Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 372/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός  απόφασης : 372/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  από 1.3.2018  και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2018 έφεση του εκκαλούντος, κατά της με αρ. 477/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των  περιουσιακών/εργατικών διαφορών έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα,  δεδομένου ότι η  εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις 1.2.2018, όπως προκύπτει από την επισημείωση του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς . …., στο αντίγραφο της απόφασης που επιδόθηκε στους εφεσίβλητους, η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 1.3.2018.  Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 613 αρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015). Eξάλλου, στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο πρώτος εναγόμενος- εκκαλών είχε παραστεί μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής, δηλαδή είχε δικασθεί ερήμην και με βάση τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, θα πρέπει   η έφεση ως προς τον άνω εκκαλούντα, να γίνει και  ουσιαστικά  δεκτή να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η αγωγή από το Δικαστήριο, και να ερευνηθεί  η αγωγή  μέσα στα όρια των λόγων εφέσεως (άρνηση ιστορικής βάσης πρώτου κονδυλίου – ένσταση εξόφλησης δεύτερου κονδυλίου).

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος  ισχυρίστηκε στην από από 2-12-2016 και  με αρ. κατ. ……./2016 αγωγή του ότι προσελήφθη στις 3-5-1982 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης από την ήδη λυθείσα στις 31.8.2016 ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «………», της οποίας οι εναγόμενοι ήταν ομόρρυθμοι εταίροι κατά ποσοστό 50 % ο καθένας, προκειμένου να εργαστεί ως μπουφετζής – παρασκευαστής, μάγειρας και πωλητής μπουγάτσας, αλλά και ταμίας, στο κατάστημα – «μπουγατσατζίδικο» που αυτή διατηρούσε στον ……,  με ωράριο από Δευτέρα έως Παρασκευή από 06.00 έως 14.00. Ότι εργάστηκε στην επιχείρηση έως 1-8-2016, οπότε και καταγγέλθηκε χωρίς προθεσμία η σύμβαση εργασίας του, οι δε εναγόμενοι του  οφείλουν ως  διαφορές νομίμων αποδοχών για τα έτη 2011, 2012, 2013 και από 1-1 έως 31-5-2015 ποσού 2.671,56 ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία από 1-1-2011 έως 31-5-2015 ποσού 9.586,30 ευρώ, αμοιβή για εργασία κατά το Σάββατο από 1-1-2011 έως 31-5-2015 ποσού 17.873,28 ευρώ και αποζημίωση απόλυσης ποσού 23.800 ευρώ, την οποία τον έπεισαν  να μην την  εισπράξει πραγματικά, αλλά αντ΄αυτής  να μεταβιβάσουν την  άδεια λειτουργίας του καταστήματος στον υιό του ενάγοντος, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς  ήταν νομικώς αδύνατη η μεταβίβαση της άδειας αυτής. Ζήτησε δε, αφού  διόρθωσε παραδεκτά αυτήν  (άρθρο 224 ΚΠολΔ), και περιόρισε το αίτημά του κατά ένα μέρος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό,  με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά  του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου,  πριν την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης (άρθρα 223, 224, 294, 295, 297, 591  1 ΚΠολΔ) και αναλύεται στις προτάσεις,  να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν,  ο καθένας εις ολόκληρον, το  ποσό των 2.671,56 ευρώ για διαφορές αποδοχών και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλουν τα επιπλέον ποσά των  27.469,58 ευρώ  για αμοιβή για την παροχή εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου και  υπερεργασία (17.873,28 και 9.586,30 αντίστοιχα) και ποσό 23.800 ευρώ  για αποζημίωση απολύσεως. Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 477/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε ως μη νόμιμη την ιστορική βάση από αδικοπραξία και  το παρεπόμενο  αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης και  δέχθηκε αυτήν εν μέρει επιδικάζοντας διαφορές αποδοχών και αποζημίωση απολύσεως. Η αγωγή αυτή ως προς τα κονδύλιά της διαφορών αποδοχών και αποζημίωσης απολύσεως  (που προσβάλλονται με τους λόγους εφέσεως) στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων   340, 340, 341, 345, 346, 481 επ., 648, 652, 653, 655, 669, 763 ΑΚ, 68, 70, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 18, 22, 39, 42 ΕμπΝ,  5 παρ. 1 Ν. 3198/1955, 1, 3 του Ν. 2112/1920 (ως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους από το άρθρο πρώτο υποπαρ. ΙΑ. 12 αρ. 1 και 3 του Ν. 4093/2012), και είναι πλήρως ορισμένη.  Πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα στα πλαίσια των λόγων εφέσεως του δεύτερου εκκαλούντος (άρνηση κονδυλίου διαφορών αποδοχών, ένσταση εξόφλησης κονδυλίου αποζημίωσης). Εξάλλου  με τους ίδιους λόγους εφέσεως βάλει κατ΄αυτής και ο πρώτος εκκαλών, οι οποίοι ως προς αυτόν πρέπει να ερευνηθούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

Από  την  εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων  των μαρτύρων του και από των ανωμοτί εξετάσεων του ενάγοντος και του α’ εναγομένου, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο (βλ. πρακτικά συνεδρίασης πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), της  με αρ.  …./8-2-2017 ένορκης βεβαίωσης, που ελήφθη με την επιμέλεια του  α’ εναγομένου, …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμ. ../1-2-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πειραιά ………), καθώς και των εγγράφων, που προσκομίστηκαν στο αποδείχθηκαν  τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσλήφθηκε στις 3-5-1982 με σύμβαση  εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “.….”, προκειμένου να απασχοληθεί στο κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος –«μπουγατσατζίδικο Θεσσαλονίκης», που διατηρούσε η ως άνω ομόρρυθμη εταιρία στο …. πλησίον του σταθμού του ΗΣΑΠ. Η άνω εταιρία συστάθηκε  στις 29-12-1981 και το έτος 1990 τροποποιήθηκε ως προς την επωνυμία της σε “……” με ομόρρυθμους εταίρους τους εναγόμενους με ποσοστό συμμετοχής εκάστου 50% (βλ. σχ.  από  21-12-1990  συμφωνητικό  τροποποίησης καταστατικού),  οι οποίοι είχαν λάβει άδεια αναψυκτηρίου επ’ ονόματί τους. Ο ενάγων  είχε προσληφθεί   ως λατζέρης, αλλά απασχολείτο κυρίως ως παρασκευαστής μπουγάτσας,  σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθώς ήταν ο μοναδικός εργαζόμενος στο εν λόγω κατάστημα, και είχε  αποκτήσει γνώση και εμπειρία  στο κύριο αντικείμενό του από τη μακρόχρονη απασχόλησή του. Το συγκεκριμένο κατάστημα απευθυνόταν κυρίως στους διερχόμενους, που έπαιρναν τα σφολιατοειδή στο χέρι, ο δε ενάγων ξεκινούσε εργασία την 6.00 πρωϊνη όταν δεν υπήρχαν σκεύη προς πλύσιμο, οπότε  ήταν επόμενο ότι παρασκεύαζε μπουγάτσα και σέρβιρε ο ίδιος στους πελάτες. Στο κατάστημα απασχολούνταν και οι δύο και ο εναγόμενοι, ένας  από τους οποίους κρατούσε πάντοτε  το ταμείο οι οποίοι όμως  δεν ήταν όλες τις ώρες παρόντες ταυτόχρονα στο κατάστημα, ιδίως το τελευταίο χρονικό διάστημα.  Η εργασία του ενάγοντος αφορά την ειδικότητα του  παρασκευαστή – μπουφετζή, και   το επίδικο διάστημα ίσχυε  η υπ’ αριθμ. 16/2009 ΔΑ για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των τουριστικών και επισιτιστικών καταστημάτων, που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 25-6-2009 με την ΥΑ 25215/2057/2009 (ΦΕΚ Β 1651/11-8-2009), κατά την οποία ο  βασικός μισθός του μπουφετζή εργαζόμενου σε αναψυκτήρια (περίπτωση ii του άρθρου 1 της ΔΑ) είχε καθορισθεί  από την 1η-7-2009 (έως 30.6.2011)  στο ποσό των 845,76 ευρώ και  με βάση  την 36/2010 ΔΑ για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των τουριστικών και επισιτιστικών καταστημάτων, που είχε κηρυχθεί  υποχρεωτική από 2-8-2010 με την ΥΑ 11330/676/2011 (ΦΕΚ Β 1651/11-8-2009) από 1.7.2011σε  859,29 ευρώ, με έναρξη αυτής την 1.7.2011. Με αυτά τα δεδομένα, για το έτος 2011 και έως την 30.6.2012 ο ενάγων δικαιούτο να λαμβάνει : Α) από 1-1-2011 έως 30-6-2011 1.310,91 ευρώ [βασικός μισθός 845,76 ευρώ + επίδομα πολυετίας 296,01 ευρώ + επίδομα γάμου 10% ποσού 84,57 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας ποσού 84,57  ευρώ, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 75/1980 απόφαση του ΔΔΔ Αθηνών σε ποσοστό  10% επί του βασικού μισθού (βλ.  το κείμενο και   πίνακες αποδοχών στην ιστοσελίδα του ΟΜΕΔ  omed.gr), ώστε δικαιούται  την διαφορά  των 1.310,91 -1.272,5 = 38,4 ευρώ μηνιαίως και συνολικά   230,40 ευρώ, Β) Από 1-7-2011 έως και 14-8-2012 σε 1.331,88 ευρώ [βασικός μισθός 859,29 ευρώ + επίδομα πολυετίας 300,75 ευρώ + επίδομα γάμου 10% ποσού 85,92 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας ποσού 85,92 σε ποσοστό  10% επί του βασικού μισθού,] (βλ.  το κείμενο και   πίνακες αποδοχών στην ιστοσελίδα του ΟΜΕΔ  omed.gr), ώστε δικαιούται  τη διαφορά των 59,38 μηνιαίως (1.331,88 – 1.272,50) και συνολικά 59,38 Χ 13,5 = 801,63 ευρώ και σύνολο Α και Β 1.032,03. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι ο ενάγων είχε ως κύρια απασχόληση αυτή του μπουφετζή – παρασκευαστή, όμως υπολόγισε εσφαλμένα τις διαφορές αποδοχών που δικαιούτο ο ενάγων σ΄αυτό των 1.270,60 ευρώ και συνακόλουθα θα πρέπει να εξαφανισθεί η  εκκαλούμενη απόφαση και ως προς τον πρώτο εκκαλούντα,  κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως (που πλήττει το συγκεκριμένο κονδύλιο), να κρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει εν μέρει δεκτή  η αγωγή ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των  1.032,03 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε δόσεως. Εξάλλου από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν και τα εξής : Η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος έληξε την 1.8.2016 μετά από καταγγελία χωρίς προειδοποίηση της  εργοδότριας ομόρρυθμης εταιρίας,  καθώς οι εναγόμενοι σκόπευαν να κλείσουν το αναψυκτήριό τους, γεγονός που είχαν γνωστοποιήσει προφορικά στον ενάγοντα ήδη από τις αρχές του 2016, χωρίς όμως και  να τηρήσουν την προθεσμία καταγγελίας. Η αποζημίωση  που δικαιούτο ο ενάγων,   με βάση τα έτη υπηρεσίας του και τις αποδοχές  του προηγούμενου από την απόλυση μήνα,  οι οποίες είχαν μειωθεί από 1-6-2015, στο ποσό των 850,75 ευρώ, (βλ. την από 29-5-2015 γνωστοποίηση όρων ατομικής σύμβασης εργασίας) ανερχόταν  στο ποσό των 23.821 ευρώ (βασική αποζημίωση 12 ετών ποσού 11910.50€, πλέον 12 ετών, δηλαδή  23.821 ευρώ)  όπως  συνομολογείται από τους εναγόμενους.    Οι εκκαλούντες  προβάλουν ένσταση εξόφλησης, ισχυρισμό που είχε προτείνει   παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο  πρώτος εκκαλών και επαναφέρει με τον  δεύτερο λόγο έφεσής του,  για   την απόδειξη του οποίου  προσκομίζουν την από 8-8-2016 εκκαθάριση μισθοδοσίας – απόδειξη πληρωμής ποσού 23.821 ευρώ.  Ο ενάγων δεν αμφισβήτησε την  υπογραφή του και συνεπώς  παράγεται πλήρης απόδειξη ότι το έγγραφο αυτό προέρχεται από αυτόν, όμως για το αν πράγματι έλαβε χώρα  η καταβολή, η εξοφλητική απόδειξη αποτελεί εξώδικη ομολογία, που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 352 § 2 ΚΠολΔ, (ΑΠ  1592 / 2018,  ΑΠ 593 / 2014,  ΑΠ 891/2012, ΑΠ 646/2009,  ΑΠ 1579/2009). Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν επιβεβαιώνεται  από το λοιπό αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης. Ειδικότερα, την ημέρα που αναγράφεται στην άνω εξοφλητική απόδειξη ή σε πλησιέστερη αυτής, δεν προκύπτει ότι οι  εναγόμενοι είχαν προβεί σε ανάληψη του ποσού αυτού  από τραπεζικό ίδρυμα. Η μάρτυρας ανταποδείξεως, σύζυγος  του πρώτου εναγόμενου ισχυρίστηκε   ότι η καταβολή  αυτή έγινε  με μετρητά χρήματα που είχε αποσύρει στις 21.3.2011 ο πρώτος εναγόμενος από την τράπεζα (ποσό 19.000 ευρώ) και 11.278,58 ευρώ, που έλαβε η ίδια στις 9.4.2015  από δικαστική της διαμάχη με το Δήμο Πειραιά.  ¨Όμως η κατάθεση αυτή  δεν κρίνεται πειστική, καθώς δεν είναι δυνατό τα χρήματα αυτά (το μεγαλύτερο ποσό) να παρέμειναν επί 5 χρόνια αλώβητα και να μην αναλώθηκαν για τις ανάγκες της επιχείρησης, καθώς το κατάστημα τα τελευταία χρόνια εμφάνιζε φθίνουσα πορεία. Η άνω ομόρρυθμη εταιρία όφειλε στις  31.8.2016, ποσό   34.806,06 ευρώ   προς το ΙΚΑ,   17.388 ευρώ στις 31.8.2016 προς τη ΔΕΗ και  25.592,02 ευρώ στις 12.12.2016  χρέη στο Δημόσιο,  γεγονός που καταδεικνύει την πολύ κακή οικονομική της κατάσταση και συνάγεται ότι την επίδικη περίοδο (Αύγουστος του 2016) δεν διέθετε το αντίστοιχο χρηματικό ποσό (αντίθετα δηλαδή από το επιχείρημα των εναγόμενων,  ότι αφού όφειλε τόσο μεγάλα ποσά στο ΙΚΑ και Δημόσιο, είχε πληρώσει ακριβώς την αποζημίωση απόλυσης του ενάγοντος). Λόγω ακριβώς της πλήρους οικονομικής αδυναμίας για την εξεύρεση του ποσού αυτού ο πρώτος εναγόμενος – εκκαλών πρότεινε στον ενάγοντα, αντί για το ποσό της αποζημίωσης να αναλάβει την επιχείρηση ο υιός αυτού, αφού μεταβιβασθεί στο όνομά του η άδεια λειτουργίας του καταστήματος, όπου και ο ενάγων θα συνέχιζε να απασχολείται. Την πρόταση αυτή δέχθηκε ο ενάγων  και ο υιός αυτού ξεκίνησε τις διαδικασίες για την έκδοση άδειας λειτουργίας του καταστήματος στο όνομά του.  Οι εκκαλούντες εναγόμενοι προέβησαν σε λύση της μίσθωσης στις  31.8.2016 (βλ. ιδιωτικό συμφωνητικό) και εξουσιοδότησαν τον υιό του ενάγοντος για τη  μεταβίβαση της άδειας. Η  συμφωνία  όμως αυτή   δεν ολοκληρώθηκε, καθώς  για την έκδοση νέας άδειας απαιτείτο και η δαπάνη σημαντικού ποσού για την  ανακαίνιση του καταστήματος, ώστε να μην είναι συμφέρουσα για τον υιό του ενάγοντος, γεγονός που γνωστοποίησε στους εκκαλούντες το τέλος Σεπτεμβρίου 2016. Τη  συμφωνία αυτή  επιβεβαιώνουν και οι εναγόμενοι – εκκαλούντες, ισχυρίζονται όμως ότι  η μεταβίβαση της επιχείρησης θα λάμβανε χώρα  αντί τιμήματος 15.000 ευρώ που θα κατέβαλε ο υιός του ενάγοντος. Όμως είναι αντίθετο με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής να έχει λάβει το σύνολο  του ποσού της αποζημίωσης ο ενάγων (8.8.2016) και μερικές ημέρες μετά (3 ημέρες αφού έλαβε το ποσό της αποζημίωσης, όπως ισχυρίστηκαν οι εναγόμενοι, ζήτησε να συνεχίσει το κατάστημα ο υιός του) να πρόκειται να επιστρέψει το μεγαλύτερο μέρος αυτής ουσιαστικά ο ίδιος, αφού  επρόκειτο για επιχείρηση που θα ξεκινούσε ο υιός του και   θα συνέχιζε να απασχολείται και ο ίδιος. Είναι σαφές ότι τα δύο γεγονότα (καταβολή αποζημίωσης – μεταβίβαση επιχείρησης στον υιό του ενάγοντος) ταυτίζονται και αυτό ενισχύεται από την  στάση που επέδειξαν οι εναγόμενοι. Ειδικότερα   οι τελευταίοι, όπως εκτέθηκε έσπευσαν να καταγγείλουν τη μίσθωση στις 30.8.2016 (προτού ολοκληρωθεί η μεταβίβαση στον υιό του ενάγοντος)  προέβησαν σε λύση της ομόρρυθμης εταιρίας τους την 30.9.2016, γεγονός που είχε ως συνέπεια την οριστική απώλεια της άδειας λειτουργίας, έκαναν  διακοπή της δραστηριότητάς τους στη ΔΟΥ  στις 4.11.2016   και επέδειξαν  αδιαφορία για τον εξοπλισμό  του καταστήματός τους. Αν ο υιός του ενάγοντος  αναλάμβανε την επιχείρηση αντί τιμήματος  15.000 ευρώ,  αφενός κατά τη λογική πορεία των πραγμάτων,  θα συντασσόταν κάποιο έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, όπου θα  ρυθμίζονταν και οι λεπτομέρειες, ήτοι η προθεσμία για την καταβολή  του ποσού (ούτε  η μάρτυράς ανταποδείξεως ούτε ο εξετασθείς ανωμοτί πρώτος εναγόμενος ανέφεραν για το πότε έπρεπε να καταβληθεί το ποσό αυτό) και  είναι επίσης λογικό  ότι  οι εναγόμενοι, μετά τη ματαίωση της συμφωνίας,  θα έπαιρναν ξανά  στον έλεγχο  τον εξοπλισμό τους και θα  φρόντιζαν να μεταβιβάσουν σε άλλο την επιχείρησή τους. Όμως ακριβώς  λόγω του συμψηφισμού του  ποσού  της αποζημίωσης με την αξία (αέρα) της επιχείρησής τους που θα αναλάμβανε ο υιός του ενάγοντος, άφησαν  το κατάστημα και όλο τον εξοπλισμό του (ψυγεία, μηχανές ζυμώματος κτλ)  στον ενάγοντα και τον υιό του (τα οποία  βέβαια λόγω της παρόδου των ετών, ως μηχανήματα δεν είχαν ιδιαίτερη αξία) και δεν ασχολήθηκαν έκτοτε με αυτόν, ούτε επέδειξαν ενδιαφέρον να μεταβιβάσουν σε άλλον την επιχείρησή τους. Κατόπιν αυτών δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός των εκκαλούντων εναγόμενων ότι έχουν εξοφλήσει την αποζημίωση απόλυσης του ενάγοντος,  η δε υπογραφή από αυτόν της εκκαθάρισης μισθοδοσίας –εξοφλητικής απόδειξης έγινε καλόπιστα στο λογιστικό γραφείο που συνεργάζονταν οι εναγόμενοι για τη διευθέτηση των διαδικασιών για το κλείσιμο του καταστήματος  και ενόψει των σχέσεων που είχε με  τους εναγόμενους (είχε βαφτίσει το τέκνο του  πρώτου από αυτούς)  και δεν  επιβεβαιώνει τον άνω ισχυρισμό των εκκαλούντων – εναγόμενων.  Κατά συνέπεια οι εκκαλούντες εναγόμενοι οφείλουν  να καταβάλουν στο ενάγοντα το άνω ποσό των 23.800  ευρώ (όπως ζητείται με την αγωγή) με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα ης καταγγελίας της ένδικης σύμβασης εργασίας (1.8.2016). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ομοίως,  εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και ο σχετικός λόγος εφέσεως, όσον αφορά τον πρώτο εκκαλούντα  πρέπει να απορριφθεί. Όμως για λόγους ενότητας της εκτέλεσης και καταβολής των δικαστικών εξόδων,  θα  πρέπει να εξαφανισθεί στο σύνολό της η απόφαση και ως προς τον άνω  εκκαλούντα, να κρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι – εκκαλούντες οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 23.800 ευρώ, από την επομένη ημέρα της απόλυσης. Σε βάρος των εναγόμενων θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα  του ενάγοντος – εφεσίβλητου των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα  176, 183, 191 § 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της την έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αρ. 477/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν στον ενάγοντα, ο καθένας εις ολόκληρον, το ποσό των χιλίων τριάντα δύο ευρώ και τριών λεπτών  (1.032,03) με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους κονδύλιο, αφ’ότου κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα, ο καθένας εις ολόκληρον, το ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων οχτακοσίων (23.800) ευρώ,  με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα  της της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόμενων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την 1η Ιουλίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ