Αριθμός 380/2019
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη-Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Γ. Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 24-7-2017 (γεν. αρθ.καταθ. …/2017, ειδ. αριθ. καταθ. …./2017) έφεση της εναγομένης της από 12-12-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2013) αγωγής, που είχε ασκηθεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά της με αριθμό 1929/2017 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί στις 24-7-2017, με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε σ΄αυτήν (εναγομένη) στις 27-6-2017 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ 1β΄, 516 παρ 1, 517 εδ α΄, 518 παρ 1 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον, έχουν κατατεθεί τα οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).
Η σύμβαση, με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, δεν προβλέπεται ρητώς από τον Α.Κ., ισχύει, όμως, διεπομένη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία συνάψεως ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικών για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από τη- ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 Α.Κ. αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται, σε αντίθεση με εκείνη, κατ’ αρχήν ατύπως και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση προϋφισταμένης εννόμου σχέσεως, την οποία διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα), με συνέπεια αυτός, του αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του, να μη μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις, που είχε από την κύρια αιτία (Α.Π. 678/2010, 232/2009). Στην περίπτωση αυτή, για την πληρότητα της αγωγής, όσον αφορά στην αιτία, από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζομένης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι’ αυτήν (ΑΠ 1424/2017, Α.Π. 1279/2012, 523/2001) . Εάν δε σκοπός της απιώδους αναγνώρισης χρέους είναι, μεταξύ άλλων, και ο καθορισμός του ύψους της οφειλής, δεν επιτρέπεται η επάνοδος των μερών στο ύψος της οφειλής, αφού το ύψος εκείνο, του αναγνωρίσθηκε με την αιτιώδη αναγνώριση, είναι το εφεξής οφειλόμενο (ΑΠ 424/2013, ΑΠ 232/2009). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, οι οποίες ορίζουν, η μεν πρώτη ότι δικαιοπραξία, που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη, η δε δεύτερη ότι η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε, προκύπτει ότι η ακυρότητα, που απαγγέλλεται με την πρώτη, η οποία αποτελεί περιορισμό της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, που θεσπίστηκε με το άρθρο 361 ΑΚ, προϋποθέτει δικαιοπραξία, η οποία αντιβαίνει σε απαγορευτική ή επιτακτικού χαρακτήρα δημόσιας τάξης, διάταξη οποιουδήποτε νόμου, ακόμη και ποινικού (ΕφΘεσ 758/2007, ΕφΠειρ 337/1996 δημ. Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ). Η απαγόρευση περιλαμβάνει διατάξεις, που αποδοκιμάζουν τη δικαιοπραξία καθεαυτή ή το επιδιωκόμενο με αυτήν αποτέλεσμα ή τις εξωτερικές συνθήκες συνάψεως της δικαιοπραξίας (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ΑΚ αρθ. 174, αρ. 2). Αν η απαγορευτική διάταξη απαγγέλλει ρητώς την ακυρότητα, περιττεύει η έρευνα περί του σκοπού της απαγορεύσεως. Ακυρότητα απαγγέλλεται, όταν η διάταξη επιδιώκει να παρεμποδίσει αυτή την ίδια τη συμφωνία ή την ιδιωτική ενέργεια της δικαιοπραξίας. Η ακυρότητα είναι απόλυτη και επέρχεται αυτομάτως, ανεξάρτητα από τη γνώση της απαγορευτικής διατάξεως ή από την πρόθεση της παραβάσεώς της. Η καλή πίστη του τρίτου δεν προστατεύεται. Η απόλυτη ακυρότητα, η οποία είναι οριστική και αθεράπευτη (παραμένει πάντοτε άκυρη), δεν κυρώνεται με μεταγενέστερη έκλειψη του λόγου ακυρότητας, με αναγνώριση από τα μέρη, με συμβιβασμό, με παραίτηση, ούτε η εκπλήρωση την καθιστά έγκυρη, εκτός μόνον από ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, (όπως ΑΚ 498 παρ. 2, 849 παρ. 1, 1872 εδ. 2 ως και ΚΠολΔ 869 εδ. 2) και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, εφόσον υποβληθούν τα πραγματικά περιστατικά που τη συνιστούν (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου οπ. π. αρθ. 174 αριθ. 4,5, άρθ. 180 αρ. 3). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 288 του Α.Κ., που ορίζει ότι “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”, θεσπίζεται υπέρ του οφειλέτου και του δανειστού κανόνας αναγκαστικού δικαίου, με τον οποίο προσδιορίζεται ο τρόπος εκπληρώσεως της παροχής, κατά συνέπεια δε και το μέγεθος αυτής, όπως απαιτεί η καλή πίστη, δηλαδή η επιβαλλομένη, σε χρηστό και εχέφρονα άνθρωπο, ευθύνη στις συναλλαγές, σύμφωνα και με τα συναλλακτικά ήθη. Λειτουργεί δε ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις που λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων και των θεμελιωδών νομοθετικών μεταβολών, που επήλθαν μετά την υπογραφή της συμβάσεως, μετεβλήθησαν οι προϋποθέσεις εκπληρώσεως των συμβατικών παροχών στο συμφωνημένο μέτρο, και παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις, που κρατούν στις συναλλαγές, κατ’ απόκλιση από τα συμφωνημένα, να προσδιορίζει την παροχή, που πρέπει να εκπληρωθεί, αυξομειώνοντας και διαμορφώνοντας το συμφωνημένο μέγεθος της, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών. Εν όψει δε της διορθωτικής αυτής λειτουργίας, η αρχή του άρθρου 288 του ΑΚ εφαρμόζεται και επί προβλεφθείσας ακόμη μεταβολής των συνθηκών, επί των οποίων τα μέρη στήριξαν τη συμφωνία τους, όταν η, μετά την επέλευσή της, εκπλήρωση της παροχής κάποιου από αυτά, όπως συμφωνήθηκε, συνεπάγεται υπέρβαση του, βάσει της γενομένης πρόβλεψης, αναληφθέντος από αυτό κινδύνου ζημίας, καθιστώσα την εμμονή στη συμφωνηθείσα εκπλήρωση αντίθετη προς την απαιτουμένη στις συναλλαγές ευθύτητα και εντιμότητα. Ακόμη η γενική ρήτρα του άρθρ. 288 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή, που απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτών κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπόμενη ειδική προστασία, λειτουργεί δε όχι μόνο ως συμπληρωματική, αλλά και ως διορθωτική ρήτρα των δικαιοπρακτικών βουλήσεων στις περιπτώσεις που εξ αιτίας ειδικών συνθηκών μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνημένο μέτρο και έγιναν δυσβάστακτες για τον οφειλέτη ή το δανειστή. Αντίθετα έτσι με τη ρήτρα του άρθρ. 200 ΑΚ, που αναφέρεται στην ερμηνεία των συμβάσεων, όταν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων δεν είναι σαφείς, επιβάλλοντας ως ερμηνευτικά κριτήρια την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη με στόχο την ανεύρεση του αποφασιστικού νοήματος των δηλώσεων βουλήσεως, δηλαδή τον καθορισμό της ενυπάρχουσας στη σύμβαση αυτόνομης δικαιοπρακτικής ρύθμισης, η εφαρμογή της ρήτρας του άρθρ. 288 ΑΚ έπεται της ερμηνείας της δικαιοπραξίας με στόχο την προσαρμογή της στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης, επιβάλλοντας στα μέρη ετερόνομη ρύθμιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους, όταν κατά τα παραπάνω χρειάζεται να συμπληρωθούν ή να διορθωθούν, για να μην προκαλούνται στο ένα μέρος δυσβάστακτες συνέπειες από τη λειτουργία του ενοχικού δεσμού (πρβλ. ΑΠ 911/1980, ΝοΒ 1981.291 Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ [2004] §5 αριθ.50 σ. 229). Παρέχεται έτσι τότε στο δικαστήριο η δυνατότητα, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις, που κρατούν στις συναλλαγές, να αποκλίνει από τα συμφωνηθέντα και να επαναπροσδιορίσει τις οφειλόμενες παροχές, αυξάνοντας ή ανάλογα μειώνοντας το συμφωνημένο μέγεθος τους, ώστε αυτές να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης κατά το χρόνο της εκπλήρωσής τους (Ολ ΑΠ 927/1982, ΝοΒ 1983.214, 9/1997, ΕλλΔνη 1997.767, ΑΠ 1570/1983, ΝοΒ 1984.1356, 1346/1993, ΕλλΔνη 1994.1597, 63/2000 ΕλλΔνη 2000.759, 756/2003, 398/2008). Η ρήτρα της καλόπιστης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των παροχών είναι αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς, δεν επιτρέπεται παραίτηση απ΄ αυτή, είτε ρητή είτε σιωπηρή. Δεν αποτελεί, όμως, παραίτηση η ειδικότερη συμφωνία σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, με την οποία προβλέπεται η εκπλήρωση των παροχών, όπως ακριβώς συμφωνήθηκαν, ακόμη και σε περίπτωση συγκεκριμένης μελλοντικής μεταβολής των συνθηκών εκτέλεσης της σύμβασης, διότι τότε με την ειδική αυτή συμφωνία, που βρίσκεται μέσα στα όρια της ελευθερίας των συμβάσεων και δεν αντίκειται χωρίς άλλο στη συναλλακτική καλή πίστη και εντιμότητα, αναλαμβάνεται από τον οφειλέτη ο σχετικός κίνδυνος και τονίζεται η ευθύνη του για την πιστή και στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση εκπλήρωση της παροχής του (ΑΠ 16/1983, ΝοΒ 1983.1368). Και στην περίπτωση, όμως, αυτή που προβλέφθηκε η μεταβολή των συνθηκών, στις οποίες τα μέρη στήριξαν τη σύμβασή τους, η ρήτρα του άρθρ. 288 ΑΚ επεμβαίνει και πάλι διορθωτικά, αλλιώς θα υπήρχε ανεπίτρεπτη απ’ αυτή παραίτηση, αν η μεταβολή που επήλθε είναι τόσο μεγάλη, ώστε η εκπλήρωση πλέον της παροχής ενός των μερών, όπως ακριβώς συμφωνήθηκε, να συνεπάγεται υπέρβαση του κινδύνου ζημιάς που το μέρος αυτό πρόβλεψε και ανέλαβε, συνιστώντας, στην περίπτωση αυτή, η εμμονή στη συμφωνηθείσα εκπλήρωση της παροχής συμπεριφορά αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα, που απαιτούνται στις συναλλαγές (ΑΠ 1287/2015, ΑΠ 187/1990, ΝοΒ 1991.913). Τέλος με τη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 9 του Ν. 2725/1999, με τον οποίο ρυθμίζονται τα θέματα του ερασιτεχνικού και επαγγελματικού αθλητισμού, όπως ίσχυε πριν από την κατωτέρω τροποποίησή του, οριζόταν ότι «Επιτρέπονται προσφυγές στα πολιτικά δικαστήρια, όσον αφορά οικονομικές διαφορές μεταξύ επαγγελματιών αθλητών ή αθλητών με αμοιβή ή προπονητών και Α.Α.Ε. ή σωματείων που διατηρούν Τ.Α.Α., μόνο μετά την περαίωση των διαδικασιών ενώπιον των παραπάνω επιτροπών. Αγωγή που ασκείται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων πριν από την εξάντληση της παραπάνω διαδικασίας, απορρίπτεται ως απαράδεκτη», (βλ. ΑΠ 1477/07 Νόμος). Περαιτέρω, με το άρθρο 51 του Ν. 3057/2002 καταρχήν και με το άρθρο 13 του Ν. 3262/2004 μεταγενέστερα τροποποιήθηκε το ανωτέρω άρθρο 95 του Ν. 2725/1999, καταργήθηκαν οι παράγραφοι 7, 8 και 9 του άρθρου αυτού και αυτό διαμορφώθηκε πλέον ως εξής: «1. Οι οικονομικές διαφορές που προκύπτουν από τις συμβάσεις μεταξύ αθλητών ή προπονητών και Α.Α.Ε. ή αθλητικών σωματείων που διατηρούν Τ.Α.Α., εάν δεν ορίζεται διαφορετικά με ρητό όρο της σχετικής σύμβασης, επιλύονται διαιτητικά από τις επιτροπές επίλυσης οικονομικών διαφορών. 2. Οι επιτροπές επίλυσης οικονομικών διαφορών του παρόντος άρθρου είναι όργανα μόνιμης διαρκούς διαιτησίας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό που συνιστώνται και διέπονται από τα προβλεπόμενα στον κανονισμό του παρόντος. Οι επιτροπές αυτές συγκροτούνται σε πρώτο βαθμό στις επαγγελματικές ενώσεις ή στις ολομέλειες τμημάτων αμειβομένων αθλητών του οικείου κλάδου άθλησης, με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου τους, με διετή θητεία και με κύρια αρμοδιότητα την επίλυση των προεχόντως αθλητικών διαφορών που προκύπτουν από τα συμβόλαια μεταξύ αθλητών ή προπονητών και Α,Α.Ε. ή αθλητικών σωματείων που διατηρούν Τ.Α.Α, όπως τη διακοπή ή λύση του συμβολαίου. Όταν δεν λειτουργεί ολομέλεια Τ.Α.Α ή αυτή αδυνατεί να τη συγκροτήσει μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη του πρωταθλήματος, η αντίστοιχη επιτροπή συγκροτείται σε κάθε περίπτωση χωρίς άλλη καθυστέρηση στην ομοσπονδία του αθλήματος. Οι δευτεροβάθμιες επιτροπές επίλυσης οικονομικών διαφορών συγκροτούνται στις ομοσπονδίες του οικείου κλάδου άθλησης, με διετή θητεία, με απόφαση του διοικητικού τους συμβουλίου, και έχουν ως έργο τη σε δεύτερο βαθμό κρίση των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων επιτροπών επίλυσης οικονομικών διαφορών του οικείου κλάδου άθλησης … 6. Οι αποφάσεις των δευτεροβάθμιων επιτροπών επίλυσης οικονομικών διαφορών, καθώς και αυτές των πρωτοβάθμιων επιτροπών μετά την άπρακτη πάροδο της οριζόμενης στην παρ. 5 του παρόντος προθεσμίας, αποτελούν δεδικασμένο και είναι τίτλοι εκτελεστοί κατά την έννοια του άρθρου 904 παρ. 2 περ. β του Κ.Πολ.Δ.». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι κάθε οικονομική διαφορά που ανακύπτει από τη σύμβαση μεταξύ αθλητή και αθλητικού σωματείου, το οποίο διατηρεί τμήμα αμειβόμενων αθλητών (Τ.Α.Α.), εάν τα μέρη δεν όρισαν διαφορετικά με ρητό όρο της σύμβασης, υπάγεται σε υποχρεωτική διαιτησία και επιλύεται διαιτητικά, σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό, από τις πενταμελείς επιτροπές επίλυσης οικονομικών διαφορών, που έχουν συγκροτηθεί σύμφωνα με το νόμο. Με τις ανωτέρω διατάξεις νόμου ο νομοθέτης υπήγαγε τις παραπάνω διαφορές ιδιωτικού δικαίου στη δικαιοδοσία ειδικών διαιτητικών επιτροπών και αφαίρεσε αυτές από τη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, (βλ. Εφ.ΑΘ. 5937/03 Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 35 παρ. 1 του Κανονισμού Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΚΑΠ) «οι πάσης φύσεως διαφορές, που ανακύπτουν από την εφαρμογή και ερμηνεία του παρόντος Κανονισμού, του Καταστατικού και των εν γένει Κανονισμών της Ε.Π.Ο. που ισχύουν για το ποδόσφαιρο και αφορούν τις ενώσεις (ερασιτεχνικές, επαγγελματικές), τις ομάδες που μετέχουν στους πάσης φύσεως αγώνες, καθώς και οποιοδήποτε πρόσωπο, που συνδέεται με οποιαδήποτε σχέση και ιδιότητα με αυτές, ή που εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο και ιδιότητα στον χώρο του ποδοσφαίρου, επιλύονται από τα αρμόδια θεσμοθετημένα ποδοσφαιρικά όργανα, που καθορίζονται στο Καταστατικό και τους κανονισμούς της Ε.Π.Ο., απαγορευομένης σε κάθε περίπτωση προσφυγής στα πολιτικά ή διαιτητικά δικαστήρια». Ήδη, από 29.8.2008 ισχύει ο Κανονισμός Ιδιότητας και Μετεγγραφών Ποδοσφαιριστών της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (Ε.Π.Ο.), στο άρθρο 20 παρ. 2 του οποίου ορίζεται ότι «η ΕΠΟ είναι αρμόδια για εργατικού περιεχομένου διαφορές μεταξύ σωματείου και επαγγελματία ποδοσφαιριστή, με την επιφύλαξη του δικαιώματος κάθε ποδοσφαιριστή, προπονητή ή σωματείου να επιδιώξει αποζημίωση σε αστικό δικαστήριο για εργατικού περιεχομένου διαφορές». Στο άρθρο 25 παρ. 1-2 του ίδιου κανονισμού ορίζεται ότι «κάθε προσφυγή που έχει κατατεθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, αξιολογείται και εκδικάζεται σύμφωνα με τους προηγούμενους κανονισμούς. Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, όλες οι υποθέσεις θα εκδικάζονται σύμφωνα με τον παρόντα Κανονισμό». Στο άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου κανονισμού ορίζεται ότι «με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στο άρθρο 25 του παρόντος, αντικαθίστανται οι έως σήμερα ισχύοντες Κανονισμοί (1 και 2) και οι διατάξεις για τους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, και ο Κανονισμός Ερασιτεχνών Ποδοσφαιριστών» (ΕφΛαρ. 52/2014Δικ. 2014.296) .
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 12-12-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2013) αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία που εδρεύει στην ….. ισχυρίστηκε ότι δυνάμει έγγραφης σύμβασης που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων στον Πειραιά στις 17-9-2008 μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων των διαδίκων, συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα βοήθησε την εναγομένη στην μεταγραφή του αναφερόμενου στην αγωγή ποδοσφαιριστή και ακυρώνοντας ρητά κάθε προηγούμενη συμφωνία τους, η εναγομένη αναγνώρισε την υποχρέωσή της να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 700.000 ευρώ τμηματικά κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής και στο ιδιωτικό συμφωνητικό, ημεροχρονολογίες. Ότι η εναγόμενη, έναντι του παραπάνω ποσού, κατέβαλε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 300.000 ευρώ, ενώ καθυστερεί και δεν έχει καταβάλει το συνολικό ποσό των 400.000 ευρώ, το ποίο έχει καταστεί ήδη ληξιπρόθεσμο και δεν το έχει καταβάλλει παρά τις έγγραφες οχλήσεις της ενάγουσας. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή της να υποχρεωθεί η εναγομένη με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 400.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό άλλως από την όχλησή της (της εναγομένης) άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης της ενάγουσας. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 341, 345, 361 του ΑΚ, 907, 908 και 176 του Κ.Πολ.Δ., έκανε δεκτή την αγωγή ως κατ ουσία βάσιμη υποχρεώνοντας την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 400.000 ευρώ και ειδικότερα το ποσό των 100.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 1-12-2008 , το ποσό των 100.000 με το νόμιμο τόκο από τη 31-1-2009 και το ποσό των 200.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 1-7-2009 μέχρι τη εξόφληση και επίσης επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης τα οποία όρισε στο ποσό των 12.000 ευρώ. Κατά τη απόφασης αυτής παραπονείται με την εκκαλουμένη απόφασή της η εκκαλούσα για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ουσία βάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Η παραπάνω, αγωγή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη είναι ορισμένη, περιέχουσα όσα πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζομένης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι’ αυτήν απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης.
Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του (δεν εξετάστηκαν μάρτυρες κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 17-9-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού η εκκαλούσα-εναγόμενη ποδοσφαιρική εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει 700.000 ευρώ στην εφεσίβλητη για τη βοήθεια που η τελευταία παρείχε στη μεταγραφή του επαγγελματία ποδοσφαιριστή ………. από το σωματείο με την επωνυμία ……… στην ποδοσφαιρική ομάδα της (της εκκαλούσας). Επίσης, αποδείχθηκαν με το ίδιο ως άνω συμφωνητικό, ότι για την παραπάνω αιτία είχε συναφθεί το από 8-7-2008 επίσης ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο οι συμβαλλόμενοι διάδικοι ήδη αμετάκλητα ακυρώνουν και θεωρούν ότι δεν έχει περαιτέρω νομική ή άλλη ισχύ. Επίσης, με το προαναφερόμενο από 17-9-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό συμφώνησαν ότι κάθε προηγούμενη διαπραγμάτευση, ή ανταλλαγή αλληλογραφίας ή άλλο έγγραφο δεν έχει ισχύ εκτός από το παραπάνω συμφωνητικό, Ακόμη συμφώνησαν ότι η εναγομένη θα κατέβαλε στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό τμηματικά και συγκεκριμένα α) το ποσό των 150.000 ευρώ εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την υπογραφή του ως άνω συμφωνητικού, β) το ποσό των 150.000 ευρώ στις 30-10-2008, γ) το ποσό των 100.000 ευρώ στις 30-11-2009, δ) το ποσό των 100.000 ευρώ στις 30-1-2009 και ε) το ποσό των 200.000 ευρώ στις 30-6- 2009. Επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι η εναγόμενη δεν θα είχε καμία άλλη υποχρέωση να καταβάλει οποιοδήποτε άλλο ποσό στην ενάγουσα, που να αφορά αιτία σχετιζόμενη με τη μεταγραφή του προαναφερόμενου ποδοσφαιριστή. Περαιτέρω, από το κείμενο του από 8-7-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων προκύπτει ότι η εναγομένη αναλάμβανε την υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 1.200.000 ευρώ για τη βοήθεια που η τελευταία της προσέφερε για τη μεταγραφή του ως άνω ποδοσφαιριστή με την προϋπόθεση της παράδοσης του διεθνούς πιστοποιητικού μεταγραφής και της υπογραφής συμφωνίας του ως άνω ποδοσφαιριστή με την εναγομένη. Σύμφωνα, όμως, με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη με το από 17- 9-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό ιδρύθηκε νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, καθόσον αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση προϋφισταμένης εννόμου σχέσεως, την οποία διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα, με συνέπεια, η εκκαλούσα, αναγνωρίζοντας πλέον την οφειλή της από την αιτία, που αναγράφηκε στη μεταξύ τους συμφωνία, να μη μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις, που είχε από την κύρια αιτία και συγκεκριμένα από την επικαλούμενη μεσολάβηση στη μεταγραφή ποδοσφαιριστή. Άλλωστε, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, εφόσον ο σκοπός της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους είναι και ο καθορισμός του ύψους της οφειλής, δεν επιτρέπεται η επάνοδος των μερών στο ύψος της οφειλής, αφού το ύψος εκείνο που αναγνωρίσθηκε με την αιτιώδη αναγνώριση είναι το εφεξής οφειλόμενο. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί υποχρεωτικής υπαγωγής της ένδικης αξίωσης στην Επιτροπή Ποδοσφαιρικής Ιδιότητας της FIFA είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον, σύμφωνα με την επικαλούμενη διάταξη του άρθρου 30 του κανονισμού διαμεσολαβητών μετεγγραφών ποδοσφαιριστών, η υπαγωγή της διαφοράς στην παραπάνω επιτροπή είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική και εφόσον ένα εκ των συμβαλλόμενων μερών έχει την ιδιότητα του διαμεσολαβητή και συγκεκριμένα να είναι κάτοχος αδείας διαμεσολάβησης της Διεθνούς Ομοσπονδίας (βλ. υπ. αριθμ. 23788/2002 ΚΎ.Α. των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών -Πολιτισμού). Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δεν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ήτοι η προηγούμενη υποβολή της διαφοράς στην παραπάνω επιτροπή πριν ή μετά την άσκηση της κρινομένης αγωγής από την εναγομένη αλλά και η ιδιότητα της ενάγουσας ως μεσολαβητή και κατόχου της προαναφερόμενης άδειας. Επιπλέον η εναγομένη δεν επικαλείται σύναψη συμβολαίου εκπροσώπησης από την ίδια ή τον ποδοσφαιριστή για την μεταγραφή του τελευταίου (άρθρο 19 ΚΔΜΠ), ώστε να αναφύεται διαφορά υπαγόμενη στην παραπάνω επιτροπή αλλά αντίθετα επικαλείται άτυπη αντιπροσώπευσή της από την ενάγουσα κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Επίσης, και κατά το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, η ένδικη διαφορά δεν υπάγεται για επίλυση στα αρμόδια θεσμοθετημένα ποδοσφαιρικά όργανα, που καθορίζονται στο Καταστατικό και τους κανονισμούς της Ε.Π.Ο., ώστε να απαγορεύεται σε κάθε περίπτωση η προσφυγή στα πολιτικά ή διαιτητικά δικαστήρια δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν έχει κάποια από τις ιδιότητες, που προβλέπονται από τις παραπάνω αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη. Επιπλέον, από καμία απαγορευτική διάταξη νόμου δεν απαγορεύεται η έναντι αμοιβής “βοήθεια”, όπως την χαρακτηρίζουν αμφότεροι οι διάδικοι στο από 17-9-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνέταξαν, αφού δεν αποδεικνύεται η επικαλούμενη εκπροσώπηση της εναγομένης από την ενάγουσα κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη μεταγραφή ποδοσφαιριστή στην εναγομένη αλλά ούτε και καθίσταται παράνομη και συνεπώς άκυρη η επικαλούμενη διαμεσολάβηση λόγω μη τήρησης του εγγράφου τύπου και της μη κατοχής της ανάλογης άδειας του διαμεσολαβητή. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης που αφορά την ακυρότητα του ενδίκου συμφωνητικού ως προς το παράνομο της αιτίας του κατ’άρθρο 174 του ΑΚ. Περαιτέρω, ισχυρισμός της εκκαλούσας για αναπροσαρμογή της συμφωνηθείσας αμοιβής λόγω μεταβολής των συνθηκών (άρθρο 288 του ΑΚ) και συγκεκριμένα λόγω της μη επιτυχούς απόδοσης του ποδοσφαιριστή κατά τη διάρκεια των αγώνων της ποδοσφαιρικής ομάδας της εναγομένης, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, στην προκείμενη σύμβαση αναγνώρισης χρέους τα μέρη αφενός στις 8-7-2008 με το ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνήψαν, εξάρτησαν την οφειλόμενη αμοιβή της εφεσίβλητης από το γεγονός της ολοκλήρωσης της μεταγραφής, η οποία, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσης, ολοκληρώθηκε στις 21-8-2008 και αφορούσε το ποσό των 1.200.000 ευρώ, ενώ με το ένδικο συμφωνητικό (από 17-9-2008), είχε ήδη πληρωθεί η παραπάνω αίρεση και το οφειλόμενο ποσό ορίστηκε σε 700.000 ευρώ. Έτσι δεν αποδεικνύεται ότι οι διάδικο, κατά την τελευταία συμφωνία τους, απέβλεπαν στην απόδοση του μεταγραφέντος ποδοσφαιριστή, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο δικόγραφο της έφεσης, οι σχετικές αμοιβές ανάγονται στα ποσά που θα καταβληθούν στον μεταγραφέντα και στην ποδοσφαιρική ομάδα, από την οποία θα μεταγραφεί και τα οποία κατά τον ανωτέρω χρόνο (17-9-2008) είχαν καθοριστεί, ενώ δεν αποδείχθηκε ούτε η εκκαλούσα επικαλείται, μεταγενέστερη μείωσή τους. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή ην αγωγή με άλλες αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίστανται με την παρούσα, ως κατ’ ουσία βάσιμη δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την έφεση είναι απορριπτέα ως κατ’ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) και επίσης, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση της έφεσής της παραβολών , υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 24-7-2017 (γεν.αρθ. καταθ. …../2017, ειδ. αριθ. καταθ. …../2017) έφεση της εναγομένης της από 12-12-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2013) αγωγής, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 1929/2017 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση .
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα, κατά την κατάθεση της έφεσής της παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 9 Μαΐου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις 2 Ιουλίου 2019, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως του Εφέτη Γεωργίου Βερούση, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου, Εφέτες, και με Γραμματέα την Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ