Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 358/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:    358       /2019

 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2708/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ενός δυο ετών από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι κάνεις από τους διαδίκους επικαλείται ούτε αποδεικνύεται από τη δικογραφία ότι η εκκαλούμενη απόφαση έχει επιδοθεί και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) ενώ καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο ποσού 100 ευρώ (e- Παράβολο με κωδικό ……, το ποσό του οποίου καταβλήθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς), το οποίο επισυνάπτεται στην από 20/9/2017 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων, ήδη εκκαλών, στην από 12/10/2016 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκε ότι με τον εναγόμενο, ο οποίος είναι ανιψιός του, σύστησαν το έτος 1998 ομόρρυθμη εταιρία με έδρα τον Πειραιά και αντικείμενο την άσκηση ξενοδοχειακών και εν γένει τουριστικών επιχειρήσεων, στην οποία κάθε ένας συμμετείχε κατά ποσοστό 50%, ότι το αρχικό εταιρικό κεφάλαιο ανερχόταν στο ποσό των 5.000.000 δραχμών, το οποίο αυξήθηκε με διαδοχικά τροποποιητικά ιδιωτικά συμφωνητικά, ότι ήδη με το υπ’ αριθμ. …/19.12.1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ……… είχαν αποκτήσει την κυριότητα, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας, ενός οικοπέδου, ευρισκόμενου στον Πειραιά στην οδό ……….., στο οποίο είχε ανεγερθεί πολυώροφη οικοδομή, που λειτουργούσε στο παρελθόν ως ξενοδοχείο με την ονομασία ….., ότι με το υπ’ αριθμ. …../5.10.2005 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., νομίμως μεταγραμμένο, η ως άνω ομόρρυθμη εταιρία απέκτησε την κυριότητα όμορου ακινήτου στο οποίο είχε αναγερθεί πολύμορφη οικοδομή, με την οποία συνενώθηκε το πιο πάνω ξενοδοχείο και δημιουργήθηκε μια μεγαλύτερη ξενοδοχειακή μονάδα, με την ονομασία …… την οποία εκμεταλλευόταν η ομόρρυθμη εταιρία, ότι στην εν λόγω εταιρία οι διάδικοι μεταβίβασαν με το υπ’ αριθμ. …../26.6.2006 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά .. ….. νομίμως μεταγεγραμμένο το πρώτο ως άνω ακίνητο, ότι επιπλέον η ομόρρυθμη εταιρία μίσθωσε το έτος 2001 επταώροφο κτήριο ευρισκόμενο στον Πειραιά στην οδό ……….. το οποίο λειτουργεί και εκμεταλλεύεται ως ξενοδοχείο με την ονομασία ……., ότι ολόκληρη η εταιρική περιουσία στην οποία περιλαμβάνονται τα ως άνω ξενοδοχεία, η άυλη εμπορική αξία και ο εξοπλισμός των ξενοδοχείων ανέρχεται στο ποσό του 1.500.000 ευρώ, ότι στα πλαίσια της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της η ομόρρυθμη εταιρία συνήψε με την τράπεζα EUROBANK τρεις δανειακές συμβάσεις ποσού 1.500.000 ευρώ, 300.000 ευρώ και 200.000 ευρώ αντίστοιχα, για τις οποίες ενεγράφησαν αντίστοιχα τρεις προσημειώσεις υποθήκης επί του ακινήτου στην οδό ………. και για την πληρωμή των οποίων εγγυήθηκαν και οι ίδιοι προσωπικά, ότι τον Οκτώβριο του έτους 2011 ο εναγόμενος προφασιζόμενος ότι η εταιρία βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση και επίκειται κατάσχεση από την ανωτέρω τράπεζα του παρέστησε ψευδώς, εν γνώσει του ψεύδους, ότι έχει προσωπικές γνωριμίες με υψηλά στελέχη της τράπεζας και μπορεί να τακτοποιήσει τις οφειλές της εταιρίας τους, αρκεί να φαίνεται μόνο ο ίδιος ιδιοκτήτης της εταιρίας και του ζήτησε να του μεταβιβάσει την εταιρική του συμμετοχή, υποσχόμενος να συνεχίζει να του καταβάλλει κάθε μήνα το ποσό των 3.000 ευρώ από τα κέρδη της εταιρίας, μετά δε την τακτοποίηση των δανείων θα του επαναμεταβίβαζε την εταιρική μερίδα του και ότι, αν και πράγματι με το από 14/10/2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασε λόγω δωρεάς την εταιρική του μερίδα κατά ποσοστό 49% στον εναγόμενο και κατά ποσοστό 1% στην αδελφή του τελευταίου ………., ο εναγόμενος ουδέποτε τακτοποίησε τα χρέη της εταιρίας, ούτε δέχεται να του επαναμεταβιβάσει την εταιρική συμμετοχή του και έτσι τον ζημίωσε κατά το ποσό των 750.000 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν η αξία της εταιρικής του συμμετοχής κατά το χρόνο της μεταβίβασης (1.500.000 ευρώ ÷ 2), την οποία του μεταβίβασε πειθόμενος από τους πιο πάνω ψευδείς ισχυρισμούς του, ο δε εναγόμενος παρέστησε τα ανωτέρω με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας την περιούσια του κατά το ανωτέρω ποσό. Ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και με την απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, να του καταβάλει μέρος της ως άνω απαίτησής του, ποσού 150.000 ευρώ, πλέον ποσού 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και να καταδικαστεί στην εν γενεί δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή του για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει η έφεση του δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.

Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη των άρθρων 147 – 149 του ίδιου Κώδικα και 386 του ΠΚ προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, αποσκοπώντας στη δήλωση βουλήσεως του απατηθέντος, ο οποίος ένεκα της απάτης προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 481/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 325/2009 ΝΟΜΟΣ), χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο. Ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 147 και 149 του ΑΚ, όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ. του Α.Κ), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 247/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 631/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1960/2009 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, τα αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, είναι συνάρτηση του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου. Έτσι, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298 και 330 εδαφ. β΄ του  ΑΚ σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 216 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας του εναγομένου, πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής μεταξύ άλλων τα πραγματικά περιστατικά που κατά το νόμο θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά του τελευταίου και η πρόκληση ζημίας από την εν λόγω συμπεριφορά, που πρέπει να εξειδικεύεται ποσοτικά κατά μονάδα ή και ποιοτικά ως προς το αντικείμενό της (ΑΠ 1399/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 866/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 192/2016 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, με βάση το ως άνω περιεχόμενο της αγωγής το αίτημα του ενάγοντος – εκκαλούντος να υποχρεωθεί ο εναγόμενος – εφεσίβλητος να του καταβάλει το ποσό των 150.000 ευρώ ως μέρος της θετικής του ζημίας που υπέστη εξαιτίας της μεταβίβασης της εταιρικής του συμμετοχής στον εναγόμενο, ως αποτέλεσμα της πιο πάνω περιγραφόμενης απατηλής συμπεριφοράς του τελευταίου, είναι μεν νόμιμο, στηριζόμενο στις πιο πάνω παρατιθέμενες διατάξεις, διότι ο ενάγων αποδεχόμενος τη δικαιοπραξία αυτή, ζητεί την εν μέρει ανόρθωση της ζημίας του, η οποία συνίσταται στην αξία της εταιρικής συμμετοχής του, ως προς την οποία μειώθηκε η περιουσία του λόγω της άδικης πράξης του ενάγοντος. Δοθέντος όμως ότι για τον καθορισμό της αξίας της μερίδας συμμετοχής, κρίσιμη είναι η αξία που θα μπορούσε να επιτευχθεί για τη μεταβίβασή της στην αγορά κατά τον χρόνο αποχώρησης του εταίρου και ότι για το σχηματισμό δικαστικής κρίσης θα πρέπει να συνεκτιμάται η όλη περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας, δηλαδή το ενεργητικό αυτής τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και ειδικότερα τα περιουσιακά της στοιχεία (και το υφιστάμενο κεφάλαιό της, το οποίο δεν μειώνεται με την έξοδο ή του αποκλεισμό εταίρου) συμπεριλαμβανομένων σε αυτά και των αξιώσεών της έναντι τρίτων και της αποτιμητέας σε χρήμα αξίας των άυλων αγαθών που απέκτησε (φήμη, πελατεία, αξία διακριτικών γνωρισμάτων κ.λπ.) από τη μέχρι τότε λειτουργία της, καθώς και το παθητικό της, δηλαδή τα χρέη της προς τρίτους, ενώ θα πρέπει λαμβάνεται υπόψη και η οικονομική απόδοση της εταιρικής επιχειρήσεως τρέχουσα και προσδοκώμενη (ΕφΘεσ 570/2017 ΕλΔνη 2017, 846), τα ανωτέρω συνιστούν προσδιοριστικά στοιχεία της επικαλούμενης με την αγωγή θετικής ζημίας του ενάγοντος, τα οποία αυτός για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής όφειλε να είχε επικαλεστεί, η έλλειψη των οποίων και ο συλλήβδην προσδιορισμός της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής καθιστούν το αγωγικό αίτημα για την επιδίκαση αποζημίωσης απαράδεκτο λόγω αοριστίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του κρίνοντας ότι το συγκεκριμένο αίτημα είναι απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο, διότι έπρεπε η επίδικη σύμβαση μεταβίβασης της εταιρικής συμμετοχής να είχε προηγουμένως ακυρωθεί δικαστικά, έσφαλε, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου της έφεσης. Κρίνοντας όμως με επάλληλη σκέψη το ίδιο αίτημα ως αόριστο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ορθά το απέρριψε ως απαράδεκτο και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων ισχυρίζεται ότι το αίτημά του είναι ορισμένο, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από την εκτίμηση των υπ’ αριθμ. …../18.11.2016, …./18.11.2016 και …../9.12.2016 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………, ……….. και ……… που κατέθεσαν με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, για τις οποίες ο εναγόμενος κλήθηκε προ δύο τουλάχιστον εργάσιμων ημερών κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. …./15.11.2016 και …../1.12.2016 εκθέσεις επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….), των υπ’ αριθμ. …../17.1.2017 και …./17.1.2017 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……… και ………. που κατέθεσαν με επιμέλεια του εναγόμενου ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …….., για τις οποίες ο ενάγων κλήθηκε προ δύο τουλάχιστον εργάσιμων ημερών κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. …../10.1.2017 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………) και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 24/5/1998 ιδιωτικό συμφωνητικό οι διάδικοι συνέστησαν ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……….», με έδρα την οδό ……. στον Πειραιά και κεφάλαιο ανερχόμενο στο ποσό των 5.000.00 δραχμών (14.673,51 ευρώ), όπως αυτό αυξήθηκε στο ποσό των 214.180 ευρώ με το από 30/5/2006 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης ομόρρυθμης εταιρίας και στο ποσό των 464.180 ευρώ με το από 7/6/2006 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης ομόρρυθμης εταιρίας. Σκοπός της εταιρίας, στα κέρδη και τις ζημίες της οποίας οι διάδικοι συμμετείχαν κατά ποσοστό 50% ο κάθε ένας, έχοντας αναλάβει από κοινού τη διαχείριση και την εκπροσώπησή της προς τρίτους, ήταν μεταξύ άλλων η εκμετάλλευση του ξενοδοχείου …. που είχε ανεγερθεί σε οικόπεδο ευρισκόμενο στην ίδια ως άνω διεύθυνση. Την κυριότητα του οικοπέδου αυτού, εμβαδού 106,24 τ.μ., οι διάδικοι είχαν αποκτήσει κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας με το υπ’ αριθμ. …./19.12.1997 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο … με αριθμό μεταγραφής …… Στο εν λόγω οικόπεδο είχε ανεγερθεί πολυώροφη οικοδομή, αποτελούμενη από ισόγειο όροφο, ημιώροφο, πρώτο, δεύτερο και τρίτο πλήρεις ορόφους επάνω από το ισόγειο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο ορόφους επάνω από το ισόγειο σε εσοχή και δώμα, συνολικής δομημένης επιφάνειας 644,32 τ.μ., στην οποία λειτουργούσε στο παρελθόν ξενοδοχείο Δ΄ κατηγορίας με την ονομασία …., το οποίο διέθετε 24 δωμάτια, 8 μονόκλινα και 16 δίκλινα. Το ξενοδοχείο αυτό οι διάδικοι ανακαίνισαν πλήρως και έθεσαν ξανά σε λειτουργία. Επίσης με το υπ’ αριθμ. …./5.10.2005 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. που είναι νόμιμα μεταγεγραμμένο, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο … με αύξοντα αριθμό μεταγραφής …., η ως άνω ομόρρυθμη εταιρία απέκτησε την κυριότητα ακίνητου όμορου με το πιο πάνω οικόπεδο συνιδιοκτησίας των διαδίκων, εμβαδού 106,24 τ.μ., στο οποίο έχει αναγερθεί εξαώροφη οικοδομή. Την οικοδομή αυτή οι διάδικοι συνένωσαν με το πιο πάνω ξενοδοχείο και δημιούργησαν μια μεγαλύτερη ξενοδοχειακή μονάδα αποτελούμενη από 44 συνολικά δωμάτια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους. Τέλος με το υπ’ αριθμ. ……./26.6.2006 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά …. . ., νομίμως μεταγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο … με αύξοντα αριθμό μεταγραφής …. η πιο πάνω ομόρρυθμη εταιρία απέκτησε από τους διαδίκους την κυριότητα και του πρώτου ως άνω οικοπέδου με τη σε αυτό ανεγερθείσα οικοδομή, ενώ ήδη από το έτος 2001 η ίδια εταιρία μίσθωνε κτίριο επτά ορόφων ευρισκόμενο στον Πειραιά, στην οδό …. και το χρησιμοποιούσε ως ξενοδοχείο με την ονομασία ……. Στα πλαίσια της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους για την αγορά των ως άνω ακινήτων και την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της εταιρίας οι διάδικοι, ενεργώντας ως διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρίας, συνήψαν με την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «. ……» τις υπ’ αριθμ. …../20.9.2005 και ……/13.2.2007 συμβάσεις δανείου με τις οποίες η δανείστρια τράπεζα χορήγησε στην ομόρρυθμη εταιρία των διαδίκων ως δάνειο το ποσό των 1.500.000 ευρώ και 300.000 ευρώ αντίστοιχα και την υπ’ αριθμ. ……./25.4.2007 σύμβαση πίστωσης, με την οποία και με τις από 31/10/2007 και 11/3/2008 πρόσθετες πράξεις χορήγησε στην ομόρρυθμη εταιρία πίστωση έως του ποσού των 450.000 ευρώ. Για την τήρηση των όρων των ανωτέρω συβάσεων και την πλήρη και εμπρόθεσμη εξόφληση των χρεωστικών υπολοίπων των αντίστοιχων λογαριασμών εγγυήθηκαν προσωπικά οι διάδικοι ευθυνόμενοι ως πρωτοφειλέτες εις ολόκληρον με την ομόρρυθμη εταιρία, ενώ για περαιτέρω εξασφάλιση της πιστώτριας τράπεζας ενεγράφησαν υπέρ αυτής τρεις προσημείωσης υποθήκης επί του ενιαίου ακινήτου στην οδό ……. και του σε αυτό υπάρχοντος ξενοδοχείου με την ονομασία……. ., ποσού 1.950.000, 390.000 και 260.000 ευρώ αντίστοιχα. Η καταβολή των δόσεων αποπληρωμής των δανείων όμως δεν ήταν η προσήκουσα, διότι, παρά την καθημερινή προσπάθεια και τη συνεργασία των διαδίκων, τα έσοδα της εταιρίας τους έβαιναν μειούμενα, καθώς επηρεάστηκαν σημαντικά από την δημοσιοοικονομική κρίση που πλήττει τη Χώρα και άρχισε να εμφανίζει τις δυσμενείς επιπτώσεις της στα εισοδήματα  και στην καθημερινότητα των πολιτών ήδη από το έτος 2010, που είχε ως άμεσο επακόλουθο την μείωση του κύκλου εργασιών της ομόρρυθμης εταιρίας και την αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων της. Τούτο αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθμ. 16/6/2011 πρόσθετες πράξεις τροποποίησης των υπ’ αριθμ. …. και ………. δανειακών συμβάσεων, σύμφωνα με τις οποίες τα ανεξόφλητα χρεωστικά υπόλοιπα την ανωτέρω ημερομηνία ανέρχονταν στα ποσά των 1.157.346,67 ευρώ και 245.960,54 ευρώ αντίστοιχα. Προβλέποντας το δυσοίωνο οικονομικό μέλλον της ομόρρυθμης εταιρίας, την αδυναμία επανάκαμψής της και τον κίνδυνο μείωσης και της προσωπικής του περιουσίας προκειμένου να πληρωθούν οι δανειακές υποχρεώσεις της, ο ενάγων αποφάσισε να μεταβιβάσει στον εναγόμενο το σύνολο της εταιρικής συμμετοχής του και να εξέλθει εκουσίως από την ομόρρυθμη εταιρεία. Για το σκοπό αυτό με το από 14/10/2011 ιδιωτικό συμφωνητικό ο ενάγων από το συνολικό ποσοστό του 50% στο εταιρικό κεφάλαιο μεταβίβασε λόγω δωρεάς εν ζωή στον εναγόμενο ποσοστό 49% και στην αδελφή του τελευταίου, …….., ποσοστό 1%, ενώ με το ίδιο συμφωνητικό η εταιρία μετατράπηκε σε ετερόρρυθμη, με την επωνυμία «……………». Έκτοτε ο ενάγων, ο οποίος συνέχισε να λαμβάνει κάθε μήνα από τον εναγόμενο το ποσό των 3.000 ευρώ, όχι μόνο αποχώρησε οριστικά από την εταιρία, αλλά έπαψε ολοκληρωτικά να ασχολείται με τη λειτουργία και εκμετάλλευση των ξενοδοχείων, χωρίς να αποδεικνύεται συμφωνία των διαδίκων για τη μελλοντική επιστροφή του στην εταιρία και την επαναμεταβίβαση της εταιρικής μερίδας του όταν βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση της εταιρίας. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η μεταβίβαση της εταιρικής συμμετοχής του στον εναγόμενο και στην αδελφή του είναι αποτέλεσμα απατηλής ενέργειας του εναγόμενου σε βάρος του, διότι ψευδώς, εν γνώσει του ψεύδους, του προφασίστηκε ότι η οικονομική κατάσταση της εταιρίας βρίσκεται σε τραγική κατάσταση, ότι επίκειται η επίσπευση αναγκαστικών κατασχέσεων από την πιστώτρια τράπεζα, ότι ο εναγόμενος έχει τις κατάλληλες γνωριμίες σε στελέχη της τράπεζας να διευθετήσει το χρέος της εταιρίας και να τον απαλλάξει από την εγγύηση αποπληρωμής των δανείων προς την τράπεζα, μόνο όμως αν ο εναγόμενος φαινόταν ως ο μοναδικός ιδιόκτητης της εταιρίας, διαφορετικά οι γνωριμίες του δεν θα μπορούσαν να αποδώσουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ότι συμφώνησαν να μεταβιβάσει την εταιρική συμμετοχή του με την προοπτική επαναμεταβίβασής της σε αυτόν, όταν τα οικονομικά της εταιρίας βελτιωθούν, ενώ στην πραγματικότητα ο ενάγων ούτε τα χρέη της εταιρίας ρύθμισε, ούτε είχε σκοπό να του επαναμεταβιβάσει την εταιρική συμμετοχή του, ούτε ο ίδιος απαλλάχθηκε από τις υποχρεώσεις του έναντι της τράπεζας, δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Καταρχάς ότι η μεταβίβαση της εταιρικής συμμετοχής του ενάγοντος ήταν αποτέλεσμα της αυτόβουλης απόφασής του να διακόψει κάθε επαφή με την ομόρρυθμη εταιρία και τη λειτουργεία των ξενοδοχείων, αποδεικνύεται από μόνο το γεγονός, ότι επτά μήνες μετά από τη μεταβίβαση και σε χρόνο που ο εναγόμενος του κατέβαλλε μηνιαίως το ποσό των 3.000 ευρώ και, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, δεν είχε φανεί η επικαλούμενη απατηλή συμπεριφορά του εναγόμενου, αγόρασε από την ……….., δυνάμει του από 25/7/2012 ιδιωτικού συμφωνητικού, επιχείρηση μικτού καταστήματος τροφίμων με τμήμα παντοπωλείου, οπωρο-λαχανοπωλείου, προϊόντων τυροκομίας – αλλαντοποιίας, που λειτουργεί στον Πειραιά στην οδό ………., με τίμημα 30.000 ευρώ, καταβλητέο σε 15 μηνιαίες ισόποσες δόσεις των 2.000 ευρώ, για τη λειτουργία του οποίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. ……/24.7.2012 αίτησης του ενάγοντος εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……../8.8.2012 άδεια ίδρυσης και λειτουργίας του συγκεκριμένου καταστήματος. Με την αγορά αυτή ο ενάγων εξέφρασε τη βούληση του να προβεί στην έναρξη άλλης επιχείρησης και να μην ασχοληθεί στο μέλλον με την ομόρρυθμη εταιρία, διακόπτοντας κάθε παρουσία του στα ξενοδοχεία, διότι δεν ήταν δυνατόν να εμφανιζόταν και εργαζόταν καθημερινά σε αυτά και ταυτόχρονα να βρισκόταν και λειτουργούσε το ανωτέρω κατάστημα τροφίμων, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο εκείνο είχε προσλάβει υπάλληλο. Σε κάθε περίπτωση, αν πράγματι ο ενάγων είχε την προσδοκία επανεισόδου στην εταιρία, δεν θα χρειαζόταν να αγοράσει και να λειτουργήσει τη νέα επιχείρηση, διότι, είχε μηνιαίες απολαβές από την εταιρία, ικανές για την κάλυψη των δικών του και της οικογένειάς του βιοτικών αναγκών. Πέραν τούτων ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι τα φιλικά προς τον εναγόμενο τραπεζικά στελέχη δεν θα προέβαιναν σε ρύθμιση των χρεών της εταιρίας, αν δεν εμφανιζόταν μόνο ο εναγόμενος ιδιοκτήτης της είναι απορριπτέος, διότι ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει λογική βάση για ένα μέσο συνετό άνθρωπο, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι για κάποιο λόγο (ο οποίος σε κάθε περίπτωση είναι ανεξήγητος στα πλαίσια της συναλλακτικής πρακτικής), τα υψηλόβαθμα στελέχη της τράπεζας επιθυμούσαν να συναλλάσσονταν αποκλειστικά με τον εναγόμενο για τη ρύθμιση των χρεών της εταιρίας, σε τίποτα θα επηρέαζε αυτό αν ο εναγόμενος αναλάμβανε (εικονικά και κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων) την αποκλειστική διαχείριση της εταιρίας, ο δε ενάγων (κατά την ίδια συμφωνία) παρέμενε σε αυτή με ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής. Μάλιστα δεν είναι δυνατόν ο ενάγων, ο οποίος, όπως ισχυρίζεται, είναι εκείνος που ήδη από το έτος 1986 λειτουργούσε και διαχειριζόταν εστιατόριο και μύησε τον εναγόμενο στην επιχειρηματική δραστηριότητα, παροτρύνοντάς τον μάλιστα να ασχοληθεί με τα ναυτιλιακά, όπου ο ίδιος έχει πολυετή πείρα, για να μπορεί να τον βοηθήσει, να αποδέχεται ένα τέτοιο προφανώς αβάσιμο ισχυρισμό, χωρίς να ελέγξει την εγκυρότητά του, αλλά σχεδόν άμεσα όχι μόνο να συμφωνήσει στη μεταβίβαση ολόκληρης της εταιρικής συμμετοχής του, αν και ήταν η βασική πηγή βιοπορισμού του ίδιου και της οικογένειάς του, όπως ισχυρίζεται, χωρίς να έχει μεριμνήσει να αποτυπωθεί η συμφωνία αυτή σε έγγραφο, προς εξασφάλιση των δικαιωμάτων του, αλλά και να ξεκινήσει καινούργια επιχειρηματική δραστηριότητα, διακόπτοντας κάθε επαφή με τη διαχείριση της εταιρίας. Απόδειξη περί του αντιθέτου δεν μπορεί να στηριχθεί στον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι δεν είναι δυνατόν εν μέσω οικονομικής κρίσης να δωρίσει στον εναγόμενο την εταιρική συμμετοχή του, που ήταν το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο και ταυτόχρονα να εξακολουθεί να είναι συνυπόχρεος έναντι της τράπεζας ως εγγυητής, διότι ακριβώς για την προστασία της περιουσίας του αποφάσισε να αποχωρήσει από την εταιρία. Τούτο, διότι συνέχιζε να εισπράττει μηναία το ποσό των 3.000 ευρώ, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι από το χρόνο της μεταβίβασης της εταιρικής συμμετοχής του έως και το χρόνο άσκησης της αγωγής είχε από την τράπεζα οποιουδήποτε είδους όχληση, σχετικά με την οικονομική υποχρέωση του. Παράλληλα την ουσιαστική απαλλαγή του από τις οικονομικές υποχρεώσεις της εταιρίας σηματοδότησε το γεγονός ότι πριν από το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (12/10/2016) ο εναγόμενος με τα από 30/3/2016 ιδιωτικά συμφωνητικά που κατάρτισε με την πιστώτρια τράπεζα προέβη σε νέα ρύθμιση των ανεξόφλητων χρεών της εταιρίας, ανερχόμενων το χρόνο αυτό στο συνολικό ποσό των 2.023.404,10 ευρώ. Η συμφωνία ρύθμισης συνήφθη μεταξύ της πιστώτριας τράπεζας αφενός και της ετερόρρυθμης πλέον εταιρίας ως πιστούχου και του εναγόμενου ως εγγυητή αφετέρου, οι οποίοι και μόνο ανέλαβαν την υποχρέωση καταβολής των μηνιαίων δόσεων αποπληρωμής των δανείων. Σε διαφορετική κρίση δεν μπορεί να αχθεί το Δικαστήριο με βάση τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων που κατέθεσαν με επιμέλεια του ενάγοντος, διότι κανείς από αυτούς ήταν αυτόπτης ή αυτήκοος μάρτυρας της όποιας συμφωνίας των διαδίκων, όλοι αντλούν τη γνώση τους από τον ίδιο τον ενάγοντα και στις καταθέσεις τους διατυπώνουν τους ήδη πιο πάνω απορριπτέους ισχυρισμούς του εναγοντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε και απέρριψε το αίτημα για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης ως ουσιαστικά αβάσιμο, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων – εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι η μεταβίβαση της εταιρικής του συμμετοχής οφείλεται στην απατηλή συμπεριφορά του εναγόμενου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. α και ε του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2708/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου της εφέσεως.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 25 Ιουνίου 2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ