Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 383/2019

Αριθμός       383   /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Η υπό κρίση έφεση  έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη,γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει,  επομένως,  εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της δεν απαιτείται η προκατάθεση παραβόλου, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση   δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ (άρθρο 495 παρ.3εδ.τελ.ΚΠολΔ), ως η προκείμενη,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή της, την οποία άσκησε η ενάγουσα ενώπιον του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, εξέθετε ότι  με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσελήφθη στις 4-1-2004 από τον εναγόμενο για να εργασθεί ως μέλος του νοσηλευτικού προσωπικού και ειδικότερα ως βοηθός θαλάμου στον οίκο ευγηρίας που διατηρούσε  αυτός (εναγόμενος) στον …. και με την ιδιότητα αυτή εργάσθηκε συνεχώς μέχρι την 31-12-2012, οπότε εκείνος απροειδοποίητα και χωρίς να της καταβάλει πλήρη αποζημίωση έλυσε την εργασιακή τους σχέση, αναγγέλλοντας στην Επιθεώρηση Εργασίας ότι αποχώρησε οικειοθελώς και ότι για το λόγο τούτο η καταγγελία αυτή είναι άκυρη. Ότι η ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής της σχέσεως αναγνωρίσθηκε δια της υπ’ αριθμ. 988/2014 οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου αυτού – η οποία  εν συνεχεία, κατέστη τελεσίδικη, αφού  επικυρώθηκε δια της υπ’ αριθμ. 645/2015 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου, – το οποίο και της επιδίκασε αιτούμενους μισθούς υπερημερίας για το προγενέστερο της ένδικης αγωγής διάστημα και δη από 1-1-2013 έως και την 31- 12-2013. Ότι  έκτοτε μέχρι και την 1.1.2017 συνεχίζεται η υπερημερία του εναγομένου, γιατί ο τελευταίος αρνείται να αποδεχθεί τη νόμιμα προσφερόμενη σε αυτόν εργασία της. Ότι λόγω ακριβώς της υπερημερίας του εναγομένου, ο τελευταίος της οφείλει συνολικά για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1-1- 2014 έως 31-12-2016 το ποσό των 47.000,22 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων του επιδόματος αδείας και των δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα του ανωτέρω χρονικού διαστήματος. Με βάση δε το ως άνω ιστορικό, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το πιο πάνω συνολικό ποσό των 47.000,22 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών, εκδόθηκε η με αριθμό 4181/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, ως βάσιμη και κατ ουσίαν,  και υποχρέωσε  τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα για την ως άνω αιτία το ποσό των 36.927,08 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τις 15.7.2016 (επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής) ως την πλήρη εξόφληση.  Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονείται τώρα ο εναγόμενος-εκκαλών, με τους εκτιθέμενους στη έφεσή του λόγους, που συνίστανται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Ι.  Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 330 και 331 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, ορθές ή εσφαλμένες, δημιουργούν δεδικασμένο με τη θετική και αρνητική λειτουργία του, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο και ανατρέπεται μόνο με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ένδικων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο. Το δεδικασμένο καλύπτει (ως ενιαίο όλο) ολόκληρο τον δικανικό συλλογισμό, βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα το δεδικασμένο καλύπτει α) το δικαίωμα που κρίθηκε ή την έννομη σχέση που διαγνώστηκε, β) την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος ή της έννομης σχέσης που διαγνώστηκε και γ) τη νομική αιτία, δηλαδή τον νομικό χαρακτηρισμό που έδωσε το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά, υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη νόμου για τη διάγνωση του δικαιώματος ή της έννομης σχέσης (ΟλΑ.Π. 34/1992 ΕλλΔνη 1992, 1450, 3/2003 ΝοΒ 2003, 1395, Α.Π. 4/1992 ΕλλΔνη 1993, 65, 1103/2000 ΕλλΔνη 2001, 1288). Ειδικότερα, όταν ζητούνται μισθοί υπερημερίας, η τελεσίδικη μεταξύ των αυτών διαδίκων απόφαση επί αγωγής με το ίδιο αντικείμενο για τον ίδιο ή προγενέστερο χρόνο παράγει δεδικασμένο ως προς τα διαγνωσθέντα ζητήματα που ήσαν αναγκαία για τη στήριξη του διατακτικού της αρχικής αποφάσεως καθώς και τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν (ΑΠ 1331/2001, δημοσιευμένη στη Νόμος). Ετσι η τελεσίδικη απόφαση που δέχεται ότι η απόλυση του εργαζομένου ήταν άκυρη αποτελεί δεδικασμένο ως προς την αξίωση για μισθούς υπερημερίας του ορισμένου χρονικού διαστήματος, την ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας και την ακυρότητα της καταγγελίας και συνεπώς το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αργότερα μεταγενέστερης αγωγής, με την οποία διώκεται η καταψήφιση ή η αναγνώριση της ίδιας απαίτησης για χρονικό διάστημα επόμενο εκείνου για το οποίο προηγουμένως επιδικάστηκε αυτή, δεσμεύεται, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος υπό το οποίο κρίθηκε ήδη η απαίτηση για τον προγενέστερο χρόνο, από το δεδικασμένο (ΟλΑΠ 1/2003, ΟλΑΠ 10/2002, ΑΠ 613/2018, ΑΠ 118/2017, ΕφΛαρ 114/2014, ΕφΑθ 4483/2012, δημοσιευμένες στη Νόμος). ΙΙ. Κατά το άρθρο 656 του ΑΚ,  όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 61 του ν. 4139/2013 το οποίο (σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 του ίδιου νόμου) καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις και συνακόλουθα την ένδικη υπόθεση που ήταν εκκρεμής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 20.3.2013, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ ο νόμος αυτός  και τέθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 104 αυτού “Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού”. Υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας καθίσταται και ο εργοδότης που κατήγγειλε ακύρως (για οποιοδήποτε λόγο) την εργασιακή σύμβαση, εφόσον πλέον δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού (ΑΠ 440/2016, 414/2016, 359/2015). Το δικαίωμα, όμως,  του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας κατά το άρθρο 656 ΑΚ υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει και όταν, κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, για να εισπράττει τους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται. Για να θεωρηθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχολήσεώς του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια (ΑΠ 414/2016, 363/2015, 223/2014). Ειδικότερα απαιτείται, για την ευδοκίμηση της ως άνω ενστάσεως του εργοδότη, όπως ο τελευταίος επικαλεσθεί και αποδείξει, α) την εργασία την οποία ο εργαζόμενος μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης επιχείρησης, β) τους λόγους για τους οποίους είναι αδικαιολόγητη και κακόβουλη η μη απασχόληση του εργαζομένου αλλού, γ) την ωφέλεια την οποία θα αποκόμιζε από την άλλη εργασία, με αναφορά συγκεκριμένων αποδοχών που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή και δ) την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργαζόμενος, δηλαδή από το γεγονός ότι δεν απασχολήθηκε στην υπηρεσία του εργοδότη και διέθεσε το χρόνο που αποδεσμεύτηκε σε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (AΠ 223/2014). Μόνη η μακρά διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητούνται αποδοχές υπερημερίας, χωρίς παράλληλα να είναι δόλια και κακόβουλη η αποφυγή του εργαζομένου προς ανεύρεση εργασίας, δεν καθιστά την άσκηση της σχετικής αξίωσης καταχρηστική (ΑΠ 613/2018, ΑΠ 118/2017, όπ.α). Εξ άλλου, από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 349 και 350 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι ο εργοδότης περιέρχεται σε υπερημερία, όταν ο μισθωτός προσφέρει πραγματικά, με τον προσήκοντα τρόπο, την εργασία του και αυτός δεν τη δέχεται ή δηλώνει ότι δεν τη δέχεται, με συνέπεια να εξακολουθεί να υποχρεούται στην καταβολή του μισθού. Υποχρέωση, εξάλλου, του εργοδότη, να καταβάλει το μισθό υπάρχει και σε περίπτωση δικής του αδυναμίας να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, όταν η αδυναμία αυτή ανάγεται όχι μόνο σε δικό του πταίσμα, αλλά και σε ανυπαίτια περιστατικά, που συνδέονται είτε με περιστάσεις, που ο ίδιος οφείλει και μπορεί να ελέγχει είτε με κινδύνους από τη λειτουργία της επιχειρήσεως που ασκεί. Ο εργοδότης απαλλάσσεται μόνον αν η αδυναμία του ως προς την αποδοχή της εργασίας οφείλεται σε ανώτερη βία. Ανώτερη βία υπάρχει, όταν η ενέργεια του υποχρέου εμποδίζεται από τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός. Τέτοιο θεωρείται το γεγονός, το οποίο δεν οφείλεται σε πταίσμα του υποχρέου, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, αλλά και δεν μπορούσε να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης του εργοδότη (Ολ. ΑΠ 1738/1980, ΑΠ 1984/2017, ΑΠ 171/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος).            Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων  των μαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που  περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του,   από  όλα τα έγγραφα  τα οποία νομότυπα με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη  είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων  περιλαμβάνεται και η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα-εφεσίβλητη με αριθμό …../30.10.2013 ένορκη βεβαίωση της ………. ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία λήφθηκε, μετά από νομότυπη κλήτευση του εναγόμενου-εφεσιβλήτου να παραστεί σ αυτή,  στα πλαίσια άλλης, όμως,  μεταξύ των διαδίκων δίκης και για το λόγο τούτο θα ληφθεί υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, κατά τα προαναφερόμενα, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723) και από  τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο  336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά:  Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, ουκρανή υπήκοος, κάτοχος του υπ’ αριθμ. …… διαβατηρίου της Ουκρανίας και νομίμως διαμένουσα στην Ελλάδα, ως κάτοχος της υπ’ αριθμ. ……. άδειας διαμονής,  δεκαετούς διάρκειας με ισχύ από 22-7-2012 έως 7-12-2021, προσελήφθη στις 5-8-2004 από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης της μονάδας φροντίδας ηλικιωμένων με την επωνυμία «…….» και έδρα τον ….. Αττικής, επί της οδού ………, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και προσέφερε τις υπηρεσίες της στην επιχείρησή του,  ως βοηθός θαλάμου,  έως την 31-12-2012, ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με την από 7-1-2013 αναγγελία του εναγόμενου προς τον ΟΑΕΔ, η ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της. Η ενάγουσα, ισχυριζόμενη ότι η σχετική αναγγελία ισοδυναμούσε με άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, άσκησε εναντίον του εναγομένου την από 29- 3-2013 και με αριθμ. καταθ. δικογράφου …../1-4-2013 αγωγή με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα  της κατά την 31.12.2012 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, που συντελέσθηκε με την μονομερή δήλωση του εκκαλούντος-εναγόμενου περί οικειοθελούς αποχώρησής της από την εργασία της και να υποχρεωθεί ο εκκαλών να της καταβάλει νομιμοτόκως, μεταξύ άλλων, ως μισθούς υπερημερίας της για το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 31.12.2013, το αναφερόμενο  σ αυτήν ποσό. Επί της ως άνω αγωγής της εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 988/2014 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι δεν έλαβε χώρα οικειοθελής αποχώρηση της ενάγουσας και ως εκ τούτου η καταγγελία αυτή, για την οποία δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και η καταβολή αποζημιώσεως, ήταν άκυρη και επιδίκασε μεταξύ άλλων κονδυλίων  στην ενάγουσα μισθούς υπερημερίας, για το αιτούμενο με την ως άνω αγωγή της χρονικό διάστημα, ήτοι  από 1-1-2013 έως 31-12-2013. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 645/2015 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που απέρριψε την κατ’ αυτής  έφεση του εναγόμενου. Ως εκ τούτου, ενόψει των προαναφερομένων στην υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη της παρούσας, από την προαναφερόμενη τελεσίδικη απόφαση, υφίσταται δεδικασμένο, ως προς την ως άνω  συνδέουσα τους διαδίκους έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, τη μη ύπαρξη οικειοθελούς αποχώρησης εκ μέρους της ενάγουσας από την επιχείρηση του εναγομένου, την ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης της τελευταίας απ αυτόν, την υπερημερία του ως προς την αποδοχή των προσηκόντως προσφερομένων υπηρεσιών της ενάγουσας για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα που δεσμεύει στο πλαίσιο και της παρούσας δίκης, με την οποία διώκεται η καταψήφιση της ίδιας απαίτησης για χρονικό διάστημα επόμενο εκείνου για το οποίο προηγουμένως επιδικάστηκε αυτή, ως ορθώς εφαρμόζοντας το νόμο δέχτηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά τα αβασίμως περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα στον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής, απορριπτομένου, ως εκ τούτου,  αυτού, ως αβάσιμου. Περαιτέρω ο εναγόμενος και μετά τον Δεκέμβριο του έτους 2013 και έως τα τέλη του έτους 2016 εξακολούθησε να αρνείται να αποδέχεται τις προσφερόμενες από την ενάγουσα υπηρεσίες της. Έτσι, ο εναγόμενος, κατά το επίδικο ως άνω χρονικό διάστημα, κατέστη και πάλι υπερήμερος, αφού δεν απαιτείται συνεχής πανηγυρική προσφορά των υπηρεσιών της ενάγουσας προς τον εναγόμενο, ενόψει και του ότι εξ αρχής τις απέκρουσε ο τελευταίος (ΑΠ 356/1995, Λεων.Ντάσιου, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδ.1999, παρ.308, σελ.477). Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται να αξιώσει από τον εναγόμενο και τους μισθούς υπερημερίας του επιδίκου, μεταγενέστερου χρονικού διαστήματος, από 1-1-2014 έως 31-12-2016, εφόσον και κατά το χρονικό αυτό διάστημα εξακολούθησε η υπερημερία του εναγομένου, ο οποίος με την όλη στάση του εμμένει στην άρνησή του να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας. Ο τελευταίος ισχυρίσθηκε, μεταξύ άλλων, πρωτόδικα, ισχυρισμό που επαναφέρει με τον 2ο και 3ο λόγο της έφεσής του,  κατ ορθή εκτίμηση αυτού, ότι η επίδικη αξίωση της ενάγουσας περί καταβολής μισθών υπερημερίας ασκείται απ αυτήν καταχρηστικώς, διότι η ενάγουσα, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα απ αυτήν στην ένδικη αγωγή της, ουδόλως παρέμεινε άνεργη από το διάστημα,  που κατ αυτόν, αποχώρησε οικειοθελώς από την επιχείρησή του, έως την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, αλλά, ούσα σε θέσει να εργαστεί, ως έπραξε απασχολούμενη στις αναφερόμενες απ αυτόν επιχειρήσεις, άσκησε αυτήν (κρινόμενη αγωγή) σε βάρος του από κακοβουλία και με σκοπό την οικονομική του εξόντωση, αφού γνωρίζει ότι είναι άνεργος και ότι η επιχείρησή του έχει παύσει να λειτουργεί από τον Ιανουάριο του 2014.  Τα όσα, όμως, ανωτέρω, ισχυρίζεται ο εναγόμενος κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, ουδόλως αποδείχτηκε ότι κατά το διάστημα που ενδιαφέρει εδώ (1.1.2014 έως 31.12.2016), η ενάγουσα μπορούσε ευχερώς να εργαστεί σε άλλη παρόμοια επιχείρηση και να λαμβάνει τις ίδιες περίπου αποδοχές. Ούτε αποδείχτηκε ότι, παρ όλα αυτά δόλια και κακόβουλα απέφυγε να εργαστεί, κατά το ως άνω διάστημα υπερημερίας του εναγόμενου, με αποκλειστικό σκοπό να εισπράξει απ αυτόν μισθούς εργασίας, χωρίς να έχει εργαστεί. Αντίθετα, αποδείχτηκε ότι αυτή κατέβαλε κατά το επίδικο διάστημα κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξεύρευση άλλης  μόνιμης εργασίας ισότιμης ή ανάλογης με την εργασία που παρείχε στον εναγόμενο , δεν κατέστη, όμως,  αυτό εφικτό, ενόψει, της ηλικίας της, καθώς αυτή το 2014, ούσα γεννημένη το 1968, διήνυε ήδη το 46ο έτος αυτής και της συνεπεία της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών στενότητας στην αγορά εργασίας, ιδίως για άτομα ηλικίας της ενάγουσας.  Η μόνη εργασία που μπόρεσε  αυτή να ανεύρει   ήταν  περιστασιακή, ήτοι για 8 μήνες, στον οίκο ευγηρίας της εταιρίας «………..» , όπου και εργάστηκε,  ήτοι από τον Φεβρουάριο έως και το Σεπτέμβριο του 2016, αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών, ανερχόμενων, ως προέκυψε από τη συνεκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, στο ποσό των 1.200 ευρώ. Ούτε, επίσης, αποδείχτηκε ότι η ως άνω επιχείρηση του εναγομένου,  όπου εργαζόταν η ενάγουσα,  έχει σταματήσει να λειτουργεί, ως αβασίμως ισχυρίσθηκε ο εναγόμενος. Αντίθετα, εξακολουθεί να λειτουργεί στο όνομα, όμως,  της μητέρας του  εναγόμενου, ………, καθώς ο τελευταίος  στις 31.1.2014 δήλωσε παύση εργασιών στο όνομά του (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο απ αυτόν έγγραφο της ΑΑΔΕ), διατηρώντας, πλέον, γραφείο τελετών-κηδειών-μνημοσύνων στο Πέραμα. Το γεγονός, όμως, αυτό , ήτοι ότι  αυτός αυτοβούλως αποφάσισε να μην δραστηριοποιείται, τυπικά, τουλάχιστον με την εν λόγω επιχείρηση («……….»), δεν αποτελεί, ενόψει των προαναφερομένων, στη μείζονα σκέψη της παρούσας ( υπό στοιχ.ΙΙ) ανωτέρα βία και ως εκ τούτου δεν αίρει την υπερημερία του και δεν τον απαλλάσει από την καταβολή των ένδικων αξιώσεων της ενάγουσας. Συνεπώς, αφού και η εκκαλουμένη, έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση αυτή (περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής), ως ουσία αβάσιμη, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, οι δε υποστηρίζοντες τα  αντίθετα σχετικοί δεύτερος και τρίτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως, τυγχάνουν αβάσιμοι και συνεπώς απορριπτέοι.    Επομένως, ενόψει των ως άνω αποδειχθέντων,  σε συνδυασμό και με την προηγηθείσα νομική σκέψη (υπό στοιχ.ΙΙ) ο εναγομένος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα, για το επίδικο χρονικό διάστημα για  μισθούς υπερημερίας της σύμφωνα με την από 22-6-2009 συλλογική σύμβαση εργασίας και την Δ.Α. 20/2011 για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις ιδιωτικές κλινικές, Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων, Οίκους Ευγηρίας όλης της χώρας, που είχε καταστεί περιεχόμενο της ατομικής συμβάσεως εργασίας της και δη ι) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 31-12-2014, μικτές μηνιαίες αποδοχές 1.114,08 ευρώ  x 12 μήνες = 13.368,96  ευρώ πλέον δώρου Χριστουγέννων, δώρου Πάσχα και  επιδόματος αδείας και συνολικά 15.666,74 ευρώ·ιι)  για το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 31-12-2015 το ως άνω ανωτέρω  ποσό των 15.666,74 ευρώ και  iιι) για το χρονικό διάστημα από 1-1- 2016 έως 31-12-2016, αποδοχές τεσσάρων (4) μηνών, αφού από το μήνα Φεβρουάριο έως και το μήνα Σεπτέμβριο του 2016, ήτοι για οχτώ μήνες   εργάστηκε στην ως άνω επιχείρηση της εταιρίας «……….», λαμβάνοντας τις προαναφερόμενες μικτές μηνιαίες αποδοχές, που θα αφαιρεθούν, δεκτής γενομένης της ένστασης συμψηφισμού αλλαχού κερδηθέντων (άρθρο 656 ΑΚ) που προέβαλε ο εναγόμενος  και επομένως της οφείλονται μισθοί υπερημερίας τεσσάρων (4) μηνών x 1.114,08 € = 4.456,32 ευρώ, πλέον αναλογίας δώρου Χριστουγέννων , Πάσχα και  επιδόματος αδείας, ήτοι  για  όλο το αιτούμενο με την αγωγή χρονικό διάστημα  το συνολικό ποσό των 36.927,08 ευρώ, που της επιδικάσθηκε πρωτοδίκως, δεκτής γενομένης ως βάσιμης και κατ ουσίαν της ένδικης αγωγής, ως ορθώς εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας της αποδείξεις έκρινε, ενόψει των ανωτέρω,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.  Σημειωτέον ότι, ο εκκαλών με λόγο έφεσης δεν προσβάλει το ύψος του επιδικασθέντος με την πρωτόδικη απόφαση ως άνω ποσού και τον τρόπο υπολογισμού του, και ως εκ τούτου  δε χρειάζεται  η αναλυτική παράθεσή τους.

Κατά συνέπεια, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα,  αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη .Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης,  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας  (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ). όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά την έφεση.

-Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

-Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

– Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά, στις  2-7- 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

  Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ