Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 381/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός:   381/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Η από 12.4.2017 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. …./2017 και κατατεθείσα για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …/2018) έφεση του εκκαλούντος κατά της 607/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε με τη διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, την από 20.4.2016 (με Γ.Α.Κ. …/2016 και Ε.Α.Κ. …/2016) αγωγή της εφεσίβλητης κατά εκείνου ερήμην του και δέχθηκε εν μέρει αυτή, έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα, καθώς η εκκαλούμενη δημοσιεύθηκε στις 14.2.2017, η δε έφεση ασκήθηκε στις 13.4.2017, ήτοι εντός δύο ετών από την ημερομηνία δημοσίευσης της ως άνω απόφασης κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, χωρίς να αποδεικνύεται, ούτε να γίνεται επίκληση προηγούμενης επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, η ως άνω έφεση, η οποία αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ για να δικασθεί με την ίδια ειδική διαδικασία με την οποία δικάσθηκε η παραπάνω από 20.4.2016 αγωγή κατ’ άρθρο κατ’ άρθρο 591 παρ.7 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί το απαιτούμενο για το παραδεκτό της, παράβολο του άρθρου 495 παρ.3Α του ΚΠολΔ εξοφλημένο (βλ. το με κωδικό . …… e- παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών και την από 13.4.2017 βεβαίωση επιτυχούς εκτέλεσης πληρωμής e- παράβολου της ALPHA BANK).

Με την από 20.4.2016 αγωγή της η ενάγουσα υποστήριξε ότι με τον εναγόμενο τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις 12.5.2002, στον Ιερό Ναό Αγίας Αικατερίνης στα Πετράλωνα Αττικής, ο οποίος λύθηκε με την 921/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 2.5.2014. Ότι αφότου τελέστηκε ο γάμος τους, κατά τη διάρκειά του και μέχρι τη λύση του, η περιουσία του εναγόμενου πρώην συζύγου της αυξήθηκε σημαντικά, στη δε αύξηση αυτή συνέβαλε αποφασιστικά η ίδια και ότι για το λόγο αυτό δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης που προέρχεται από τη δική της συμβολή. Ότι ειδικότερα κατά τον χρόνο σύναψης του γάμου τους ο εναγόμενος δεν απασχολείτο σε σταθερή εργασία, διέθετε μια παλιά μονοκατοικία επιφάνειας 100 τετρ. μέτρων στη Σαλαμίνα, στην οδό ………., στην περιοχή «………», μία μηχανή μεγάλου κυβισμού και ένα μηχανάκι «παπάκι». Ότι κατά τον ίδιο χρόνο, η ενάγουσα εργαζόταν ως καθηγήτρια αγγλικών με εισοδήματα 3.000 ευρώ το μήνα, είχε την ψιλή κυριότητα ενός οικοπέδου στο … Σάμου με ένα κτίσμα επιφάνειας 72,60 τ.μ. και μιας οικίας επιφάνειας 45,60 τ.μ. στα ……. Αττικής καθώς και την πλήρη κυριότητα ενός διαμερίσματος β’ ορόφου, επιφάνειας 32,5 τ.μ. σε πολυκατοικία στην … Αττικής, στην οδό …….. Ότι το διαμέρισμα αυτό πώλησε στις 16.2.2004, με το υπ’ αριθμ. …/2004 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών …….., έναντι τιμήματος 43.000 ευρώ, από το οποίο η ίδια δαπάνησε για δικές της ανάγκες μόνο 2.000 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο των 41.000 ευρώ διατέθηκε για την αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου. Ότι συγκεκριμένα με ποσό 19.900 ευρώ αγοράσθηκε στο όνομα του εναγόμενου αυτοκίνητο μάρκας Scoda Octavia, ότι ποσό 7.000 ευρώ διατέθηκε για εξόφληση χρεωστικού υπολοίπου πιστωτικής κάρτας αυτού, ποσό 550 ευρώ καταβλήθηκε για την αγορά οικιακών συσκευών από το κατάστημα Praktiker και ποσό 13.000 ευρώ στοίχισε η ανακαίνιση της προαναφερόμενης μονοκατοικίας ιδιοκτησίας του εναγόμενου (ήτοι 3.000 ευρώ για το κτίσιμο στεγασμένου γκαράζ, 1.000 ευρώ για εντοιχισμένη ντουλάπα στο παιδικό δωμάτιο, 1.700 ευρώ για αγορά και τοποθέτηση πλακιδίων σε όλο το σπίτι, 500 ευρώ για βάψιμο παιδικού δωματίου, 1.700 ευρώ για αγορά και τοποθέτηση αλουμινίων, 900 ευρώ για αγορά πολυτελούς τηλεόρασης και 4.200 ευρώ για αγορά επίπλωσης παιδικού δωματίου και γενικού εξοπλισμού του σπιτιού με κατάλληλες συσκευές και εγκαταστάσεις). Ότι κατά το χρόνο λύσεως του γάμου των διαδίκων, η περιουσία της ενάγουσας έχει μειωθεί, αφού έχει απωλέσει το παραπάνω διαμέρισμα στην ….. και τα μισθώματα που λάμβανε από αυτό και παραμένει η ίδια άνεργη, έχοντας την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου που απέκτησε με τον εναγόμενο, ενώ ο τελευταίος κατά τον ίδιο χρόνο έχει επαυξήσει την περιουσία του κατά την αξία ανακαίνισης της οικίας του, η οποία διατηρείται, έχει στην κατοχή και κυριότητά του το παραπάνω αυτοκίνητο μάρκας Scoda Octavia, τις μηχανές που είχε κατά την τέλεση του γάμου τους, διατηρεί επίσης τις υπόλοιπες οικονομικές ωφέλειες που πορίσθηκε με το τίμημα πώλησης του ακινήτου της ενάγουσας και εργάζεται ως ψυκτικός στην αλυσίδα σούπερ μάρκετ της Σαλαμίνας με την επωνυμία «………». Ενόψει των ανωτέρω, η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει εντόκως από την επίδοση της αγωγής κατ’ άρθρο 1400 παρ.1 ΑΚ, το ποσό των 41.000 ευρώ, ήτοι την αύξηση της περιουσίας του που κατά την αγωγή προήλθε από τη δική της συμβολή, με βάση τον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της στην αξία των αποκτημάτων του με ανάλωση των χρημάτων που προήλθαν από την πώληση του ακινήτου της, επικουρικά δε ζητούσε το ίδιο ποσό κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς ο εναγόμενος ωφελήθηκε αδικαιολόγητα και κατέστη πλουσιότερος κατά το ποσό αυτό σε βάρος της περιουσίας της και με ισόποση ζημία της, ο δε πλουτισμός του σώζεται. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δικάζοντας ερήμην του εναγόμενου, απέρριψε ως αόριστη την αγωγή κατά την κύρια βάση απόδοσης στην ενάγουσα της συμβολής της στα αποκτήματα του εναγόμενου κατά τη διάρκεια του γάμου τους με βάση τον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής, καθώς και ως προς την επικουρική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, πλην όμως έκρινε ότι στον ισχυρισμό περί πραγματικού υπολογισμού συμμετοχής της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου ενυπάρχει επίκληση του τεκμαρτού υπολογισμού συμμετοχής της στην αύξηση αυτή, οπότε κρίνοντας ορισμένη και νόμιμη τη βάση αυτή, δέχθηκε επί της ουσίας αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου κατά το ποσό των 41.000 ευρώ και συμβολή της ενάγουσας σε αυτή κατά το 1/3, ήτοι κατά το ποσό των 13.666 ευρώ. Κατόπιν τούτου, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα στο ποσό των 13.666 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή του, ο εκκαλών-εναγόμενος παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, προβάλλοντας επιπλέον άρνηση της αύξησης της περιουσίας του, άλλως ένσταση μηδενικής συνεισφοράς της εφεσίβλητης-ενάγουσας στην αύξηση αυτή και ζητεί να εξαφανισθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί η 607/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολό της η από 20.4.2016 αγωγή της εφεσίβλητης.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011: “Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως”. Με το ανωτέρω περιεχόμενο, επαναφέρθηκε η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν. 2915/2001, προσαρμοσμένη στο καθεστώς της μιας και μοναδικής συζήτησης και έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας. Η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αλλά αρκεί η “τυπική” παραδοχή της, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 546/2014, ΑΠ 1015/2005), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 495/2017). Η παρούσα ρύθμιση εφαρμόζεται και για τις ερήμην αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά τις ειδικές διαδικασίες (βλ. άρθρο 591 παρ.1 και 7 ΚΠολΔ), αφού δεν υπάρχει λόγος διαφοροποίησης (βλ. Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, έκδοση 2018, σελ. 856, παρ.2). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης (βλ. ΑΠ 579/2018 στη Νόμος). Τέλος κατά το άρθρο 522 του Κ.Πολ.Δ. που ορίζει ότι με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από τη έφεση και τους πρόσθετους λόγους, προκύπτει ότι το  δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως εκ του μεταβιβαστικού κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ αποτελέσματος, μπορεί με την επίκληση και μόνον εσφαλμένης εκτίμησης αποδείξεων, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου), μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, το παραδεκτό και τη νομιμότητα της αγωγής και να απορρίψει αυτή ως αόριστη ή μη νόμιμη, αρκεί να ζητεί την απόρριψή της ο εκκαλών και βεβαίως να μη χειροτερεύσει η θέση του με την έκδοση της απόφασης του Εφετείου (βλ. ΑΠ 188/2014, ΕφΑνατΚρ 258/2015,  ΕφΠειρ 478/2015, ΜονΕφΠειρ 559/2015, όλες στη Νόμος). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον ο εκκαλών ερημοδικάσθηκε στον πρώτο βαθμό κατά την εκδίκαση της κατά αυτού αγωγής της εφεσίβλητης και με την έφεσή του υποστηρίζει ότι έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή στην ουσία της καθ’ ολοκληρίαν και ως προς τη γενομένη δεκτή βάση του τεκμαρτού υπολογισμού της συμμετοχής της ενάγουσας στα αποκτήματα του εναγόμενου από το γάμο τους, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που δέχθηκε την παραπάνω βάση της αγωγής και να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο κατά το μέρος που μεταβιβάσθηκε με την έφεση ενώπιόν του.

Περαιτέρω, το άρθρο 1400 του ΑΚ ορίζει: «Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απόκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες». Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα είναι : α) Η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς  διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου και γ) συμβολή του ενάγοντος συζύγου στην αύξηση με οποιονδήποτε τρόπο της περιουσίας του υπόχρεου. Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά η οποία υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, δηλαδή κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο κατά τον οποίο γεννάται η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Το είδος της συμβολής μπορεί να αναφέρεται σε οποιαδήποτε υλική παροχή, η οποία εξέρχεται από τα όρια της υποχρέωσης για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας ή δραστηριότητα η οποία συνεπάγεται άμεσα ή έμμεσα αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου. Από τη σύγκριση της αξίας της περιουσίας του υπόχρεου στα δύο αυτά χρονικά σημεία, με αναγωγή σε τιμές του χρόνου άσκησης της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου η οποία να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Απαιτείται συνεπώς να προσδιορίζεται στην αγωγή η περιουσία του υπόχρεου (εφόσον υπάρχει) και κατά τον χρόνο της τέλεσης του γάμου με αναγωγή της αξίας της στον χρόνο της άσκησης της αγωγής ή να εκτίθεται σε αυτήν ότι δεν υπήρχε καθόλου περιουσία του υπόχρεου κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου. Επομένως, αν στην αγωγή εκθέτει ο δικαιούχος σύζυγος  ότι κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου ο υπόχρεος είχε περιουσία, αποτελούμενη από κινητά και ακίνητα, είναι απαραίτητη η αναφορά της κατά το χρόνο αυτό αξίας τους, ανεξαρτήτως του αν αυτή είναι μεγάλη ή μικρή, καθόσον δεν νοείται “μηδενική” αξία αυτών (ΑΠ 492/2017, 1165/2015, 808/2015 στη Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη, αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στη συνέχεια δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως κατ’ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το ειδικότερα αναφερόμενο στο διατακτικό της χρηματικό ποσό, στο οποίο αποτιμήθηκε η συμβολή της στα περιουσιακά στοιχεία του ανωτέρω, που  αποκτήθηκαν διαρκούντος του γάμου τους και σώζονταν κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής, νομιμοτόκως.  Πλην όμως η αγωγή αυτή με το ανωτέρω περιεχόμενο ήταν προεχόντως αόριστη και ως τέτοια θα έπρεπε ν’ απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθόσον δεν περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 216 του ΚΠολΔ και 1400 του ΑΚ για την πληρότητα και το ορισμένο του δικογράφου της και τη νομική θεμελίωση της αγωγικής αξίωσης περί συμμετοχής της ενάγουσας στα αποκτήματα του εναγομένου στοιχεία, τα οποία αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Ειδικότερα, αν και αναφέρεται σ’ αυτήν η ύπαρξη αρχικής περιουσίας του εναγόμενου κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου του με την ενάγουσα, αποτελούμενη από τα επίσης αναλυτικά διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο στοιχεία (κινητά και ακίνητα), εντούτοις δεν εκτίθεται η αξία της εν λόγω περιουσίας και δη κάθε επιμέρους στοιχείου αυτής, μάλιστα με αναγωγή της αξίας του στο χρόνο άσκησης της αγωγής, όπως απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής του άρθρου 1400 του ΑΚ, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, είτε η αξίωση της εναγόμενης προς συμμετοχή στα αποκτήματα του εναγομένου στηρίζεται στην πραγματική, είτε στην τεκμαρτή συμμετοχή του σ’ αυτά. Και τούτο διότι, όπως επίσης προεκτέθηκε, όσον αφορά στον ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων του ορισμένου της αγωγής αυτής, ως αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, νοείται, όχι μία συγκεκριμένη κτήση ή κτήσεις αυτού, αλλά η διαφορά που προκύπτει εάν από την αξία της περιουσίας, την οποία είχε ο εναγόμενος κατά το χρόνο γέννησης της αξίωσης συμμετοχής του ενάγοντος σε αυτήν (τελική περιουσία), αφαιρεθεί η αξία της περιουσίας, την οποία είχε ο ίδιος κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία), εκτός εάν αναφέρεται στο δικόγραφο ότι ο υπόχρεος δεν είχε καθόλου περιουσία κατά την τέλεση του γάμου, οπότε και μόνο η αξίωση του «αποκτήματος» περιορίζεται και επικεντρώνεται επί συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων περιουσιακών αντικειμένων, και, συνεπώς, δε χρειάζεται ο κατά τα άνω στο δικόγραφο προσδιορισμός, αποτίμηση και αναγωγή στο χρόνο άσκησης της αγωγής της αξίας αμφοτέρων, αρχικής και τελικής περιουσίας, προκειμένου να κριθεί εάν υπάρχει περιουσιακή επαύξηση του ενός συζύγου, που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα, περίπτωση, που δεν ισχύει εν προκειμένω, καθώς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής για τη θεμελίωση της ιστορικής της  βάσης, ο εναγόμενος κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου του με την ενάγουσα όντως διέθετε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, που επίσης παρατίθενται και εκ των πραγμάτων έχουν κάποια αξία, μεγάλη ή μικρή, αλλά σε καμία περίπτωση «μηδενική», της οποίας, όμως, και δη με αναγωγή της στον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής, ουδεμία μνεία γίνεται. Επίσης η ενάγουσα δεν προσδιορίζει ούτε κατά το χρόνο που η λύση του γάμου των διαδίκων κατέστη αμετάκλητη, την αξία της περιουσίας του εναγόμενου ώστε να γίνει η σύγκριση με την αρχική, περιοριζόμενη να αναφέρει μόνο το κόστος της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που φέρεται να απέκτησε ο εναγόμενος το έτος 2004, με το τίμημα του πωληθέντος από την ενάγουσα διαμερίσματος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε παραδεκτή και ορισμένη την αγωγή και ακολούθως δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τον τεκμαρτό προσδιορισμό της συμμετοχής της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γεγονός που ερευνάται αυτεπάγγελτα από το παρόν Δικαστήριο, στο οποίο μεταβιβάσθηκε η υπόθεση με την άσκηση της κρινόμενης έφεσης του εναγόμενου,  έστω και χωρίς ειδικό παράπονο από τον εκκαλούντα, που παραπονείται για τη μερική παραδοχή της αγωγής της εφεσίβλητης στην  ουσία της (βλ. ad hoc ΕφΠειρ 383/2016 στη Νόμος). Κατ’ακολουθίαν τούτου πρέπει να γίνει δεκτή η από 12.4.2017 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2017 και Ε.Α.Κ. …/2017 και κατατεθείσα στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και στη συνέχεια, αφού  κρατηθεί   η   υπόθεση   από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή, ν’απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1 στοιχ.β’, 118 στοιχ.4 και 111 παρ.2 του ΚΠολΔ. Το καταβληθέν από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση της έφεσης παράβολο πρέπει να του επιστραφεί (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄ του ΚΠολΔ) ενώ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους κατά τις διατάξεις των άρθρων 183 και 179 του ΚΠολΔ, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ως προς τα στοιχεία του ορισμένου της αγωγής κατά τον τεκμαρτό προσδιορισμό της συμβολής του ενάγοντος συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου κατά τον χρόνο αμετάκλητης λύσης τους γάμου τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη 607/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 20.4.2016 (με Γ.Α.Κ. …../2016 και Ε.Α.Κ. …/2016) αγωγή κατά το μέρος της που μεταβιβάσθηκε ενώπιον του.

Απορρίπτει αυτή.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του με κωδικό ……….. e-παράβολου ποσού εκατό (100) ευρώ του Υπουργείου Οικονομικών.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά, στις 2.7.2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ