Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 382/2019

 Αριθμός        382  /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα,  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Η υπό κρίση έφεση  έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη,γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει,  επομένως,  εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της δεν απαιτείται η προκατάθεση παραβόλου, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση   δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 592 αριθμ.3 ΚΠολΔ (άρθρο 495 παρ.3εδ.τελ.ΚΠολΔ), ως η προκείμενη,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την από 27.6.2017 και με αριθμό καταθέσεως …../2017 αγωγή της την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, ενεργούσα  ατομικά και υπό την ιδιότητά της ως ασκούσα την επιμέλεια της ανήλικης κόρης της, που απέκτησε από το γάμο της με το εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα με τον οποίο βρίσκεται σε διάσταση, ζητούσε, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο λόγους, να της ανατεθεί οριστικά η αποκλειστική επιμέλεια της ανήλικης και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει για λογαριασμό της τελευταίας , το ποσό των 250 ευρώ, ως μηνιαία σε χρήμα διατροφή της, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός  και για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση σ αυτόν της αγωγής, νομιμότοκα από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης ως την πλήρη εξόφληση. Εξάλλου, με την από  17.10.2017 και με αριθμό καταθέσεως …../2017 αγωγή του  που άσκησε σε βάρος της ως άνω ενάγουσας-εναγόμενης ο ενάγων και ήδη εκκαλών, κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ζητούσε να ανατεθεί σ αυτόν η οριστική επιμέλεια της ως άνω ανήλικης κόρης των διαδίκων από κοινού με την ενάγουσα-εναγόμενη,  ήτοι να λαμβάνει από κοινού με την τελευταία,  εν διαστάσει σύζυγό του, όλες τις αποφάσεις εκείνες που αφορούν την ανατροφή, επίβλεψη, μόρφωση, εκπαίδευση, υγεία και κάθε αλλαγή του τόπου κατοικίας της ανήλικης, καθώς, παρά την άρνηση της εναγόμενης, αυτό επιτάσσει και επιβάλει το συμφέρον της, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο. Επί των αγωγών αυτών, που συνεκδικάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, εκδόθηκε η με αριθμό 1669/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δέχτηκε καθ ολοκληρίαν την ως άνω αγωγή της ενάγουσας και δη ανέθεσε οριστικά την αποκλειστική επιμέλεια της ανήλικης κόρης των διαδίκων σ αυτήν,  διατάσσοντας  την απόδοση του ως άνω ανηλίκου στην τελευταία  και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, για διατροφή της ανήλικης, για διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 250 ευρώ μηνιαίως, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης ενώ απέρριψε την από 17.10.2017 και με αριθμό καταθέσεως …../2017 αγωγή του ενάγοντος, ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος αυτού στην άσκησή της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ αυτή. Κατά της αποφάσεως αυτής, και δη κατά τις διατάξεις της, που απέρριψε την ως άνω αγωγή του και δέχτηκε την αντίθετη σε βάρος του αγωγή της ενάγουσας, αναθέτοντας οριστικά την αποκλειστική επιμέλεια της ανήλικης σ αυτήν (ήτοι κατά τη διάταξή της περί διατροφής δεν πλήττεται η εκκαλουμένη) παραπονείται τώρα ο ενάγων-εναγόμενος-εκκαλών, με τους εκτιθέμενους στη έφεσή του λόγους, που συνίστανται, κατ ορθή εκτίμηση αυτών,  σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή της ενάγουσας, κατά το σκέλος της περί ανάθεσης σ αυτήν της αποκλειστικής επιμέλειας της ανήλικης και να γίνει δεκτή εξ ολοκλήρου η ως άνω αγωγή του.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 1510, 1511, 1512, 1513, 1514 και 1518 ΑΚ συνάγονται, πλην άλλων και τα εξής: Η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του) επί πλέον δε την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση δε της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής, της είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικά κάθε είδους συμφέρον, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανήλικου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία, πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασής τους. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Στην δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο, ώστε, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανήλικου τέκνου, καθώς και οι αναπτυχθέντες μέχρι τότε, με ανεπηρέαστη επιλογή, δεσμοί του διαθέτοντος ικανότητα διακρίσεως τέκνου με τους γονείς του και τυχόν αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 952/2007). Επίσης οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Τούτο δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας – επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητάς του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 1218/2006, ΑΠ 882/2015).Εξάλλου, το  συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του, εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο, ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του, καθώς και οι τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου σχετικά με την επιμέλεια και τη διοίκηση της περιουσίας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλειά του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει τη στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμησή του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση άλλωστε της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και τη διάσπαση της οικογενειακής συνοχής, κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου, που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία, όχι σπανίως, χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής, ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο και τούτο προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 1910/2005, ΑΠ 357/2012, ΑΠ 317/2015).    Το αποτέλεσμα όμως αυτό, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου, κάθε άλλο παρά επιτυγχάνεται με την πλήρη αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα. Ηδη αυτή καθευαυτή η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς, εκ λόγων αναγομένων στο συμφέρον του τέκνου, αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των γονέων στο λειτουργικό τούτο δικαίωμά τους, το οποίο τίθεται υπό δικαστική ρύθμιση, παραβιάζονται δε και η αρχή αυτή και οι βασικοί κανόνες διαπαιδαγώγησης, που στηρίζονται στα πορίσματα της παιδικής ψυχολογίας προς βλάβη του ανηλίκου, ενώ παράλληλα δυσχεραίνεται και η ρυθμιστική επέμβαση του δικαστηρίου, όταν το τέκνο περιάγεται σε στάση αρνήσεως ή αντιπάθειας έναντι του ετέρου των γονέων από πράξεις ή παραλείψεις εκείνου που έχει την επιμέλειά του (ΑΠ 1919/2005). Ωστόσο, επί αντιθέτων αγωγών των διαζευγμένων ή εν διαστάσει τελούντων γονέων, για ανάθεση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου τους,  το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχέσεις και περιστάσεις, μπορεί  είτε να κατανείμει μεταξύ τούτων την άσκηση των τριών βασικών λειτουργιών της γονικής μέριμνας, καθώς και των διαφόρων υπολειτουργιών – τομέων της επιμέλειας του προσώπου τους, (όπως είναι η μόρφωση, εκπαίδευση, υγεία, περίθαλψη κλπ) είτε να αναθέσει αυτήν κοινού, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον των τέκνων, προκειμένου να μην αποξενώνονται από τον ένα γονέα τους, ούτε να αποκλείεται αυτός τελείως από την άσκηση των ως άνω σημαντικών λειτουργικών δικαιωμάτων του (ΑΠ 634/1996, ΑΠ 22/1989). Αν, όμως, το συμφέρον του τέκνου δεν εξυπηρετεί η από κοινού άσκηση της επιμέλειας, όπως σε περίπτωση διάσπασης της οικογενειακής ενότητας ή λύσης του γάμου, η επιμέλεια ανατίθεται στον ένα γονέα, ο οποίος κρίνεται προς τούτο κατάλληλος, αφού ληφθούν υπόψη  όλα τα προαναφερόμενα κρίσιμα προς τούτο στοιχεία ( ΑΠ 1612/2017, ΑΠ 550/2017, ΕφΠειρ 130/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος, Β.Βαθρακοκοίλη, Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, έκδ.2000, Αρθρο 1518, σελ.919-920).      Στην προκειμένη περίπτωση, με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη από 17.10.2017 και με αριθμό κατάθεσης ……/2017 αγωγή του ενάγοντος-πατέρα της ανήλικης με την οποία αυτός αιτείται να ανατεθεί σ αυτόν η από κοινού με την εν διαστάσει σύζυγό του-εναγόμενη-μητέρα της ανήλικης επιμέλεια του προσώπου της τελευταίας, είναι καθ όλα παραδεκτή,  ορισμένη και νόμιμη, ενόψει των προαναφερόμενων στη μείζονα σκέψη της παρούσας, προφανές, δε, ενόψει της ιδιότητάς του, ως πατέρας της ανήλικης τυγχάνει το έννομο συμφέρον του για την άσκησή της, χωρίς να απαιτείται για το  παραδεκτό και ορισμένο της προκείμενης αγωγής του με την οποία αιτείται τη συνεπιμέλεια της ανήλικης κόρης των διαδίκων, να αναφέρει αν ζητεί τη λειτουργική ή χρονική κατανομή αυτής.  Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι είναι απαράδεκτη η ένδικη αγωγή, ελλείψει έννομου συμφέροντος του ενάγοντος στην άσκησή της, ενόψει και του γεγονότος, κατά τα αναφερόμενα  επί λέξει, μεταξύ άλλων,  στην απόφαση, ότι αυτός «δεν αιτείται ευκρινώς χρονική κατανομή της επιμέλειας του τέκνου από κοινού με την ενάγουσα ή λειτουργική κατανομή αυτής, ζητώντας να ανατεθούν στον ίδιο συγκεκριμένες εκφάνσεις της, όπως λχ των ζητημάτων της μόρφωσης ή της υγείας του τέκνου….»,  έσφαλε ως προς την ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου,  κατά τους σχετικούς βάσιμους λόγους της εφέσεως του εκκαλούντος-ενάγοντος  (1ου, 2ου, 4ου και 5ου), κατ ορθή εκτίμηση αυτών. Στη συνέχεια πρέπει, γενομένης δεκτής της έφεσης κατά το μέρος της αυτό, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της και αφού το Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση και την  δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) να ερευνήσει την ένδικη αγωγή και ως προς  την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων  των μαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που  περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του,   από  όλα τα έγγραφα  τα οποία νομότυπα με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη  είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εφεσίβλητη με αριθμούς … και …./20.11.2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της, …… και ……, αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νικαίας, ……., που λήφθηκαν νόμιμα, στα πλαίσια της δίκης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατ άρθρο 422 παρ.1 ΚΠολΔ, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, να παραστεί σ αυτές  (βλ. την με αριθμό …./13.11.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ……..), και από  τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο  336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά:  Οι διάδικοι γνωρίζονται από πολύ νεαρή ηλικία και τους συνέδεε πάντα μία σχέση φιλίας. Ήδη από το έτος 2013 διατηρούσαν σχέση, ενώ στις 12-1-2017 τέλεσαν πολιτικό γάμο στο δήμο Νίκαιας, από τον οποίο απέκτησαν ένα θήλυ τέκνο, μη εισέτι βαπτισθέν, που αποκαλούν, όμως, αμφότεροι …..,  που γεννήθηκε στις 15-2-2017. Πριν από την τέλεση του γάμου τους είχαν συμβιώσει υπό την ίδια στέγη στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, όπου αμφότεροι εργάζονταν και ειδικότερα ο μεν ενάγων-εναγόμενος ως επιχειρηματίας και συγκεκριμένα ιδιοκτήτης τεσσάρων ζαχαροπλαστείων, η δε ενάγουσα-εναγόμενη, ως τραπεζική υπάλληλος. Μετά, ωστόσο, τη γέννεση της κόρης τους και κατόπιν συμφωνίας τους αποφάσισαν να διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα, όπου θα βρισκόταν η οικογενειακή τους στέγη και ότι ο ενάγων-εναγόμενος θα μετέβαινε σε τακτική εβδομαδιαία βάση στην Ρουμανία  για την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ενώ η ενάγουσα-εναγόμενη, θα συνέχιζε πλέον την ως άνω εργασία της στην Ελλάδα. Η έγγαμη συμβίωσή τους, παρόλα αυτά δεν εξελίχθηκε ομαλά, παρουσίασε προβλήματα από τον Ιανουάριο του 2017 που κορυφώθηκαν τον Απρίλιο του ίδιου έτους,  οπότε και διασπάστηκε οριστικά αυτή, με την αποχώρηση του εναγόμενου από την κοινή συζυγική τους στέγη, ιδιοκτησίας της ενάγουσας-εναγόμενης, στον Κορυδαλλό, επί της οδού ………….  Εκτοτε η ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων, ηλικίας, κατά το χρόνο συζήτησης της παρούσας 2 ετών, διαμένει με την ενάγουσα-εναγόμενη μητέρα της στην ως άνω οικογενειακή στέγη των διαδίκων, ασκούσας αυτής  έκτοτε de facto την επιμέλειά της, η οποία της ανατέθηκε και δικαστικώς προσωρινά με την με αριθμό 1272/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  (εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έχοντας αυτή όλα τα εχέγγυα για την καλή ανατροφή και την εν γένει ομαλή ψυχοσωματική της ανάπτυξη, γεγονός, άλλωστε, που δεν αρνείται ο ενάγων-εναγόμενος, ο οποίος με την ένδικη αγωγή του δε ζητά να ανατεθεί σ αυτόν η αποκλειστική επιμέλεια της ανήλικης, παρά η από κοινού άσκησή της με τη αντίδικό του-μητέρα της. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι και οι  δύο γονείς είναι στοργικοί και ενδιαφέρονται στο έπακρο για το παιδί τους. Αμφότεροι προσπαθούν να καλύψουν οποιαδήποτε ανάγκη του, τόσο υλική-οικονομική όσο και ψυχική- συναισθηματική. Δυστυχώς, όμως,  οι σχέσεις τους έχουν διαρρηχθεί και είναι ιδιαίτερα τεταμένες, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μεταξύ τους εντάσεις και διαφωνίες, που αποκλείουν εκ των προτέρων οποιοδήποτε πνεύμα συνεννόησης και συνεργασίας μεταξύ τους σε ζητήματα που αφορούν το τέκνο τους. Ως εκ τούτου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το συμφέρον της ανήλικης, που αυτό (Δικαστήριο), ενόψει των προαναφερόμενων στην μείζονα σκέψη της παρούσας, έχει ως αποκλειστικό γνώμονα, δεν  εξυπηρετείται με την ανάθεση της  από κοινού άσκησης της επιμέλειάς της και στους δύο γονείς της, που αιτείται ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του. Ενδεικτικό, εξάλλου, των κακών σχέσεων των διαδίκων-γονέων, που επιρρωνύει την κρίση του Δικαστηρίου, ως προς τη μη δυνατότητα της αιτούμενης από τον ενάγοντα από κοινού άσκησης της επιμέλειας της ανήλικης με την εν διαστάσει σύζυγό του και μητέρας της,  είναι το γεγονός ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε για το πρακτικό θέμα της βάπτισής της, με αποτέλεσμα η ανήλικη αφ ενός μεν να έχει κλείσει τα δύο (2) της χρόνια και να μην έχει εισέτι βαπτιστεί αφ ετέρου δε η  ενάγουσα, μετά από ανταλλαγή μεταξύ τους εξωδίκων για το θέμα αυτό, να προσφεύγει δικαστικά ζητώντας, μεταξύ άλλων, να της χορηγηθεί η άδεια προκειμένου να προβεί αποκλειστικά, χωρίς τη σύμπραξη του ενάγοντος, στη βάπτιση της ανήλικης (βλ. την με αριθμό ……./14.9.2018 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Κατόπιν, τούτων το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας την ανάγκη σταθερότητας των συνθηκών ανάπτυξης της ανήλικης στην κρίσιμη αυτή νηπιακή ηλικία, που έχει απόλυτη ανάγκη της φροντίδας και των περιποιήσεων της μητέρας της, που από τη γέννησή της επέδειξε και συνεχίζει να επιδεικνύει αμέριστη αγάπη και στοργή για το τέκνο της, ενδιαφέρον για την ικανοποίηση των αναγκών του, καθώς και ικανότητα για τη σωστή ανάπτυξη και διαπαιδαγώγησή του, παρέχοντας σ αυτήν ένα ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον με υποστήριξη και φροντίδα, κρίνει  ότι το αληθινό συμφέρον του, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και πνευματικές ανάγκες του, επιβάλει να ανατεθεί η επιμέλεια του προσώπου του στην ενάγουσα-εναγόμενη μητέρα του, δεκτής γενομένης ως βάσιμης και κατ ουσίαν της από 27.6.2017 και με αριθμό κατάθεσης ……/2017 αγωγής της, ως προς το ως άνω αίτημά της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε, ως προς αίτημα αυτό της αγωγής, ομοίως, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός λόγος της έφεσης (υπό στοιχ.3), κατ ορθή εκτίμηση αυτού, με τον οποίο ο εκκαλών ισχυρίζεται τα αντίθετα είναι ουσιαστικά αβάσιμος και συνεπώς απορριπτέος.

Βάσει των όσων ανωτέρω αναφέρονται,  πρέπει, δεκτής εν μέρει γενομένης της κρινόμενης εφέσεως ως βάσιμης και κατ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, μόνο,  όμως, κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της, κατά το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η από 17.10.2017 και με αριθμό κατάθεσης …../2017 αγωγή του ενάγοντος, και αφού το Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει  στην ουσία της την ως άνω αγωγή, πρέπει να απορρίψει αυτήν  ως αβάσιμη κατ ουσίαν. Η ενέργεια αυτή του Δικαστηρίου δεν εμποδίζεται από τη διάταξη του άρθρου  536 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη απόφαση για τον εκκαλούντα, αν δεν ασκήσει ο εφεσίβλητος δική του έφεση ή αντέφεση, διότι η διάταξη της παρ.1 του άρθρου 536 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικάζει την υπόθεση κατ` ουσίαν μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, όπως συμβαίνει στην επίδικη υπόθεση. Για την εξέταση της ουσίας της διαφοράς δεν απαιτείται ειδικό αίτημα, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προβαίνει οίκοθεν στην ενέργεια αυτή, ως αναγκαία κατά νόμο (535 παρ. 1 ΚΠολΔ) συνέπεια της εξαφάνισης της απόφασης (ΑΠ 538/2014 Αρμ 2014. 1459. ΑΠ 641/2013, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΑΠ 1437/2012 ΝοΒ 2013, 974, ΕφΔωδ 54/2013,  ΕφΛαρ 287/2012 Δικογρ 2012, 661, ΕφΑΘ 6601/2011 ΕλλΔνη 2013, 189). Τα δικαστικά έξοδα, τέλος,  των διαδίκων, ως προς την ως άνω αγωγή, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους,  διότι πρόκειται για διαφορά ανάμεσα σε συζύγους (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται  ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ` ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμό 1669/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μόνο κατά το κεφάλαιό της που απέρριψε ως απαράδεκτη την από 17.10.2017 και με αριθμό κατάθεσης …../2017 αγωγή του ενάγοντος.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την ως άνω αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, ως προς την ως άνω αγωγή, μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ,  αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά, στις  2-7- 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

  Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ