Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 400/2019

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αγωγή διαζυγίου. Διετής διάσταση ως αμάχητο τεκμήριο ισχυρισμού κλονισμού της εγγάμου συμβιώσεως μεταξύ συζύγων. Προϋποθέσεις διετούς διαστάσεως μεταξύ συζύγων και κρίσιμος χρόνος, που πρέπει να έχει συμπληρωθεί, για τη βασιμότητα της σχετικής αγωγής. Έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης διαζυγίου χωρεί συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων, αφού οι διάδικοι διατηρούν την ιδιότητα του συζύγου, η οποία πρέπει να υπάρχει κατά την έκδοση της απόφασης, που καθορίζεται η δικαστική δαπάνη. Δεκτή αγωγή. ΄Εφεση ως προς την ουσία & ως προς τα δικαστικά έξοδα λόγω μη συμψηφισμού τους, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ. Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου της ουσίας για το συμψηφισμό. Απορρίπτει έφεση.

 

Αριθμός  400/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 11/07/2018 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./11-07-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./11-07-2018 κλήση του εφεσιβλήτου, η από 18/06/2014 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./20-01-2015 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./20-01-2015 έφεση της καθ’ ης η κλήση – εκκαλούσας, κατά της με αριθμ. 2027/28-04-2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών, όπως η απόφαση αυτή διορθώθηκε, ως προς το προεισαγωγικό τμήμα αυτής και ειδικότερα ως προς το πατρώνυμο του ενάγοντος, με τη με αριθμ. 2173/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσα κατά την ίδια ειδική διαδικασία, μετά την έκδοση της με αριθμ. 381/2018 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και ορίστηκε προθεσμία πέντε (5) μηνών από την επίδοση της απόφασης αυτής από τον επιμελέστερο διάδικο προς τον άλλο για τη συμπλήρωση της έλλειψης, ως προς την ειδική πληρεξουσι­ότητα της Δικηγόρου του εφεσιβλήτου για τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς προσκομίζονται τα με αριθμ. …/02-12-2013 και …../16-01-2019 ειδικά πληρεξούσια (άρθρο 98 ΚΠολΔ) της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …… και Συμβολαιογράφου Βοιών Λακωνίας ………., της εκκαλούσας και του εφεσιβλήτου αντίστοιχα προς τις πληρεξούσιες δικηγόρους τους, ……. και …….. αντίστοιχα, οι οποίες παραστάθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού (βλ. σχετ. ΑΠ 1527/1988 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1060/2010 Δημ. Νόμος).

Η υπό κρίση από 18/06/2014 έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …./26-06-2014, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/20-01-2015 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./20-01-2015, κατά της με αριθμ. 2027/28-04-2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών, όπως η απόφαση αυτή διορθώθηκε με τη με αριθμ. 2173/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την ίδια ειδική διαδικασία, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, καθώς η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 26/06/2014, ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση, στις 27/05/2014, της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα, μ’ επιμέλεια του εφεσιβλήτου (βλ. σχετ. με αριθμ. ……./27-05-2014 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….) (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 520 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκαν από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παράβολα, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και πριν την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-, μ’ έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού -άρθρο 45 Ν. 4446/2016-) [βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 5 του Ν. 4465/2017 (ΦΕΚ Α΄ 47/4.4.2017)] (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 233/2013 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 4606/2012 ΤΝΠΔΣΑθ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδ. με άρθρο 591 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ως άνω Ν. 4335/2015 -βλ. σχετ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση από 19/07/2010 και με αριθμ. κατάθ. ……./20-07-2010 αγωγή του, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, κατ’ ορθή εκτίμηση, ζητούσε να λυθεί ο υφιστάμενος μετά της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, γάμος τους, επειδή βρίσκονται σε συνεχή διάσταση για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) ετών, καθώς και να καταδικασθεί αυτή στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 29/11/2013, κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών, εκδόθηκε η με αριθμ. 2027/28-04-2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, έγινε δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η από 19/07/2010 αγωγή και απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίδων, λόγω του τεκμαιρομένου από τη διετή διάσταση αυτών, χωρίς πρόθεση επανασυμβίωσης, ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσής τους. Η απόφαση αυτή διορθώθηκε, ως προς το προεισαγωγικό τμήμα αυτής και ειδικότερα ως προς το πατρώνυμο του ενάγοντος, με τη με αριθμ. 2173/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό ν’ απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή και να καταδικασθεί ο ενάγων στα δικαστικά της έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1439 § 3 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 3719/2008, “εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντος. Η συμπλήρωση του χρόνου διάστασης δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές, που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων ανάμεσα στους συζύγους”. Από τη διάταξη αυτή, που καθιερώνει ως λόγο διαζυγίου τον αντικειμενικό κλονισμό της έγγαμης σχέσεως των συζύγων, προκύπτει ότι, εφόσον αποδειχθεί η διετής διάσταση, η οποία υπολογίζεται αναδρομικά, όχι από το χρόνο, που είχε προσδιορισθεί αρχικά να συζητηθεί η αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά από το χρόνο της μετ` αναβολή πρώτης στο ακροατήριο κατ` ουσίαν συζητήσεως της αγωγής, κατά τον οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68, 69, 224, 269 και 281 ΚΠολΔ, κρίνεται το κεκτημένο του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος, τεκμαίρεται αμάχητα ο κλονισμός των σχέσεων των συζύγων και το δικαστήριο χωρεί στη λύση του γάμου. Ως διάσταση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοείται εκείνη κατά την οποία οι σύζυγοι απομακρύνονται φυσικώς και ψυχικώς μεταξύ τους, με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου, ανεξάρτητα από το εάν η απομάκρυνση αυτή, ως πραγματικό γεγονός, είναι αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του ενός από τους συζύγους ή και των δύο και ανεξάρτητα από το εάν διαμένουν στην ίδια κατοικία αλλά υπό καθεστώς χωρισμού από τραπέζης και κοίτης. Η υποκειμενική πρόθεση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης (ψυχικό στοιχείο), που δεν αφορά υποχρεωτικά τον ενάγοντα ή μπορεί να αφορά και τους δύο, δεν αρκεί να αποτελεί ενδόμυχη διάθεση ή επιθυμία, αλλά πρέπει να εκδηλώνεται και εξωτερικά. Με το ανωτέρω περιεχόμενο της διάστασης, ο νόμος, για να διευκολύνει την προσπάθεια αποκατάστασης των συζυγικών σχέσεων, δεν θεωρεί ότι παρεμποδίζουν τη συμπλήρωση του χρόνου οι μικρές διακοπές της διάστασης, που γίνονται προς επίτευξη της αποκατάστασης, παρά το ότι, στην περίπτωση αυτή, ελλείπει η πρόθεση διακοπής της συμβίωσης, ενώ, κατά μείζονα λόγο, δεν ελλείπει η διάσταση, όταν παρεμβάλλονται μικρές διακοπές εξ’ άλλων λόγων, που δεν αναιρούν την σταθερή εξακολουθητικά υπάρχουσα πρόθεση διάσπασης του συζυγικού δεσμού, όπως από τυχόν επισκέψεις της οικογενειακής στέγης και από μέρους του απομακρυνθέντος από αυτή συζύγου, προς εκδήλωση ενδιαφέροντος για προβλήματα που απασχολούν τη σύζυγο και τα τέκνα, που διαμένουν με αυτή, εάν εξακολουθεί να υπάρχει η σταθερή πρόθεση διαστάσεως του συζυγικού δεσμού από την πλευρά τουλάχιστον του ενός συζύγου. Η επίκληση της διετούς, διάστασης είναι στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής διαζυγίου, η οποία στηρίζεται στον ανωτέρω λόγο, ο δε ισχυρισμός του εναγομένου ότι δεν έχει συμπληρωθεί η διετής διάσταση, διότι αυτή άρχισε σε χρόνο μεταγενέστερο του επικαλούμενου με την αγωγή, συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και όχι ένσταση. Κατά συνέπεια, τα όποια διακοπτικά της ψυχικής και σωματικής απομακρύνσεως περιστατικά, που τυχόν επικαλείται ο εναγόμενος, στον εκ του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ λόγο διαζυγίου, τείνουν σε αποδυνάμωση της έννοιας της διαστάσεως, που αποτελεί στοιχείο της βάσεως της αγωγής και συνιστούν άρνηση. Αν δε, κατά το στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας, προκύψουν τέτοια διακοπτικά περιστατικά, εκτιμώνται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, αν αναιρούν ή όχι το στοιχείο της διαστάσεως (ΑΠ 1262/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1352/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 242/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2121/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1679/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1068/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 115/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ 173/2017 (μεταβ. Κω) Δημ. Νόμος). Σημειώνεται ότι, μετά τη συγχώνευση με τη διάταξη του άρθρου 1439 Α.Κ. όλων των υπαίτιων λόγων διαζυγίου, που προέβλεπε το προγενέστερο δίκαιο, στο γενικό λόγο του ισχυρού κλονισμού, δεν επαναλήφθηκε, διότι κρίθηκε ως περιττή, η διάταξη (άρθρο 1447 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του), που καθιέρωνε, ως αυτοτελή αποσβεστικό λόγο του δικαιώματος προς διάζευξη, την παροχή συγγνώμης από τον αναίτιο σύζυγο, την εξωτερίκευση, δηλαδή, της βούλησης του, ότι, παρά τον κλονισμό που δημιουργήθηκε από υπαιτιότητα του άλλου συζύγου, επιθυμεί την εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης. Έτσι, η παροχή συγγνώμης δεν αποτελεί πλέον αυτοτελή λόγο αποσβεστικό του δικαιώματος προς διάζευξη (ΑΠ 1068/2014 ό.π.).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ο οποίος εξετάστηκε μ’ επιμέλεια του ενάγοντος, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και η κατάθεση του οποίου περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, εκτιμάται δε και σταθμίζεται ανάλογα με το λόγο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του, σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία, που ειδικά αναφέρονται κατωτέρω (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), τις με αριθμ. ………../27-11-2013 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, οι οποίες ελήφθησαν νομότυπα, μ’ επιμέλεια της εναγομένης, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν κλήτευσης του ενάγοντος, προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών από την ημερομηνία σύνταξής τους, κατά τις διατάξεις των άρθρων 270 παρ. 2 εδ. γ’ και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως η πρώτη διάταξη ίσχυε πριν την κατάργησή της με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 4335/2015 -Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015, μ’ έναρξη ισχύος 1.1.2016 -άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015 και όπως η δεύτερη διάταξη ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ως άνω Ν. 4335/2015) (βλ. σχετ. τη με αριθμό ………΄/21-11-2013 έκθεση επίδοσης της κλήσης γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………..), τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι, εκ των οποίων ο μεν ενάγων γεννήθηκε, στις 15/6/1952, στη … Ανατολικής Μάνης Ν. Λακωνίας, η δε εναγομένη, στις 9/2/1955, στον …. Ν. Αττικής, τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο, κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, στις …….. 1986, στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου, στην περιοχή Ταμπούρια Πειραιά (βλ. σχετ. απόσπασμα της υπ’ αριθμ. ……./1986 ληξιαρχικής πράξης γάμου του Ειδικού Ληξιαρχείου Πειραιώς, προσκομιζόμενη σε ακριβές φωτοαντίγραφο). Από το γάμο τους αυτό οι διάδικοι απέκτησαν δύο τέκνα, το …. και το ….., που γεννήθηκαν τα έτη 1987 και 1989 αντίστοιχα και είναι ήδη ενήλικα. Μετά την τέλεση του γάμου τους οι διάδικοι εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα, επί της οδού ………., στον Πειραιά Ν. Αττικής. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων στην αρχή ήταν αρμονική. Εν συνεχεία, όμως, άρχισαν να εμφανίζονται προβλήματα στην έγγαμη συμβίωσή τους, κυρίως, λόγω της συμπεριφοράς του ενάγοντος συζύγου προς την εναγομένη σύζυγό του, με αποτέλεσμα η τελευταία να υποβάλλει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με αίτημα τη μετοίκησή του από τη συζυγική οικία και την προσωρινή επιδίκαση σ’ αυτή διατροφής για την ίδια ατομικά και για λογαριασμό των ανηλίκων τότε τέκνων τους. Η συζήτηση της εν λόγω αίτησης ματαιώθηκε, όμως, διότι οι διάδικοι προσπάθησαν ν’ αποκαταστήσουν τη διαταραχθείσα έγγαμη σχέση τους, αναλαμβάνοντας συγκεκριμένες δεσμεύσεις με την υπογραφή, ενώπιον Δικηγόρου, του από 23/04/1996 ιδιωτικού συμφωνητικού. Ειδικότερα, όπως αναγράφεται στο ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό, οι διάδικοι συμφώνησαν στ’ ακόλουθα: «…1) ως σύζυγοι αναλαμβάνουν, στα πλαίσια της οικογενειακής και ηθικής αξιοπρέπειας, να παρέχουν αμοιβαία εμπιστοσύνη ο ένας απέναντι του άλλου. 2) Η σύζυγος απασχολείται μετά του οίκου περιλαμβανομένης της φροντίδας τόσο του συζύγου, όσο και των ανήλικων τέκνων. Ο σύζυγος αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να καλύπτει οικονομικά όλες τις ανάγκες, που προκύπτουν και έχουν σχέση με την συντήρηση της οικογένειας, καταβάλλοντας στη σύζυγο τα αναγκαία ποσά. 3) Ο σύζυγος είναι υποχρεωμένος για κοινή συμβίωση μετά της συζύγου και δεν έχει δικαίωμα να παραβαίνει την υποχρέωσή του αυτή. 4) Η επικοινωνία τους θα γίνεται όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, και όχι με αλληλογραφία. 5) Στις μέχρι τώρα σχέσεις των οι οποίες είχαν διαταραχθεί για πολλούς και διαφόρους λόγους που είχαν κυρίως σχέσιν με τη συμπεριφορά του συζύγου, καλούνται να τις εξομαλύνουν αναλαμβάνοντας ο καθένας όλες τις παραπάνω δεσμεύσεις. 6) Η σύζυγος ………., η οποία και είχε καταθέσει αίτησιν ασφαλιστικών μέτρων κατά του συζύγου της για αποβολή του από την συζυγικήν κατοικίαν και την καταβολήν εις αυτήν της αναγκαίας διατροφής, εις ένδειξιν καλής θελήσεως και με την προοπτικήν της τηρήσεως εκ μέρους του συζύγου της όλων των παραπάνω αναφερομένων, απέχει από την εκδίκαση αυτής ματαιώνοντάς την προσωρινά. 7) Η οικογένεια θα ζει απερίσπαστη χωρίς παρεμβάσεις με πνεύμα σεβασμού και αλληλοκατανόησης. 8) Η μη τήρησις όλων των ανωτέρω αυτόματα θα παρέχει στον καθένα το δικαίωμα να προβεί σε κάθε νόμιμη ενέργεια λύσεως της κοινής συμβιώσεως με όλες τις σχετικές συνέπειες που συνεπάγονται…». Περί τα τέλη του έτους 1996, όμως, ο ενάγων μετατέθηκε, κατόπιν αιτήσεώς του, λόγω υπηρεσιακών αναγκών, στο Τελωνείο της ……. Ν. Λακωνίας, οπότε μετοίκησε στην πόλη αυτή (ήτοι στη Δημοτική Κοινότητα …. της Δημοτικής Ενότητας … του Δήμου …. Λακωνίας), ενώ η εναγομένη, η οποία δεν εργαζόταν, εξακολούθησε να διαμένει μαζί με τα δύο ανήλικα τότε τέκνα τους, στην ευρισκόμενη στον Πειραιά οικία, η οποία έως τότε αποτελούσε την οικογενειακή τους στέγη. Έκτοτε, η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε οριστικά, με την έννοια ότι απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλο, φυσικά και ψυχικά, με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου. Η διάσπαση αυτή συνεχίστηκε μέχρι και τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, στις 29/11/2013, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, ο ενάγων εγκαταστάθηκε μόνιμα, περί τα τέλη του έτους 1996, στον τόπο της εργασίας του, στη …., όπου διαμένει έκτοτε, με βούληση οριστικής διάσπασης της έγγαμης συμβίωσής του με την εναγομένη σύζυγό του (βλ. ιδίως τη βεβαίωση αποδοχών του ενάγοντος, που εξέδωσε το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, του έτους 2006, το με ημερομηνία Σεπτέμβριος του έτους 2004 αντίγραφο ανοικτού εθνοδανείου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, σε συνδυασμό με τα εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 2007, 2013 και 2014 του ενάγοντος, όπου αναγράφεται ως διεύθυνση κατοικίας του η πόλη της …….. Ν. Λακωνίας), ενώ η εναγομένη διέμενε, καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, στην οικία, που αποτελούσε την οικογενειακή τους στέγη, στον Πειραιά Ν. Αττικής, μαζί με τα τέκνα τους. Κατά το χρονικό δε διάστημα από τη μετοίκηση του ενάγοντος στη …….. Ν. Λακωνίας έως τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (στις 29/11/2013), η εναγομένη ουδέποτε επισκέφθηκε την κατοικία του συζύγου της στη ….., γεγονός το οποίο συνομολογεί και η τελευταία, ενώ, το έτος 2005, ο ενάγων συνήψε ερωτικό δεσμό με αλλοδαπή, Βουλγαρικής υπηκοότητας, με την οποία συμβίωνε για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός έτους. Οι διάδικοι, καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, αποξενώθηκαν ως σύζυγοι και ψυχικά και συναισθηματικά, ενώ η οριστική επιθυμία και θέληση του ενάγοντος – συζύγου να μην έχει πλέον κοινωνία βίου με την εναγόμενη – σύζυγό του ήταν συνεχής και εκφράστηκε, μεταξύ άλλων, αφενός μεν με τη μη υποβολή αίτησης μετάθεσής του στον Πειραιά, αλλά και τη μη εγκατάστασή του μόνιμα στη συζυγική οικία, μετά τη συνταξιοδότησή του, οπότε εξέλιπαν οι υπηρεσιακοί λόγοι απομάκρυνσης από την οικογένειά του, αφετέρου δε με την άσκηση της υπό κρίση από 19/07/2010 αγωγής, την οποία κοινοποίησε στην εναγομένη στις 02/08/2010 (βλ. σχετ. με αριθμ. ……../02-8-2010 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..). Η συζήτηση της αγωγής αυτής προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 9/12/2011, οπότε ανεβλήθη, για τη δικάσιμο της 27/09/2013. Κατά τη δικάσιμο αυτή η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε. Ωστόσο, ο ενάγων επανέφερε αυθημερόν προς συζήτηση την ως άνω αγωγή, με την από 27/9/2013 και με αριθμ. κατάθ. …/27-09-2013 (εξαίρεση: …) κλήση του, την οποία κοινοποίησε στις 30/09/2013 στην εναγομένη (βλ. σχετ. με αριθμ. …/30-09-2013 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….), δικάσιμος δε αυτής ορίστηκε η 29/11/2013, οπότε συζητήθηκε αυτή, αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών, η εκκαλουμένη με αριθμ. 2027/28-04-2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έκανε δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη την υπό κρίση αγωγή. Ακόμη δε και εάν υποτεθεί αληθής ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η συζήτηση της υπόθεσης, στις 9/12/2011, ανεβλήθη στα πλαίσια της προσπάθειας αποκαταστάσεως της εγγάμου σχέσεώς τους, η συμπλήρωση του χρόνου διάστασης, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές, που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας παραμονής του ενάγοντος στη ….., ο τελευταίος συνεισέφερε οικονομικά για την αντιμετώπιση των διατροφικών αναγκών τόσο της εναγομένης, όσο και των κοινών τέκνων τους. Επίσης, επισκεπτόταν την οικογένειά του σε αραιά χρονικά διαστήματα και για σύντομο χρόνο, διαμένοντας προσωρινά στη συζυγική εστία, χωρίς οι επισκέψεις αυτές, όμως, να αναιρούν την πρόθεσή του για τη διάσπαση του συζυγικού δεσμού και τη διάσταση των διαδίκων, διότι οι συναντήσεις αυτές δεν απέβλεπαν στην αποκατάσταση της διαταραγμένης σχέσης τους, αλλά ήταν τυπικές και γίνονταν μόνο για κοινωνικούς λόγους και προς εκδήλωση ενδιαφέροντος για τα τέκνα τους, καθώς και προς ικανοποίηση της ανάγκης επικοινωνίας του ενάγοντος με αυτά. Οι συναντήσεις των διαδίκων και η προσωρινή παραμονή του ενάγοντος στην οικογενειακή στέγη επιβεβαιώνονται μεν και από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, οι οποίες ελήφθησαν μ’ επιμέλεια της εναγομένης, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, μετά από νομότυπη, κατά τ’ ανωτέρω, κλήτευση του ενάγοντος και προσκομίστηκαν νόμιμα μ’ επίκληση ενώπιον και του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πλην, όμως, δεν δύνανται οι μάρτυρες αυτοί, οι οποίοι διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με την εναγομένη, να έχουν ιδίαν αντίληψη για τη σχέση των διαδίκων εντός της συζυγικής οικίας. Η εναγόμενη, με τις έγγραφες προτάσεις της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και με την υπό κρίση έφεσή της, αρνείται ότι ο ενάγων σύζυγός της απομακρύνθηκε από τη συζυγική τους οικία με πρόθεση διάσπασης της εγγάμου συμβιώσεώς τους, ισχυριζόμενη ότι ουδέποτε υπήρξε τέτοια πρόθεση εκ μέρους του, αλλά η απομάκρυνσή του από την οικογενειακή στέγη έγινε για υπηρεσιακούς λόγους. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η πρόθεση του ενάγοντος να αποστεί από τη συζυγική στέγη δεν έγινε μόνον για λόγους υπηρεσιακούς, αλλά με πρόθεση διάσπασης της εγγάμου συμβιώσεως, έκτοτε δε υπήρξε πλήρης (σωματική και ψυχική) διάσταση των σχέσεων των διαδίκων ως συζύγων, η δε βούλησή του για διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης ήταν οριστική και διαρκής έως τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι οι διάδικοι ζούσαν χωριστά από τραπέζης και κοίτης, χωρίς να έχουν ουδεμία σωματική και ψυχική επαφή και με τη θέληση, τουλάχιστον από την πλευρά του ενάγοντος, να μην έχουν κοινωνία βίου, από την έναρξη της διάστασης (περί τα τέλη του έτους 1996) μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 29.11.2013, οπότε συμπληρώθηκε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) ετών και κατά τη διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 3 του Α.Κ., όπως ίσχυε, μετά την τροποποίησή της με το ν. 3719/2008, κατά το χρόνο της συζήτησης της αγωγής, είχε θεμελιωθεί το δικαίωμα του ενάγοντος για διάζευξη. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είχε συμπληρωθεί χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο (2) ετών προ της συζητήσεως της κρινόμενης αγωγής, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 29.11.2013, χωρίς οι διάδικοι να έχουν σωματική και ψυχική επαφή, δεδομένου ότι έκτοτε αυτοί απομακρύνθηκαν φυσικώς και ψυχικώς μεταξύ τους, με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου, ανεξάρτητα από το εάν η απομάκρυνση αυτή, ως πραγματικό γεγονός, ήταν αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του ενάγοντος και ανεξάρτητα από το εάν διέμεναν προσωρινά για μικρά χρονικά διαστήματα στην ίδια κατοικία, αλλά υπό καθεστώς χωρισμού από τραπέζης και κοίτης. Σημειώνεται ότι η διετία υπολογίζεται αναδρομικώς από το χρόνο της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 29/11/2013, χωρίς να απαιτείται και ο ακριβής χρόνος της έναρξης της διετίας. Το κεκτημένο δε του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος κρίνεται, τόσο κατά το νέο όσο και κατά τον παλαιό νόμο, στο χρόνο συζήτησης της αγωγής, χωρίς να παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ, αφού το κεκτημένο δεν καθορίσθηκε με αναφορά το χρόνο της έναρξης της διάστασης των διαδίκων (βλ. σχετ. ΑΠ 2121/2014 ό.π.). Συνακόλουθα, η υπερδιετής διάσταση των διαδίκων και η αποχώρηση του ενάγοντος από την οικογενειακή στέγη κλόνισε σοβαρά, κατά αμάχητο τεκμήριο, τη μεταξύ τους έγγαμη σχέση, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα, χωρίς να ερευνάται ο λόγος, που προκάλεσε τον ισχυρισμό κλονισμό, και το πρόσωπο του συζύγου τον οποίο αφορούσε (ΟλΑΠ 20/1990 ΕλλΔικ 31.1604). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε στην ίδια κρίση, αναφορικά με το σοβαρό κλονισμό, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, της μεταξύ των διαδίκων έγγαμης σχέσεως, λόγω της συνεχούς διάστασής τους, για χρονικό διάστημα πλέον των δύο (2) ετών, προ της συζητήσεως της υπό κρίση αγωγής, στις 29/11/2013, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεχόμενο ότι οι διάδικοι ουδεμία σωματική και ψυχική επαφή είχαν και με τη θέληση, τουλάχιστον από την πλευρά του ενάγοντος, να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου και ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση, για το λόγο αυτό, ν’ απαγγελθεί η λύση του γάμου των διαδίκων, αφού έκανε δε δεκτή την, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438 και 1439 παρ. 3 του Α.Κ. (όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 14 του Ν. 3719/2008 -Φ.Ε.Κ. Α΄ 241/26.11.2008-), αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, απήγγειλε τη λύση του μεταξύ των διαδίκων θρησκευτικού γάμου, που τελέστηκε στις ………. 1986, στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου στην περιοχή Ταμπούρια Πειραιά, κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συ­μπλήρωση και την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις παρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι ισχυρισμοί, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα από την εκκαλούσα. Εξάλλου, από την επισκόπηση της προβαλλομένης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχόμενη σε αυτή διαβεβαίωση του Δικαστηρίου, με ρητή αναφορά όλων των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, ότι στο ως άνω αποδεικτικό πόρισμά του κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη, πλην άλλων αποδεικτικών μέσων «… και τις προσαγόμενες εκ μέρους της εναγομένης υπ’ αριθμ. ………/27-11-2013 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν νομότυπα κατόπιν κλήτευσης του αντιδίκου προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών από την ημερομηνία σύνταξής τους, κατά τις διατάξεις των άρθρων 270 παρ. 2 εδ. γ’ και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. την με αριθμό ……./21-11-2013 έκθεση επίδοσης της κλήσης γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων, που έγινε από το Δικαστικό Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………..)…», σε συνδυασμό με όλο το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται, μεταξύ άλλων, ρητή μνεία στο αιτιολογικό της στις ως άνω με αριθμ. ………/27-11-2013 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, οι οποίες ελήφθησαν νομότυπα, μ’ επιμέλεια της εναγομένης, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, καθώς και στο ως άνω από 23-04-1996 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων, που περιέχονται στο αιτιολογικό της, δεν γεννάται οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για την κατάρτιση του αποδεικτικού του πορίσματος περί της υπέρ διετούς διάστασης των διαδίκων συζύγων, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, με τα υπόλοιπα μέσα, το προαναφερόμενο έγγραφο, καθώς και τις ως άνω τρεις (3) ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες προσκόμισε και επικαλέστηκε η εκκαλούσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να δικαιολογήσει την αντίθετη προς τις απόψεις της εκκαλούσας κρίση του ή να κάνει ειδική αξιολόγηση εκάστου και χωρίς ανάγκη διάκρισης από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 1262/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1116/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος). Στη δίκη δε διαζυγίου, λόγω υπερδιετούς διάστασης των διαδίκων, ο ισχυρισμός της εναγομένης συζύγου ότι δεν έχει συμπληρωθεί η διετής διάσταση, δεν συνιστά, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ένσταση και συνακόλουθα “πράγμα”, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει η εκκαλούσα, αλλά άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής, κατά τα στοιχεία της, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη διάσταση. Συνεπώς, είναι απορριπτέοι ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας και οι σχετικοί λόγοι έφεσης είναι απορριπτέοι ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος, είτε για τον εις βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο, που, κατά την άποψή του, έπρεπε να υπολογιστούν (βλ. σχετ. ΜονΕφΑθ 118/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 672/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 3080/2010 Δημ. Νόμος). Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, ρύθμιση που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 617/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 777/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 781/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 54/2006 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 672/2015 ό.π.). Κατά το άρθρο δε 176 Κ.Πολ.Δικ., ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώνει τα έξοδα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων καθιερώνεται η αρχή της ήττας. Επομένως, η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας, αφού η ρύθμιση των δικαστικών εξόδων ανατέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 248/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 99/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 476/2017, ΜονΕφΑθ 118/2018 ό.π. ΜονΕφΠειρ 672/2015 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ, «το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.”. Συνεπώς, ο συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων, κατά το άρθρο 179 του ΚΠολΔ, λόγω της συζυγικής σχέσεως των διαδίκων, απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Οι σύζυγοι είναι αδιάφορο αν συμβιούν ή είναι σε διάσταση. Έως την έκδοση δε αμετάκλητης απόφασης διαζυγίου χωρεί συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων, αφού οι διάδικοι διατηρούν την ιδιότητα του συζύγου, η οποία πρέπει να υπάρχει κατά την έκδοση της απόφασης, που καθορίζεται η δικαστική δαπάνη. Επομένως, και στις δίκες διαζυγίου χωρεί συμψηφισμός, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 179 Κ.Πολ.Δ. Εξάλλου, η εκτίμηση για το συμψηφισμό ή όχι της δικαστικής δαπάνης για τις αναφερόμενες στην προαναφερθείσα διάταξη περιπτώσεις καταλείπεται στην ελεύθερη και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και συνεπώς δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Μπορεί, όμως, να αποτελέσει αντικείμενο της έφεσης, εφόσον όμως ασκείται έφεση και για την ουσία της υπόθεσης, κατά τ’ ανωτέρω, που έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σχ. Βαθρακοκοίλη Β. Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. υπό άρθρο 179, παρ. 4 και 6 σελ. 1032, ΑΠ 99/2019 ό.π., ΑΠ 636/2002 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 118/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 672/2015 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη, με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της εφέσεώς της, προσβάλλει τη διάταξη της εκκαλούμενης αναφορικά με τα έξοδα, παραπονούμενη ότι, παρά το νόμο καταδικάσθηκε στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ύψους πεντακοσίων (500) ευρώ, ενώ θα έπρεπε να συμψηφισθούν αυτά, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της συζυγικής τους σχέσης. Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι παραδεκτός, αφού κατά τα προαναφερόμενα προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ), είναι, όμως, απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, με την εκκαλουμένη, η εναγομένη καταδικάσθηκε μεν, λόγω της ήττας της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, διότι έγινε δεκτή η υπό κρίση αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, πλην, όμως, η εκτίμηση για το συμψηφισμό ή όχι της δικαστικής δαπάνης, κατά το άρθρο 179 του ΚΠολΔ, λόγω της συζυγικής σχέσεως των διαδίκων, απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

Κατόπιν των ανωτέρω, απορριπτομένων ως αβασίμων όλων των λόγων έφεσης και μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 2027/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και πριν την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-, μ’ έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού -άρθρο 45 Ν. 4446/2016-) [βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 5 του Ν. 4465/2017 (ΦΕΚ Α΄ 47/4.4.2017)]. Τέλος, εφόσον, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης διαζυγίου, οι διάδικοι διατηρούν την ιδιότητα του συζύγου, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τ’ άρθρα 179, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, λόγω της συγγενικής μεταξύ τους σχέσης (βλ. σχετ. ΜονΕφΑθ 25/2018 Δημ. Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων, τα οποία κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη, μεταξύ των διαδίκων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 02/07/2019 και δημοσιεύθηκε στις 11/07/2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τις πληρεξούσιες Δικηγόρους τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ