Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 384/2019

Αριθμός               384 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

    Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή,  Ελένη Τοπούζη, Εφέτη που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Από τη  με αριθμ…../14.6.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, ……… που προσκομίζει, με επίκληση, το εκκαλούν, το οποίο επισπεύδει τη συζήτηση, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για να παραστεί στη συζήτηση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στη δεύτερη των εφεσιβλήτων. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίστηκε, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, στην παραπάνω δικάσιμο, από τη νόμιμη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και πρέπει, επομένως, να δικαστεί ερήμην, να προχωρήσει όμως η διαδικασία σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ 4 ΚΠολΔ) .

Η υπό κρίση από 11-4-2018   έφεση  κατά της υπ’ αριθμ. 2942/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία (άρθρα 643 και 591 παρ.1 περ.α σε συνδ.με 937 παρ.3 ΚΠολΔ, ως αυτά ίσχυαν πριν το Ν.4335/2015, που ισχύει από 1.1.2016  επί ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 511επ., 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους παριστάμενους των διαδίκων, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία .

Στην κρινόμενη  από 7.10.2014 και με αριθμό καταθέσεως  ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./9.10.2014 ανακοπή του, το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο εξέθετε ότι, με επίσπευση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.», σε εκτέλεση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της …../2012 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,  στις 18-6-2014 εκπλειστηριάσθηκαν πέντε ακίνητα (οριζόντιες ιδιοκτησίες) κυριότητας της οφειλέτιδός του ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………», που βρίσκονται επί της οδού ……… στο …. Αττικής και τα οποία είχαν κατασχεθεί αναγκαστικά δυνάμει της με αριθμό …/2013 έκθεσης του δικαστικού επιμελητή ……., συντάχθηκε δε σχετικά η υπ’ αριθμόν ……./18-6-2014 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης από τη δεύτερη των καθ ων συμβολαιογράφο-επί του πλειστηριασμού υπάλληλο. Ότι στον ανωτέρω πλειστηριασμό το ανακόπτον αναγγέλθηκε νομίμως για απαιτήσεις του κατά της ανωτέρω οφειλέτιδος  συνολικού ποσού 2.306.480 ευρώ και δη: α) δια του Προϊσταμένου  της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά για οφειλές από ληξιπρόθεσμα χρέη, μεταξύ άλλων και ΦΠΑ, συνολικού ποσού 1.956.589,82 ευρώ ευρώ και β) δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιώς για οφειλές από ληξιπρόθεσμα χρέη ποσού 98.364,22 ευρώ και γ) διά του Προϊσταμένου του ΣΤ Τελωνείου Πειραιώς, για ληξιπρόθεσμες οφειλές, μεταξύ άλλων και ΦΠΑ,  συνολικού ποσού 242.525,72 ευρώ, σύμφωνα με το περιεχόμενο των αναγγελιών του, που περιλαμβάνονται ως περιεχόμενο της ανακοπής και οι οποίες, στις ανωτέρω υπό στοιχεία (α) και (β) περιπτώσεις είχαν ενσωματωμένους αναλυτικούς πίνακες χρεών με επιμέρους ποσά, είδος οφειλών, οικονομικά έτη που αφορούσαν και χρονολογίες βεβαίωσής τους, ενώ στην ανωτέρω υπό στοιχείο (γ) περίπτωση δεν υπήρχε τέτοιος πίνακας, που παρατίθεται ωστόσο το πρώτον, επισυναπτόμενος στην ένδικη ανακοπή. Ότι επειδή δεν επαρκούσε το πλειστηρίασμα για την ικανοποίηση της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών, συντάχθηκε ο υπ’ αριθμόν ……../11-7-2014 πίνακας κατάταξης δανειστών από τη δεύτερη των καθ’ών, που αφού αφαίρεσε από το πλειστηρίασμα α) ποσό 9.279 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) για έξοδα-δικαιώματα του επί της εκτελέσεως δικαστικού επιμελητή β) ποσό 295 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ για λοιπά έξοδα εκτέλεσης και γ)  ποσό 5.071 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) για έξοδα-δικαιώματα της ιδίας (δεύτερης των καθ ων) ήτοι συνολικά 14.645 ευρώ, στη συνέχεια επί του εναπομείναντος (ποσού 673.055 ευρώ) πλειστηριάσματος, κατέταξε: α) προνομιακά και οριστικά το ίδιο (Ελληνικό Δημόσιο δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά) επί ποσού 138.035 ευρώ, επειδή αφορούσε σε απαιτήσεις από ΦΠΑ, σύμφωνα με το άρθρο 33 Ν. 4141/2013 και β) προνομιακά και οριστικά το επίσης αναγγελθέν πρώτο των καθ’ών ΝΠΔΔ επί ποσού 535.020 ευρώ. Ότι εσφαλμένως η δεύτερη των καθ’ών – επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, στον προσβαλλόμενο πίνακα που συνέταξε στις 11-7-2014: α) κατέταξε το πρώτο των καθ’ ών επί ποσού 60.179 ευρώ αντί να κατατάξει προνομιακά και οριστικά το ανακόπτον, για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του ΣΤ’ Τελωνείου Πειραιώς, που περιείχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές από ΦΠΑ, όπως αυτές αναλυτικά αναφέρονται στο  με αριθμό πρωτοκόλλου …../2-10- 2014 αναλυτικό έγγραφό του, στο οποίο παρατίθεται πίνακας με επιμέρους ποσά, είδος οφειλών, οικονομικά έτη που αφορούσαν και χρονολογίες βεβαίωσής τους και β) αφαίρεσε υπέρ της έξοδα που αφορούσαν σε δαπάνες για αντίγραφα και κοινοποιήσεις της πρόσκλησης δανειστών, ποσού 1.144 ευρώ, ενώ, σύμφωνα με το νόμο, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην ανακοπή, έπρεπε για την ως άνω αιτία να αφαιρεθεί το ποσό των 470 ευρώ, και ως εκ τούτου στην προκύπτουσα διαφορά των 674 ευρώ, την οποία καρπώθηκε η δεύτερη των καθ ων, πρέπει  να καταταγεί  προνομιακά και οριστικά το Ελληνικό Δημόσιο, δια των ως άνω υπηρεσιών του, ως μόνο ανακόπτον. Με βάση δε το ως άνω ιστορικό ζητούσε να μεταρρυθμιστεί επί τα ως άνω ορθά ο πίνακας κατάταξης και να καταδικασθούν οι καθ’ών στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του. Επί της ανακοπής αυτής, συζητήσεως γενομένης ερήμην της δεύτερης των καθ ων  η ανακοπή και ήδη δεύτερης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  απέρριψε την ανακοπή ως  μη νόμιμη.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται  ήδη το εκκαλούν-ανακόπτον με την υπό κρίση έφεσή του για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης προκειμένου να γίνει δεκτή η  ένδικη ανακοπή του στο σύνολό της.

Ι. Με το άρθρο 61 του ΚΕΔΕ, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 33 παρ. 2 εδ. α’ του Ν. 4141/2013  ορίζεται ότι «1. Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ` αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κωδικός Πολιτικής Δικονομίας. Κατ` εξαίρεση, για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ` αριθ. 2 σειρά του ίδιου άρθρου και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ. Διά τας μη ληξιπροθέσμους εκ πάσης αιτίας απαιτήσεις του, το Δημόσιον κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών. Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά. 3. Αι μη ληξιπρόθεσμοι απαιτήσεις δι’ ας κατετάγη το Δημόσιον, θεωρούνται ληξιπρόθεσμοι ως προς την διανομήν του πλειστηριάσματος και μόνον. 4. Άμεσοι φόροι νοούνται οι υπό του προϋπολογισμού του Κράτους χαρακτηριζόμενοι ως τοιούτοι……………». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι με τη νέα νομοθετική ρύθμιση προβλέπεται ειδικά για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του Δημοσίου από Φ.Π.Α. η αναβάθμιση της προνομιακής κατάταξης του Δημοσίου στη δεύτερη σειρά του άρθρου 975 ΚΠολΔ (γενικά προνόμια) και η ικανοποίηση αυτών πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 (ειδικά προνόμια), κατά παρέκκλιση των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1 του άρθρου 977 ΚΠολΔ (συρροή γενικών και ειδικών προνομίων), ενώ οι λοιπές ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του εξακολουθούν να ικανοποιούνται στην πέμπτη σειρά. Η ισχύς της ως άνω νέας νομοθετικής διάταξης αρχίζει από 5/4/2013 (ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στο ΦΕΚ) και καταλαμβάνει τις περιπτώσεις πινάκων διανομής που συντάσσονται από το σύνδικο κατά την ως άνω ημερομηνία και μετά, ως η ένδικη περίπτωση, δεδομένου ότι οι νόμοι που ρυθμίζουν τη σειρά ικανοποίησης των απαιτήσεων των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν στις ίδιες τις απαιτήσεις, ούτε στα εμπράγματα δικαιώματα τα οποία τις εξασφαλίζουν, αλλά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και στον τρόπο που θα ικανοποιηθούν από την ομάδα περιουσίας, η οποία υπάρχει κατά το χρόνο της κατάταξης, λόγω του ότι συντρέχουν περισσότεροι δανειστές (ΟλΑΠ 21/1994 ΕλλΔνη 36.574 ΝοΒ 44.38, ΑΠ 411/1999 ΕλλΔνη 40.1547, ΑΠ 153/1996 ΕλλΔνη 39.1301 και 38.554, ΑΠ 7/1995 ΕλλΔνη 37.332, ΑΠ 1116/1993, δημοσιευμένη στη Νόμος,  ΑΠ 458/1990 ΕλλΔνη 31.1011, I. Μπρίνιας,  Αναγκαστική εκτέλεσις, έκδοση Β’ υπ` άρθρο 975, παρ.411, σελ.1094). Για το λόγο αυτό τα προνόμια που καθιερώνονται κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ίσχυε κατά τον προαναφερόμενο χρόνο, ήτοι αυτό της  κατάταξης (ΕΑ 2280/2016, δημοσιευμένη στη Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 975 παρ.3 του ΚΠολΔ, ως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 56 του Ν.3994/2011 και το εδ.γ αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 19 παρ.10 του Ν.4055/2012, και εφαρμόζεται στην ένδικη υπόθεση (ήτοι πριν την εκ νέου τροποποίησή του από το Ν.4335/2015, που δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, ενόψει του προγενέστερου χρόνου σύνταξης του πίνακα κατάταξης), «Οι απαιτήσεις που έχουν ως βάση τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας, οι απαιτήσεις των δασκάλων, καθώς και οι απαιτήσεις από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις των δικηγόρων είτε αμείβονται κατά υπόθεση είτε με πάγια περιοδική αμοιβή, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού. Οι αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των δικηγόρων για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής κατατάσσονται στην τάξη αυτή ανεξαρτήτως του χρόνου στον οποίο προέκυψαν. Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας γενικής γραμματείας κοινωνικών ασφαλίσεων, εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης. Η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά κατά το άρθρο 977 γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξεως αυτής». Με τις διατάξεις του άρθρου 975 ΚΠολΔ καθορίζονται οι ασφαλιζόμενες με γενικό προνόμιο απαιτήσεις, οι οποίες υποδιαιρούνται σε περισσότερες τάξεις, των οποίων η απαρίθμηση γίνεται με φθίνουσα σειρά αξιολόγησης, στην τρίτη δε τάξη περιλαμβάνονται, κατά ρητή επιταγή του άρθρου 41 παρ. 1 του Ν. 3863/2010 και οι απαιτήσεις Οργανισμών και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και μάλιστα χωρίς χρονικό περιορισμό, οποτεδήποτε δηλαδή και αν έχουν γεννηθεί έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης και χωρίς η προνομιακή τους κατάταξη να επηρεάζεται από την ύπαρξη άλλης απαίτησης που πρέπει να ικανοποιηθεί από το πλειστηρίασμα κι αν ακόμη αυτή έχει γεννηθεί σε προγενέστερο χρόνο. Επιπρόσθετα, κατά το άρθρ. 972 §1 ΚΠολΔ, οι δανειστές εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχουν το δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτησή τους με έγγραφη αναγγελία που επιδίδεται, το αργότερο μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από τον πλειστηριασμό, στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και πρέπει να περιέχει α) διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, αν ο δανειστής που αναγγέλλει την απαίτησή του δεν κατοικεί μέσα στην περιφέρεια αυτή και β) περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται. Συνεπώς η αναγγελία, ως πράξη που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της συμμετοχής του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και στην ικανοποίηση της απαίτησής του απ` αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και αντίστοιχα το αναγγελτήριο έχει το χαρακτήρα δικογράφου κατά την έννοια του άρθρ. 118 ΚΠολΔ (ΑΠ 1349/2011). Ειδικότερα η αναγγελία αποτελεί το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή και στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους κατά το άρθρ. 974 ΚΠολΔ, αλλά και την ανακοπή του άρθρ. 979 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν, με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής οφείλουν να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε. Συνεπώς το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης. Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα που στηρίζουν την απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι έτσι άκυρο, κατά το άρθρ. 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ, λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαίτησης, όταν η αοριστία προκαλεί σ` αυτόν που την προτείνει βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν η περιγραφή της απαίτησης στο αναγγελτήριο, καθώς και του τυχόν προνομίου της, είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μη μπορούν ο μεν οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους κατά τα άρθρ. 974 και 979 ΚΠολΔ, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης και να προβεί στην κατάταξή της συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες απαιτήσεις. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται κατά το άρθρ. 216 §1 ΚΠολΔ, όταν πρόκειται για αγωγή ή ανακοπή, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρ. 111 ΚΠολΔ (ΑΠ 1087/2013, ΑΠ 563/2013, ΑΠ 545/2006, ΑΠ 387/2001, ΑΠ 119/2003 δημοσιευμένες στη Νόμος), αφού αφενός μεν η αναγκαστική εκτέλεση είναι διαδικασία και όχι δίκη, αφετέρου δε με την αναγγελία, το δικόγραφο της οποίας απλώς επιδίδεται στον υπάλληλο (συμβολαιογράφο) του πλειστηριασμού, δεν γίνεται παράσταση ενώπιον δικαστικής αρχής, αλλά ανακοίνωση της σχετικής με την κατάταξή του βούλησης του αναγγελλόμενου δανειστή ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Αντίστοιχα αυτός δεν αποτελεί δικαστική αρχή ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, αλλά ενεργεί ως βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, συντάσσοντας εν τέλει τον πίνακα κατάταξης των δανειστών στους οποίους θα διανεμηθεί το πλειστηρίασμα (άρθρ. 974 ΚΠολΔ), χωρίς όμως δεσμευτική διάγνωση των σχετικών απαιτήσεών τους, γι` αυτό και η κατάταξή τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με την προβλεπόμενη στο άρθρ. 979 ΚΠολΔ ανακοπή κατά του πίνακα (ΟλΑΠ 1 και 2/2010, ΑΠ 1349/2011). Η αναγγελία, ειδικότερα, του Δημοσίου σε πλειστηριασμό επισπευδόμενο από τρίτο γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 55 §1 του ΚΕΔΕ (ν.δ/γμα 356/1974), κατά τις οποίες ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου υποχρεούται να αναγγείλει το Δημόσιο για βεβαιωμένα στο Ταμείο και ήδη Δ.Ο.Υ. χρέη του καθ` ου ο πλειστηριασμός, με αναγγελία που κοινοποιείται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συνοδεύεται από πίνακα, στον οποίο εμφαίνονται τα χρέη του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη προς το Δημόσιο και ο οποίος περιλαμβάνει, το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, το είδος και το ποσό εκάστου χρέους, το οικονομικό έτος στο οποίο ανήκει κάθε χρέος, τη χρονολογία βεβαίωσής τους καθώς και μνεία για την τυχόν υπάρχουσας για κάθε χρέος ασφάλειας (ανεξάρτητα, εννοείται, από το γενικό προνόμιο του Δημοσίου). Είναι δε σαφές ότι η έννοια του καθορισμού του είδους των χρεών που απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 55 παρ.1 του ΚΕΔΕ στον πίνακα, ο οποίος συνοδεύει την αναγγελία, περιέχει και τον προσδιορισμό των στοιχείων του προνομίου που τυχόν τα ασφαλίζει (ΑΠ 1087/2013, ΑΠ 1340/2006, ΑΠ 195/2003, ΑΠ 119/2003 δημοσιευμένες στη Νόμος).  Κατά την ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης, γίνεται δεκτό ότι, ενόψει του ότι κατά τα άνω η αναγγελία του Δημοσίου δεν αποτελεί εισαγωγικό δικόγραφο δίκης και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν ενεργεί αποδείξεις επ’ αυτής, στο περιεχόμενο του πίνακα χρεών, που τη συνοδεύει, δεν απαιτείται να εξειδικεύονται οι αναγγελλόμενες απαιτήσεις στο βαθμό, που απαιτείται, για την ανακοπή, καθώς και ότι η περιγραφή αυτών μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, που είναι δυνατόν να προσκομισθούν μέχρι και την εκδίκαση της ανακοπής του Δημοσίου ή του αντιδίκου του στο αρμόδιο γι’ αυτήν δικαστήριο, εκτός αν η έκταση των τυχόν ελλείψεων δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με την προσκομιδή άλλων σχετικών εγγράφων κατά τη δίκη της ανακοπής και έτσι εμποδίζεται η δυνατότητα των άλλων δανειστών ν’ αντικρούσουν τις απαιτήσεις του Δημοσίου, επερχομένης συγκεκριμένης βλάβης στον παραπονούμενο για την αοριστία αυτή (ΑΠ 545/2006, ΑΠ 1636/ 2002, ΑΠ 630/2002, δημοσιευμένες στη  Νόμος). Ετσι η μη κατάθεση ή η εκπρόθεσμη κατάθεση  στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο των εγγράφων που αποδεικνύουν και εξειδικεύουν την αναγγελθείσα απαίτηση ή το προνόμιο, μπορούν να αναπληρωθούν  από τα έγγραφα που για πρώτη φορά  προσκομίζονται ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την ανακοπή, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η αναγγελία ήταν ορισμένη, με αναφορά  δηλαδή σ αυτήν της ύπαρξης τουλάχιστον του προνομίου και του αιτήματος για προνομιακή κατάταξη βάσει αυτού ( ΑΠ 194/2018, δημοσιευμένη στη Νόμος).

ΙΙ. Κατά το άρθρο 932 ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ κατά το άρθρο 975 του ίδιου κώδικα η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των προνομιακών απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του εκπλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια, προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το εκπλειστηρίασμα. Δικαιούχος των εξόδων εκτέλεσης είναι καταρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, όμως ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα ο δικαστικός επιμελητής, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), καθώς και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του επισπεύδοντος δανειστή, αν και τα πρόσωπα αυτά δε νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθ’ ου η εκτέλεση, αφού μ’ αυτόν δεν συνδέονται με κατάλληλη έννομη σχέση. Έτσι τα πρόσωπα αυτά, με βάση τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 971 και 1007 του ΚΠολΔ, λαμβάνουν τα έξοδα της εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος, αφού τα αφαιρέσει από το πλειστηρίασμα, ακολούθως διανέμει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος μεταξύ των δανειστών του καθ’ ου η εκτέλεση ή προβαίνει με σχετικό πίνακα στην κατάταξη των δανειστών σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Δηλαδή τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεπώς με την ανακοπή του άρθρου 979 του ΚΠολΔ (ΑΠ 300/2013, δημοσιευμένη στη Νόμος). Ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθού η εκτέλεση οφειλέτης όταν δε η αμφισβήτηση αφορά μόνο στη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης ή στο ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προβάλλεται ότι τα έξοδα του δικαστικού επιμελητή ή αναλόγως του συμβολαιογράφου, ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού, δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από τις οικείες υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων οφείλει να στραφεί κατά των προσώπων υπέρ των οποίων έγινε η προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης( ΑΠ 1774/2007 και ΑΠ 60/2011). Αν ο λόγος της ανακοπής, με τον οποίο επιδιώκεται η μείωση των εξόδων ή αμφισβητείται το ύψος αυτών, γίνει δεκτός ως βάσιμος, τότε το δικαστήριο επαναπροσδιορίζει το προς διανομή υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, στο οποίο κατατάσσεται ο ανακόπτων που έχει υποβάλει το σχετικό αίτημα, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή, είναι δε αδιάφορο αν ο τελευταίος έχει ισχυρότερο προνόμιο κατατάξεως ή αν το προνόμιο του ανακόπτοντος είναι ασθενέστερο από το προνόμιο του επισπεύδοντος, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τούτο του παρέχει τη δυνατότητα να καταταγεί στον πίνακα για την ικανοποίηση της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του από το πλειστηρίασμα, αφού στην περίπτωση αυτή δεν αμφισβητείται το προνόμιο του καθού η ανακοπή επισπεύδοντος, αλλά η ίδια η απαίτησή του για τα έξοδα εκτελέσεως (Ολ. ΑΠ 27/09, ΑΠ 262/2010, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι παριστάμενοι των διαδίκων με τις προτάσεις τους, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του στο σύνολό τους, για μερικά από τα οποία (έγγραφα) γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με επίσπευση της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη Τράπεζας Πειραιώς και προς ικανοποίηση απαίτησής της προερχόμενης από την με αριθμό ……../28.11.2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,    εκπλειστηριάσθηκε  στις 18.6.2014 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, …….. η ακίνητη περιουσία της οφειλέτριας «…….» και συγκεκριμένα : α) η Υ-1 οριζόντια ιδιοκτησία-θέση στάθμευσης αυτοκινήτου του υπογείου που περιλαμβάνει 28 θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτου, επιφανείας 657,08 τμ β) η ΙΣ-1 οριζόντια ιδιοκτησία-κατάστημα του ισογείου, επιφανείας 260,95 τμ και επιφάνεια ημιυπαιθρίου χώρου 65,65 τμ γ) η Γ-1 οριζόντια ιδιοκτησία-γραφείο του τρίτου ορόφου, επιφανείας 267,18 τμ και επιφάνεια ημιυπαιθρίου χώρου 46,56 τμ δ) η Δ-1 οριζόντια ιδιοκτησία-γραφείο του τετάρτου ορόφου επιφανείας 268,26 τμ και επιφάνεια ημιυπαιθρίου χώρου 46,56 τμ ε) η Ε-1 οριζόντια ιδιοκτησία-γραφείο του πέμπτου ορόφου, επιφανείας 193,62 τμ και επιφάνεια ημιυπαιθρίου χώρου 18,20 τμ, μίας οικοδομής στο Δήμο …. και στην οδό …… και  κατακυρώθηκαν οι μεν οριζόντιες ιδιοκτησίες ΙΣ-1, Γ-1, Ε-1 στην ως άνω επισπεύδουσα Τράπεζα Πειραιώς και οι οριζόντιες ιδιοκτησίες Υ-1 και Δ-1 στην εταιρία «………», έναντι επιτευχθέντος πλειστηριάσματος ποσού 687.700 ευρώ, συνταχθείσας της με αριθμό ……/18.6.2014  έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού. Στον πλειστηριασμό αυτό αναγγέλθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να λάβουν μέρος στη διανομή του πλειστηριάσματος μεταξύ άλλων : 1) το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο νόμιμα εκπροσωπούμενο α) από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, ο οποίος ανήγγειλε ληξιπρόθεσμες προνομιακές απαιτήσεις ύψους 1.965.589,82 Ευρώ, πλέον των, μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατατάξεως, προσαυξήσεων, λόγω εκπροθέσμου καταβολής, με την με αριθμ. πρωτ. …../36/24-6-2014 αναγγελία του, εκ των οποίων ποσό 138.035 Ευρώ αφορά απαίτηση από Φ.Π.Α., β) από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε ’ Πειραιά, ο οποίος ανήγγειλε ληξιπρόθεσμες προνομιακές απαιτήσεις ύψους 98.364,22 Ευρώ, πλέον των, μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατατάξεως, προσαυξήσεων, λόγω εκπροθέσμου καταβολής, με την με αριθμ. πρωτ. ./../19-6-2014 αναγγελία του και γ) από τον Προϊστάμενο του ΣΤ’Τελωνείου Πειραιά, ο οποίος ανήγγειλε ληξιπρόθεσμες προνομιακές απαιτήσεις από τέλη ταξινόμησης, πρόστιμο και ΦΠΑ, ύψους 242.525,72 Ευρώ, αναλυόμενο σε 219.376 Ευρώ βασική οφειλή και 23.149,37 Ευρώ προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής μέχρι την 31-7-2014, με την με αριθμ. πρωτ. …../2-7-2014 αναγγελία του, σ όλες δε τις ως άνω αναγγελίες το Ελληνικό Δημόσιο ζήτησε την προνομιακή του κατάταξη στον πίνακα, σύμφωνα με το άρθρο 61 του ΚΕΔΕ και 2) το πρώτο των καθ ων, ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ήδη ΕΦΚΑ και δη το ΙΚΑ Πειραιά, με την με αριθμό πρωτ……/24.6.2014  αναγγελία του για απαίτησή του συνολικού ποσού 573.658,46 ευρώ, ζητώντας την προνομιακή του κατάταξη κατά τον ΚΕΔΕ. Επειδή το επιτευχθέν πλειστηρίασμα ποσού, κατά τα προαναφερόμενα,  687.000 ευρώ δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν, η ανωτέρω  υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. ……./11.7.2014 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης συνολικού ποσού 14.645 ευρώ, σε μέρος των οποίων, κατά τα παρακάτω αναφερόμενα, κατέταξε την ίδια, στο εναπομείναν ποσό του πλειστηριάσματος από 673.055  ευρώ, κατέταξε : 1) προνομιακά και οριστικά το ανακόπτον, Ελληνικό Δημόσιο, δια της αναγγελθείσας ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, για απαίτησή της προερχόμενη από ΦΠΑ, στο ποσό των 138.035 ευρώ και 2) προνομιακά και οριστικά το ΙΚΑ Πειραιά στο ποσό των 535.020 ευρώ, για μέρος της απαίτησής του. Το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, με την ανακοπή του και δη τον πρώτο λόγο αυτής, ζήτησε να μεταρρυθμιστεί ο προσβληθείς πρωτοδίκως ανωτέρω πίνακας κατάταξης, ώστε να αποβληθεί το πρώτο των καθ ων κατά το ποσό των 60.179 ευρώ, που αντιστοιχεί σε απαιτήσεις του και δη σε απαιτήσεις του ΣΤ Τελωνείου Πειραιά, προερχόμενες από ΦΠΑ, για τις οποίες, κατά τα προαναφερόμενα είχε αναγγελθεί νομίμως και εμπροθέσμως με  την με αριθμ. πρωτ. …../2-7-2014 αναγγελία του,   καθώς οι εν λόγω απαιτήσεις κατατάσσονται προνομιακά στη 2η σειρά των προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ και πριν τις απαιτήσεις του ΙΚΑ, που κατατάσσονται στην 3η σειρά των προνομίων του ως άνω άρθρου, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη. Το πρώτο των καθ ων  ζήτησε την απόρριψη του λόγου αυτού της ανακοπής, λόγω αοριστίας της ανωτέρω επίμαχης αναγγελίας του αντιδίκου του,  συνιστάμενης στο γεγονός  ότι αφ ενός μεν ουδόλως αναφερόταν σ αυτή (αναγγελία) ότι οι απαιτήσεις του ΣΤ Τελωνείου αφορούν ΦΠΑ αφ ετέρου δε ότι αυτό για πρώτη φορά έγινε στο μεταγενέστερο της αναγγελίας με αριθμ.πρωτ………./2.10.214 έγγραφο του ως άνω Τελωνείου, το οποίο δεν κατατέθηκε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού αλλά για πρώτη φορά στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Αναφορικά με την αποδιδόμενη αοριστία της επίμαχης αναγγελίας λεκτέα τα εξής: Το περιεχόμενο του δικογράφου της ένδικης από 2.7.2014 και με αριθμ.πρωτ.14711 αναγγελίας συνίστατο στο εξής: “ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ του Προϊστάμενου της Διεύθυνσης του ΣΤ Τελωνείου Πειραιά…………..ΚΑΤΑ της οφειλέτριας εταιρίας του Δημοσίου ….  με ΑΦΜ: …., επί της οδού …….., νομίμως εκπροσωπουμένης. Από την πιο πάνω οφειλέτρια δικαιούται να λάβει το Δημόσιο από Τέλη Ταξινόμησης, πρόστιμο, και Φ.Π.Α σύμφωνα με τους υπ’ αρίθμ. : ………., Νόμιμους Τίτλους Είσπραξης Υπηρεσίας μας, το ποσό των 219.376,00 € (διακόσιες δέκα εννέα χιλιάδες τριακόσια εβδομήντα έξι) ττλέον 23.149,37 (Είκοσι τριών χιλιάδων εκατόν σαράντα εννέα ευρώ και τριάντα επτά λεπτών) Προσαυξήσεων Εκπρόθεσμης Καταβολής μέχρι 31-07-2014), σύνολο απαίτησης μέχρι την 31-07-2014 το ποσό των 242.525,72€ (Διακόσιες Σαράντα Δύο Χιλιάδες Πεντακόσια Είκοσι Πέντε Ευρώ και Εβδομήντα Δύο Λεπτά), το οποίο είναι προνομιακή απαίτηση.Επειδή την 18-06-2014 πραγματοποιήθηκε ενώπιον σας πλειστηριασμός της κατασχεθείσης ακινήτου περιουσίας της πιο πάνω οφειλέτριας εταιρείας, όπως ορίζεται στο πρόγραμμα πλειστηριασμού της με αρίθμ. …. περίληψης που κοινοποιήθηκε στο ΣΤ’ Τελωνείο από την Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής.Επειδή η ανωτέρω οφειλή είναι προνομιακή σύμφωνα με τον Κώδικα περί εισπράξεων δημοσίων εσόδων (άρθρο 61) Για το λόγο αυτό Αναγγέλλω με την ιδιότητά μου το Δημόσιο για το ποσό των 242.525,72€ (Διακόσιες Σαράντα Δύο Χιλιάδες Πεντακόσια Είκοσι Πέντε Ευρώ και Εβδομήντα Δύο Λεπτά) και επιφυλλάσομε για τις τυχόν περαιτέρω μετά την 31/07/2014 προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που θα προκύψουν μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης και ζητώ κατά την διανομή του εκπλειστηριάσματος να ληφθεί υπόψη το Δημόσιο σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κ.Ε.Δ.Ε και να καταταχθεί προνομιακά στον πίνακα κατάταξης που θα συντάξετε στην νόμιμη σειρά για όλα τα οφειλόμενα ποσά». Ως εκ τούτου, στην εν λόγω αναγγελία, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από τον πρώτο των καθ ων η ανακοπή-εφεσιβλήτων  γίνεται από τον ανακόπτον αφ ενός μεν αναφορά του προνομίου του ( απαιτήσεις από ΦΠΑ) αφ ετέρου δε υπάρχει αίτημα για την προνομιακή του κατάταξη βάσει αυτού.  Περαιτέρω, σύμφωνα με τα έγγραφα που παραδεκτά προσκόμισε το ανακόπτον ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και προσκομίζει νόμιμα με επίκληση και ενώπιον του παρόντος και ειδικότερα το με αριθμό πρωτ……../2.10.2014 έγγραφο του ΣΤ Τελωνείου Πειραιά,  το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικογράφου της ανακοπής (έστω και αν αυτό πράγματι δεν κατατέθηκε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού), αποδείχθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο είχε έναντι της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρίας απαίτηση από Φ.Π.Α., συνολικού ποσού 60.179 ευρώ, βεβαιωμένη με τις υπ’ αριθ. …….. ταμειακές βεβαιώσεις που αντιστοιχούν στις υπ’ αριθ. ………… καταλογιστικές πράξεις, που είχαν αναφερθεί στην με αριθμ. πρωτ. …../2-7-2014 αναγγελία του, η οποία, κατά τα προαναφερόμενα, περιείχε και αίτημα προνομιακής κατάταξης των απαιτήσεων αυτών. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω σε συνδυασμό με την προηγηθείσα υπό στοιχ.Ι νομική της παρούσας, ενόψει του ότι αφ ενός μεν στην επίμαχη αναγγελία γίνεται ρητή αναφορά της ύπαρξης του προνομίου του ανακόπτοντος (ΦΠΑ) και του αιτήματος για προνομιακή κατάταξή του αφ ετέρου δε  η περιγραφή αυτού (προνομίου),  που είναι υπέρτερο σε τάξη αυτού του πρώτου των καθ ων η ανακοπή-εφεσιβλήτου ΙΚΑ, ακόμα και ήθελε θεωρηθεί ελλιπής,   μπορεί κατ απώτατο σημείο να συμπληρωθεί και από τα έγγραφα που προσκομίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της ανακοπής, ως συνέβη εν προκειμένω, με την προσκομιδή από το ανακόπτον του από 2.10.2014 και με αριθμ.πρωτοκόλλου ….. εγγράφου του ΣΤ Τελωνείου, όπου περιγράφεται λεπτομερώς η προνομιακή ως άνω απαίτησή του,  η εν λόγω αναγγελία του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου φέρει όλα τα στοιχεία που είναι προσδιοριστικά της προνομιούχας απαίτησης που αυτό ανήγγειλε εναντίον του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη του, τα οποία παρέχουν την ευχέρεια αφ ενός μεν στο πρώτο των καθ ων η ανακοπή-εφεσίβλητο ΙΚΑ, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα απ αυτό,  να προβάλει ευχερώς την άμυνά του και αντίστοιχα στο Δικαστήριο να προβεί στον έλεγχο της γενόμενης κατάταξής του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε διαφορετικά και δη έκρινε ότι είναι άκυρη η εν λόγω αναγγελία λόγω αοριστίας της και απέρριψε ως μη νόμιμο τον ως άνω νόμιμο και βάσιμο κατ ουσίαν πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, ως βασίμως διατείνεται το εκκαλούν με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο αυτό επαναφέρει τον παραπάνω λόγο ανακοπής δεκτού γενομένου αυτού ως κατ ουσίαν βάσιμου και ως εκ τούτου συντρέχει νόμιμη περίπτωση μεταρρύθμισης του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, ως αυτό αιτείται, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα.

Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής του το ανακόπτον αμφισβητεί τα έξοδα που προαφαίρεσε η υπάλληλος του πλειστηριασμού υπέρ της για τα έξοδα της σχετικής πρόκλησης δανειστών με αντίγραφα και επιδόσεις αυτής, ανερχόμενα , κατά τον προσβαλλόμενο πίνακα, στο συνολικό ποσό των 1.144 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, καθώς αυτά, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στον ως άνω λόγο υπερβαίνουν τα νόμιμα για την ως άνω αιτία, καρπούμενη αυτή τη σχετική διαφορά, στην οποία θα πρέπει να καταταγεί αυτό προνομιακά και οριστικά, δια των ως άνω αναγγελθεισών υπηρεσιών του, ως μόνο ανακόπτον. Οσον αφορά το λόγο αυτής ανακοπής, που ενόψει των προαναφερομένων στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ.ΙΙ) είναι νόμιμος λεκτέα τα εξής: Σύμφωνα με όσα ορίζονται στην με αριθμ. 100692/2009 (ΦΕΚ Β) ΚΥΑ των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και  Δικαιοσύνης «Περί καθορισμού δικαιωμάτων συμβολαιογράφων» και την με αριθμό 2/54638/0022/2008 ΚΥΑ των ίδιων ως άνω Υπουργών «Περί καθορισμού αμοιβών επιμελητών», που εφαρμόζονται εν προκειμένω, ενόψει του χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης τα έξοδα της συμβολαιογράφου έπρεπε να ανέρχονται: α) Για τη σύνταξη της προσκλήσεως δανειστών 2 φύλλων το ποσό των 32, 5 Ευρώ αναλυόμενο ως εξής: 20 ευρώ πάγια αμοιβή για τη σύνταξη της προσκλήσεως δανειστών (άρθρο 1 περ. α της ως άνω ΚΥΑ), στο οποίο πρέπει να προστεθούν 6 Ευρώ για το δεύτερο  φύλλο, πλην του πρωτοτύπου (άρθρο 4 περ. α’της ως άνω ΚΥΑ), συν 0,50 Ευρώ για μεγαρόσημο, ήτοι 26,50 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23%, (26,50Χ23%=6 Ευρώ), δηλαδή 26.50+6=32, 5 Ευρώ β)  Για 10 αντίγραφα των προσκλήσεων  δανειστών το ποσό των 105 Ευρώ, αναλυόμενο ως εξής: το κάθε αντίγραφο αποτελείται από δύο φύλλα επί 5 Ευρώ το κάθε φύλλο-σύμφωνα με το άρθρο 4 περ. β’της ως άνω ΚΥΑ, σύνολο 10 Ευρώ, συν 0,50 Ευρώ το μεγαρόσημο, ήτοι 10,50 Ευρώ, συν ΦΠΑ (105 Ευρώ X 23%), 24,15, δηλαδή συνολικά 129,15 Ευρώ.

γ) Για 10 κοινοποιήσεις  της  προσκλήσεως δανειστών στους παράγοντες του πλειστηριασμού το ποσό των 307,5 Ευρώ, δηλαδή 23 Ευρώ (άρθρο Α εδ. α ’ της υπ’αριθμ. 2/54638/0022/2008 ΚΥΑ) + 2 Ευρώ για το δεύτερο φύλλο (άρθρο Α εδ. β’ τηςυπ’ αριθμ. 2/54638/0022/2008 ΚΥΑ), σύνολο 25 Ευρώ η κάθε κοινοποίηση X 10 κοινοποιήσεις, ίσον 250 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ (250X23%), 57,5 Ευρώ, ίσον 307,5 ευρώ και συνολικά για τις α, β και γ αιτίες το ποσό των 470 ευρώ.  Υπό τα δεδομένα αυτά, εσφαλμένως προαφαιρέθηκε υπέρ της συμβολαιογράφου, δεύτερης των καθ ων,  για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 1.144 Ευρώ, ενώ έπρεπε να αφαιρεθεί μόνον το ποσό των 470 Ευρώ , στην προκύπτουσα δε διαφορά των 674 Ευοώ (1.144-470), την οποία εκαρπώθη η δεύτερη των καθ ων, θα πρέπει να καταταγεί το Ελληνικό Δημόσιο ως μόνο ανακόπον. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε διαφορετικά και δη απέρριψε τον λόγο αυτό της ανακοπής  για το λόγο ότι κατά τα λέξει αναφερόμενα στην πρωτοβάθμια απόφαση «το ανακόπτον δεν είχε αναγγείλει απαιτήσεις από ΦΠΑ για λογαριασμό της Ε ΔΟΥ Πειραιώς ούτε και για λογαριασμό του ΣΤ Τελωνείου Πειραιώς με συνέπεια η κατάταξη των δανειστών που έγινε από τη δεύτερη των καθ ων στο προσβαλλόμενο πίνακα να μην έχει σφάλμα», εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, ως βασίμως διατείνεται το εκκαλούν με τον δεύτερο  λόγο της έφεσής του, με τον οποίο αυτό επαναφέρει τον παραπάνω λόγο ανακοπής,  δεκτού γενομένου αυτού ως κατ ουσίαν βάσιμου.

Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, να κρατηθεί και να δικασθεί η ανακοπή κατ’ ουσίαν, να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν αμφότεροι οι λόγοι της, να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών και δη α) αφού αφαιρεθεί το ποσό των 674 ευρώ από τα αποδοτέα στην δεύτερη των καθ ων  έξοδα για τις προαναφερόμενες αιτίες να καταταγεί στο ποσό αυτό το Ελληνικό Δημόσιο, προνομιακά και οριστικά, δια των ως άνω τριών υπηρεσιών του, στις οποίες θα διανεμηθεί συμμέτρως και β) να αποβληθεί από τον ως άνω πίνακα κατάταξης το πρώτο των καθ ων  κατά το ποσό των 60.179 ευρώ, στο οποίο και πρέπει να καταταγεί  οριστικά και προνομιακά το ανακόπτον δια του ΣΤ Τελωνείου Πειραιώς. Τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος-εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει, κατ` αποδοχή του σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν στους καθ` ων-εφεσιβλήτους,  κατά τα άρθρα 176, 191 παρ 2 και 183 ΚΠολΔ,  μειωμένα, όμως, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την υπ αριθμ. 134423/8.12.1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/20.1 1.1993), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν. 1738/ 1987 και εφαρμόζεται για λόγους δικονομικής ισότητας και υπέρ των αντιδίκων του Ελληνικού Δημοσίου  (ΑΠ 436/2001 ΕλλΔνη 43.397) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Παράβολο, τέλος,  ερημοδικίας δεν ορίζεται  για την ερημοδικασθείσα δεύτερη των καθ ων, διότι στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση, όπως η προκειμένη, δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 937 παρ.2 και 979 παρ.2 ΚΠολΔ), σε οποιονδήποτε από τους δύο βαθμούς της δίκης  (ΑΠ 434/1995 ΕλλΔνη 37. 331, ΑΠ 1530/1980 ΕλλΔνη 31. 518, ΕφΠειρ 378/2010, δημοσιευμένη στη Νόμος).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  ερήμην της δεύτερης των εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτή τυπικά και κατ΄ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’αριθμ. 2942/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ ΚΑΙ ΔΙΚΑΖΕΙ την από 7-10-2014 και με αριθμό κατάθεσης ………./2014 ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης.   

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. ../11.7.2014 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών …….

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ τα προαφαιρετέα από το πλειστηρίασμα υπέρ της δεύτερης των καθ ων έξοδα της σχετικής πρόσκλησης δανειστών με αντίγραφα και επιδόσεις αυτής στο ποσό των τετρακοσίων εβδομήντα (470) ευρώ.

ΑΠΟΒΑΛΛΕΙ από τον παραπάνω πίνακα κατάταξης τη δεύτερη των καθ ων  ως προς τα προαφαιρεθέντα υπέρ  αυτής ως άνω έξοδα, κατά το ποσό των εξακοσίων εβδομήντα τέσσερα (674) ευρώ.

ΚΑΤΑΤΑΣΣΕΙ στο απελευθερούμενο από τη μείωση του ποσού των εξόδων ως άνω ποσό των εξακοσίων εβδομήντα τεσσάρων (674) ευρώ το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο προνομιακά οριστικά και συμμέτρως δια των αναγγελθεισών υπηρεσιών του, ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, ΔΟΥ.Ε Πειραιά και ΣΤ Τελωνείο Πειραιά.

ΑΠΟΒΑΛΛΕΙ από τον ως άνω πίνακα το πρώτο των καθ ων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και δη το ΙΚΑ Πειραιά για το ποσό των εξήντα χιλιάδων εκατόν εβδομήντα εννέα (60.179) ευρώ.

ΚΑΤΑΤΑΣΣΣΕΙ οριστικά και προνομιακά στο ως άνω ποσό το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο δια του ΣΤ Τελωνείου Πειραιά.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εφεσιβλήτων  τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις   2 Ιουλιου    2019,  χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων των διαδίκων.

  Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ