Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 362/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 362/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 19.6.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …./2018 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγόμενης κατά της 793/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την από 24.1.2014 (με Γ.Α.Κ. …/2014 και Ε.Α.Κ. …./2014) αγωγή της εφεσίβλητης υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης εταιρίας ερήμην της εναγόμενης και δέχθηκε αυτή, έχει ασκηθεί νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 του ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, καθώς η εκκαλούμενη επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 31.5.2018 σύμφωνα με τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……… στο προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα αντίγραφο της παραπάνω απόφασης, η δε έφεση ασκήθηκε στις 22.6.2018. Πρέπει, επομένως, αυτή που έχει εισαχθεί αρμοδίως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων που εφαρμόσθηκε και στον πρώτο βαθμό κατ’ άρθρο 239 παρ.4 του ν. 4364/2016 σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ.7 του ΚΠολΔ, επιτρεπομένης της εφέσεως δεδομένου ότι δεν πρόκειται για γνήσια υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων, ώστε να απαγορεύεται η άσκηση ενδίκων μέσων κατ’ άρθρο 699 ΚΠολΔ, αλλά η διαδικασία αυτή έχει επιλεγεί από το νομοθέτη προς συντομία εκδίκασης των σχετικών υποθέσεων, επιπλέον δε έχει κατατεθεί το προσήκον για το παραδεκτό της εφέσεως παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α του ΚΠολΔ εξοφλημένο (βλ. το με κωδικό …….. e-Παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών και την από 19.6.2018 Επιτυχή εκτέλεση πληρωμής e-Παράβολο της ALPHA BANK- Alpha Web Banking).

Με την από 24.1.2014 αγωγή της η εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία που δραστηριοποιείτο στο χώρο των ασφαλιστικών εργασιών υποστήριζε ότι στις 29.3.2011 με την υπ’ αριθμ. 7/29-3-2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της, τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 και 12Α του ν.δ/τος 400/1970 και διορίσθηκε σε αυτή επόπτης εκκαθάρισης, με αποτέλεσμα στις 29.3.2011 να διακόψει την παραγωγική της δραστηριότητα και να εισέλθει στο στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, με σκοπό την είσπραξη όλων των οφειλόμενων προς το υπό εκκαθάριση νομικό πρόσωπο ποσών και τη ρευστοποίηση όλων των σε ασφαλιστική τοποθέτηση δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων του μετά από σχετική έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Ότι με την ίδια απόφαση δεσμεύτηκαν και χαρακτηρίστηκαν ως ασφαλιστική τοποθέτηση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ.1, 2 και 3 και 17γ παρ.3 και 4 του ν. δ/τος 400/1970, όλα τα στοιχεία του ενεργητικού του υπό εκκαθάριση νομικού προσώπου, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι κάθε είδους απαιτήσεις του κατά τρίτων. Ότι με την από 10.6.1998 έγγραφη σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης και την από 1.4.2003 τροποποίηση αυτής, η εναγόμενη ανέλαβε το έργο να μεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων για την κάλυψη ασφαλιστικών κινδύνων από τους κλάδους ασφάλισης που ασκούσε η ενάγουσα αλλά και να εισπράττει ασφάλιστρα για λογαριασμό της. Ότι αυτά θεωρούνταν παρακαταθήκη και η εναγόμενη θεωρείτο θεματοφύλακας σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 του Π.Δ. 298/86 και το άρθρο 7 της μεταξύ τους σύμβασης, είχε δε υποχρέωση κάθε τρίμηνο μετά τη λήξη του μήνα παραγωγής να αποδίδει στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και γενικά της διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και να της καταβάλει κάθε πλεόνασμα. Ότι εντούτοις στο διάστημα από 30.10.2010 έως 29.3.2011, το χρεωστικό υπόλοιπο της εναγόμενης προς την ενάγουσα από μη αποδοθέντα ασφάλιστρα μετά την αφαίρεση προμηθειών της πρώτης και των ασφαλίστρων των ακυρωθέντων ασφαλιστηρίων συμβολαίων ανήλθε στο ποσό των 46.100,17 ευρώ, σύμφωνα με πίνακες ανά πελάτη που ενσωμάτωσε στην αγωγή της η ενάγουσα. Ζητούσε, λοιπόν, αυτή να αναγνωρισθεί σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης πρακτόρευσης, όπως τροποποιήθηκε, αλλά και με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ότι η εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει το παραπάνω ποσό ως χρεωστικό υπόλοιπο από ασφάλιστρα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της κοινοποιήσεως στην εναγόμενη της από 14.11.2013 εξώδικης όχλησης, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή κατά τις βάσεις της ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 287, 297, 298, 340, 345, 346, 361, 713επ., 822επ. και 914 ΑΚ, 375 ΠΚ, 1 έως 4 και 21 του ν. 1569/1985, 1 έως 5 και 10 του ΠΔ 298/1986 και δεχόμενο αυτή στην ουσία της, αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 46.100,17 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Ήδη με την από 19.6.2018 έφεσή της η εναγόμενη παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δικ, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 44 του Ν. 3994/2011, «Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από την προεκτεθείσα διάταξη, προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατ’ ερήμην αποφάσεως, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων αυτής και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προβάλει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του, ενδεχομένως, επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 1572/2013, 829/2008, ΑΠ 446/2006 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 Δνη 46.1100, στις οποίες παραπέμπει η ΜονΕφΑθ 302/2018 στη Νόμος, βλ. επίσης ΜονΕφΠατρ 307/2018 στη Νόμος). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση που η ερημοδικασθείσα εναγόμενη με την έφεσή της αμφισβητεί και την κατ’ ουσίαν κρίση της αγωγής από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη στο σύνολό της, γενομένης δεκτής της εφέσεως τυπικά και κατ’ ουσίαν, οπότε το Δικαστήριο αυτό κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Παρακάτω, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα-εναγόμενη υποστηρίζει ότι η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης-ενάγουσας, της οποίας η άδεια λειτουργίας έχει ανακληθεί από τον Σεπτέμβριο του έτους 2009. Ότι εν προκειμένω, τα εκτιθέμενα στην αγωγή ασφαλιστήρια συμβόλαια και τα αντίστοιχα αιτούμενα ποσά αφορούν σε συντριπτικό ποσοστό  σε ασφάλιστρα του κλάδου αυτοκινήτων, ως προς τα οποία όμως έχει επέλθει εκ του νόμου καθολική διαδοχή του Επικουρικού Κεφαλαίου, το οποίο υπεισήλθε στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης, αφού αναφορικά με τέτοιες συμβάσεις κατ’ άρθρο 25 παρ.4 του ν. 489/1976, από την ημερομηνία που η ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε πτώχευση ή ανακαλείται η λειτουργία της για παράβαση νόμου, το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από τις ασφαλιστικές συμβάσεις. Ότι συνεπώς, ακόμη κι αν υπήρχε αξίωση για ασφάλιστρα και προμήθειες του κλάδου αυτοκινήτων, μόνο το Επικουρικό Κεφάλαιο θα μπορούσε να ασκήσει αγωγή με αίτημα την καταβολή αυτών μέχρι τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης της ενάγουσας, οπότε θεωρούνται λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις κατ’ άρθρο 3 παρ.6 του ν.δ. 400/1970. Ότι η έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας εταιρίας που έχει τεθεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση στηρίζεται και στο άρθρο 248 του νέου νόμου 4364/2016 που εφαρμόζεται στις υφιστάμενες κατά την 31.12.2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις, στην παράγραφο 9 του οποίου ορίζεται ότι «Το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματα της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, διαχειρίζεται από κοινού με τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή το χαρτοφυλάκιο κλάδου αστικής ευθύνης αυτοκινήτων και υποχρεούται να καταβάλει στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή το ποσό που αντιστοιχεί στην αναλογική συμμετοχή του στα έξοδα εκκαθάρισης και στην ικανοποίηση των προνομιακών απαιτήσεων των εργαζομένων, η οποία υπολογίζεται κατά το λόγο της ασφαλιστικής τοποθέτησης του κλάδου αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων προς το σύνολο της ασφαλιστικής τοποθέτησης της εταιρείας σε όλους τους κλάδους που ασκούσε. Το τυχόν εναπομένον υπόλοιπο μετά την καταβολή του κατά τα άνω ποσού και την ικανοποίηση των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση, επιστρέφεται στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή». Επικαλείται δε η εκκαλούσα-εναγόμενη τις θέσεις της 3270/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αδημοσίευτης στο νομικό τύπο) ότι επί ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, οπότε τριάντα ημέρες μετά την ανάκληση λύνονται αυτοδικαίως όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις και υπάρχει υποχρέωση επιστροφής των εισπραχθέντων αλλά μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, υπόχρεη για την επιστροφή των ασφαλίστρων είναι η ίδια η ασφαλιστική επιχείρηση για τους λοιπούς κλάδους και το Επικουρικό Κεφάλαιο για τον κλάδο αυτοκινήτων, λόγω της υποκατάστασης στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της επιχείρησης, της οποίας ανακλήθηκε η άδεια. Ότι περαιτέρω, όσον αφορά στις ασφαλίσεις του κλάδου αυτοκινήτων, αν οι ασφαλισμένοι δεν έχουν καταβάλει τα δεδουλευμένα ασφάλιστρα, η αξίωση για την είσπραξή τους ανήκει στο Επικουρικό Κεφάλαιο. Ότι επίσης αν ένας ασφαλιστικός πράκτορας ή άλλος διαμεσολαβητής στην ασφάλιση έχει εισπράξει ασφάλιστρα για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, ή έχει υποχρέωση απόδοσης ασφαλίστρων ή προμηθειών για οποιονδήποτε λόγο, αφού επέρχεται εκ του νόμου η προαναφερθείσα υποκατάσταση και καθολική διαδοχή, για τα αναλογούντα ασφάλιστρα ή προμήθειες για τα οποία υπάρχει αξίωση απόδοσης (μέχρι την τριακοστή ημέρα μετά την ανάκληση), η εν λόγω αξίωση ανήκει στο Επικουρικό Κεφάλαιο.

Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει νόμω αβάσιμος. Η ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων πρέπει να γίνει με βάση την εγγυητική λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου προς συμπλήρωση των κενών που δημιουργούνται από την απουσία ή την αδυναμία εξεύρεσης ασφαλιστικής κάλυψης στο πλαίσιο λειτουργίας της υποχρεωτικής ασφάλισης ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα. Το  άρθρο  16 του ν. 489/1976, (ήδη άρθρο 16 του ΠΔ 237/1986) ορίζει ότι, συνιστάται με τον νόμο αυτό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με  την επωνυμία   “Επικουρικό   Κεφάλαιο   Ασφάλισης   Ευθύνης  από  Ατυχήματα Αυτοκινήτων” και συντετμημένα “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ” το οποίο τελεί  υπό την  εποπτεία  και τον έλεγχο του Υπουργού Εμπορίου, εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού.  Το νομικό  αυτό πρόσωπο άρχισε να λειτουργεί, σύμφωνα με την υπ`αριθ. 44/1379/11.2.1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου η οποία δημοσιεύθηκε  στο υπ`αριθ.  179  φύλλο  του  τεύχους  ΑΕ  και  ΕΠΕ  της  εφημερίδος της Κυβερνήσεως, από 16.12.1978. Το  επόμενο  άρθρο  17  του  ιδίου  νόμου, όπως ήδη κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 237/1986 ορίζει  ότι  σκοπός  του  Επικουρικού  Κεφαλαίου είναι η καταβολή της ασφαλιστικής  αποζημιώσεως  για  αστική  ευθύνη  από   αυτοκινητιστικά ατυχήματα  που  επέρχονται μετά την έναρξη της λειτουργίας του σε όσες περιπτώσεις  δεν  υπάρχει  ασφαλιστική  κάλυψη   κατά   τα   οριζόμενα ειδικότερα  στο  άρθρο 19. Το Επικουρικό Κεφάλαιο σύμφωνα με τον σαφώς καθοριζόμενο σκοπό του ευθέως εκ του νόμου, υποχρεούται  να  καταβάλει την  οριζόμενη  στην  παρ.  2  του  πιο  πάνω  άρθρου  19 καθοριζομένη αποζημίωση  στα  ζημιωθέντα  από  αυτοκινητικό  ατύχημα  πρόσωπα,  και μάλιστα  καταβάλλοντας  την  αποζημίωση  υποκαθίσταται  στις  αναφερόμενες περιπτώσεις  σε  όλα  τα  εξ  αιτίας  του  ατυχήματος  δικαιώματα  του ζημιωθέντος  έναντι  του  υπόχρεου για αποζημίωση ή του ασφαλιστή του (ΕφΑθ 12879/1987, ΕλλΔνη 1988, σελ. 922). Όπως αναφέρει ο Αθαν. Κρητικός (στο άρθρο του «Η θέση του Επικουρικού Κεφαλαίου έναντι του ασφαλιστή του ζημιογόνου αυτοκινήτου μετά το Ν. 4438/2016 [ ΦΕΚ   αρ.  220  της  28-11-2016 ]» δημοσιευμένο στην ΕπιθΣυγκΔικ, τεύχος Ιαν. 2017, με επαναδημοσίευση στο ………..), «μία  από  τις  σημαντικές  διατάξεις  του  Π.Δ. 237/1986  είναι και  η διάταξη του  εδαφίου  γ′ της  παρ. 1 του  άρθ.  19  του  Π.Δ. 237/1986. Η διάταξη   αυτή  καθιερώνει  την υποχρέωση   του  Επικ. Κεφαλαίου να  καταβάλει  αποζημίωση  στα παθόντα  πρόσωπα  σε  περίπτωση, μεταξύ  άλλων,   που ο ασφαλιστής  πτώχευσε  ή  η σε  βάρος  του εκτέλεση  απέβη  άκαρπη ή  ανακλήθηκε η άδεια  λειτουργίας ασφαλιστικής  επιχείρησης ένεκα  παραβάσεως  νόμου. Η  διάταξη  αυτή  συμπληρώνεται    από  τη  διάταξη  της  παρ. 4  του  άρθ. 25  του  ιδίου   άνω  Π.Δ. Ορίζει  η τελευταία   αυτή  διάταξη  τα  ακόλουθα:   «Από  την  ημερομηνία  που  η ασφαλιστική  επιχείρηση   κηρύσσεται  σε  κατάσταση  πτώχευσης  ή ανακαλείται  η άδεια  λειτουργίας  της   για  παράβαση  νόμου, το  Επικουρικό Κεφάλαιο   υπεισέρχεται  αυτοδίκαια    στο  σύνολο  των  δικαιωμάτων  και  υποχρεώσεων  της  ασφαλιστικής  επιχείρησης  που  πηγάζουν   από  ασφαλιστικές  συμβάσεις  του  κλάδου  αστικής  ευθύνης  από  χερσαία  αυτοκίνητα  οχήματα. Εκκρεμείς  δίκες  συνεχίζονται  χωρίς  άλλο  από  το Επικουρικό  Κεφάλαιο». Από  τις  παραπάνω  διατάξεις  βασική  διάταξη είναι  η πρώτη, αφού  αυτή  δημιουργεί  την  υποχρέωση   του Επικ. Κεφαλαίου. Η  δεύτερη  διάταξη  αποτελεί  το  έρεισμα  για  την υπεισέλευση  του Ε.Κ.   στα  δικαιώματα  και  στις  υποχρεώσεις  της  ασφαλιστικής  επιχείρησης  που  πηγάζουν  από  ασφαλιστικές  συμβάσεις του  κλάδου  αστικής  ευθύνης από   χερσαία  αυτοκίνητα  οχήματα.  Ειδικότερα  από  τη  στιγμή  που ο νόμος    με  την  πρώτη  άνω  διάταξη  καθιερώνει  την  υποχρέωση   του Επικ. Κεφαλαίου  για  αποζημίωση  του  παθόντος, αμέσως ανακύπτει  το  ερώτημα καθορισμού  του  τρόπου  με  τον  οποίο αυτό  θα  αναλάβει την  υποχρέωση  αποζημιώσεως  του  παθόντος. Κατά  το  πνεύμα  της  πρώτης  άνω   διατάξεως ο νομοθέτης αντί της  συμβατικής  ειδικής  διαδοχής  στην υποχρέωση [αναδοχή  χρέους], καθιερώνει   την οιονεί  καθολική  διαδοχή, δηλαδή την  εκ  του  νόμου  υπεισέλευση  του  Επικ. Κεφαλαίου  στο  σύνολο  των  δικαιωμάτων  και  υποχρεώσεων  του  ασφαλιστή  που  πηγάζουν  από  ασφαλιστικές  συμβάσεις  του  κλάδου  αστικής  ευθύνης  από  χερσαία  αυτοκίνητα  οχήματα. Το   τελευταίο  εδάφιο  είναι  διάταξη δικονομική. Ο νόμος   αντί  της  βιαίας  διακοπής  της  δίκης [βλ.  ΚΠολΔ  286  επ.] επιλέγει   την εκ  του  νόμου  αυτόματη  υπεισέλευση   του  Επικ. Κεφαλαίου  στη  δικονομική  θέση του ασφαλιστή [ως ενάγοντος, εναγομένου, προσεπικαλούμενου].» Ήδη η παραπάνω  διάταξη  του  άρθ. 25  παρ. 4  του Π.Δ.  237/1986 καταργήθηκε  εξολοκλήρου  με τη  λιτή  διάταξη  του άρθ. 53  του πρόσφατου  ν. 4438/2016 [ΦΕΚ  αρ. 220  τ.Α′   της  28-11-2016]. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι όταν ο νομοθέτης κάνει λόγο για υπεισέλευση του Επικουρικού Κεφαλαίου στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ασφαλιστή επί ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης εννοεί τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη λειτουργία εκείνων των ασφαλιστικών συμβάσεων από αστική ευθύνη αυτοκινήτων, στις οποίες ενεργοποιείται η εκ του νόμου εγγυητική ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου και υπεισέρχεται αυτό στη θέση της ασφαλιστικής εταιρίας της οποίας η άδεια ανακλήθηκε, ως ευθυνόμενο εγγυητικά έναντι του τρίτου ζημιωθέντος που θα είχε εκ του νόμου ευθεία αξίωση κατά της παραπάνω εταιρίας. Επομένως, δεν νοείται ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται σε κάθε περιουσιακό δικαίωμα της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρίας από τον κλάδο ασφάλισης αυτοκινήτων, όπως στην είσπραξη δεδουλευμένων ασφαλίστρων από καταρτισθείσες ασφαλιστικές συμβάσεις, τα οποία παρανόμως παρακράτησε ο ασφαλιστικός πράκτορας στον οποίο η ασφαλιστική εταιρία είχε αναθέσει την είσπραξή τους και δεν της τα είχε αποδώσει, όταν ανακλήθηκε η άδειά της. Κάτι διαφορετικό δεν συνάγεται από την παράγραφο 9 του άρθρου 248 του νέου νόμου 4364/2016 που αφορά στις ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις που υφίσταντο στις 31.12.2015 και που ορίζει ότι «Το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματα της υπό ασφαλιστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, διαχειρίζεται από κοινού με τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή το χαρτοφυλάκιο κλάδου αστικής ευθύνης αυτοκινήτων και υποχρεούται να καταβάλει στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή το ποσό που αντιστοιχεί στην αναλογική συμμετοχή του στα έξοδα εκκαθάρισης και στην ικανοποίηση των προνομιακών απαιτήσεων των εργαζομένων, η οποία υπολογίζεται κατά το λόγο της ασφαλιστικής τοποθέτησης του κλάδου αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων προς το σύνολο της ασφαλιστικής τοποθέτησης της εταιρείας σε όλους τους κλάδους που ασκούσε. Το τυχόν εναπομένον υπόλοιπο μετά την καταβολή του κατά τα άνω ποσού και την ικανοποίηση των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση, επιστρέφεται στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή.» Απεναντίας, εδώ ορίζεται ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο διαχειρίζεται από κοινού με τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή το χαρτοφυλάκιο κλάδου αστικής ευθύνης αυτοκινήτων. Διαφορετική ερμηνεία, ήτοι ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο καθίσταται κύριος γενικά των μη αποδοθέντων ασφαλίστρων από ασφαλιστικό πράκτορα στην υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρία θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητο πλουτισμό του Επικουρικού Κεφαλαίου και θα λειτουργούσε ενάντια στο σκοπό της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η ασφαλιστική εκκαθάριση, όπως προβλεπόταν με το ν.δ 400/1970 και ήδη με το ν. 4364/2016, είναι η συλλογική διαδικασία που συνεπάγεται τη ρευστοποίηση του ενεργητικού μίας ασφαλιστικής επιχείρησης και τη διανομή των εσόδων από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, και διαρκεί μέχρι την πλήρη εξόφληση όλων των απαιτήσεων από ασφάλιση ή μέχρι την εξάντληση της περιουσίας της επιχείρησης, εφόσον τούτο συμβεί νωρίτερα. Σκοπός της διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης είναι η πλήρης εξόφληση όλων των απαιτήσεων από ασφάλιση. Πρόκειται για συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, η οποία κινείται με πρωτοβουλία της εποπτικής αρχής και όχι των πιστωτών και αποβλέπει στη μέσω της ρευστοποίησης της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης ικανοποίηση των πιστωτών ανάλογα με το ύψος των υφιστάμενων απαιτήσεών τους (βλ. Αφροδίτη Στεργιούλα, «Ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης», διπλωματική εργασία, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Νομική Σχολή, Μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, Κατεύθυνση Εμπορικού και Οικονομικού Δικαίου, σελ. 19, δημοσιευμένη στο ίντερνετ στο ikee.lib.auth.gr). Το να γίνει δεκτό, λοιπόν, ότι ανεξαρτήτως της ενεργοποίησης της εγγυητικής ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου σε ορισμένη ασφάλιση του κλάδου αυτοκινήτων που κάλυπτε η υπό εκκαθάριση ασφαλιστική επιχείρηση μεταβιβάζονται σε αυτό όλα τα δικαιώματα της τελευταίας από τον κλάδο αυτοκινήτων και μάλιστα ως απαίτηση τα μη αποδοθέντα από τον πράκτορα σε αυτή ασφάλιστρα, αντίκειται στο σκοπό της ίδιας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, που είναι η κάλυψη όλων των υποχρεώσεων της ασφαλιστικής εταιρίας και όχι η μεταβίβαση των δικαιωμάτων της στο Επικουρικό Κεφάλαιο.

Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας να στραφεί κατά της εναγόμενης πράκτορα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 4 του ν. 1569/1985, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 11 του ν. 2170/1993, διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν και οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι οποίοι είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες αυτών καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορειακή σύμβαση), αντίγραφο της οποίας υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Εμπορίου. Με βάση το άρθρο 21 του ίδιου νόμου εκδόθηκε το π.δ. 298/1986, το άρθρο 1 § 1 του οποίου, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με τη διάταξη του άρθρου 11 § 2 της Πράξης 31/30-9-2013 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β 2556/10.10.2013), όριζε ότι: «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο να αναλαμβάνει με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικές εργασίες σε ορισμένη περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας, στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου παρέχει στον ασφαλισμένο την απαραίτητη συνδρομή για την εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης». Περαιτέρω, το άρθρο 3 §§ 1 και 2 του ίδιου ως άνω π.δ. (ομοίως όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του), όριζε ότι: «1.Ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Τα ασφάλιστρα που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. 2. Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας» (ΕφΑΘ 1114/2014 ΔΕΕ 2014, 608, ΕφΑΘ 1932/2011 ΔΕΕ 2011, 1156, ΕφΑΘ 691/2011 Αρμ 2011, 1354). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 822 ΑΚ, σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για φύλαξη, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο, όταν του ζητηθεί. Η εν λόγω σύμβαση συνάπτεται ατύπως για κατ’ είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φυλάξεως, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. Όπως μάλιστα προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. ΑΚ, για την εγκυρότητα της σύμβασης παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος. Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις του ίδιου π.δ. συνάγεται ότι μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού πράκτορα μπορεί να είναι και η είσπραξη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σε αυτή, κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης, η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου. Υπαίτιος δε υπεξαίρεσης καθίσταται (και) ο εντολοδόχος, ο οποίος κατά το άρθρο 713 ΑΚ, έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή υλικής φύσης, η οποία του ανετέθη από τον εντολέα και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το κινητό πράγμα που αυτός του εμπιστεύθηκε (άρθρο 719 ΑΚ) ως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, δηλαδή για λογαριασμό του, την οποία, εξουσία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής κατάστασης. Με την έννοια αυτή, εάν η πράξη τελέσθηκε από εντολή διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, στην εντολή εμπεριέχεται και η διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Βέβαια, κατά το άρθρο 3 § 1 του π.δ. 298/1986, που ρυθμίζει ως άνω τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων, τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως προς αυτά ως θεματοφύλακας, πλην όμως, η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τοιαύτη υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του εντολοδόχου. Η σχέση δηλαδή, που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε και η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κυρίας (πρακτορειακής) σύμβασης. Κατά συνέπεια, για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορα κρίσιμη είναι όχι η ιδιότητα του θεματοφύλακα, αλλά η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτορειακής σύμβασης και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. του ΕμπΝ και 713 επ. ΑΚ (AΠ 282/2010, AΠ 1711/2010, AΠ 1382/2010, Νόμος). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 713 ΑΚ, που αναφέρεται σε διεξαγωγή της υπόθεσης χωρίς αμοιβή, δεν έχει το χαρακτήρα κανόνα δημοσίας τάξης και επομένως οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν εκ των προτέρων ότι στον εντολοδόχο θα καταβάλλεται αμοιβή για την εκτέλεση της εντολής, οπότε στην περίπτωση αυτή η σύμβαση θα έχει το χαρακτήρα της έμμισθης εντολής. Η περί αμοιβής, όμως, συμφωνία πρέπει να είναι ρητή, γιατί ο κανόνας του άρθρου 713 ΑΚ περί του «αμίσθου» της εντολής μόνο με ρητή συμφωνία μπορεί να διασπασθεί (AΠ 1243/2005 ΕλλΔνη 2006, 138, βλ. για τα ανωτέρω σκεπτικό της ΜονΠρΑθ 6844/2017 στη Νόμος). Ενόψει των ανωτέρω, η αγωγή της ενάγουσας απευθυνόμενη κατά της εναγόμενης προς αναγνώριση της υποχρέωσης απόδοσης των ασφαλίστρων που η τελευταία εισέπραξε για λογαριασμό της πρώτης και δεν της απέδωσε στηρίζεται τόσο σε ενδοσυμβατική (3 παρ.1 ΠΔ 298/1986, 822 ΑΚ), όσο και σε αδικοπρακτική ευθύνη (375 ΠΚ, 713, 719, 914 ΑΚ).

Παρακάτω, με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι η ένδικη αγωγή δεν περιέχει όλα τα απαιτούμενα για την άσκησή της στοιχεία. Συγκεκριμένα ότι η ενάγουσα αρκείται να ενσωματώσει στην αγωγή της έναν άκρως συνοπτικό πίνακα καταρτισθέντων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, στον οποίο δεν γίνεται καμία αναφορά στη νομική μορφή εκάστου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, στην κατάρτιση του οποίου φέρεται από την ενάγουσα να είχε προβεί η εναγόμενη και στον ασφαλιστέο από καθένα από αυτά κίνδυνο. Ότι στον πίνακα αυτό γίνεται μόνο συνοπτική αναφορά με μνεία κωδικού αριθμού, του κλάδου στον οποίο αφορά κάθε ασφαλιστήριο συμβόλαιο, καθώς και ενός αύξοντα πολυψήφιου αριθμού που φέρει έκαστο συμβόλαιο, χωρίς να μνημονεύεται καν στην αγωγή ο φερόμενος ως συνολικά συναφθείς από την εναγόμενη αριθμός συμβολαίων, την αξία των οποίων δεν απέδωσε στην ενάγουσα και χωρίς να αριθμούνται αυτά κατά σειρά και να προσδιορίζονται κατά είδος, ήτοι η νομική μορφή και αναφορά του ασφαλιστέου με καθένα από αυτά κινδύνου. Ότι κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό με τον τρόπο που παραθέτει η ενάγουσα στην αγωγή το σύνολο των καταρτισθέντων από την εναγόμενη συμβολαίων, για τα οποία φέρεται αυτή να της οφείλει τα εισπραχθέντα από τους πελάτες ποσά της αξίας εκάστου, να διακριθεί ποια από τα συμβόλαια αυτά αφορούν κάλυψη αυτοκινήτων και κινδύνων από τροχαία ατυχήματα και ποια έτερες ασφαλιστικές καλύψεις, ώστε να καθίσταται δυνατό για το δικάζον δικαστήριο να διαπιστώσει εάν παραδεκτά, νόμιμα και ουσιαστικά βάσιμα, εισάγει η ενάγουσα προς επιδίκαση τις φερόμενες απαιτήσεις της κατά της εναγόμενης ή κάποιες από αυτές είναι μη νόμιμες, διότι αφορούν απαιτήσεις την ικανοποίηση των οποίων νομιμοποιείται να αιτηθεί το Επικουρικό Κεφάλαιο, αλλά και κατ’ επέκταση προκειμένου να μπορέσει η εναγόμενη να αντικρούσει με επάρκεια τους ισχυρισμούς της ενάγουσας.

Οι παραπάνω ισχυρισμοί της εκκαλούσας-εναγόμενης δεν ευσταθούν και τυγχάνουν ουσία αβάσιμοι, καθώς η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, που στηρίζεται τόσο στην ενδοσυμβατική, όσο και στην αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου, περιέχουσα όλα τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία, που θεμελιώνουν τη νομική και ιστορική βάση της και συγκεκριμένα: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από την ενάγουσα κατά της εναγόμενης, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα η ενάγουσα, η οποία στηρίζει το αίτημά της τόσο στη μεταξύ αυτής και της εναγόμενης συμβατική σχέση όσο και στη διαπραχθείσα σε βάρος της αδικοπραξία, διαλαμβάνει με πληρότητα στο δικόγραφο της αγωγής, την κατάρτιση της μεταξύ αυτής και της εναγόμενης σύμβασης πρακτόρευσης και των ειδικότερων όρων της, καθώς και την παραγωγή της εναγόμενης κατά τη διάρκεια της σύμβασης στο διάστημα από 1.11.2010 έως τη λύση της σύμβασης πρακτόρευσης με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης και ειδικότερα τους αριθμούς των ασφαλιστηρίων, που εξέδωσε, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, τη χρονική διάρκεια καθεμιάς ασφάλισης και των εισπραχθέντων από κάθε ασφαλισμένο ποσών, την προμήθεια της εναγόμενης και τα ακυρωθέντα συμβόλαια με ενσωμάτωση στην αγωγή αναλυτικών καταστάσεων, στις οποίες αποτυπώνονται όλα τα πιο πάνω στοιχεία και το εναπομένον χρεωστικό υπόλοιπο, που συνιστά και την, δια της αγωγής, απαίτηση της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας κατά της εναγόμενης ασφαλιστικής πράκτορα, οι οποίες (καταστάσεις), συνιστούν τμήμα του περιεχομένου της, στοιχεία απαραίτητα προκειμένου να είναι ορισμένη η αγωγή, κατά το μέρος που στηρίζεται σχετική σύμβαση, αλλά και όλα τα κατά νόμο αναγκαία πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αδικοπρακτική συμπεριφορά της και ειδικότερα την υπεξαίρεση, ήτοι την παράνομη ιδιοποίηση από αυτήν των εισπραχθέντων ασφαλίστρων, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή της ως θεματοφύλακα-εντολοδόχου και τα οποία έπρεπε να αποδώσει στην ενάγουσα, τη ζημία που η τελευταία υπέστη και ανέρχεται στο ως άνω υπεξαιρεθέν ποσό των 46.100,17 € και τον αιτιώδη σύνδεσμο, με την έννοια της επαρκούς και πρόσφορης αιτίας, μεταξύ αυτής (συγκεκριμένης θετικής ζημίας της ενάγουσας) και της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης. Δεν ευσταθούν οι αιτιάσεις της εναγόμενης ότι δεν διαλαμβάνεται στην αγωγή ο ασφαλιστέος για κάθε συμβόλαιο κίνδυνος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ των συμβολαίων που αφορούν κάλυψη αυτοκινήτων και κινδύνων από τροχαία ατυχήματα και εκείνων που αφορούν σε άλλες ασφαλιστικές καλύψεις. Αντίθετα, στους σχετικούς πίνακες που ενσωματώνονται στην αγωγή προσδιορίζονται τα ασφαλιστήρια που αφορούν σε κάλυψη αυτοκινήτων και κινδύνων από τροχαία ατυχήματα με αναφορά στον αριθμό κυκλοφορίας του κάθε ασφαλιζόμενου αυτοκινήτου, καθώς και τα ασφαλιστήρια που αφορούν σε άλλους κλάδους ασφάλιση και δη σε ασφάλιση πυρός και σε ασφάλιση σκαφών. Ως εκ τούτου η αγωγή τυγχάνει καθ’ όλα παραδεκτή και νόμιμη και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της, δεδομένου ότι η εκκαλούσα-εναγόμενη αμφισβητεί την επί της ουσίας κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με γενικό τρόπο, θεωρώντας αδιανόητο το χρεωστικό σε βάρος της υπόλοιπο να έχει ανέλθει στο υψηλό ποσό των 46.100,17 ευρώ μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του 2010 έως τις 29.3.2011, χωρίς όμως να αμφισβητεί ειδικά κάποιο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Περαιτέρω, από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από το μη αμφισβητούμενο γεγονός, συναγομένης έτσι ομολογίας κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ περί κατάρτισης μεταξύ των διαδίκων σύμβασης πρακτόρευσης πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 10.6.1998 έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης που κατάρτισαν οι διάδικοι στην Αθήνα, όπως τροποποιήθηκε με την από 1.4.2003 μεταγενέστερη σύμβαση, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία ανέθεσε στην εναγόμενη έναντι προμήθειας να μεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων για λογαριασμό της με τρίτους, ως προς τους κλάδους ασφάλισης όπου εκείνη δραστηριοποιείτο. Ειδικότερα, η εναγόμενη πράκτορας συμφώνησε ότι θα δέχεται αιτήσεις-προτάσεις αυτών που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν στους ασκούμενους από την ασφαλιστική εταιρία κλάδους, έχοντας υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τους εκάστοτε από την ασφαλιστική εταιρία καθοριζόμενους όρους, περιορισμούς και ασφάλιστρα και  όλες τις γενικές και ειδικές εντολές και οδηγίες αυτής, τους κανονισμούς και τα εκάστοτε υποχρεωτικά τιμολόγια, τους όρους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και τις διατάξεις των νόμων. Επίσης, η πράκτορας είχε το δικαίωμα να προσυπογράφει η ίδια τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, αποδείξεις είσπραξης ασφαλίστρων, πρόσθετες πράξεις, τροποποιήσεις ή ακυρώσεις συμβολαίων που θα είχαν εκδοθεί από την ασφαλιστική επιχείρηση και να φροντίζει για την επίδοσή τους στους ασφαλισμένους, η δε ασφαλιστική εταιρία είχε το δικαίωμα να εκδίδει απευθείας ασφαλιστήρια συμβόλαια και να έχει τη γενική εποπτεία των ασφαλιστικών εργασιών. Περαιτέρω, η εναγόμενη είχε υποχρέωση να φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων παραγωγής της, τα οποία θεωρούνταν παρακαταθήκη και για τα οποία ευθυνόταν ως θεματοφύλακας σύμφωνα με το άρθρο 3 του ΠΔ 298/1986, ενώ κάθε τρίμηνο μετά τη λήξη του μήνα παραγωγής όφειλε να αποδίδει στην ενάγουσα αναλυτικό κατά συμβόλαιο λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και γενικά της διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και να της καταβάλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν είχε καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα κατά τον οποίο έπρεπε να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ενάγουσας θα θεωρούνταν ληξιπρόθεσμες και θα υπολογιζόταν ο νόμιμος τόκος υπερημερίας. Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. 7/29-3-2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας, τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 και 12Α του ν.δ/τος 400/1970 και διορίσθηκε επόπτης εκκαθάρισης, με αποτέλεσμα στις 29.3.2011 να διακόψει την παραγωγική της δραστηριότητα και να εισέλθει στο στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, με σκοπό την είσπραξη όλων των οφειλόμενων προς το υπό εκκαθάριση νομικό πρόσωπο ποσών και τη ρευστοποίηση όλων των σε ασφαλιστική τοποθέτηση δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων του μετά από σχετική έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Με την ίδια απόφαση δεσμεύτηκαν και χαρακτηρίστηκαν ως ασφαλιστική τοποθέτηση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ.1, 2 και 3 και 17γ παρ.3 και 4 του ν. δ/τος 400/1970, όλα τα στοιχεία του ενεργητικού του υπό εκκαθάριση νομικού προσώπου, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι κάθε είδους απαιτήσεις του κατά τρίτων. Έτσι, στις 29.3.2011, λύθηκε η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση πρακτόρευσης, καθόσον αυτή δεν είχε πια αντικείμενο και λόγο ύπαρξης. Κατά τη διάρκεια της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης και συγκεκριμένα για το χρονικό διάστημα από 30.10.2010 έως 29.3.2011, η εναγόμενη εισέπραξε για λογαριασμό της ενάγουσας από ασφαλισμένους της για τους κλάδους ασφάλισης αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα, πυρός και ασφαλιστικής κάλυψης σκαφών, ασφάλιστρα, από τα οποία μετά την αφαίρεση της προμήθειας, καθώς και των ακυρωθέντων συμβολαίων απέμεινε χρεωστικό υπόλοιπο 46.769,78, το οποίο μετά από καταβολές της εναγόμενης διαμορφώθηκε στο ποσό των 46.100,17 ευρώ. Ειδικότερα, οι σχετικές οφειλές όπως ανήλθαν στο αρχικό χρεωστικό υπόλοιπο των 46.769,78 ευρώ, προκύπτουν από τα παρακάτω πινάκια, όπου αναγράφονται οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και των πρόσθετων πράξεων, οι ημερομηνίες έκδοσης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και πρόσθετων πράξεων, οι χρόνοι έναρξης και λήξης (εντός πάντα του έτους 2011) των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και πρόσθετων πράξεων, οι κλάδοι ασφάλισης, για τον κλάδο ασφάλισης αυτοκινήτων ο αριθμός κυκλοφορίας του κάθε οχήματος, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων-πελατών, τα ποσά των τυχόν αναλογούντων φόρων και τα ποσά των μικτών και καθαρών ασφαλίστρων των τυχόν ακυρωθέντων συμβολαίων σημειωμένα με το πρόσημο πλην (-):

 

(Ακολουθεί παράθεση  ασφαλιστηρίων, τα οποία φωτοτυπήθηκαν).

 

Η εναγόμενη έχει εισπράξει από τους ασφαλισμένους πελάτες της ενάγουσας το παραπάνω ποσό των 46.100,17 ευρώ, ενεργώντας για λογαριασμό της τελευταίας, ήτοι ενεργώντας ως εντολοδόχος και διαχειριστής ξένης περιουσίας, διαχειριζόμενη περιουσιακά στοιχεία (ασφάλιστρα) της ενάγουσας και μολονότι ευθυνόταν γι’ αυτά ως θεματοφύλακας, δεν απέδωσε στην ενάγουσα το παραπάνω ποσό, αλλά το παρακράτησε παράνομα και αντισυμβατικά και δεν της το έχει αποδώσει μέχρι και σήμερα. Το εν λόγω ποσό η εναγόμενη το παρακρατεί με πρόθεση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, προκαλώντας ισόποση ζημία σε βάρος της ενάγουσας και τελώντας έτσι και αδικοπραξία. Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει δεκτή στην ουσία της η από 24.1.2014 (με Γ.Α.Κ. …../2014, Ε.Α.Κ. …../2014) αγωγή και να αναγνωρισθεί, όπως και πρωτοδίκως, ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 46.100,17 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας-εναγόμενης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από εκείνη για την άσκηση της έφεσης παραβόλου, στο δημόσιο ταμείο ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται κατά το τυπικό και ουσιαστικό μέρος της την από 19.6.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. …../2018 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) έφεση.

Εξαφανίζει την 793/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Κρατεί και δικάζει την από 24.1.2014 (με Γ.Α.Κ. …./2014 και Ε.Α.Κ. …../2014) αγωγή.

Δέχεται αυτή ως πρωτοδίκως.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των σαράντα έξι χιλιάδων εκατό ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (46.100,17) με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα-εναγόμενη τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων (2.400) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του με κωδικό . ……. e-Παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατό (100) ευρώ στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 26.6.2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ