 14-11-2013, οπότε με νεότερη, έγγραφη, συμφωνία των διαδίκων, η απασχόληση της μετατράπηκε από πλήρης σε μερική, ήτοι εξαήμερη απασχόληση εβδομαδιαίως (Δευτέρα έως και Σάββατο) και έξι ώρες ημερησίως, από 08:00-14:00. Η ενάγουσα, όπως συνομολογείται και από τον εναγόμενο, συμφωνήθηκε να αμείβεται με ημερομίσθιο, το οποίο αρχικά ανερχόταν στο ποσό των 48,05 € μικτά, από 1-10-2012 σε 43,26 € μικτά και από 14-11-2013 σε 27,78 € μικτά. Η ενάγουσα σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης παρείχε προσηκόντως την εργασία της στην άνω επιχείρηση του εναγομένου για περίπου τρία έτη, χωρίς οιοδήποτε πρόβλημα, καθόσον αφορά είτε στην απόδοση και την παραγωγικότητα είτε στη συμπεριφορά της στον χώρο εργασίας και τις σχέσεις με τον εργοδότη ή τους συναδέλφους της. Από τα τέλη του έτους 2011 και έκτοτε, όμως, ο εναγόμενος δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του και ειδικότερα καθυστερούσε την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών της, καταβάλλοντας αυτές σε μη τακτά χρονικά διαστήματα, αφετέρου σε κάποιες περιπτώσεις δεν κατέβαλε και καθόλου τα οφειλόμενα στην ενάγουσα. Από την επερχόμενη δυσαρέσκεια λόγω του γεγονότος αυτού η ενάγουσα άρχισε να συμπεριφέρεται με τρόπο μη προσήκοντα και επαγγελματικό, αφού μείωσε την ποιότητα της παρεχομένης εργασίας της και ενίοτε συμπεριφερόταν απότομα προς κάποιους πελάτες της επιχείρησης, ενώ κάποια ελλείματα στο ταμείο, που παρουσιάστηκαν μετά τη λήξη της βάρδιας της, δημιούργησαν υπόνοιες στον εναγόμενο, σε συνδυασμό με το σύνολο της συμπεριφοράς της, ότι ενδεχομένως να αφαιρούσε μικροποσά από το ταμείο, γεγονός που τον ώθησε να εγκαταστήσει σύστημα βιντεοσκόπησης. Στις 7-5-2015, εξ αφορμής μίας διαφωνίας μεταξύ της ενάγουσας και μίας πελάτιδος της επιχείρησης σχετικά με το εάν είχε λάβει χώρα ή μη εξόφληση υπηρεσίας καθαρισμού ρούχων της τελευταίας, δημιουργήθηκε έντονο φραστικό επεισόδιο μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου, που κατέληξε με την ενάγουσα να αποχωρεί από την εργασία της και να καταφεύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας διαμαρτυρόμενη για τη μη καταβολή σε αυτήν από τον εναγόμενο δεδουλευμένων αποδοχών της, συντασσομένου προς τούτο του με αρ. ……/7-5-2015 δελτίου εργατικής διαφοράς. Την επομένη ημέρα, στις 8-5-2015, η ενάγουσα προσήλθε στο στεγνοκαθαριστήριο για να εργαστεί, πλην όμως ο εναγόμενος αρνήθηκε να αποδεχτεί την εργασία της και δεν της επέτρεψε να εισέλθει στο κατάστημα, ενώ της κατέστησε σαφές ότι δεν επιθυμεί να την απασχολεί στο εξής. Κατά τον τρόπο αυτό ο εναγόμενος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας χωρίς να τηρήσει τον έγγραφο τύπο και χωρίς να της καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση. Κατά συνέπεια, η παραπάνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας, που έγινε χωρίς να τηρηθεί ο προβλεπόμενος τύπος, είναι άκυρη και δεν παράγει αποτελέσματα (180 ΑΚ), ως προς τη λύση της επίδικης σύμβασης εργασίας, η οποία συνεχίστηκε να υφίσταται, με αποτέλεσμα να περιέλθει ο εναγόμενος σε κατάσταση υπερημερίας ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας (άρθρα 350 και 656 ΑΚ). Συνεπώς, της οφείλει μισθούς υπερημερίας για το διάστημα από τις 9-5-2015 (επόμενη ημέρα της καταγγελίας) μέχρι και 1-12-2016 (χρόνος συζήτησης της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο). Ο εναγόμενος-εκκαλών με τον πρώτο λόγο έφεσής του ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της στις 7-5-2015, αφού εγκατέλειψε τη θέση της χωρίς την άδειά του, και άρα η ίδια κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ενάγουσα προσήλθε κανονικά στην εργασία της την επομένη ημέρα (στις 8-5-2015), ότι η αποχώρηση από την εργασία της ήταν συνέπεια ενός μεμονωμένου περιστατικού διαπληκτισμού μεταξύ των διαδίκων καθώς και ότι ο εναγόμενος καθυστερούσε τα τελευταία έτη τις αποδοχές της, γεγονός που ώθησε δικαιολογημένα την ενάγουσα να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με τις από τα άρθρα 200 και 288 ΑΚ συναγόμενες αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, ότι η ανωτέρω αποχώρηση από την εργασία της, χωρίς την άδεια του εργοδότη της, φανερώνει αναμφίβολα δήλωση βουλήσεως της ενάγουσας για τη λύση της εργασιακής συμβάσεως, ενώ, εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι αυτή, φεύγοντας από την εργασία της στις 7-5-2015, δήλωσε στον εναγόμενο ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει. Η μάρτυρας ανταπόδειξης, ……., άλλωστε, (θυγατέρα του εναγομένου) εξεταζόμενη στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιγράφοντας το εν λόγω γεγονός αναφέρει μόνο ότι η ενάγουσα «έφυγε έξαλλη από το μαγαζί». Εξάλλου, κανένα συμφέρον δεν θα είχε η ενάγουσα να προχωρήσει σε μία τέτοια ενέργεια και να χάσει την εργασία της τη στιγμή μάλιστα, που δεν είχε εξασφαλίσει άλλη, πράγμα δύσκολο ενόψει της ηλικίας της (των 46 ετών), έχοντας ανάγκη των χρημάτων από την εργασία της για να καλύψει τις οικονομικές ανάγκες της οικογενείας της. Αντίθετα, η παραπάνω αποχώρηση της ενάγουσας από την εργασία της, που αποτελεί κρίσιμο κριτήριο, είχε εντελώς περιστασιακό χαρακτήρα, οφειλόμενη στην τεταμένη κατάσταση που δημιουργήθηκε με τον εναγόμενο, αλλά και σύντομη χρονική διάρκεια, αφού την επόμενη ημέρα προσήλθε στην εργασία της για να προσφέρει τις υπηρεσίες της, έστω και με τη συνοδεία φίλης της, γεγονός που δικαιολογείται από την ανασφάλειά της για τη συμπεριφορά που θα είχε ο εργοδότης της λόγω του προηγηθέντος περιστατικού. Ούτε η προσφυγή της στην Επιθεώρηση Εργασίας δηλώνει δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης αποχώρησης εκ μέρους της από την εργασία της, ενόψει της επανόδου της στην εργασία της την επομένη, ακριβώς, της άμεσης προσφυγής της στην άνω υπηρεσία. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος κατά τη συζήτησης της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ήτοι στις 1-12-2015, δήλωσε προφορικά δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, όπως προκύπτει από τη σχετική καταχώρηση στα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίασης, ότι, επικουρικά, καταγγέλλει τη σύμβαση εργασίας, όπως αυτή επισυνάπτεται στις κατατεθειμένες κατά την ανωτέρω συζήτηση προτάσεις του. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της καταγγελίας αυτής, που συνιστά νέα (δεύτερη) καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας, όπως περιέχεται στις προτάσεις του, ο εναγόμενος, αφού επικαλείται ως λόγους την απρεπή συμπεριφορά της ενάγουσας προς πελάτες της επιχείρησης του και την αποχώρηση της στις 7-5-2015 μετά από επεισόδιο, κατά το οποίο τον εξύβρισε, δηλώνει επί λέξει ότι, «Καταγγέλλω τη σύμβαση εργασίας σας από 8-5-2015 άλλως από την επίδοση της παρούσας για την υποθετική περίπτωση που κριθεί ότι η αποχώρηση σας από την επιχείρηση στις 7-5-2015 δεν συνιστά οικειοθελή αποχώρηση και επομένως η άρνηση μου να σας δεχτώ την επομένη συνοδευόμενη από μια φίλη σας στην επιχείρηση συνιστά μη έγκυρη καταγγελία της σύμβασης σας». Επίσης, με την ανωτέρω καταγγελία δήλωσε προς την ενάγουσα ότι, παρά την μη ύπαρξη υποχρέωσής του για καταβολή αποζημίωσης λόγω των παραπάνω παραπτωμάτων της, προτίθεται να της καταβάλλει το ποσό που αναλογεί στην αποζημίωσή της σε τέσσερις ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του ο εκκαλών επαναφέρει την πρωτοδίκως παραδεκτά υποβληθείσα ένσταση περί δεύτερης επικουρικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ισχυριζόμενος ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε αυτήν ως μη νόμιμη, δεδομένου μάλιστα ότι έγινε για σπουδαίο λόγο και έπρεπε άρα να την δεχτεί ως έγκυρη. Από τα άρθρα 669 § 2 ΑΚ, 1 Ν. 2112/1920 και 1 και 5 Ν. 3198/1955 , όπως αναφέρθηκε και στην αρχική μείζονα σκέψη, συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης, δικαιοπραξία, με την έννοια ότι η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου λόγου δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της και συνεπώς τούτο (το κύρος αυτής) δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται μόνο στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά την καταγγελία άκυρη σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ (ΑΠ 166/2018, ΑΠ 102/2017 ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, όπως προαναφέρθηκε, η καταγγελία από τον εργοδότη σχέσεως εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου είναι έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί στον μισθωτό η νόμιμη αποζημίωση, η οποία πρέπει να καταβάλλεται ασχέτως του λόγου, που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιοριστικά αναγραφόμενες στον νόμο περιπτώσεις (υποβολή μηνύσεως για αξιόποινη πράξη, ανώτερη βία). Επομένως, ο εργοδότης οφείλει την αποζημίωση αυτή και όταν κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας για κάθε άλλη υπαίτια μη εκπλήρωση ή πλημμελή εκπλήρωση των από τη σύμβαση εργασίας υποχρεώσεων του μισθωτού (ΑΠ 341/2011 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τα άρθρα 591 § 1, 666 § 1, 115 § 3 και 256 § 1 περ. δ’ ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του Ν. 4335/2015) προκύπτει ότι στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρηθούν στα πρακτικά με συνοπτική έκθεση των γεγονότων, που τους θεμελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες προτάσεις, δηλαδή απαιτείται σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που ως «γενόμενο κατά τη συζήτηση» σημειώνεται στα πρακτικά και έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν τους αυτοτελείς ισχυρισμούς στις κατατιθέμενες προτάσεις (ΑΠ 90/2018, ΑΠ 72/2016 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, θα πρέπει, καταρχήν, να λεχθεί ότι η καταγγελία, επειδή είναι αναιτιώδης δικαιοπραξία, δεν έχει σημασία ο λόγος για τον οποίο γίνεται και ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος σε καταβολής της αποζημίωσης, απαλλασσομένου από της καταβολής της μόνο στις ρητά οριζόμενες από τον νόμο περιπτώσεις. Οπότε για την εγκυρότητα της καταγγελίας αυτή θα πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται από την καταβολή της αποζημίωσης, που πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αρχική μείζονα σκέψη, να είναι προσήκουσα και πραγματική. Εν προκειμένω η δεύτερη, επικουρική, καταγγελία του εναγομένου, η οποία εξετάζεται αυτοτελώς, έχει αξία και έννομη επιρροή, καθόσον η πρώτη παραπάνω από 8-5-2015 προφορική καταγγελία κρίθηκε άκυρη, όπως προεκτέθηκε, και δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν την προσβάλλει με νόμιμη ένσταση. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η ενάγουσα δεν υπέβαλε προφορικά, όπως είχε τη δυνατότητα, κατ’ άρθρο 591 §1 ΚΠολΔ, αντένσταση ακυρότητας της νέας (επικουρικής) προφορικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, καταχωρούμενη στα πρακτικά, ούτε αποδείχθηκε ότι, έστω μεταγενέστερα, προσέβαλε αυτήν με νέα αγωγή μέσα στην τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 § 1 Ν. 3198/1955. Επομένως, η δεύτερη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, που έλαβε χώρα από τον εναγόμενο στις 1-12-2015, είχε ως αποτέλεσμα την άρση της υπερημερίας του εναγομένου και τη λύση της εργασιακής σύμβασης έκτοτε, μη υποχρεούμενου να αποδέχεται έκτοτε τις υπηρεσίες της. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με το να επεκτείνει τον έλεγχο της ακυρότητας και στην επιγενόμενη από 1-12-2015 (αλλά και στην μεταγενέστερη, που έλαβε χώρα με την επίδοση της εξώδικης δήλωσης στην ενάγουσα στις 2-12-2015) καταγγελία, κρίνοντας αυτήν ως άκυρη, μολονότι την ακυρότητα αυτής δεν ζήτησε ούτε επικαλέστηκε η ενάγουσα-εφεσίβλητη νομίμως, κατ’ ένσταση, ενώπιον του, με δήλωσή της, που να καταχωρηθεί στα πρακτικά, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος ο δεύτερος λόγος έφεσης και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιο, που αφορά την αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας -λόγω υπερημερίας του εναγομένου- για το μετά την 1-12-2015 χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, δεδομένου ότι η υπερημερία του ήρθη με την από 1-12-2015 καταγγελία της σύμβασης εργασίας και για το μέλλον και ότι μέχρι το χρονικό αυτό σημείο δεν αποδεχόταν τις προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας, με την οποία συνδεόταν με έγκυρη σύμβαση εργασίας, οφείλει σε αυτήν αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την επομένη της κριθείσας ως άκυρης καταγγελίας (9-5-2015) έως την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής (1-12-2015), ήτοι για διάστημα 6 μηνών και 22 ημερών, το ποσό των [27,78 € το ημερομίσθιο Χ 25 ημέρες το μήνα=694,50 € Χ 6 μήνες =4.167 € + (27,78 € Χ 22 ημέρες= 611,16 €) 4.778,16 ευρώ. Με την προσβαλλόμενη απόφαση επιδικάστηκε ποσό 4.722,60 ευρώ, το οποίο, όμως, δεν πλήττεται με έφεση της ενάγουσας. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα και τα κάτωθι ποσά για δεδουλευμένες αποδοχές. Ειδικότερα, η ενάγουσα α) έναντι των δεδουλευμένων αποδοχών για τον μήνα Νοέμβριο 2012 έλαβε συνολικά 500 ευρώ και άρα της οφείλεται υπόλοιπο, ήτοι 43,26 € το ημερομίσθιο Χ 22 ημέρες = 951,72 € – 500 € = 451,72 ευρώ, β) έναντι των δεδουλευμένων αποδοχών για τον μήνα Δεκέμβριο 2012 έλαβε συνολικά 800 ευρώ και άρα της οφείλεται η διαφορά, ήτοι 43,26 € το ημερομίσθιο Χ 22 ημέρες = 951,72 € – 800 € = 151,72 ευρώ, γ) έναντι των δεδουλευμένων αποδοχών για τον μήνα Απρίλιο 2015 έλαβε 583,38 ευρώ και της οφείλεται το υπόλοιπο, ήτοι 27,78 € το ημερομίσθιο Χ 25 ημέρες = 694,50 € – 583,38 € = 111,12 ευρώ, δ) για δεδουλευμένες αποδοχές του μηνός Μαΐου 2015 και δη για 6 ημερομίσθια δικαιούται 27,78 € το ημερομίσθιο Χ 6 ημέρες = 166,68 ευρώ. Επιπλέον, στην ενάγουσα οφείλονται: ε)για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2012 ποσό [(43,26 € το ημερομίσθιο Χ 22 ημερομίσθια=) 951,72 € + (951,72 € Χ 0,041666 η αναλογία αδείας και επιδόματος αδείας=) 39,65 € =] 991,37 ευρώ, έναντι του οποίου της καταβλήθηκε στις 24-12-2012 ποσό 300 ευρώ και άρα της οφείλεται η διαφορά ήτοι (991,37 € – 300 € =) 691,37 ευρώ, στ) για επίδομα Πάσχα έτους 2012 (υπολογιζόμενο βάσει του καταβαλλόμενου ημερομισθίου την 15η ημέρα πριν το Πάσχα- άρθρο 3 § 1 της ΥΑ 19040/1981) ποσό [(48,05 € το ημερομίσθιο Χ 15 ημερομίσθια=) 720,75 € + (720,75 € Χ 0,041666 η αναλογία αδείας και επιδόματος αδείας = 30,03 €) =] 750,78 ευρώ, έναντι του οποίου της καταβλήθηκε ποσό 220 ευρώ, και άρα της οφείλεται η διαφορά ήτοι (750,78 € – 220 €=) 530,78 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε στην ενάγουσα για την αιτία αυτή 274,77 ευρώ, πλην όμως το κονδύλιο αυτό δεν πλήττεται από την τελευταία με έφεση. ζ) Για επίδομα αδείας έτους 2012 της οφείλεται ποσό (48,05 € το ημερομίσθιο Χ 13 ημερομίσθια)= 624,65 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε στην ενάγουσα για την αιτία αυτή 562,38 ευρώ, πλην όμως το κονδύλιο αυτό δεν πλήττεται από την τελευταία με έφεση. η) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2015 (μέχρι 1-12-2015) δικαιούται 2 ημερομίσθια για κάθε δεκαεννεαήμερο διάστημα της εργασίας της ήτοι (55,56 € Χ 11,31 δεκαεννεαήμερα =) 628,38 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε στην ενάγουσα 607,69 ευρώ, πλην όμως το κονδύλιο αυτό δεν πλήττεται με έφεση της τελευταίας. Πέραν των ανωτέρω αναφερόμενων καταβολών εκ μέρους του εναγομένου, δεν αποδείχθηκε άλλη καταβολή, παρά τα όσα υποστηρίζει αυτός με τον τρίτο (εκ παραδρομής αναφέρεται ως τέταρτος στο εφετήριο) λόγο έφεσής του, με τον οποίο επαναφέρει την πρωτοδίκως παραδεκτώς υποβληθείσα ένσταση εξόφλησης, η οποία ως εκ τούτου είναι εν μέρει ουσία βάσιμη. Επομένως, ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα συνολικά για δεδουλευμένες αποδοχές, αποδοχές υπερημερίας και επιδόματα (4.722,60 + 451,72 + 151,72 + 111,12 + 166,68 + 691,37 + 274,77 + 562,38 + 607,69 =) 7.740,05 ΕΥΡΩ, το δε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που επιδίκασε στην ενάγουσα τα ίδια ανωτέρω ποσά για τις προαναφερόμενες αιτίες δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.
Μετά ταύτα, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη κατά ουσιαστική παραδοχή του δεύτερου λόγου έφεσης και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μεταβιβασθέν στο Δικαστήριο αυτό μέρος, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο, αφού δικάσει την αγωγή, θα πρέπει να την κάνει δεκτή εν μέρει ως ουσία βάσιμη. Ακολούθως, αφού απορριφθεί το αίτημα να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας για το μετά την 1-12-2015 διάστημα, θα πρέπει η 1) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 8-5-2015 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, 2) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει στην ενάγουσα 4.722,60 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, με τον νόμιμο τόκο από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής τους, που συμπίπτει με την τελευταία ημέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο ο μισθωτός παρείχε την εργασία του, μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και 3) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει σ’ αυτήν το συνολικό ποσό των 3.017,45 ευρώ, εντόκως ως εξής : α) 451,72 ευρώ εντόκως από 1-12-2012, β) 151,72 ευρώ εντόκως από 1-1-2013, γ) 111,12 ευρώ εντόκως από 1-5-2015, δ) 166,68 ευρώ εντόκως από 8-5-2015, ε) 274,77 ευρώ εντόκως από 1-5-2012, στ) 691,37 ευρώ εντόκως από 1-1-2013, ζ) 475,86 ευρώ εντόκως από 1-1-2013 και η) 607,69 ευρώ εντόκως από 1-12-2015. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας-εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος του εναγομένου-εκκαλούντος, λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 30-9-2016 (αρ. κατάθ. ………/2016) έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αρ. 1313/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (κατά το εκκληθέν μέρος).
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 27-7-2015 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 8-5-2015 καταγγελίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει στην ενάγουσα τέσσερις χιλιάδες επτακόσια είκοσι δύο ΕΥΡΩ και εξήντα ΛΕΠΤΑ (4.722,60) για μισθούς υπερημερίας, με τον νόμιμο τόκο από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής τους, που συμπίπτει με την τελευταία ημέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο ο μισθωτός παρείχε την εργασία του, μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων δεκαεπτά ΕΥΡΩ και σαράντα πέντε ΛΕΠΤΩΝ (3.017,45), εντόκως κάθε επιμέρους ποσό, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας-εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος του εναγομένου-εκκαλούντος, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 22-5-2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ