Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 359/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης       359     /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

               Η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία δέχεται την αναρμοδιότητα αυτού καθ’ ύλην και παραπέμπει την αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο υπόκειται σε έφεση (άρθρο 513 § 1α ΚΠολΔ), ενώ κατ’ άρθρο 46 εδ. β του ιδίου Κώδικα, η απόφαση του παραπέμποντος δικαστηρίου, όταν καταστεί τελεσίδικη, είναι υποχρεωτική τόσο ως προς την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος, όσο και ως προς την αρμοδιό­τητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπο­μπή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν, πριν να καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμψα­ντος δικαστηρίου, ασκηθεί έφεση κατά της παρα­πεμπτικής απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ερευνά την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πρωτοδίκως δικάσαντος και παραπέμψαντος δι­καστηρίου  και, εάν κρίνει ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του παραπέμψαντος δικαστηρίου, του οποίου η από­φαση δεν έχει καταστεί τελεσίδικη, εξαφανίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμπει την υπό­θεση κατ’ άρθρο 535 § 2 ΚΠολΔ στο δικαστήριο, στο οποίο αρχικά είχε εισαχθεί, καίτοι αυτό κηρύχτηκε αναρμόδιο, προκειμένου άλλωστε οι διάδικοι να μην αποστερηθούν αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρο 12 ΚΠολΔ) [ΕΘ 671/2015 ΑΡΜ 2015.1347, ΕΑ 6197/2009 ΕλΔνη 2010.512].

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 971/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, με την οποία κήρυξε εαυτό  καθ’ ύλην αναρμόδιο  και παρέπεμψε τη με ημερομηνία 27-5-2015  (αρ. κατάθ. ………./2015) αγωγή της ήδη εκκαλούσας να δικαστεί από το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο, ήτοι το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του δικογράφου της στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και εντός διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 8-3-2017, καθόσον από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της (άρθρα, 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ ως ισχύουν), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, ενώ για το παραδεκτό της άσκησής της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί  περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 535 ΚΠολΔ).

Με την ένδικη αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα  ανώνυμη κατασκευαστική τεχνική εταιρεία ιστορούσε ότι, με προφορικές συμβάσεις έργου, που συνήψε  την 1-8-2011 και την 23-8-2011 με τον εναγόμενο ΟΤΑ με την επωνυμία «Δήμος ….», ο τελευταίος της ανέθεσε απευθείας, χωρίς διαγωνισμό,  την εκτέλεση δύο έργων, ήτοι α) την ασφαλτόστρωση χώρου στάθμευσης του δημοτικού σταδίου «….» του δήμου, αντί εργολαβικής κατ’ αποκοπή αμοιβής ποσού 144.939,52 ευρώ με τον ΦΠΑ, και β) τη διάστρωση του χώρου στάθμευσης στη Μονή ….., έναντι εργολαβικής κατ’ αποκοπή αμοιβής ποσού 6.150 ευρώ με τον ΦΠΑ. Ότι πλέον των εργολαβικών αμοιβών ο εναγόμενος συμφώνησε να της καταβάλλει ως πρόσθετες παροχές 1) την αμοιβή  του μηχανικού επίβλεψης των έργων, 2) αμοιβή για τη χωροστάθμιση, 3) ως λειτουργικά έξοδα ποσοστό 11,30% επί του καθαρού ποσού των εργολαβικών αμοιβών και των πρόσθετων δαπανών και 4) ως επιχειρηματικό κέρδος ποσοστό 20% επί του ανωτέρω συνολικού ποσού. Ότι την εκτέλεση των ανωτέρω έργων ανέθεσε, ως είχε δικαίωμα, υπεργολαβικά, στην εταιρεία με την επωνυμία «………», η οποία τα εκτέλεσε και της καταβλήθηκε από την ίδια (την ενάγουσα) η συμφωνηθείσα αμοιβή της, συνολικού ποσού 116.117,28 ευρώ. Ότι οι επίδικες συμβάσεις, που συνήψε με τον εναγόμενο, είναι άκυρες λόγω μη τηρήσεως του απαιτουμένου από τον νόμο για τη σύναψη τους τύπου, όμως τα έργα εκτελέστηκαν και παραδόθηκαν στον εναγόμενο, ο οποίος τα παρέλαβε ανεπιφύλακτα, χωρίς εντούτοις να της καταβάλλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, με αποτέλεσμα να καταστεί αυτός αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της, ο δε πλουτισμός του εναγομένου συνίσταται στη δαπάνη, που αυτός εξοικονόμησε και θα υποβαλλόταν, εάν ανέθετε την εκτέλεση των ανωτέρω έργων με έγκυρες συμβάσεις σε τρίτον. Με βάση αυτά, επικαλούμενη τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει συνολικά το ποσό των 153.195,40 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστεί αυτός στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε ότι πρόκειται για διαφορά ιδιωτικού δικαίου και συντρέχει δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, στη συνέχεια κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση να δικαστεί από το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, δεχόμενο ότι η ένδικη διαφορά αφορά δημοτικά έργα. Κατά της παραπεμπτικής αυτής απόφασης παραπονείται η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, για τον διαλαμβανόμενο στην έφεσή της μοναδικό λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερ­μηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητώντας να εξαφανιστεί αυτή, ώστε στη συνέχεια να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 94 § 1 Συντάγματος, η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, από τις διαφορές δε αυτές, όσες δεν είχαν υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, επιβάλλονταν να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσίας του εντός της οριζόμενης προθεσμίας πέντε ετών, που μπορούσε να παρατείνεται με νόμο. Σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε ο Ν. 1406/1983 με το άρθρο 1 παρ. 2 του οποίου υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ άλλων, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδ. ι’), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αυτής αξίωση. Εξάλλου, η σύμβαση είναι διοικητική, εάν το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος, που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, που προβλέπονται κανονιστικώς  και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (ΑΕΔ 28/2011, 21/2009, 14/2007, 10/2003). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα προαναφερθέντα γνωρίσματα είναι ιδιωτικές και οι διαφορές που προέρχονται από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Με βάση τα ανωτέρω,  γίνεται δεκτό ότι διαφορά που απορρέει από προφορική σύμβαση, για τη διάγνωση του χαρακτήρα της οποίας ο Δικαστής δεν μπορεί προδήλως να αναζητήσει ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο, ούτε να διαγνώσει το κανονιστικό καθεστώς που τη διέπει, είναι ιδιωτικού δικαίου, ανεξαρτήτως αν συμβαλλόμενο σ’ αυτή είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή ΟΤΑ ή άλλο ΝΠΔΔ ή αν φέρεται να έχει συναφθεί για την εκτέλεση δημοτικού έργου αποβλέποντος στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού (ΑΕΔ 7/2017, 2/2016, ΑΠ 1980/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 § 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ (ΑΕΔ 3/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 §§ 1 έως 3 του Ν. 3669/2008 «Κύρωση της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων» (ΦΕΚ Α’ 116/18-6-2008), με τον οποίο κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο όλες οι κείμενες διατάξεις, που αφορούν στην κατασκευή των δημοσίων έργων και ο οποίος καταργήθηκε με την παρ. 1 περίπτωση 31 του άρθρου 377 του Ν.4412/2016 (ΦΕΚ Α’ 147/8-8-2016)  -πλην των άρθρων 80 έως 110, τα οποία παρέμειναν σε ισχύ μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 83 και τα οποία με την έκδοση του ΠΔ της παραγ. 20 του άρθρου 118 του Ν. 4472/2017 (ΦΕΚ Α’ 74/19-5-2017) καταργήθηκαν και αυτά- πλην όμως έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθόσον η εκδικαζόμενη διαφορά αφορά συμβάσεις που, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, συνήφθησαν πριν την 8-8-2016, «1. Οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται σε όλα τα έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους φορείς, που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α’) -στο στοιχείο γ’ της οποίας ρητά αναφέρονται οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού (ΟΤΑ). Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του εκάστοτε αρμόδιου Υπουργού, είναι δυνατόν έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου των ανωτέρω φορέων να εξαιρούνται διατάξεων του παρόντος Κώδικα. 2. Τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της χώρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της χώρας και γενικά αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του λαού. Τα δημόσια έργα εντάσσονται στο γενικό πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και υλοποιούν επιλογές του δημοκρατικού προγραμματισμού. 3. Από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν οι φορείς της παρ. 1 και συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση». Επίσης, κατά το άρθρο 77 §§ 1 και 2 του ίδιου ως άνω Κώδικα, «1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων. … 2. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των διαφορών αυτών είναι το διοικητικό ή πολιτικό εφετείο της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων εφετείων, αρμόδιο καθίσταται εκείνο που ορίζει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, ύστερα από αίτηση εκείνου που ενδιαφέρεται να ασκήσει την προσφυγή». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνης του άρθρου 64 § 4 ΕισΝΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 26 του Ν. 4491/2017 (ΦΕΚ Α’ 152/13-10-2017) προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση υπάγεται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, τότε αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής καθίσταται το Εφετείο, και μάλιστα υπό πενταμελή σύνθεση, όταν η διαφορά, είτε από τη σύμβαση είτε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σε περίπτωση άκυρης συμβάσεως, αφορά στην εκτέλεση δημόσιου έργου που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού (ΑΠ 1284/2015, ΑΠ 1056/2014 ΝΟΜΟΣ). Η υπαγωγή μιας συμβάσεως έργου υπό το ιδιαίτερο νομοθετικό καθεστώς των διατάξεων του Ν. 3669/2008  προϋποθέτει μεταξύ των άλλων ότι το αντικείμενο  αυτής   συνίσταται   στην   εκτέλεση   δημοσίου έργου,  όπως το

εννοιολογικό αυτού περιεχόμενο προσδιορίζεται ανωτέρω, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή ο χαρακτηρισμός της (οικείας εργολαβικής) συμβάσεως ως διοικητικής ή μη. Ο χαρακτηρισμός αυτός απλώς προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου (διοικητικού ή πολιτικού) προς επίλυση των εκ της εργολαβίας διαφορών (ΑΠ 1066/2018 ΝΟΜΟΣ). Οι διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού εξάλλου, εφαρμόζονται και στην περίπτωση δημόσιου έργου λόγω ακυρότητας της σύμβασης . Έτσι η εξαιρετική αρμοδιότητα του Εφετείου καλύπτει και τις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που γεννώνται από την εκτέλεση δημόσιου έργου, όταν η σχετική σύμβαση είναι άκυρη, αφού και στην περίπτωση αυτή η αγωγή έχει ως ιστορική βάση για τον προσδιορισμό της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό την εκτέλεση του δημόσιου έργου και συνεπώς συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος (ΑΠ 1102/2018, ΑΠ 1284/2015, ΑΠ 1056/2014, ΑΠ 1499/2009 ΝΟΜΟΣ).  Το παραπάνω νομοθετικό καθεστώς, κατά το οποίο οι διαφορές από εκτέλεση δημοσίου έργου υπάγονταν, είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για διοικητική σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, και ιδρυόταν εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, και ιδρυόταν εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πολιτικού, υπό πενταμελή σύνθεση, εφετείου, μεταβλήθηκε με τη θέσπιση των άρθρων 20 έως 28 του ήδη αναφερθέντος Ν. 4491/2017. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 175 του Ν. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)»,  αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 του Ν. 4491/2017 και με τη νέα διάταξη καθιερώνεται αποκλειστική καθ’ ύλην αρμοδιότητα μόνο του Διοικητικού Εφετείου της περιφέρειας, στην οποία εκτελείται το έργο, για κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, η οποία (διαφορά) επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο ως άνω διοικητικό εφετείο, αποκλεισθείσας έτσι της αρμοδιότητας του πολιτικού Εφετείου. Ενώ αρχικά, πριν δηλαδή τη θέσπιση του Ν. 4491/2017, ο Ν. 4412/2016 και επομένως και η διάταξή του άρθρου 175 αυτού εφαρμοζόταν, κατά το άρθρο 376, μόνο για τις συμβάσεις των οποίων η διαδικασία σύναψης λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή μετά την 8-8-2016, εντούτοις προσδόθηκε αναδρομική ισχύ στη διάταξη αυτή, του άρθρου 175, στη διάταξη, δηλαδή, που προέβλεπε τη διαδικασία της δικαστικής επίλυσης των ως άνω διαφορών, αφού με το άρθρο 23 του νεότερου Ν. 4491/2017 προστέθηκε παράγραφος 14 στο ως άνω άρθρο 376, σύμφωνα με την οποία, «14. Το άρθρο 175 του ν. 4412/2016 εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016». Επιπρόσθετα, με το άρθρο 26 του ίδιου Ν. 4491/2017 καταργήθηκε το άρθρο 64 § 4 του ΕισΝΚΠολΔ, που προέβλεπε την συγκρότηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου για τις διαφορές από δημόσια έργα, στην περίπτωση που αυτές αναφύονται από ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, σε οποιαδήποτε νομική βάση και αν θεμελιώνονταν, κατά τα ήδη λεχθέντα, ενώ με το άρθρο 28 του Ν. 4491/2017 έγινε ειδική ρύθμιση για τις εκκρεμείς κατά τον χρόνο της 1-11-2017 προσφυγές ή αγωγές και, ειδικότερα, προστέθηκε στο άρθρο 379 του Ν. 4412/2016 παράγραφος 14, με το ακόλουθο περιεχόμενο, «14. Προσφυγές ή αγωγές, που έχουν κατατεθεί μέχρι την 1.11.2017, δικάζονται από το Δικαστήριο, στο οποίο έχουν κατατεθεί. Εξαιρετικά, όσες από αυτές εκκρεμούν στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, αλλά δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο, γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτησή τους, όταν επαναφερθούν για συζήτηση, θα εισαχθούν στο πολιτικό Τριμελές Εφετείο». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι στην περίπτωση, κατά την οποία η υπόθεση υπάγεται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, τότε προσφυγές ή αγωγές που στις 1-11-2017 εκκρεμούν στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, πλην όμως δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο αυτού, γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτησή τους, συνεχίζουν να υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, με τη μοναδική διαφοροποίηση ότι, όταν επαναφερθούν για συζήτηση, προδήλως με κλήση οποιουδήποτε εκ των διαδίκων τους, θα εισαχθούν στο πολιτικό Τριμελές Εφετείο, αφού πλέον το πολιτικό Πενταμελές Εφετείο έχει καταργηθεί. Τέλος,  από τα άρθρα 221 § 1 α, 46 και 535 § 2 εδ. α’ ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η εκκρεμοδικία, που επιφέρει η άσκηση της αγωγής, και οι εξ αυτής συνέπειες διατηρούνται και στην περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς και αποφαινόμενο γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως (ή και σε παραδοχή ισχυρισμού διαδίκου) παραπέμπει την υπόθεση στο καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο (ΕΔυτΜακ 73/2018 ΝΟΜΟΣ).

Στην ένδικη περίπτωση, με βάση τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ενόψει του προφορικού χαρακτήρα των συμβάσεων, που ιστορείται ότι μετήλθαν τα μέρη, η σχέση που συνδέει την ενάγουσα  εταιρεία με τον εναγόμενο Δήμο, από την οποία και εξ αφορμής αυτής πηγάζει η αξίωσή της, στηριζόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αποτελεί σχέση ιδιωτικού δικαίου και, για τον λόγο αυτό, η εκδίκασή της υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γεγονός που, κατά τα ανωτέρω, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, δεδομένου ότι κατά το ανωτέρω αναφερόμενο ιστορικό η ένδικη αξίωση της ενάγουσας αφορά σε δημοτικά έργα, κατά την έννοια που αναφέρεται στην μείζονα σκέψη της παρούσας (ΕΠειρ 513/2018), δηλαδή σε έργα που από τεχνικής απόψεως συνδέονται με το έδαφος και καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου αποσκοπώντας στη βελτίωση της ζωής των δημοτών του εναγομένου, η υπό κρίση διαφορά, ως αναφυόμενη από άκυρη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, όπως προαναφέρθηκε, με βάση το νομοθετικό καθεστώς που είχε θεμελιωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 77 Ν. 3669/2008 και 175 Ν. 4412/2016 (όπως το τελευταίο ίσχυε πριν την κατά τα ανωτέρω αντικατάστασή του με το άρθρο 21 του Ν. 4491/2017), θα υπαγόταν στην εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς και όχι στην τακτική, λόγω ποσού, αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι, εφόσον η ένδικη αγωγή ασκήθηκε πριν την 1-11-2017 και με το ήδη αναφερθέν άρθρο 26 του Ν. 4491/2017 καταργήθηκε το άρθρο 64 § 4 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που προέβλεπε την συγκρότηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, η διά αυτής διαφορά θα εισαχθεί πλέον με κλήση στο  Εφετείο Πειραιώς υπό τριμελή σύνθεση, θα αντιμετωπιστεί, δηλαδή, όπως και μία αγωγή που θα ήταν, πριν την 1-11-2017 εκκρεμής ενώπιον του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, η οποία θα είχε ματαιωθεί και δεν θα είχε εγγραφεί στο πινάκιό του, οπότε επαναφερόμενη προς συζήτηση, θα εισαγόταν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Με βάση τα ανωτέρω, επομένως, ο μοναδικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και συνακόλουθα η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, μειωμένα όμως, κατ’ άρθρο 281 § 2 Ν. 3463/2006, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 εδ. προτελ. ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια  (300) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 25-6-2019.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ