Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 414/2019

Αριθμός  414/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη-Εισηγητή και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Η από 02.11.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …/02.11.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …./02.11.2017) έφεση των εναγομένων, που ηττήθηκαν μερικά στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της ενάγουσας και της υπ΄ αριθμ. 3347/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα, με την οποία κρίθηκε κατά την τακτική διαδικασία («νέα τακτική πολυμελούς») η από 28.09.2016 (γεν. αριθμ. καταθ. …./28.09.2016, ειδ. αριθμ. καταθ. …./28.09.2016) αγωγή και έγινε δεκτή εν μέρει, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται η προσκομιδή του προβλεπομένου στον νόμο παραβόλου, και εμπροθέσμως, εφόσον επίσημα επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στους εναγομένους στις 04.10.2017 και το πρωτότυπο της ένδικης εφέσεως κατατέθηκε στην Γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου στις 02.11.2017. Συνεπώς, η έφεση ασκήθηκε σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 3 εδάφ. α΄, δ΄, 496, 500, 511 513§1 στοιχ. β΄, εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§1, 520§ Κ.Πολ.Δ. και 9§2 ν. 4335/2015, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και να εξεταστούν κατά την αυτή διαδικασία το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533§1 Κ.Πολ.Δ.).
  2. Η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία («……….») νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα στην από 28.09.2016 αγωγή της ισχυρίστηκε, κατά συνοπτική απόδοση των στο δικόγραφό της διαλαμβανομένων ισχυρισμών, ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, υπήρξε πλοιοκτήτρια του πλοίου μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου, με το όνομα «TW», σημαίας Παναμά, Ι.Μ.Ο. ….., Δ.Δ.Σ. ….. Ότι το πλοίο αυτό δυνάμει συμβάσεων χρονοναυλώσεως χρονοναυλώθηκε από την πρώτη εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία που δεν είναι εγκατεστημένη νόμιμα στην Ελλάδα («…………»), της οποίας ο δεύτερος εναγόμενος (………..) είναι μοναδικός μέτοχος και διοικητής, και παρέμεινε υπό καθεστώς χρονοναυλώσεως από τις 08.01.2015 έως και τις 25.11.2015, με τους όρους που αναφέρονται αναλυτικά στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι, από την περιγραφομένη συμπεριφορά της ναυλώτριας, υπέστη θετική και αποθετική ζημία συνολικού ύψους 395.054,00$, άλλως ποσού 350.746,04$. Ότι για την διεκδίκηση των ανωτέρω χρηματικών ποσών οι διάδικες εταιρείες έχουν καταφύγει στις υπηρεσίες διαιτητικού δικαστηρίου του Λονδίνου. Με έρεισμα λοιπόν το ιστορικό που αναφέρεται ανωτέρω και με την πρόσθετη επίκληση εννόμου συμφέροντος η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή της, να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγομένη είναι εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία, να αναγνωριστεί ότι ο δεύτερος εναγόμενος οφείλει να καταβάλει εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη ένα των χρηματικών ποσών που ανωτέρω αναφέρονται και, σε κάθε περίπτωση, το χρηματικό ποσό που θα επιδικάσει υπέρ της το Διαιτητικό Δικαστήριο του Λονδίνου, να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει το αυτό χρηματικό ποσό και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
  3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄ αριθμ. 3347/2017) έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, υλική τοπική και λειτουργική αρμοδιότητα για να επιληφθεί της ως άνω υποθέσεως, ακολούθως έκρινε την αγωγή εν μέρει παραδεκτή και βάσιμη και, τέλος, δέχτηκε αυτή (αγωγή) αναγνωρίζοντας ότι η πρώτη εναγομένη είναι ως προς την φύση της «εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία» καθώς και ότι ο δεύτερος εναγόμενος οφείλει εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το καθορισθησόμενο από το Διαιτητικό Δικαστήριο του Λονδίνου χρηματικό ποσό. Επιπλέον, επέβαλε στους ηττημένους εναγομένους να πληρώσουν τα δικαστικά έξοδα, ποσού οκτώ χιλιάδων διακοσίων πενήντα ευρώ (8.250,00€).
  4. Οι μερικώς ηττηθείσες εναγόμενες με την από 02.11.2017 έφεσή τους παραπονούνται κατά της πρωτόδικης αποφάσεως που έκρινε όπως παραπάνω αναφέρεται αποδίδοντας στην εκκαλουμένη απόφαση τόσο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσο και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Ζητούν την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της αγωγής, την απόρριψη αυτής και την επιβολή των δικαστικών εξόδων εις βάρος της αντιδίκου της.
  5. Κατά το άρθρο 70 Κ.Πολ.Δ., όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσεως μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Από την διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις για την έγερση αναγνωριστικής αγωγής είναι δύο, αφενός μεν η ύπαρξη έννομης σχέσεως και αφετέρου η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Ως έννομη σχέση, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της οποίας είναι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και της επ’ αυτής εκδοθησομένης αποφάσεως, νοείται η με στενή έννοια έννομη σχέση, που ταυτίζεται με την έννοια του δικαιώματος ή του συμπλέγματος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που ως έννομες συνέπειες απορρέουν από αυτή, είναι δε η νομικά ρυθμιζομένη σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα (Α.Π. 508/2013 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος = ΕΠολΔ 2014.485 όπου και παρατηρήσεις Μαρκουλάκη, 356/2013 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, 941/1997 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος = ΕλλΔνη 1999.590 = ΔΕΝ 1997.1193 = ΕΕΝ 1999.61, Ε.Π. 304/2016 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Δεν αποτελούν έννομη σχέση υπό την άνω έννοια τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς την σύνδεσή τους με έννομη σχέση, της οποίας ζητείται δια της αγωγής η προστασία (Α.Π. 941/1997 οπ.π., Ε.Π. 304/2016 οπ. π.). Επίσης, δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων χωρίς καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή, στα οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά (Α.Π. 508/2013 οπ.π.). Από την ως άνω διάταξη συνάγεται, ακόμη, ότι για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται ο ενάγων να έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο δε υφίσταται όταν η προκαλουμένη με την αγωγή αυτή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητούμενη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσεως, να άρει την σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές με αυτή παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικά και με δύναμη δεδικασμένου. Συνεπώς, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικά την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα, δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, γιατί πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσεως (Α.Π. 941/1997 οπ.π.). Μεμονωμένα, δηλαδή, στοιχεία της έννομης σχέσεως ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής (Α.Π. 134/2015 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Τέτοια, δηλαδή, αγωγή δεν δίδεται για την αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας απλού πραγματικού γεγονότος, που αποτελεί μεμονωμένο στοιχείο της έννομης σχέσης ή καθαρής νομικής κατάστασης ή προς επίλυση αφηρημένων νομικών αιτημάτων, γιατί τα πολιτικά δικαστήρια (άρθρο 1 Κ.Πολ.Δ.) ιδρύθηκαν για την επίλυση ιδιωτικού δικαίου διαφορών, στερούμενα γνωμοδοτικής εξουσίας (Δεληκωστόπουλου – Σινανιώτη, Γνωμοδότηση, Δ 11.184). Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 10  Α.Κ. συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς την ίδρυση, την νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών, εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχειρήσεως (πραγματική έδρα). ΄Ετσι, αλλοδαπές εταιρείες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί συμφώνως προς τις διατάξεις του Ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρείες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου, λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 249§1 και 258§3 ν. 4072/2012. Σημειωτέον ότι τα προεκτεθέντα δεν ισχύουν προκειμένου περί α) εταιρειών των Η.Π.Α. συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24§3 εδάφ. 2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο ν. 2893/1954), β) εταιρειών συσταθέντων σύμφωνα με την νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα αυτών (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ως έχει τροποποιηθεί μεταγενεστέρως, η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο  ν. 945/1979), γ) ναυτιλιακών εταιρειών, πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό Ελληνική σημαία, κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών μόνον σκαφών αναψυχής, δ) ναυτιλιακών εταιρειών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό Ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγουμένηςς δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ΄) εξαίρεση, και ε) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διεχειρίζοντο γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει ομοίας ως άνω (υπό στοιχείο δ΄) αδείας, υπό την ιδία εξαίρεση (άρθρα 1 ν. 791/1978 και 25 ν. 27/1975, ως έχουν αντικατασταθεί δια των άρθρων 4  ν. 2234/1994 και 11Δ ν. 3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς την σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεων (Ολ.Α.Π. 2/2003 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος = ΕΕμπΔ 2003.60 = ΧρΙΔ 2003.240 = ΔΕΕ 2003.525 όπου σημειώσεις Λ. Αθανασίου και Σπ. Αλεξανδρή = ΕλλΔνη 2003.388 όπου και πρόταση Κρουσταλλάκη = ΝοΒ 2003.1392 = ΕπισκΕμπΔ 2003.117 όπου και εισαγωγικό σημείωμα Κων. Παμπούκη = ΕΝαυτΔ 2003.35 όπου και σημείωση Αθαν. Μαρκάκη). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18, 19, 22  Εμπ.Ν., 748§1, 749§1, 754§1, 756, 760 και 724 Α.Κ., όπως εκείνες περί ομόρρυθμης εταιρείας (άρθρα 249-270  ν. 4072/2012), προκύπτει ότι στις προσωπικές εταιρίες, όπως η ομόρρυθμη, η εξουσία (και το καθήκον) διαχειρίσεως είναι συνδεδεμένη με την εταιρική ιδιότητα και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί η διαχείριση να ανατεθεί με το καταστατικό ή μεταγενέστερη απόφαση των εταίρων σε τρίτο, ως επιτρεπτώς συμβαίνει με τις κεφαλαιουχικές εταιρείες. Μόνοι οι απεριορίστως ευθυνόμενοι ομόρρυθμοι εταίροι μπορούν να είναι διαχειριστές και εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρείας, κατ’ αποκλεισμό τρίτου προσώπου. Σημειωτέον ότι με σύμβαση εντολής μπορεί να ανατεθεί από εταίρους σε τρίτο μη εταίρο η διεξαγωγή και ενέργεια κάποιων διαχειριστικών πράξεων, χωρίς όμως αυτός να γίνεται διαχειριστής της ομόρρυθμης εταιρίας κατά την έννοια του νόμου, ούτε όργανο του νομικού προσώπου αυτής, ώστε να έχει επ’ αυτού εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 68 εδάφ. 4  Α.Κ., σύμφωνα με την οποία στα όργανα εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αντιπροσώπευση και την εντολή. Αντίθετα, την ιδιότητα αυτή διατηρούν οι ομόρρυθμοι εταίροι της εταιρείας, με δικαίωμα παράλληλα διαχειρίσεως και εκπροσωπήσεως αυτής (Ολ.Α.Π. 13/1997 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος = ΕλλΔνη 1997.771 = ΕΕμπΔ 1997.518 = ΝοΒ 1998.41 = ΔΕΕ 1997.581 όπου και παρατήρηση Λ. Κοκκίνη).
  6. Στην ένδικη περίπτωση από την επισκόπηση του δικογράφου της από 28.09.2016 αγωγής παρατηρείται ότι δεν γίνεται μνεία του αμέσου εννόμου συμφέροντος το οποίο πρέπει να υπάρχει στο πρόσωπο της εναγούσης τουλάχιστον κατά το χρονικό σημείο της συζητήσεως της αγωγής ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ένεκα του οποίου η αιτουμένη διάγνωση είναι το κατάλληλο μέσο άρσεως της υφισταμένης βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής της βλάβης η οποία απειλείται κατά της εναγούσης από αυτή. Το έννομο συμφέρον είναι απαραίτητο στοιχείο της αναγνωριστικής αγωγής και πρέπει να παρατίθεται ορισμένως στο δικόγραφό της και να μην συνάγεται από διασκορπισμένους στο δικόγραφο ισχυρισμούς εν εναντία δε περιπτώσει η αγωγή απορρίπτεται λόγω αοριστίας (Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, γ΄ έκδοση, 2018, § 17, σελ. 207, υποπαρ. III, αριθμ. 8). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εφόσον παρείδε την προαναφερομένη έλλειψη, έσφαλε σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και, για τον λόγο αυτό, πρέπει, δεκτής γενομένης της από 02.11.2017 ένδικης εφέσεως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στο σύνολό της ώστε να προκύψει ενιαίος προς εκτέλεση τίτλος. Ακολούθως, πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο προς εκδίκαση, να αναδικαστεί η από 28.09.2016 αγωγή και να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
  7. Το προκαταβληθέν για την παραδεκτή άσκηση της ένδικης εφέσεως παράβολο πρέπει να επιστραφεί στους διαδίκους που το προκατέβαλαν (άρθρο 495§3 εδάφ. ε΄ Κ.Πολ.Δ.).
  8. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει κατά ένα μέρος τους να επιβληθούν εις βάρος της ηττωμένης εφεσίβλητης κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος των νικώντων εκκαλούντων κατά δε το λοιπό μέρος τους να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων για τον λόγο ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ενείχε ιδιαίτερες δυσχέρειες (άρθρα 179 περ. γ΄, 189§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ.).

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ       Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 02.11.2017 έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 3347/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στους καταθέσαντες. Και

Καταδικάζει την εφεσίβλητη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων, ποσού δύο χιλιάδων ευρώ (2.000,00€) και συμψηφίζει τα λοιπά δικαστικά έξοδα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 20η Ιουνίου 2019   και δημοσιεύθηκε στις 12 Ιουλίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών  δικηγόρους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ