Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 354/2019

Αριθμός    354 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από την ως άνω διάταξη με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατ’ απόφασης που εκδόθηκε ερήμην  μεν του εκκαλούντος, πλην όμως ερευνήθηκε η υπόθεση ως εάν αυτός να ήταν παρών ή είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271, 272 παρ. 1 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ο δε εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που  μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, επομένως η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών,  είχε συναχθεί δε  σε βάρος του τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας,  μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης να ακουστεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης,  χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 1906/2008, ΕφΠειρ 67/2016,  ΕφΑνατΚρητ 61/2015, ΕφΠειρ 336/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος).      Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από  8.11.2017 και με αριθμ.εκθ.καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2017 έφεση του  εναγομένου και ήδη εκκαλούντος  κατά της  3599/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία (έφεση) ο εκκαλών προβάλλοντας άρνηση των αγωγικών ισχυρισμών του εφεσιβλήτου-ενάγοντος  ζητεί να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία εκδόθηκε επί της από 7.11.2011 και με αριθμ.εκθ.καταθ……../7.11.2011 αγωγής του τελευταίου κατά του εκκαλούντος,  εκδικασθείσα  με την τακτική διαδικασία,  να γίνει νέα συζήτηση της υπόθεσης κατ’ ουσίαν, αφού κατά τη συζήτησή της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν παραστάθηκε και λόγω της ερημοδικίας του θεωρήθηκαν ομολογημένοι εκ  μέρους του οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφό της, όπως περιγράφηκε στο σκεπτικό της εκκαλουμένης απόφασης. Η έφεση αυτή, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, αφού για το παραδεκτό της έχει  προκατατεθεί από τον εκκαλούντα  το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο  495 του ΚΠολΔ), πρέπει σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα  νομική σκέψη, να  γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα  528 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) να εξεταστεί η ως άνω από 7.11.2011 αγωγή του εφεσιβλήτου-ενάγοντος,  ως προς την νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το αντικείμενο της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ τρίτων (βλ. σχετική αναφορά στην εκκαλούμενη απόφαση).   Ι. Κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για την θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς αποζημίωση αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί,  ενισχύει η διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται και σε μελλοντικό γεγονός, με την έννοια της ενδιάθετης διαθέσεως του υπαιτίου να μην εκτελέσει μελλοντική του υποχρέωση (ΑΠ 709/2017, ΑΠ 861/2014, ΑΠ 683/2013, ΕφΛαρ 272/2015, ΕφΠειρ 385/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολ σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να αναφέρονται α) τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, β) τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που επήλθε στον ενάγοντα και γ) τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του ενάγοντος (ΕφΠειρ 551/2015, δημοσιευμένη στη Νόμος).

ΙΙ. Περαιτέρω,  κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και να καθορίσει  συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561  παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Εξάλλου, το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (βλ. ΟλΑΠ 43/2005). ΄Ετσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας διά της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης (βλ. ΑΠ 285/2012, ΑΠ 79/2010, ΑΠ 1735/2009, δημοσιευμένες στη Νόμος,  ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006.757, ΑΠ 1143/2003 ΕλΔ 2005,394, ΕφΠειρ 354/2016, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008, 67, ΕφΑθ1139/2007, ΕλλΔνη 2007, 885, Γεωργιάδη, σε:  ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθοπούλου, άρθρο 932, αρ. 22 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές,Στ. Πατεράκη, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σελ. 324 επ).

ΙΙΙ. Τέλος, σε περίπτωση αδικοπραξίας παρέχεται η δυνητική ευχέρεια στο Δικαστήριο της ουσίας να διατάξει προσωπική κράτηση κατά του υπόχρεου, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για ικανοποίηση της απ’ αυτή απορρέουσας απαίτησης, καθορίζοντας και τη χρονική της διάρκεια, μέσα στα όρια του άρθρου 1047 ΚΠολΔ, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως το ύψος της απαίτησης, η βαρύτητα της πράξης και οι συνέπειές της, το πταίσμα του υπόχρεου, η φερεγγυότητα αυτού, η τυχόν συνυπαιτιότητα του δικαιούχου και οι λοιπές εν γένει περιστάσεις. Η δε σχετική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας δεν εμπίπτει στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου. Στην πιο πάνω διάταξη, ειδικότερα, ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού της διάρκειας της προσωπικής κράτησης. Άρα, κατά τα παραπάνω, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή του για τον προσδιορισμό της διάρκειας της προσωπικής κράτησης δεν έχει σημασία, γιατί δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά σε σχέση με τον κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ προσδιορισμό αυτής αποτελέσματα (Ολ. ΑΠ 6/2009, ΑΠ 1565/2013, ΑΠ 123/2010, ΑΠ 1846/2007, ΕφΘεσ 855/2017, δημοσιευμένες στη Νόμος).    Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την ένδικη από 7.11.2011 και με αριθμ.καταθέσεως  …./7.11.2011 αγωγή του που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε βάρος του εναγόμενου, κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου,  εξέθεσε ότι ως ομόρρυθμο μέλος της εταιρίας με την επωνυμία «……», που ασχολείται με την εγκατάσταση συναγερμών και τη φύλαξη χώρων και έχει έδρα στα … Αττικής και υποκατάστημα στη …. ,  στις αρχές του 2008 ενδιαφέρθηκε να αγοράσει ένα ακίνητο, με σκοπό να εγκατασταθούν εκεί τα γραφεία της ως άνω εταιρίας. Ότι προς το σκοπό αυτό τον Απρίλιο του έτους 2008 συμφώνησε με τον εναγόμενο, ο οποίος διατηρεί κατασκευαστική εταιρία στο όνομά του, να αγοράσει το με στοιχεία Κ-2 ημιτελές ισόγειο κατάστημα πολυώροφης οικοδομής, κτισμένης επί οικοπέδου ευρισκόμενου στη θέση «…….», επί της λεωφόρου … στο Ο.Τ. …., καθώς και τρεις εφαπτόμενες μεταξύ τους αποθήκες του υπογείου της ανωτέρω πολυκατοικίας. Ότι ως τίμημα της αγοράς των ως άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών, πλήρως αποπερατωμένων, την ολοκλήρωση των οποίων μάλιστα (ως προς τις υδραυλικές και ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις τους, τη διαμόρφωση των εσωτερικών τους χωρών κ.λ.π.) του υποσχέθηκε ο εναγόμενος ότι θα πραγματοποιούσε άμεσα συμφωνήθηκε το ποσό των 130.000 ευρώ. Ότι κατά την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού τον Απρίλιο του 2008 κατέβαλε στον εναγόμενο, ως προκαταβολή, το ποσό των 6.000 ευρώ και ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε προφορικά ότι το ως άνω κατάστημα και οι αποθήκες του ανήκουν κατ’ αποκλειστική κυριότητα και είναι ελεύθερα βαρών. Ότι το Μάιο του 2008 ο ενάγων διαπίστωσε ότι δεν πραγματοποιούνται οι συμφωνηθείσες εργασίες στο ως άνω κατάστημα και τις αποθήκες και γι’ αυτό πρότεινε στον εναγόμενο να ξεκινήσει αυτός τις υπολειπόμενες εργασίες με δικά του συνεργεία και να αφαιρείται κάθε φορά η αξία τούτων (εργασιών) από το συνολικό τίμημα. Ότι την 27-5-2008 ο εναγόμενος παραδέχθηκε ότι είχαν γίνει από αυτόν (ενάγοντα) εργασίες στις πωλούμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες, αξίας 4.000 ευρώ και επομένως απέμεινε οφειλόμενο ποσό 120.000 ευρώ, ενώ την ίδια ημερομηνία κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 15.000 ευρώ, έναντι του ως άνω οφειλόμενου ποσού. Ότι μέχρι και τα τέλη Ιουνίου 2008 και ενώ συνεχίζονταν οι εργασίες στις ανωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες με δικά του συνεργεία συμφώνησε με τον εναγόμενο να αφαιρέσουν άλλες 5.000 ευρώ από το συνολικό τίμημα, απομένοντος οφειλόμενου του ποσού των 100.000 ευρώ (105.000 ευρώ – 5.000 ευρώ) και την 1η-7-2008 του κατέβαλε 22.000 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου 78.000 ευρώ. Ότι την 9-8-2008 ο εναγόμενος, προφασιζόμενος ότι έπρεπε να εξοφλήσει κάποιο συνεργείο άλλης οικοδομής και δηλώνοντας στον ενάγοντα ότι θα του τα επέστρεφα άμεσα, έπεισε αυτόν να του καταβάλει, ως δάνειο, το ποσό των 5.000 ευρώ. Ότι περί τα μέσα Σεπτεμβρίου 2008 πληροφορήθηκε ότι η μία εκ των τριών αποθηκών δεν ανήκε στην κυριότητα του εναγομένου, αλλά σε κάποια άλλη από τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων. Ότι απευθυνόμενος στον εναγόμενο περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των αποθηκών αυτός του απάντησε ότι πράγματι μία από τις αποθήκες δεν του ανήκει κατά κυριότητα, αλλά ότι ο ίδιος βρισκόταν σε συμφωνία με την ιδιοκτήτρια να του μεταβιβάσει την αποθήκη, ώστε να μπορεί και αυτός με τη σειρά του να τη μεταβιβάσει σ’ αυτόν (ενάγοντα). Ότι ο τελευταίος, επειδή επιθυμούσε να τελειώσει με όλη αυτή την ιστορία της μεταβίβασης δήλωσε στον εναγόμενο ότι επιθυμεί να αγοράσει μόνο τις δύο άλλες αποθήκες και το κατάστημα, αντί συνολικού τιμήματος 100.000 ευρώ, από το οποίο αυτός (ενάγων) έπρεπε να πληρώσει το ποσό των 56.000 ευρώ, αφού το υπόλοιπο ποσό το είχε ήδη καταβάλει σε μετρητά, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι ο εναγόμενος αποδέχθηκε την ως άνω δήλωση του ενάγοντος και εισέπραξε το προαναφερόμενο ποσό. Ότι το Μάρτιο του έτους 2009 και ενώ δεν είχαν συνταχθεί τα συμβόλαια αγοραπωλησίας αυτός (ενάγων) πήρε από τον εναγόμενο την υπ’ αριθ. …./2003 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., προκειμένου να προβεί σε έλεγχο τίτλων ο δικηγόρος του και να συνταχθούν τα συμβόλαια για την αγορά του. Τότε, για πρώτη φορά διαπίστωσε με έκπληξή του ότι στη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας δεν περιγράφονταν πουθενά οι αποθήκες, που ο εναγόμενος συμφώνησε να του πωλήσει, καθώς δεν περιγράφεται ούτε φαίνεται να υπάρχει υπόγειο στην οικοδομή. Ότι περαιτέρω, από τον έλεγχο τίτλων που πραγματοποίησε στο Υποθηκοφυλακείο ο δικηγόρος του (ενάγοντος) προέκυψε ότι όσον αφορά το ως άνω κατάστημα υφίστανται τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή βάρη (προσημειώσεις υποθήκης και αναγκαστική κατάσχεση). Ότι, μετά την αποκάλυψη του γεγονότος ότι τελικά το κατάστημα ήταν βεβαρημένο, τα συμβόλαια ματαιώθηκαν και ο ενάγων απαίτησε την επιστροφή του ως άνω χρηματικού ποσού που είχε συνολικά καταβάλει στον εναγόμενο για τις ως άνω αιτίες (τίμημα πωλήσεως και δάνειο), ανερχόμενο σε 105.000 ευρώ συνολικά, πλην, όμως, ο εναγόμενος δεν του επέστρεψε το εν λόγω ποσό. Ότι ο εναγόμενος τέλεσε σε βάρος του το έγκλημα της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ αφού αφ ενός μεν παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς σ αυτόν ότι το πωλούμενο ακίνητο είναι ελεύθερο βαρών και ότι οι αποθήκες του ανήκουν και του απέσπασε, ως δάνειο, με το πρόσχημα κάλυψης δήθεν πρόσκαιρων αναγκών του και τη διαβεβαίωση  περί άμεσης επιστροφής του, το ποσό των 5.000 ευρώ, που ουδόλως προτίθετο να του επιστρέψει με συνέπεια να αποκομίσει σε βάρος του παράνομο περιουσιακό όφελος, ανερχόμενο στο ποσό των 105.000 ευρώ, ζημιώνοντας την περιουσία του ενάγοντος κατά το ως άνω ποσό, που συνιστά  τη  θετική περιουσιακή ζημία του και να υποστεί ο τελευταίος (ενάγων) και ηθική βλάβη. Με βάση δε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, λόγω της σε βάρος του τελεσθείσας αδικοπραξίας, να του καταβάλει το ποσό των 105.000 ευρώ,  ως αποζημίωση εξαιτίας της θετικής περιουσιακής ζημίας του καθώς  και το ποσό των 15.000 ευρώ, ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω της  ηθικής βλάβης που υπέστη, ήτοι το συνολικό ποσό των 120.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Ζητούσε, επίσης, να απειληθεί κατά του εναγόμενου προσωπική κράτηση,  ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης, της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.    Η αγωγή αυτή, με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα είναι καθ όλα ορισμένη, αφού σε αυτήν αναφέρονται όλα τα εκ του νόμου απαραίτητα στοιχεία, για την περί αδικοπραξίας βάση της,  σύμφωνα με όσα εκτενώς εκτέθηκαν στην προεκτεθείσα ως άνω υπό στοιχ.Ι μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, παρά τα περί του αντιθέτου αβασίμως υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο-εκκαλούντα στην ένδικη έφεσή του. Είναι δε και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στην προηγηθείσα νομική σκέψη διατάξεις, ήτοι σ αυτές των άρθρων 297, 298, 914, 932 ΑΚ καθώς και σ αυτές των άρθρων 299, 346 ΑΚ,  386 παρ. 3 α’- 1ΠΚ, 176, 191 παρ. 2, και  1047 παρ.1 ΚΠολΔ  και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και  κατ’ ουσίαν.

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα  απόφαση πρακτικά συνεδριάσεώς του, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία (έγγραφα)  λαμβάνονται υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων (εγγράφων)  περιλαμβάνεται και η επικαλούμενη και προσαγόμενη από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα με αριθμό 96,104,136/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, που εκδόθηκε στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε σε βάρος του εκκαλούντος-εναγόμενου με αφορμή την ιστορούμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά του σε βάρος του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, η οποία,  παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα, παραδεκτώς προσάγεται  το πρώτον από τον εφεσίβλητο  ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και παραδεκτώς  λαμβάνεται  απ αυτό υπόψη, αφού ενώπιον του Εφετείου επιτρεπτώς προσκομίζονται και νέα αποδεικτικά μέσα, κατ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ ( ΑΠ 204/2017, ΑΠ 1114/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΑΠ 670/2015, ΤΝΠ ΔΣΑ), χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους   έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς(ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), καθώς  και  από  τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο  336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι ομόρρυθμο μέλος της εταιρείας με την επωνυμία …… .., που ασχολείται με την εγκατάσταση συναγερμών και τη φύλαξη χώρων και έχει έδρα στα … Αττικής, οδός …. και υποκατάστημα στη …., …….. Στις αρχές του έτους 2008 εκδήλωσε το ενδιαφέρον να αγοράσει στο όνομά του ένα ακίνητο, με σκοπό να εγκατασταθούν εκεί τα γραφεία της εταιρείας του και να το εισφέρει στην περιουσία της τελευταίας. Προς το σκοπό αυτό περί τον Απρίλιο 2008 απευθύνθηκε στον εναγόμενο, ο οποίος διατηρεί κατασκευαστική εταιρεία στο όνομά του και  συμφώνησαν όπως αγοράσει απ αυτόν ένα ημιτελές  ισόγειο κατάστημα με αριθμό Κ-2 επί της …… ., καθώς και τρεις  αποθήκες στο υπόγειο εφαπτόμενες μεταξύ τους αντί του συνολικού τιμήματος των 130.000 ευρώ, σημειουμένου ότι ο εναγόμενος ανέλαβε να  διαμορφώσει τον εσωτερικό χώρο του καταστήματος και των αποθηκευτικών χώρων (υδραυλικά, ηλεκτρολογικά κλπ). Προκειμένου να επιτευχθεί η μεταξύ τους ως άνω συμφωνία ο εναγόμενος διαβεβαίωσε  τον ενάγοντα ότι οι  προς πώληση ως άνω ιδιοκτησίες του δεν έχουν κανένα πραγματικό ή νομικό ελάττωμα και δη ότι ανήκουν στην αποκλειστική κυριότητά του και είναι ελεύθερες βαρών.  Μάλιστα, προς επικύρωση της ως άνω συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων μερών  υπογράφηκε απ αυτούς τον ως άνω χρόνο (ήτοι περί τον Απρίλιο του 2008)  ένα  ιδιωτικό συμφωνητικό, όπου περιγράφεται η εν λόγω συμφωνία για την αγορά του  ως άνω ισογείου με αριθμό Κ-2 καταστήματος, επιφάνειας 37,85 τ.μ. με τις τρεις  εφαπτόμενες επ’ αυτού αποθήκες, αντί του ως άνω τιμήματος των 130.000 ευρώ. Την ίδια ημέρα υπογραφής του ανωτέρω συμφωνητικού ο ενάγων παρέδωσε στον εναγόμενο  το χρηματικό ποσό των 6.000 ευρώ, ενώ για το υπόλοιπο ποσό των 124.000 ευρώ συμφωνήθηκε ο πωλητής να δεχτεί να τα λάβει από δάνειο που θα εγκριθεί υπέρ του αγοραστή, ο οποίος θα το αιτηθεί και θα το λάβει από οποιαδήποτε Τράπεζα (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους διαδίκους άνευ ημερομηνίας ως άνω συμφωνητικό). Μετά την υπογραφή του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού και την πάροδο περίπου ενός μηνός, ο ενάγων διαπίστωσε ότι δεν πραγματοποιούνται οι συμφωνηθείσες εργασίες στο προς πώληση ακίνητο και τις αποθήκες, και γι’ αυτό  πρότεινε στον εναγόμενο  να ξεκινήσει αυτός τις εργασίες διαμόρφωσης του χώρου με δικά του συνεργεία και να αφαιρείται κάθε φορά η αξία των εργασιών από το υπόλοιπο ποσό που είχε συμφωνηθεί ως το τίμημα της πώλησης. Πράγματι, την 27.5.2008 είχαν ήδη γίνει εργασίες αξίας 4.000 ευρώ και επίσης την ίδια ημέρα ο ενάγων κατέβαλε στον εναγόμενο  το ποσό των 15.000 ευρώ που έλαβε, μέσω σύμβασης καταναλωτικού δανείου που συνήψε με την Τράπεζα …….. Στη συνέχεια, την ίδια ημέρα, υπεγράφη το από 27.5.2008 νέο ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των  διαδίκων μερών, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε ότι το τίμημα για την αγορά του ισογείου καταστήματος μαζί με τις αποθήκες ανέρχεται πλέον στο ποσό των 120.000 ευρώ (130.000 ευρώ – 4.000 ευρώ οι εργασίες – 6.000 ευρώ η προκαταβολή που δόθηκε με το πρώτο ιδιωτικό συμφωνητικό), ότι από αυτό ήδη καταβλήθηκε το ποσό των 15.000 ευρώ και ότι το υπόλοιπο ποσό των 105.000 ευρώ θα το λάβει ο πωλητής όταν εγκριθεί το δάνειο που θα αιτηθεί και θα λάβει από κάποια Τράπεζα ο αγοραστής-ενάγων (βλ. το ίδιας χρονολογίας ως άνω συμφωνητικό). Αφού πέρασε ένας ακόμη μήνας μετά την υπογραφή του δεύτερου ιδιωτικού συμφωνητικού, ο ενάγων  διαπίστωσε ότι δεν εκτελείτο καμία οικοδομική εργασία στο προς πώληση ακίνητο ούτε στις αποθήκες και γι’ αυτό συμφώνησε με τον εναγόμενο  να εκτελέσει αυτός (ενάγων) εργασίες στο ακίνητο και το ποσό αυτών να αφαιρεθεί από το τίμημα που υπολειπόταν να καταβληθεί. Πράγματι, ο ενάγων πραγματοποίησε εργασίες που ανέρχονταν στο ποσό των 5.000 ευρώ και κατά συνέπεια το υπόλοιπο τίμημα ανερχόταν πλέον στο ποσό των 100.000 ευρώ. Επιπλέον, κατέβαλε στον εναγόμενο  σε μετρητά και το ποσό των 22.000 ευρώ, επομένως το υπόλοιπο τίμημα που έπρεπε να καταβληθεί στον εναγόμενο ανερχόταν στο ποσό των 78.000 ευρώ. Για το λόγο αυτό υπεγράφη μεταξύ τους ένα τρίτο ιδιωτικό συμφωνητικό την 1.7.2008, όπου αναφέρεται ότι το τίμημα για την αγορά του επίμαχου K-2 καταστήματος και των αποθηκών ανέρχεται στο ποσό των 100.000 ευρώ (130.000 ευρώ – 4.000 ευρώ για εργασίες- 6.000 ευρώ ως προκαταβολή – 15.000 ευρώ  – 5.000 ευρώ που αφορούσε τις εργασίες που ήδη είχε εκτελέσει ο ενάγων στο ακίνητο), ότι καταβλήθηκε στον εναγόμενο  σε μετρητά το ποσό των 22.000 ευρώ και ότι το υπόλοιπο ποσό των 78.000 ευρώ θα καταβληθεί στον πωλητή-εναγόμενο  όταν εγκριθεί το δάνειο που θα αιτηθεί και θα λάβει ο αγοραστής-ενάγων από κάποια Τράπεζα ( βλ. το ίδιας χρονολογίας ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό).  Μάλιστα, λίγες μέρες αργότερα και δη στις 9.7.2008 ο εναγόμενος προφασιζόμενος  ότι έπρεπε να εξοφλήσει κάποιο συνεργείο άλλης οικοδομής έπεισε τον ενάγοντα να του καταβάλει, ως δάνειο, το ποσό των 5.000 ευρώ (βλ. την από 9.7.2008 απόδειξη εισπράξεως της ….., από την οποία προκύπτει η κατάθεση από τον ενάγοντα  του ως άνω ποσού στο λογαριασμό που τηρεί ο εναγόμενος στην ως άνω Τράπεζα), με τη ρητή διαβεβαίωση του τελευταίου (εναγόμενου) ότι θα του το καταβάλει άμεσα.  Στη συνέχεια και αφού είχε περάσει ένας και πλέον μήνας από την υπογραφή του τρίτου και τελευταίου συμφωνητικού, ο ενάγων πληροφορήθηκε ότι η τρίτη αποθήκη, η οποία περιεχόταν και στα τρία ιδιωτικά συμφωνητικά δεν ανήκε στην κυριότητα του εναγόμενου, αλλά σε μια άλλη από τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων. Όπως είναι φυσικό, άρχισε να θορυβείται, και απευθύνθηκε στον εναγόμενο, στον οποίο ανακοίνωσε την πληροφόρησή του αυτή. Ο τελευταίος δεν το αρνήθηκε, απλά δήλωσε στον ενάγοντα ότι, ο ίδιος βρισκόταν σε συμφωνία με την ιδιοκτήτρια να του μεταβιβάσει την αποθήκη, ώστε να μπορεί και αυτός με τη σειρά του να τη μεταβιβάσει στον ενάγοντα.. Όμως ο τελευταίος, επειδή επιθυμούσε να τελειώνει με όλη αυτή την ιστορία της μεταβίβασης, του δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να την αγοράσει, και έτσι ο εναγόμενος του πρότεινε να του μεταβιβάσει το ως άνω ισόγειο  κατάστημα και τις δύο, πλέον,  αποθήκες αντί του τιμήματος των 100.000 ευρώ. Από αυτό το ποσό ο ενάγων έπρεπε να πληρώσει 56.000 ακόμη, αφού τα υπόλοιπα τα είχε ήδη καταβάλει σε μετρητά. Ειδικότερα, είχε ήδη πληρώσει, κατά τα προαναφερόμενα,  το ποσό των 43.000 ευρώ σε μετρητά (6.000  + 15.000 + 22.000) καθώς και άλλα 1.000 ευρώ για τη σύνδεση του καταστήματος με μετρητές της Δ Ε Η. και της Ε.ΥΔ.ΑΠ, δηλαδή συνολικά 44.000 ευρώ. Έτσι συμφωνήθηκε ότι το υπόλοιπο τίμημα που του έμενε να καταβάλει ήταν 56.000 ευρώ. Το ποσό αυτό το κατέβαλε ο ενάγων  στον εναγόμενο στις  26.9.2008, δια χειρός της μητέρας του, …….., από την οποία ζήτησε  και εκείνη δέχτηκε να του δωρίσει το εν λόγω ποσό (σημειωτέον ότι η τελευταία μέρος του ως άνω ποσού που παρέδωσε στον εναγόμενο για λογαριασμό του ενάγοντος και δη 20.000 ευρώ ανέλαβε την ως άνω ημέρα από λογαριασμό που τηρεί στην …….). Προς εξασφάλιση, μάλιστα, του ενάγοντος για την καταβολή του ποσού των 56.000 ευρώ ο εναγόμενος την ίδια ημέρα του χορήγησε την από 26.9.2008 υπεύθυνη δήλωση με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του από το Τ Α. Σαλαμίνας, στην οποία περιέχεται το εξής κείμενο. «Έλαβα το ποσό των 56.000 ευρώ από την ………. για την αγορά του Κ-2 καταστήματος επιφάνειας M2 37,95 στο ισόγειο με δύο εφαπτόμενες με αυτό αποθήκες στη θέση ……. επί της λεωφόρου … και στο …. Ο.Τ. επιφάνειας M2 988,50 αντί του συνολικού ποσού 100.000 ευρώ, με την υποχρέωση εάν δεν γίνουν τα συμβόλαια μέχρι 10.10.2008 θα επιστρέψω τα χρήματα». Μετά την πάροδο όλου του έτους του 2008, και ειδικότερα περί το Μάρτιο 2009, και ενώ δεν είχαν ακόμη συνταχθεί τα συμβόλαια αγοραπωλησίας, ο ενάγων, μετά από πιέσεις του προς τον εναγόμενο  πήρε από αυτόν  την υπ’ αριθμ. …./2003 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ….. προκειμένου να προβεί σε έλεγχο τίτλων ο δικηγόρος του και να συνταχθούν, επιτέλους,  τα συμβόλαια για την αγορά του καταστήματος και των αποθηκών, το τίμημα των οποίων του είχε ήδη καταβάλει.  Τότε, για πρώτη φορά διαπίστωσε με έκπληξή του ότι στη σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας δεν περιγράφονταν πουθενά οι αποθήκες που ο εναγόμενος συμφώνησε να του πωλήσει, καθώς δεν περιγράφεται ούτε φαίνεται να υπάρχει υπόγειο στην οικοδομή. Από αυτό και μόνο το γεγονός συνάγεται ότι οι αποθήκες αυτές δεν ανήκαν στην ιδιοκτησία του εναγόμενου, ως ψευδώς αυτός του παρέστησε,  αλλά αποτελούσαν κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής και ανήκαν κατά κυριότητα σε όλους τους συνιδιοκτήτες αυτής. Περαιτέρω, από τον έλεγχο τίτλων που πραγματοποίησε στο Υποθηκοφυλακείο ο δικηγόρος του ενάγοντος προέκυψε ότι όσον αφορά το Κ-2 κατάστημα, τόσο κατά το χρόνο σύναψης της μεταξύ τους σύμβασης αγοραπωλησίας (Απρίλιος του 2008) όσο και  καταβολής από τον ενάγοντα των  επιμέρους προαναφερόμενων ποσών προς εξόφληση του τιμήματος (27.5.2008 και  1.7.2008) αλλά και της πλήρους καταβολής του τελευταίου (26.9.2008) υπήρχαν επί του ακινήτου  τα ακόλουθα βάρη, την ύπαρξη των οποίων δολίως αποσιώπησε ο εναγόμενος και  δη :

1)         Μία προσημείωση υποθήκης για ποσό 125.000 ευρώ υπέρ της …. Τράπεζας που εγγράφηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1064/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξαλειφθείσα, εν τέλει, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 9887/9.12.2008 απόφασης του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου.

2)         Μια προσημείωση υποθήκης για ποσό 109.222,62 ελβετικών φράγκων υπέρ της Τράπεζας …., η οποία ενεγράφη δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4916/18.5.2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Σημειωτέον ότι επί του ως άνω ακινήτου ο εναγόμενος μετά την εξόφληση από τον ενάγοντα του ως άνω  τιμήματος ενέγραψε και μία προσημείωση υποθήκης για ποσό 400.000 ευρώ υπέρ του …… (γαμπρού του), η οποία ενεγράφη δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1060/19.2.2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ενώ ενεγράφη και η υπ’ αριθμ. …/2010 αναγκαστική κατάσχεση για ποσό 26.136,81 ευρώ υπέρ  του Ι.Κ.Α. Πειραιά.   Όπως είναι φυσικό, μετά την αποκάλυψη του γεγονότος ότι τελικά το κατάστημα ήταν βεβαρημένο, τα συμβόλαια ματαιώθηκαν και ο ενάγων απαίτησε από τον εναγόμενο την  επιστροφή του τιμήματος που είχε καταβάλει , δηλαδή τα 100.000 ευρώ καθώς και το ποσό των 5.000 ευρώ που, κατά τα προαναφερόμενα,  κατέβαλε ως δάνειο στον τελευταίο, ήτοι το συνολικό ποσό των 105.000 ευρώ.  Πλην όμως ο τελευταίος ουδέν του κατέβαλε, ιδιοποιούμενος τα χρήματα αυτά παράνομα και γι’ αυτό ο ενάγων κινήθηκε νομικά σε βάρος του εναγόμενου  ασκώντας  αφ ενός μεν την  ένδικη από 7.11.2011 αγωγή του αφ ετέρου δε  καταθέτοντας σε βάρος του  την προγενέστερη από 9.7.2010 έγκλησή του, έχουσα το ίδιο περιεχόμενο με την κρινόμενη αγωγή. Με αφορμή την τελευταία ασκήθηκε σε βάρος του εναγόμενου ποινική δίωξη για απάτη από υπαίτιο που διενεργούσε απάτες κατ επάγγελμα και η σκοπούμενη περιουσιακή ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ (άρθρο 386 παρ.α-1 ΠΚ), παραπέμφθηκε δε αυτός να δικασθεί  με το με αριθμό 252/2013 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς (μετά και την έκδοση του 162/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς που απέρριψε  την με αριθμό …./2013 ασκηθείσα σε βάρος του έφεση του εναγόμενου) ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς ως υπαίτιος τελέσεως της ως άνω πράξεως, από το οποίο και καταδικάσθηκε  με την με αριθμό 94,104,136/2017 απόφασή του, κατά τη συνεδρίαση αυτού της 22.2.2017, σε συνέχεια των συνεδριάσεών του της 7ης και 8ης Φεβρουαρίου 2017, σε φυλάκιση 3 ετών. Κατά της τελευταίας δε απόφασης ο εναγόμενος άσκησε έφεση, που προσδιορίστηκε, κατόπιν αναβολών, να εκδικασθεί ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, κατά τη συνεδρίαση αυτού στις 6.3.2019.

Ο εναγόμενος με την ένδικη έφεσή του αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή ισχυριζόμενος ότι ουδεμία αδικοπρακτική συμπεριφορά δεν επέδειξε σε βάρος του ενάγοντος διότι  κατά το χρόνο  που συμφωνήθηκε η μεταξύ τους  αγοραπωλησία  αφ ενός μεν τον είχε ενημερώσει   για την προσημείωση υποθήκης στο Κ-2 κατάστημα υπέρ της τράπεζας …., την εξόφληση της οποίας συμφωνήθηκε να αναλάβει ο ενάγων  (καθώς η  έτερη  προαναφερόμενη προσημείωση υποθήκης υπέρ της …. Τράπεζας, που υφίστατο το 2008, στο εν λόγω ακίνητο, κατά τα προαναφερόμενα  είχε κατ αυτόν ήδη εξοφληθεί από την Τράπεζα …… και αναμενόταν η τυπική εξάλειψή της, που έλαβε χώρα στις 9.12.2008) αφ ετέρου δε ότι οι αποθήκες  δεν αναγράφονταν στη σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας, πλην όμως ότι αν και αυθαίρετες υπήρχε η δυνατότητα μεταγενέστερης νομιμοποίησής τους με νόμο που θα ψηφιζόταν στο μέλλον, ως ο ενάγων καλώς εγνώριζε. Ότι η συναφθείσα μεταξύ τους ένδικη αγοραπωλησία δεν τελεσφόρησε όχι εξαιτίας του και της δήθεν ιστορούμενης στην αγωγή αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του αλλά εξαιτίας της  αντισυμβατικής συμπεριφοράς του ενάγοντος που επιδίωκε συνεχώς μείωση του τιμήματος, κατά τα εκτενώς αναφερόμενα στην έφεση, που ανήλθε τελικά στο ποσό των 100.000 ευρώ και  ότι αυτός (ενάγων) έρχεται  με την ένδικη ψευδή αγωγή του  να ζητήσει απ αυτόν την καταβολή 105.000 ευρώ ενώ κατέβαλε στον εναγόμενο  μόνο 47.000 ευρώ έναντι του τιμήματος, ο δε εναγόμενος θέλει να τηρήσει τη συμφωνία που έκανε με τον ενάγοντα και να του πουλήσει το κατάστημα, αρκεί ο ενάγων να του καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα.  Τα ως υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο τυγχάνουν απορριπτέα ως ουσία αβάσιμα, αφού ουδόλως αποδείχτηκαν, κατά τα προαναφερόμενα, από τη συνεκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού. Άλλωστε,  από τα ίδια τα προαναφερόμενα ιδιωτικά συμφωνητικά, επέχοντα θέση αποδείξεως, την ύπαρξη των οποίων ομολογεί ο εναγόμενος προκύπτει ότι αυτός έλαβε από τον ενάγοντα τα ποσά των 6.000, 15.000 ευρώ και 22.000 ευρώ, ενώ ο ίδιος στην ένδικη έφεσή του (σελ.11) ομολογεί ότι έλαβε  στις 26.9.2008, ημέρα υπογραφής της προαναφερόμενης απ αυτόν υπεύθυνης δήλωσης(το περιεχόμενο της οποίας τώρα αμφισβητεί με την ένδικη έφεσή του, υποστηρίζοντας ότι παρά τα αναγραφόμενα σ αυτήν ότι έλαβε 56.000 ευρώ έναντι του τιμήματος, στην πραγματικότητα έλαβε μόνο 20.000 ευρώ) από την μητέρα του ενάγοντος, …….., για λογαριασμό του τελευταίου 20.000 ευρώ, τα οποία αθροιζόμενα  ανέρχονται στο ποσό των 63.000 ευρώ, δηλαδή είναι πολύ περισσότερα από τα 47.000 ευρώ, που υποστηρίζει ότι έλαβε, αυτοδιαψευδόμενος, έτσι,  περίτρανα. Εξάλλου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αν πράγματι  ο ενάγων  είχε ενημερωθεί για την ύπαρξη βαρών στο πωληθέν ακίνητο, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο εναγόμενος,  ασφαλώς  και θα γινόταν μνεία για το γεγονός αυτό σε κάποιο από τα συνταχθέντα 3 ιδιωτικά συμφωνητικά,  αφού αφορά μείζονος σημασίας ζήτημα. Το ίδιο και για τις αποθήκες, ήτοι θα γινόταν κάποια αναφορά σε κάποιο από τα ως συμφωνητικά για το ότι ναι μεν δεν περιλαμβάνονται στον τίτλο κτήσης του ενάγοντος, πλην, όμως, ανήκουν σ αυτόν  και επίκειται η νομιμοποίησή τους.  Σημειώνεται, εξάλλου, ότι αν ο εναγόμενος, επιθυμούσε πράγματι την τελεσφόρηση της ένδικης αγοραπωλησίας, ως υποστηρίζει, για την μη επίτευξη της οποίας, κατά τα ως άνω υποστηριζόμενα ευθύνεται ο ενάγων, δεν θα ανέγραφε σε βάρος του πωλούμενου ακινήτου και έτερα βάρη σ αυτό, μεταξύ των οποίων, κατά τα προαναφερόμενα και η προσημείωση υποθήκης για ποσό 400.000 ευρώ, που ενεγράφη  υπέρ του γαμπρού του ………., δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1060/19.2.2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κατά συνέπεια, με βάση τα προαναφερόμενα  πραγματικά περιστατικά, ως αυτά προέκυψαν από τη συνεκτίμηση  του ως άνω αποδεικτικού υλικού,  αποδείχθηκε ότι πράγματι  ο εναγόμενος επέδειξε έναντι του ενάγοντος  την ιστορούμενη στην ένδικη αγωγή του αδικοπρακτική συμπεριφορά,  που συνιστά, ενόψει και της προηγηθείσας νομικής σκέψης  την νομοτυπική μορφή της ποινικώς κολάσιμης πράξης της απάτης, αφού αποδείχτηκε ότι αυτός παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα αφ ενός μεν ότι οι το Κ-2 ισόγειο κατάστημα είναι ελεύθερο βαρών και ότι οι πωλούμενες αποθήκες ανήκουν στην κυριότητά του, παραστάσεις του που ήταν  ψευδείς και προέβη σ αυτές εν γνώσει του ψεύδους τους γιατί το μεν κατάστημα, ήταν, κατά τα προαναφερόμενα,  τόσο κατά το χρόνο σύναψης της μεταξύ τους σύμβασης αγοραπωλησίας (Απρίλιος του 2008) όσο και  καταβολής από τον ενάγοντα των επιμέρους προαναφερόμενων ποσών προς εξόφληση του τιμήματος  αλλά και της πλήρους καταβολής του τελευταίου (26.9.2008) βεβαρημένο με τις ως άνω προσημειώσεις υποθηκών, οι δε αποθήκες δεν ανήκαν στην αποκλειστική του κυριότητα, αλλά,  λόγω του ότι δεν αναγράφονταν καν στη σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας, αποτελούσαν κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής, άρα καμία δυνατότητα να τις μεταβιβάσει δεν είχε ο εναγόμενος. Από τις ψευδείς παραστάσεις του τελευταίου ο ενάγων πείσθηκε να του καταβάλει ως τίμημα για την αγορά του καταστήματος και των αποθηκών το ποσό των 100.000 ευρώ, που ουδόλως, ήτοι αν ήξερε την αλήθεια,  θα του κατέβαλε. Επιπλέον, υπό το πρόσχημα κάλυψης δήθεν πρόσκαιρων αναγκών του και με τη ψευδή διαβεβαίωσή του προς τον ενάγοντα περί άμεσης επιστροφής σ αυτόν του ποσού των 5.000 ευρώ, που ο τελευταίος του κατέβαλε ως δάνειο, ενώ, εξ αρχής ο εναγόμενος  είχε ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του αυτή και να ιδιοποιηθεί και  το εν λόγω ποσό παράνομα, απέσπασε από τον ενάγοντα και το εν λόγω ποσό, με αποτέλεσμα ο τελευταίος  να υποστεί ζημία ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 105.000  (100.000+5.000) ευρώ, αφού μειώθηκε η περιουσία του κατά το παραπάνω συνολικό ποσό, με αντίστοιχο όφελος του εναγόμενου. Ως εκ  τούτου, ενόψει όλων των προαναφερόμενων,  η άσκηση από τον ενάγοντα της ένδικης αγωγής του με την οποία αιτείται απ αυτόν το εν λόγω ποσό που παρανόμως του απέσπασε ο εναγόμενος δεν είναι καταχρηστική, αλλά βάσιμη και καθ όλα δικαιολογημένη και ως εκ τούτου η σχετική ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ που προβάλλει ο εναγόμενος με την ένδικη έφεσή του, επικαλούμενος τους ως άνω αβάσιμους ισχυρισμούς του περί μη οφειλής του ως άνω ποσού, μη αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του αλλά και υπαίτιας παράβασης από τον ενάγοντα των υποχρεώσεών από την ένδικη σύμβαση αγοραπωλησίας και άσκησης απ αυτόν εν γνώσει του  καθ όλα αβάσιμης αγωγής τυγχάνει απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη.  Σημειωτέον ότι δε  συντρέχει περίπτωση αναβολής της συζήτησης της εν λόγω υποθέσεως μέχρι την περάτωση της σχετικής ποινικής δίκης, κατ’ άρθρον 250 ΚΠολΔ, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών-εναγόμενος,  γιατί το Δικαστήριο αυτό διαμόρφωσε πλήρη δικανική πεποίθηση περί των αποδεικτέων ως άνω θεμάτων από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία κρίνονται επαρκή, έτσι ώστε  η εξέλιξη της σχετικής ποινικής δίκης δεν διευκολύνει ούτε ασκεί σημαντική επιρροή στη διάγνωση της ένδικης υποθέσεως και το σχετικό αίτημα, που υποβάλλει ο εκκαλών,  είναι,  ως εκ τούτου, ουσία αβάσιμο και συνεπώς απορριπτέο.

Τέλος, αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγόμενου, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη.  Για την αποκατάσταση αυτής,  λαμβανομένων υπόψη του  τρόπου και των εν γένει συνθηκών τελέσεως της αδικοπραξίας, του βαθμού πταίσματος του εναγόμενου,  την έκταση της ζημίας του ενάγοντος, αλλά και την ταλαιπωρία και στενοχώρια που δοκίμασε εξαιτίας αυτής καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα,  ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των τεσσάρων (4.000) ευρώ, το οποίο, λαμβανομένων υπόψη των αναγκαίων όρων του άρθρου 932 ΑΚ, ενόψει και της προηγηθείσας υπό στοιχ.ΙΙ νομικής σκέψης, κρίνεται εύλογο, χωρίς στο παραπάνω ποσό να συνυπολογίζεται το ποσό των 50 ευρώ για το οποίο, αυτός, επιφυλάχθηκε, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή,  για την άσκηση πολιτικής αγωγής, ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου.

     Με βάση όλες τις παραπάνω παραδοχές, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εκατόν εννέα χιλιάδων (109.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Πρέπει, ακόμη, να διαταχθεί σε βάρος του εναγόμενου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της αποφάσεως, λόγω της αδικοπραξίας που αυτός τέλεσε και αφού ληφθούν υπόψη, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην υπό στοιχ.ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας,  το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου και ιδιαίτερα το ύψος της απαίτησης, η βαρύτητα της πράξης του εναγόμενου  (αδικοπραξία με την μορφή της απάτης), το πταίσμα του τελευταίου (δόλος), η αφερεγγυότητά του (το σύνολο της ακίνητης περιουσίας του είναι προσημειωμένο, μεγάλο μέρος αυτής είναι κατασχεμένο και μάλιστα κάποια από τα ακίνητά του έχουν εκπλειστηριαστεί, ως προκύπτει από τα με αριθμ.πρωτ…….. πιστοποιητικά κτηματολογικών εγγραφών του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας) και οι  λοιπές εν γένει περιστάσεις, προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών, που κρίνεται εύλογη και αναγκαία για την εκτέλεση της απόφασης, ενόψει όλων των παραπάνω δεδομένων.

Μέρος, τέλος, των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν τον εναγόμενο, λόγω της εν μέρει ήττας του στη δίκη αυτή (άρθρα 178 παρ.1, 183 ΚΠολΔ και 191 παρ.2 ΚΠολΔ.), ενώ για το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που αυτός  (εναγόμενος) προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως του,   πρέπει να διαταχθεί η   απόδοσή του σε αυτόν (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν  την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 3599/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 7.11.2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../7.11.2011  αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή .

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον  εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εκατόν εννέα χιλιάδων (109.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την   επιστροφή   του  με κωδ.πληρωμής ……… ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού  εκατό (100) ευρώ, στον καταθέσαντα εκκαλούντα.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των  πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5.500) ευρώ.  

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά,  στις   21 Ιουνίου  2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ