Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 355/2019

Η απόφαση που διατάσσει λογοδοσία καθίσταται οριστική, εάν ο υπόχρεος δεν καταθέσει το λογαριασμό εντός της προθεσμίας που τάσσει η απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, για την έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως απαιτείται δεύτερη επίδοση της απόφασης, αφού η πρώτη επίδοση αφετηρίασε μόνο την προθεσμία που τάχθηκε για την κατάθεση του λογαριασμού. Εφόσον η απόφαση δεν κοινοποιηθεί εκ νέου, η νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της έφεσης αρχίζει και πάλι από την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας, η οποία αντιστοιχεί προς τη δημοσίευση της απόφασης. Κατά το άρθρο 10 ΑΚ ως έδρα του νομικού προσώπου νοείται η πραγματική και όχι η καταστατική. Έννοια της πραγματικής έδρας, κατά το δίκαιο του τόπου της οποίας αναγνωρίζεται η νομική προσωπικότητα του νομικού προσώπου ως κεφαλαιουχικής ή προσωπικής εταιρίας. Συνέπειες της αποδοχής της πραγματικής έδρας ως στοιχείου προσδιοριστικού του εφαρμοστέου δικαίου. Η συμμετοχή στις συναλλαγές αλλοδαπής κατά μετοχές εταιρίας με πραγματική έδρα στην Ελλάδα, χωρίς τήρηση των διατυπώσεων συστάσεως και δημοσιότητας που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο για τον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, συνεπάγεται την αντιμετώπισή της ως de facto προσωπικής (ομόρρυθμης) εμπορικής εταιρείας. Εξαιρέσεις της αρχής της πραγματικής έδρας. Το άρθρο 1 του Ν. 791/1978 καθορίζει διαφορετικά την έννοια της έδρας ναυτιλιακής εταιρίας που συστάθηκε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας και επιβάλει την αναγνώριση της νομικής προσωπικότητάς της σύμφωνα με τους ορισμούς του δικαίου της καταστατικής έδρας της αποκλείοντας τόσο το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ως ανωμάλως ιδρυθείσα όσο και την υπεγγυότητα της προσωπικής περιουσίας των μετόχων της για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των εταιρικών δανειστών. Πεδία εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Στο υποκειμενικό περιλαμβάνονται μετά το Ν. 3816/2010 και οι εταιρίες χαρτοφυλακίου των εταιριών του Ν. 791/1978. Αντίθετη μειοψηφία. Rationae materiae το δίκαιο του τόπου ίδρυσης του νομικού προσώπου διέπει αυτό μόνο για τα θέματα της σύστασης και της ικανότητας δικαίου, ενώ τα λοιπά, μεταξύ των οποίων και ο δικαστικός έλεγχος της διαχειρίσεώς του μετά από αίτημα της μειοψηφίας, κρίνονται κατά το δίκαιο της πραγματικής έδρας του, δηλαδή το ελληνικό. Ενόψει του ότι η λιβεριανή εταιρία της οποίας ο εναγόμενος είναι διαχειριστής ήταν εταιρία χαρτοφυλακίου άλλης εταιρίας νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα, ήταν εφαρμοστέο το λιβεριανό μεν δίκαιο για την αναγνώρισή της ως ανώνυμης εταιρίας αλλά το ελληνικό εμπορικό δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιριών για το ζήτημα της διαχειρίσεώς της. Εσφαλμένη η κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που θεώρησε ότι επρόκειτο για ακύρως κατά το ελληνικό δίκαιο συσταθείσα κεφαλαιουχική εταιρία, επειδή δεν τήρησε τις γηγενείς διατυπώσεις δημοσιότητας και επειδή είχε αναπτύξει συναλλακτική δραστηριότητα στην ημεδαπή την αντιμετώπισε ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία, διεπόμενη από το ελληνικό δίκαιο των de facto προσωπικών εταιριών, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει το ημεδαπό δίκαιο των ανωνύμων εταιριών, κατά το οποίο όμως δεν παρέχεται αξίωση λογοδοσίας κατά του διαχειριστή τους. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη και απορρίπτει την αγωγή ως νομικά αβάσιμη.

 

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  355/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 474 και 477 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η οριστικότητα της απόφασης που διατάσσει λογοδοσία και τάσσει προθεσμία από την επίδοσή της για την κατάθεση του λογαριασμού τελεί υπό αίρεση (ΑΠ 978/1997, Δνη 1998/110, Π. Αρβανιτάκης, Προθεσμία εφέσεως κατ’ αποφάσεως που διατάσσει παροχή λογοδοσίας χωρίς αίτημα καταβολής του καταλοίπου, σε ΕΠολΔ 2013/782 επομ. [785]). Καθίσταται δε οριστική, ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας, μόνον αφού παρέλθει άπρακτη η ορισθείσα προθεσμία καταθέσεως του λογαριασμού (ΑΠ 344/2004, ΧρΙΔ 2004/543 = ΝοΒ 2005/465, ΕφΑθ. 8553/2004, Δνη 2006/259). Επομένως, μέχρι το χρονικό αυτό σημείο δεν υπόκειται σε έφεση (ΑΠ 565/1999, Δνη 1999/1079 = Δνη 2000/106, 137) και δυνατότητα προσβολής της ανακύπτει αν ο λογαριασμός δεν κατατεθεί εντός της προθεσμίας που τάχθηκε προς τούτο, οπότε η απόφαση που διέταξε τη λογοδοσία γίνεται οριστική και υπόκειται έκτοτε σε έφεση, κατά το άρθρο 513 § 1 περ. β εδαφ. α ΚΠολΔ. Η επίδοση της αποφάσεως που γίνεται σε εκτέλεση της σχετικής επιταγής του δικαστηρίου κινεί μόνον την προθεσμία που τάχθηκε για την κατάθεση του λογαριασμού, όχι δε και την προθεσμία για την άσκηση έφεσης που κατά το άρθρο 518 § 1 του ιδίου Κώδικα εκκινεί από την επίδοση της οριστικής απόφασης και διαρκεί επί τριάντα ή εξήντα ημέρες. Για την έναρξη της προθεσμίας αυτής απαιτείται η άπρακτη παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας, μετά την οποία πληρούται η αίρεση υπό την οποία τελεί η οριστικότητα της απόφασης που διέταξε τη λογοδοσία (Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 518, αρ. 24, σελ. 135) και καθίσταται αυτή εκκλητή (ΕφΔυτΣτΕλ 52/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 206/2000, Αρμ. 2002/715). Για την εκκίνηση της προθεσμίας εφέσεως απαιτείται νέα επίδοση της (οριστικής πλέον) απόφασης (ΑΠ 1651/1987, Δνη 1988/1377 = ΕΕΝ 1988/883, ΕφΘεσ. 1597/2000, Αρμ. 2001/389) και δεν αρκεί η προηγούμενη επίδοσή της, αφού αυτή πραγματοποιήθηκε πριν την οριστικοποίησή της (ΤριμΕφΘεσ. 1550/2012, ΕΠολΔ 2013/808). Αν νέα επίδοση δε λάβει χώρα η έφεση κατά της αποφάσεως που διέταξε τη λογοδοσία ασκείται εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας της § 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ, που και αυτή αφετηριάζεται από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας που τάχθηκε για την κατάθεση του λογαριασμού (ΑΠ 1446/2012, Ε7 2013/638 = ΧρΙΔ 2013/281), η οποία για την ταυτότητα του νομικού λόγου πρέπει να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί προς τη δημοσίευση της απόφασης, αφού, σε διαφορετική περίπτωση, δε θα ήταν ποτέ δυνατή η έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως (ΤριμΕφΠειρ. 314/2014, Δνη 2015/489, ΕφΑθ. 6549/2009, ΔΕΕ 2010/438 = ΕΕμπΔ 2010/355).

Εν προκειμένω, με την υπ’ αριθμ. 4577/2017 απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έγινε δεκτή η από 6.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./9.12.2016 αγωγή του ήδη εφεσίβλητου και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος και νυν εκκαλών να του αποδώσει λογοδοσία για την εκ μέρους του διαχείριση της εταιρίας με την επωνυμία «……….» για το χρονικό διάστημα από το έτος 2009 έως και το έτος 2016, τάχθηκε δε προς τούτο προθεσμία πέντε [5] μηνών, αρχόμενη από την επίδοση της αποφάσεως αυτής, η οποία, όπως προκύπτει από την επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών . … στο προσκομιζόμενο κοινοποιηθέν στον εκκαλούντα αντίγραφό της πραγματοποιήθηκε στις 3.11.2017. Έκτοτε άρχισε η διαδρομή της ταχθείσας προς παροχή λογοδοσίας πεντάμηνης προθεσμίας, η οποία παρήλθε άπρακτη στις 4.4.2018, χωρίς μετά την οριστικοποίηση της εκκαλουμένης να επακολουθήσει νέα επίδοσή της. Εφόσον, επομένως, η ένδικη έφεση, συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό …….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 5.4.2018 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της .. …),  ασκήθηκε στις 5.4.2018 (βλ. την υπ’ αριθμ. …/2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς) είναι εμπρόθεσμη (άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ) και νομότυπη και, συνεπώς, πρέπει, αφού γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως (τακτική) διαδικασία.

ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων υποστήριξε ότι ο εναγόμενος τυγχάνει διαχειριστής και κάτοχος του 80% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας «……..», η οποία έχει στην κυριότητά της μετοχές της εταιρίας με την επωνυμία «……….», που αντιστοιχούν σε ποσοστό 50% του μετοχικού της κεφαλαίου, καθώς και ότι η πρώτη των ανωτέρω εταιρία, στην οποία και ο ίδιος μετέχει, αφού κατέχει το υπόλοιπο 20% των μετοχών της, έχει συσταθεί το έτος 1991 κατά το εταιρικό δίκαιο της Λιβερίας, όπου και τύποις, κατά το καταστατικό της, εδρεύει, αν και η πραγματική έδρα της βρίσκεται στον Πειραιά, ενώ η δεύτερη εταιρία, που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της μεσιτείας ασφαλιστικών συμβάσεων, έχει την καταστατική της έδρα στον Παναμά και έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 378/1968, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 3122.1/20124/45/22286/12.2.2005 κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενος περαιτέρω, αφενός, ότι ο εταιρικός τύπος της «….. .» αντιστοιχεί προς εκείνον της ανώνυμης εταιρίας του ελληνικού δικαίου, χωρίς όμως να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις που το δίκαιο αυτό θέτει για την έγκυρη σύστασή της και, αφετέρου, ότι ο εναγόμενος αρνείται να του παράσχει λογαριασμό της συνεπαγόμενης δαπάνες και εισπράξεις διαχειρίσεώς του, ζήτησε ο ενάγων να υποχρεωθεί ο αντίδικός του με την απειλή ποινών έμμεσης εκτέλεσης σε παροχή λογοδοσίας για τα έτη 2009 έως και 2016. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο απορρίπτοντας ταυτόχρονα ως αβάσιμη ένσταση του εναγομένου περί εφαρμογής του λιβεριανού, δέχθηκε τους αγωγικούς ισχυρισμούς κατ’ ουσίαν και με την εκκαλούμενη απόφασή του υποχρέωσε τον εναγόμενο σε παροχή λογοδοσίας προς τον ενάγοντα, καταδικάζοντάς τον σε χρηματική ποινή είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €) και απειλώντας κατ’ αυτού προσωπική κράτηση διάρκειας τριών [3] μηνών για την περίπτωση μη συμμορφώσεώς του, όρισε δε προθεσμία πέντε [5] μηνών από την επίδοσή της για την κατάθεση του λογαριασμού και των σχετικών δικαιολογητικών εγγράφων. Την απόφαση αυτή μέμφεται ήδη ο εκκαλών – εναγόμενος και προσάπτοντάς της σφάλματα κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 10 ΑΚ η έδρα του νομικού προσώπου προσδιορίζει το δίκαιο που διέπει την ικανότητά του. Το ίδιο αυτό δίκαιο ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις συστάσεως του νομικού προσώπου, την έναρξη και την έκταση της ικανότητας δικαίου, τη λύση του, την επωνυμία, τη διαχείριση, την αντιπροσωπευτική εξουσία και την ευθύνη των οργάνων του. Ως συνδετικό στοιχείο στον κανόνα του άρθρου 10 ΑΚ νοείται η πραγματική έδρα διοικήσεως του νομικού προσώπου και όχι η καταστατική. Η έδρα του, επομένως, βρίσκεται στον τόπο στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου και από τον οποίον εκπορεύονται οι εντολές τους, καθώς και εκείνος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεως του νομικού προσώπου, όπου δηλαδή ασκείται πραγματικά η διοίκησή του, λαμβάνονται οι βασικές για την λειτουργία του αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική του πολιτική (ΟλΑΠ 461/1978, ΝοΒ 1979/211 = Δνη 1978/347 = ΕΕμπΔ 1979/251, ΑΠ 1699/2016,  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ [ποινική απόφαση], ΑΠ 201/2014, ΕΕμπΔ 2014/627, ΤριμΕφΠειρ. 701/2013, ΕΝαυτΔ 2013/100, ΜονΕφΠειρ. 149/2015, ΔΕΕ 2015/1025, Λ. Αθανασίου, σημείωμα κάτω από την ΕφΑθ. 3865/1998, ΔΕΕ 1999/729, βλ. και Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η έδρα των νομικών προσώπων κατά τα άρθρα 60 § 1 Καν. 44/2001, 10 ΑΚ και 25 ΚΠολΔ – Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας ενδοκοινοτικής αποφάσεως κατά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρίας με πραγματική έδρα στην Ελλάδα, γνμδ σε ΕΠολΔ 2012/36 επομ. [39], την ίδια, Υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας των αλλοδαπών αποφάσεων κατά εταιριών που στο ελληνικό δίκαιο εξομοιώνονται με ομόρρυθμες, σε ΕφΑΔ 2012/1035 επομ. [1038]). Κατά την έννοια αυτή η νομική προσωπικότητα μιας εταιρίας αναγνωρίζεται από την ελληνική έννομη τάξη όταν η διοίκησή της λειτουργεί εντός των τοπικών ορίων της καταστατικής της έδρας (Γ. Σωμαράκης, Η μέθοδος αναγνώρισης νομικών καταστάσεων στο Ιδιωτικό Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, 2015, αρ. 661, σελ. 326). Εάν, αντιθέτως, μια εταιρία δεν συστήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου της πραγματικής της έδρας ή μετά τη σύστασή της οι βασικές για τη λειτουργία της αποφάσεις λαμβάνονται πλέον σε άλλη επικράτεια, υπάγεται στο εξής στις ρυθμίσεις του εταιρικού δικαίου που ισχύουν στο κράτος της νέας εγκατάστασής της, το οποίο και προσδιορίζει έκτοτε αν η εταιρία μπορεί να λειτουργήσει στην Ελλάδα με τη νομική μορφή που απέκτησε με την έγκυρη κατά το δίκαιο του τόπου της καταστατικής της έδρας σύστασή της, δηλαδή αν η νομική της προσωπικότητα αναγνωρίζεται και αν εξακολουθεί υφιστάμενη. Κατά συνέπεια, η εξ υπαρχής λειτουργία της διοίκησης της εταιρίας σε τόπο διαφορετικό από εκείνον της έδρας που αναφέρεται στο καταστατικό της ή η μεταγενέστερη μεταφορά της πραγματικής έδρας της σε άλλο κράτος, στο δικαιϊκό σύστημα του οποίου ισχύει και εφαρμόζεται η θεωρία της πραγματικής έδρας, συνεπάγεται την απώλεια της ικανότητας δικαίου της αλλοδαπής εταιρίας και, σε κάθε περίπτωση, την απώλεια του εταιρικού τύπου που έχει επιλεγεί από τους ιδρυτές της στο κράτος ίδρυσης, με αποτέλεσμα η διαφοροποίηση της πραγματικής από την καταστατική έδρα να αποτελεί λόγο λύσης της εταιρίας κατά το δίκαιο του κράτους υποδοχής, που είτε δεν της αναγνωρίζει νομική προσωπικότητα αν δεν λυθεί και επανασυσταθεί κατά τους όρους της δικής του εμπορικής (εταιρικής) νομοθεσίας είτε, αν έχουν τηρηθεί οι όροι σύστασης μόνον του δικαίου της καταστατικής έδρας αλλά η εταιρία έχει λειτουργήσει εμφανιζόμενη στις εμπορικές συναλλαγές της με τους τρίτους ως εταιρικό μόρφωμα (ΑΠ 794/2008, ΧρΙΔ 2009/75 = Αρμ. 2009/1713 = Δνη 2010/739), την αντιμετωπίζει ως εν τοις πράγμασι εταιρία (Ι. Παπαδημόπουλος, Το τέλος της θεωρίας της έδρας και η επικράτηση της θεωρίας της ίδρυσης στο κοινοτικό δίκαιο, ΔΕΕ 2003/393 επομ., Β. Τουντόπουλος, Ελευθερία εγκατάστασης νομικών προσώπων στο κοινοτικό δίκαιο, ΔΕΕ 1999/1118 επομ. [1122]). Έτσι, αν διαπιστωθεί ότι η πραγματική έδρα μιας κατά μετοχές εταιρίας, που έχει καταστατική έδρα σε άλλο κράτος, βρίσκεται στην Ελλάδα, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ιδρύσεως (συστάσεως και δημοσιότητας) που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο για τον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, τότε η ανώνυμη αυτή εταιρία είναι άκυρη (ΑΠ 335/2001, ΔΕΕ 2001/608 = ΕΕμπΔ 2001/279 = ΕπισκΕΔ 2001/397, με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη) και, αν λειτούργησε, θεωρείται (κατά μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 182 ΑΚ) ως «εν τοις πράγμασι» προσωπική (ομόρρυθμη) εμπορική εταιρεία (ΑΠ 975/1997, ΔΕΕ 1997/1083, Ηλ. Χαρίση – Στάμου, Οι ναυτιλιακές «Εταιρίες ευκαιρίας» σαν εταιρίες «εν τοις πράγμασι», σε Δνη 1985/1106 επομ), διεπόμενη από το δίκαιο της πραγματικής έδρας της, δηλαδή το ελληνικό, το οποίο εφαρμόζεται σε όλη του την έκταση (ΕφΠειρ. 549/2006, ΔΕΕ 2006/1027) και ρυθμίζει όχι μόνο την ικανότητα δικαίου της εταιρίας αλλά το σύνολο των σχέσεών της και, ειδικότερα, τη διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία των οργάνων της, καθώς και την ευθύνη των εταίρων της (ΤριμΕφΠειρ. 269/2016, ΔΕΕ 2016/1536, ΤριμΕφΠειρ. 85/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και των διαχειριστών της (ΤριμΕφΠειρ. 151/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αποδοχή της πραγματικής έδρας ως στοιχείου προσδιοριστικού του εφαρμοστέου δικαίου διευρύνει κατ’ αποτέλεσμα τη δυνατότητα κρατικού ελέγχου της δραστηριότητας του νομικού προσώπου και παρέχει εχέγγυα πληρέστερης προστασίας των μετόχων της μειοψηφίας αλλά και των τρίτων (δανειστών της εταιρίας και εργαζομένων της). Πλην των περιπτώσεων του άρθρου 24 § 3 εδαφ. β της κυρωθείσας με το Ν. 2893/1954 (ΦΕΚ Α 149/10.7.1954) Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας της 3ης.8.1951 μεταξύ της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (βλ. σχετ. ΑΠ 1835/2007, ΔΕΕ 2008/327), καθώς και των άρθρων 43, 48 και 293 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως, αφού κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 945/1979 (ΦΕΚ Α 170/27.7.1979), μεταγενεστέρως τροποποιήθηκε, που αφορούν εταιρίες συσταθείσες σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται πλέον τόσο οι νορβηγικές όσο και οι κυπριακές εταιρίες, για τις οποίες ίσχυαν παλαιότερα διμερείς συμβάσεις εμπορικής και νομικής συνεργασίας συναφθείσες με την Ελλάδα, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, ο ισχύων στο ελληνικό δίκαιο κανόνας της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου κάμπτεται μόνον όταν με διάταξη νόμου καθορίζεται διαφορετικά από ό,τι στο άρθρο 10 ΑΚ η έννοια της έδρας του ως συνδετικού στοιχείου για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου που θα διέπει το ζήτημα της αναγνώρισης και της κατάστασής του ως αλλοδαπού εταιρικού μορφώματος. Τέτοια διάταξη (κανόνα συγκρούσεως) αποτελεί πράγματι το άρθρο 1 του Ν. 791/1978 (ΦΕΚ Α 109/6.7.1978), που αναφέρεται σε ναυτιλιακές εταιρίες συσταθείσες κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας και ορίζει ότι αυτές, υπό προϋποθέσεις, διέπονται ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται η καταστατική τους έδρα, ανεξάρτητα από τον τόπο από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν στο παρελθόν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Οι διατάξεις του Ν. 791/1978 αποτελούν εξαιρετικό δίκαιο, κατ’ απόκλιση του άρθρου 10 ΑΚ, όπως η έννοιά του προσδιορίσθηκε ανωτέρω, αφού με αυτές συνδέεται ρητά η αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας και η ικανότητα δικαίου στην Ελλάδα των συγκεκριμένων ναυτιλιακών εταιριών με το δίκαιο της χώρας της καταστατικής έδρας τους, έστω και αν εκεί ουδέποτε λειτούργησε πραγματικά η διοίκησή τους, η οποία στην πραγματικότητα συνήθως ασκείται από την ημεδαπή επικράτεια (ΟλΑΠ 2/2003, ΕΕμπΔ 2003/60 = ΧρΙΔ 2003/240 = ΔΕΕ 2003/525, με σημείωμα Λ. Αθανασίου και Σπ. Αλεξανδρή = ΕΝαυτΔ 2003/35, με σημείωση Α. Μαρκάκη = ΝοΒ 2003/1392 = ΕπισκΕμπΔ 2003/117, με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη = Δνη 2003/388, όπου και η σχετική σύμφωνη πρόταση του Εισαγγελέα του ΑΠ, ΟλΑΠ 2/1999, ΑρχΝ 1999/351 = Δνη 1999/271 = ΔΕΕ 1999/605 = Δ 2000/210 = ΕΕμπΔ 1999/364 = ΕπισκΕμπΔ 1999/451 = ΕΝαυτΔ 1999/81 = ΝοΒ 1999/1113, Χ. Παμπούκης, ΑΝ 89/67 και ΑΚ 10, γνμδ σε ΔΕΕ 2002/369 επομ.). Η ψήφιση του Ν. 791/1978 επακολούθησε αμέσως μετά την έκδοση της ΟλΑΠ 461/1978 (ο.π.), με την οποία παγιώθηκε στη νομολογία η θεωρία της πραγματικής έδρας και υπήρξε τέκνο της ανάγκης να περισωθεί το κύρος πολυάριθμων εταιριών, οι οποίες δραστηριοποιούνταν στο χώρο της ναυτιλίας με πλοία υπό ελληνική σημαία ή με εγκατάσταση στην ελληνική επικράτεια, που είχαν συσταθεί κατ’ αλλοδαπό δίκαιο χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του ελληνικού δικαίου περί συστάσεως κεφαλαιουχικών εταιριών (ΕφΠειρ. 159/2004, ΠειρΝ 2004/197 = ΔΕΕ 2004/778 = ΕΝαυτΔ 2004/190 = ΕΕμπΔ 2004/319, Π. Τζίφρας, παρατηρήσεις κάτω από την ΟλΑΠ 461/1978, σε Δνη 1978/348 Γ. Σπαρτιώτης, Ναυτιλιακές Εταιρίες ΑΝ 89167, σελ. 78), αποσκοπούσε δε στην προστασία της ναυτιλιακής δραστηριότητας στην Ελλάδα και στην περαιτέρω ανάπτυξή της δια της παροχής νομικών κινήτρων στις εταιρίες αυτές και δια της διατηρήσεως του ευνοϊκού νομικού καθεστώτος που τους εξασφάλιζαν τα αλλοδαπά δίκαια, κατά τους όρους των οποίων είχαν κατά το παρελθόν ιδρυθεί ή επρόκειτο στο εξής να συσταθούν (Χ. Παμπούκης, Οι Υπεράκτιες [Offshore] εταιρίες στο ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΔΕΕ 2001/965 επομ. [970]). Κατ’ ουσίαν μετά το Ν. 791/1978 οι εν λόγω ναυτιλιακές εταιρίες δεν διατρέχουν πλέον κίνδυνο να θεωρηθούν ως ανωμάλως ιδρυθείσες (Χ. Παμπούκης/Ε. Βασιλακάκης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Γενικές Αρχές, τόμος ΙΑ, 2016, άρθρο 10, αρ. 133, σελ. 284), δηλαδή ως de facto προσωπικές εταιρίες και αποκλείστηκε το ενδεχόμενο της υπεγγυότητας της προσωπικής περιουσίας των μετόχων τους για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των εταιρικών δανειστών. Στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του ο Ν. 791/1978 καταλαμβάνει εταιρίες για τις οποίες συντρέχουν αθροιστικά δύο [2] προϋποθέσεις και, συγκεκριμένα, αφενός, να έχουν συσταθεί κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας (όχι δε κατ’ ανάγκη εκείνης στην επικράτεια της οποίας βρίσκεται η καταστατική τους έδρα) και, αφετέρου, να είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων (πλην σκαφών αναψυχής) με ελληνική σημαία ή να είναι εγκατεστημένες ή να πρόκειται να εγκατασταθούν στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (ΦΕΚ Α 77/22.4.1975), όπως αυτό ισχύει αφού αντικατασταθέν με το άρθρο 28 του Ν. 814/1978 (ΦΕΚ Α 144/13.9.1978) και τροποποιηθέν με το άρθρο 75 § 5 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α 101/31.7.1990), αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 4 του Ν. 2234/1994 (ΦΕΚ Α 142/31.8.1994) ή των ΑΝ 89/1967 (ΦΕΚ Α 132/1.8.1967) και 378/1968 (ΦΕΚ Α 82/17.4.1968). Να σημειωθεί ότι κατά την εισαγωγή του Ν. 791/1978 αλλοδαπές εταιρίες μπορούσαν να είναι πλοιοκτήτριες πλοίων υπό ελληνική σημαία μόνον αν αυτά είχαν νηολογηθεί ως κεφάλαια εξωτερικού, σύμφωνα με το άρθρο 13 του αυξημένης τυπικής ισχύος ΝΔ 2687/1953, αν δηλαδή τα πλοία ανήκαν σε αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, τα οποία με τη σειρά τους ανήκαν κατά ποσοστό ανώτερο του 50% σε Έλληνες πολίτες (Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 50, σελ. 29, για τα ήδη ισχύοντα βλ. άρθρο 5 ΚΔΝΔ, όπως ισχύει μετά το πΔ 11/2000 και Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2003, § 13 σελ. 66 επομ., πρβλ Ι. Μαρκιανό – Δανιόλο, Η νομική αξιολόγηση των εγκριτικών πράξεων νηολόγησης πλοίων κατά το άρθρο 13 του ΝΔ 2687/53, σε ΕΝαυτΔ 2013/161 επομ.), ενώ οι αλλοδαπές μη πλοιοκτήτριες εταιρίες που απλώς διαχειρίζονται πλοία ελληνικής σημαίας δεν είναι αναγκαίο να έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 27/1975 και των ΑΝ 89/1967 και 378/1968, όπως αντιθέτως επιβάλλεται, για την υπαγωγή τους στο ευνοϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο του Ν. 791/1978, να συμβαίνει με τις λοιπές ναυτιλιακές εταιρίες, που δε δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στο τομέα της διαχείρισης πλοίων αλλά ασχολούνται με εργασίες σχετικές με την εκμετάλλευση, τη ναύλωση, την ασφάλιση, το διακανονισμό αβαριών, τη μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων ή ασφαλίσεων πλοίων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 § 1 του Ν. 27/1975. Οι εταιρίες αυτές, μολονότι δε συνδέονται αμέσως ή εμμέσως, όπως οι προηγούμενες, με ελληνόκτητα (ή και κοινοτικά πλέον) επιχειρηματικά κεφάλαια, απολαμβάνουν της προστασίας του νόμου με την εγκατάστασή τους στην ημεδαπή, επειδή δι’ αυτής αποκτούν έναν οικονομικό δεσμό με την ελληνική έννομη τάξη μονιμότερο από εκείνον που παράγεται από μόνη την άσκηση της διοίκησής τους από την ημεδαπή επικράτεια. Το πνεύμα εύνοιας υπέρ της εγκυρότητας της σύστασης των ναυτιλιακών εταιριών που διέπει το Ν. 791/1978 είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του τόσο ως προς τα χρονικά όσο και ως προς τα υποκειμενικά όριά του. Έτσι, rationae temporis, η νομολογία προσέδωσε αναδρομική ισχύ στις ρυθμίσεις του και δέχθηκε ότι εφαρμόζονται και σε εταιρίες που είχαν ήδη κατά την εισαγωγή του Ν. 791/1978 ιδρυθεί, εφόσον δεν είχαν μέχρι τότε λυθεί (ΕφΠειρ. 938 και 939/1980, ΕΝαυτΔ 1981/139 επομ., ΕφΠειρ. 423/1980, ΕΝαυτΔ 1980/497). Παράλληλα, rationae rersonae, με τη διάταξη του άρθρου 25 § 7 του Ν. 27/1975, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 2234/1994 (ΦΕΚ Α 142/1994), η εφαρμογή του άρθρου 1 του Ν. 791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρείες, πλοιοκτήτριες πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους τα διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, όπως ισχύει. Η ανάγκη υπαγωγής και των εταιριών αυτών σε καθεστώς προστασίας καταδεικνύει ότι διέτρεχαν τον ίδιο κίνδυνο (ακυρότητας λόγω μη τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας του ελληνικού δικαίου), επειδή ακριβώς η πραγματική τους έδρα, που διέφερε από την καταστατική, εντοπιζόταν εντός της ελληνικής επικράτειας. Η διοίκηση των εταιριών αυτών κυρίως από τον Πειραιά υποδήλωνε ότι τα υπό διαχείριση πλοία ανήκαν σε έλληνες πλοιοκτήτες και ότι οι εταιρίες τους, μολονότι δεν είχαν υψώσει την ελληνική σημαία, είχαν μονιμότερο οικονομικό δεσμό με την ελληνική έννομη τάξη, επειδή είχαν αναθέσει τη διαχείρισή τους σε διαχειρίστριες εταιρίες, που είχαν εγκαταστήσει γραφεία ή υποκαταστήματα στην Ελλάδα λειτουργούντα υπό το ίδιο προστατευτικό καθεστώς. Η δεύτερη επέκταση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής του Ν. 791/1978 έγινε με το άρθρο 11Δ του Ν. 3816/2010 (ΦΕΚ Α 6/26.1.2010), με το οποίο προστέθηκε στην § 1 του άρθρου 1 του Ν. 791/1978 δεύτερο εδάφιο και ορίστηκε ότι «Τα αυτά ισχύουν και για τις εταιρείες χαρτοφυλακίου των παραπάνω εταιριών». Περί του σκοπού αυτής της νομοθετικής ρύθμισης δεν γίνεται αναφορά στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3816/2010, δεδομένου ότι η διάταξη δεν είχε περιληφθεί στο προς ψήφιση νομοσχέδιο αλλά αποτέλεσε περιεχόμενο υπουργικής τροπολογίας. Από τα πρακτικά της συζητήσεώς της στο Κοινοβούλιο (περί των οποίων βλ. σχετική ανάρτηση στο διαδικτυακό ιστότοπο της Βουλής των Ελλήνων) προκύπτει ότι προς υποστήριξή της η τότε Υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ανέφερε ότι «… ως προς την παράγραφο που αφορά τις εταιρίες χαρτοφυλακίου θα ήθελα να πω ότι αυτό είναι για να στηριχθεί η ελληνική σημαία … Από το 1978 έχουν επέλθει πολλές αλλαγές. Μία από τις αλλαγές αυτές είναι ότι οι χρήστες των εταιριών αυτών, εάν δεν κάναμε αυτήν την επέκταση, δε θα μπορούσαν να τις χρησιμοποιούν, με αποτέλεσμα να μην είναι πλοιοκτήτριες πλοίων με ελληνική σημαία ούτε να διαχειρίζονται πλοία με ελληνική σημαία, πράγμα που θα ήταν πολύ επιζήμιο για την ελληνική οικονομία…». Από όλα όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται, πρώτον, ότι οι περί ων ο λόγος εταιρίες χαρτοφυλακίου είναι κεφαλαιουχικές εταιρίες που κατέχουν τίτλους συμμετοχής στις εταιρίες του άρθρου 1 § 1 του Ν. 791/1978 (holding companies), ασχολούμενες μόνο με την επενδυτική διαχείριση των τίτλων αυτών, χωρίς καταρχήν να έχουν άλλη επιχειρηματική (παραγωγική ή εμπορική) δραστηριότητα (Χ. Παμπούκης, σε του ιδίου Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, 2009, αρ. 273, σελ. 128), δεύτερον, ότι οι ίδιες εταιρίες συμμετέχουν στο μετοχικό κεφάλαιο είτε των πλοιοκτητριών εταιριών πλοίων υπό ελληνική και ξένη σημαία, εφόσον αυτά τα τελευταία τελούν υπό τη διαχείριση εγκατεστημένων στην Ελλάδα διαχειριστριών είτε των εταιριών που διαχειρίζονται πλοία, οι οποίες αν τα πλοία φέρουν την ελληνική σημαία δε χρειάζεται να έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, ενώ, αν φέρουν αλλοδαπή, πρέπει να έχουν εδώ γραφείο ή υποκατάστημα είτε των λοιπών ναυτιλιακών εταιριών του άρθρου 25 § 1 του Ν. 27/1975, όπως ισχύει, που έχουν νόμιμη εγκατάσταση στην ημεδαπή και, τρίτον, ότι η ανάγκη υπαγωγής και των εταιριών αυτών (holding) σε καθεστώς προστασίας υποδηλώνει ότι είναι αλλοδαπές, έχουν δηλαδή καταστατική έδρα σε άλλο κράτος και πραγματική έδρα στην Ελλάδα. Σε όλες τις εταιρίες αυτές ο Ν. 3816/2010 επεκτείνει την έννομη συνέπεια του Ν. 791/1978, τις υπάγει δηλαδή στο δίκαιο της καταστατικής τους έδρας προκειμένου να κριθεί αν αναγνωρίζονται και από τη ελληνική έννομη τάξη ως νομικά πρόσωπα του εταιρικού είδους που επέλεξαν κατά τη σύστασή τους, αν δηλαδή θα αντιμετωπίζονται στην Ελλάδα ως κεφαλαιουχικές ή ως προσωπικές εταιρίες. Ζήτημα, όμως, ανακύπτει σχετικά με τις προϋποθέσεις παραγωγής της έννομης συνέπειας και, ειδικότερα, σχετικά με το αν οι όροι του άρθρου 1 § 1 του Ν. 791/1978 αρκεί να συντρέχουν μόνον όσον αφορά τις εταιρίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ή αν πρέπει να συντρέχουν και γι’ αυτές τις ίδιες τις εταιρίες χαρτοφυλακίου των εταιριών αυτών (του δευτέρου εδαφίου). Με δεδομένο ότι κατά τα προαναφερθέντα οι πλοιοκτήτριες και διαχειρίστριες πλοίων εταιρίες του Ν. 791/1978 δεν απαιτείται να είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή, με αποτέλεσμα τούτο να μην είναι αναγκαίο ούτε για τις εταιρίες χαρτοφυλακίου αυτών, το ζήτημα εντοπίζεται στο αν οι εταιρίες χαρτοφυλακίου των λοιπών (μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων) ναυτιλιακών εταιριών πρέπει να είναι και αυτές εγκατεστημένες στην Ελλάδα, όπως και οι εταιρίες τις μετοχές των οποίων κατέχουν. Κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο τέτοια εγκατάσταση δεν απαιτείται, αφού δεν τίθεται ως προϋπόθεση στο άρθρο 11Δ του Ν. 3816/2010. Άλλωστε, οι εταιρίες χαρτοφυλακίου δε μπορούν να λάβουν άδεια εγκατάστασης γραφείου ή υποκαταστήματος στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 27 § 1 του Ν. 27/1975 και 1 του ΑΝ. 378/1968, επειδή δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής τους, δεδομένου ότι με το Ν. 3816/2010 δεν τροποποιήθηκαν οι νόμοι αυτοί αλλά συμπληρώθηκε απλώς ο Ν. 791/1978. Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα του Εισηγητή οι εταιρίες χαρτοφυλακίου των ναυτιλιακών εταιριών που δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στην Ελλάδα σε τομείς άλλους πλην εκείνων της πλοιοκτησίας και της διαχείρισης πλοίων, πρέπει να είναι και οι ίδιες εγκατεστημένες στην Ελλάδα για να υπαχθούν στο προστατευτικό πεδίο του Ν. 791/1978, αντιμετωπιζόμενες άλλως κατά το ελληνικό δίκαιο και ενόψει της εδώ ευρισκόμενης πραγματικής έδρας τους ως εν τοις πράγμασι προσωπικές εταιρίες, η δε εγκατάστασή τους μπορεί να λάβει χώρα κατά το άρθρο 1 του ΑΝ 378/1968, που ορίζει ότι «Αλλοδαπαί ναυτιλιακαί επιχειρήσεις  παντός  τύπου  και  μορφής δύνανται  να  εγκαθίστανται εν Ελλάδι κατά τας διατάξεις τους Α.Ν. 89/1967». Πάντως, κατ’ ομόφωνη κρίση του Δικαστηρίου η διάταξη του άρθρου 11Δ του Ν. 3816/2010, εντασσόμενη στο πλέγμα των προστατευτικών ρυθμίσεων του Ν. 791/1978, έχει και αυτή αναδρομική δύναμη και καταλαμβάνει και τις εταιρίες χαρτοφυλακίου, που είχαν συσταθεί κατ’ αλλοδαπό δίκαιο πριν την εισαγωγή της και δεν είχαν μέχρι τότε λυθεί. Περαιτέρω, ως προς το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 1 § 1 του Ν. 791/1978 (rationae materiae) έχει υποστηριχθεί ότι για τις υπαγόμενες σ’ αυτό εταιρίες το δίκαιο της καταστατικής τους έδρας ρυθμίζει όλα τα ζητήματα (ουσιαστικά και δικονομικά) που άλλως, αν δηλαδή η διάταξη αυτή έλλειπε, θα τα ρύθμιζε η διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η διεθνής δικαιοδοσία του ελληνικού forum και οι σχέσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, του νομικού προσώπου (ΑΠ 1627/1986, ΕΕμπΔ 1988/98 = ΕΝαυτΔ 1988/35 = ΝοΒ 1987/1050, Σπ. Βρέλλης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 155, Ελ. Μουσταΐρα, παρατηρήσεις κάτω από την ΟλΑΠ 2/1999, σε Κοινοδίκιον 2001/19 επομ., Α. Βενάρδος, Το νομικόν καθεστώς των κατά τον Ν. 791/1978 αλλοδαπών ναυτικών εταιριών, ΠειρΝ 1979/375 επομ., Δ. – Π. Τζάκας, παρατηρήσεις κάτω από την ΠΠΠειρ. 4525/2014, σε ΕΕμπΔ 2014/983 επομ. [985]). Μετά, όμως, την ΟλΑΠ 2/1999 (ο.π.), με την οποία το Ακυρωτικό, κρίνοντας την έννοια της έδρας για τους σκοπούς του διεθνούς δικονομικού δικαίου υπό την έννοια της δωσιδικίας των δικαστηρίων της έδρας της εναγόμενης αλλοδαπής εταιρίας, αποφάνθηκε ότι το άρθρο 1 § 1 του Ν. 791/1978 ως εξαιρετική πρόβλεψη καλεί σε εφαρμογή το δίκαιο του τόπου ίδρυσης του νομικού προσώπου μόνο για τα ρητώς και αποκλειστικώς εκεί απαριθμούμενα θέματα της σύστασης και της ικανότητας δικαίου, έχει επικρατήσει η άποψη ότι τα λοιπά, πλην του κύρους της ίδρυσης, της αναγνώρισης της νομικής προσωπικότητας και της ικανότητας δικαίου της αλλοδαπής εταιρίας, ζητήματα εταιρικής φύσεως, όπως η αντιπροσωπευτική εξουσία των οργάνων της, η ευθύνη των διαχειριστών της και των εκπροσώπων της και ο δικαστικός έλεγχος της διαχειρίσεώς της μετά από αίτημα της μειοψηφίας, κρίνονται κατά το δίκαιο της πραγματικής έδρας της, δηλαδή το ελληνικό (ΑΠ 803/2010, ΑΠ 186/2008, ΑΠ 812/2008, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 601/2011, ΔΕΕ 2012/30, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406 = ΕΕμπΔ 2012/365, ΕφΠειρ. 40/2010, ΕΝαυτΔ 2010/149 = ΔΕΕ 2011/314, ΕφΠειρ. 618/2004, ΠειρΝ 2004/343 = ΕΝαυτΔ 2005/32, ΕφΠειρ. 403/2004, ΠειρΝ 2004/213 = ΔΕΕ 2004/910 = ΕΝαυτΔ 2004/177, ΕφΠειρ. 159/2004, ο.π., Ε. Βασιλακάκης, σε Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2017, σελ. 139, Ε. Τζίβα, Η διενέργεια έκτακτου ελέγχου με βάση τους κανόνες του ελληνικού δικαίου σε ανώνυμη εταιρία που έχει την καταστατική της έδρα στην αλλοδαπή. Πραγματική όμως εγκατάσταση στην Ελλάδα, σε ΕΕμπΔ 1994/176 επομ. [180], βλ. και Α. Μεταλληνό, σε Χ. Παμπούκη, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, 2009, αρ. 159, σελ. 86 – 87). Η δεύτερη αυτή άποψη είναι ορθότερη, δεδομένου ότι ο Ν. 791/1978 αποσκοπούσε αποκλειστικά στη διασφάλιση της υπόστασης των αλλοδαπών ναυτιλιακών κεφαλαιουχικών εταιριών ελληνικών συμφερόντων που πριν την εισαγωγή του θεωρούνταν άκυρες ή ανυπόστατες και όχι στην εν γένει ρύθμιση του εφαρμοστέου δικαίου και την ανατροπή, ειδικά ως προς τις εταιρίες αυτές, της θεμελιώδους επιλογής του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υπέρ του δικαίου της καταστατικής έδρας, που θα είχε ως αποτέλεσμα να απομονώσει τις εταιρίες αυτές από το δικαιϊκό καθεστώς εντός του οποίου λειτουργούν (Χ. Παμπούκης, Νομικά Πρόσωπα και ιδίως Εταιρίες στις Συγκρούσεις Νόμων, 2004, σελ. 140 επομ.).

  1. IV. Με τον πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεώς του ο εκκαλών υποστηρίζει ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 1 του Ν. 791/1978 η εκκαλουμένη έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο των προσωπικών εταιριών και δέχθηκε το αίτημα λογοδοσίας του ενάγοντος, ενώ θα έπρεπε να θεωρήσει την εταιρία «……..» ως εταιρία χαρτοφυλακίου της νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα εταιρίας «……….» και ως εκ τούτου διεπόμενη, κατ’ απόκλιση του κανόνα του άρθρου 10 ΑΚ, από το δίκαιο της καταστατικής της έδρας, το οποίο και θα έπρεπε να έχει εφαρμόσει για να αποφανθεί ως προς το ζήτημα του κύρους ή της ακυρότητας της συστάσεώς της ως κεφαλαιουχικής εταιρίας.

Με δεδομένο ότι οι διάδικοι ομονοούν, πρώτον, ότι η εταιρία «…….» είναι κάτοχος ποσοστού 50% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας «……», είναι δηλαδή εταιρία χαρτοφυλακίου αυτής, δεύτερον, ότι η εταιρία «……..» έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 378/1968, τρίτον, ότι η ίδια εταιρία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της μεσιτείας σε ναυτασφαλίσεις και, συνομολογούν, τέταρτον, ότι η εταιρία «……..» έχει την πραγματική της έδρα στην ημεδαπή, ο μεν ενάγων δια της ρητής αναφοράς της άσκησης της διοικήσεώς της από τον Πειραιά, όπου λαμβάνονται οι κρίσιμες για τη λειτουργία της αποφάσεις, ο δε εναγόμενος δια της μνείας ότι απευθύνθηκαν στον ενάγοντα περισσότερες προσκλήσεις να μετάσχει σε έκτακτες γενικές συνελεύσεις των μετόχων της εταιρίας αυτής κατά τα έτη 2012, 2015 και 2016, που προγραμματίστηκαν όλες να πραγματοποιηθούν στην Ελλάδα, κρίνεται [κατά πλειοψηφία] ότι η εταιρία «……..» αποτελεί εταιρία χαρτοφυλακίου άλλης εταιρίας (της «………»), ασχολούμενης με εργασίες μεσιτείας σε ναυτιλιακές ασφαλίσεις, που έχει νόμιμη εγκατάσταση στην ημεδαπή και, επομένως, υπάγεται και αυτή στις ρυθμίσεις του Ν. 791/1978. Τούτο σημαίνει ότι το κύρος της συστάσεώς της πρέπει να κριθεί κατά το λιβεριανό δίκαιο, δηλαδή κατά το δίκαιο της καταστατικής της έδρας και όχι κατά το ελληνικό δίκαιο. Κατά το δίκαιο της Λιβερίας (δεν αμφισβητείται ότι) η ίδια εταιρία έχει εγκύρως συσταθεί ως εταιρία κατά μετοχές, δηλαδή ως κεφαλαιουχική εταιρία. Συνεπώς, με τη νομική αυτή μορφή έπρεπε να την αντιμετωπίσει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Όμως, εκείνο δέχθηκε ότι η εταιρία «……..» δεν ενέπιπτε σε καμία από τις εξαιρέσεις της αρχής της πραγματικής έδρας, που εισήχθησαν με το Ν. 791/1978, όπως ισχύει και απέρριψε ως άνευ επιρροής κάθε ισχυρισμό του εναγομένου περί εξαρτήσεως της εταιρίας αυτής από την εταιρία «……» με την παραδοχή ότι η τελευταία «είναι άλλο νομικό πρόσωπο». Για τους λόγους αυτούς θεώρησε περαιτέρω ότι επρόκειτο για ακύρως κατά το ελληνικό δίκαιο συσταθείσα κεφαλαιουχική εταιρία, επειδή δεν τήρησε τις γηγενείς διατυπώσεις δημοσιότητας και επειδή είχε αναπτύξει συναλλακτική δραστηριότητα την αντιμετώπισε ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία, διεπόμενη ως προς τα ζητήματα της εσωτερικής λειτουργίας της και δη της διαχειρίσεώς της από το ελληνικό δίκαιο των de facto προσωπικών εταιριών, τις διατάξεις του οποίου (άρθρα 303, 718, 754 ΑΚ και 249 § 2, 251 § 3, 254 § 4 και 294 Ν. 2072/2012) και εφάρμοσε, για να δεχθεί τελικά την αγωγή ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη. Με τον τρόπο αυτό, αν και με εσφαλμένες αιτιολογίες, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα η εκκαλουμένη οδηγήθηκε στην εφαρμογή του ελληνικού δικαίου, το οποίο ήταν σε κάθε περίπτωση εφαρμοστέο, λόγω της υπαγωγής της εταιρίας «…………» είτε ως προσωπικής είτε ως κεφαλαιουχικής εταιρίας στις διατάξεις του, εφόσον προς κρίση τέθηκε (ως κύριο) ζήτημα σχετικό με την ευθύνη εκ της διαχειρίσεώς της και όχι μόνο (προκριματικό) θέμα κύρους ή ακυρότητας της συστάσεώς της. Το σφάλμα, όμως, που εμφιλοχώρησε στην πρωτόδικη απόφαση είχε  ως αποτέλεσμα την κατάφαση της νομικής βασιμότητας της αγωγής κατά το ελληνικό δίκαιο των προσωπικών εταιριών, ενώ στην κρινόμενη περίπτωση για όσους λόγους προαναφέρθηκαν εφαρμοστέο [κατά την πλειοψηφία] ήταν το ελληνικό δίκαιο της ανώνυμης εταιρίας, προς τον νομοθετικά ρυθμισμένο τύπο της οποίας αντιστοιχεί κάθε λιβεριανή εταιρία τύπου «incorporated» [INC.], όπως η «………» (για την ισοδυναμία των εταιρικών τύπων των κεφαλαιουχικών νομικών προσώπων βλ. Χ. Παμπούκη, σε του ιδίου Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, αρ. 343, σελ. 154). Όμως, κατά τον Κ.Ν. 2190/1920, οι διατάξεις του οποίου είναι ειδικότερες προς εκείνη του άρθρου 303 ΑΚ (Β. Περάκη, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], Ι, 2010, άρθρο 303, αρ. 5, σελ. 600, Αθ. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 303, αρ. 6, σελ. 116) και κατισχύουν αυτής (Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, § 12, αρ. 49, σελ. 828), δεν αναγνωρίζεται υποχρέωση λογοδοσίας του διαχειριστή της ανώνυμης εταιρίας ούτε και αντίστοιχη αξίωση παρέχεται (ΕφΘεσ. 1801/2008, ΕπισκΕΔ 2008/1164, με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη, ΕφΘεσ. 1048/2003, ΕπισκΕΔ 2003/1148 με παρατηρήσεις Κ. Παμπούκη), αφού το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας λογοδοτεί με τη σύνταξη κατ’ έτος του ισολογισμού που υποβάλει στη γενική συνέλευση προς έγκριση και τα σχετικά ζητήματα αντιμετωπίζονται με τη θέσπιση δικαιωμάτων της μειοψηφίας του εταιρικού κεφαλαίου να ζητήσει δικαστικά τον έλεγχο της διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων που ασκεί η πλειοψηφία (περί των οποίων βλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, 2012, § 36, σελ. 414 – 424 και ιδίως 419 – 420, Ι. Μάρκου, Η νέα αναμόρφωση του νόμου περι ανωνύμων εταιριών – Μια πρώτη αποτίμηση των βασικών θέσεων του Ν. 4548/2018, σε ΧρΙΔ 2019/14 επομ. [23 – 24], πρβλ Μ. Μηνούδη, Ναυτική εταιρία – Αξίωση λογοδοσίας – Εφαρμοστέες διατάξεις, γνμδ σε ΕΕμπΔ 1994/673 επομ. [675]). Επομένως, η αγωγή δεν είχε νόμιμη βάση κατά το δίκαιο που κρίθηκε εφαρμοστέο και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αντίθετα εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε. Η έλλειψη αυτή εξετάζεται μάλιστα αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ) αποκτά την ίδια εξουσία που είχε και το πρωτοβάθμιο, δυνάμενο και χωρίς ειδικό παράπονο, ακόμα δε και πριν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, να αποφαίνεται περί της νομικής αβασιμότητας της αγωγής και εν συνεχεία να την απορρίπτει, αρκεί να ζητεί την απόρριψή της ο εκκαλών εναγόμενος, έστω γι’ άλλους λόγους και να μην εκδίδεται επιβλαβέστερη γι’ αυτόν απόφαση χωρίς την άσκηση αντίθετης εφέσεως ή αντεφέσεως εκ μέρους του εφεσίβλητου (ΑΠ 1004/2017, ΑΠ 2147/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 496/2010, ΧρΙΔ 2011/176 = ΝοΒ 2011/52, ΑΠ 7/2001, Δνη 2001/925, ΑΠ 455/1995, Δνη 1996/1320 = ΕΕΝ 1996/377 = ΕΕΔ 1996/643, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 113, αρ. 18, σελ. 699 επομ., Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 487, σελ. 202, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 131).

  1. V. Μετά ταύτα και επειδή η έρευνα των λοιπών λόγων της πλέον παρέλκει, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και να αποδοθεί στον εκκαλούντα το κατατεθέν παράβολο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 4 εδαφ. δ ΚΠολΔ. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ, να απορριφθεί η αγωγή ως νομικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος, κατά το σχετικό αίτημά του, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος του εφεσίβλητου λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας  κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση.

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του κατατεθέντος παραβόλου.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Απορρίπτει την αγωγή.

Επιβάλλει στον εφεσίβλητο τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των επτακοσίων ευρώ (700 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 12 Ιουνίου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 21Ιουνίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους νομίμους εκπροσώπους των διαδίκων και τις πληρεξούσιες δικηγόρους τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ