Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 357/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης      357      /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Kατά το άρθρο 85 § 1 ΚΕΔΕ (ΝΔ 356/74), «επί δικών του παρόντος ν. διατάγματος, το Δημόσιον εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, καθ’ ου στρέφεται και κοινοποιείται παν δικόγραφον επί ποινή  απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν όμως περίπτωσιν επί τη αυτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίηση του δικογράφου και εις τον Υπουργόν των Οικονομικών». Επίσης, με το άρθρο 5 του Δ/τος της 26 Ιουνίου / 10 Ιουλίου 1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» ορίζεται στη μεν παρ. 1  ότι, «μόνον αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών … γενόμεναι κοινοποιήσεις οιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι νομίμους συνεπείας», στη δε παρ. 2 αυτού ότι, «η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπείται  δικαστικώς εκ μέρους άλλου, πλην του επί των Οικονομικών Υπουργού, είτε και εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικον. εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργόν Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητος αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης». Από τις ανωτέρω διατάξεις με  σαφήνεια προκύπτει ότι, σε δίκες του Δημοσίου, η    επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου για να είναι έγκυρη   (126 § 1 εδ. ε’  ΚΠολΔ) πρέπει να γίνει, με ποινή απαραδέκτου στις  δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητας στις λοιπές, τόσο στον Υπουργό των Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο ως άνω όργανο, που εκπροσωπεί το Δημόσιο στη συγκεκριμένη δίκη, όπως είναι ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου στις δίκες του ΚΕΔΕ, και τούτο προδήλως για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Αν αυτό δεν γίνει, αν δηλαδή    δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Υπουργό των Οικονομικών, τότε η επίδοση θεωρείται ότι δεν ολοκληρώθηκε και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΟλΑΠ 34/1988ΝοΒ 1989.1200, ΑΠ 239/2016, ΑΠ 1270/2014 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, οι ανωτέρω διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλεται η κοινοποίηση των δικογράφων, εκτός από τον διευθυντή της αρμόδιας δημοσίας οικονομικής υπηρεσίας, και στον κατ’ εξοχήν αρμόδιο διαχειριστή του δημοσίου χρήματος, Υπουργό των Οικονομικών, ο οποίος απαιτείται να έχει γενική εποπτεία επί των θεμάτων που αφορούν στα έσοδα ή έξοδα του Κράτους και στον οποίο υπάγεται το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, που εκπροσωπεί δικαστικώς το Δημόσιο, αποβλέπουν στην πραγμάτωση δημοσίου σκοπού, που συνδέεται με την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης και, έστω και αν τάσσουν τη διαδικαστική αυτή πράξη επί ποινή απαραδέκτου, δεν αντίκεινται στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος (ΑΕΔ 27/2004, ΑΠ 1270/2014 ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 4389/2016, «1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) [στο εξής η «Αρχή»], με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της. 2. Η Αρχή απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα, κρατικούς φορείς ή άλλες διοικητικές αρχές. Η Αρχή υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής και τη διαδικασία του άρθρου 4 του παρόντος νόμου…», ενώ με το άρθρο 36 § 1 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι, «Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α’, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’, 97) και 85 παρ. 1 εδάφιο πρώτο του νδ 356/1974 (Α’ 90). Η προβλεπόμενη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του νδ 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ». Τέλος,  σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 του ιδίου νόμου, «οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2017». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 4389/2016 συνάγεται ότι, από 1-1-2017 για να είναι έγκυρη η επίδοση δικογράφων, που αφορούν σε φορολογικές υποθέσεις και σε διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, απαιτείται αυτή (η επίδοση), με ποινή απαραδέκτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 85 § 1 εδ. β’ νδ 356/1974, στο οποίο ρητά παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 35 § 1 Ν. 4389/2016, να γίνεται τόσο στο αρμόδιο όργανο, που εκπροσωπεί το δημόσιο στη συγκεκριμένη δίκη (όπως στον διευθυντή της αρμόδιας ΔΟΥ στις δίκες του ΚΕΔΕ) όσο και προς τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., ενώ καταργήθηκε η υποχρέωση κοινοποίησης προς τον Υπουργό Οικονομικών. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Διοικητή της ΑΑΔΕ, η επίδοση δεν ολοκληρώνεται και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα να επέρχεται απαράδεκτο του δικογράφου –αναφορικά με τις δίκες του ΚΕΔΕ- ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, το οποίο ερευνάται, μάλιστα, αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Και τούτο, χωρίς να ασκεί επίδραση πλέον η τυχόν κοινοποίηση του δικογράφου στον Υπουργό Οικονομικών, καθόσον η Α.Α.Δ.Ε. συνιστά ανεξάρτητη λειτουργικά αρχή, μη ελεγχόμενη από τον Υπουργό Οικονομικών.

Εν προκειμένω, η υπό κρίση έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ανακόπτοντος κατά της υπ’ αριθμ. 1838/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, επί της με ημερομηνία 24-6-2010 (αρ. κατάθ……./2010) ανακοπής του, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον τελευταίο στις 21-8-2017 (βλ. προσκομιζόμενη  με αρ. ……./21-8-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Πειραιώς …….) και  η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 19-9-2017, ήτοι εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την ως άνω επίδοση (άρθρα, 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ ως ισχύουν), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, ενώ για το παραδεκτό της άσκησής της έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Ωστόσο, το δικόγραφο της ένδικης έφεσης, η οποία κατατέθηκε μετά τη θέση σε ισχύ των διατάξεων του Α’ κεφαλαίου του Ν. 4389/2016 (ήτοι κατατέθηκε στις 19-9-2017) και για την οποία, άρα, έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 36 § 1τελευτ. εδ. του νόμου αυτού, δεν έχει επιδοθεί στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., όπως απαιτείτο για το παραδεκτό της άσκησής της, παρά μόνον στον Υπουργό Οικονομικών και στην ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, όπως τούτο προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα με αρ. …… και …../20-9-2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Εφετείου Αθηνών ……..  Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, η επίδοση της έφεσης δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα να είναι απαράδεκτη, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, του απαραδέκτου λαμβανομένου υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Συνεπώς, πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τέλος, ο εκκαλών πρέπει να καταδικαστεί λόγω της ήττας του στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου ελληνικού δημοσίου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 § 1 Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη με αρ. 134423/1992 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 § 12 Ν. 1738/1987 και οι οποίες ισχύουν και όταν η δίκη αποβαίνει υπέρ του Δημοσίου (ΑΠ 693/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 436/2001 ΕλΔνη 2002.397), όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό, καθώς και  να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 εδ. προτελευτ. ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως απαράδεκτη.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου ελληνικού δημοσίου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας,   σε  βάρος  του εκκαλούντος,  τα  οποία  ορίζει διακόσια ογδόντα (280) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις   25-6-2019.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ