Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 434/2019

Αριθμός απόφασης 434/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ελένη Κούφη, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα E.T..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου υπόκειται προς κρίση η από 23.8.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. …/2018 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) έφεση του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)» κατά της 1478/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε με την εκουσία δικαιοδοσία αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε την από 13.10.2017 (υπ’ αριθμ. έκθ. κατ. …./2017) ανακοπή του εκκαλούντος κατά των εφεσίβλητων προς μεταρρύθμιση του από 22.6.2017 πίνακα κατάταξης της πρώτης εφεσίβλητης συνδίκου, με τον οποίο αυτή διένειμε την πτωχευτική περιουσία της εταιρίας με την επωνυμία «……….» και των ομορρύθμων εταίρων της. Από την προσκομιζόμενη από το εκκαλούν υπ’ αριθμ. …../4.2.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………… αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης έφεσης με πράξη ορισμού της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας δικασίμου και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στη δεύτερη εφεσίβλητη νόμιμα με θυροκόλληση κατ’ άρθρο 128 παρ.4 στοιχ.α’ του ΚΠολΔ λόγω απουσίας από την κατοικία της, της ίδιας και των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου και με την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται στην πιο πάνω παράγραφο 4, ήτοι με επίδοση αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στον Προϊστάμενο του Τμήματος Ασφαλείας Βύρωνα Αττικής, Ανθυπαστυνόμο ………. στις 5.2.2019 και με ταχυδρόμηση προς την ως άνω εφεσίβλητη, κατά την αυτή ημερομηνία, ειδοποίησης σχετικής με τις παραπάνω ενέργειες του δικ. επιμελητή, όπως η σχετική βεβαίωση συνυπογράφεται από την υπάλληλο του ταχυδρομικού πρακτορείου Δραπετσώνας ………., επιπλέον δε εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 του ΚΠολΔ. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο κατά την ορισθείσα δικάσιμο, η δεύτερη εφεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει και το Δικαστήριο θα εξετάσει στην ουσία της την υπόθεση κατ’ άρθρο 764 παρ.2 εδ.2 του ΚΠολΔ, έχουσα η παραπάνω εφεσίβλητη θέση απλής ομοδίκου στην παρούσα δίκη, μη εκπροσωπούμενη από τη πρώτη εφεσίβλητη σύνδικο (βλ. ΕφΑθ 10130/1991, ΕλλΔνη 1992, σελ. 889, στην οποία παραπέμπει ο Ε. Περράκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 2017, σελ. 506, σημ. 151). Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 11.9.2018, ενώ η εκκαλούμενη επιδόθηκε στο εκκαλούν-ανακόπτον την 1.6.2018 σύμφωνα με την σχετική επισημείωση του δικ. επιμελητή ……… στο προσκομιζόμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης. Το εν λόγω ένδικο μέσο έχει ασκηθεί και εμπρόθεσμα. Ειδικότερα, για το Ελληνικό Δημόσιο η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά οριστικής απόφασης που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι τριάντα ημέρες κατά το άρθρο 10 του από 26- 6/ 10-7-1944 Δ/τος που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, με έναρξη της προθεσμίας από την επομένη ημέρα που θα γίνει η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, δηλαδή από 1 Ιουλίου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου (άρθρο 11 παρ. 2 του Ν 1756/1988) σύμφωνα με την αληθινή έννοια του άρθρου 11 του άνω διατάγματος της 26-6/10-7-1944. Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 19 Ν 1846/1951 για το ΙΚΑ και 21 παρ. 9 του Ν 1902/1990 και 11 ΝΔ 26-6-/10-7-1944, κατά τις οποίες το ΙΚΑ και οι λοιποί οργανισμοί αρμοδιότητας Υπουργείου υγείας, πρόνοιας και κοινωνικών ασφαλίσεων έχουν όλες τις ατέλειες, τα δικαστικά και δικονομικά προνόμια του δημοσίου, εξομοιούμενοι (οι οργανισμοί αυτοί) πλήρως (κατά τα προνόμια αυτά) με το Δημόσιο (βλ. ΟλΑΠ 22/2008, Εφ Λαρ. 324/2009 στη Νόμος) προκύπτει ότι η προθεσμία άσκησης έφεσης κατά οριστικής απόφασης που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία τα εκούσιας δικαιοδοσίας είναι τριάντα μέρες και αναστέλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (πρβλ ΕφΠειρ 60/2014 στη Νόμος). Εν προκειμένω, η προθεσμία των τριάντα ημερών, σύμφωνα με τα ανωτέρω και λόγω των δικαστικών διακοπών, συμπληρώνονταν στις 16.9.2018, οπότε εμπροθέσμως ασκήθηκε η ένδικη έφεση στις 11.9.2018. Συνακόλουθα, η έφεση, η οποία αρμοδίως εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 161 παρ.1 του Πτωχευτικού Κώδικα, ως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.15 του ν. 4446/2016 για να δικασθεί με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της.

Με την από 13.10.2017 ανακοπή του το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν ν.π.δ.δ. υποστήριξε ότι δυνάμει της 2762/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης η εταιρία με την επωνυμία «………», με τον διακριτικό τίτλο “………..” και τα μέλη της- ομόρρυθμοι εταίροι: α) ……., β) ……….. και γ) …….., ότι η πρώτη καθ’ης και νυν πρώτη εφεσίβλητη ορίσθηκε σύνδικος της πτώχευσης και ορίσθηκε ημέρα παύσης πληρωμών η 15.12.2009. Ότι στην πτώχευση αυτή, το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, του οποίου οιονεί καθολικός διάδοχος είναι το ανακόπτον, ανήγγειλε νόμιμα κι εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις του, συνολικού ύψους 637.707,99 ευρώ, με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …./20/26-8-2015 αναγγελία του Διευθυντή του Ταμείου Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Πειραιά, που κοινοποιήθηκε τόσο στη σύνδικο της πτώχευσης, όσο και στο Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά. Ότι μετά την περάτωση των επαληθεύσεων και μη επιτευχθέντος πτωχευτικού συμβιβασμού, η πτώχευση εισήλθε αυτοδίκαια στο στάδιο της ένωσης πιστωτών και ότι ακολούθως η σύνδικος της πτώχευσης συνέταξε τον από 22.6.2017 πίνακα κατάταξης και διανομής χρημάτων της ρευστοποιηθείσας και συγκεντρωθείσας πτωχευτικής περιουσίας ποσού 50.803,89 ευρώ, ο οποίος κοινοποιήθηκε στο ανακόπτον στις 17.8.2017. Ότι στον πίνακα αυτόν η σύνδικος, αφού προαφαίρεσε ποσό 2.500 ευρώ για λοιπές δαπάνες μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα και για αντιμισθία της, κατέταξε οριστικά και προνομιακά τους αναφερόμενους στην ανακοπή εργαζόμενους συνολικά για το ποσό των 32.014,65 ευρώ κατ’ άρθρο 154 περ.γ’ του ΠτΚ, το ίδιο το ανακόπτον για το ποσό των 4.072,31 ευρώ, ήτοι σε ποσοστό 25% του εναπομείναντος διανεμόμενου ποσού των 16.289,24 ευρώ κατ’ άρθρο 154 περ. στ’ του ΠτΚ, την εταιρία με την επωνυμία «………..» ως ενέγγυα πιστώτρια για το ποσό των 10.588 ευρώ, ήτοι σε ποσοστό 65% του εναπομείναντος διανεμόμενου ποσού κατ’ άρθρο 155 του ΠτΚ και 976 ΚΠολΔ και τις ανέγγυες πιστώτριες, δεύτερη και τρίτη των καθ’ων-νυν δεύτερη και τρίτη εφεσίβλητες για τα ποσά των 604,73 ευρώ και 1.024,19 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι συνολικά για το ποσό των 1.628,92 ευρώ, κατ’ άρθρο 977 ΚΠολΔ σε ποσοστό 10% του εναπομείναντος διανεμόμενου ποσού. Ότι η ως άνω οριστική σύνδικος της ενώσεως των πιστωτών εσφαλμένα κατέταξε λόγω μη επάρκειας του ενεργητικού της περιουσίας της παραπάνω πτωχεύσασας εταιρίας και των πτωχευσάντων ομορρύθμων εταίρων της, τις δεύτερη και τρίτη των καθ’ων ανέγγυες πιστώτριες, κατ’ ορθή ερμηνεία του κατά παραπομπή του άρθρου 156 του ΠτΚ (όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με την παρ.19 υποπαρ. Γ.3 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 και αντικατασταθεί με το άρθρο 8 παρ.14 του ν. 446/2016), εφαρμοζόμενου 977 του ΚΠολΔ το οποίο έπρεπε να εφαρμοσθεί ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και το οποίο τότε δεν προέβλεπε ικανοποίηση των εγχειρόγραφων πιστωτών από τον πίνακα κατάταξης, όταν συνέτρεχαν με γενικούς και ειδικούς προνομιούχους, των οποίων οι απαιτήσεις δεν καλύπτονταν από το ενεργητικό της πτωχευτικής περιουσίας και οι οποίοι έπρεπε να καταταγούν στο 1/3 και στα 2/3 του ενεργητικού αυτού αντίστοιχα. Ότι η προσήκουσα αυτή εφαρμογή του άρθρου 977 του ΚΠολΔ, στη μορφή που ίσχυε πριν το ν. 4335/2015 προκύπτει από το άρθρο 9 παρ.3 του άρθρου 1 του εν λόγω νόμου (4335/2015) που προβλέπει ότι «3. Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016. Ομοίως, οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος- ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ Κ.Πολ.Δικ.) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος». Ότι επομένως και δεδομένου ότι η ένδικη πτώχευση είχε κηρυχθεί το έτος 2010 κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, η κατάταξη των δανειστών, μετά την ικανοποίηση των εργαζομένων βάσει του άρθρο 31 του ν. 1545/1985, έπρεπε να λάβει χώρα με διαίρεση του προς διανομή ποσού σε 2/3, ήτοι 10.859,49 ευρώ προς ικανοποίηση της απαίτησης της ενέγγυας πιστώτριας, εταιρείας με την επωνυμία «………» και σε 1/3, ήτοι ποσό 5.429,74 ευρώ προς ικανοποίηση του ίδιου του ανακόπτοντος ως γενικού προνομιούχου δανειστή, ενώ οι δεύτερη και τρίτη καθ’ ων δεν έπρεπε να καταταγούν για κανένα ποσό, λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος. Κατόπιν των ανωτέρω, το ανακόπτον ζητούσε να μεταρρυθμισθεί ο από 22.6.2017 πίνακας κατάταξης και διανομής χρημάτων της παραπάνω συνδίκου, με σκοπό να αποβληθούν η δεύτερη και η τρίτη των καθ’ων, από τα ποσά των 604,73 ευρώ και των 1.024,19 ευρώ αντίστοιχα,  στα οποία κατετάγησαν στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, ήτοι συνολικά για ποσό 1.628,92 ευρώ και στη θέση τους να καταταγεί το ανακόπτον οριστικά και προνομιακά, προς μερική ικανοποίηση της απαίτησής του.

Με την νυν εκκαλουμένη 1478/2018 απόφασή του, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή ως μη νόμιμη, δεχόμενο ότι οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατατάξεως δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενασκήσεώς τους επί της ομάδας της περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Ότι επομένως και τα καθιερούμενα από τις σχετικές διατάξεις προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο γενέσεως του δικαιώματος ή της ενάρξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τον χρόνο της κατατάξεως, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών. Ότι το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ που ορίζει ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτελέσεως εν σχέσει προς το προγενέστερο αυτού  δικονομικό δίκαιο. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η σύνδικος της πτώχευσης ορθά εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 153, 154γ και στ, 155 του ν. 3588/2007, 976 περ.2 και 977 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από το ν. 4335/2015, δεδομένου ότι εν προκειμένω κρίσιμη δεν είναι η ημερομηνία επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή, αλλά η ημερομηνία σύνταξης του πίνακα κατάταξης, ήτοι η 22.6.2017.

Ήδη το ανακόπτον με την έφεσή του παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη της παραγράφου 3 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, κατά την οποία οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του εν λόγω άρθρου, ως έναρξη δε του τελευταίου νόμου, ορίζεται σύμφωνα με την αμέσως παραπάνω διάταξη η 1.1.2016. Ότι εξ αυτού συνάγεται σαφώς ότι οι τροποποιητικές του άρθρου 977 ΚΠολΔ διατάξεις του ν. 4335/2015 ισχύουν μόνο εφόσον είτε η επιταγή προς εκτέλεση, είτε η πτώχευση έχει λάβει χώρα μετά την 1.1.2016, με αποτέλεσμα στην προκειμένη περίπτωση που η πτώχευση είχε κηρυχθεί προγενέστερα, να εφαρμόζεται το άρθρο 977 ΚΠολΔ  με την παλιά του μορφή και όχι με την τροποποιημένη του ν. 4335/2015, που εφάρμοσε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ότι το πεδίο εφαρμογής της μεταβατικής διάταξης της παρ.3 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 καταλαμβάνει και την επίμαχη διάταξη του άρθρου 977 ΚΠολΔ, αφού κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου η ρύθμιση αυτή καλύπτει ανεξαιρέτως όλες τις περί αναγκαστικής εκτελέσεως διατάξεις του όγδοου κεφαλαίου του ΚΠολΔ, ενώ δεν εισάγει εξαίρεση για τις περί προνομίων διατάξεις. Ότι η διάταξη αυτή ως γνήσια μεταβατική και ορίζουσα ειδικό χρόνο έναρξης εφαρμογής των τροποποιήσεων, δεν αντιτίθεται στον γενικώς ισχύοντα κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο τα προνόμια κρίνονται κατά το νόμο που ισχύει όταν συντάσσεται ο πίνακας κατάταξης (σύμφωνα με την ΟλΑΠ 21/1994, ΑΠ 724/2017, ειδικά για την πτώχευση ΑΠ 153/1996), αλλά εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση από αυτόν. Ενόψει των ανωτέρω, το εκκαλούν ζητεί να εξαφανισθεί η ως άνω 1478/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και να γίνει δεκτή η από 13.10.2017 ανακοπή του.

Πριν το Δικαστήριο αυτό προχωρήσει στην εκτίμηση της νομικής βασιμότητας του παραπάνω λόγου έφεσης, πρέπει να λεχθεί σχετικά με το υποστηριζόμενο από την πρώτη εφεσίβλητη ότι τυγχάνει πρώην σύνδικος της πτώχευσης της ως άνω εταιρίας, γιατί έχουν περατωθεί όλες οι εργασίες της, ότι λήξη του λειτουργήματος του συνδίκου επέρχεται μεταξύ άλλων με την περάτωση της πτώχευσης λόγω εκποίησης όλων των στοιχείων του ενεργητικού της κατ’ άρθρο 164 παρ.1 του ΠτΚ ως έχει μετά τον ν. 4446/2016, πλην όμως μόνο όταν γίνουν και όλες οι μετέπειτα αναγκαίες ενέργειες για την εκδίκαση των ανακοπών κατά των πράξεων εκποίησης, τη σύνταξη του πίνακα διανομής και την εκδίκαση των κατ’ αυτού ανακοπών και τη διανομή των σχετικών ποσών στους πιστωτές (βλ. Ευάγγελο Περάκη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 2017, σελ. 510, Ψυχομάνη, ΠτΔ, έκδοση 2016, σελ. 504). Επομένως, παραδεκτά και νόμιμα στρέφεται η ένδικη έφεση κατά της πρώτης εφεσίβλητης υπό την ιδιότητα της συνδίκου της πτώχευσης, την οποία αυτή δεν έχει απωλέσει. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τα υποστηριζόμενα με τις προτάσεις της πρώτης εφεσίβλητης ότι ο παραπάνω λόγος ανακοπής του εκκαλούντος πάσχει από αοριστία, επειδή στη σελίδα 15 του ιστορικού της ανακοπής, το ανακόπτον προβάλλει ότι δικαιούται το 1/3 του διανεμητέου ποσού του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης ύψους 5.429,74 ευρώ (16.289,24 ευρώ x 1/3), ενώ στο αιτητικό στη σελίδα 16 της ανακοπής αξιώνει συνολικό ποσό 5.700,92 ευρώ (4.072 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε + 1.628,92 ευρώ που ζητεί με αποβολή των δεύτερης και τρίτης των καθ’ων), αποσιωπώντας το ήδη λαβόν κατά τον χρόνο άσκησης της ανακοπής (13.10.2017) ποσό της 552 ευρώ, το οποίο αθροιζόμενο στο συνομολογημένο ποσό των 4.072 ευρώ, πλέον του αιτούμενου ποσού των 1.628,24 ευρώ εξάγει τελικό επίδικο ποσό 6.252,74 ευρώ, τούτο και αληθές υποτιθέμενο δεν προκαλεί αοριστία της ανακοπής. Από την επισκόπηση του δικογράφου αυτής προκύπτει σαφώς ότι το ανακόπτον διαλαμβάνει ότι έχει αναγγελθεί στην επίδικη πτώχευση για απαιτήσεις του κατά της πτωχής εταιρίας συνολικού ύψους 637.707,99 ευρώ, ότι έχει καταταγεί με τον προσβαλλόμενο πίνακα για ποσό 4.072,31 ευρώ ως γενικός προνομιούχος δανειστής και ότι ζητεί να καταταγεί και στα ποσά που κατετάγησαν οι ανέγγυες πιστώτριες, δεύτερη και τρίτη των καθ’ων συνολικού ποσού 1.628,92 ευρώ, στοιχεία που επαρκούν για τον προσδιορισμό του αντικειμένου της ανακοπής, χωρίς να καθιστά αόριστη την ανακοπή η τυχόν συμπληρωματική κατάταξη του ανακόπτοντος και σε άλλο ποσό του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας, ύψους 552 ευρώ, που σε κάθε περίπτωση υπολείπεται κατά πολύ του συνολικού αναγγελθέντος ποσού των απαιτήσεών του.

Περαιτέρω και σε ό,τι αφορά το μοναδικό λόγο έφεσης που αφορά στη μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατά την εκτίμηση του μοναδικού λόγου ανακοπής από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και όπως ο παραπάνω λόγος τυγχάνει επαρκώς ορισμένος και παραδεκτός παρά τα αντίθετα προβαλλόμενα από την τρίτη εφεσίβλητη εταιρία, λεκτέα τα εξής: Η μετάβαση από το παλαιό δικονομικό δίκαιο στο νέο που εισήγαγε ο ν. 4335/2015 που επέφερε σημαντικές αλλαγές και στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, προκαλεί αναπόφευκτά σύγκρουση του παλαιού και του νέου νομοθετικού καθεστώτος, την οποία καλούνται να επιλύσουν οι μεταβατικές διατάξεις του ανωτέρω νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρου ένατου παρ.3 και 4 του ν. 4335/2015 «3. Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016. Ομοίως, οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος-ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ Κ.Πολ.Δικ.) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος.  4. Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016.» Με τον εν λόγω κανόνα, ο νομοθέτης ακολούθησε τη βασική αρχή διαχρονικού δικαίου του άρθρου 50 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ επιλέγοντας την υπαγωγή της εκτελεστικής διαδικασίας στο σύνολό της στον νέο νόμο με κριτήριο τον χρόνο επίδοσης της επιταγής ή επί πτωχευτικής διαδικασίας από τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης. Με τον κανόνα αυτόν αντιμετωπίσθηκε η διαδικασία εκτέλεσης ως οργανική ενότητα, ώστε το σύνολο της διαδικασίας να υπάγεται στο ίδιο καθεστώς (παλιό ή νέο) με γνώμονα τον χρόνο επίδοσης της επιταγής, που αποτελεί την έναρξη της διαδικασίας (άρθρο 924 του ΚΠολΔ) ή αντίστοιχα επί πτώχευσης τον χρόνο κήρυξης αυτής [βλ. Βασιλ. Χατζηϊωάννου, Το διαχρονικό δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης (κατά τους ν. 4335/2015, 4472/2017 και 4512/2018), ΕΠολΔ 2017, σελ. 587, 588]. Σε ό,τι αφορά, όμως, το διαχρονικό δίκαιο του πίνακα κατάταξης και των προνομίων, ο κανόνας διαχρονικού δικαίου του ν. 4335/2015 αλλά και του ν. 4512/2015, που επίσης τροποποίησε τους κανόνες των προνομίων, δεν περιλαμβάνει ειδικό κανόνα για τη ρύθμιση του δικαίου των προνομίων. Σε αντίστοιχη επιλογή, να μην περιλάβει τέτοιον ειδικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για τα προνόμια, είχε προβεί και ο νομοθέτης του ΚΠολΔ με το άρθρο 50 ΕισΝΚΠολΔ κατά το οποίο: «Οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του. Η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από τότε που επιδόθηκε η επιταγή σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση». Η παραπάνω επιλογή ήταν μάλλον αναμενόμενη, καθώς ήδη από την ΠολΔ/1835 είχε αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία ο κανόνας ότι η ύπαρξη του προνομίου και η σειρά κατάταξης του προνομιούχου δανειστή διέπονται από το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο της κατάταξης (ΟλΑΠ 329/1937, ΕΕΝ 1937, σελ. 832, ΑΠ 402/1966, ΕλλΔνη 1967, σελ. 265, ΑΠ 49/1944, Θ ΜΔ, σελ. 245). Υπό το καθεστώς του άρθρου 50 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ, με τον οποίο εισήχθη η αρχή της ενιαίας ρύθμισης του συνόλου της εκτελεστικής διαδικασίας με κρίσιμο τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, η αρχή αυτή επιβίωσε ως εξαιρετικός κανόνας. Με αυτόν τον τρόπο, διασπάται η εν λόγω αρχή και καθίσταται κρίσιμος για τη ρύθμιση των προνομίων όχι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής αλλά ο χρόνος σύνταξης του πίνακα κατάταξης, ως ειδική εκδήλωση της αντίθετης αρχής, ότι κάθε διαδικαστική πράξη κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει όταν επιχειρείται (Χατζηϊωάννου, ό.π., σελ. 596, 597). Τούτο, καθώς, δεδομένου ότι η σύνταξη πίνακα κατατάξεως αποτελεί άσκηση οιονεί δικαστικού έργου, πρέπει να υπόκειται σε κανόνες διαχρονικού δικαίου ανάλογους με εκείνους που ισχύουν στις δίκες περί την εκτέλεση (βλ. ΕφΑθ 830/1994, ΕλλΔνη 1995, σελ. 224, 225). Έτσι, κατ’ εφαρμογή της αρχής ότι κάθε διαδικαστική πράξη (όπως εν προκειμένω η σύνταξη του πίνακα κατάταξης) κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει όταν επιχειρείται, γίνεται δεκτό ότι τα προνόμια δεν κρίνονται σύμφωνα με τον νόμο τον ισχύοντα κατά τον χρόνο γενέσεως του δικαιώματος ή της ενάρξεως της εκτελέσεως ή ακόμη αυτόν της κήρυξης της πτώχευσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τον χρόνο της κατατάξεως, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών (ΟλΑΠ 21/1994, ΕλλΔνη 1995, σελ. 574, Κουσούλης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, έκδοση 2000, άρθρο 50 ΕισΝΚΠολΔ, σελ. 2082). Ειδικότερα, ως προς τη δικονομική φύση των γενικών προνομίων παρατηρείται ότι αυτά, όπως απαριθμούνται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ αίρουν τη μεταξύ περισσότερων ενοχικών δικαιωμάτων σύγκρουση και μάλιστα προς διπλή κατεύθυνση. Αφενός αποκλείουν ορισμένες ενοχικές απαιτήσεις (μη προνομιούχες) από την περιουσία εν γένει του οφειλέτη όταν δεν επαρκεί το πλειστηρίασμα, αφετέρου δε ρυθμίζουν τη σειρά ικανοποιήσεως μεταξύ περισσότερων προνομιακών απαιτήσεων. Επιτελούν δηλαδή λειτουργία συγχρόνως αρνητική και θετική. Δεν προσπορίζουν όμως στο δικαιούχο τους ένα επιπλέον, σε σχέση με την απαίτηση δικαίωμα, ούτε έχουν κοινό με αυτήν γενεσιουργό λόγο, απλώς τη χαρακτηρίζουν, προσδίδοντάς της ορισμένη ιδιότητα που «ενοικεί (εμπεριέχεται)», σ’ αυτήν τούτη την απαίτηση, ή κατ’ άλλη ισοδύναμη διατύπωση αποτελούν εύνοια του νομοθέτη «απονεμομένην εις ορισμένην απαίτησιν». Η εκδήλωση, όμως, της συγκεκριμένης ιδιότητας- που συνίσταται στην εξουσία προτιμήσεως της απαιτήσεως έναντι άλλων μη προνομιακών ή λιγότερο προνομιακών- προϋποθέτει σύγκρουση, που εμφανίζεται το πρώτον στο στάδιο της εκτελέσεως, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: αναγγελία περισσότερων δανειστών, ανεπάρκεια πλειστηριάσματος και άρνηση του οφειλέτη να τους ικανοποιήσει εκούσια. Μετά την έναρξη της εκτελέσεως και την αναγγελία των δανειστών, τα γενικά και τα προνόμια εν γένει αποκτούν διαδικαστική αυτοτέλεια έναντι της απαιτήσεως, στην οποία αφορούν και επιτελούν δικονομική λειτουργία, απεξαρτημένη από την απαίτηση. Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά τα ειδικά προνόμια, χαρακτηριστικό τους είναι ότι προϋποθέτουν βέβαια την απαίτηση (βλ. λ.χ. άρθρα 1210, 1258 ΑΚ), παράλληλα όμως διατηρούν- ιδίως ως προς τη σύσταση και την απόσβεσή τους- ορισμένη αυθυπαρξία έναντι αυτής (βλ. λ.χ. 1211, 1240, 1243, 1257, 1267, 1318 ΑΚ, 1005 παρ.3 ΚΠολΔ), εισάγουν επομένως περιορισμένα παρεπόμενο, ανεξάρτητο κατά τα λοιπά επιπλέον δικαίωμα και δεν της προσδίδουν απλώς ορισμένη ιδιότητα. Απόλυτη εξάρτηση, όμως, έχουν να επιδείξουν τα ειδικά προνόμια σε σχέση με το βαρυνόμενο πράγμα, που εξακολουθεί, παρά τις ενδεχόμενες νομικές μεταβολές του να είναι υπέγγυο έναντι του συγκεκριμένου βάρους (εμπράγματος χαρακτήρας των προνομίων- άρθρο 973 ΑΚ- βλ. λ.χ. άρθρα 1223, 1237, 1287, 1288, 1294, 1295 ΑΚ), παρέχει δηλαδή δικαίωμα καταδιώξεως του πράγματος, στα χέρια όποιου κι αν βρίσκεται. Ωστόσο, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο, τα ειδικά προνόμια (ιδίως η εμπράγματη ασφάλεια) οφείλουν τον προνομιακό τους χαρακτήρα στην εξουσία καταδιώξεως συγκεκριμένου πράγματος, κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης λειτουργούν κατά το δικονομικό δίκαιο, σε σχέση με τις λοιπές απαιτήσεις (κυρίως τα γενικά προνόμια αλλά και με τα άλλα ειδικά προνόμια, στην τελευταία περίπτωση με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητας), όταν οπλισθούν, όπως και τα γενικά προνόμια, με εξουσία προτιμήσεως, ακολουθώντας τη σειρά ικανοποίησης που ορίζουν τα καθαρά δικονομικού χαρακτήρα άρθρα 975-977 ΚΠολΔ (βλ. σχετικά Χαρ. Απαλαγάκη, Ζητήματα διαχρονικού και διατοπικού δικαίου των προνομίων, Δίκη 24, σελ. 843, ιδίως σελ. 855, 856, 858). Αντίθετα, αν γίνει δεκτός ο χαρακτηρισμός των προνομίων ως ουσιαστικού δικαίου ρυθμίσεως, τότε πρέπει αυτά να κρίνονται με βάση το δίκαιο που ίσχυε όταν γεννήθηκε η απαίτηση. Η λύση, όμως, αυτή θα οδηγούσε στην εφαρμογή, κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης, διαφορετικού δικαίου για κάθε κατατασσόμενη απαίτηση, ανάλογα με τον χρόνο γενέσεώς της. (βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙα/Ειδικό μέρος, Β’ έκδοση, 2017, σελ. 720). Ομοίως, αν κριθεί ότι και στο στάδιο της κατατάξεως των δανειστών, πρέπει να εφαρμοστεί ο γενικός διαχρονικού δικαίου κανόνας που υιοθέτησε για τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και της πτώχευσης ο ν. 4335/2015 (άρθρο 1, άρθρο «ένατο», παρ.3: κρίσιμος για την μεν ατομική αναγκαστική εκτέλεση ο χρόνος της επίδοσης της επιταγής, για την δε πτώχευση ο χρόνος κήρυξης της πτώχευσης πριν την 1.1.2016), ερμηνεία που θα μπορούσε να θεμελιωθεί στην αρεοπαγητική θέση ότι η διανομή συνιστά τμήμα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως (ΟλΑΠ 1/2010, στη Νόμος), η διανομή του πλειστηριάσματος ή του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας, θα εξακολουθεί για απροσδιόριστο ακόμη χρόνο να πρέπει να πραγματοποιείται με βάση τις καταργημένες πλέον ρυθμίσεις των άρθρων 975επ. του ΚΠολΔ (βλ. ερμηνεία που έδωσε η απόφαση της ΟλΑΠ 21/1994, όπως και η παγιωμένη έκτοτε νομολογία, υπό το πανομοιότυπο νομοθετικό καθεστώς του άρθρου 50 ΕισΝΚΠολΔ, ότι η δηλαδή η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων πρέπει να κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών). Η λύση ότι η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης είναι και από τελολογική άποψη ορθή, καθώς ικανοποιεί πληρέστερα το σκοπό του ν. 4335/2015, που με τα νέα άρθρα 975επ. ΚΠολΔ, επιδιώκει την ορθολογικότερη και δικαιότερη διανομή του πλειστηριάσματος ή εν προκειμένω του ενεργητικού της πτώχευσης. Διαφορετικά, θα ματαιωνόταν ο σκοπός αυτός, καθώς για απροσδιόριστο ακόμη χρονικό διάστημα θα εφαρμόζονταν οι προηγούμενες ρυθμίσεις (Φαλτσή, ό.π., σελ. 721, 722). Εξάλλου, αν ο δικονομικός νομοθέτης επιθυμούσε να ρυθμίσει το ζήτημα διαφορετικά, θα το έπραττε ρητά, αφενός ενόψει αντίστοιχης νομοθετικής «πρακτικής» ήδη π.χ. με το άρθρο 41 παρ.5 του ν. 3863/2010 όταν προέβλεψε ειδικά για τον χρόνο εφαρμογής των προνομίων, αφετέρου, ενόψει της εν γνώσει του νομοθέτη κρατούσας ερμηνευτικής εκδοχής, όπως διαπλάσθηκε ήδη υπό την ισχύ του άρθρου 50 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ, αλλά και της υπό το προϊσχύσαν δίκαιο της ΠολΔ [βλ. Χρήστο Δ. Ευθυμίου, Ζητήματα κατάταξης κατά τη «σύγκρουση» εμπραγμάτως εξασφαλισμένων- προνομιούχων και εγχειρόγραφων δανειστών σε περίπτωση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου (Μετά τους Ν 4335/2015 και Ν 4512/2018), Δ.Ε.Ε. 2018, σελ. 1300επ., ιδίως σελ. 1304, 1305, αντίθετη η Χ. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το ν. 4335/2015 (2016), σελ. 61 επ. με επίκληση της απουσίας αντίθετης ειδικής ρυθμίσεως και λόγων επιείκειας, όπως και η ΜονΠρΒολ 99/2017 στη Νόμος]. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που εφάρμοσε το άρθρο 977 του ΚΠολΔ ως ίσχυε μετά την τροποποίησή του  με το άρθρο όγδοο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 με βάση τον χρόνο σύνταξης του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης και διανομής χρημάτων της 22.6.2017, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και μάλιστα τις μεταβατικές διατάξεις των παραγράφων 3 εδ.β’ και 4 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, έστω και με συμπτυγμένη αιτιολογία, ενώ τα όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν με το μοναδικό λόγο έφεσης τυγχάνουν κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, νόμω αβάσιμα. Συνακόλουθα και μη υπάρχοντος προς εξέταση άλλου λόγου έφεσης, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της. Ωστόσο, τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και των πρώτης και τρίτης εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183 και 179 ΚΠολΔ, ενώ αναφορικά με τη νικήσασα δεύτερη εφεσίβλητη δεν τίθεται ζήτημα επιβολής δικαστικών εξόδων, αφού αυτή δικάσθηκε ερήμην και έτσι δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα, ούτε υποβλήθηκε σε δικαστικά έξοδα. Ως προς την τελευταία δεν ορίζεται παράβολο ανακοπής ερημοδικίας, καθώς κατ’ άρθρο 161 παρ.1 του ΠτΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.15 του ν. 4446/2016 στις δίκες ανακοπής κατά του πίνακα διανομής δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 23.8.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …/2018 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) έφεση κατά της 1478/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και των πρώτης και τρίτης των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις  17.7.2019  και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ