Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 297/2019

Αγωγή με αίτημα τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη πλοιοκτήτρια εταιρία από την κατάρτιση  εκ μέρους του εναγομένου, διαχειριστή του πλοίου και εντολοδόχου της, με τρίτον συμπαικτικού ναυλοσυμφώνου με περιεχόμενο αντίθετο προς τις επιταγές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Η υποχρέωση προκαταβολής της παράστασης κατά τη συζήτηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων θεωρείται τυπική παράλειψη η οποία μπορεί να καλυφθεί μετά τη συζήτηση και πριν από την έκδοση της απόφασης κατά τη διαδικασία του άρθρου 227 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται για τη θεραπεία και της ακυρότητας που εμφιλοχώρησε σε προηγούμενο της συζητήσεως διαδικαστικό στάδιο, ήδη κατά την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτή προκλήθηκε όχι λόγω της πλήρους απουσίας γραμματίου αλλά συνεπεία της προσκομιδής του με ελλείψεις. Η δωσιδικία της συνάφειας  διατηρεί  προβάδισμα όχι μόνο έναντι της γενικής νόμιμης δωσιδικίας αλλά και έναντι των άλλων αποκλειστικών δωσιδικιών, ακόμα και έναντι της παρέκτασης. Επί αντικειμενικής σωρεύσεως αγωγών, όταν υπάρχει παρέκταση για ορισμένες από αυτές, ενώ για μία ισχύει κάποια ειδική συντρέχουσα δωσιδικία, και η αγωγή ασκηθεί στο δικαστήριο της τελευταίας, αυτό καθίσταται κατά τόπον αρμόδιο και για τις λοιπές σωρευόμενες αγωγές, για τις οποίες είχε συμφωνηθεί παρέκταση, εφόσον είναι συναφείς. Επί απορρίψεως της αγωγής για λόγους απαραδέκτου, προϋπόθεση της προβολής από τον εναγόμενο που νίκησε ως λόγου εφέσεως του ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, είναι η επίκληση σφάλματος που οδήγησε στην τυπική αντί της ουσιαστικής απόρριψή της, αφού άλλως ο εκκαλών στερείται εννόμου συμφέροντος για την προσβολή της απορριπτικής κρίσεως. Αν η εκκαλουμένη πλήττεται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ειδικότερος λόγος αυτής περί εσφαλμένης μη λήψεως υπόψη ορισμένου αποδεικτού μέσου, ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, του οποίου γίνεται επανεπίκληση και επαναπροσκομιδή, αποβαίνει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού σε κάθε περίπτωση το εφετείο, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, έχει και χωρίς ειδικό παράπονο την υποχρέωση καθολικής επανεκτίμησεως των αποδείξεων. Πραγματικά περιστατικά. Κρίση ότι ο εναγόμενος ενήργησε καθ’ υπέρβαση και κατά κατάχρηση της εντολής και της πληρεξουσιότητας που του χορηγήθηκαν και παραβίασε τις συμβατικές του υποχρεώσεις, επειδή εν γνώσει της προσωρινής ανικανότητας του πλοίου προς πλου συνομολόγησε στο ναυλοσύμφωνο που κατήρτισε εν αγνοία της ενάγουσας όρους περί παραδόσεως του σκάφους στη ναυλώτρια σε χρόνο που αυτό θα παρέμενε αναξιόπλοο αλλά και ποινική ρήτρα για κάθε ημέρα καθυστέρησης, με σκοπό τη δημιουργία υπέρογκων και αδικαιολόγητων απαιτήσεων σε βάρος της. Η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα έχει υλική υπόσταση και για την επιδίκασή της πρέπει να αποδειχθεί συγκεκριμένη υλική ζημία. Αποδεικτικό σφάλμα της εκκαλουμένης που δέχθηκε ότι η ενάγουσα είχε υποστεί βλάβη της φήμης και της εμπορικής και επιχειρηματικής της υπόστασης, αν και δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε συγκεκριμένη τέτοια βλάβη. Δέχεται την έφεση, εξαφανίζει την εκκαλουμένη και απορρίπτει την αγωγή.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    297/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Η ένδικη από 8.1.2018 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../10.1.2018 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./10.1.2018), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 4797/3.11.2017 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει την από 15.7.2016 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …./15.7.2016) της ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της. Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αριθμό . . . ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 5.1.2018 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS AE»), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Με την πιο πάνω αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία και πλοιοκτήτρια του επαγγελματικού – τουριστικού (Ε/Τ) πλοίου AS, που είναι εγγεγραμμένο στο νηολόγιο του λιμένα της Χαλκίδας με αριθμό …., στράφηκε κατά του ………, κατοίκου Χίου, στον οποίο με το από 1.4.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό είχε αναθέσει κατ’ εντολή τη διαχείριση, επισκευή, εκμετάλλευση και ναύλωση του εν λόγω σκάφους της, χορηγώντας του προς τούτο συμβολαιογραφική πληρεξουσιότητα, με αίτημα α) αναγνωρίσεως της ακυρότητας i] της ως άνω εντολής και ii] της από 30.5.2011 πληρεξουσιότητας και β) καταδίκης του εναγομένου στη νομιμότοκη από της επιδόσεως της αγωγής καταβολή i] πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την καθ’ υπέρβαση των ορίων της εντολής του άλλως κατά κατάχρηση της πληρεξουσιότητάς του, που είχε λήξει στις 31.1.2013, σύναψη εκ μέρους του (εναγομένου), ενεργούντος ως εντολοδόχου της, του από 24.5.2014 εικονικού και συμπαικτικού ναυλοσυμφώνου, δια του οποίου σκοπήθηκε η δημιουργία ανύπαρκτων υποχρεώσεων σε βάρος της ενάγουσας από την εκναύλωση του παραπάνω σκάφους στην κατονομαζόμενη τρίτη – μη διάδικο ναυτική εταιρία, η οποία κατά την εξέλιξη των γεγονότων ήγειρε εναντίον της αγωγή για την εκπλήρωσή του επιδιώκοντας την αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας της συνολικού ύψους τετρακοσίων σαράντα έξι χιλιάδων διακοσίων είκοσι ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (446.220,15 €), προκληθείσας από την υποβολή της στα έξοδα της ναυλώσεως και από την απώλεια ναύλων, καθώς και την ανόρθωση της ηθικής της βλάβης, που επήλθαν επειδή το σκάφος δεν της παραδόθηκε εγκαίρως από την ενάγουσα, αν και τούτο, εξαιτίας ανάγκης επισκευών του πλοίου, ήταν κατά τους ισχυρισμούς της τελευταίας αντικειμενικώς αδύνατο, εν γνώσει του εναγομένου, ο οποίος κατά το χρόνο σύναψης του επίμαχου ναυλοσυμφώνου δεν είχε την ιδιότητα του εντολοδόχου της ενάγουσας αλλά του ναυλωτή και εκ προσυμφώνου αγοραστή του AS και ii] εκείνου του χρηματικού ποσού το οποίο ήθελε υποχρεωθεί τελεσιδίκως να καταβάλει η ενάγουσα σε περίπτωση παραδοχής της εναντίον της αγωγής. Από το τελευταίο αυτό αίτημά της η ενάγουσα παραιτήθηκε νομότυπα με τις προτάσεις της πριν τη συζήτηση της ένδικης αγωγής, επί της οποίας και μετά την κατ’ άρθρο 237 § 6 ΚΠολΔ έκδοση Διάταξης περί εξετάσεως μαρτύρων στο ακροατήριο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την οποία, αφού κατέφασκε την τοπική αρμοδιότητά του απορρίπτοντας σχετική δικονομική ένσταση του εναγομένου περί συμβατικής παρεκτάσεώς της και θεώρησε τυπική παράλειψη την προσκομιδή ελλιπούς του γραμματίου προεισπράξεως εισφορών της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενάγουσας, την οποία κάλεσε προς συμπλήρωσή του, ακολούθως, έκρινε ότι στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιελήφθησαν περιστατικά πλήττοντα το κύρος της εντολής και της πληρεξουσιότητας που παρασχέθηκε στον εναγόμενο και για το λόγο αυτό, αφενός, απέρριψε τα ανωτέρω υπό στοιχ. αi και αii αγωγικά αιτήματα ως αόριστα και ως εκ τούτου απαράδεκτα και, αφετέρου, θεώρησε ως άνευ αντικειμένου την «ένσταση της κατ’ άρθρο 157 ΑΚ παραγραφής» του δικαιώματος της ενάγουσας προς ακύρωση της πληρεξουσιότητας που είχε χορηγήσει στον εναγόμενο στις 30.5.2011 με συμβολαιογραφικό έγγραφο, την οποία δεν ερεύνησε. Στη συνέχεια, εξετάζοντας την υπόθεση στην ουσία της, διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος κατά την, εν αγνοία της ενάγουσας, κατάρτιση του επίμαχου ναυλοσυμφώνου ενήργησε αντισυμβατικά και αντίθετα προς τις επιταγές της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών, απέρριψε τους προβληθέντες αρνητικούς ισχυρισμούς αυτού και με την παραδοχή τρώσεως της φήμης της ενάγουσας, της αξιοπιστίας της στη ναυτιλιακή αγορά και της επιχειρηματικής της υπόστασης στο χώρο της ναυτιλίας δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο στην προς ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης καταβολή του χρηματικού ποσού των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της, του επέβαλε δε και μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεσή του ο εναγόμενος και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την εξαφάνισή της, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και τη συνολική απόρριψη της εναντίον του αγωγής.

ΙΙΙ. Κατά την § 1 του υπό τον τίτλο «προκαταβολή εισφορών – κρατήσεων» άρθρου 61 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (ΦΕΚ Α 208/27.9.2013), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 § 8α του Ν. 4205/2013 «Ηλεκτρονική επιτήρηση υποδίκων, καταδίκων και κρατουμένων σε άδεια και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 242/6.11.2013), ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, ενώπιον δικαστών με την ιδιότητά τους ως ανακριτών ή εισηγητών ή εντεταλμένων δικαστών και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης, το στάδιο της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς ή της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης ή δικαστικής μεσολάβησης ή της διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι διαδικασίες παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ή έκδοσης δικαστικής διαταγής, υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα ΙΙΙ, οι οποίες προορίζονται για: αα) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου, στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στον αντίστοιχο για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο Τομέα Πρόνοιας – Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείο Αλληλοβοήθειας ή Λογαριασμούς Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) και δδ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του Ν. 2915/2001, ενώ στην § 4 του ιδίου άρθρου και νόμου ορίζεται ότι «ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, καθώς και για την παράστασή του κατά τη συζήτηση των ανωτέρω ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη». Μολονότι το απαγγελλόμενο απαράδεκτο συνιστά κύρωση σε βάρος του διαδίκου, που υφίσταται τις συνέπειες ερημοδικίας του, παρότι υπόχρεος στην έκδοση γραμματίου καταβολής είναι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, που συνέταξε και υπογράφει το δικόγραφο του ένδικου βοηθήματος ή μέσου (ΑΠ 691/2018, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), έχει κριθεί ότι η ρύθμιση του άρθρου 61 § 4 του Ν. 4194/2013 δεν προσκρούει ούτε στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι δι’ αυτής επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών που συνάπτονται προς την απονομή της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια, πέραν των οποίων επέρχεται αμέσως ή εμμέσως κατάλυση του ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (ΟλΣτΕ 1858/2015, ΘΠΔΔ 2015/430 = ΕΠολΔ 2015/239 = Αρμ. 2015/1591, ΑΠ 2126/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 358/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, αντίθετα, Χ. Σεβαστίδης, Γραμμάτιο καταβολής εισφορών δικηγόρων: η παράλειψη κατάθεσής του δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της διαδικαστικής πράξης, σε ΕΠολΔ 2016/31 επομ., Ε. Στασινόπουλος, σημείωση σε Δνη 2015/198). Το θεσπιζόμενο απαράδεκτο πλήττει τη διαδικαστική πράξη είτε όταν παραλείπεται πλήρως η προσκομιδή του γραμματίου προκαταβολής εισφορών είτε όταν το προσκομιζόμενο γραμμάτιο είναι ελλιπές ως προς ορισμένα από τα στοιχεία του υπογράφοντος το δικόγραφο ή εμφανιζόμενου στο ακροατήριο δικηγόρου ή, συνηθέστερα, ως προς το ποσό της δικηγορικής αμοιβής (ΣυμβΑΠ 40/2018, ΠΧ 2019/184, ΑΠ 2099/2017, Αρμ. 2018/107 – ποινικές αποφάσεις). Μεμονωμένα υποστηρίχθηκε (ΜονΕφΘεσ. 378/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ότι η παράλειψη προσκομιδής του γραμματίου προκαταβολής εισφορών δεν αποτελεί τυπική παράλειψη κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 227 ΚΠολΔ και, συνεπώς, δε δύναται να συμπληρωθεί εκ των υστέρων και μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης ή την έκδοση της απόφασης, αφού για τη θεραπεία του απαραδέκτου δεν υφίσταται νομοθετική πρόβλεψη αλλά και επειδή δε νοείται πρόσκληση δικηγόρου απαραδέκτως λόγω της παράλειψης αυτής παρασταθέντος. Επικράτησε, ωστόσο, στη νομολογία και την επιστήμη η ορθή αντίθετη άποψη με τελολογικά και συστηματικά επιχειρήματα και, συγκεκριμένα, αφενός με βάση το σκοπό του άρθρου 227 ΚΠολΔ, που συνίσταται στην αποτροπή της απώλειας της δίκης για τυπικούς λόγους και αφετέρου ενόψει της επιβαλλόμενης συναγωγής, κατ’ αναλογία δικαίου από τα άρθρα 67 και 105 ΚΠολΔ, δυνατότητας προς συμπλήρωση των τυπικών διαδικαστικών προϋποθέσεων της ικανότητας των διαδίκων προς δικαστική παράσταση ή της δικαστικής πληρεξουσιότητας πριν την επιβολή της κύρωσης του απαραδέκτου (ΑΠ 1603/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 70/2015, ΠοινΔνη 2015/1015, ΑΠ 622/2015, ΠοινΔνη 2016/501, ΑΠ 623 και 624/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, άπασες ποινικές αποφάσεις, Στ. Πανταζόπουλος, παρατηρήσεις Ι κάτω από την ΠολΠρΑθ. 3616/2014, σε Δνη 2015/193 επομ., Αθ. Πανταζόπουλος, παρατηρήσεις ΙΙ κάτω από την ίδια απόφαση, ο.π., σελ. 195). Ήδη με το δεύτερο εδάφιο της § 4 του άρθρου 61 του Ν. 4194/2013, που προστέθηκε με το άρθρο 31 του Ν. 4509/2017 «Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 201/22.12.2017), ορίζεται ότι «Η υποχρέωση προκαταβολής της παράστασης κατά τη συζήτηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων θεωρείται τυπική παράλειψη η οποία μπορεί να καλυφθεί μετά τη συζήτηση και πριν από την έκδοση της απόφασης, ύστερα από σχετική ειδοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου από το δικαστήριο». Ο σκοπός της νομοθετικής παρέμβασης αποτυπώθηκε στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4509/2017 και συνίσταται στην αποτροπή της απορρίψεως από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου ή βοηθήματος που έχει συζητηθεί εξ αυτού και μόνο του λόγου. Μολονότι αναφορά στη νεαρή διάταξη γίνεται μόνο στη θεραπεία της ακυρότητας της διαδικαστικής πράξης της παράστασης του δικηγόρου που κατά τη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου στο ακροατήριο παρέλειψε την προσκομιδή του γραμματίου προκαταβολής των εισφορών στον επαγγελματικό του  σύλλογο, εντούτοις, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν αλλά και για την ταυτότητα της νομικής αιτίας, είναι κατά το Δικαστήριο αυτονόητη η νομιμότητα της επιστράτευσης του άρθρου 227 ΚΠολΔ προς θεραπεία και της ακυρότητας που εμφιλοχώρησε σε προηγούμενο της συζητήσεως διαδικαστικό στάδιο, ήδη κατά την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτή προκλήθηκε όχι λόγω της πλήρους απουσίας γραμματίου αλλά συνεπεία της προσκομιδής του με ελλείψεις. Πράγματι, εφόσον η ίαση εκ των υστέρων της ακυρότητας θεσμοθετήθηκε, δε θα εύρισκε έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος οποιαδήποτε διάκριση στην παροχή της σχετικής δυνατότητας με μόνο κριτήριο το χρονικό σημείο παραγωγής της ακυρότητας. Ενόψει δε και του ότι η προβαλλόμενη από το νομοθέτη σκοπιμότητα αποτροπής της για τυπικούς λόγους απορρίψεως των ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων ανακύπτει μόνον εφόσον αυτά συζητηθούν, είναι βάσιμη η εκτίμηση ότι ο νομοθέτης του άρθρου 31 του Ν. 4509/2017 εκφράστηκε στενότερα απ’ όσο ήθελε.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο εν προκειμένω διαπίστωσε αυτεπαγγέλτως ότι το κατά την κατάθεση της αγωγής επισυναφθέν στο δικόγραφό της γραμμάτιο προείσπραξης του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς ήταν ελλιπές ως προς το ποσό της αμοιβής της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενάγουσας σε σχέση προς το αποτιμητό σε χρήμα αντικείμενο της επίδικης περιουσιακής διαφοράς και ενεργώντας ομοίως αυτεπαγγέλτως την κάλεσε κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 227 ΚΠολΔ για τη συμπλήρωση αυτής της τυπικής, όπως κρίθηκε, παραλείψεως, ορθώς την παραπάνω διάταξη, όπως και εκείνη του άρθρου 61 § 4 του Ν. 4194/2013, ερμήνευσε και εφάρμοσε και τα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

  1. IV. Κατά το άρθρο 221 § 1 στοιχ. α ΚΠολΔ η κατάθεση της αγωγής, υπό τον όρο της επιδόσεώς της, αποκρυσταλλώνει την τοπική και υλική αρμοδιότητα του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου, η οποία δεν μεταβάλλεται μεταγενέστερα ούτε από τη βούληση των διαδίκων (λ.χ. με συμφωνία παρεκτάσεως) ούτε από τη συμπεριφορά ενός εκάστου από αυτούς (λ.χ. με τη μεταβολή της κατοικίας ή της έδρας του εναγομένου ή με τον περιορισμό του αγωγικού αιτήματος εκ μέρους του ενάγοντος). Εξάλλου, σε περίπτωση αντικειμενικής κατά το άρθρο 218 § 1 του ιδίου Κώδικα σωρεύσεως περισσοτέρων αγωγών στο ίδιο δικόγραφο, οπότε ανακύπτουν περισσότερα αντικείμενα δίκης, η τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο η αγωγή απευθύνεται μπορεί να θεμελιωθεί και στην ειδική αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας (άρθρο 31 ΚΠολΔ), εφόσον ελλείπει άλλο συνδετικό στοιχείο θεμελιωτικό αυτής χωριστά για κάθε μία από τις σωρευόμενες αιτήσεις (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 61, αρ. 7, σελ. 158, Φ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Η δωσιδικία της συνάφειας κατά τον ΚΠολΔ και η συνάφεια κατά τον Κανονισμό 44/2001, 2008, σελ. 103, Ε. Μπαλογιάννη/Π. Ρεντούλης, σε Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ Άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, άρθρο 218, αρ. 5, σελ. 654). Μάλιστα το forum connexitatis διατηρεί το προβάδισμα όχι μόνο έναντι της γενικής νόμιμης δωσιδικίας αλλά και έναντι των άλλων αποκλειστικών δωσιδικιών (ΕφΑθ. 7997/1999, Δνη 2001/447), ακόμα και έναντι της παρέκτασης. Έτσι, επί αντικειμενικής σωρεύσεως αγωγών, όταν υπάρχει παρέκταση για ορισμένες από αυτές, ενώ για μία ισχύει κάποια ειδική συντρέχουσα δωσιδικία, και η αγωγή ασκηθεί στο δικαστήριο της τελευταίας, αυτό καθίσταται κατά τόπον αρμόδιο και για τις λοιπές σωρευόμενες αγωγές, για τις οποίες είχε συμφωνηθεί παρέκταση, εφόσον είναι συναφείς (ΕφΑθ. 7371/1979, Δνη 1979/683, βλ. και Κ. Κεραμέα, Νομικές Μελέτες, ΙΙ, 1994, [108], σελ. 571 επομ.). Τέλος, κατά το άρθρο 35 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 § 1 του Ν. 3994/2011, διαφορές από αδικοπραξία μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή επίκειται η επέλευσή του.

Εν προκειμένω, στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής, που στράφηκε κατά εναγομένου με κατοικία στη Χίο, σωρεύτηκαν περισσότερα (τα ανωτέρω αναφερόμενα υπό στοιχ. αi, αii, βi και βii) αιτήματα, εκ των οποίων τα πρώτα δύο [2] αναγνωριστικά, υπαγόμενα κατ’ άρθρο 18 ΚΠολΔ στην υλική αρμοδιότητα πολυμελούς δικαστηρίου, όπως και το ένα από τα υπόλοιπα καταψηφιστικά (το υπό στοιχ. βii). Για το συγκεκριμένο αυτό αίτημα το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς είχε και τοπική αρμοδιότητα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 35 ΚΠολΔ, ενόψει του τόπου επελεύσεως της επικαλούμενης ζημίας της ενάγουσας, για την αποκατάσταση της οποίας υπέβαλε αίτημα προληπτικής δικαστικής προστασίας, ανεξαρτήτως αν από αυτό στη συνέχεια υπήρξε παραίτηση. Η συνάφεια δε των σωρευόμενων αιτημάτων κατέστησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αρμόδιο κατ’ άρθρο 31 ΚΠολΔ για την εκδίκαση απάντων αυτών, έστω και αν για την αναγνώριση της ακυρότητας της από 1.4.2011 σύμβασης εντολής είχε συναφθεί μεταξύ των διαδίκων έγγραφη συμφωνία παρεκτάσεως της τοπικής αρμοδιότητας υπέρ του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χίου. Η συνάφεια μάλιστα αυτή υπερισχύει κατά τα ανωτέρω και της γενικής νόμιμης δωσιδικίας του εναγομένου (άρθρο 22 ΚΠολΔ). Η εκκαλουμένη, συνεπώς, που, αν και με ελλιπείς αιτιολογίες, που, πάντως συμπληρώνονται κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ με αυτές τις παρούσας, έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα και ο πρώτος περί του αντιθέτου λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

  1. V. Κατά την έννοια της διατάξεως της § 1 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 και τους λόγους της, λόγο έφεσης συνιστά κάθε αιτίαση κατά της εκκαλουμένης, η οποία, αν κριθεί βάσιμη, επιφέρει κατ’ άρθρο 535 του ιδίου Κώδικα την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο. Το πότε ο λόγος έχει αυτό το αποτέλεσμα κρίνεται κατά περίπτωση με γνώμονα τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, § 542, σελ. 231, Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1138]). Λόγο έφεσης αποτελεί ειδικότερα κάθε παράπονο του εκκαλούντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αναφέρεται είτε σε παραδρομές δικές του (ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε σε σφάλματα του δικαστηρίου, δηλαδή σε πλημμέλειες ή ελλείψεις της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που επηρέασαν το διατακτικό της εκκαλουμένης, η οποία, αν τελεσιδικήσει, θα παράξει δυσμενές για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (ΕφΠειρ. 278/2002, Αρμ. 2003/1478). Τα σφάλματα του δικαστηρίου εντοπίζονται σε οποιοδήποτε στάδιο του δικανικού συλλογισμού (Β. Ρήγας, Ζητήματα εκ του δικαίου της εφέσεως, σε Δνη 1998/749 επομ. [751]) και ανάγονται είτε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή κανόνων του ουσιαστικού δικαίου είτε σε δικονομικές παραβάσεις που εμφιλοχώρησαν κατά τη διαδικασία μέχρι την έκδοση της εκκαλουμένης είτε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 19/2018, ΑΠ 781/2017, ΑΠ 1003/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 72, σελ. 169, Χ. Τριανταφυλλίδης, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 520, αρ. 5, σελ. 158, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 171, σελ. 113, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1054 – 1056, σελ. 278 – 279). Η έλλειψη επικλήσεως συγκεκριμένου σφάλματος αποστερεί το διάδικο από το έννομο συμφέρον του να προσβάλει την πρωτοβάθμια κρίση με αντίστοιχο λόγο έφεσης και αν ακόμα αυτός νομιμοποιείται καταρχήν ενεργητικά να εκκαλέσει την πρωτόδικη απόφαση, όπως κατ’ άρθρο 516 § 2 ΚΠολΔ συμβαίνει με το νικητή εναγόμενο, η εναντίον του οποίου αγωγή απορρίφθηκε για λόγο τυπικό, αντί να απορριφθεί κατ’ ουσίαν (ΕφΔυτΣτερΕλλ. 156/2014, Αρμ. 2015/220, Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 516, αρ. 26, σελ. 913, ενώ για το ότι το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων πρέπει να διαπιστώνεται όχι μόνο για το ίδιο το ένδικο μέσο αλλά και για καθέναν από τους λόγους του βλ. ΑΠ 42/2015, ΧρΙΔ 2015/533 = ΔΕΕ 2015/1039, ΕφΠατρ. 366/2003, ΑχΝομ 2004/242, Κ. Παπαδόπουλο, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, § 28, σελ. 88). Πράγματι, επί απορρίψεως της αγωγής ως απαράδεκτης, το έννομο συμφέρον του εναγομένου προς άσκηση εφέσεως καταφάσκεται με κριτήριο το δυσμενές για εκείνον δεδικασμένο της εκκαλουμένης, που περιορίζεται μόνο στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε (άρθρο 322 § 1 εδαφ. β ΚΠολΔ) και επιτρέπει την επάνοδο του ενάγοντος με νέα αγωγή, ενδεχόμενο που με την έφεσή του επιζητεί να αποτρέψει ο εκκαλών επιδιώκοντας την αναδίκαση της υπόθεσης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και την απόρριψη της αγωγής κατ’ ουσίαν πλέον (ΑΠ 1212/2010, Δνη 2011/1001,1024 = ΕπιΔικΙΑ 2012/170, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 121). Στην περίπτωση, όμως, της τέτοιας απορρίψεως της αγωγής, προϋπόθεση της προβολής από τον εναγόμενο που νίκησε ως λόγου εφέσεως του ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, είναι η επίκληση σφάλματος που οδήγησε στην τυπική αντί της ουσιαστικής απόρριψή της (ΕφΘεσ. 956/2009, ΕΠολΔ 2010/359, ΕφΘεσ. 1320/2001, Αρμ. 2002/1643). Αν, αντιθέτως, η εκκαλουμένη νόμιμα απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, δεν υφίσταται πλημμέλειά της και δεν παρέχεται λόγος έφεσης, αφού τότε δεν είναι νόμω αναγκαία η διόρθωσή της (Ε. Ρίκος, Νέαι Αποδείξεις κατ’ Έφεσιν, σε Δνη 1987/1 επομ.), στερείται δε εννόμου συμφέροντος στην προσβολή της ο εκκαλών που δεν επικαλείται σφάλμα της απορριπτικής για τη συγκεκριμένη αιτία κρίσεως (ΑΠ 503/1989, ΕΕΝ 1990/150 = ΝοΒ 1990/812, ΕφΠειρ. 37/2010, Δνη 2012/1609).

Εν προκειμένω, ο εκκαλών επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του ότι η εναντίον του αγωγή, κατά το αναγνωριστικό της ακυρότητας της συμβολαιογραφικής πληρεξουσιότητας που η ενάγουσα του χορήγησε στις 30.5.2011 αίτημά της, ήταν «παραγεγραμμένη σύμφωνα με το άρθρο 157 ΑΚ» [κατ’ εκτίμηση του Δικαστηρίου ότι είχε παρέλθει η νόμιμη αποσβεστική του δικαιώματος ακυρώσεώς της προθεσμία (ΑΠ 1283/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Αυγουστιανάκης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, δεύτερη έκδοση (2016), άρθρο 157, αρ. 9, σελ. 402 επομ.), που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη, εφόσον προβληθούν τα γεγονότα από τα οποία προκύπτει η παρέλευσή της (ΑΠ 745/2017, Αρμ. 2018/341)]. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επειδή μετά την απόρριψη ως απαράδεκτου λόγω αοριστίας του εν λόγω αναγνωριστικού αιτήματος η εξέτασή του παρήλκε, όπως ορθά κρίθηκε, καθόσον άλλωστε τούτο επέβαλε η λογική ακολουθία της διαδικασίας και η κατά τη δικονομική τάξη αλληλουχία των δικαστικών ενεργειών, η δε επαναπροβολή του με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης είναι απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου προς τούτο συμφέροντος του πρωτοδίκως ως προς το συγκεκριμένο αγωγικό αίτημα νικήσαντος εναγομένου, ο οποίος δεν υποστηρίζει ότι το αίτημα αυτό ήταν πράγματι ορισμένο, ώστε να επιβάλλεται να διέλθει η πρωτοβάθμια κρίση από το διαδικαστικό στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της προβολής του και να το ερευνήσει περαιτέρω, ώστε να το απορρίψει στη συνέχεια κατ’ ουσίαν.

  1. VI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 533 § 1 και 534 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως και των λόγων της ερευνά την ουσιαστική βασιμότητα αυτών και, αν πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της πρωτοβάθμιας απόφασης με βάση το αποδεικτικό υλικό που προσκομίζεται ενώπιόν του στο σύνολό του, δηλαδή τόσον τα, παραδεκτά και νόμιμα, αποδεικτικά μέσα που είχαν με επίκληση προσκομισθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσον και εκείνα που υπό τους όρους του άρθρου 529 ΚΠολΔ παραδεκτώς προσκομίζονται για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1855/2006, ΔιΜΕΕ 2007/283 = ΔΕΕ 2007/1347, ΑΠ 1440/2005, Δνη 2006/155, ΜονΕφΠειρ. 533/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, ο.π., § 115, αρ. 2, σελ. 273). Επομένως, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, ειδικότερος λόγος αυτής περί εσφαλμένης μη λήψεως υπόψη εκ μέρους του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ορισμένου αποδεικτού μέσου, ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, του οποίου γίνεται επανεπίκληση και επαναπροσκομιδή, αποβαίνει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού σε κάθε περίπτωση το εφετείο έχει και χωρίς ειδικό παράπονο την υποχρέωση καθολικής επανεκτίμησεως των αποδείξεων, της οποίας η παραβίαση κατά την κατάστρωση της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού του συλλογισμού ιδρύει τον από το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως (ΟλΑΠ 42/2002, ΕΕΔ 2003/425 = Δνη 2003/375, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 559, αρ. 508 επομ., σελ. 370 επομ.).

Κατ’ ακολουθίαν, ο πέμπτος λόγος της ένδικης έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών, πέραν των λοιπών αιτιάσεων που επί της ουσίας προβάλλει, μέμφεται την εκκαλουμένη, επειδή δεν έλαβε υπόψη της την αναφερόμενη ένορκη υπέρ αυτού βεβαίωση, την οποία είχε παραδεκτώς με επίκληση προσκομίσει πρωτοδίκως, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί και τούτο ανεξαρτήτως του ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαιώνεται ότι η συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση ελήφθη υπόψη αλλά παράλληλα αξιολογήθηκε η μη προσέλευση στο ακροατήριο της βεβαιώσασας (που κλήθηκε προς τούτο κατ’ άρθρο 237 § 6 ΚΠολΔ) και συνήχθη από αυτήν συγκεκριμένο αποδεικτικό πόρισμα (πρβλ ΑΠ 813/2010, ΕΠολΔ 2010/830).

VII. Από την επανεκτίμηση των με αριθμούς ………. πέντε [5] συνολικά ενόρκων, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς οι δύο [2] πρώτες, της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. η τρίτη και του Συμβολαιογράφου Σάμου …… οι λοιπές, βεβαιώσεων των, αντιστοίχως, …… ., πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού, ……., λογιστή και προϊσταμένου της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……..», η οποία συστεγάζεται με την ενάγουσα στο Μοσχάτο Αττικής, ……, νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..», με έδρα στο Πέραμα Αττικής, όπου διατηρεί επιχείρηση επισκευής πλοίων, ….., τουριστικού επιχειρηματία και ……., δικηγόρου και κατοίκου Σάμου,  οι οποίες ελήφθησαν νομότυπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 και 422 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 4335/2015, οι μεν τρεις [3] πρώτες με την επιμέλεια της ενάγουσας και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως του αντιδίκου της, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. …./5.8.2016 και …./14.11.2016 επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Χίου ……. και …….. και οι δύο [2] τελευταίες με την επιμέλεια του εναγομένου μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας από την κλήτευση της ενάγουσας, που πραγματοποιήθηκε στις 16.11.2016, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …../2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, καθώς και της ένορκης κατάθεσης του προαναφερθέντος …………, που εξετάστηκε για την απόδειξη της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η μαρτυρία του περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 23ης.5.2017, κατά την οποία αυτός κλήθηκε κατ’ άρθρο 237 § 6 ΚΠολΔ να εξεταστεί στο ακροατήριο δυνάμει της με αριθμό …/4.5.2017 Διατάξεως της Προέδρου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως συνέβη και με την ενόρκως υπέρ του εναγομένου βεβαιώσασα …….., η οποία ωστόσο δεν εμφανίστηκε εκεί και δεν εξετάστηκε, οι οποίες άπασες (κατάθεση και ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρα, σε συνδυασμό προς το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πλήρως αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 1.4.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού που καταρτίστηκε στη Χίο μεταξύ του ……….., νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – τουριστικού (Ε/Γ – Τ/Ρ) σκάφους AS, εγγεγραμμένου στο Νηολόγιο του λιμένα της Χαλκίδας με αριθμό …. και του εναγομένου …….., κατοίκου Χίου, η πλοιοκτήτρια παραχώρησε στον τελευταίο το σκάφος της για χρονική διάρκεια δέκα [10] ετών, δηλαδή μέχρι την 31η.3.2021 και του ανέθεσε «τη γενική διεύθυνση και διαχείριση για την εμπορική και επαγγελματική εκμετάλλευση αυτού» σε ολόκληρη την Ελληνική Επικράτεια, στην Τουρκία, καθώς και στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου, αντί μηνιαίας αμοιβής του εναγομένου που καθορίστηκε σε ποσοστό (33,34%) επί των καθαρών εσόδων από τη λειτουργία και εκμετάλλευση του σκάφους, του οποίου η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να επισκευάσει με δικές της δαπάνες κάθε τότε υπάρχουσα βλάβη και να το μετασκευάσει σε επιβατηγό – τουριστικό. Στη συνέχεια, με το υπ’ αριθμ. ……./30.5.2011 έγγραφο ειδικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που συντάχθηκε στην Αθήνα, η ενάγουσα, εκπροσωπούμενη από τον προαναφερθέντα ………, διόρισε πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητό της τον εναγόμενο, στον οποίο και παρέσχε «την ειδική εντολή, πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα να παρίσταται και αντιπροσωπεύει την ως άνω εντολέα εταιρία, νόμιμα εκπροσωπούμενη ενώπιον του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας ή οιασδήποτε άλλης Δημόσιας Αρχής ή Υπηρεσίας, επίσης ενώπιον οιουδήποτε νομικού ή φυσικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου και να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, όσον αφορά τις συνήθεις πράξεις διαχειρίσεως του ως άνω σκάφους …, καθώς επίσης να συνάπτει συμφωνίες εκμετάλλευσής του». Η επαγγελματική συνεργασία των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και σύντομα ανέκυψαν διαφορές που αφορούσαν τόσο στην εκτέλεση των καθηκόντων του εναγομένου σε σχέση με τη διαχείριση του σκάφους όσο και στο οικονομικό σκέλος της συμβάσεώς τους. Για το λόγο αυτό στις 14.2.2013 καταρτίστηκε στη Χίο μεταξύ τους νέο ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου ο ………., ενεργώντας ατομικά και ως νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας, αναγνώρισε εγγράφως ότι κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 2011 μέχρι το καλοκαίρι του 2012 ο εναγόμενος είχε καταβάλει εξ ιδίων το συνολικό χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000 €), «προκειμένου να καλύψει διάφορες τακτικές αλλά και έκτακτες ανάγκες, υποχρεώσεις και λογαριασμούς του ως ανωτέρω σκάφους, οι οποίες βάρυναν αποκλειστικά και μόνο τον πρώτο συμβαλλόμενο (……..) και την εταιρία του» και ανέλαβε την υποχρέωση τμηματικής εξοφλήσεως της οφειλής αυτής με την καταβολή μετρητών σε τραπεζικό λογαριασμό του εναγομένου σε είκοσι τέσσερις [24] άτοκες δόσεις, της τελευταίας καταβλητέας στις 28.2.2015. Στους συνοφειλέτες παρασχέθηκε η δυνατότητα καθυστερήσεως της καταβολής κάποιας δόσης, πλην της τελευταίας, για χρονικό διάστημα έως και τριάντα [30] ημερών, με την υποχρέωση όμως εξοφλήσεως της καθυστερούμενης δόσης κατά το χρόνο καταβολής της αμέσως επόμενης, ενώ ρητά συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής των δόσεων θα καθίσταται αυτομάτως ληξιπρόθεσμο, τοκοφόρο και απαιτητό ολόκληρο το οφειλόμενο υπόλοιπο. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι ανωτέρω συμβαλλόμενοι, υπό τις αυτές ιδιότητες, κατάρτισαν στη Χίο και έτερο ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο, προχρονολογώντας το, ανέγραψαν ως ημερομηνία συντάξεώς του την 31η.1.2013, στο οποίο αναφέρθηκαν στην πιο πάνω σύμβαση αναγνώρισης χρέους και συνομολόγησαν ότι εφόσον τηρηθούν οι όροι αυτής και με την εμπρόθεσμη, πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της οφειλής, που διακανονίστηκε η αποπληρωμή της, «…τότε υποχρεούνται να υπογράψουν την λύση του από 1.4.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού δυνάμει του οποίου ξεκίνησε η μεταξύ τους σχέση και η ενασχόληση [του εναγομένου με το σκάφος] και δεν θα υφίσταται μεταξύ τους καμία απολύτως άλλη υποχρέωση, απαίτηση ή αξίωση…», ενώ αμοιβαία παραδέχθηκαν ότι ο εναγόμενος «…έχει παραδώσει όλα τα σχετικά με το ανωτέρω σκάφος στον [……..]» και εφεξής δε θα έχει οποιαδήποτε σχέση ή υποχρέωση σχετικά με αυτό. Οι συνοφειλέτες εκπλήρωσαν κανονικά τις υποχρεώσεις τους έναντι του αναγνωρισθέντος χρέους μέχρι και το μήνα Μάρτιο του έτους 2014, όμως έκτοτε, πλην μέρους της δόσης του μηνός Απριλίου 2014, διέκοψαν τις καταβολές τους προς τον εναγόμενο. Τούτο προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ……/12.8.2014 Διαταγή Πληρωμής της Ειρηνοδίκη Χίου, που εκδόθηκε κατ’ αίτηση του εναγομένου και υποχρέωσε την ενάγουσα και το νόμιμο εκπρόσωπό της να του καταβάλουν το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (15.500 €) με το νόμιμο τόκο από 1ης.7.2014. Για την εκτέλεση της Διαταγής αυτής ο εναγόμενος ενέγραψε προσημείωση υποθήκης επί ακινήτου του … (διαμερίσματος οικοδομής κειμένης στην Άνω Γλυφάδα Αττικής). Οι διάδικοι δε συσχετίζουν τη διακοπή καταβολής των δόσεων (σχέση της όμως προκύπτει εξ αντικειμένου), με το γεγονός ότι στις αρχές Απριλίου 2014 ο εναγόμενος, ενεργώντας από κοινού με τον ……, κάτοικο Ικαρίας και δραστηριοποιούμενο επιχειρηματικά στον τομέα του τουρισμού, πρότειναν στην ενάγουσα τη ναύλωση του σκάφους AS για χρονική περίοδο ενός [1] έτους με την προοπτική αγοράς του. Η ενάγουσα εξέτασε την πρόταση αυτή και στις 9.4.2014 καταρτίστηκε στη Χίο, μεταξύ αυτής, που εκπροσωπήθηκε από τον ……. και των ανωτέρω εμφανισθέντων ως συνεταίρων …… και ………, έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου η πρώτη, επικειμένης της ενοικιάσεως στους τελευταίους του ευρισκομένου τότε για επισκευή και συντήρηση στο ναυπηγίο «……» στην Αίγινα ως άνω σκάφους «για το χρονικό διάστημα 10 Απριλίου 2014 – 10 Απριλίου 2015 στο ποσό των 40.000 € με πρόβλεψη να αγοραστεί από τους ανωτέρω, εφόσον το επιθυμούν, κλείνοντας τη συμφωνία πριν την εκπνοή της 30ης Σεπτεμβρίου 2014…», ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει το σκάφος στους ενοικιαστές – αγοραστές έως τις 11.4.2014 «προκειμένου να δοκιμαστεί από μηχανικούς και ναυπηγούς των τελευταίων σχετικά με την αξιοπλοΐα και αξιοπιστία των μηχανών του», ενώ περαιτέρω ρητά συμφωνήθηκε ότι «ο έλεγχος θα πρέπει να ολοκληρωθεί από τους αγοραστές έως τις 20.4.2014 … Απαραίτητη προϋπόθεση για την ενοικίαση και εν συνεχεία την αγορά/πώληση του σκάφους είναι η ελάχιστη υπηρεσιακή ταχύτητα 12 ν.μ/ώρα καθώς και η σωστή λειτουργία μηχανών – γεννητριών και λοιπών οργάνων του σκάφους για την ασφαλή ναυσιπλοΐα … Εφόσον μετά τον έλεγχο οι ….. και ……. κρίνουν ότι το σκάφος ανταποκρίνεται στο σκοπό για τον οποίο το προορίζουν – και το αργότερο έως τις 30.5.3014 – θα καταρτιστούν τα οριστικά συμβόλαια …», προκαθορίστηκε δε και το τίμημα για την αγορά του στο ποσό των τετρακοσίων σαράντα χιλιάδων ευρώ (440.000 €), αν το σκάφος επιτύχει την ως άνω ταχύτητα και σε ανώτερο αν επιτύχει μεγαλύτερες και συμφωνήθηκε ότι θα καταβληθεί τοις μετρητοίς. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής το σκάφος παραδόθηκε στους ενοικιαστές και ολοκλήρωσε τις εργασίες επισκευής και συντήρησής του στο ως άνω ναυπηγείο της Αίγινας υπό τις εντολές και την επίβλεψη των τελευταίων, οι οποίοι στις 2.5.2014 προέβησαν στην πρόσληψη ως πλοιάρχου του …….. και στη ναυτολόγηση πληρώματος αποτελούμενου από τους …….. και ………. Στις 23.5.2014 το σκάφος απέπλευσε δοκιμαστικά από την Αίγινα με προορισμό τη Μαρίνα Φλοίσβου στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, προκειμένου να διαπιστωθεί η λειτουργία των μηχανών του, η ταχύτητά του και η εν γένει αξιοπλοΐα του. Στον προορισμό το σκάφος ανέμεναν ο νόμιμος εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας και οι υποψήφιοι αγοραστές του, όμως, εξαιτίας βλάβης και, συγκεκριμένα, δυσλειτουργίας των προωστήριων μηχανών του, τελικά ρυμουλκήθηκε, κατόπιν επιλογής και υποδείξεως του …., στο ναυπηγείο της επιχείρησης του …. στο Πέραμα Αττικής, όπου και παρέμεινε επισκευαζόμενο από το πλήρωμά του μέχρι τις τελευταίες ημέρες του μηνός Μαΐου του έτους 2014, οπότε ο εναγόμενος, που είχε εμφανιστεί με την ιδιότητα του πληρεξουσίου της πλοιοκτήτριας ενάγουσας, του ναυλωτή του σκάφους αλλά και του υποψήφιου αγοραστή του από κοινού με τον ……, γνωστοποίησε στο νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης του ναυπηγείου ότι η συμφωνία τους με την πλοιοκτήτρια διαλύθηκε και ότι δε θα παραλάμβανε το σκάφος παραπέμποντας αυτόν για το ζήτημα της διευθέτησης της αμοιβής του στον ……. Στη συνέχεια, στις 20.6.2014 επιδόθηκε στην ενάγουσα η από 19.6.2014 έγγραφη «εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωση με επιφύλαξη δικαιωμάτων» της εδρεύουσας στη Σάμο ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», βασικός μέτοχος της οποίας τυγχάνει κατά παραδοχή του ο …, με την οποία η τελευταία προσκαλούσε την πρώτη να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει δια του από 24.5.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού εκναυλώσεως του Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίου AS, το οποίο φερόταν να έχει καταρτιστεί μεταξύ της προσκαλούσας ως ναυλώτριας και της ενάγουσας ως εκναυλώτριας, εκπροσωπούμενης για τη σύναψή του από τον εναγόμενο δυνάμει του από 30.5.2011 ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………. Από το κείμενο του ιδιωτικού αυτού συμφωνητικού, που εκ των υστέρων περιήλθε σε γνώση της ενάγουσας, προκύπτει ότι στις 24.5.2014 μεταξύ του εναγομένου, ειδικού κατά τα ανωτέρω πληρεξουσίου της ενάγουσας και της …….., κατοίκου Ικαρίας, νόμιμης εκπροσώπου της «. ….» συμφωνήθηκε στον Πειραιά ότι η πλοιοκτήτρια του εν λόγω σκάφους εκναύλωσε αυτό στην τελευταία για μία τριετία (από 24.5.2014 έως 23.5.2017, δυνάμενη να παραταθεί για ίσο χρονικό διάστημα) και ανέλαβε την υποχρέωση να της το παραδώσει σε κατάσταση αξιοπλοΐας στις 6.6.2014 στο Πέραμα Αττικής και στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου, όπου κατά τα ανωτέρω είχε ρυμουλκηθεί προς επισκευή των ζημιών που στο επίμαχο ιδιωτικό συμφωνητικό ναυλώσεως ειδικώς αναφέρονται. Επιπλέον, ρητά με αυτό συμφωνήθηκε ότι για κάθε ημέρα καθυστέρησης της παραδόσεως του σκάφους μετά την 6η.6.2014 η εκναυλώτρια ενάγουσα υπείχε υποχρέωση καταβολής ποινικής ρήτρας ύψους πεντακοσίων ευρώ (500 €), ενώ ως ναύλος ορίστηκε το χρηματικό ποσό των σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000 €) κατ’ έτος, πλην του πρώτου για το οποίο ο ναύλος συμφωνήθηκε μειωμένος (30.000 €) «…λόγω της ήδη δημιουργηθείσας καθυστέρησης της εκναυλώτριας στην παράδοση του σκάφους…». Εξάλλου, στην ως άνω εξώδικη διαμαρτυρία της η ναυτική εταιρία «……» ζητούσε να της αποδοθούν μαζί με το σκάφος ένα [1] όργανο εντοπισμού AIS και μια γυροσκοπική πυξίδα, που φέρονται ότι είχαν παραδοθεί προσωρινά στην ενάγουσα προς διευκόλυνσή της. Τέτοια παράδοση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι πραγματοποιήθηκε οποτεδήποτε και, πάντως, όχι κατά την περίοδο της πλοιαρχίας του …… (μετά την 2α.5.2014), όπως ο ίδιος βεβαιώνει ενόρκως. Ακολούθως, με την από 1ης.7.2014 εξώδικη διαμαρτυρία και δήλωση, την οποία η ενάγουσα απηύθυνε προς την ως άνω αντισυμβαλλόμενή της και προς τους .. και ….., κατήγγειλε ως εν αγνοία της καταρτισθέν, συμπαικτικό και εικονικό το από 24.5.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό ναυλώσεως και στις 31.7.2014 προκάλεσε τη σύνταξη της με αριθμό 14.469 πράξης της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., με την οποία ανακαλούσε το προηγούμενο από 30.5.2011 ειδικό πληρεξούσιο και όλες τις δι’ αυτού χορηγηθείσες προς τον εναγόμενο εντολές της. Παρά ταύτα, η εκ του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού ναυλώτρια ναυτική εταιρία με την επωνυμία «…. .» άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και εναντίον της ενάγουσας την από 31.12.2015 αγωγή της, με την οποία ζήτησε να της επιδικαστεί το συνολικό χρηματικό ποσό των τετρακοσίων σαράντα έξι χιλιάδων διακοσίων είκοσι ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (446.220,15 €) προς αποκατάσταση θετικής και αποθετικής ζημίας της και προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης που επικαλέστηκε ότι υπέστη από την αντισυμβατική συμπεριφορά της ενάγουσας, που δεν της παρέδωσε εγκαίρως το ναυλωθέν σκάφος. Σημειωτέον ότι επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 2234/2017 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ένδικης αγωγής, ενώ κατόπιν εγκλήσεως της ενάγουσας κινήθηκε η ποινική διαδικασία και κατά του εναγομένου. Ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι, διαπιστώνοντας την αδυναμία του πλοίου να ανταποκριθεί στις τεχνικές προδιαγραφές που ετέθησαν ως όροι για την εκ μέρους του ναύλωση και εν συνεχεία αγορά του, αποφάσισε να υπαναχωρήσει από το από 9.4.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, σε αντίθεση προς τον …., που αποφάσισε να προβεί στη ναύλωσή του και σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του μηνός Μαΐου του ιδίου εκείνου έτους (2014) στην έδρα της ενάγουσας και στην οποία μετείχαν ο εναγόμενος, ο υιός του …, ο ….., ο ….. και η δικηγόρος του …, ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας αποδέχθηκε πρόταση του ….. περί εκναυλώσεως του AS στην ναυτική εταιρία με την επωνυμία «……» για τρία [3] έτη, προκειμένου να δρομολογηθεί αυτό στη γραμμή Πυθαγόρειο Σάμου – Κουσάντασι Τουρκίας προς μεταφορά επιβατών και παρέσχε στον εναγόμενο την εντολή να συνάψει και να υπογράψει στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας το σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό. Οι ισχυρισμοί αυτοί επιβεβαιώνονται μεν από τις ένορκες βεβαιώσεις του ….. και της …… αλλά δεν ευσταθούν. Αντιθέτως, αντικρούονται από την μαρτυρική κατάθεση του ….. και την ένορκη βεβαίωση του ……, προσκρούουν δε ταυτόχρονα και στην κοινή λογική. Ειδικότερα, η αδυναμία επιτεύξεως υπηρεσιακής ωριαίας ταχύτητας δώδεκα [12] ναυτικών μιλίων, που τέθηκε ως συμβατική προϋπόθεση της ναυλώσεως στην αρχή και της αγοράς του πλοίου στη συνέχεια από τους …… και ….., διαπιστώθηκε το πρώτον στις 23.5.2014 κατά τον δοκιμαστικό πλου από την Αίγινα προς το Παλαιό Φάληρο και όχι κατά τη διάρκεια των επισκευών στο ναυπηγείο «……», αφού επί ξηράς τούτο δεν ήταν εφικτό, με αποτέλεσμα να μην εξηγείται πώς ο εναγόμενος διαπίστωσε την τεχνική ανεπάρκεια του πλοίου πριν τη δοκιμαστική πλεύση του, ώστε να μεταβάλει την απόφασή του και να μην προχωρήσει στη ναύλωσή του. Άλλωστε, αν τούτο ίσχυε, ο εναγόμενος ούτε στις 23.5.2014 θα δήλωνε προς τον ……… ότι «αυτός και ο κ. …….. είχαν ναυλώσει το πλοίο και θα το παρελάμβαναν στις 30.5.2014 και θα το αγόραζαν, αφού προηγουμένως έκαναν διάφορες επισκευές και εργασίες» ούτε στις 25.5.2014 θα πρότεινε, χωρίς βέβαια αποτέλεσμα, στον ………, ήδη πλοίαρχο του πλοίου, από τον ίδιο προσληφθέντα, να μετάσχει στην αγορά του AS και να εξακολουθήσει να παρέχει επ’ αυτού εργασία χωρίς μισθό, έναντι συνεταιρικής συμμετοχής του στα κέρδη από την εκμετάλλευσή του κατά την εκτέλεση πλόων στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Αίγινα, στις οποία ο προτείνας και ο ……. είχαν την πρόθεση να το δρομολογήσουν. Οι ενέργειες αυτές πράγματι δε θα είχαν νόημα, εάν αλήθευε ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι τόσο στις 23 όσο και στις 25.5.2014 είχε ήδη λάβει την απόφαση να μην ναυλώσει το πλοίο. Επιπλέον, αν τα μηχανολογικά προβλήματα του πλοίου είχαν αναγκάσει τον εναγόμενο να ματαιώσει τη σκοπούμενη επένδυση χρημάτων στην εκμετάλλευσή του, θα είχαν λειτουργήσει ομοίως αποτρεπτικά και στη βούληση του …….., ο οποίος, κατά την ένορκη βεβαίωση της . .., είχε επιτυχές επιχειρηματικά παρελθόν στον τομέα της εκμετάλλευσης πλοίων, γεγονός, όμως, που δε συνέβη, αφού ο τελευταίος δια της ναυλώσεως τουAS εκ μέρους της εταιρίας «. …», των συμφερόντων του, όχι μόνο παρέβλεψε τα προβλήματα αυτά αλλά και συμβλήθηκε με τουριστικά πρακτορεία της Σάμου αναλαμβάνοντας την υποχρέωση της επί κέρδει μεταφοράς επιβατών από το Πυθαγόρειο προς το Κουσάντασι με επιστροφή, θέτοντας ως βάση της επιχειρηματικής του αυτής αποφάσεως την αξιοπλοΐα του ως άνω σκάφους. Μάλιστα, οι υποχρεώσεις αυτές, από τις οποίες προκλήθηκε ζημία η ανόρθωση της οποίας επιδιώχθηκε με την έγερση της από 31.12.2015 ως άνω αγωγής, ανελήφθησαν με συμφωνίες που η «. . .» συνήψε (κατά τα αναγραφόμενα στο δικόγραφο της αγωγής εκείνης) στις 29.5.2014, σε χρόνο δηλαδή κατά τον οποίο είχαν ήδη διαπιστωθεί οι ζημιές του σκάφους AS που περιγράφονται λεπτομερώς στο από 24.5.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό ναυλώσεως και συνίσταντο κυρίως στη μη λειτουργία της δεξιάς μηχανής του, που εμφάνιζε και πρόβλημα διαρροής λαδιών. Οι ζημίες αυτές, όμως, είχαν, κατά την ένορκη βεβαίωση του ……, έκταση τέτοια που δεν επέτρεπε την αποκατάστασή τους έως την 6η.6.2014, καταληκτική ημερομηνία παραδόσεως του σκάφους στην εταιρία των συμφερόντων του ……., ο οποίος δεν μερίμνησε ώστε είτε ο ίδιος είτε δια του εναγομένου να ενημερωθεί για τον προβλεπόμενο χρόνο αποπερατώσεώς τους. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι το από 24.5.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό ναυλώσεως καταρτίστηκε μόλις μία [1] ημέρα μετά τον πρώτο δοκιμαστικό πλου του σκάφους της ενάγουσας και τη διαπίστωση της βλάβης της δεξιάς μηχανής του και συνεπώς της αναξιοπλοΐας του και σ’ αυτό μετά του εναγομένου, ενεργούντος δυνάμει ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου που υπό άλλες συνθήκες και περιστάσεις του είχε χορηγηθεί, συμβλήθηκε κατ’ ουσία ο ……, ο οποίος είχε διαπιστώσει αυτοπροσώπως την προτεραία τη βλάβη αυτή. Επομένως, ενόψει και του ότι στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό περιελήφθη όχι μόνο όρος περί παραδόσεως του σκάφους από την ενάγουσα στη ναυλώτρια στις 6.6.2014 αλλά και ποινική ρήτρα για κάθε ημέρα καθυστέρησης αυτής καθορισθείσα στο, σημαντικό λόγω των περιστάσεων, χρηματικό ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500 €), κρίνεται ότι η από 24.5.2014 ναύλωση του σκάφους συνήφθη εν αγνοία της εναγομένης και με σκοπό τη δημιουργία υπέρογκων και αδικαιολόγητων απαιτήσεων σε βάρος της ως εκναυλώτριας, δεδομένου ότι, ενόψει της βλάβης την οποία είχε υποστεί η δεξιά μηχανή του πλοίου και της ευρείας εκτάσεως των επισκευών που αναγκαιούσαν, τις οποίες ο εναγόμενος γνώριζε κατόπιν της προσωπικής επικοινωνίας του με τον ……., η παράδοσή του στις 6.6.2014 στη ναυλώτρια εταιρία ήταν αδύνατη και η κατάπτωση της ποινικής ρήτρας βέβαιη λόγω των απαιτούμενων επισκευών. Η βεβαιότητα αυτή, άλλωστε, καταδεικνύεται και από τον όρο του από 24.5.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού, με τον οποίο συνομολογήθηκε ελαττωμένος ναύλος για το πρώτο έτος της τριετούς ναυλώσεως του σκάφους «λόγω της ήδη δημιουργηθείσας καθυστέρησης». Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο εναγόμενος, καθ’ υπέρβαση και κατά κατάχρηση της εντολής και της πληρεξουσιότητας που του χορηγήθηκαν στις 30.5.2011, ενήργησε αντίθετα προς τις επιταγές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και παραβίασε τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και ο έκτος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών υποστηρίζει ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη διαπίστωσε τον καταχρηστικό και παράνομο χαρακτήρα της ως άνω υπαίτιας συμπεριφοράς του είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί.

VIII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 61 και 62 ΑΚ προκύπτει ότι, αφότου τηρηθούν οι νόμιμες προϋποθέσεις έγκυρης συστάσεώς τους, τα νομικά πρόσωπα καθίστανται υποκείμενα δικαίου με ικανότητα κτήσεως δικαιωμάτων και αναλήψεως υποχρεώσεων (ΑΠ 339/2018, Ε7 2019/124), η δικαιοκτητική τους, όμως, ικανότητα δεν εκτείνεται σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου (ΑΠ 158/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος Ια, Γενικές Αρχές, δεύτερη έκδοση (2016), άρθρο 62, αρ. 3, σελ. 884, Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2012, σελ. 196). Δεδομένου, επομένως, ότι τα νομικά πρόσωπα, ιδιωτικά ή δημόσιου δικαίου, είναι φορείς εννόμων αγαθών, μπορούν να είναι δικαιούχοι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (άρθρα 59, 299 και 932 ΑΚ), μολονότι αυτή, από τη φύση της, αφορά φυσικά πρόσωπα (ΕφΑθ. 4556/2005, Δνη 2007/868), εφόσον προσβάλλονται παράνομα στην προσωπικότητά τους σε οποιεσδήποτε από τις εκφάνσεις αυτής, που δεν προϋποθέτουν ανθρώπινη φύση (Εμ. Καλδέλλης, Η αξίωσις των νομικών προσώπων προς χρηματικήν ικανοποίησίν των λόγω ηθικής βλάβης, σε Αρμ. 1980/625 επομ. [629]), όπως συμβαίνει όταν θίγεται η επωνυμία, η φήμη, η εμπορική πίστη και η επαγγελματική υπόληψη εμπορικών εταιριών (ΑΠ 488/1983, ΝοΒ 1984/268, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, § 61, αρ. 20, σελ. 613). Επειδή, όμως, η ηθική βλάβη στα πρόσωπα αυτά δεν αναφέρεται σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, χωρίς ανάγκη αποδείξεως, όπως στα φυσικά πρόσωπα αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση, όταν ενάγει νομικό πρόσωπο για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης πρέπει να επικαλεστεί και, εάν ο ισχυρισμός του αμφισβητηθεί, να αποδείξει συγκεκριμένη υλική ζημία (ΤριμΕφΠειρ. 541/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 6197/2011, ΔΕΕ 2012/319, ΕφΘεσ. 443/2009, ΕπισκΕΔ 2009/517 = Αρμ. 2007/672, ΕφΑθ. 5749/2009, Δνη 2010/260 = ΕΕμπΔ 2010/993, Απ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος IV, πρώτη έκδοση, 1982, άρθρο 932, αρ. 13, σελ. 817, Στ. Πατεράκης, Η Χρηματική Ικανοποίηση Λόγω Ηθικής Βλάβης, 2001, Γ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], Ι, 2010, άρθρο 932, αρ. 22, σελ. 1903, Ι. Γεροντίδης, Η “υλική υπόσταση” της ηθικής βλάβης των εμπορικών εταιριών, σε Δνη 2016/1024 επομ. []).

Εν προκειμένω, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα ναυτική εταιρία ισχυρίστηκε ότι του γεγονότος της εγέρσεως της εναντίον της αγωγής της «. . ….» έλαβαν γνώσει οι εν γένει ναυτιλιακοί κύκλοι του Πειραιώς και, ειδικότερα, οι εταιρίες ναυλώσεως τουριστικών επιβατηγών πλοίων, δηλαδή «πλοιοκτήτες, ναυλωτές, ναυλομεσίτες, τουριστικά γραφεία, πράκτορες, τροφοδότες πλοίων, επισκευαστές πλοίων, ασφαλιστές κλπ», με αποτέλεσμα να τρωθούν ανεπανόρθωτα το επαγγελματικό και εμπορικό της κύρος, όπως και η φερεγγυότητά της στο τραπεζικό σύστημα, εξαιτίας της δημιουργίας ενός κλίματος αμφιβολίας, ανασφάλειας, αβεβαιότητας και καχυποψίας έναντι αυτής, στα πλαίσια του οποίου θορυβήθηκαν οι συνεργάτες της, οι πελάτες της και το υπαλληλικό προσωπικό της. Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν αποδεικνύει η ενάγουσα, που φέρει το σχετικό δικονομικό βάρος. Ειδικότερα, από κανένα απολύτως στοιχείο της δικογραφίας δεν επιβεβαιώνεται ότι από την έγερση της αγωγής εκείνης, με την οποία ζητήθηκε αποζημίωση για μη εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεών της που με τον προεκτεθέντα τρόπο φέρονται αναληφθείσες από αυτήν κατόπιν των ενεργειών του εναγομένου, υπέστη η ενάγουσα οποιαδήποτε συγκεκριμένη βλάβη στη φήμη, την εμπορική πίστη και την επαγγελματική της υπόληψη. Συγκεκριμένα, ούτε η πιστοληπτική της ικανότητα προκύπτει ότι επηρεάστηκε αρνητικά ούτε η χρηματοδότησή της από το τραπεζικό σύστημα διαφοροποιήθηκε ούτε ο κύκλος των εργασιών της περιορίστηκε λόγω της επικαλούμενης έναντι αυτής καχυποψίας των ναυλωτών ούτε η κερδοφορία της απομειώθηκε με αιτία όλων αυτών την προσβολή του κύρους και της φερεγγυότητάς της από τις πράξεις του εναγομένου. Άλλωστε, από το 2014 και έως τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα επισκεύασε το Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο AS και ανέκτησε πραγματική δυνατότητα εκναυλώσεώς του με σκοπό την κερδοφορία. Ούτε στις λοιπές συναλλαγές της ενάγουσας με ναυλομεσίτες και επισκευαστές πλοίων αποδεικνύεται δυσμενής αντίκτυπος της αγωγής εκείνης ούτε η επικαλούμενη ανησυχία του προσωπικού της επιβεβαιώνεται, πολύ δε περισσότερο δεν προκύπτει αύξηση των ασφαλίστρων του πλοίου, όπως θα ανέμενε κανείς, αν αλήθευε ο ισχυρισμός της ότι το γεγονός της εναγωγής της και της από την τότε αντίδικό της αναφερόμενης αθετήσεως των συμβατικών υποχρεώσεων της ενάγουσας διαδόθηκε στους ναυτιλιακούς κύκλους του Πειραιώς. Αντιθέτως αποδεικνύεται ότι και σε χρόνο μεταγενέστερο της προς αυτήν κοινοποιήσεως της αγωγής της «. . .», ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας …….., ενεργώντας υπό την ιδιότητά του αυτή, εξακολουθούσε να εμφανίζει προς τους τρίτους τον εναγόμενο ως προσωπικό του φίλο και συνεργάτη της ενάγουσας. Τέτοιους χαρακτηρισμούς περιλαμβάνει πράγματι ο ανωτέρω στις από 26.11.2014 έγγραφες εξηγήσεις του προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς κληθείς να καταθέσει κατά τη διοικητική και ποινική διερεύνηση του περιστατικού της ακυβερνησίας του AS κατά την πλου του από την Αίγινα στη Μαρίνα Φλοίσβου στις 23.5.2014. Και είναι ομοίως ο εναγόμενος εκείνος που στις 19.11.2014 εξουσιοδοτείται εγγράφως από τον …….., προκειμένου να προβεί στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας σε κάθε αναγκαία ενέργεια ενώπιον της ως άνω Λιμενικής Αρχής σχετικά με το ως άνω περιστατικό και, επιπλέον, να καταθέσει ενώπιον του αρμόδιου προανακριτικού υπαλλήλου τα πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα στις 23.5.2014.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την παραδοχή ότι «το αποτέλεσμα των ανωτέρω πράξεων του εναγομένου ήταν να υποστεί πράγματι η ενάγουσα παράνομη και υπαίτια προσβολή της φήμης και της κοινωνικοοικονομικής και επιχειρηματικής της υπόστασης, του κύρους και της εμπορικής της πίστης, της αξιοπιστίας της στη ναυτιλιακή αγορά και του επιχειρηματικού της μέλλοντος στο χώρο της ναυτιλίας, συνεπώς δε και ηθική βλάβη» επιδίκασε κατά μερική αποδοχή της αγωγής χρηματική ικανοποίηση στην ενάγουσα, προς ανόρθωση της βλάβης αυτής, το ποσό της οποίας καθόρισε σε δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000 €), έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο τρίτος λόγος της ένδικης εφέσεως, με τον οποίο ο εκκαλών προσάπτει στην εκκαλουμένη το αντίστοιχο σφάλμα του αποδεικτικού πορίσματός της.

ΙΧ. Κατά συνέπεια, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το θιγέν και ανατραπέν μέρος της και, στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο κατά το μέρος της αυτό, να απορριφθεί η αγωγή κατά το κεφάλαιό της το σχετικό με την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης της ενάγουσας ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επιπλέον, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος, κατά το σχετικό αίτημά του, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος της εφεσίβλητης λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και, τέλος, να αποδοθεί στον εκκαλούντα το κατατεθέν παράβολο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση.

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του κατατεθέντος παραβόλου.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 4797/2017 οριστική απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιό της.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Απορρίπτει κατά το διακρατηθέν κεφάλαιο την από 15.7.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../15.7.2016 αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια ευρώ (1.500 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 9 Μαΐου 2019 και δημοσιεύθηκε στις  28 Μαΐου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με απόντες τους διαδίκους και τις πληρεξούσιες δικηγόρους τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ