Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 379/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Πολιτική Δικονομία. Ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής γίνεται με τις προτάσεις ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην περίπτωση, που το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτώς μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται, κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος, αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται, έτσι, αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων, διαφορετικά, η αγωγή καθίσταται, επιγενομένως, αόριστη. Προσβολή προσωπικότητας. Αυτή είναι παράνομη όταν η σχετική συμπεριφορά αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του προσβληθέντος. Για την αξίωση αποζημίωσης καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια. Η προσβολή της προσωπικότητας ατόμου μπορεί να συνίσταται και σε ποινικά κολάσιμες πράξεις όπως η εξύβριση, η δυσφήμιση αλλά και η συκοφαντική δυσφήμιση. Αν το δυσφημιστικό γεγονός αποδειχθεί αληθές, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής ή της απλής δυσφήμησης, αλλά μπορεί να κριθεί πως τελέσθηκε απλή εξύβριση και κατ’ επέκταση προσβολή της προσωπικότητας του παθόντος, μόνον εάν από τις περιστάσεις προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη.

 

Αριθμός       379/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη-Εισηγητή, Ιωάννη Γερωνυμάκη Εφέτη και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 783/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί των ακολούθως αναφερομένων συνεκδικασθεισών αγωγών Α)της από 22-11-2013 (υπ’ αριθ. καταθ. ……..) αγωγής του εκκαλούντος-ενάγοντος (…….. ……..) κατά των εφεσίβλητων-εναγομένων, Β)της από 29-10-2010 (Γ.Α.Κ. ……..και υπ’ αριθ. καταθ. ……..) αγωγής του πέμπτου των εφεσιβλήτων (…….. ……..) κατά του εκκαλούντος-εναγομένου και Γ)της από 31-05-2015 (Γ.Α.Κ. ……..και υπ’ αριθ. καταθ. ……..) αγωγής του πρώτου των εφεσιβλήτων (…….. ……..)  κατά του εκκαλούντος-εναγομένου, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως (ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει τέτοια από κάποιο στοιχείο) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να εξετασθούν ως προς τη βασιμότητά τους και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, τους οποίους ο εκκαλών, παραδεκτώς (άρθρο 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ), άσκησε, με  ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους εφεσίβλητους (βλ. τις υπ’ αριθ. …….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………..), ενόψει του ότι αφορούν κεφάλαια της προαναφερθείσας οριστικής αποφάσεως, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και σε κάθε περίπτωση συνέχονται αναγκαστικώς με αυτά (βλ. Χ. Τριανταφυλλίδη σε «Η Έφεση» Κ. Οικονόμου σελ. 158 επ. ), συνεκδικαζόμενοι με την ως άνω έφεση (άρθρα 31 και 246 του ΚΠολΔ).

Ι. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί, για το παραδεκτό  (ορισμένο) της αγωγής, να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διάταξης, στην οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα, διαφορετικά αυτή είναι απορριπτέα ως αόριστη. Περαιτέρω, στο άρθρο 223 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) ορίζεται ότι «Όταν επέλθει η εκκρεμοδικία είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ’ εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις ή με δήλωση στα πρακτικά, εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής…». Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 295 παρ. 1 εδ. β του ίδιου Κώδικα, ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και μπορεί να γίνει, όχι μόνο με τις προτάσεις, αλλά και με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Μάλιστα, τέτοιο  περιορισμό αποτελεί και η μετατροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Εξάλλου, όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτώς μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά, ή όταν περιορίζεται, κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος, αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων, καθόσον άλλως προκαλείται αοριστία της αγωγής, η οποία εμποδίζει την συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση (βλ. ΟλΑΠ 3/2008 ΑρχΝ 2009 172, ΟλΑΠ 30/2007 ΝοΒ 2007 2388, ΑΠ 1675/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 291/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1817/2014 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών (…….. .), με την προαναφερθείσα υπό στοιχείο Α΄ αγωγή του, εξέθεσε ότι στον Άλιμο Αττικής, στις 9-5-2007, κατόπιν σχετικής διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, με επίσπευση του πρώτου εναγομένου, εκπλειστηριάστηκε το περιγραφόμενο σ’ αυτήν (αγωγή) ακίνητο (οροφοδιαμέρισμα) της κυριότητάς του, το οποίο κατακυρώθηκε στον ίδιο εναγόμενο (1ο), ως υπερθεματιστή, ενεργούντος τόσο ατομικώς όσο και για λογαριασμό της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγομένων, και ότι, αφού εκδόθηκε η αντίστοιχη περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης και η έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης, αυτός (ενάγων) προσέβαλε δικαστικώς τη διαδικασία του εν λόγω πλειστηριασμού, με το ένδικο βοήθημα της από 9-7-2007 ανακοπής του. Επίσης, ότι ο πρώτος εναγόμενος με πειθώ και φορτικότητα, έπεισε τον πέμπτο εναγόμενο (…………) να μετάσχει εικονικά στον εν λόγω πλειστηριασμό, προκειμένου να προσδοθεί στη σχετική διαδικασία επίφαση νομιμότητας, ώστε ο πρώτος εναγόμενος να αποκτήσει το προαναφερθέν ακίνητο με μικρότερο πλειστηρίασμα, όπως αναλύεται στην αγωγή. Ακόμη, ότι ο πρώτος εναγόμενος, με πειθώ και φορτικότητα έπεισε, τον ήδη θανόντα, συμβολαιογράφο ………, ως υπάλληλο επί του εν λόγω πλειστηριασμού, να βεβαιώσει, με περισσότερες πράξεις, στα δημόσια έγγραφα, που αναφέρονται αναλυτικώς στην αγωγή, ψευδή γεγονότα, που είχαν τις εκτιθέμενες έννομες συνέπειες, ιδίως ως προς το ζήτημα της καταβολής του ποσού του ανωτέρω πλειστηριάσματος από τον πρώτο εναγόμενο. Εξέθεσε ακόμη ότι, όσον αφορά στις δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των εναγομένων, τα πρόσωπα αυτά είχαν προστήσει τον πρώτο εναγόμενο, καθόσον του είχαν δώσει, με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, ειδικές εντολές να παρίσταται και να αντιπροσωπεύει τις εναγόμενες αυτές, να μετέχει και να υπερθεματίζει στην πλειοδοσία οποιουδήποτε δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού κ.λπ., μάλιστα ότι ο πρώτος εναγόμενος έκανε χρήση του πληρεξουσίου αυτού, προκειμένου να μετάσχει στη διαδικασία του προαναφερθέντος αναγκαστικού πλειστηριασμού. Τέλος, αυτός (ενάγων) εξέθεσε ότι, λόγω της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, αντιστοίχως, υπέστη περιουσιακή ζημία, ποσού 157.110,00 ευρώ, η οποία αφορά στην απώλεια της κυριότητας του προαναφερθέντος ακινήτου, του  οποίου η αγοραία αξία, κατά τους ισχυρισμούς του, ανερχόταν, κατά το χρόνο του ως άνω πλειστηριασμού, στο ποσό των 300.000,00 ευρώ, δηλαδή υπέστη ζημία ισόποση με τη διαφορά μεταξύ του χρηματικού ποσού της ανωτέρω αξίας και του σχετικού πλειστηριάσματος (300.000,00 – 142.890,00), καθώς και επιπλέον ζημία για την απώλεια των μισθωμάτων από την εκμίσθωση του ακινήτου αυτού για χρονικό διάστημα έξι ετών (από 8-6-2007 έως 8-1-2014), τα οποία προσδιορίζει στο συνολικό ποσό των 55.300,00 ευρώ. Εξάλλου, βάσει των προαναφερθέντων, ο ενάγων, με την ανωτέρω αγωγή του, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να αποκαταστήσουν την προαναφερθείσα ζημία του, καθώς και να του επιδικασθεί το ποσό των 120.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη, που ισχυρίζεται ότι υπέστη, λόγω της ανωτέρω αδικοπραξίας, δηλαδή να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 332.410 ευρώ (157.110 + 55.300 + 120.000), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και με την απαγγελία προσωπικής κράτησης, διάρκειας ενός έτους εις βάρος του πρώτου και του πέμπτου των εναγομένων, ως μέσου εκτέλεσης της εκδοθησομένης αποφάσεως, λόγω της ανωτέρω αδικοπραξίας.

Με την ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγή, ο ενάγων αυτής (…….. .) εξέθεσε ότι, στις 9-5-2007, τηρώντας τις νόμιμες διατυπώσεις, έλαβε μέρος στον ανωτέρω πλειστηριασμό (που αναφέρεται στην ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή), κατά τον οποίο εκπλειστηριάσθηκε το αναφερόμενο στην αγωγή ακίνητο του εναγομένου (της αγωγής αυτής . ……..). Ότι ο τελευταίος άσκησε κατά της διαδικασίας του εν λόγω πλειστηριασμού την από 9-7-2007 ανακοπή του, στρεφόμενη κατά των …….. . . …….., . …….. και . …….., στην οποία (ανακοπή) αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι αυτός (ο ενάγων της υπό στοιχείο Β’ αγωγής), διατηρώντας φιλικές σχέσεις με τον καθου η ανωτέρω ανακοπή  …….. . μετέσχε στον πλειστηριασμό αυτό, για να προσδοθεί επίφαση νομιμότητας και να συνδράμει το …….. . προκειμένου να αποκτήσει το ανωτέρω ακίνητο με το κατά το δυνατόν μικρότερο πλειστηρίασμα, όπως στην ανακοπή και στην αγωγή αυτή (ως άνω υπό στοιχείο Α΄) αναλύεται. Επίσης, ότι ο εναγόμενος της αγωγής αυτής (υπό στοιχείο Β΄) άσκησε (και) εναντίον του την  από 22-11-2013 (υπ’ αριθ. κατάθεσης ……..) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (δηλαδή την ως άνω υπό στοιχείο Α’ αγωγή), στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι αυτός (ενάγων της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής) έλαβε μέρος στον εν λόγω πλειστηριασμό, καταθέτοντας ως εγγύηση επιταγή, η οποία είχε εκδοθεί εις διαταγή του επισπεύδοντος – υπερθεματιστή …….. . γεγονός από το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, προκύπτει η ύπαρξη της συμπαιγνίας των προαναφερθέντων ως προς τη συμμετοχή του στον πλειστηριασμό αυτό, όπως, αντιστοίχως, αναφέρεται στην ανωτέρω ανακοπή. Ακόμη, ότι ο εναγόμενος της ίδιας αγωγής (υπό στοιχείο Β΄) υπέβαλε, ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, την από 15-4-2014 αίτηση – αναφορά του με περιεχόμενο αντίστοιχο με τα ανωτέρω δικόγραφα (ανακοπής και αγωγής), όσον αφορά στη συμμετοχή του (ενάγοντος της Β’ αγωγής) στον εν λόγω πλειστηριασμό. Τέλος, εξέθεσε ότι τα ανωτέρω περιστατικά, που περιλαμβάνονται στην ανωτέρω ανακοπή, αγωγή και αναφορά – αίτηση, είναι ψευδή και συκοφαντικά και ότι συνιστούν την αντίστοιχη αξιόποινη πράξη, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ (συκοφαντική δυσφήμηση), ενόψει του ότι τα διαλαμβανόμενα στα ανωτέρω δικόγραφα, με το ψευδές περιεχόμενο, διαδόθηκαν και περιήλθαν σε γνώση των, ενδεικτικώς, αναφερόμενων στην αγωγή αυτή τρίτων προσώπων, εν γνώσει του ψεύδους τους εκ μέρους του εναγομένου της αγωγής αυτής, επιπλέον ότι η υποβολή της ανωτέρω εναντίον του μηνυτήριας αναφοράς συνιστά την αξιόποινη πράξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ (ψευδής καταμήνυση), καθώς και ότι, σε κάθε περίπτωση, οι σχετικές ενέργειες του εναγομένου υπερβαίνουν τα όρια του άρθρου 281 του ΑΚ και έχουν προκαλέσει παράνομη προσβολή στην προσωπικότητά του. Εξάλλου, βάσει των προαναφερθέντων, ο ενάγων, με την ανωτέρω αγωγή του, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος της αγωγής αυτής, να άρει την προαναφερθείσα προσβολή της προσωπικότητάς του, διατασσομένου του εναγομένου της αγωγής αυτής να μην επαναλάβει και διαδώσει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τις ως άνω υβριστικές και συκοφαντικές αναφορές προς το πρόσωπό του, καθώς και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 350.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, έχει υποστεί, εξαιτίας της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Με την ως άνω υπό στοιχείο Γ΄ αγωγή, ο ενάγων αυτής (…….. .) εξέθεσε ότι, στις 9-5-2007, τηρώντας τις νόμιμες διατυπώσεις, έλαβε μέρος στον ανωτέρω πλειστηριασμό (ο οποίος αναφέρεται στην ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή), κατά τον οποίο εκπλειστηριάσθηκε το αναφερόμενο στην αγωγή ακίνητο του εναγομένου (της αγωγής αυτής . ……..). Ότι, σχετικώς με τον εν λόγω πλειστηριασμό, ο τελευταίος άσκησε την κρινόμενη ως άνω υπό στοιχείο Α’ αγωγή του, επιπλέον δε υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, την από 15-4-2014 αίτηση – αναφορά του, στις οποίες εκθέτει τα αναφερόμενα, στην αγωγή αυτή (υπό στοιχείο Γ’), συκοφαντικά και ψευδή γεγονότα. Ειδικότερα, ο ενάγων, παραθέτοντας αυτούσια αποσπάσματα της ανωτέρω αγωγής και αίτησης – αναφοράς, ισχυρίζεται  ότι ο εναγόμενος της αγωγής αυτής (και ενάγων της υπό στοιχείο Α’ αγωγής), στα έγγραφα αυτά, επικαλείται την ύπαρξη συμπαιγνίας μεταξύ αυτού (…….. . και του . …….., προκειμένου ο πρώτος να αποκτήσει το αναφερόμενο ακίνητο με το κατά το δυνατόν μικρότερο πλειστηρίασμα, και με τη συνδρομή στη διαδικασία αυτή του συμβολαιογράφου (……..) υπαλλήλου επί του εν λόγω πλειστηριασμού, ο οποίος τέλεσε τις σχετικές αξιόποινες πράξεις (ψευδείς βεβαιώσεις) παρακινηθείς από αυτόν (ενάγοντα της υπό στοιχείο Γ΄ αγωγής). Τέλος, εξέθεσε ότι τα ανωτέρω περιστατικά, που περιλαμβάνονται στην ανωτέρω αγωγή και αναφορά – αίτηση, είναι ψευδή και συκοφαντικά και ότι συνιστούν την αντίστοιχη αξιόποινη πράξη, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ (συκοφαντική δυσφήμηση), ενόψει του ότι τα διαλαμβανόμενα στα ανωτέρω έγγραφα, με το ψευδές περιεχόμενο, διαδόθηκαν και περιήλθαν σε γνώση των, ενδεικτικώς, αναφερόμενων στην αγωγή αυτή τρίτων προσώπων, εν γνώσει του ψεύδους τους εκ μέρους του εναγομένου της αγωγής αυτής, επιπλέον ότι η υποβολή της ανωτέρω εναντίον του μηνυτήριας αναφοράς συνιστά την αξιόποινη πράξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ (ψευδής καταμήνυση), καθώς και ότι, σε κάθε περίπτωση, οι σχετικές ενέργειες του εναγομένου υπερβαίνουν τα όρια του άρθρου 281 του ΑΚ και έχουν προκαλέσει παράνομη προσβολή στην προσωπικότητά του. Εξάλλου, βάσει των προαναφερθέντων, ο ενάγων, με την ανωτέρω αγωγή του, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος της αγωγής αυτής, να άρει την προαναφερθείσα προσβολή της προσωπικότητάς του, διατασσομένου του εναγομένου της αγωγής αυτής να μην επαναλάβει και διαδώσει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τις ως άνω  υβριστικές και συκοφαντικές αναφορές προς το πρόσωπό του, καθώς και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 350.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, έχει υποστεί, εξαιτίας της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Με την εκκαλούμενη απόφαση οι προαναφερθείσες αγωγές συνεκδικάσθηκαν και απορρίφθηκε ως αόριστη η ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή (του ενάγοντος . ……..), ενώ οι ως άνω υπό στοιχεία Β΄ και Γ΄ αγωγές (των εναγόντων . …….. και . …….., αντιστοίχως) έγιναν δεκτές κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικώς βάσιμες, και διατάχθηκε η άρση της σχετικής εις βάρος των εναγόντων προσβολής, αντιστοίχως, με την απαγόρευση στον εναγόμενο αυτών, εφεξής, να επαναλάβει και διαδώσει τις αναφερθείσες συκοφαντικές διαδόσεις ως προς το πρόσωπό τους, επιπλέον, υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγής το ποσό των 6.000 ευρώ και  στον ενάγοντα της ως άνω υπό στοιχείο Γ΄ αγωγής το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση τους για τη σχετική ηθική βλάβη που υπέστησαν, αντιστοίχως. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεση του και τους πρόσθετους λόγους αυτής, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί, η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή του να γίνει δεκτή, ενώ οι ως άνω υπό στοιχεία Β΄ και Γ΄ αγωγές να απορριφθούν στο σύνολό τους. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεως ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, απέρριψε την ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή του,  με την αιτιολογία ότι αυτή είχε καταστεί, επιγενομένως, αόριστη, λόγω της δηλώσεως αυτού (ενάγοντος), κατά την πρωτόδικη δίκη, περί περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματός της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ως προς το πέραν των 20.000,00 ευρώ αξιούμενο ποσό, ενόψει του ότι το αγωγικό αίτημα συντίθετο από περισσότερα κονδύλια και δεν έλαβε χώρα εξειδίκευση ως προς τα κονδύλια, στα οποία αφορούσε ο περιορισμός αυτός, ούτε ότι περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήματος με αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων. Συγκεκριμένα, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι, ανεξαρτήτως της εγκυρότητας ή μη της σχετικής δηλώσεώς του περί περιορισμού του αιτήματος της αγωγής του, αυτή δεν επιφέρει αοριστία της αγωγής, γιατί θεωρείται ότι τα περισσότερα κονδύλια περιορίζονται ως προς το καταψηφιστικό τους μέρος κατά σύμμετρη ποσοστιαία αναλογία, καθώς και ότι, σε κάθε περίπτωση, έπρεπε η αγωγή του να εξετασθεί κατά το αναγνωριστικό της αίτημα, το οποίο περιλαμβάνεται στο καταψηφιστικό. Όπως προκύπτει, όμως, από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με τη δήλωση του εκκαλούντος – ενάγοντος περί περιορισμού του αιτήματος της αγωγής του («… περιορίζουμε το αιτούμενο ποσό λόγω δικαστικού ενσήμου στα 20.000 ευρώ με επιφύλαξη ρητή για το υπόλοιπο …») δεν διευκρινίσθηκε σε ποια από τα ως άνω περισσότερα κονδύλιά της αυτή αφορούσε, ούτε δηλώθηκε, με σαφήνεια, ότι περιορίζονται αναλόγως, κατά το αντίστοιχο ποσοστό, όλα τα επιμέρους κονδύλια της αγωγής. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), προκλήθηκε αοριστία της αγωγής, η οποία παρακωλύει την συγκεκριμενοποίηση της σχετικής διαφοράς. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του και την προαναφερθείσα αιτιολογία απέρριψε την ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή ως (επιγενομένως) αόριστη, δεν έσφαλε, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγος (1ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης, απορριπτέοι ως αβάσιμοι είναι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων της εφέσεως (υπό στοιχεία Ι και ΙΙ) περί της αοριστίας των ως άνω υπό στοιχεία Β΄ και  Γ΄ αγωγών, αντιστοίχως, ενόψει του ότι αυτές περιέχουν όλα τα απαραίτητα εκ του νόμου στοιχεία, όπως αυτά προεκτέθηκαν (υπό στοιχείο Ι), δηλαδή εκτίθενται στο δικόγραφο αυτών τα πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των νομικών διατάξεων, στις οποίες και θεμελιώνεται το ασκούμενο με τις αγωγές αυτές δικαίωμα, αντιστοίχως.

ΙΙ. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ 1 του Συντάγματος, και η οποία (προσωπικότητα) αποτελεί πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας αυτής. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία βάσει της ηθικής αξίας, που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία βάσει της κοινωνικής του αξίας, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Επίσης, προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 του ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, α)η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν η σχετική συμπεριφορά αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις, που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος. γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ) και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Σημειωτέον ότι ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκείνου, που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, όπως προαναφέρθηκε (βλ. ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1212/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 97/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 285/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 273/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 2008 500, Καράκωστα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου εκδ. 2η τομ. ΙΑ αρθρ. 57 αρ. 139-177 σελ. 811επ.  Φουντεδάκη σε ΣΕΑΚ τομ. Ι. αρθρ. 57 αρ. 2-10 σελ. 138). Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει περίπτωση να συντρέχει κάποιος λόγος, ο οποίος να αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω προσβολής, τέτοιοι λόγοι προβλέπονται στο νόμο (όπως στα άρθρα 282-286 και 985 του ΑΚ, 20, 22, 25, 367, 371 παρ. 4, 304 παρ. 4 και 5 του ΠΚ) ή συνάγονται κατ’ αναλογία από τις αντίστοιχες διατάξεις ή από το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας και ιδίως τους κανόνες της καλής πίστης (όπως η συναίνεση του παθόντος, η σύγκρουση καθηκόντων κλπ). Τέλος, από δικονομικής απόψεως, όσον αφορά το σχετικό βάρος της αποδείξεως, ο αιτών (ενάγων) την προστασία της προσωπικότητάς του πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τα γεγονότα, που συνιστούν την παράνομη προσβολή αυτής, ενώ, ο εναγόμενος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη του λόγου, που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της σχετικής συμπεριφοράς του (βλ. Καράκωστα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ο.π. αρθρ. 57 αρ. 196 σελ. 829, Φουντεδάκη ο.π. αρθρ. 57 αρ. 50 σελ.  146).

Εξάλλου, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρων 361-363 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις αυτές, εξύβριση διαπράττει, όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη, είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο, κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης εις βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση κατ’ άρθρον 362 του ΠΚ, που προσβάλλει, επίσης, την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Μάλιστα, ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο, γεγονότα, που θίγουν την τιμή και την υπόληψη άλλου υπό την προαναφερθείσα έννοια, προσβάλλοντας παρανόμως την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο  367 παρ. 1 του ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων  361 – 367 του ΠΚ εφαρμόζονται, αναλογικώς, για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Επίσης, κατά τα ανωτέρω και σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 362 και 366 παρ. 1, 3 του ΠΚ, στην περίπτωση που το δυσφημιστικό γεγονός είναι αληθές, δεν στοιχειοθετείται ούτε το έγκλημα της δυσφήμησης (άρθρο 366 παρ. 1 ΠΚ), αλλά είναι δυνατό να στοιχειοθετείται το από το άρθρο 361 του ΠΚ προβλεπόμενο έγκλημα της εξύβρισης, αν ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν κακόβουλα, δηλαδή από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η δυσφήμηση, προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει, όταν ο συγκεκριμένος τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς εν γνώσει του επιλέχθηκε, για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου (βλ. ΑΠ 521/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ1394/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1264/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 134/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 271/2012 ΝοΒ 2012 864).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, δράστης της αξιόποινης πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως είναι εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν. Έτσι, για τη θεμελίωση του ως άνω εγκλήματος απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής (βλ. ΑΠ 2480/2003 ΠοινΧρ ΝΔ 918, ΑΠ 1158/1997 ΠοινΧρ ΜΗ 401).

Εξάλλου, κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, ως «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του, κατά γενική αντίληψη, χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Επίσης, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των σχετικών στοιχείων ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγόμενων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υποχρέου (εφόσον, όμως, αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν), ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΑΠ 1518/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 563/2003 ΝοΒ 2004 24).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, στην περίπτωση της, κατά τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, διενέργειας πλειστηριασμού ακινήτου, ο υπερθεματιστής έχει υποχρέωση, αμέσως μετά την κατακύρωση να καταβάλει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ολόκληρο το ποσό του πλειστηριάσματος, ο τελευταίος, όμως, μπορεί να επιτρέψει η καταβολή αυτή, για το μέρος του πλέον του ποσού της εγγυοδοσίας οφειλόμενου πλειστηριάσματος ή μέρους αυτού, να πραγματοποιηθεί εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τον πλειστηριασμό (άρθρο 1004 παρ.  1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από την παρ. 19 του άρθρου 207 του ν. 4512/2018). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος μπορεί να ζητήσει από τον υπερθεματιστή, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του και πρόσθετη εγγυοδοσία εκείνης, που κατέθεσε ήδη (άρθρο 965 παρ. 1 εδ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και στη συνέχεια από την παρ. 9 του άρθρου 207 του ν. 4512/2018). Επίσης, το ποσό του πλειστηριάσματος, το οποίο αφορά στο ακίνητο, που εκπλειστηριάσθηκε, κατατίθεται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό (άρθρο 1003 παρ. 4, 965 παρ. 4 του ΚΠολΔ), ενώ θεματοφύλακας αυτού παραμένει ο υπάλληλος επί του πλειστηριασμού. Σημειωτέον ότι το σύστημα των κυρώσεων για τη μη καταβολή του ποσού του πλειστηριάσματος, εκ μέρους του υπερθεματιστή, είχε μεταβληθεί σημαντικώς, δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 4  του ν. 2298/1995, με το οποίο τροποποιήθηκε το ως άνω άρθρο 965 παρ. 4 του ΚΠολΔ, ενώ πριν από την τροποποίηση αυτή, μοναδικό μέσο πίεσης κατά του υπερθεματιστή, που αθέτησε την υποχρέωσή του να καταβάλει εμπρόθεσμα το πλειστηρίασμα, ήταν ο αναπλειστηριασμός, η συνέπεια αυτή, όμως, θεωρήθηκε στην πράξη, απρόσφορη και αλυσιτελής, επιπλέον, προκάλεσε πολλά ερμηνευτικά ζητήματα. Έτσι, με την ως άνω τροποποιημένη μορφή, που έλαβε το άρθρο 965 παρ. 5 του ΚΠολΔ, θεσμοθετήθηκε μία ενδιάμεση, μεταξύ πλειστηριασμού και αναπλειστηριασμού, διαδικασία εξεύρεσης και εγκατάστασης νέου υπερθεματιστή στη θέση του ασυνεπούς υπερθεματιστή, ώστε να διασώζεται ο πλειστηριασμός, χωρίς προσφυγή στη χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία του αναπλειστηριασμού. Ειδικότερα, αν ο υπερθεματιστής δεν κατέβαλε εμπροθέσμως το ποσό του πλειστηριάσματος, επιφορτιζόταν ο υπάλληλος επί του πλειστηριασμού να τον οχλήσει για την καταβολή αυτού, με εξώδικη πρόσκληση, που επιδιδόταν με δικαστικό επιμελητή μέσα στις επόμενες δύο (2) εργάσιμες ημέρες. Αν το πλειστηρίασμα δεν καταβαλλόταν μέσα στις επόμενες πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την ανωτέρω όχληση, επέρχονταν, από το νόμο, οι ακόλουθες έννομες συνέπειες: α) Η κατακύρωση στον – αθετήσαντα την υποχρέωσή του – αρχικό υπερθεματιστή ανατρεπόταν αυτοδικαίως και οριστικώς, β) η κατατεθείσα από τον αρχικό υπερθεματιστή εγγυοδοσία, επίσης, κατέπιπτε οριστικώς και γ) ακολουθούσε διαδικασία εξεύρεσης νέου υπερθεματιστή (βλ. ΑΠ 1489/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 2/2013). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281 και 288 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 959, 963, 988 και 1005 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι κάθε ενέργεια του δανειστή ή του υπερθεματιστή ή τρίτων, που βρίσκονται σε συνεννόηση με τον υπερθεματιστή, η οποία παρεμποδίζει την πλειοδοσία και, κατά συνέπεια, την επιτυχία μεγαλύτερου πλειστηριάσματος και ειδικότερα κάθε ενέργεια των ανωτέρω προσώπων, που τείνει σε παρακώλυση του ελεύθερου συναγωνισμού με απομάκρυνση των πλειοδοτών, προς το σκοπό να κατακυρωθεί το πράγμα αντί κατωτέρου τιμήματος στον υπερθεματιστή, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη, που διέπει την ελευθερία των συναλλαγών και ο πλειστηριασμός, που διενεργείται με τέτοιες αθέμιτες πράξεις και ενέργειες, είναι άκυρος (βλ. ΑΠ 1343/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2337/2007 ΕλλΔνη 2008 1505).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 9-5-2007, στον Άλιμο Αττικής, κατά τη σχετική διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, εκπλειστηριάστηκε, με υπάλληλο επί του πλειστηριασμού τη συμβολαιογράφο Πειραιώς ………., η οποία ενεργούσε ως νόμιμη αναπληρώτρια του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. . (ήδη θανόντος), το ακολούθως περιγραφόμενο ακίνητο της κυριότητας του . …….. (ενάγοντος της ως άνω υπό στοιχείο Α’ αγωγής και εναγόμενου των ως άνω υπό στοιχεία Β’ και Γ’  αγωγών), δηλαδή μία οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου, υπό στοιχεία Δ1, μίας οικοδομής ανεγερθείσης σε οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, κείμενο στη θέση …. στο «…..» εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της Κοινότητας και πρώην Δήμου Καλαμακίου και ήδη του Δήμου Αλίμου, οικόπεδο, το οποίο εμφαίνεται υπό τον αριθμό … του Ο.Τ. .. της περιοχής «Άνω Καλαμακίου» και επί της οδού ……., επιφάνειας τριακοσίων τριών τετραγωνικών μέτρων και δέκα εκατοστών (303,10 μ2), εμφαινόμενο ως αγροτεμάχιο στο από 25-9-1951 σχεδιάγραμμα του μηχανικού …, στην περιοχή τρία (3) υπ’ αριθμόν …, και ως οικόπεδο στο από 18-4-1978 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ……, συνορευομένου ανατολικώς με το υπ’ αριθ. … οικόπεδο ιδιοκτησίας ……., επί πλευράς δώδεκα μέτρων και δέκα εκατοστών (12,10 μ.), δυτικώς με την οδό …….., επί προσώπου μήκους δώδεκα μέτρων και δέκα εκατοστών (12,10 μ.), βορείως με το υπ’ αριθ. …. οικόπεδο ιδιοκτησίας . .. επί πλευράς είκοσι πέντε μέτρων και πέντε εκατοστών (25,05 μ.) και νοτίως με το υπ’ αριθ. .. οικόπεδο ιδιοκτησίας …… επί πλευράς είκοσι πέντε μέτρων και πέντε εκατοστών (25,05 μ.). Ειδικότερα, ο εν λόγω πλειστηριασμός αφορούσε σε ένα διαμέρισμα (οριζόντια ιδιοκτησία) με τα στοιχεία Δ1 του τετάρτου υπέρ την πιλοτή ορόφου, το οποίο αποτελείται από χωλλ, καθιστικό, τραπεζαρία, κουζίνα, διάδρομο, τρία υπνοδωμάτια, λουτρό και βεράντα προς τον πίσω και πλαϊνούς ακάλυπτους χώρους, άλλη προς την οδό …….. και προς τους πλαϊνούς ακάλυπτους χώρους και εξώστη προς το νότιο ακάλυπτο χώρο, και το οποίο συνορεύει βορείως, εν μέρει, με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και πέραν με ιδιοκτησία ……., εν μέρει με το διάδρομο του ορόφου και το κλιμακοστάσιο, ανατολικώς, με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και πέραν με ιδιοκτησία …….., νοτίως με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και πέραν με ιδιοκτησία …….. .., δυτικώς με την πρασιά και πέραν με την οδό …….. και εν μέρει με το κλιμακοστάσιο, επιφάνειας εκατό τετραγωνικών μέτρων και εβδομήντα εκατοστών (100,70 μ2), όγκου μικτού τριακοσίων είκοσι δυο κυβικών μέτρων και είκοσι πέντε εκατοστών (322,25 μ3), αναλογία όγκου κοινοχρήστων εξήντα τριών κυβικών μέτρων και ογδόντα πέντε εκατοστών (63,85 μ3), δηλαδή συνολικού όγκου μέτρων κυβικών τριακοσίων ογδόντα έξι και δέκα εκατοστών (386,10 μ3), με ποσοστό συνιδιοκτησίας του οικοπέδου διακόσια τριάντα χιλιοστά (230/1000), τα οποία αναλογούν σε εξ’ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου σε εξήντα εννέα τετραγωνικά μέτρα και εβδομήντα ένα εκατοστά (69,71 μ2). Ο εν λόγω πλειστηριασμός διενεργήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, με επίσπευση του . …….. (πρώτου εναγομένου της ως άνω υπό στοιχείο Α’ αγωγής και ενάγοντος της υπό στοιχείο Γ’ αγωγής, καθώς και αδελφού του . ……..), δυνάμει του απογράφου της υπ’ αριθ. 2194/2004 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία (απόφαση), μεταξύ άλλων, ο …….. . είχε υποχρεωθεί να καταβάλει στο . …….. το ποσό των 86.573,73 ευρώ. Η αξία του προαναφερθέντος εκπλειστηριασθέντος ακινήτου (οριζόντιας ιδιοκτησίας) είχε προσδιορισθεί, κατά τη διαδικασία της σχετικής κατάσχεσης, στο ποσό των 120.000,00 ευρώ και βάσει της υπ’ αριθ. 1.839/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, είχε ορισθεί στο ποσό των 210.000 ευρώ και η τιμή της πρώτης προσφοράς στο ποσό των 140.000 ευρώ (2/3 αυτής). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …./9-5-2007 έκθεση της προαναφερθείσας συμβολαιογράφου, η διαδικασία του εν λόγω πλειστηριασμού, εξελίχθηκε ως ακολούθως: Πρώτος πλειοδότησε ο …….. .(πέμπτος εναγόμενος της ως άνω υπό στοιχείο Α’ αγωγής και ενάγων της υπό στοιχείο Β’ αγωγής), ο οποίος κατέθεσε στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, υπό μορφή εγγύησης, το ποσό των 46.700 ευρώ, (κατ’ ολίγον ανώτερο του 1/3 της τιμής της πρώτης προσφοράς, που ήταν, προς τούτο, αναγκαίο, κατ’ άρθρο 965 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3714/2008, στη συνέχεια από την παρ. 2 του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και τέλος από την παρ. 9 του άρθρου 207 του ν. 4512/2018) δια της υπ’ αριθ. ….. επιταγής, με πληρώτρια την «…. Τράπεζα της Ελλάδος», εκδοθείσης την 9-5-2007, δηλώνοντάς ότι πλειοδοτεί για το ποσό των 140.005 ευρώ. Κατόπιν, προσήλθε ο …….. . (πρώτος εναγόμενος της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγής και ενάγων της υπό στοιχείο Γ΄ αγωγής), ο οποίος κατέθεσε την προβλεπόμενη εγγύηση δια δύο επιταγών, δηλαδή της υπ’ αριθ. ….. επιταγής, με πληρώτρια την «. ….Τράπεζα της Ελλάδος», ποσού 19.800 ευρώ, και της υπ’ αριθ. 18291883-1 επιταγής, με πληρωτή το «…….», ποσού 26.900 ευρώ, αμφότερες με χρόνο έκδοσης την 9-5-2007. Σημειωτέον ότι και οι τρεις ανωτέρω επιταγές είχαν εκδοθεί εις διαταγήν του …….. . ο οποίος είχε παραδώσει την πρώτη από τις επιταγές αυτές (υπ’ αριθ. …. ποσού 46.700 ευρώ) στο . ……… Ο …….. . είχε δηλώσει, στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, ότι πλειοδοτεί, τόσο για τον εαυτό του όσο και για τη . …….. σύζυγο …….. …….., τη . …….. θυγατέρα …….. …….. και την . …….. θυγατέρα …….. …….., (δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των εναγομένων της ως άνω υπό στοιχείο Α’ αγωγής), προσκομίζοντας προς τούτο το ειδικό υπ’ αριθ. ……../9-5-2007 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου …….. …….., και πλειοδότησε για το ποσό των 140.015,00 ευρώ. Στη συνέχεια, ο …….. . πλειοδότησε, στην επόμενη προσφορά του, για το ποσό των 140.020 ευρώ. Τότε εμφανίστηκε και τρίτος πλειοδότης, ο …….. …, ο οποίος κατέθεσε ως εγγύηση το ποσό των 47.000 ευρώ, δια ισόποσης επιταγής (υπ’ αριθ. ….. της τράπεζας «….») και πλειοδότησε για το ποσό των 140.030 ευρώ. Ακολούθως: 1)ο …….. . προσέφερε το ποσό των 140.100 ευρώ, 2)ο …….. . το ποσό των 140.110,00 ευρώ, 3)ο …….. . το ποσό των 140.120 ευρώ, 4)ο …….. . το ποσό των 140.130 ευρώ, 5)ο …….. . το ποσό των 140.140 ευρώ, 6)ο …….. . το ποσό των 140.150 ευρώ, 7)ο …….. . το ποσό των 140.155 ευρώ, 8)ο …….. . το ποσό των 140.165 ευρώ, 9)ο …….. . το ποσό των 140.170 ευρώ, 10)ο …….. . το ποσό των 140.500 ευρώ, 11)ο …….. . το ποσό των 140.510 ευρώ, 12)ο …….. . το ποσό των 140.610 ευρώ, 13)ο …….. . το ποσό των 140.615 ευρώ, 14)ο …….. . το ποσό των 140.715 ευρώ, 15)ο …….. . το ποσό των 140.750 ευρώ, 16)ο …….. . το ποσό των 140.850 ευρώ, 17)ο …….. . το ποσό των 140.855 ευρώ, 18)0 …….. . το ποσό των 140.900 ευρώ, 19)ο …….. . το ποσό των 140.905 ευρώ, 20)ο …….. . το ποσό των 140.950 ευρώ, 21)ο …….. . το ποσό των 140.970 ευρώ, 22)ο …….. . το ποσό των 141.000 ευρώ, 23)ο …….. . το ποσό των 141.005 ευρώ, 24)ο …….. …….. το ποσό των 140.100 ευρώ, 25)ο …….. . το ποσό των 141.105 ευρώ, 26)ο …….. …. το ποσό των 141.200 ευρώ, 27)ο …….. . το ποσό των 140.205 ευρώ, 28)ο …….. … το ποσό των 141.300 ευρώ, 29)ο …….. . το ποσό των 141.305 ευρώ, 30)ο …….. .. το ποσό των 141.500 ευρώ, 31)ο …….. . το ποσό των 141.590 ευρώ, 32)ο …….. . το ποσό των 141.600 ευρώ, 33)ο …….. . το ποσό των 141.605 ευρώ, 34)ο …….. .. το ποσό των 142.000 ευρώ, 35)ο …….. . το ποσό των 142.005 ευρώ, 36)ο …….. .. το ποσό των 142.500 ευρώ, 37)ο …….. . το ποσό των 142.005 ευρώ, 38)ο …….. . το ποσό των 142.600 ευρώ, 39)ο …….. . το ποσό των 142.605 ευρώ, 40)ο …….. . το ποσό των 142.700 ευρώ, 41)ο …….. . το ποσό των 142.705 ευρώ, 42)ο …….. . το ποσό των 142.750 ευρώ, 43)ο …….. . το ποσό των 142.755 ευρώ, 44)ο …….. . το ποσό των 142.760 ευρώ, 45)ο …….. . το ποσό των 142.765 ευρώ, 46)ο …….. . το ποσό των 142.770 ευρώ, 47)ο …….. . το ποσό των 142.775 ευρώ, 48)ο …….. . το ποσό των 142.875 ευρώ, 49)ο …….. . το ποσό των 142.880 ευρώ, 50)ο …….. . το ποσό των 142.885 ευρώ και, τέλος, 51)ο …….. .. το ποσό των 142.890 ευρώ, που ήταν και η ανώτερη και, ως εκ τούτου, τελική προσφορά, κατά συνέπεια, το πλειστηριαζόμενο ακίνητο κατακυρώθηκε σε αυτόν (………..) και στα προαναφερθέντα πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων ο ίδιος πλειοδότησε. Στη συνέχεια, αφού παρήλθε χρονικό διάστημα δώδεκα ημερών από τη διενέργεια του ανωτέρω πλειστηριασμού, ο επ’ αυτού υπάλληλος, συμβολαιογράφος . …….., (ο οποίος ως άνω είχε αναπληρωθεί κατά τη διενέργειά του), συνέταξε την υπ’ αριθ. ……/21-5-2007 πράξη κατάθεσης  πλειστηριάσματος, στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ο . ……, παρουσιάσθηκε ενώπιόν του, ζητώντας να καταθέσει και ότι πράγματι κατέθεσε, και εκείνος (………..) παρέλαβε, ολόκληρο το υπόλοιπο ποσό του πλειστηριάσματος (πλέον του ως άνω ποσού της εγγύησης), δηλαδή το ποσό των 96.190,00 ευρώ (142.890-46.700) ως ακολούθως: α)το ποσό των 46.700 ευρώ δια της υπ’ αριθ. … επιταγής της «… Τράπεζας της Ελλάδος» (με αναγραφόμενη ημερομηνία  έκδοσης την 9-5-2007), η οποία είναι η ίδια επιταγή, την οποία είχε καταθέσει ο …….. …, ως εγγύηση, για τη συμμετοχή του στον εν λόγω πλειστηριασμό, και η οποία είχε παραδοθεί εκ νέου στο …….. …….., β)το ποσό των 27.000 ευρώ δια της υπ’ αριθ. … επιταγής της «… Τράπεζας της Ελλάδος» (με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 21-5-2007) και γ)το ποσό των 22.490 ευρώ δια της υπ’ αριθ. …… επιταγής της «… Τράπεζας της Ελλάδος» (με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 22-5-2007), προκειμένου να διενεργηθεί κατανομή αυτού (πλειστηριάσματος) στους σχετικούς δικαιούχους. Μάλιστα, το γεγονός αυτό, δηλαδή της ολοσχερούς καταβολής του ποσού του πλειστηριάσματος, αναφέρεται και στην υπ’ αριθ. ………/24-5-2007 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης του ίδιου συμβολαιογράφου. Σημειωτέον ότι η πρώτη (υπό στοιχείο α΄) από τις τρεις προαναφερθείσες επιταγές, και συγκεκριμένα η υπ’ αριθ. ….. επιταγή της «….. Τράπεζας της Ελλάδος» (με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 9-5-2007), ποσού 46.700 ευρώ, είχε ήδη πληρωθεί στις 16-5-2007, από την πληρώτρια τράπεζα, όπως προκύπτει από την από 5-6-2013 βεβαίωση της «Τράπεζας …..», ως καθολικής διαδόχου της πληρώτριας τράπεζας («….. Τράπεζας της Ελλάδος»), η οποία (τράπεζα), μετά την πληρωμή της, είχε λάβει στην κατοχή της το σώμα της επιταγής αυτής, έτσι, δεν ήταν δυνατόν η επιταγή αυτή να  βρίσκεται στην κατοχή του . …….. στις 21-5-2007, που, κατά τα ως άνω, αναφέρεται ότι ο τελευταίος την κατέθεσε στον προαναφερθέντα συμβολαιογράφο, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο της πληρωμής της (16-5-2007). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η ως άνω υπό στοιχείο γ΄ υπ’ αριθ. …. επιταγή της «…. Τράπεζας της Ελλάδος», ποσού 22.490 ευρώ (με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 22-5-2007), φέρεται να κατατέθηκε στον προαναφερθέντα συμβολαιογράφο στις 21-5-2007, δηλαδή πριν την αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσής της (22-5-2007), πάντως, η επιταγή αυτή εισπράχθηκε από το συμβολαιογράφο . …….. στις 29-5-2007, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση επί του σώματός της. Από τα ανωτέρω, συνάγεται ότι ο …….. ., στην πραγματικότητα, κατέβαλε στον προαναφερθέντα επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, δια των ως άνω τεσσάρων επιταγών, για το σχετικό πλειστηρίασμα, το συνολικό ποσό των 96.190 ευρώ (δηλαδή τα ποσά των 19.800 ευρώ και των 26.900 ευρώ, τα οποία είχαν καταβληθεί ως εγγύηση, και επιπλέον τα ποσά των 27.000 ευρώ και 22.490 ευρώ, τα οποία καταβλήθηκαν μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού), όχι όμως και το ποσό των 46.700 ευρώ, το οποίο αφορά στην ανωτέρω υπ’ αριθ. …. επιταγή της «. …..Τράπεζας της Ελλάδος» (με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 9-5-2007), η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, δεν ήταν στην κατοχή του . …….., κατά τον ως άνω φερόμενο χρόνο καταβολής (21-5-2007). Ως εκ τούτου, υπήρχε οφειλή του υπερθεματιστή . …….., ως προς το υπόλοιπο ποσό του ανωτέρω πλειστηριάσματος, δηλαδή αυτό των 46.700 ευρώ (142.890-96.190). Κατά συνέπεια, η αναφορά στην ανωτέρω υπ’ αριθ. ……/21-5-2007 πράξη κατάθεσης  πλειστηριάσματος του συμβολαιογράφου . …….. (ήδη θανόντος), περί  καταβολής από το …….. …….. ολόκληρου του ποσού του ως άνω πλειστηριάσματος, αποτελεί  ψευδή βεβαίωση, κατά το αντίστοιχο μέρος της. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι ο επί του πλειστηριασμού αυτού υπάλληλος (συμβολαιογράφος . ……..) δεν συμμορφώθηκε προς την υποχρέωσή του, η οποία απορρέει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1003 παρ. 4 και 965  παρ. 5 του ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 965 παρ. 5 ίσχυε πριν την τροποποίησή του από την παρ. 2 του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και στη συνέχεια από την παρ. 9 του άρθρου 207 του ν. 4512/2018), και ειδικότερα, αυτής να οχλήσει, μετά την παρέλευση δύο (2) εργασίμων ημερών από τη μη καταβολή του πλειστηριάσματος, με εξώδικη πρόσκληση τον υπερθεματιστή αυτόν, ως προς την καταβολή του συνόλου του πλειστηριάσματος. Μάλιστα, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο προαναφερθείς συμβολαιογράφος είχε χορηγήσει (ατύπως) στο . …….., για την καταβολή αυτή, τη δεκαπενθήμερη προθεσμία, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1004 παρ. 1 του ΚΠολΔ  (όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από την παρ. 19 του άρθρου 207 του ν. 4512/2018), μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής (δηλαδή την 24-5-2007), αυτός παρέλειψε να προβεί στην ανωτέρω όχληση, ενώ αν είχε ενεργήσει, όπως ως άνω ορίζεται στο νόμο, καλώντας το .. …….., εντός της προθεσμίας, που προαναφέρθηκε, να καταβάλει ολόκληρο το ποσό του πλειστηριάσματος, θα εκκινούσε, προς τούτο, προθεσμία πέντε (5) εργάσιμων ημερών (δηλαδή μέχρι την 5-6-2007 επόμενη εργάσιμη ημέρα), μετά την παρέλευση της οποίας η ως άνω κατακύρωση θα ανατρεπόταν και η σχετική εγγυοδοσία, την οποία είχε καταβάλει ο …….. ., θα κατέπιπτε. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ενεργειών και παραλείψεων του προαναφερθέντος συμβολαιογράφου ήταν, αφενός, η ματαίωση της κατά νόμο αυτοδίκαιης ανατροπής της κατακύρωσης, που είχε πραγματοποιηθεί υπέρ του . …….., με τη σύγχρονη κατάπτωση της δοθείσας από τον τελευταίο εγγύησης (για να μετάσχει στον πλειστηριασμό αυτό) και, αφετέρου, η κατακύρωση του ως άνω εκπλειστηριασθέντος ακινήτου στον επόμενο πλειοδότη …….. …….. (άρθρα 1003 παρ. 4 και 965  παρ. 5 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 965 παρ. 5 ίσχυε πριν την τροποποίησή του από την παρ. 2 του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και στη συνέχεια από την παρ. 9 του άρθρου 207 του ν. 4512/2018).

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, στις 25-6-2007, είχε επιδοθεί στον . …….., ως πληρεξούσιο και αντίκλητο του …….. …….., η υπ’ αριθ. …/15-6-2007 πρόσκληση δανειστών του ιδίου προαναφερθέντος συμβολαιογράφου, η οποία απευθυνόταν και προς το …….. …….., το Ελληνικό Δημόσιο και άλλους δανειστές του …….. …….., στην οποία αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι ο ανωτέρω υπάλληλος επί του εν λόγω πλειστηριασμού είχε κατατάξει το …….. …….., οριστικώς και σε μερική εξόφληση της σχετικής απαίτησής του, για το ποσό των 128.050 ευρώ. Επίσης, στην ίδια ως άνω πρόσκληση δανειστών αναφερόταν ότι, εξαντληθέντος του πλειστηριάσματος, με την ανωτέρω κατάταξη, και μη αρκούντος αυτού για την πληρωμή όλων των σχετικών απαιτήσεων, δεν κατατασσόταν κάποιος δανειστής για άλλη απαίτηση. Ο ίδιος προαναφερθείς συμβολαιογράφος, όμως, είχε συντάξει τον υπ’ αριθ. ……. πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο αναφερόταν ότι το Ελληνικό Δημόσιο είχε αναγγελθεί, διά του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού, για το ποσό των 3.115,90 ευρώ, ζητώντας μάλιστα την προνομιακή κατάταξή του, ενώ ο …….. .. είχε καταταχθεί για το ποσό 124.934,96 ευρώ. Ο πίνακας αυτός φέρεται να έχει συνταχθεί στις 5-6-2007, πλην όμως έχει καταχωρηθεί στο οικείο βιβλίο του ανωτέρω συμβολαιογράφου (αντίγραφο του οποίου ο …….. . έλαβε δυνάμει της από 22-5-2013 παραγγελίας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς) ως συνταχθείς στις 15-6-2007, ημερομηνία που αναφέρεται και στην από …../2008 πράξη εξόφλησης πίνακα κατάταξης του ίδιου συμβολαιογράφου, επιπλέον δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι η ανωτέρω Δ.Ο.Υ. είχε αναγγελθεί σχετικώς με νόμιμο τρόπο. Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ……., ενεργώντας για λογαριασμό του . …….., είχε καταθέσει την υπ’ αριθ. πρωτ. …./2-7-2007 αίτησή του προς τη Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού, που αυτός υπάγεται, στην οποία ανέφερε ότι δεν της είχε επιδοθεί η ανωτέρω υπ’ αριθ. …/15-6-2007 πρόσκληση δανειστών και με την οποία (αίτηση) είχε ζητήσει να ασκηθεί ανακοπή, με αίτημα την ακύρωση της σχετικής διαδικασίας, η οποία αφορά στην ανωτέρω πρόσκληση δανειστών, εντός των νομίμων προθεσμιών. Στη συνέχεια, στις 3-7-2007, ο προαναφερθείς επί του πλειστηριασμού αυτού υπάλληλος, διαμέσου τρίτου προσώπου, κατέθεσε στην Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού το ποσό αυτό των 3.115,90 ευρώ. Κατόπιν, στις 22-12-2008, ο …….. . έλαβε το ποσό των 50.000 ευρώ από το ποσό του εν λόγω πλειστηριάσματος, που ο ίδιος είχε καταβάλει, δυνάμει της υπ’ αριθ. ../22-12-2008 εντολής του συμβολαιογράφου …….. . η οποία έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου εισερχομένων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων …./22-12-2008 (όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. πρωτ. …./15-6-2011 έγγραφο του Τ.Π.Δ. Υποκατάστημα Πειραιώς). Το ποσό αυτό ο προαναφερθείς συμβολαιογράφος είχε καταθέσει, τέσσερις μόλις ημέρες νωρίτερα, δια της υπ’ αριθ. …. επιταγής της «Τράπεζας …….» (όπως προκύπτει από το σχετικό υπ’ αριθ. …../18-12-2008 γραμμάτιο κατάθεσης). Ωστόσο, ο προαναφερθείς συμβολαιογράφος είχε συντάξει και την υπ’ αριθ. …./22-12-2008 πράξη εξόφλησης πίνακα  κατάταξης ποσού 124.934,16 ευρώ. Ειδικότερα, στην πράξη αυτή επαναλαμβανόταν ότι ο …….. . υπήρξε ο τελευταίος υπερθεματιστής, στον οποίο κατακυρώθηκε το εκπλειστηριασθέν  ακίνητο, αντί του ποσού των 142.890 ευρώ, το οποίο, κατά την πράξη αυτή, ο …….. . είχε καταβάλει. Ακόμη, στην ίδια ως άνω πράξη αναφερόταν ότι ο ……..  . είχε εμφανισθεί την ημέρα εκείνη ενώπιον του συμβολαιογράφου αυτού, από τον οποίο και είχε ζητήσει να λάβει το ποσό των 124.934,16 ευρώ και ότι ο προαναφερθείς συμβολαιογράφος είχε παραδώσει στο . …….. την υπ’ αριθ. πρωτοκόλλου ./22-12-2008 εντολή του προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, προκειμένου αυτός να εισπράξει το ανωτέρω ποσό της απαίτησής του (124.934,16 ευρώ), επιπλέον αναφερόταν ότι ο …….. . είχε δηλώσει ότι εξοφλήθηκε ολοσχερώς, σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. …../2007 πίνακα κατάταξης δανειστών, για το ποσό αυτό, όσον αφορά στον καθου η εκτέλεση οφειλέτη ως προς το ανωτέρω ποσό της κατάταξής του και ότι εξόφλησε και τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Σημειωτέον ότι η πράξη αυτή δεν καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο του ανωτέρω συμβολαιογράφου, καθόσον εκεί καταχωρήθηκε άλλη, άσχετη πράξη (συγκεκριμένα του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς ………), φέρουσα τον αριθμό ….. και ημερομηνία 19-12-2008. Ως εκ τούτου, το ανωτέρω περιεχόμενο και αυτής της πράξης εξόφλησης (υπ’ αριθ. ……../22-12-2008) δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην αλήθεια, καθόσον, βάσει του περιεχομένου της ανωτέρω υπ’ αριθ. ./22-12-2008 εντολής του συμβολαιογράφου …….. . προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, δόθηκε εντολή πληρωμής στο . …….. μόνον του ποσού των 50.000 ευρώ. Επιπλέον, η αναλήθεια του ανωτέρω περιεχομένου της πράξης αυτής, ενισχύεται και από την από 21-3-2011 αναγγελία του …….. . κατά του . …….., με την οποία ζητείται να πληρωθεί ο πρώτος για άλλες απαιτήσεις του κατά του δευτέρου, βάσει του πλειστηριάσματος, που είχε προκύψει από άλλο πλειστηριασμό (διενεργηθέντα το έτος 2011 επί ακινήτου – διαμερίσματος του πρώτου ορόφου της ίδιας οικοδομής, στην οποία βρίσκεται και το ως άνω ακίνητο – διαμέρισμα, που εκπλειστηριάσθηκε στις 9-5-2007), στην οποία αναφέρεται ότι ο …….. . έχει λάβει το υπόλοιπο ποσό της σχετικής απαίτησής του των 74.936,96 ευρώ (124.934-96-50.000) στις 9-1-2009. Δεν προέκυψε, όμως, από κάποιο στοιχείο ότι ο …….. ….. είχε λάβει άλλο ποσό από το εν λόγω πλειστηρίασμα.

Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι ο …….. .., με πειθώ και φορτικότητα, έπεισε τον προαναφερθέντα επί του πλειστηριασμού υπάλληλο να συντάξει τα ανωτέρω δημόσια  έγγραφα, τα οποία ήταν ψευδή κατά περιεχόμενο, προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία της σχετικής αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία αφορά στον εν λόγω πλειστηριασμό, και αυτός (…….. ..), απρόσκοπτα,  να αποκτήσει την κυριότητα του ως άνω εκπλειστηριασθέντος ακινήτου, του οποίου κύριος ήταν ο καθου η εκτέλεση …….. .. Ειδικότερα, κατά τα ως άνω, ο συμβολαιογράφος …….. . (ήδη θανών) προέβη στη σύνταξη των ακολούθως αναφερομένων εγγράφων, τα οποία περιέχουν ψευδείς βεβαιώσεις, και ειδικότερα: α)της υπ’ αριθ. ……/21-5-2007 πράξης κατάθεσης πλειστηριάσματος, στην οποία αναφέρεται ότι ο …….. …. εμφανίστηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου αυτού και κατέβαλε ολόκληρο το υπόλοιπο (πλέον του ποσού της εγγύησης) ποσό του πλειστηριάσματος, δηλαδή το ποσό των 96.190 ευρώ (142.890-46.700), ενώ, αποδείχθηκε ότι μέρος του ποσού για το πλειστηρίασμα αυτό δεν είχε καταβληθεί, ενόψει του ότι η υπ’ αριθ. …. επιταγή της «….. Τράπεζας της Ελλάδος», ποσού 46.700 ευρώ (με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 9-5-2007), η οποία, στην πράξη αυτή, αναφέρεται ότι κατατέθηκε από το …….. … για τον ανωτέρω σκοπό, κατά τον ως άνω φερόμενο χρόνο κατάθεσης (21-5-2007), δεν ήταν στην κατοχή αυτού, αλλά στην κατοχή της πληρώτριας τράπεζας, λόγω πληρωμής της σε χρόνο προγενέστερο της σύνταξης του εγγράφου αυτού (δηλαδή την 16-5-2007), β) της υπ’ αριθ. …../24-5-2007 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου, στην οποία και πάλι αναληθώς αναφέρεται ότι είχε καταβληθεί ολοσχερώς το ποσό του πλειστηριάσματος αυτού, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι υπήρχε μέρος του ποσού αυτού, το οποίο δεν είχε καταβληθεί, γ)του με αναγραφόμενη ημερομηνία σύνταξης 5-6-2007 υπ’ αριθ. ………. πίνακα κατατάξεως δανειστών, στον οποίο αναφέρεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο είχε αναγγελθεί, διά του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού, για το ποσό των 3.115,90 ευρώ, και με τον οποίο κατατάχθηκε ο …….. …. για το ποσό των 124.934,96 ευρώ, ενώ, αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω πίνακας είχε καταχωρηθεί στο οικείο βιβλίο του προαναφερθέντος συμβολαιογράφου, ως συνταχθείς τη 15-6-2007, αλλά στην πραγματικότητα είχε συνταχθεί μετά την 2-7-2007, καθόσον η Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού δεν είχε ενημερωθεί για τη διενέργεια του πλειστηριασμού αυτού, όπως προαναφέρθηκε και δ)της υπ’ αριθ. …./22-12-2008 πράξης εξόφλησης πίνακα κατάταξης ποσού 124.934,16 ευρώ, στην οποία, αναληθώς, αναφέρεται ότι ο …….. ….. είχε καταβάλει ολοσχερώς το ποσό του εν λόγω πλειστηριάσματος. Επιπλέον, στην τελευταία αυτή πράξη, αναληθώς, αναφέρεται ότι ο προαναφερθείς συμβολαιογράφος παρέδωσε στο …….. . την υπ’ αριθ. πρ. …./22-12-2008 εντολή του προς το «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων», προκειμένου αυτός (…….. …) να εισπράξει το ποσό των 124.934,16 ευρώ, ενόψει του ότι στην εντολή αυτή αναφέρεται μόνον το ποσό των 50.000 ευρώ, όπως προαναφέρθηκε. Εξάλλου, όσον αφορά στην ως άνω συμμετοχή του …….. . στον εν λόγω πλειστηριασμό, αποδείχθηκε ότι αυτή διενεργήθηκε, χωρίς την πραγματική βούληση αυτού για πλειοδοσία προς απόκτηση της κυριότητας του ανωτέρω εκπλειστηριασθέντος ακινήτου, αλλά κατόπιν σχετικής παράκλησης και πειθούς του …….. …….., με τον οποίο αυτός διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις, προκειμένου ο …….. . να καταστεί υπερθεματιστής σ’ αυτόν (πλειστηριασμό), με το κατά το δυνατόν μικρότερο πλειστηρίασμα. Το τελευταίο γεγονός συνάγεται, ιδίως, από το ότι δεν δικαιολογείται από κάποιο στοιχείο η συμμετοχή των δύο αυτών φιλικών προσώπων (…….. . και .  ……..) σε μία κατ’ εξοχήν ανταγωνιστική διαδικασία, όπως είναι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός, με σκοπό να πλειοδοτήσουν, για να αποκτήσουν το ανωτέρω ακίνητο, για ίδιο έκαστος λογαριασμό, ενόψει του ότι το ζήτημα αυτό (της απόκτησης του ακινήτου μέσω του πλειστηριασμού αυτού), λόγω των στενών φιλικών σχέσεών τους, θα μπορούσε να διακανονισθεί με κοινή συμφωνία τους. Μάλιστα, η κρίση αυτή ενισχύεται και από το ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο …….. …. για τη συμμετοχή του στον εν λόγω πλειστηριασμό είχε καταθέσει, ως εγγύηση, στον ανωτέρω επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, την υπ’ αριθ. … επιταγή της «…. Τράπεζας της Ελλάδος» (ποσού 46.700 ευρώ), την οποία είχε λάβει από τον «ανταγωνιστή» του, στη διαδικασία αυτή, … …….. (εις διαταγήν του οποίου είχε εκδοθεί), και την οποία, μετά την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού, αυτός την παρέδωσε εκ νέου στο .. …….., δοθέντος ότι, στη συνέχεια, ο τελευταίος κατέθεσε την ίδια επιταγή στον προαναφερθέντα συμβολαιογράφο για την καταβολή μέρους του ποσού της πλειστηριάσματος. Επίσης, ενισχυτικό στοιχείο της ανωτέρω κρίσης είναι και το ότι από τις συνολικώς πενήντα τέσσερεις (54) προσφορές, που ως άνω πραγματοποιήθηκαν κατά τον εν λόγω πλειστηριασμό από όλα τα ανωτέρω πρόσωπα, τα οποία συμμετείχαν σ’ αυτόν, μόνον έξι (6) προσφορές διενεργήθηκαν από το  …….. … οι οποίες (εκτός μίας) ήταν αντιπροσφορές, προς αυτές τις οποίες είχε κάνει ο τρίτος .. …….. και όχι ο …….. …. Μάλιστα, η τελευταία προσφορά του . …….., ποσού 141.590 ευρώ, δεν ήταν σημαντικώς μεγαλύτερη από την καθορισθείσα τιμή της πρώτης προσφοράς (140.000 ευρώ). Σημειωτέον ότι η ως άνω συμμετοχή του . …….. στον εν λόγω πλειστηριασμό, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, διενεργήθηκε κατόπιν σχετικής παράκλησης και πειθούς από τον υπερθεματιστή …….. . είχε ως αποτέλεσμα την παρακώλυση του ελεύθερου συναγωνισμού στην αντίστοιχη διαδικασία, δοθέντος ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, όταν υπάρχει συμμετοχή περισσοτέρων προσώπων σε πλειστηριασμό, αυτό λειτουργεί αποτρεπτικώς  για τη συμμετοχή και άλλων ατόμων, αφού στην περίπτωση αυτή (της συμμετοχής περισσοτέρων) ο συναγωνισμός είναι εντονότερος. Έτσι, στην προκείμενη περίπτωση, η ως άνω συμμετοχή του . …….. στον εν λόγω πλειστηριασμό, απέτρεψε άλλους τρίτους από τη συμμετοχή τους σ’ αυτόν (στην ανωτέρω ανακοπή αναφέρεται η μη συμμετοχή του . …….. και της . ……..), με περαιτέρω συνέπεια την κατακύρωση του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου αντί κατωτέρου πλειστηριάσματος στον υπερθεματιστή …….. …….., καθώς και την τυχόν ακυρότητα της αντίστοιχης διαδικασίας, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙΙ). Ως εκ τούτου, τα όσα σχετικώς αναφέρονται στην ως άνω υπό στοιχείο Α’ αγωγή του …….. . και στην από 9-7-2007 ανακοπή του, καθώς και στην ανωτέρω από 15-4-2014 αίτηση – αναφορά προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, δηλαδή το ότι ο …….. ., με πειθώ και φορτικότητα, έπεισε τον προαναφερθέντα επί του πλειστηριασμού υπάλληλο να συντάξει τα ανωτέρω δημόσια  έγγραφα, τα οποία ήταν ψευδή κατά περιεχόμενο και αφορούσαν στον εν λόγω πλειστηριασμό, και ότι, κατά τα ως άνω, ο …….. . έπεισε το …….. …….. να συμμετάσχει «εικονικώς» στη διαδικασία του ανωτέρω πλειστηριασμού, είναι αληθή. Σημειωτέον ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι ήταν αληθή τα αναφερθέντα στα ανωτέρω δικόγραφα του . …….. (υπό στοιχείο Α’ αγωγή και από 9-7-2007 ανακοπή του) και στην ανωτέρω από 15-4-2014 αίτηση – αναφορά του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ως προς το πρόσωπο του .. …….., δηλαδή το ότι ο τελευταίος, με πειθώ και φορτικότητα, έπεισε τον προαναφερθέντα επί του πλειστηριασμού υπάλληλο να συντάξει τα ανωτέρω δημόσια  έγγραφα, τα οποία ήταν ψευδή κατά περιεχόμενο, χωρίς να προσβάλλεται η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το αντίστοιχο μέρος της (ο σχετικός λόγος της εφέσεως αφορά στο ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι υπήρχε σκοπός εξύβρισης ως προς τα σχετικώς αναφερθέντα για τη συμμετοχή του …….. . στον πλειστηριασμό). Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), δεν στοιχειοθετείται η τέλεση από το . …….. των αντίστοιχων αξιόποινων πράξεων της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρα 362, 363 και 229 παρ. 1 του ΠΚ ) εις βάρος του . …….. και του . …….., όπως, αντίθετα, αλλά αβάσιμα ισχυρίζονται οι τελευταίοι με τις ως άνω υπό στοιχεία Β΄ και Γ΄ αγωγές τους, αντιστοίχως. Επίσης, ενόψει της αλήθειας των προαναφερθέντων, δεν στοιχειοθετείται η σχετική αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμησης (άρθρα 362 και 366 παρ. 1 του ΠΚ), αλλά ούτε και της εξύβρισης (άρθρο 361 του ΠΚ), αφού δεν πρόεκυψε από κάποιο στοιχείο σκοπός εξύβρισης από μέρους του …….. . Ειδικότερα, τα ανωτέρω αναφερθέντα σχετικώς με το πρόσωπο του . …….. και του . …….., στα προαναφερθέντα ένδικα βοηθήματα (ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή, από 9-7-2007 ανακοπή και από 15-4-2014 αίτηση – αναφορά) του . …….., αποτελούν αναγκαία στοιχεία για τη νομική θεμελίωση αυτών (ενδίκων βοηθημάτων), με τα οποία ο …….. . επεδίωξε την ικανοποίηση της σχετικής αξιώσεώς του προς αποζημίωση, λόγω της απώλειας της κυριότητας του ως άνω εκπλειστηριασθέντος ακινήτου του (ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή), του δικαιώματος του για την κήρυξη της ακυρότητας της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία αφορά στον εν λόγω πλειστηριασμό (ανωτέρω ανακοπή), και τη δικαστική έρευνα ως προς την τέλεση αξιόποινων πράξεων, που συνδέονται με τη διενέργεια του πλειστηριασμού αυτού. Έτσι, ο συγκεκριμένος τρόπος εκδήλωσης της εν λόγω προσβλητικής συμπεριφοράς εκ μέρους του …….. . με τα ως άνω ένδικα βοηθήματά του, δεν επιλέχθηκε από αυτόν, για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του …….. . και του . …….., αλλά αφορούσε στην έννομη προστασία αυτού (…….. ..). Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, για τους ίδιους ως άνω λόγους, δεν υφίσταται υπαιτιότητα (δόλος ή αμέλεια) του …….. . ως προς την εν λόγω προσβολή της προσωπικότητας των …….. . και …….. ., ενόψει του ότι ο …….. . δεν είχε τη δυνατότητα να παραλείψει την αναφορά των ανωτέρω δυσμενών στοιχείων για το πρόσωπο αυτών (…….. . και . ……..) στα προαναφερθέντα ένδικα βοηθήματά του, δοθέντος ότι τα στοιχεία αυτά ήταν αναγκαία για τη νομική θεμελίωσή τους. Εξάλλου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν προέκυψε ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του . …….., η οποία αφορά στην αναφορά από αυτόν, στα ανωτέρω ένδικα βοηθήματά του, των προαναφερθέντων γεγονότων ως προς τους . …….. και . …….., συνιστά άσκηση του σχετικού  δικαιώματος, η οποία είναι αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (άρθρο 281 του ΑΚ), όπως, αντίθετα, αλλά αβάσιμα ισχυρίζονται οι τελευταίοι με τις ως άνω υπό στοιχεία Β΄ και Γ΄ αγωγές τους, αντιστοίχως. Επομένως, ενόψει του ότι, κατά τα προαναφερθέντα, οι εν λόγω ενέργειες του . …….., οι οποίες αφορούν στην προσωπικότητα των . …….. και . …….., δεν αντιβαίνουν στους κανόνες δικαίου που επικαλούνται οι τελευταίοι (άρθρα 362, 363, 229 παρ. 1 του ΠΚ και 281 του ΑΚ), δεν υφίσταται το στοιχείο του παρανόμου της αντίστοιχης προσβολής αυτής (προσωπικότητας), ανεξαρτήτως της μη επίκλησης από τον εναγόμενο .  …….. κάποιο λόγου ο οποίος να αίρει το παράνομο αυτό, ούτε υφίσταται κάποιας μορφής υπαιτιότητα του τελευταίου ως προς την προσβολή αυτή, ως εκ τούτου οι ως άνω υπό στοιχεία Β΄ και Γ΄ αγωγές είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικώς βάσιμες, τις ανωτέρω αγωγές και διέταξε την άρση της σχετικής εις βάρος των προαναφερθέντων εναγόντων, αντιστοίχως, προσβολής, με την απαγόρευση στον εναγόμενο αυτών, εφεξής, να επαναλάβει και διαδώσει τις αναφερθείσες συκοφαντικές διαδόσεις ως προς το πρόσωπό τους και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγής το ποσό των 6.000 ευρώ και  στον ενάγοντα της ως άνω υπό στοιχείο Γ΄ αγωγής το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση τους για τη σχετική ηθική βλάβη που αυτοί υπέστησαν, αντιστοίχως, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, κατά τους σχετικούς λόγους της εφέσεως (υπ’ αριθ. 2 και 3, καθώς και υπό στοιχείο IV του δικογράφου των προσθέτων λόγων αυτής).

Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, η ένδικη έφεση, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αποκλειστικώς, ως προς το μέρος της που αφορά στις ως άνω υπό στοιχεία Β΄ και Γ΄ αγωγές, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, κατά το μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει οι προαναφερθείσες αγωγές (υπό στοιχεία Β΄ και Γ΄) να απορριφθούν ως ουσιαστικώς αβάσιμες. Επίσης, η δικαστική δαπάνη, πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 15-6-2017 (Γ.Α.Κ. …./2017 και υπ’ αριθ. καταθ. ../2017) έφεση και τους από 23-7-2018 (Γ.Α.Κ. …/2018 και υπ’ αριθ. καταθ. …./2018) πρόσθετους λόγους εφέσεως.

Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.

Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσία την ανωτέρω έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 783/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποκλειστικώς, ως προς το μέρος της, το οποίο αφορά στην από 29-10-2010 (Γ.Α.Κ. ……..και υπ’ αριθ. καταθ. ……..) αγωγή του …….. …….. και στην από 31-05-2015 (Γ.Α.Κ. ……..και υπ’ αριθ. καταθ. ……..) αγωγή του …….. …….., αναφερθείσες στο σκεπτικό υπό στοιχεία Β΄ και Γ΄ αγωγές, αντιστοίχως.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, κατά το ως άνω μέρος της, που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Απορρίπτει τις ως άνω υπό στοιχεία Β΄ και Γ΄ αγωγές.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου (υπ’ αριθ. ………./2017, ποσού 150 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 9η Μαΐου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 2 Ιουλίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

     Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ