Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 334/2019

Αριθμός     334 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Ιουνίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου του άρθρου 937 παρ.1β, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.2 του άρθρου 1 Ν.4335/2015, σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση, ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παρ.2, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων εδαφίων, η άσκηση ένδικου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ, διατάξει την αναστολή, με την παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι, η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχώρησει η αναγκαστική εκτέλεση, αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση οι αιτούντες με την κρινόμενη αίτηση ζητούν, να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος τους δυνάμει της με αριθμό …../30-1-2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………, του υπ’ αριθμ. ……/2-4-2019 νέου αποσπάσματος της ανωτέρω κατασχετήριας έκθεσης, βάση του οποίου  επισπεύδεται   ο επικείμενος ηλεκτρονικός πλειστηριασμός για την 21η Ιουνίου 2019 (ημέρα Παρασκευή), και της από 30 Σεπτεμβρίου 2016 επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου εξ’ απογράφου της υπ’ αριθμ. …./2016 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,   μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση στην υπ` αριθμ. κατάθεσης ……./2019 έφεση, που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησαν κατά της υπ`αρ. 2008/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… /2019  ανακοπή  κατά της επισπευδόμενης σε βάρος τους αναγκαστικής εκτέλεσης. ΙΙΙ. Η αίτηση αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του Κ.Πολ.Δ), και είναι  παραδεκτή, καθόσον κατατέθηκε εμπρόθεσμα  στις 12/6/2019, δηλαδή πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού στις 21-6-2019 και είναι νόμιμη (άρθρο 937 Κ.Πολ.Δ). Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί η ουσιαστική της βασιμότητα. IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1α ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015 : «ανακοπή, σύμφωνα με το άρθρο 933, είναι παραδεκτή: α) αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης». Κατά το εδ. β της ίδιας διάταξης: «αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μέσα σε τριάντα (30) μέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα (60) μέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα». Σύμφωνα με την παρ. 2 της ίδιας διάταξης: «αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης». Σταδιακή προσβολή των πράξεων εκτέλεσης σημαίνει ότι ανάλογα με  το αντικείμενο της, η εκάστοτε ανακοπή κατά της εκτέλεσης θα πρέπει να ασκείται σε καθορισμένες από τον νόμο προθεσμίες. Το πρώτο στάδιο προσβολής των πράξεων εκτέλεσης περιλαμβάνει τους λόγους ανακοπής που βάλλουν κατά του κύρους του εκτελεστού τίτλου της προδικασίας και της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι και  τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 II 2 και 995 IV 2, καθώς επίσης και κατά της εκτελούμενης απαίτησης. Η προθεσμία της ανακοπής που επιδιώκει την ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω των ανωτέρω ελαττωμάτων, ορίζεται ενιαία σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης (εν είδει απώτατου χρονικού ορίου άσκησης ανακοπής), όταν η εκτέλεση επισπεύδεται για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Κατά το γράμμα του νόμου, αφετηρία της προθεσμίας των 45 ημερών αποτελεί η ημέρα της κατάσχεσης. Αποτελεί όμως η διατύπωση αυτή μάλλον σχήμα κατά συνεκδοχή. Η γνώση του καθ’ ου είναι απαραίτητη για την εκκίνηση της ανωτέρω προθεσμίας και η γνώση αυτή εξασφαλίζεται με την επίσημη επίδοση στον ίδιο του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης. Και αν μεν αυτός είναι παρών κατά την κατάσχεση, το αντίγραφο αυτό επιδίδεται στον ίδιο, μόλις περατωθεί η κατάσχεση. Αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το επιδιδόμενο έγγραφο, τότε συντάσσεται απλώς έκθεση για την άρνηση του. Αν όμως αυτός είναι απών κατά την κατάσχεση ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης, επακολουθεί επίδοση αντιγράφου αυτού στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη το αργότερο την επόμενη ημέρα της περατώσεως της κατασχέσεως, αν αυτός έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την περάτωση της κατάσχεσης (955 I, 995 I). Επομένως η προθεσμία των 45 ημερών ξεκινά κανονικά από την επίδοση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Αν όμως αυτός παρίσταται κατά την κατάσχεση αλλά αρνείται να παραλάβει το αντίγραφο αυτό, δεν προβλέπεται από το νόμο επίδοση του στον ίδιο, οπότε η αφετηρία της προθεσμίας θα είναι, για τη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, αναπόφευκτα, η ημέρα περατώσεως της κατάσχεσης. Στο πρώτο στάδιο ανήκουν πρωτίστως οι αντιρρήσεις κατά του εκτελεστού τίτλου (αντιρρήσεις που αφορούν την εγκυρότητα  του τίτλου)  καίτοι αυτό δεν αναφέρεται στο άρθρο 934 I στοιχ. α ΚΠολΔ (προφανώς από παραδρομή). Οι λόγοι που αφορούν την εγκυρότητα του τίτλου είναι τα διάφορα τυπικά ή ουσιαστικά ελαττώματα. Τυπικά ελαττώματα του τίτλου είναι οι ελλείψεις που αφορούν τον τίτλο ως έγγραφο λχ δεν έχει περιαφθεί αυτός τον εκτελεστήριο τύπο, το συμβολαιογραφικό έγγραφο έχει ελλείψεις που οδηγούν σε ακυρότητα κτλ. Ουσιαστικά ελαττώματα του τίτλου είναι όλα τα υπόλοιπα ελαττώματα του τίτλου λχ δεν προκύπτει η ποσότητα της παροχής (916 ΚΠολΔ) ή δεν συγκοινοποιήθηκαν μ’ αυτόν και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλήρωση της αίρεσης ή επισπεύδεται εκτέλεση με βάση οριστική απόφαση που δεν κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή κ.ο.κ. Ουσιαστικό ελάττωμα υφίσταται και όταν ο επισπεύδων δεν φέρεται ως δικαιούχος της ενσωματωμένης στον τίτλο αξίωσης ή ο καθ’ ου η εκτέλεση δεν είναι από τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται παθητικά να ανεχθούν την εκτέλεση με βάση τον τίτλο αυτό. Η δεύτερη κατηγορία ελαττωμάτων που εντάσσονται στο πρώτο στάδιο αφορά στις ακυρότητες των πράξεων της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η προδικασία εξαντλείται κυρίως στην επίδοση προς τον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη αντιγράφου του απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση. Οι λόγοι που στρέφονται κατά του κύρους της επιταγής υπόκεινται στην ανωτέρω προθεσμία των 45 ημερών του άρθρου 934 I στοιχ. α, είτε αφορούν στο περιεχόμενο, είτε στην επίδοση της στον καθ’ ου η εκτέλεση (λχ η επίδοση δεν είναι νόμιμη, επειδή η θυροκόλληση του επιδοτέου εγγράφου δεν συνοδεύθηκε από τις ενέργειες που επιτάσσει το άρθρο 128 παρ. 4 ΚΠολΔ) ή δεν συνοδεύθηκε και από τα έγγραφα που νομιμοποιούν τον επισπεύδοντα καθολικό ή ειδικό διάδοχο (925 ΚΠολΔ). Στην ίδια προθεσμία υπάγονται και οι λόγοι της ανακοπής που αφορούν σε προγενέστερες (ή και μεταγενέστερες) της επιταγής πράξης εκτέλεσης, λχ στη χορήγηση  της εντολής (927 ΚΠολΔ) στον δικαστικό επιμελητή ή και σε μεταγενέστερες, εφόσον αυτές προηγούνται χρονικά από την κατάσχεση ή άλλη αντίστοιχη μ’ αυτή διαδικαστική πράξη. Στο πρώτο στάδιο (934 στοιχ. α) ανήκουν φυσικά και οι αιτιάσεις που αφορούν στη μη τήρηση της τριήμερης προθεσμίας του άρθρου 926 I ΚΠολΔ. Στο πρώτο στάδιο προσβολής των πράξεων εκτέλεσης μετατοπίσθηκαν και οι λόγοι ανακοπής που αμφισβητούν την εγκυρότητα των πράξεων της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (934 στοιχ. α). Πρόκειται για ατασθαλίες οι οποίες επιδρούν ακυρωτικά σε κάποια πράξη της διαδικασίας της εκτέλεσης που επιχειρήθηκε από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης μέχρι και, τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 II 2 και 995 IV 2. Στην πρώτη γραμμή εντάσσονται ελαττώματα της εκθέσεως κατασχέσεως (λχ κατασχέθηκε πράγμα ακατάσχετο κατά νόμο), ή επιβλήθηκε κατάσχεση σε ακίνητο που αγοράσθηκε από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας και απαγορευόταν η διάθεση του (175 ΑΚ) κατά τις διατάξεις του ν. 1641/1986 κτλ. Στην κατηγορία των ελαττωμάτων που αφορούν την κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης εντάσσεται και η κατά το άρθρο 951 παρ. 2 ΚΠολΔ παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι ο επισπεύδων δανειστής κατέσχεσε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη απ’ όσα είναι αναγκαία για την ικανοποίηση της απαίτησης του [Νικ. Θ. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, τόμος II, ειδικό μέρος, 2η έκδοση, σελ. 162-163, αρθμ. 22]. Τέλος στην προθεσμία του πρώτου σταδίου ασκούνται και οι ανακοπές που αμφισβητούν την εκτελούμενη αξίωση (απαίτηση). Τα ελαττώματα της απαίτησης επιδρούν σε όλες τις πράξεις της εκτελέσεως, από την πρώτη μέχρι και την προτελευταία που είναι η δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης (955 II 2, 995 IV 2). Η τελευταία πράξη της εκτέλεσης, (ο πλειστηριασμός στην περίπτωση της εκτέλεσης προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων) δεν προσβάλλεται με λόγο που αφορά στην απαίτηση. Διευκρινίζεται ότι η  ανακοπή κατά της εκτέλεσης, που αφορά στην απαίτηση, έχει πάντοτε ως αίτημα την ακύρωση συγκεκριμένης πράξης εκτέλεσης (λχ. της επιταγής, της εκθέσεως κατασχέσεως) και απλώς ο λόγος που προκαλεί την ακυρότητα αυτή και στηρίζει το αίτημα της ανακοπής είναι η ελαττωματικότητα της απαίτησης. Οποιασδήποτε φύσεως ελάττωμα της εκτελούμενης απαίτησης, είτε αφορά στη γένεση, είτε στην άσκηση, είτε στην απόσβεση αυτής, μπορεί να προβληθεί με την εν λόγω ανακοπή. Ως και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχέσεως στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων μπορεί να ασκηθεί ανακοπή, η οποία στηρίζεται σε οποιοδήποτε γεγονός παρακωλυτικό ή δικαιοκωλυτικο της γενέσεως (πχ εικονικότητα, αίρεση, προθεσμία, έλλειψη τύπου, αντίθεση στα χρηστά ήθη κτλ) ή της ασκήσεως (πχ παραγραφή, κατάχρηση δικαιώματος) ή της αποσβέσεως της (εξόφληση, άφεση χρέους, ανανέωση, συμβιβασμός, συμψηφισμός κτλ). Στην ίδια ως άνω προθεσμία υπόκεινται οι αντιρρήσεις του οφειλέτη σχετικά με το ύψος του επιτασσόμενου για την απαίτηση ποσού (Νικ. Θ. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Γενικό Μέρος, τόμος I, 2η έκδοση, 2017, σελ. 615-621, αριθμ. 14, 15, 17, 18, 19, 20). Συγκριτικά με το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, παρατηρείται ότι για τις πλημμέλειες των πράξεων εκτέλεσης από την επιταγή έως την κατάσχεση ορίζεται πλέον ρητή προθεσμία από την ημερομηνία της κατάσχεσης, που συρρικνώνεται αρκετά σε σύγκριση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, όπου η προθεσμία επεκτεινόταν έως την έναρξη της σύνταξης έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Ζήτημα ανακύπτει για τους οψιγενείς ισχυρισμούς και τα ελαττώματα της διαδικασίας που έχουν λάβει χώρα μετά τις 45 ημέρες από την κατάσχεση, οπότε λήγει η προθεσμία του πρώτου σταδίου και μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, οπότε αρχίζει το δεύτερο στάδιο προσβολής τα εκτελεστικής διαδικασίας, ως προς τις πλημμέλειες που εμφιλοχώρησαν από τότε μέχρι την τελευταία πράξη της σύνταξης έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Είναι σαφές ότι υφίσταται κενό προθεσμίας ως προς τη δυνατότητα προβολής των ως άνω ελαττωμάτων. Στο προϊσχύον δίκαιο υπενθυμίζεται ότι ανάλογοι ισχυρισμοί μπορούσαν να προβληθούν ως λόγοι ανακοπής στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, ήτοι μέχρι τη σύνταξη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατάργηση του ενδιάμεσου σταδίου στο ισχύον άρθρο 934 ΚΠολΔ δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα προβολής των ως άνω ισχυρισμών που έλαβαν χώρα μετά την παρέλευση της προθεσμίας του πρώτου σταδίου, ήτοι της προθεσμίας των 45 ημερών από την κατάσχεση και μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού. Η προταθείσα λύση για άσκηση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής με λήψη ασφαλιστικών μέτρων για αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας ενδέχεται να καθυστερήσει τη διαδικασία σε αντίθεση με το πνεύμα του νομοθέτη (Ν. 4335/2015) για γρήγορη διεκπεραίωση της διαδικασίας εκτέλεσης. Περαιτέρω κατάλληλο ένδικο βοήθημα και για τα ελαττώματα της διαδικασίας που έχουν λάβει χώρα μετά τις 45 ημέρες από την κατάσχεση θα πρέπει να είναι η ανακοπή κατ’ αντιστοιχία με την πρόβλεψη ανακοπής για τα ελαττώματα των δύο σταδίων του νέου άρθρου 934 ΚΠολΔ. Η νομοθετική αυτή αβλεψία στερεί από τον οφειλέτη το δικαίωμα δικαστικής προστασίας καθόσον στερείται του δικαιώματος του να προσβάλλει τα ελαττώματα της διαδικασίας με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ που μεσολάβησαν μετά τη λήξη του πρώτου σταδίου και πριν από την έναρξη του δευτέρου σταδίου του άρθρου 934 ΚΠολΔ. Εδώ μία λύση θα μπορούσε να παράσχει η δυνατότητα τα ελαττώματα αυτά να προβληθούν στην προθεσμία του δεύτερου σταδίου (που κατά το προϊσχύσαν δίκαιο αντιστοιχούσε στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 εδ. γ ΚπολΔ), καθόσον γίνεται δεκτό ότι στην εν λόγω προθεσμία μπορούν να προβληθούν και ελαττώματα που εμφιλοχώρησαν ακόμη και πριν από τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού, εφόσον επιδρούν ακυρωτικά στον τελευταίο. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται δεκτό ότι όπου είναι αδύνατη και μάλιστα στις δίκες περί την εκτέλεση η τήρηση ορισμένης προθεσμίας, τότε υφίσταται νομοθετικό κενό που κατανάγκην θα πληρωθεί με τη μέθοδο της αναλογίας από την πλησιέστερη εφικτή προθεσμία (Χ. Μιχαηλίδου, η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 1η έκδοση 2017, σελ. 314-315). V. Εν προκειμένω με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 ανακοπή τους οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες εκθέτουν ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. …./2016 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διατάχθηκαν να καταβάλουν προς την επισπεύδουσα δανείστρια τραπεζική εταιρία το ποσό των τριών εκατομμυρίων τριακοσίων δέκα οκτώ χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (3.318.000,00), πλέον τόκων υπολογιζόμενων με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης (20-11-2014), πλέον εξόδων μέχρι και την ολοσχερή εξόφληση καθώς και το ποσό των 38.000 ευρώ για δικαστική δαπάνη έκδοσης της ανωτέρω διαταγής πληρωμής. Ότι την 6η Οκτωβρίου 2016, η καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη επέδωσε σε έκαστο εξ αυτών  αντίγραφο εξ’ απογράφου της προαναφερθείσας διαταγής πληρωμής μετά την παρά πόδας επιταγή προς εκτέλεση, δια της οποίας επιτάχθηκαν να καταβάλουν στην δανείστρια τράπεζα το ως άνω συνολικό ποσό. Ότι αυτοί άσκησαν ανακοπή (εκ του άρθρου 632 ΚΠολΔ) κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1078/2018 απόφαση, με την οποία αυτή απορρίφθηκε. Ότι εν συνεχεία άσκησαν την από 15 Νοεμβρίου 2018 (ΓΑΚ …./2018, ΕΑΚ …./2018) έφεση κατά της απόφασης αυτής, απευθυνόμενη ενώπιον του  Εφετείου Αθηνών, η συζήτηση της οποίας (έφεσης-ανακοπής) έχει προσδιορισθεί για την 14η Νοεμβρίου 2019. Εν συνεχεία αναφέρουν  ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. …./30-1-2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας τους  (οριζόντιες ιδιοκτησίες όπως αναλυτικά περιγράφονται στην ένδικη ανακοπή), οι οποίες βρίσκονται στην περιοχή …. Πειραιώς. Ότι η ανωτέρω κατασχετήρια έκθεση τους επιδόθηκε  στις 31-1-2017. Ότι βάσει αυτής της κατασχετήριας έκθεσης ορίσθηκε (φυσικός) πλειστηριασμός αρχικά για τηv 13η Σεπτεμβρίoυ 2017, ημέρα Τετάρτη από 4η έως 5η απογευματινή ώρα της ίδιας ημέρας, στο κατάστημα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, ο οποίος τελικώς ματαιώθηκε και  εν συνεχεία η ίδια η επισπεύδουσα (ήδη καθ’ ης η ανακοπή) κατ’ εφαρμογή του άρθρου 973 παρ. 1 ΚΠολΔ, υπέβαλε την με ημερομηνία 28-3-2019 Δήλωση Συνέχισης Πλειστηριασμού, συνταχθείσας της υπ’ αριθμ. …../28-3-2019 πράξης της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. (η οποία αναρτήθηκε νομίμως στην ιστοσελίδα του ΔΔΔΤΝ). Ότι εν συνεχεία συντάχθηκε το υπ’ αριθμ. …/2-4-2019 νέο απόσπασμα της υπ’ αριθμ. …./30-1-2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……., το οποίο επιδόθηκε σε αυτούς  στις 8 Απριλίου 2019 βάση του οποίου ορίσθηκε (ηλεκτρονικός) πλειστηριασμός για την 21η Ιουνίου 2019, ημέρα Παρασκευή και από ώρες 10:00 έως 14:00. Ζητούν δε, (κατ’ εκτίμηση του σχετικού δικογράφου) την ακύρωση των ακόλουθων πράξεων της παρούσας εκτελεστικής διαδικασίας: α) της από 30 Σεπτεμβρίου 2016 επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου εξ’ απογράφου της υπ’ αριθμ. …../2016 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, β) της υπ’ αριθμ. …/30-1-2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο ……, γ) του υπ’ αριθμ. …./2-2-2017 αποσπάσματος της ως άνω υπ’ αριθμ. …./30-1-2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, δ) του υπ’ αριθμ. …../2-4-2019 νέου αποσπάσματος της ανωτέρω κατασχετήριας έκθεσης, βάση  του οποίου επισπεύδεται ο επικείμενος ηλεκτρονικός πλειστηριασμός για την 21η Ιουνίου 2019 (ημέρα Παρασκευή), ε) της από 2 Απριλίου 2019 έγγραφης εντολής που δόθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της επισπεύδουσας προς το Δικαστικό Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………, προκειμένου να συνεχισθεί η προκείμενη εκτελεστική διαδικασία, στ) της με ημερομηνία 22-4-2019 εντολής γνωστοποίησης Μεταβολής Τρόπου και χρόνου Διενέργειας Πλειστηριασμού, σύμφωνα με το άρθρο 208 του Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α’ 5/17-1-2018) που μνημονεύεται στο ως άνω υπ’ αριθμ. …/2-4-2019 νέο απόσπασμα της υπ’ αριθμ. …./30-1-2017 κατασχετήριας έκθεσης του προρρηθέντος Δικαστικού Επιμελητή, επικαλούμενοι  λόγους,  που αφορούν :α) στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, ήτοι της υπ’ αριθμ. …../2016 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (μη τήρηση της διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων του Κώδικα Δεοντολογίας ν. 4224/2013 (λόγος 16), αοριστία της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής (λόγος 17),  μη αναγραφή του ποσοστού επιτοκίου σε αυτήν (λόγος 18), β) την απαίτηση που αυτή ενσωματώνει (μη εκκαθαρισμένο αυτής, παράνομο ανατοκισμός, ακυρότητα δανειακής σύμβασης λόγω καταχρηστικκών ΓΟΣ (όροι 8-15) και  γ) τη κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (επειδή δεν έχει εισέτι κριθεί τελεσίδικα η ασκηθείσα ανακοπή τους κατά της διαταγής πληρωμής, (λόγος 1) που έχει προβληθεί ήδη σε δίκες περί την εκτέλεση (άρθρο 933 ΚΠολΔ) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου και Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου (βλ/ τις με υπ’αρίθμ. …./2018 και …/2018 εκθέσεις κατάθεσης ανακοπές, επί των οποίων  έχουν εκδοθεί οι με αριθμούς 60/2019 και  65/2019 απορριπτικές αποφάσεις αντίστοιχα) παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και καταχρηστικότητα της διαδικασίας λόγω πολλαπλών κατασχέσεων και παράλληλων διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της επιδικασθείσας με την αυτή διαταγή πληρωμής αξίωσης της καθ’ής η ανακοπής τράπεζας, (λόγος 2 και 4), σφαλλόμενη εκτίμηση της εμπορικής αξίας των κατασχεμένων ακινήτων (λόγος 3), πλημμέλεια της προσβαλλόμενης έκθεσης κατάσχεσης λόγω μη αναγραφής των βαρών των κατασχεμένων ακινήτων (λόγος 5), απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών μετά  την κατάρτιση της δανειακής σύμβασης, που επέφερε την οικονομική δυσπραγία τους και την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και καταχρηστική  συμπεριφορά της καθής, που συνέχιζε να επιδιώκει την ικανοποίηση της απαίτησης της μέσω της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης (λόγοι 6 και 7). Οι ως άνω λόγοι, όμως,  καθόσον δεν αφορούν στη διαδικασία του πλειστηριασμού ή σε ακυρωτικές αυτού  πλημμέλειες της προδικασίας του  απαραδέκτως προβάλλονται εν προκειμένω, διότι έχει εκπνεύσει η  προβλεπόμενη για την προσβολή του πρότερου στάδιου της εκτέλεσης προθεσμία, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 934 παρ.1α ΚΠολΔ, δεδομένου ότι  η υπ’ αριθμ. …./30-1-2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………., επιδόθηκε σ’ αυτούς στις 31 Ιανουαρίου 2017 και επομένως η ανακοπή έπρεπε να είχε ασκηθεί έως τις 17 Μαρτίου 2017, ημέρα Παρασκευή. Εν τούτοις αυτή  κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 25 Απριλίου 2019, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του δικογράφου ενσωματωμένη πράξη κατάθεσης. Αυτοί δε, δεν επικαλούνται με λόγο της ανακοπής τους συγκεκριμένη πλημμέλεια της προδικασίας του πλειστηριασμού, που επιδρά ακυρωτικώς σε αυτόν (δηλαδή διατυπώσεις που παραλήφθηκαν εντελώς ή διενεργήθηκαν εκπρόθεσμα), η οποία δύναται να προβληθεί παραδεκτά  εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 1β ΚΠολΔ. Ειδικότερα, αναφορικά με τον δέκατο ένατο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες επικαλούνται πλημμέλεια  κατά τη σύνταξη του με αριθμό …./2-4-2019 νέου αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, επειδή η εντολή γνωστοποίησης μεταβολής τρόπου και χρόνου διενέργειας του πλειστηριασμού φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη του χρόνου σύνταξης του αποσπάσματος (αντί του ορθού 2-4-2019, 22-4-2019), του χρόνου επίδοσης αυτού σε έκαστο εξ αυτών και της ανάρτησης του στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών, η οποία όμως, δεν ορίζεται στο νόμο ως επιφέρουσα ακυρότητα του πλειστηριασμού. Τέλος, αναφορικά με τους  δεύτερο και τέταρτο λόγο της ανακοπής τους, με τους οποίους, όπως προαναφέρθηκε τίθεται ζήτημα καταχρηστικότητας και ακυρότητας της εκτελεστικής διαδικασίας λόγω πολλαπλών κατασχέσεων και παράλληλων διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της επιδικασθείσας με την αυτή διαταγή πληρωμής αξίωσης της καθ’ής η ανακοπής τράπεζας, καθόσον αυτή  πέραν των κατασχεμένων με την προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης προέβη και σε κατάσχεση  ακινήτων τους στη νήσο Σέριφο και τη νήσο Θήρα (βλ. τις με αριθμούς έκθεσης κατάσχεσης …../19-10-2018 και ……/22-10-2018 του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αιγαίου, …….), δίχως ωστόσο μέχρι σήμερα να έχουν εκτεθεί αυτά σε αναγκαστικούς πλειστηριασμούς, οι σχετικές αιτιάσεις βάλλουν κατά λογική ακολουθία κατά των επομένων της επίδικης επιβληθεισών κατασχέσεων, και ουδόλως κατά του επικείμενου πλειστηριασμού, ενώ κύρωση της επικαλούμενης από τους ανακόπτοντες διάταξης του άρθρου 951 παρ.2 ΚΠολΔ σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ο περιορισμός και μόνον της κατάσχεσης σε όσα ακίνητα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση (βλ. Μπρίνια Αναγκαστική Εκτέλεσις τ. Β’, Β έκδοση ανατύπωση, άρθρο 951, παρ. 257, σελ. 695). Τους ίδιους δε λόγους προέβαλαν οι ανακόπτοντες και με έτερες ανακοπές του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου και Μονομελούς Πρωτοδικείου  Σύρου, τα οποία με τις με αριθμό 60/2019 και 65ΕΙδ/2019 αποφάσεις τους τις απέρριψαν. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που  απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος της έφεσης με τον οποίο οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν τούτου, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων να συμψηφισθούν μεταξύ τους (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

Για τους λόγους αυτούς

Δικάζει την αίτηση με την παρουσία των διαδίκων,

Απορρίπτει την αίτηση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Iουνίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ