Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 361/2019

Αριθμός    361 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Από τις υπ’ αριθμ.  …../1.3.2019 και …/1.3.2019 εκθέσεις  επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, . …, που προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών  προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και κλήση για να παραστούν στη συζήτηση, κατά τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σε καθένα των εφεσιβλήτων αντίστοιχα.   Οι τελευταίοι, όμως,  δεν εμφανίστηκαν,  κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, στην παραπάνω δικάσιμο, από τη νόμιμη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και πρέπει, επομένως, να δικαστούν ερήμην, η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει  σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ 4 ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 14.3.2018 και  με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2018 έφεση κατά της με αριθμό 943/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων,  κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, εντός της νόμιμης προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευσή της, εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε  ο εκκαλών επικαλείται επίδοσης αυτής  (άρθρα 495 παρ.1, 499, 500, 511, 513, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Συνεπώς, η έφεση, η οποία αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ),  αφού για το παραδεκτό της έχει  προκατατεθεί από τον εκκαλούντα  το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατό (100)  ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο  495 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών  εξέθετε στην από 30.6.2017 και  με αριθμ.έκθ.καταθ……../2017 αγωγή του που άσκησε σε βάρος των εναγόμενων και ήδη εφεσιβλήτων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου, ότι οι τελευταίοι, στα πλαίσια επεισοδίου που προκάλεσαν σε βάρος του στις 1.2.2017, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή, ο  πρώτος, με απλό συνεργό την δεύτερη,  προκάλεσε σωματική βλάβη της υγείας του και επιπροσθέτως τον εξύβρισε. Ότι εξαιτίας της παραπάνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων, που εκτίθεται λεπτομερώς στην αγωγή,  υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση δε το ως άνω ιστορικό ζητούσε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να του καταβάλει για χρηματική του ικανοποίηση το ποσό των 6.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να του καταβάλει για την ίδια αιτία το ποσό των 24.000 ευρώ, να αναγνωρισθεί δε ότι η δεύτερη εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει για χρηματική του ικανοποίηση το ποσό των 10.000 ευρώ, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι και την εξόφληση, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί, ως προς την καταψηφιστική της διάταξη και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά του έξοδα. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμό 943/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που,  αφού έκρινε καθ όλα ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, δέχτηκε αυτή εν μέρει ως βάσιμη και κατ ουσίαν, μόνο ως προς τον πρώτο εναγόμενο, υποχρεώνοντάς τον, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή,  να καταβάλει στον ενάγοντα, ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη το ποσό των 4.000 ευρώ, ενώ απέρριψε την αγωγή, ως προς την δεύτερη εναγόμενη, κρίνοντας ότι δεν τέλεσε κάποια αδικοπραξία σε βάρος του ενάγοντος, συμψήφισε δε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής,  παραπονείται τώρα ο ενάγων-εκκαλών, με την ένδικη έφεσή του και τους περιεχόμενους σ αυτή λόγους, η εξέταση των οποίων ακολουθεί και ζητά να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε να γίνει   στο σύνολό της δεκτή η προαναφερόμενη αγωγή του κατά αμφοτέρων των εναγόμενων.

Ι.  Από τις διατάξεις των άρθρων 914 και  926 ΑΚ  προκύπτει ότι για τη θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας απαιτείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υποχρέου, υπαιτιότητα, με τη μορφή της αμέλειας ή του δόλου, επέλευση ζημίας και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας, ο οποίος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η συμπεριφορά του δράστη ήταν αντικειμενικώς ικανή να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια υποχρέωση (μη παράλειψης) μπορεί να απορρέει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την καλή πίστη όπως αυτή διαμορφώνεται από την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Υπαίτια δε είναι η συμπεριφορά στην περίπτωση της αμέλειας, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, σύμφωνα με το άρθρο 330 εδ. β `ΑΚ, ενώ στην περίπτωση του δόλου (πρόθεσης) είτε με τη μορφή του άμεσου δόλου, ο οποίος υπάρχει όταν ο υπαίτιος επιδιώκει (θέλει) την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος καθώς και όταν δεν επιδιώκει το ζημιογόνο αποτέλεσμα προβλέπει όμως αυτό ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του και παρά ταύτα δεν αφίσταται, είτε με τη μορφή του ενδεχομένου δόλου, ο οποίος υπάρχει όταν ο υπαίτιος προβλέπει το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενη συνέπεια της συμπεριφοράς του και το αποδέχεται. Αν από παράνομη και υπαίτια, κατά τα άνω κοινή πράξη περισσοτέρων,  προκλήθηκε ζημία σε άλλον, ευθύνονται όλοι εις ολόκληρον. Κοινή είναι η πράξη ή παράλειψη περισσοτέρων, όταν αυτοί συμμετείχαν, ταυτόχρονα ή διαδοχικά στην τέλεση της πράξης ή παράλειψης, είτε ως συναυτουργοί, είτε ως άμεσοι ή απλοί συνεργοί, δεν έχει δε σημασία αν ορισμένοι από αυτούς ενήργησαν με δόλο και άλλοι από αμέλεια. Δεν έχει επίσης σημασία αν η συμμετοχή των περισσοτέρων συνέβαλε στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως ή άλλης που συνοδεύει την κυρία ή έλαβε χώρα σε προγενέστερο ή μεταγενέστερο της κυρίας πράξεως χρόνο ή απλώς στη διατήρηση του επιζημίου αποτελέσματος (ΑΠ 1899/2008, δημοσιευμένη στη Νόμος). Περαιτέρω, για τη στοιχειοθέτηση απλής συνέργειας απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεσή της, εφόσον εκείνος που την παρέχει με θετική ή αρνητική μορφή ενεργεί από πρόθεση και ειδικότερα με τον οικείο δόλο που απαιτείται για τον αυτουργό αυτής. Η ψυχική συνέργεια συνεπώς συντελείται με παροχή συνδρομής όχι υλικής αλλά διανοητικής φύσεως, με την έννοια ότι ο συνεργός με τη συμπεριφορά του επενεργεί στον ψυχικό κόσμο του δράστη (ΑΠ 1098/2011, ΑΠ 1616/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙΙ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561  παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Εξάλλου, το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (βλ. ΟλΑΠ 43/2005). ΄Ετσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας διά της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης (βλ. ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006.757, ΑΠ 1143/2003 ΕλΔ 2005,394, ΕφΠειρ 354/2016, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008, 67, ΕφΑθ1139/2007, ΕλλΔνη 2007, 885, Γεωργιάδη, σε:  ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθοπούλου, άρθρο 932, αρ. 22 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές,Στ. Πατεράκη, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σελ. 324 επ).

Στην προκειμένη περίπτωση από όλα τα έγγραφα που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών-ενάγων καθώς και τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες απ αυτόν με αριθμούς …./28.7.2017 και …../4.12.2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς των εξετασθέντων επιμελεία του μαρτύρων …….. και . …. αντίστοιχα, που λήφθησαν νομότυπα μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων να παραστούν σ αυτές (βλ. τις με αριθμούς ../29.11.2017 και …/29.11.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, …… αντίστοιχα) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι επαγγελματίας ηχολήπτης, διατηρών από το 2009 στούντιο ηχογραφήσεων, στην ………, στην Αθήνα. Κατά τον παρακάτω δε αναφερόμενο χρόνο μίσθωνε διαμέρισμα  στο συγκρότημα κατοικιών «…» επί της οδού …… στα …. Πειραιώς, μαζί με σύζυγό του. Στο ίδιο συγκρότημα διέμενε η δεύτερη εναγόμενη με τον τότε σύντροφό της-πρώτο εναγόμενο.  Περί τα μεσάνυκτα της 31.1.2017 προς 1.2.2017 δημιουργήθηκε λεκτική αντιπαράθεση μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγόμενης στον κλειστό χώρο στάθμευσης των οχημάτων των ενοίκων του συγκροτήματος, με αφορμή την επανειλημμένη στάθμευση του οχήματος της δεύτερης εναγόμενης σε χώρο μη προορισμένο για το σκοπό αυτό που εμπόδιζε την κίνηση και τους ελιγμούς των οχημάτων που στάθμευαν και αποστάθμευαν από το χώρο αυτό. Ο ενάγων, σημειωτέον, κατά τον ως άνω χρόνο είχε στο συγκρότημα αυτό  αποκλειστική χρήση χώρου στάθμευσης και δη την με στοιχεία ΒΠΣ 278 ενώ η δεύτερη εναγόμενη όχι, με συνέπεια η στάθμευση του οχήματός της να γίνεται χωρίς δικαίωμα και κατά διατάραξη της νομής και κατοχής των λοιπών ενοίκων που χρησιμοποιούν το χώρο στάθμευσης με βάση νόμιμο δικαίωμα. Η λεκτική αντιπαράθεση μεταξύ τους γινόταν σε ήπιους τόνους, στη συνέχεια, όμως, εκτραχύνθηκε εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης, που απευθυνόμενη προς τον ενάγοντα που με απόλυτη ηρεμία της εξηγούσε πως ο επανειλημμένος παράνομος τρόπος στάθμευσής της εμπόδιζε την έξοδό του από τη θέση παρκαρίσματος που νόμιμα χρησιμοποιούσε και κατείχε, με έντονο και ειρωνικό ύφος του είπε «Για μένα είναι θέση πάρκιγκ. Δεν ενοχλώ κανέναν. Που ξέρετε τι συμφωνία έχω κάνει  με τον ιδιοκτήτη μου. Και άλλοι παρκάρουν παράνομα. Σιγά, πως κάνετε έτσι. Δεν έχετε και κανένα Hummer». Εν τω μεταξύ, κατήλθε στο χώρο ο πρώτος εναγόμενος-σύντροφος της δεύτερης, ειδοποιηθείς τηλεφωνικά από την τελευταία, ο οποίος, χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενο της συζήτησης και χωρίς ουδεμία πρόκληση εκ μέρους του ενάγοντος, τον εξύβρισε με τις φράσεις «αρχίδι» και «πούστη» και στη συνέχεια τον προσέγγισε και τον γρονθοκόπησε επανειλημμένα στο πρόσωπο και στο κεφάλι, προκαλώντας του μώλωπα στον δεξιό οφθαλμό, υποδόριο αιμάτωμα στο δεξιό βλέφαρο και εκδορές με ελαφρό οίδημα στην υπερόφρυα περιοχή. Μάλιστα, φεύγοντας  οι εναγόμενοι από το σημείο που έλαβε χώρα το εν λόγω επεισόδιο η δεύτερη εξ αυτών απευθυνόμενη στον αιμόφυρτο και πεσμένο στο έδαφος ενάγοντα του είπε «Εσύ φταις που τον προκάλεσες και καλά να πάθεις που τα βάζεις με εκείνους που δε σε παίρνει». Σημειωτέον ότι η τελευταία (δεύτερη εναγόμενη) καθ όλη τη διάρκεια του ξυλοδαρμού του ενάγοντος από τον πρώτο εναγόμενο ήταν παρούσα, ουδεμία δε προσπάθεια κατέβαλε για τον αποτρέψει. Αντίθετα, με την παρουσία της παρείχε ψυχική συνδρομή, ενισχύοντάς τον στην πραγμάτωση της παραπάνω  παράνομης πράξης του (σωματικής βλάβης) που τέλεσε σε βάρος του ενάγοντος και συνεπώς, με βάση τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ.Ι) ο βαθμός συμμετοχής της σ αυτήν ήταν αυτός της απλής συνεργού. Οι εναγόμενοι πρωτόδικα, ως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεών τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αρνήθηκαν αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυριζόμενοι ότι το περιεχόμενο αυτής είναι αναληθές και δη η μεν δεύτερη ότι ο ενάγων ήταν αυτός που της μίλησε πολύ άσχημα και με σεξιστικά υπονοούμενα και επειδή αντέδρασε φραστικά προσπάθησε να της επιτεθεί και έτσι επενέβη ο πρώτος εναγόμενος, ο δε τελευταίος, ότι ο ενάγων ήταν αυτός που του επιτέθηκε και  έτσι αυτός αμυνόμενος «του έδωσε ένα ελαφρύ ράπισμα», ισχυρισμοί που, ενόψει των ως άνω αποδειχθέντων, τυγχάνουν ουσιαστικά αβάσιμοι. Σημειωτέον ότι οι περιεχόμενοι το πρώτον στην προσθήκη-αντίκρουσή τους ισχυρισμοί περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους του, τυγχάνουν απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι ελλείψει προδικασίας, αφού, ενόψει του ότι  δεν αφορούν αντίκρουση ισχυρισμών του ενάγοντος που προβλήθηκαν το πρώτον απ αυτόν με τις προτάσεις του, έπρεπε για το παραδεκτό τους, κατ άρθρο 237 παρ.1 ΚΠολΔ να προταθούν με τις προτάσεις τους. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι ο ενάγων αμέσως μετά το συμβάν μετέβη στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ», όπου και διαπιστώθηκαν οι ως άνω σωματικές βλάβες που υπέστη. Εξήλθε την ίδια ημέρα με οδηγίες για την αποθεραπεία που έπρεπε να ακολουθήσει, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε πόνους στο μάτι και στον κρόταφο, που υποχώρησαν μετά από 10-12 περίπου ημέρες. Ως εκ τούτου ο ενάγων εξαιτίας της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων υπέστη ηθική βλάβη. Δικαιούται αυτός, συνεπώς,  ενόψει και της προηγηθείσας υπό στοιχ.Ι νομικής σκέψης, να αξιώσει από τον καθένα από τους εναγόμενους χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση  αυτής και δη το ποσό των 6.000 ευρώ από τον πρώτο εναγόμενο και 2.000 ευρώ από τη δεύτερη. Τα εν λόγω ποσά κρίνονται εύλογα,  λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, ως αυτά αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ.ΙΙ) και συγκεκριμένα των επί μέρους άδικων πράξεων καθενός από τους εναγόμενους σε βάρος του ενάγοντος,   του βαθμού του πταίσματος αυτών, των συνθηκών υπό τις οποίες έγιναν οι ως άνω άδικες πράξεις, την έλλειψη οιουδήποτε πταίσματος του ενάγοντος στην πρόκληση αυτών  και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών (μέσης), ενώ  η καταβολή των ποσών αυτών, αν και δεν μπορεί να εξαφανίσει τη ζημία επί του καθαρώς ηθικού αγαθού της τιμής και της υγείας του ενάγοντος είναι εντούτοις σε θέση να αμβλύνει ως ένα βαθμό τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκάλεσε σ` αυτόν. Τυχόν μεγαλύτερο ποσό και δη το αιτούμενο από τον ενάγοντα ποσό των 30.000 ευρώ, όσον αφορά τον πρώτο εναγόμενο και 10.000 ευρώ, όσον αφορά τη δεύτερη, θα αποτελούσε ακραία εκτίμηση και θα κατέληγε σε οικονομική εξουθένωση των εναγομένων με αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του ενάγοντος και σε παραβίαση ως εκ τούτου της συνταγματικώς κατοχυρωμένης δικαιϊκής αρχής της αναλογικότητας, που εξειδικεύεται στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως  με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο για τον καθορισμό του ευλόγου ποσού, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας.

Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η αγωγή έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ ουσίαν, να υποχρεωθεί  ο πρώτος εναγόμενος  να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης το ποσό των 6.000 ευρώ, να αναγνωρισθεί δε ότι η δεύτερη εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για την ως άνω αιτία το ποσό των  2.000 ευρώ, τα εν λόγω δε ποσά  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επομένως, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, όσον αφορά την δεύτερη εναγόμενη, κρίνοντας ότι αυτή ουδεμία αδικοπρακτική συμπεριφορά επέδειξε σε βάρος του ενάγοντος και  υποχρέωσε τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική του ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το ποσό των 4.000 ευρώ,  έσφαλε διότι εκτίμησε εσφαλμένα τις αποδείξεις. Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή των σχετικών λόγων εφέσεως (1ου και 2ου) να γίνει αυτή (έφεση) δεκτή  ως και ουσιαστικά βάσιμη  και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη στο σύνολό της και δη αναγκαίως  και κατά τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης   για τον καθορισμό της οποίας (δαπάνης) από την εκκαλουμένη παραπονείται ο εκκαλών  με το σχετικό υπό στοιχ.3 και τελευταίο  λόγο της εφέσεώς του, που καθίσταται πλέον, ενόψει των προαναφερομένων αλυσιτελής. Και τούτο διότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 535 παρ. 1, 176, 178, 183, 189 παρ. 1 περ. γ` και 191 ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι το Εφετείο, που εξαφανίζει είτε εν όλω είτε εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση και αποφασίζει οριστικώς επί της υποθέσεως, εξαφανίζει και την περί δικαστικών εξόδων διάταξη της τελευταίας και προσδιορίζει τα δικαστικά έξοδα για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον, όπως εν προκειμένω, προβάλλεται σχετικό αίτημα του διαδίκου (ΑΠ 192/1998, δημοσιευμένη στη Νόμος). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο για κατ’ ουσίαν έρευνα,  πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή  η ένδικη από 30-6-2017 αγωγή, ως βάσιμη και κατ ουσίαν, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά την έκταση της αντίστοιχης νίκης και ήττας αμφοτέρων των μερών,  σύμφωνα με τα άρθρα  178 παρ.1,  183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ,  ενώ  θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου για την άσκηση της προκείμενης εφέσεως που έγινε δεκτή στον ως άνω ενάγοντα-εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ. 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά της παρούσας αποφάσεως, από τους απολιπόμενους εφεσίβλητους, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εφεσιβλήτων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα  (290 €) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ, στο σύνολό της, την με αριθμό 943/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ και ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η δεύτερη εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο (2.000) ευρώ, τα εν λόγω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόμενων  μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την επιστροφή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου  με κωδικό . . . στον τελευταίο. .

ΚΡΙΘΗΚΕ,  αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά, στις                    26.6.2019,  απόντων των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος.

 

  Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ