Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 368/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  368/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 29.3.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./30.3.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./30.3.2018 και β) από 19.9.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./15.10.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/15.10.2018  εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός της εδρεύουσας στην …… Αττικής νομίμως εκπροσωπουμένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «……..» και αφετέρου του ………, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ. 5766/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 13.9.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./14.9.2016 αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στην από 13.9.2016 αγωγή του, όπως παραδεκτά διορθώθηκε, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα διαστήματα της χρονικής περιόδου από 3.1.2015 μέχρι τις 24.5.2016, που απολύθηκε, εξαιρουμένων των διαστημάτων αδείας ανάπαυσης, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό ακτοπλοϊκό πλοίο «Δ», πλοιοκτησίας της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, το οποίο διενεργούσε τους αναφερόμενους πλόες, όπως αναλυτικά παρατίθενται στους πίνακες, που περιέχονται στο δικόγραφο, περιλαμβανομένων και πλόων άγονης γραμμής, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 13,5 ώρες κατά μέσο όρο, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων πλόων άγονης γραμμής και δρομολογίων «εξπρές», ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2015 και 2016, μήτε του χορηγούνταν οι προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις, ενώ δεν του καταβλήθηκε αποζημίωση απόλυσης, λόγω καταγγελίας της σύμβασης εκ μέρους της εναγομένης στις 24.5.2016. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, ο οποίος παραδεκτά περιόρισε το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό του αίτημα σε εν μέρει αναγνωριστικό: α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων δέκα πέντε ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (14.815,76 €) που αντιστοιχεί στα λοιπά αγωγικά κονδύλια παρεκτός των υπερωριών και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το  υπόλοιπο ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων είκοσι τεσσάρων ευρώ και ογδόντα λεπτών (17.024,80 €), για διαφορές αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την οριστική απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και δώδεκα λεπτών (6.779,12 €) για τις προαναφερθείσες αιτίες, αναγνώρισε δε την υποχρέωση της να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων εξήντα ευρώ και εξήντα λεπτών (4.660,60 €) για διαφορές υπερωριακής αμοιβής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως. Επίσης η εκκαλούσα-εναγομένη ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, με την επιστροφή του ποσού των 3.000 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, εντόκως από την καταβολή του.

Διευκρινίζεται ότι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της προκειμένης απόφασης, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (ΕφΑθ 490/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

III. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 Δνη 44/160, ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ 147/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007/385, ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ 857/2006 ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ έκδοση, σελ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Περαιτέρω, ομοίως επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής, λόγω  υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσο όρο, το σύνολο των ημερών αυτών, που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού,  ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς,  ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως θαλαμηπόλος, αντί των καθοριζομένων από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες της ειδικότητας του, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα χρονικά διαστήματα, απασχολούμενος επί 13,5 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως και με την οποία  ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία 5,5 ωρών πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 13,5 ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική ένσταση της περί απαραδέκτου, λόγω αοριστίας, της ένδικης αγωγής, διότι δεν εξειδικεύονται σε αυτή οι διαφοροποιήσεις της απασχόλησης του εν πλω και στο κάθε λιμάνι, αλλά και σε σχέση με το εκάστοτε δρομολόγιο, που πραγματοποιούσε το πλοίο και αναφορικά με την κάθε χρονική περίοδο, ούτε συγκεκριμενοποιούνται οι ανάγκες του πλοίου, που επέβαλαν την υπερωριακή απασχόληση του, καθώς και τα ειδικότερα καθήκοντα του, μήτε ο ενάγων προσδιόρισε επακριβώς τις εργασίες, που εκτελούσε και την κατανομή τούτων εντός του 24ώρου, αλλά και πόση ήταν η διάρκεια κάθε εργασίας του, είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων.

ΙV. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 3525.1.5/01/2014 του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2014» (ΦΕΚ Β΄ 1664/24-6-2014), που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα : «…Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλώ και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία  ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ.Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ.Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων….».

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα αμοιβών και τις σχετικές διατάξεις, περί των αποδοχών θαλαμηπόλου ορίζονται τα ακόλουθα : Ο βασικός μηνιαίος μισθός στο ποσό των 1.157,99 ευρώ, το επίδομα Κυριακής στο ποσό των 254,76 ευρώ και συνολικά  στο ποσό των 1.412,75 ευρώ, το αντίτιμο τροφής στο ποσό των 19,21 ευρώ ημερησίως (άρθρο 3), το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας  στο ποσό των 35,22  ευρώ (άρθρο 8 παρ.13), το επίδομα ιματισμού σε 56,50 ευρώ (άρθρο 5) και οι αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας σε 417,12 ευρώ, ήτοι [(1.157,99 + 254,76) : 22] Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση, πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, προκειμένου περί θαλαμηπόλου, η υπερωρία ορίστηκε σε 8,37 € (με προσαύξηση 25%) και 10,04 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι για όλες τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται επίδομα Κυριακών, ανερχομένο μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 2 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλα ανεξαιρέτως τα μέλη του πληρώματος και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως της παροχής εκ μέρους αυτών ή μη υπηρεσίας, δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής αμειβομένη όμως με προσαύξηση 25% και όχι 50%  (ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

  1. V. Από την ένορκη ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης, …………, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, την υπ’αριθμ……/24.4.2017 ένορκη βεβαίωση της ………., που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Κρωπίας, …….., με την επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, κλήτευσης της εναγομένης- εκκαλούσας (υπ’αριθ..…../19.4.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …..), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «Δ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 9834 και του ενάγοντος, ……………., απογεγραμμένου ναυτικού, ήδη εκκαλούντος-εφεσιβλήτου, αυτός ναυτολογήθηκε στον Πειραιά με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 3-1-2015 έως 2-2-2015, οπότε και απολύθηκε λόγω αδείας, από 10-3-2015 έως 11-6-2015, που απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης, από 25-6-2015 έως 1-12-2015, που απολύθηκε λόγω αδείας, από 2-1-2016 έως 3-3-2016, που απολύθηκε για τον ίδιο λόγο και από 23-4-2016 έως 24-5-2016, που απολύθηκε, λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου. Στις εργασιακές αυτές από 10.3.2015 και 23.4.2016 αντίστοιχα συμβάσεις ρητά συνομολογήθηκε «κλειστός» μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανερχόμενος στο ποσό των 2.778,35 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων, όπως ρητά διευκρινίστηκε και συμφωνήθηκε, του βασικού μισθού, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος Σαββάτων και αργιών, επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας, επιδόματος υπερωριών, καθώς και όλων των διαφόρων προβλεπομένων επιδομάτων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, καθώς επίσης την προσδιοριζόμενη απ’αυτήν ετήσια άδεια μετ’αποδοχών. Κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος ρύθμιζε η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014), σύμφωνα με την οποία αυτές παρέμειναν ως είχαν κυρωθεί με την προηγούμενη Σ.Σ.Ε. του έτους 2013, εξακολούθησαν δε να ισχύουν μέχρι την οριστική απόλυση του, εφόσον αποτέλεσαν συμβατικούς όρους, κατά τα συνομολογηθέντα ρητά στις οικείες εργασιακές του συμβάσεις με ταυτόσημο περιεχόμενο, γεγονός που δεν αρνήθηκε η εναγομένη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Σημειωτέον ότι στην από 16.6.2016 Σ.Σ.Ν.Ε. έτους 2016, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016) αναγράφεται ότι αυτή έχει αναδρομική ισχύ από την 1.1.2016, όμως ανεξαρτήτως του εάν η εναγομένη και ο ενάγων είναι μέλη των οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψη της, αυτή δεν εφαρμόζεται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.), που την κύρωσε,  ήτοι από 5.9.2016, διότι η κανονιστική αυτή διοικητική πράξη (Υ.Α.) δεν μπορεί να αποκτήσει αναδρομική ισχύ, λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του α.ν.3276/1944, ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895).

Εντούτοις, η εναγομένη-εκκαλούσα για πρώτη φορά με την έφεση της, ισχυρίζεται ότι δεν εφαρμόζεται η ανωτέρω Σ.Σ.Ε. του έτους 2014 για τις αγώγιμες αξιώσεις του ενάγοντος από την απασχόληση του κατά το έτος 2015, εφόσον κατά την κατάρτιση της από 10-3-2015 συμβάσεως εργασίας του, δεν υφίστατο σε ισχύ, ούτε οι όροι της είχαν καταστεί τμήμα της ατομικής αυτής συμβάσεως εργασίας.

  1. VI. Από τις διατάξεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν.4335/2015, προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, ή το Δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, ή αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, ή αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το Δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο. Έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια. Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού το Δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας. Η δε σχετική παράβαση ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όταν το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε, ως απαράδεκτο αυτοτελή ισχυρισμό κατά παράβαση της οικείας δικονομικής διάταξης του άρθρου 527 ΚΠολΔ, καθώς και με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου, εφόσον ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός και όλα τα θεμελιωτικά του στοιχεία προβλήθηκαν παραδεκτά και νόμιμα στο Δικαστήριο της ουσίας. (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 752/2011, ΑΠ 821/1998 ΕλΔνη 1999, 107, ΕφΠειρ 211/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο προβαλλόμενος το πρώτον με τον τρίτο λόγο της έφεσης ισχυρισμός της εκκαλούσας-εναγομένης, ότι οι ρυθμίσεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για τις αποδοχές των πληρωμάτων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2014, δεν αποτέλεσαν εργασιακούς όρους της ατομικής συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, που καταρτίστηκε το έτος 2015, με συνέπεια να μην δύναται να θεμελιωθούν οι επίδικες εργατικές απαιτήσεις του, κατά το εν λόγω έτος, με βάση τις υπέρτερες των συμφωνηθέντων και καταβληθέντων σ’αυτόν  αποδοχών, που προβλέπονταν από την εν λόγω ΣΣΕ και, ως εκ τούτου, καθίστανται αβάσιμες οι σχετικές αξιώσεις του για υπερωριακή αμοιβή, επίδομα άγονης γραμμής, αμοιβή δρομολογίων εξπρές και δώρα εορτών, αποτελεί νέο αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό, που τείνει στην παρακώλυση των ουσιαστικών δικαιωμάτων του ενάγοντος για την καταβολή των αποδοχών του έτους 2015, εφόσον στηρίζεται σε νέα ουσιώδη αυτοτελή γεγονότα, που αναιρούν την θεμελίωση των συναφών αγωγικών αιτημάτων, η δε προβολή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αυτού του ουσιώδους ισχυρισμού, που δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως, για πρώτη φορά με λόγο της έφεσης, κρίνεται απαράδεκτη, για τον λόγο ότι η εκκαλούσα δεν επικαλέστηκε, ούτε αποδείχθηκε ότι συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις, που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή του και ειδικότερα επειδή η ιστορική βάση του και τα θεμελιωτικά του στοιχεία δεν προέκυψαν μετά τη συζήτηση της διαφοράς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μήτε αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου της, ούτε συντρέχει δικαιολογημένη αιτία μη έγκαιρης προβολής του. Ενόψει τούτων, ο  κρινόμενος τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε., όπως και οι συναφείς αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται στους λοιπούς λόγους, που προσβάλλουν έκαστο αγωγικό κονδύλιο, πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι.

VII. Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια των ως άνω ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά (κυρίως κυκλικά) δρομολόγια, τα οποία αφορούσαν και συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας με επιδότηση (άγονης γραμμής), από τον Πειραιά προς τα λιμάνια της Καλύμνου, της Κω και της Ρόδου, με ενδιάμεσες καταπλεύσεις σε μικρότερα νησιά και λιμένες. Ειδικότερα, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, το πλοίο αυτό εκτελούσε βασικά τα ακόλουθα δρομολόγια εβδομαδιαίως, όπως αυτά εκτίθενται στους αντίστοιχους πίνακες, ως προς έκαστο αναφερόμενο χρονικό διάστημα, την κάθε ημέρα της εβδομάδας, το εκάστοτε λιμάνι προσέγγισης και τον χρόνο άφιξης και αναχώρησης και συγκεκριμένα:

 

                                                1. Από 3.1.2015 έως 2.2.2015, 10.3.2015 έως 11.6.2015, 25.6.2015 έως 4.7.2015

                                                                                 και 7.9.2015 έως 31.10.2015

 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Ρόδος 7.00 Αστυπά-λαια 01.30 01.50 Λειψοί 00.45 01.00 Πάτμος 00.45 01.00
Καστελό-ριζο 10.40 11.00 Πειραι-άς 10.20 15.00 Λέρος 01.55 02.10 Πειραιάς 09.40 15.00
Ρόδος 14.40 16.00 Πάτμος 23.40 23.55 Κάλυμνος 03.50 04.10
Τήλος 18.10 18.30  

 

Κως 05.10 05.40
Νίσυρος 19.40 20.00 Σύμη

 

08.00 08.15
Κως 21.20 21.50  

 

Ρόδος 09.40 15.00
Κάλυμνος 22.50 23.10 Σύμη 16.25 16.40  

 

 

 

Κως 18.55 19.25
 

 

Κάλυμνος 20.25 20.45
 

 

Λέρος 22.30 22.45
Λειψοί 23.40 23.55

 

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Αστυπάλαι  01.30 01.50
Κάλυμνος 01.00 01.20 Κως 01.20 01.50 Κάλυμνος  04.10 04.40
Κως 02.20 02.50 Κάλυμνος 02.50 03.10 Κως 05.40 06.00
Νίσυρος  04.10   04.30  Πειραιάς 13.10 19.00  Νίσυρος 07.20 07.40
Τήλος  05.40   06.00 Τήλος 08.50 09.10
Σύμη  07.30   07.45 Ρόδος 11.15
Ρόδος  09.10   10.00  

 

Καστελό-ριζο  13.40   14.00
Ρόδος 17.40 19.00
Σύμη 20.25 20.40
Τήλος 22.10 22.30
Νίσυρος 23.40 23.59

 

 

2. Από 5.7.2015 έως 6.9.2015

 

 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ
Ρόδος 02.10 07.00
Καστελόριζο 10.40 11.00
Ρόδος 14.40 16.00 Αστυπά-λαια 01.30 01.50 Λειψοί 00.45 01.00 Πάτμος 00.45 01.00
Τήλος 18.10 18.30 Πειραιάς 10.20 15.00 Λέρος 01.55 02.10 Πειραιάς 09.40 15.00
Νίσυρος 19.40 20.00 Πάτμος 23.40 23.55 Κάλυμνος 03.50 04.10
Κως 21.20 21.50  

 

Κως 05.10 05.40
Κάλυμνος 22.50 23.10 Σύμη

 

08.00 08.15
 

 

Ρόδος 09.40 15.00
Σύμη 16.25 16.40  

 

 

 

 

 

 

Κως 18.55 19.25
Κάλυμν 20.25 20.45
 

 

Λέρος 22.30 22.45
 

 

Λειψοί 23.40 23.55
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
                ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ      | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡ
  Πειραιάς 08.00
                Κάλυμνος   01.00  01.20 Κως 01.20   01.50 Αστυπάλαια  16.30 16.50
                  Κως   02.20    02.50 Κάλυμνος 02.50    03.10 Κάλυμνος 19.10 19.30
                   Νίσυρος   04.10      04.30  Πειραιάς 13.10   Κως 20.30 21.00
                  Τήλος  05.40   06.00   Νίσυρος 22.15 22.35
                  Σύμη  07.30   07.45 Τήλος 23.40   23.59
                 Ρόδος  09.10   10.00
             Καστελόριζ  13.40  14.00
                  Ρόδος  17.40    19.00  

 

                 Σύμη 20.25 20.40
                Τήλος 22.10 22.30
                 Νίσυρος  23.40 23.59

 

                                                3. Από 1.11.2015 έως 1.12.2015, 2.1.2016 έως 3.3.2016

                                                                Και 23.4.2016 έως 24.5.2016 

            ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
  ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
   Ρόδος 16.00 Πειραιάς 10.20 15.00 Κάλυμνος 03.50 04.10 Πειραιάς 09.40 15.00
      Κως 21.20 21.50  

 

Κως 05.10 05.40
  Κάλυμνος 22.50 23.10 Ρόδος 09.40 15.00
 

 

Κως 18.55 19.25
Κάλυμνος 20.25 20.45  

 

 

 

 

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Κάλυμνος 01.00 01.20 Κως 01.20 01.50 Κάλυμνος  04.10 04.40
Κως 02.20 02.50 Κάλυμνος 02.50 03.10 Κως 05.40 06.00
Ρόδος  09.10   19.00  Πειραιάς 13.10 17.00 Ρόδος 11.15

 

 

 

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα ανωτέρω διαστήματα ναυτολόγησης του, απασχολούνταν καθημερινά με τα ανατεθέντα σ’ αυτόν από τον προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο καθήκοντα τα συναφή με την ειδικότητα του και συγκεκριμένα εκτελούσε βάρδια στην κεντρική «ρεσεψιόν» του πλοίου επιφορτισμένος με την εξυπηρέτηση των επιβατών, καθώς επίσης ήταν υπεύθυνος για τον καθαρισμό, την τακτοποίηση των κλινοσκεπασμάτων και τον ευπρεπισμό συγκεκριμένου αριθμού καμπινών του πλοίου, αλλά και την καθαριότητα των κοινοχρήστων εσωτερικών χώρων του πλοίου (διαδρόμων, σαλονιών, κλιμάκων κ.λπ.) τόσο εν πλω, στην έκταση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, όσο και σε λιμένα και ιδίως στο λιμάνι του Πειραιά και της Ρόδου, όπου λάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού.  Επιπλέον, απασχολείτο είτε στην υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβαση τους, την τακτοποίηση αυτών στις θέσεις τους ή τις καμπίνες του πλοίου και την αποβίβαση τούτων, είτε στο εστιατόριο “self service” των επιβατών του πλοίου,  όπου επιμελείτο για την προετοιμασία του χώρου, την εξυπηρέτηση των πελατών και ακολούθως την τακτοποίηση και καθαρισμό των τραπεζιών, που λάμβανε χώρα καθ’ όλη την διάρκεια λειτουργίας του εστιατορίου και αμέσως μετά το κλείσιμο του. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του στα διάφορα, ως άνω, ενδιάμεσα λιμάνια, ο ενάγων απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητας του καθημερινώς συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών και δεν απασχολούνταν μόνο το κανονικό του ωράριο και επιπλέον μία ώρα κατά τις περιόδους αυξημένης τουριστικής κίνησης, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, προς επίρρωση του ισχυρισμού της ότι δεν παρείχε υπερωρίες. Σημειωτέον ότι, κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο, ως μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη οργανική του σύνθεση (άρθρο 1 π.δ.177/1974), 19 θαλαμηπόλοι, οι οποίοι κατά την χρονική περίοδο από την 1η Απριλίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου αυξάνονταν κατά δύο, καθώς επίσης 7 επίκουροι, ενώ από 1η Νοεμβρίου έως 31 Μαρτίου, η σύνθεση των θαλαμηπόλων και επίκουρων μειώνονταν κατά το 1/3, επιπλέον υπηρετούσε ένας αρχιθαλαμηπόλος και ένας προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων χρονικών ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την εναγομένη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του.  Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατέθεσαν ενόρκως τόσο η μάρτυρας του, ……., ενώπιον του συμβολαιογράφου Κρωπίας, ……, συντασσομένης της υπ’αριθμ……/24.4.2017 ενόρκου βεβαιώσεως, που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο εν λόγω πλοίο, ως θαλαμηπόλος, όσο και ο εξετασθείς ενώπιον του ακροατηρίου μάρτυρας της εναγομένης, ………, που ομοίως συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα, ως θαλαμηπόλος στο εν λόγω πλοίο και εξακολουθεί να υπηρετεί σε άλλο πλοίο της εναγομένης, διαφοροποιούνται όμως ως προς την χρονική διάρκεια της υπερωριακής του εργασίας και τα ανατιθέμενα σ’αυτόν καθήκοντα, το δε γεγονός ότι η μάρτυρας του ενάγοντος βρίσκεται σε αντιδικία με την πρώτη εναγομένη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσας αγωγής της για την προάσπιση των εργασιακών της δικαιωμάτων, δεν την καθιστά αναξιόπιστη και εξαιρετέα, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη.  Εξάλλου, οι εκατέρωθεν μαρτυρίες λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και  τους κανόνες της λογικής.

Επομένως, από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης, πλην όμως δεν μειώνονταν σημαντικά τη χειμερινή, λαμβανομένης υπόψη της μείωσης της σύνθεσης των θαλαμηπόλων σε 12 και της μεταφοράς προσφύγων, ένεκα των συχνών μεταναστευτικών ροών κατά τον κρίσιμο χρόνο, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν έντεκα (11) ώρες και όχι δεκατρείς και ήμισυ (13,5) ώρες, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες έντεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, του δε ισχυρισμού της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και διαλαμβάνεται στον σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, για είκοσι τρείς (23) ώρες ενδεχόμενης υπερωριακής εργασίας καθ’ όλες τις ημέρες, καθημερινές και εργάσιμες, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Εξάλλου ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της,  ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης στο ανωτέρω πλοίο, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν.  Άλλωστε, αυτή δεν  συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν  είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες της επίδικης περιόδου, κατά μέσο όρο, επί έντεκα (11) ώρες στο  ανωτέρω πλοίο, δεν έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και στον δεύτερο λόγο της έφεσης της εναγομένης και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης συλλογικής συμβάσεως εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 8,37 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 10,04 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Σημειωτέον, ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται, ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της πρόσθετης υπερωριακής αμοιβής, που αυτός δικαιούται, βάσει των υπερωριών που αποδείχθηκε ότι εκτελούσε, ανερχομένης στο ποσό των 7.809,21 ευρώ, κατά τις 257 καθημερινές και τις 54 Κυριακές και στο ποσό των 7.509,92 ευρώ, κατά τα 54 Σάββατα και τις 14 αργίες και συνολικά σε 15.319,13 ευρώ και,  μετ’αφαίρεση των καταβληθέντων από την εναγομένη αντίστοιχα ποσών των 2.360,60 ευρώ και 5.623,54 ευρώ, σε 7.334,99 ευρώ, κατά μερική παραδοχή της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης.

VIII. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής εργασιακής συμβάσεως, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του θαλαμηπόλου, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003 345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002 1314, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, ΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012 397, ΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011 257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 326).

Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι στις από 10.3.2015 και 23.4.2016 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, περιελήφθησαν οι με αριθμό 1 και 2 συμπληρωματικοί όροι με το εξής περιεχόμενο: «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Τυχόν επιδόματα της Εταιρείας καταβάλλονται χωρίς υποχρέωση και μπορούν να ανασταλούν ή διακοπούν.». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τους μήνες ναυτολόγησης του, από τον Ιανουάριο 2015 μέχρι και τον Μάιο 2016, διάφορα χρηματικά ποσά, ως επιμίσθιο, με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 2.674,39 ευρώ, όπως διαλαμβάνεται στους αντίστοιχους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των καθαρών εισπράξεων των εστιατορίων και των μπαρ του πλοίου και κατανέμονταν με ευθύνη του αρχιθαλαμηπόλου στα μέλη του προσωπικού ενδιαίτησης με την μισθοδοσία τους. Από το περιεχόμενο του εν λόγω συμβατικού όρου, που αφορούσε όλες τις εργασιακές του συμβάσεις, δεδομένου ότι ο ενάγων επαναυτολογούνταν με τους ίδιους όρους και συμφωνίες, ερμηνευομένου όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο επιπρόσθετα του μισθού του χρηματικά ποσά, με τις αξιώσεις του ενάγοντος, που απορρέουν από τις υπό κρίση συμβάσεις ναυτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων ρητά και των αξιώσεων του από πρόσθετη αμοιβή, λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, επιπλέον δε η ειδικότερη συμφωνία για συμψηφισμό αφορά οποιαδήποτε αξίωση του ναυτικού που απορρέει από την εκάστοτε σύμβαση. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, ως προς τα εν λόγω ποσά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού τους με τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος για υπερωρίες και τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι αυτά προέρχονταν από την μισθώτρια εταιρεία εστίασης, που είχε αναλάβει, βάσει συμφωνίας με την εναγομένη, την λειτουργία και εκμετάλλευση των μπαρ και κυλικείων του πλοίου, ως αμοιβή των υπηρεσιών, που της παρείχε για τον σκοπό αυτό το προσωπικό ενδιαιτημάτων, εφόσον συμβαλλομένη εργοδότρια τούτου ήταν η εναγομένη εταιρεία, που τους κατέβαλε τα ποσά αυτά με την μισθοδοσία τους και όχι η ανωτέρω μισθώτρια των χώρων εστίασης, που ουδόλως συνδέονταν συμβατικά με το προσωπικό και συνεπώς, μπορούν αυτά να καταλογιστούν στην οφειλόμενη στον ενάγοντα πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή για τις υπερωρίες, που πραγματοποίησε. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, κατ’ουσίαν, η προβληθείσα από την εναγομένη ένσταση περί αποσβέσεως της οφειλής δια συμψηφισμού των προαναφερθέντων επιμίσθιων διάφορων χρηματικών ποσών, τα οποία κατέβαλε τακτικά κάθε μήνα στον ενάγοντα πέραν των νομίμων αποδοχών του και με ειδική συμφωνία, κατά τα προαναφερθέντα, για καταλογισμό τούτων στις αξιώσεις του και από παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, η οποία επαναφέρεται στην παρούσα δίκη και αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί της υπερωριακής αμοιβής και να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 2.674,39 ευρώ από το, ως άνω, δικαιούμενο από τον ενάγοντα χρηματικό ποσό για την αιτία αυτή, απομένοντος υπολοίπου προς απόληψη 4.660,60 ευρώ (7.334,99 – 2.674,39), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεως του. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού του ανωτέρω καταβαλλομένου επιμίσθιου ποσού με τις απαιτήσεις του ενάγοντος από υπερωριακή εργασία και ακολούθως δέχθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την σχετική ένσταση της εναγομένης, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων, ως αβασίμων, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων του ενάγοντος, που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της έφεσης του.

  1. IX. Μετά την διαπίστωση της ουσιαστικής αβασιμότητας του δεύτερου λόγου τόσο της έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος, όσο και εκείνου της έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης, παρέπεται η ουσιαστική αβασιμότητα του τέταρτου λόγου της έφεσης του εκκαλούντος -ενάγοντος και των τέταρτου, πέμπτου και έβδομου εκείνων της έφεσης της εκκαλούσας -εναγομένης, καθ’ο μέρος παραπονούνται για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τον υπολογισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με βάση την μηνιαία αναλογία υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχεί σε 11 ώρες ημερήσιας απασχόλησης, ανερχομένη σε 1.202,40 ευρώ για το έτος 2015 και σε 1.243,50 ευρώ για το έτος 2016 και όχι εκείνη, που αναλογούσε στην μείζονα επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή εργασία ή την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα αμοιβή για υπερωρίες από την εναγομένη, κατά τους αντίστοιχους ισχυρισμούς τους και εντεύθεν την μερική παραδοχή των αγωγικών αξιώσεων για τις διαφορές της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές, των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2015 και 2016 και της αποζημίωσης απόλυσης και την απόρριψη των συναφών αγωγικών κονδυλίων κατά το υπερβάλλον μέρος τους, καθώς και της ένστασης της εναγομένης περί ολοσχερούς εξόφλησης των απαιτήσεων αυτών με βάση τον ισχυρισμό ότι δεν πραγματοποίησε υπερωρίες πέραν των αντιστοιχούντων στην κατ’ αποκοπή μηνιαία υπερωριακή αμοιβή, που ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Χ. Περαιτέρω, με το άρθρο 7 παρ. 1 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε του έτους 2013, ο προβλεπόμενος τρόπος υπολογισμού του ειδικού επιδόματος, που χορηγείται σε ολόκληρο το πλήρωμα περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού, που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων) εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί επτά ημέρες, μεταβλήθηκε και καθορίσθηκε ότι αυτό υπολογίζεται σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας για απασχόληση σε γραμμές δημοσίας υπηρεσίας (άγονες) επί 30 ημέρες και για απασχόληση επί ολιγότερων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογικώς. Τα ίδια προβλέπονται και με το άρθρο 7 παρ.1 της Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014. (ΕφΠειρ 200/2016, ΕφΠειρ 369/2013, ΕφΠειρ 488/2012, ΕφΠειρ 1128/2006).

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα σχετικά έγγραφα της Διεύθυνσης Θαλάσσιων Συγκοινωνιών του Υπουργείου Ναυτιλίας & Αιγαίου, σε συνδυασμό με τους αναλυτικώς παρατιθέμενους ανωτέρω πλόες, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο, κατά τα ως άνω κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, πραγματοποιούσε μεταξύ άλλων επιδοτούμενα δρομολόγια, δυνάμει των οικείων συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων γραμμών) προς εξυπηρέτηση των εξής δρομολογιακών γραμμών: α) Πειραιάς – Πάτμος -Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Σύμη – Ρόδος μετ’επιστροφή, με την εκτέλεση ενός δρομολογίου την εβδομάδα, β) Πειραιάς – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Ρόδος, μετ’επιστροφή, με την εκτέλεση ενός δρομολογίου την εβδομάδα, γ) Ρόδος – Καστελόριζο – Ρόδος, με την εκτέλεση δύο δρομολογίων την εβδομάδα και δ) Πειραιάς – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος μετ’επιστροφή, με την εκτέλεση ενός δρομολογίου την εβδομάδα. Ειδικότερα, το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, δρομολόγια «άγονης γραμμής» με μηνιαία απασχόληση του επί 30 ημέρες, κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 1.023,66 ευρώ (μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ Χ 7%  Χ  12,63 μήνες). Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 389,08 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και επομένως, δικαιούται την προκύπτουσα διαφορά ποσού 632,15 ευρώ. Συνεπώς, η ένσταση περί αποσβέσεως της συγκεκριμένης οφειλής (άρθρο 416 του ΑΚ), η οποία επαναφέρεται με τον έκτο λόγο της έφεσης της εναγομένης και αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί του επιδόματος γραμμών δημόσιας υπηρεσίας, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, ως ουσιαστικώς βάσιμη. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ομοίως ότι για την εν λόγω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο κρινόμενος λόγος της έφεσης  της εναγομένης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί, ως  ουσιαστικά αβάσιμος.

ΧΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2009, 2010, 2011, 2013 και 2014 που τιτλοφορείται “Δρομολόγια εξπρές”, συνάγεται ότι: α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία (του ΥΕΝΑΝΠ ή ΥΘΥΝΑΛ) και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ. 1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3 «δρομολόγια εξπρές»), γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία, που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), οι ναυτικοί δηλ. που εργάζονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις και εκτελούν περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην προαναφερθείσα §7 του άρθρου αυτού, με τη διαφορά ότι ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές δεν υπολογίζεται κατά την §4 αλλά κατά τα οριζόμενα στην §5 του ίδιου άρθρου, ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00 και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8, ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30ο  ή 1/60ο  ή 1/120ο  του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ωρών, αντιστοίχως (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012 107, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97).

Εν προκειμένω, αποδεικνύεται ότι κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ετών 2015 και 2016, που υπηρετούσε ο ενάγων στο εν λόγω πλοίο, πραγματοποιήθηκαν  δρομολόγια, που είχαν το χαρακτήρα «εξπρές», κατά την προεκτεθείσα έννοια, δεδομένου ότι, σύμφωνα με  τους αναλυτικώς παρατιθέμενους ανωτέρω πλόες, εκτελούσε λιγότερα από πέντε κυκλικά ταξίδια κάθε εβδομάδα, ενώ η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδιού ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών και επεκτείνονταν και κατά την διάρκεια της νύχτας, από τον κατάπλου δε στο λιμάνι αφετηρίας το πλοίο απέπλεε πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι ωρών και συγκεκριμένα κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο κατέπλεε στον Πειραιά στις 10.20, 09.40 και 13.10 αντίστοιχα και αναχωρούσε για το επόμενο ταξίδι στις 15.00, 15.00 και 19.00 αντιστοίχως, πλην των Σαββάτων του χρονικού διαστήματος από 4.7.2015 έως 7.9.2015, που παρέμενε στο ίδιο λιμάνι μέχρι το πρωί της Κυριακής, το δε άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης ανά εβδομάδα ανέρχεται συνολικά σε 205,33 ώρες, γεγονός που δεν αμφισβητείται από την εναγομένη, συμπεριλαμβανομένου και του χρονικού διαστήματος από 2.5.2015 έως 28.2.2015, που το πλοίο δεν βρισκόταν σε ακινησία, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων, καθόσον έλαβε χώρα ακύρωση της και εκτέλεση των προγραμματισμένων δρομολογίων, όπως προκύπτει από το 191534/12-14 έντυπο σήμα ΥΝΑ/ΑΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ/ΔΘΣ 1ο  προς τις οικείες Λιμενικές Αρχές. Επομένως, κατά τον τρόπο υπολογισμού της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, πραγματοποίησε 25,66 «εξπρές» δρομολόγια (205,33 : 8) κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, απορριπτομένης της αιτίασης της εναγομένης, που διαλαμβάνεται στον πέμπτο λόγο της έφεσης της περί μη νόμιμου υπολογισμού από την εκκαλουμένη των εξπρές δρομολογίων, ως αβάσιμης. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 των ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Εξάλλου, στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον τακτικώς το πλοίο εκτελούσε σχετικά δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, βλ. Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς δε για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον  αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των 3.735,55 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 417,15 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,22 € Χ 5 ημέρες = 321,10 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) = 96,05 €] + 1.212,91 € μέσος όρος υπερωριών (15.319,13 € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 12,63 μήνες) + 81,07 € μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής (1.023,93 € : 12,63 μήνες)]. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.194,92 ευρώ (3.735,55 € Χ 1/30 =  124,51 € Χ 25,66 δρομολόγια εξπρές). Έναντι του οφειλομένου ποσού, ο ενάγων έλαβε το συνολικό ποσό των 1.390,95 ευρώ, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του και, κατά συνέπεια, δικαιούται την προκύψασα διαφορά ποσού 1.803,97 ευρώ. Συνεπώς, η ένσταση περί αποσβέσεως της  εν λόγω οφειλής, η οποία επαναφέρεται με την έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης και αφορά το κρινόμενο κονδύλι της αγωγής περί της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές», πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, ως ουσιαστικώς βάσιμη. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 1.543,51 ευρώ, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων δεκτού γενομένου εν μέρει του τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος. Περαιτέρω, συνυπολογίζοντας στις τακτικές αποδοχές του την αναλογία της υπερωριακής αμοιβής σε 1.212,91 ευρώ και τις αποδοχές αδείας μετά του αντιτίμου τροφής, ενώ δεν συνυπολόγισε το επίδομα ιματισμού, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων του τέταρτου λόγου της έφεσης  του ενάγοντος και του πέμπτου εκείνου της έφεσης της εναγομένης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, ως αβασίμων.

XΙΙ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387).

Ενόψει των ρηθέντων στην μείζονα σκέψη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του, έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για διαφορές επιδομάτων εορτών: α) Πάσχα 2015 και 2016 τα ποσά των 561,94 ευρώ και 497,13 ευρώ αντίστοιχα και β) Χριστουγέννων 2015 και 2016 τα ποσά των 1.473,25 ευρώ και 188,16 ευρώ αντίστοιχα, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης, συνυπολογίζοντας στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος προς εύρεση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2015 και 2016, την αναλογία της υπερωριακής αμοιβής που αντιστοιχούσε σε 11 ώρες ημερήσιας απασχόλησης και τις αποδοχές αδείας μετά του αντιτίμου τροφής, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων τόσο του τέταρτου λόγου της έφεσης  του ενάγοντος, όσο και του ταυτάριθμου εκείνου της έφεσης της εναγομένης, καθόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση αφενός την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή και αφετέρου την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγομένη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή, καθώς επίσης, ως προς τις αιτιάσεις της εναγομένης περί μη συνυπολογισμού σ’αυτές του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας, ως ουσιαστικά αβασίμων.

XIII. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ, ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3).

Από τα ανωτέρω επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται, ότι ο ενάγων δεν έλαβε τις προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του, όπως αορίστως ισχυρίζεται, χωρίς όμως να επεξηγεί ποίες συγκεκριμένα περιστάσεις δεν επέτρεψαν την διανυκτέρευση του εκτός του πλοίου μήτε στο λιμάνι αφετηρίας μήτε στο λιμάνι προορισμού παρά την τοιαύτη επιθυμία του. Ο ισχυρισμός του δεν επιρρωνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα μόνο από την κατάθεση της μάρτυρος του, συνεπεία της εγγενούς αοριστίας της στο ζήτημα αυτό, εφόσον αυτή δεν υποστηρίζει ότι δεν χορηγούνταν καθόλου άδειες διανυκτέρευσης, αλλά καταθέτει ότι «δεν μας δίνονταν όλες οι άδειες διανυκτέρευσης, παρά μόνο ορισμένες και όποτε συνέβαινε αυτό, γραφόταν στο ημερολόγιο του πλοίου», χωρίς όμως να διευκρινίζει τι ακριβώς συνέβαινε με τον ενάγοντα και αν ήταν επιλογή του να διανυκτερεύει εντός του πλοίου ή ήταν αναγκασμένος να παραμείνει στο πλοίο, διότι του είχε ανατεθεί κάποια υπηρεσία, η δε τυχόν μη αναγραφή των χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων στο ημερολόγιο του πλοίου, αντίγραφα του οποίου άλλωστε δεν προσκομίζονται, δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για την μη παροχή διανυκτερεύσεων και ως εκ τούτων, το σχετικό αγωγικό κονδύλι παρίσταται αναπόδεικτο και συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του σχετικού πέμπτου λόγου της ένδικης εφέσεως του ενάγοντος – εκκαλούντος, ως ουσιαστικά αβασίμου.

XΙV. Από το συνδυασμό των άρθρων 39, 53, 72 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958) και 105 παρ. 2 του ΚΔΝΔ (ν.δ.187/1973), προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολογήσεως μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, είτε είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία, ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί (στην ορισμένου χρόνου σύμβαση) την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 3 ΚΙΝΔ, στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως, κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ, ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Σύμφωνα δε με το άρθρο 76 εδ. α ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών εφόσον η απόλυση έγινε εντός των ορίων της ελληνικής επικρατείας. Η κατ` άρθρο 75 παρ. 3 ΚΙΝΔ προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του από τον πλοίαρχο, κατ` άρθρο 72 ΚΙΝΔ, τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (ΕΠ 143/2011 ΕΝΔ 2012.30, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 2006 355). Στη σύμβαση ναυτικής εργασίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 656 επομ.ΑΚ, 672 ΑΚ και εκείνες του ν.2112/1920, όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε (ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010.405, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005.92, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 213.220). Η αποζημίωση, λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας, υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές κατά τον τελευταίο μήνα εργασίας του ναυτικού, που καταβάλλονται υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικώς, ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλόμενη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ` έκαστο μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικώς καθ` ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕφΠειρ 176/2016, ΕφΠειρ 366/2016, δημ.Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 434/2013, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 213.220, ΕφΠειρ 143/2011, ΕφΠειρ 676/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010.405, ΕφΠειρ 172/2008 ΕΝΔ 36.100, ΕφΠειρ 111/2007 ΕΝΔ 2007.406, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 34.355, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005.92, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΕφΠειρ 123/2003 ΕΝΔ 2003.128, Δ. Καμβύση: «Ναυτεργατικό Δίκαιο», έκδοση 1994, σελ. 355, Ι. Κοροτζή: «Ναυτικό Δίκαιο», έκδοση 2004, υπ’ αρθρ. 72 ΚΙΝΔ, σελ. 372).

Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η  σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος λύθηκε ύστερα από μονομερή καταγγελία αυτής εκ μέρους της εναγομένης στις 24.5.2016, χωρίς υπαιτιότητα του ενάγοντος, λόγω διακοπής των δρομολογίων του επίδικου πλοίου, γεγονός που ανεγράφη στο ναυτικό του φυλλάδιο, ενόψει επικείμενης πώλησης του και δεν απεχώρησε αυτός οικειοθελώς από την ενεργό υπηρεσία, ένεκα συνταξιοδότησης, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη. Συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του έβδομου κύριου λόγου της έφεσης της εναγομένης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται για αποζημίωση απολύσεως το ποσό των 1.882,98 ευρώ, υπολογίζοντας στις τακτικές αποδοχές του την αναλογία της υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχούσε σε 11 ώρες ημερήσιας απασχόλησης και τις αποδοχές αδείας μετά του αντιτίμου τροφής, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου  του κρινόμενου λόγου της έφεσης της εναγομένης και κατά το επικουρικό του σκέλος, αναφορικά με τις αιτιάσεις περί του υπολογισμού των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν της αποζημίωσης απόλυσης, με βάση την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγομένη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή και μη συνυπολογισμού σ’αυτές του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Τέλος, η ένσταση της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον όγδοο λόγο της έφεσης της, περί καταχρηστικής άσκησης των ένδικων απαιτήσεων του ενάγοντος, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στην ανεπιφύλακτη και αδιαμαρτύρητη εκ μέρους του ενάγοντος λήψη των πάσης φύσεως αποδοχών του και υπογραφή των σχετικών αποδείξεων και των τηρούμενων καταστάσεων υπερωριών, χωρίς όχληση της για απλήρωτες υπερωρίες, κρίνεται απορριπτέα, ως αβάσιμη, διότι τα περιστατικά αυτά δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση των επίδικων αξιώσεων του, μήτε στοιχειοθετείται σ’αυτά και μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ούτε η δυσμενής οικονομική συγκυρία θεμελιώνει καταχρηστικότητα, ενώ ουδόλως προσδιορίζεται σε τι συνίστανται οι δυσβάσταχτες οικονομικές συνέπειες της εναγομένης, απορριπτομένου του κρινόμενου όγδοου λόγου της έφεσης της εναγομένης, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη της ένστασης αυτής, ως αβασίμου.

  1. XV. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατά τον σχετικό βάσιμο αντίστοιχα τρίτο λόγο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη, αφενός να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 7.039,58 ευρώ για επίδομα άγονης γραμμής, αμοιβή δρομολογίων εξπρές, επιδόματα εορτών και αποζημίωση απόλυσης, να αναγνωρισθεί δε η υποχρέωση της να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 4.660,60 ευρώ, ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης του στις 24.5.2016. Όσον αφορά το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, εφόσον το τελεσίδικα επιδικασθέν καταψηφιστικό ποσό είναι μείζον του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης, ποσού των 3.000 ευρώ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αναφορικά με τη έφεση που απορρίφθηκε, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (176 ΚΠολΔ), ενώ σχετικά με την έφεση που έγινε δεκτή  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά.

Απορρίπτει την έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Επιβάλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.5766/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 13.9.2016 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των επτά χιλιάδων τριάντα εννέα και πενήντα οκτώ λεπτών (7.039,58) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη – εφεσίβλητη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων εξήντα και εξήντα λεπτών (4.660,60) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν  το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 28 Ιουνίου 2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ