Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 417/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 417 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

————————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης εταιρίας κατά της υπ’αριθμ. 4000/2017 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της ασκηθείσας κατά της εκκαλούσας από 5.5.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./15.6.2015) αγωγής της εφεσίβλητης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, και με την οποία (εκκαλούμενη απόφαση) έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή η ανωτέρω αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των 22.759,20 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ως οφειλόμενο, ανεξόφλητο, υπόλοιπο εκ του συνόλου των συμφωνηθέντων, αφενός μεν εργολαβικής αμοιβής της ενάγουσας για την προσήκουσα εκ μέρους της εκτέλεση συμβάσεων έργου, που αφορούσαν σε εργασίες επισκευής σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, αφετέρου δε τιμήματος πωλήσεων από την ενάγουσα προς την εναγόμενη παραδοθέντων και παραληφθέντων από την τελευταία εξαρτημάτων, υλικών και ανταλλακτικών για το εν λόγω πλοίο, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 23.11.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../23.11.2017), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στην εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, με την επιμέλεια της ενάγουσας, που έλαβε χώρα στις 24.10.2017, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……/24.10.2017 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ……….., και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, εταιρία περιορισμένης ευθύνης, εδρεύουσα στο Νέο Ικόνιο Περάματος Αττικής, με την από 5.5.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/15.6.2015) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως παραδεκτά συμπλήρωσε και διόρθωσε αυτήν με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, επικαλούμενη ότι δυνάμει πλειόνων συμβάσεων έργου και πώλησης, τις οποίες κατήρτισε στην έδρα της, κατά το χρονικό διάστημα από 5.5.2012 έως 20.11.2014, με την εναγόμενη, εταιρία εδρεύουσα στη Δημοκρατία των Νήσων Μάρσαλ, και πλοιοκτήτρια του πλοίου με την ονομασία «…………», σημαίας κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα Μάλτας και στη συνέχεια Κύπρου, που συμβλήθηκε σ’αυτές διά της αντιπροσώπου της στην Ελλάδα και διαχειρίστριας του εν λόγω πλοίου, εδρεύουσας επίσης στις Νήσους Μάρσαλ και έχουσας εγκαταστήσει νόμιμα γραφείο στην Ελλάδα, εταιρίας με την επωνυμία “………..”, εκτέλεσε προσηκόντως με δικό της εργατοτεχνικό προσωπικό, υλικά και ανταλλακτικά, τις ειδικότερα εκτιθέμενες στο δικόγραφο εργασίες επισκευής του ανωτέρω πλοίου, ενώ αυτό βρισκόταν στη ναυπηγοεπισκευαστική βάση του Περάματος, είτε στη δική της επαγγελματική εγκατάσταση, μεταφέροντας στη συνέχεια τα εξαχθέντα από το πλοίο και επισκευασθέντα μέρη και εξαρτήματά του και επανατοποθετώντας τα σ’αυτό, και παρέδωσε τα επίσης αναλυτικά διαλαμβανόμενα είδη (υλικά και εξαρτήματα του εν λόγω πλοίου), άλλα κατασκευής της ιδίας και άλλα όχι, που παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα από την αντιπρόσωπο της εναγομένης στην εγκατάστασή της στην Ελλάδα, εκδοθέντων σχετικώς από την ίδια (την ενάγουσα) των αναφερομένων στο δικόγραφο τιμολογίων της παροχής υπηρεσιών και πώλησης αγαθών κατά περίπτωση, αντί των ωσαύτως μνημονευομένων στην αγωγή και συμφωνηθέντων κάθε φορά μεταξύ τους δι’εκάστη σύμβαση εργολαβικής αμοιβής και τιμήματος των πωληθέντων ειδών, συνολικού ποσού 285.731,20 ευρώ, έναντι του οποίου έχει ήδη εισπράξει τμηματικά το ποσό των 262.972 ευρώ, διά καταβολών των εκτιθέμενων στην αγωγή επιμέρους χρηματικών ποσών από την αντιπρόσωπο της εναγομένης, στο σύνολό τους ανερχομένων στο ποσό αυτό, το οποίο καταλόγισε στις αρχαιότερες οφειλές της αντιδίκου της, που ούτως αποσβέσθηκαν, ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 22.759,20 ευρώ, το οποίο εξακολουθεί να της οφείλει, παρά τις προς τούτο συνεχείς οχλήσεις της, κυρίως μεν με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής της ευθύνης, άλλως επικουρικώς, τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, διότι το ποσό αυτό, το οποίο η εναγόμενη θα κατέβαλε για τις ίδιες αιτίες σε οποιονδήποτε τρίτο, συνιστά σωζόμενο πλουτισμό της, που απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί στη δικαστική της δαπάνη. Επί της εν λόγω αγωγής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.4000/2017 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε δεκτό ότι το Δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης, η οποία παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας της εναγομένης στην αλλοδαπή, και είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκασή της, καθώς και ότι στην ένδικη διαφορά εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, τόσο ως προς αμφότερες τις επικουρικά σωρευθείσες στο αγωγικό δικόγραφο βάσεις για τη θεμελίωση του αιτήματος, όσο και ως προς το θέμα της δέσμευσης της εναγομένης και της έκτασης των υποχρεώσεών της έναντι της ενάγουσας από τις επίδικες δικαιοπραξίες, που φέρεται ότι επιχείρησε η εταιρία με την επωνυμία “”…………”, ως αντιπρόσωπός της (της εναγομένης) στην κατάρτισή τους, και ακολούθως, με βάση το δίκαιο αυτό, απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη όσον αφορά την κατά δικονομική επικουρικότητα προβληθείσα βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ενώ κρίθηκε ως νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στη συνέχεια, κατόπιν απόρριψης α) της προβληθείσας ένστασης της εναγομένης περί ολικής εξόφλησης της αγωγικής απαίτησης, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω αξίωση έχει αποσβεσθεί πλήρως και ολοσχερώς με δύο τμηματικές καταβολές της τοις μετρητοίς, ποσού 10.000 ευρώ και 15.000 ευρώ αντίστοιχα, όπως αυτές προκύπτουν από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την ίδια από 20.7.2012 και 27.7.2012 αποδείξεις είσπραξης της εταιρίας με την επωνυμία «……….», ιδίων συμφερόντων με την ενάγουσα, που έχουν υπογραφεί από την υπάλληλο της τελευταίας ……….., ως ουσιαστικά αβάσιμης, διότι, όπως έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η ενάγουσα, που «αρνείται  ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με την ανωτέρω εταιρία, δεν εγκρίνει τις ως άνω καταβολές κατ’άρθρο 417 περ.β΄ του ΑΚ», ως διενεργηθείσες για λογαριασμό και επ’ωφελεία της, αφενός, αφετέρου καθόσον δεν προέκυψε «η ύπαρξη κάποιας συμβάσεως –  συμφωνίας περί καταβολής των οφειλομένων δυνάμει των ως άνω μεταξύ των διαδίκων καταρτισθεισών συμβάσεων σε τρίτη – μη συμβαλλόμενη – αλλά δεκτική καταβολής εταιρία, και δη στην ως άνω, καθώς και διότι «από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες ως άνω αποδείξεις (σημειωτέον ότι στην εκκαλουμένη απόφαση εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται εσφαλμένα ότι οι εν λόγω αποδείξεις φέρουν ημερομηνία 20.7.2017 και 27.7.2017 αντί του ορθού 20.7.2012 και 27.7.2012, πλην όμως δε χωρεί αμφιβολία ότι πρόκειται περί των ιδίων αποδείξεων, που επικαλέσθηκε και προσεκόμισε η εναγόμενη για τη στοιχειοθέτηση της ιστορικής βάσης της ανωτέρω ένστασής της, και λήφθηκαν υπόψη και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης επί της βασιμότητας της ένστασης αυτής), δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω καταβολες αφορούν στις ως άνω επίδικες εργασίες και στα επίδικα ανταλλακτικά, καθόσον το συνολικό τους ποσό (25.000) ευρώ υπερβαίνει το οφειλόμενο από τις ως άνω καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις τίμημα, ενώ από το περιεχόμενό τους δεν προκύπτει αντιστοιχία με κάποιο από τα ως άνω εκδοθέντα τιμολόγια, όπως θα απαιτείτο ειδικά στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία έλαβε χώρα καταβολή σε τρίτο, προς απόδειξη ότι οι εν λόγω καταβολές έλαβαν χώρα προς εξόφληση των ως άνω καταρτισθεισών μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων», και β) του υποβληθέντος αιτήματος της εναγομένης περί αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία, που άρχισε με την υποβολή της από 31.7.2016 και με Α.Β.Μ. ……….. έγκλησής της σε βάρος των διαχειριστών της ενάγουσας και της προαναφερθείσας υπαλλήλου της ……….., ασκηθείσης ήδη κατ’αυτών ποινικής δίωξης για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης σε βαθμό κακουργήματος και της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή, και εκκρεμούσης της σχηματισθείσης δικογραφίας ενώπιον Ανακριτή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως ουσιαστικά αβασίμου, έγινε δεκτή η αγωγή καθ’ολοκληρίαν και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 22.759,20 ευρώ, ως, όπως έγινε δεκτό, ανεξόφλητο υπόλοιπο, αφενός μεν της συμφωνηθείσης εργολαβικής αμοιβής της τελευταίας για την προσήκουσα εκτέλεση εργασιών επισκευής στο συγκεκριμένο πλοίο, δυνάμει πλειόνων συμβάσεων έργου, οι οποίες καταρτίσθηκαν μεταξύ τους, της εναγομένης συμβληθείσας σ’αυτές διά της ως άνω – διαχειρίστριας του πλοίου της – εταιρίας, που την εκπροσωπούσε ως αντιπρόσωπός της, αφετέρου δε του συνομολογηθέντος τιμήματος, κατά τον ίδιο τρόπο καταρτισθεισών μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων πώλησης παραδοθέντων και παραληφθέντων εξαρτημάτων του πλοίου αυτού, πλέον τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Σημειωτέον ότι με την ανωτέρω απόφαση έγινε δεκτό ότι η έκδοση και το περιεχόμενο των τιμολογίων παροχής υπηρεσιών και πώλησης αγαθών της ενάγουσας, ως προς τα είδη και τις ποσότητες των πωληθέντων προς την εναγόμενη εμπορευμάτων, το τίμημα, τους χρόνους και τους τόπους παράδοσης, το είδος των συμφωνηθεισών και εκτελεσθεισών από την ενάγουσα εργασιών και το εργολαβικό αντάλλαγμα, δεν αμφισβητήθηκαν ειδικά από την εναγόμενη, συναγομένης ως προς αυτά, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών της, σχετικής ομολογίας της κατ’άρθρο 261 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη, έχοντας προς τούτο προφανές έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την ένδικη έφεσή της, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφό της, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μόνον ως προς την κρίση του επί των κεφαλαίων της προσβαλλομένης απόφασης, που αφορούν α) την προβληθείσα ένστασή της περί ολικής εξόφλησης της επίδικης οφειλής διά καταβολών της προς την εταιρία με την επωνυμία «…………..», και β) το υποβληθέν απ’αυτήν αίτημα αναβολής της συζήτησης της αγωγής κατά τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ, μέχρι του αμετακλήτου πέρατος της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας σε βάρος των διαχειριστών της ενάγουσας και της υπαλλήλου της τελευταίας ……, αμφότερα τα οποία (ένσταση και αίτημα) απορρίφθηκαν στον πρώτο βαθμό, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής της, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το Δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία. Από την ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης προκύπτει σαφώς ότι για να διατάξει το Δικαστήριο την προδιαληφθείσα αναβολή, η οποία είναι δυνητική, πρέπει η ποινική αγωγή να είναι εκκρεμής ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου και να ασκεί επιρροή στη διάγνωση της διαφοράς. Εκκρεμής θεωρείται η ποινική αγωγή, εφόσον έχει εισαχθεί πραγματικά, δηλαδή ασκήθηκε ποινική δίωξη και διατάχθηκε προανάκριση ή κυρία ανάκριση, ανεξαρτήτως από την εισαγωγή ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο. Η αναβολή αυτή χορηγείται, όταν είναι απαραίτητη για τη διαλεύκανση της υπόθεσης και το σχηματισμό ασφαλούς δικαστικής κρίσης. Και είναι αλήθεια ότι η αμετάκλητη ποινική απόφαση ούτε δημιουργεί, ούτε είναι δυνατόν, να δημιουργεί δεδικασμένο για τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία στηρίζουν παραλλήλως, αφενός μεν, την ποινική αξίωση της Πολιτείας κατά του κατηγορουμένου, αφετέρου δε, την εναντίον του αστική αξίωση. Κατά τις διατάξεις, όμως, του ΚΠολΔ, ο Δικαστής είναι ελεύθερος να εκτιμήσει, κατά συνείδηση, την αξία της ποινικής απόφασης. Εναπόκειται, λοιπόν, στην έμφρονα κρίση του πολιτικού Δικαστηρίου να εξετάσει, αν με την αναβολή της πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία, θα διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία για τη βασιμότητα της εκκρεμούς αγωγής (ΑΠ 522/2012 και ΑΠ 58/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 457/2011 Αρμ 2011.1022). Για δε την εφαρμογή της διάταξης αυτής προϋποτίθεται η ύπαρξη εκκρεμούς ποινικής αγωγής, η οποία επηρεάζει τη διάγνωση της αστικής δικαιολογητικής σχέσης, με την έννοια ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν την υπόσταση της μιας πράξης, που τελέσθηκε, ασκούν ουσιώδη επιρροή, όσον αφορά τα θεμελιωτικά της αστικής δικαιολογητικής σχέσης περιστατικά (ΑΠ 533/2000 ΕλλΔνη 2000.1370, ΑΠ 262/2000 ΕλλΔνη 2000.1, ΕφΛαρ 40/2003 δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 9234/2000 ΕΕμπΔ 2001.516). Τέλος, λόγοι έφεσης κατά την έννοια του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αίτησης αδίκαστης. Έτσι, η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης, κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου (ΑΠ 522/2012 ό.π., Α.Π 1247/1982 ΔΕΝ 39.1102, ΕφΠειρ 40/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της παραπονείται κατά της απόρριψης με την εκκαλουμένη απόφαση ως ουσιαστικά αβασίμου του υποβληθέντος αιτήματός της περί αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία, που άρχισε με την υποβολή της από 31.7.2016 και με Α.Β.Μ. ……. έγκλησής της κατά των διαχειριστών της ενάγουσας και της προαναφερθείσας υπαλλήλου της …….., κατόπιν της οποίας ασκήθηκε σε βάρος των ανωτέρω προσώπων ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης σε βαθμό κακουργήματος και της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή, και η σχηματισθείσα σχετικώς δικογραφία ήδη εκκρεμεί ενώπιον Ανακριτή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, διότι, όπως ισχυρίσθηκε, το περιεχόμενο των σε βάρος των προσώπων αυτών κατηγοριών, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, που τις συνθέτουν, σχετίζεται απόλυτα με τα συγκροτούντα την ιστορική βάση της προβληθείσας ένστασής της περί ολικής εξόφλησης της αγωγικής απαίτησης περιστατικά, με αποτέλεσμα η ως άνω εκκρεμής ποινική διαδικασία να επηρεάζει τη διάγνωση της προκείμενης διαφοράς. Σύμφωνα, όμως, με τα προαναφερόμενα στην μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, η απόρριψη με την εκκαλουμένη απόφαση του αιτήματος της εναγομένης για αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και, συνεπώς, ο ως άνω λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 236, 416 και 417 παρ.1 του ΑΚ συνάγεται ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, δηλαδή με εκπλήρωση της παροχής, που αποτελεί το αντικείμενο της ενοχής. Επίσης, προϋπόθεση για να λειτουργήσει η καταβολή ως αποσβεστικός λόγος της ενοχής είναι, πλην άλλων, να γίνει η καταβολή στο δανειστή ή σε όποιον επιτρέπεται να δεχθεί την καταβολή και τέτοιος είναι α) είτε ο πληρεξούσιος του δανειστή, ο οποίος ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του δανειστή, β) είτε ο εξουσιοδοτημένος από το δανειστή να λάβει την παροχή, ο οποίος ενεργεί στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό, αλλά υπό την συγκατάθεση του δανειστή. Η εξουσιοδότηση αυτή παρέχεται είτε με σχετική δήλωση του δανειστή προς τον οφειλέτη, είτε με σχετική σύμβαση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη. Έτσι, η καταβολή που έγινε προς τρίτο, ο οποίος δεν έχει μία από τις ως άνω ιδιότητες, δεν ισχύει για το δανειστή, εκτός αν αυτός την εγκρίνει ή ωφελείται απ’ αυτήν (βλ. ΑΠ 752/2001 ΕλλΔνη 42.925, ΑΠ 470/1999 ΕλλΔνη 41.53, ΕφΠειρ 457/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 422/2008 Αρμ. 2009.1882, ΕφΑθ 7604/2005 ΕλλΔνη 2006.576, ΕφΠειρ 996/2003 ΕΔικΠολυκ 2006.109). Ειδικότερα, κατά τα άρθρα 416 και 417 του Α.Κ. “Η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή”. “Η καταβολή απαιτείται να γίνει στο δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο νόμος έχει επιτρέψει να δεχθεί την καταβολή. Η καταβολή που έγινε σε άλλον ισχύει αν ο δανειστής την εγκρίνει ή εφόσον ωφελείται από αυτήν”. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 211, 236, 361 και 424 εδαφ. α΄του ΑΚ συνάγεται ότι για να έχει αποσβεστικό αποτέλεσμα της ενοχής η εκπλήρωση της παροχής που συντελείται με καταβολή πρέπει αυτή να γίνει: 1) Είτε προς το δανειστή προσωπικά, ή τον επιτετραμμένο από το δικαστήριο, ή το νόμιμο ή δικαστικό αντιπρόσωπο του δανειστή, εφοδιασμένο στην τελευταία περίπτωση με πληρεξούσιο έγγραφο, 2) είτε προς τον έχοντα ειδική εξουσιοδότηση του δανειστή, ρητή ή και σιωπηρή, προκύπτουσα από τη σχέση του δανειστή με τον εξουσιοδοτημένο να λάβει την παροχή ενεργώντας στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό με τη συγκατάθεση του δανειστή, 3) είτε προς τρίτο δεκτικό καταβολής πρόσωπο, το οποίο προσδιόρισε ο δανειστής, κατόπιν σύμβασής του με τον οφειλέτη, παρέχοντας δικαίωμα στον οφειλέτη να καταβάλει με αποσβεστικά αποτελέσματα την παροχή προς τον δεκτικό καταβολής, ο οποίος δεν είναι μονομερώς ανακλητός. Ο οφειλέτης, φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της καταβολής κατά τον προσήκοντα τρόπο (ΑΠ 134/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η πιο πάνω πληρεξουσιότητα μπορεί  να  είναι  και σιωπηρή,  δηλ.να  προκύπτει  από τη φύση της σχέσης όπως λ.χ. από το γεγονός ότι ο τρίτος είναι ταμίας εμπορικού καταστήματος ή περιποιητής σε καφενείο, ή κέντρο διασκέδασης κλπ (βλ. Καποδίστρια, ΕρμΑΚ αρθ.417 αριθμ.3, πρβλ. Λιτζερόπουλο, Στοιχεία ΕνοχΔ (1968) παράγραφος 269 Β.β. σελ.  405)  και  γενικότερα  από τις συνθήκες που σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν, σύμφωνα με τις οποίες, σε συνδυασμό  με  την  καλή πίστη  και  τα  συναλλακτικά  ήθη,  μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη τέτοιας εξουσιοδότησης (ΕφΑθ 8609/1987 ΕλλΔνη 1988.1406). Καταβολή που γίνεται από τον οφειλέτη σε τρίτο είναι νόμιμη και επιφέρει απόσβεση της ενοχής όταν ο δανειστής έχει εξουσιοδοτήσει τον τρίτο για είσπραξη ή τον οφειλέτη να καταβάλει στον τρίτο με μονομερή και άτυπη απευθυντέα προς τον εξουσιοδοτούμενο (τρίτο ή οφειλέτη) δήλωση του δανειστή (ΕφΑθ 5512/1999 ΕλλΔνη 1999.1606, ΕφΑθ 8607/1987 ΕλλΔνη 29.1406). Καταβολή που έγινε σε άλλον, εκτός από τα προαναφερόμενα πρόσωπα, δεν ενεργεί καταρχήν έναντι του δανειστή, έστω και αν ο καταβαλών τελούσε σε συγγνωστή πλάνη, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 889, 224, 1654, 1540, 1541, 426 του ΑΚ και 822 του ΚΠολΔ, εκτός αν ο δανειστής εγκρίνει μια τέτοια καταβολή ή ωφελείται από αυτή, λόγω απόδοσης του ληφθέντος στο δικαιούχο ή κληρονόμησης του ενός από αυτούς από τον άλλο ή απόσβεσης της υποχρέωσης απόδοσης του καταβληθέντος από το λαβόντα τρίτο στο δανειστή από άλλη αιτία (ΑΠ 285/2011 ΕλλΔνη 2011.781). Στην πρώτη των ανωτέρω περιπτώσεων, της έγκρισης της καταβολής, απαιτείται, σύμφωνα και με το άρθρο 239 σε συνδυασμό και με το άρθρο 236 του ΑΚ, έγκριση (συναίνεση), συνεπεία της οποίας επέρχεται ισχυροποίηση και εγκυροποίηση της διάθεσης της παροχής και δη αυτοδίκαια και αναδρομικά, και συνακόλουθα (επέρχεται) και απόσβεση της ενοχής, όταν συναινέσει όμως ο δανειστής, στις περιπτώσεις μόνο που δεν ορίζει διαφορετικά και επιτρέπει τούτο ο νόμος, ή αν αυτός (ως δικαιούχος) την εγκρίνει, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται για την απόσβεση της ενοχής να ισχυρισθεί και ν’αποδείξει ο οφειλέτης ως ενιστάμενος ότι, ο δανειστής της παροχής ωφελείται από την καταβολή αυτής στον τρίτο (ΑΠ 892/2011 ΔΕΕ 2012.370). Ο οφειλέτης προβαίνοντας σε καταβολή, υπό τις προαναφερθείσες αναγκαίες προϋποθέσεις της, έχει το δικαίωμα να ζητήσει έγγραφη εξοφλητική απόδειξη, η απόδοση της οποίας από μεν ουσιαστική άποψη είναι οιονεί δικαιοπραξία, από δε δικονομική άποψη αυτή αποτελεί έγγραφο μαρτυρίας, που αποτελεί πλήρη απόδειξη υπέρ του οφειλέτη, μη αποκλειόμενης, όμως, της ανταπόδειξης. Περαιτέρω, η καταβολή σε τρίτο πρόσωπο, που δεν δικαιούται σε είσπραξη, δεν απαλλάσσει τον οφειλέτη έναντι του δανειστή, έστω και αν έγινε από συγγνωστή πλάνη, όμως, κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, μπορεί να θεωρηθεί η προς τρίτον καταβολή που γίνεται με καλή πίστη τους αποσβεστικός λόγος της ενοχής, και μάλιστα στις περιπτώσεις που αποκαλούνται φαινόμενο δικαίου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του κομιστή (κατόχου) εγγράφου εξοφλητικής απόδειξης (ΑΚ 426), όπου ο οφειλέτης με την προσκομιδή της σχετικής έγγραφης εξοφλητικής απόδειξης δικαιούται να καταβάλει αζημίως στον κομιστή της, οπότε και ελευθερώνεται αν άσκησε το δικαίωμα του ανυπαίτια και καλόπιστα (ΑΠ 626/2010 ΧρΙΔ 2011.337). Προϋπόθεση δε για να λειτουργήσει η εξοφλητική απόδειξη κατά τα ανωτέρω είναι να προέρχεται αυτή από τον δανειστή, ή από άλλον που να είναι πληρεξούσιος εκείνου, ή εξουσιοδοτημένος από εκείνον, ή με συμφωνία εκείνου και του οφειλέτη διορισμένος προς τούτον. Αυτός δε ο άλλος μπορεί να συμπίπτει ή να μην συμπίπτει με τον προαναφερόμενο, ως εκείνον στον οποίο ο δανειστής έχει επιτρέψει να δεχθεί την καταβολή (ΑΠ 752/2001 ΕλλΔνη 42.925). Πάντως, στο δικό μας δίκαιο δεν υφίσταται, σε αντίθεση με άλλα δίκαια, γενική διάταξη περί απόσβεσης της ενοχής διά της καταβολής με καλή πίστη στο φαινόμενο δικαιούχο της απαίτησης (βλ. σχετ. ΕφΘεσ 31/1984 Αρμ.1984.554).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση τοιυ μάρτυρος της εναγομένης ………., και την άνευ όρκου εξέταση του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας ………., που δόθηκαν κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται, απομαγνητοφωνηθείσες, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες από την ενάγουσα υπ’αριθμ. . …….. ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …….. του ……… αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, καθώς και οι προσκομιζόμενες από την εναγόμενη υπ’αριθμ……. ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……… αντίστοιχα, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, άπασες οι οποίες συντάχθηκαν για άλλη δίκη, και λαμβάνονται υπόψη και από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. σχετ. ΑΠ 99/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 722/2004 ΕλλΔνη 47.1012), και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης και έργου, που καταρτίσθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 5.5.2012 έως 21.11.2014 στον Πειραιά, μεταξύ της ενάγουσας, εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, η οποία δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον τομέα των επισκευών πλοίων και του εξοπλισμού τους με τα απαραίτητα ανταλλακτικά, διαθέτοντας προς επίτευξη του σκοπού της επιχείρησής της το κατάλληλο εργατοτεχνικό προσωπικό και μηχανήματα αφενός, και της εναγομένης, εταιρίας, εδρεύουσας στις Νήσους Μάρσαλ, πλοιοκτήτριας του πλοίου με την ονομασία «CE», σημαίας κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, Μάλτας, και ήδη Κύπρου, αφετέρου, εκπροσωπηθείσας κατά τη σύναψη των συμβάσεων αυτών από την εδρεύουσα επίσης στις Νήσους Μάρσαλ και έχουσα εγκαταστήσει νόμιμα γραφείο στην Ελλάδα, εταιρία με την επωνυμία “…………”, διαχειρίστρια του εν λόγω πλοίου, που ενήργησε ως αντιπρόσωπός της, συμβληθείσα στο όνομα και για λογαριασμό της, η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην εναγόμενη εμπορεύματα (ανταλλακτικά του ως άνω πλοίου), ανεπιφύλακτα παραληφθέντα από την αγοράστρια, και εξετέλεσε προσηκόντως και κατά τους οικείους κανόνες της τέχνης, εργασίες επισκευής στο πλοίο αυτό, αντί εργολαβικής αμοιβής και τιμήματος των πωληθέντων ειδών, που στο σύνολό τους ανήλθαν στο ποσό των 285.731,20 ευρώ, εκδοθέντων σχετικώς για τις επίμαχες συναλλαγές κατά περίπτωση των ειδικότερα αναφερομένων στο δικόγραφο της αγωγής και στην εκκαλουμένη απόφαση τιμολογίων πώλησης μετά των αντιστοίχων δελτίων αποστολής, και τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, όπου αναφέρονται αναλυτικά για κάθε πώληση τα εμπορεύματα, στα οποία αφορά, κατ’είδος και ποσότητα, καθώς και οι επιμέρους αξίες των  πωληθέντων, αλλά και η συνολική τους αξία, καθώς και οι συμφωνηθείσες και εκτελεσθείσες εργασίες στο πλαίσιο εκάστης σύμβασης έργου, αλλά και η αντίστοιχη εργολαβική αμοιβή της ενάγουσας, τόσο για κάθε εργασία, όσο και στο σύνολο. Σημειωτέον ότι το είδος και οι ποσότητες των πωληθέντων εμπορευμάτων, και το είδος των εργασιών, που εξετέλεσε η ενάγουσα στο ανωτέρω πλοίο, δυνάμει των μεταξύ τους καταρτισθεισών πλειόνων συμβάσεων πώλησης και έργου, η προσήκουσα εκτέλεση των συμφωνηθεισών εργασιών επισκευής στο ανωτέρω πλοίο, η παράδοση και ανεπιφύλακτη παραλαβή από την εναγόμενη των ειδών, που αγόρασε, το ύψος του τιμήματος εκάστης πώλησης, και του εργολαβικού ανταλλάγματος εκάστης σύμβασης έργου, και συνακόλουθα το συνολικό ποσό του τιμήματος των πωλήσεων αυτών και της εργολαβικής αμοιβής της ενάγουσας, καθώς και τα εκδοθέντα από την τελευταία αντίστοιχα παραστατικά για τις συγκεκριμένες συναλλαγές, δεν αμφισβητήθηκαν ειδικά από την εναγόμενη, συναγομένης εκ της απάντησής της αυτής επί της βασιμότητας των ανωτέρω πραγματικών ισχυρισμών της ενάγουσας, σε συνδυασμό με τους λοιπούς ισχυρισμούς της επί της αγωγής, ομολογίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 261 εδαφ.β΄του ΠΚ, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται από την εναγόμενη με την ένδικη έφεσή της. Αποδείχθηκε επίσης ότι η εναγόμενη έχει ήδη καταβάλει τμηματικά έναντι της ανωτέρω οφειλής της, διά της αντιπροσώπου της και διαχειρίστριας του πλοίου, ενεργήσασας στο όνομα και για λογαριασμό της, στην ενάγουσα αδιαμφισβήτητα το συνολικό ποσό των 262.972 ευρώ, όπως οι επιμέρους καταβολές, στο σύνολό τους ανερχόμενες στο ανωτέρω ποσό, ειδικότερα παρατίθενται στην αγωγή, όπερ ενέχει καθ’υποφοράν με το αγωγικό δικόγραφο άρνηση του ισχυρισμού της εναγομένης περί άλλων περαιτέρω καταβολών (βλ. σχετ. ΑΠ 424/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος),  αλλά και στις προτάσεις της εναγομένης, ομού μετά της αναφοράς και άλλων δύο καταβολών,  για την πληρότητα της θεμελίωσης της προβληθείσας ένστασής της περί πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης της απαίτησης της ενάγουσας, που ασκείται με την αγωγή, κατά ποσό και ημερομηνία, και έλαβαν χώρα στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων διά της παράδοσης στην ενάγουσα τραπεζικών επιταγών, σε διαταγήν της, έκδοσης της αντιπροσώπου της εναγομένης, που πληρώθηκαν κατά την εμφάνισή τους, και άπαξ μόνο διά τραπεζικού εμβάσματος επίσης της ανωτέρω διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας σε λογαριασμό της ενάγουσας, αποδεικνύονται μάλιστα από τις προσκομιζόμενες από αμφότερες τις διαδίκους – χειρόγραφες, ενυπόγραφες – εξοφλητικές αποδείξεις περί των ποσών εκάστης καταβολής, οι οποίες φέρουν τη σφραγίδα της ενάγουσας και χορηγούντο κάθε φορά από την τελευταία ως εισπράξασα στην αντιπρόσωπο της εναγόμενης, που κατέβαλε τα  αντίστοιχα χρηματικά ποσά, όπως έγινε δεκτό και από την εκκαλουμένη, χωρίς και η επ’αυτού παραδοχή της να πλήττεται από την εναγόμενη με την κρινόμενη έφεσή της.  Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω εξοφλητικές αποδείξεις έχουν συμπληρωθεί και υπογραφεί για λογαριασμό της ενάγουσας από την υπάλληλό της ……, όπερ και η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί. Κατ’ακολουθίαν τούτων, η αξίωση της ενάγουσας από τις επίμαχες συμβάσεις έχει οπωσδήποτε και σε κάθε περίπτωση αποσβεσθεί κατά το εν λόγω χρηματικό ποσό, το οποίο, άλλωστε, δεν αποτελεί και αντικείμενο της ένδικης διαφοράς, διότι η ενάγουσα με την αγωγή της ζήτησε να της καταβληθεί το υπόλοιπο ποσό των 22.759,20 ευρώ, το οποίο ισχυρίσθηκε ότι εξακολουθεί να της οφείλεται, κατόπιν αφαίρεσης από το συνολικό ποσό της απορρέουσας από τις συγκεκριμένες συμβάσεις πώλησης και έργου –  και επίσης μη αμφισβητουμένης από την εναγομένη – απαίτησής της σε βάρος της τελευταίας του προαναφερθέντος χρηματικού ποσού, που συνομολόγησε με το αγωγικό δικόγραφο ότι έχει ήδη εισπράξει για την αιτία αυτή, καταλογίζοντάς το στις αρχαιότερες οφειλές της αντιδίκου της από τις επίμαχες δικαιοπραξίες, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 422 του ΑΚ. Η εναγόμενη, όμως, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου, κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και περιλήφθηκε, αναλυτικά διατυπωθείσα, στις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις της, ισχυρίσθηκε ότι η αγωγική απαίτηση έχει πλήρως και ολοσχερώς αποσβεσθεί με δύο καταβολές της τοις μετρητοίς, ποσού εκάστης 10.000 και 15.000 ευρώ, που εισπράχθηκαν στην πραγματικότητα από την ενάγουσα, παρότι ως προς αυτές της χορηγήθηκαν, καθ’υπόδειξη της ενάγουσας, οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από 20.7.2012 και 27.7.2012 αντίστοιχα αποδείξεις είσπραξης μίας άλλης εταιρίας με την επωνυμία «…………», εδρεύουσας στη Λιβερία, με την οποία ουδεμία συμβατική ή άλλη σχέση τη συνδέει, που να δικαιολογεί τις εν λόγω καταβολές, ιδίων συμφερόντων, όμως, με την ενάγουσα, και δη συμφερόντων των εταίρων της ……., οι οποίοι και τη διοικούν, που, επιπροσθέτως, έχουν και αυτές γραφεί και υπογραφεί στη θέση του εισπράξαντος από το ίδιο πρόσωπο, το οποίο έχει επίσης συμπληρώσει και υπογράψει στην αυτή θέση για λογαριασμό της ενάγουσας και τις άλλες εξοφλητικές αποδείξεις της τελευταίας, τις οποίες έλαβε κατόπιν των αναφερομένων στις προτάσεις της, αλλά καθ’υποφοράν διαλαμβανομένων και στο αγωγικό δικόγραφο, καταβολών της έναντι της οφειλής της από τις επίμαχες συμβάσεις, και ως προς τις οποίες η ενάγουσα ουδόλως αμφισβήτησε ότι προέρχονται από την ίδια, και συγκεκριμένα (έχουν γραφεί και υπογραφεί) από την εντεταλμένη προς τούτο υπάλληλο της ενάγουσας ……, εις χείρας της οποίας και δόθηκαν τα χρήματα, και η οποία τα εισέπραξε για λογαριασμό της εργοδότριάς της και παρέδωσε ακολούθως, κατόπιν εντολών της τελευταίας, και τις συγκεκριμένες χειρόγραφες και ενυπόγραφες εξοφλητικές αποδείξεις της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας, όπως εξάλλου συνέβη και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, που καταβλήθηκαν  από την ίδια (την εναγόμενη) χρηματικά ποσά προς εξόφληση της αυτής απαίτησης, και της δόθηκαν από την ανωτέρω υπάλληλο, η οποία και τότε ήταν αυτή, που τα εισέπραττε για λογαριασμό της ενάγουσας, αποδείξεις της τελευταίας. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα αρνείται οιαδήποτε σχέση, σύνδεση, δοσοληψία, και συνεργασία με την εταιρία ….., και ότι η τελευταία φέρει την ιδιότητα του επιτετραμμένου από την ίδια να εισπράττει χρήματα για δικές της απαιτήσεις από οποιαδήποτε αιτία, και, συνακόλουθα, και του δεκτικού καταβολής ως προς την επίδικη απαίτηση, ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι εάν οι αποδείξεις αυτές αναφέρονται σε πραγματικές συναλλαγές, πρόκειται περί συναλλαγών μεταξύ της εναγομένης και της εταιρίας αυτής, άσχετων με την ίδια, με αποτέλεσμα να μην έχει παραλάβει τα αναφερόμενα σ’αυτές χρηματικά ποσά σε εξόφληση της κρινόμενης αξίωσής της. Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι οι συγκεκριμένες καταβολές στην εν λόγω εταιρία, και όχι στη δανείστρια της οφειλής της εναγομένης/ενάγουσα, πωλήτρια των παραδοθέντων και παραληφθέντων εμπορευμάτων και προσηκόντως εκτελέσασα τις συμφωνηθείσες στο ανωτέρω πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, εργασίες επισκευής εργολάβο, δεν επέφεραν το αποσβεστικό της ενοχής αποτέλεσμα, διότι έγιναν προς μη νομιμοποιούμενο για τη λήψη της παροχής πρόσωπο, και όχι σε πρόσωπο επιτετραμμένο προς τούτο από την ενάγουσα, στο οποίο, δηλαδή, μπορούσε η εναγόμενη να καταβάλει χρηματικά ποσά σε εξόφληση της οφειλής της από τις επίμαχες συμβάσεις πώλησης και έργου, όπως η έννοια του τρίτου σε σχέση με το δανειστή της παροχής, πλην όμως επιτετραμμένου να δεχθεί την καταβολή προσώπου, διεξοδικά αναλύθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ενόψει του ότι η ενάγουσα ουδέποτε ενέκρινε τις εν λόγω καταβολές, ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε ότι ωφελήθηκε απ’αυτές, ως θα συνέβαινε εφόσον προέκυπτε ότι η ανωτέρω εταιρία της κατέβαλε στη συνέχεια τα ληφθέντα χρηματικά ποσά, ώστε οι καταβολές αυτές να ενεργήσουν έναντι της ενάγουσας και να επιφέρουν απόσβεση της ενοχής, λαμβανομένου οπωσδήποτε υπόψη του ότι η εναγόμενη, ως οφειλέτρια, φέρει εν προκειμένω το δικονομικό βάρος να αποδείξει, ώστε να σχηματισθεί στο παρόν Δικαστήριο πλήρης δικανική πεποίθηση, ότι οι καταβολές αυτές έλαβαν χώρα κατά τον προσήκοντα τρόπο, όπως, κατ’επέκταση, και τις κατά νόμο συνέπειες όσον αφορά στη βασιμότητα της προβληθείσας ένστασής της περί ολικής εξόφλησης της αγωγικής απαίτησης, σε περίπτωση αποτυχίας της να ανταποκριθεί στο βάρος της αυτό, ενόψει της άρνησης της ενάγουσας. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι η προαναφερθείσα αλλοδαπή εταιρία δεν ήταν πληρεξούσια της ενάγουσας, έχοντας ορισθεί ειδικά από την τελευταία προς είσπραξη της απαίτησης της εναγομένης, για να την εκπροσωπήσει εν προκειμένω ως αντιπρόσωπός της, και να ενεργήσει επ’ονόματι και για λογαριασμό της, ή έστω αυτή, της οποίας η σχετική πληρεξουσιότητα είσπραξης προκύπτει σαφώς, ακόμη και σιωπηρά, από τη φύση της μεταξύ τους σχέσης και γενικότερα από τις συνθήκες της κρινόμενης περίπτωσης, σε συνδυασμό  με  την  καλή πίστη  και  τα  συναλλακτικά  ήθη, ώστε εύλογα και δικαιολογημένα να μπορούσε να εκληφθεί από την εναγόμενη ως αντιπρόσωπος της ενάγουσας, εξουσιοδοτημένη από την τελευταία να εισπράττει τις απαιτήσεις της, ούτε είχε εξουσιοδοτηθεί σχετικά από την ενάγουσα για να λάβει την επίδικη παροχή, ενεργώντας στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό, με τη συγκατάθεση πάντοτε της ενάγουσας, ούτε, τέλος, πρόκειται περί του προσώπου εκείνου, το οποίο είχε προσδιορίσει η ίδια η ενάγουσα, κατόπιν σύμβασής της με την εναγόμενη, ή δηλωσής της προς αυτή, ως το πρόσωπο, στο οποίο η τελευταία μπορούσε να καταβάλει, με αποσβεστικά αποτελέσματα, χρηματικά ποσά έναντι της οφειλής της από τις συμβάσεις αυτές, ενώ σε κάθε περίπτωση είναι προφανές ότι η εν λόγω εταιρία δε φέρει την ιδιότητα της νομίμου αντιπροσώπου της ενάγουσας, ή της επιτετραμμένης από το δικαστήριο να δεχθεί την καταβολή, ώστε να λειτουργήσει αυτή ως αποσβεστικός λόγος της ενοχής της εναγομένης, ούτε, βέβαια, συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εξ αυτών, που αποκαλούνται φαινόμενο δικαίου και επίσης αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, ούτως ώστε οι συγκεκριμένες καταβολές σε αυτήν, που δεν δικαιούται προς είσπραξη χρημάτων της ενάγουσας, και εάν ακόμη γίνει δεκτό ότι έγιναν με καλή πίστη εκ μέρους της εναγομένης, να επιφέρουν εξόφληση της αγωγικής αξίωσης. Εξάλλου ουδόλως αποδείχθηκε σε βαθμό σχηματισμού πλήρους δικανικής περί αυτού πεποίθησης ότι η ενάγουσα και η εν λόγω αλλοδαπή εταιρία είναι νομικά πρόσωπα των ιδίων συμφερόντων, σύμφωνα με όσα η εναγόμενη ισχυρίζεται για τη θεμελίωση της ιστορικής βάσης της προβληθείσας ένστασής της περί πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης της επίδικης απαίτησης, φερομένης ως επελθούσας διά των προαναφερθεισών καταβολών, για τις οποίες χορηγήθηκαν οι εν λόγω αποδείξεις είσπραξης της τρίτης σε σχέση με την απαίτηση εταιρίας, και δη των επιχειρηματικών συμφερόντων των εταίρων της ενάγουσας ……….. όπερ, όπως η εναγόμενη διατείνεται, της γνωστοποιήθηκε κατά τις επίμαχες καταβολές, προκειμένου να πεισθεί να προβεί σ’αυτές, αλλά και να δικαιολογηθεί και εξηγηθεί η χορήγηση προς αυτήν εξοφλητικών αποδείξεων για τα ληφθέντα χρηματικά ποσά με τη σφραγίδα και την επωνυμία της ανωτέρω τρίτης εταιρίας ως εισπράξασας, και όχι της ενάγουσας/δανείστριας, ως είθισται στις συναλλαγές γενικά, αλλά συνέβαινε και στις μεταξύ τους συναλλαγές από τις συγκεκριμένες συμβάσεις σε όλες τις άλλες περιπτώσεις καταβολών. Η παραδοχή αυτή του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναιρείται εκ της προσκόμισης από την εναγόμενη της υπ’αριθμ….. επιταγής της ALPHA BANK, με ημερομηνία 31.10.2005, έκδοσης της εταιρίας με την επωνυμία “…….”, διαχειρίστριας των πλοίων της εναγομένης, εταιρίας του ιδίου επιχειρηματικού ομίλου συμφερόντων με τις πλοιοκτήτριες εταιρίες των πλοίων αυτών, σε διαταγήν της ανωτέρω εταιρίας με την επωνυμία «………», μεταβιβασθείσας διά οπισθογράφησης στην εταιρία με την επωνυμία «……….», στην οπίσθια όψη του σώματος της οποίας (επιταγής) και στη θέση της πρώτης οπισθογράφησης έχει τεθεί η εταιρική σφραγίδα της λήπτριας εταιρίας και επ’αυτής ιδιόχειρη υπογραφή, και αναγραφεί παραπλεύρως της υπογραφής, επίσης χειρόγραφα και δυσανάγνωστα, το επώνυμο «…..», όπερ κατά τους ισχυρισμούς της καταδεικνύει τη σύνδεση και ταύτιση ουσιαστικά των δύο εταιριών (ενάγουσας και …..), διότι ουδόλως αποδεικνύεται από την ίδια (την εναγόμενη), που φέρει και το σχετικό δικονομικό βάρος, ότι πρόκειται πράγματι περί της υπογραφής ενός εκ των εταίρων της ενάγουσας, ……….., και όχι άλλου προσώπου με το ίδιο επώνυμο  (ακόμη και διά της προσκόμισης άλλων εγγράφων, που φέρουν τη γνήσια υπογραφή τους, προς αντιπαραβολή), το οποίο η τελευταία κατηγορηματικά αρνείται, και δηλώθηκε, άλλωστε, ρητά και από τον ίδιο το ……… κατά την άνευ όρκου εξέτασή του ως νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή δεν πρόκειται στο συγκεκριμένο αξιόγραφο περί της δικής του υπογραφής, ή αυτής του αδελφού του ….. Εξάλλου, όσον αφορά το επίσης προσκομιζόμενο από την εναγόμενη προς επίρρωση του ισχυρισμού της περί οικονομικής και διοικητικής ταύτισης των δύο εταιριών (ενάγουσας και εισπράξασας …..), σχετικό υπ’αριθμ.15 με ημερομηνία 21.12.2010 δισέλιδο έγγραφο της εταιρίας …., φερόμενο ως αποσταλέν τηλεομοιοτυπικώς από τον αριθμό τηλεομοιοτυπίας της έδρας της ενάγουσας, στο Πέραμα Αττικής, στο οποίο αναγράφεται η επωνυμία της στη θέση του αποστολέα, με αποδέκτη τη διαχειρίστρια των πλοίων της εναγομένης (πρόκειται συγκεκριμένα περί τιμολογίου, που αφορά σε αμοιβή της ….. για την εκτέλεση εργασιών επισκευής τριών τεχνικών της στο πλοίο με την ονομασία «N», διαχείρισης της ανωτέρω εταιρίας), πρέπει να λεχθεί ότι εξ αυτού και μόνο του εγγράφου δε μπορεί να σχηματισθεί δικανική πεποίθηση περί της βασιμότητας του προβληθέντος ισχυρισμού της εναγομένης, ενόψει και του ότι η ενάγουσα αρνείται ότι τέτοιο έγγραφο έχει αποσταλεί από τη συσκευή τηλεομοιοτύπου της ιδίας (που πάντως πράγματι χρησιμοποιεί αυτόν τον αριθμό για την αποστολή τηλεομοιοτυπιών) και, επιπροσθέτως, διατείνεται ότι το εν λόγω έγγραφο αποτελεί προϊόν νόθευσης ως προς τα εμφαινόμενα σ’αυτό στοιχεία της τηλεομοιοτυπίας, και δη όσον αφορά τον αριθμό και τον αποστολέα του. Μάλιστα, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι και οι εν λόγω εξοφλητικές αποδείξεις της ….., έχουν γραφεί και υπογραφεί από το ίδιο πρόσωπο, με αυτό, που συμπλήρωσε χειρόγραφα και υπέγραψε τις λοιπές μη αμφισβητούμενες αποδείξεις είσπραξης της ενάγουσας, φέρουσες σφραγίδα με την εταιρική επωνυμία της, οι οποίες χορηγήθηκαν στην αντιπρόσωπο της εναγόμενης, κατόπιν των αναφερομένων και στο αγωγικό δικόγραφο, και, συνεπώς, συνομολογουμένων και από την ίδια την ενάγουσα, καταβολών προς αυτήν από την ανωτέρω αντιπρόσωπο χρηματικών ποσών έναντι της οφειλής της εναγομένης από τις συγκεκριμένες συμβάσεις (στο συμπέρασμα αυτό εξάλλου καταλήγουν και ο Δικαστικοί Γραφολόγοι ……….. στην προσκομιζόμενη από την εναγόμενη έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης, την οποία συνέταξαν κατ’εντολήν της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας, ενώ η ενάγουσα το αμφισβητεί), και ειδικότερα από την τότε υπάλληλο της ενάγουσας ….., ως προς την οποία, άλλωστε, συνομολογείται από την τελευταία ότι υπέγραψε τις λοιπές αποδείξεις, η παραδοχή αυτή σε κάθε περίπτωση δεν άγει άνευ ετέρου και κατά λογική αναγκαιότητα στο συμπέρασμα ότι η εταιρία …, που φέρεται στις αποδείξεις αυτές ως εισπράξασα τα αναγραφόμενα χρηματικά ποσά, αντί της ενάγουσας, που ήταν η δανείστρια της εναγομένης, όντως νομιμοποιείτο να εισπράττει χρήματα σε εξόφληση απαιτήσεων της τελευταίας, ως επιτετραμμένη επί τούτου απ’αυτήν, υπό την προεκτεθείσα στη μείζονα σκέψη έννοια. Εξάλλου, η αποδοχή λήψης από την αντιπρόσωπο της εναγομένης, εταιρία διαχείρισης μεγάλου αριθμού πλοίων, με οργανωμένο τμήμα λογιστηρίου, στελεχωμένο με κατηρτισμένα και έμπειρα περί των σχετικών θεμάτων και της εν γένει λειτουργίας της αγοράς στον οικείο τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας στελέχη, αποδείξεων είσπραξης μίας τρίτης εταιρίας κατόπιν της εκ μέρους της (της αντιπροσώπου) καταβολής χρηματικών ποσών, συνολικού ύψους 25.000 ευρώ,  σε εξόφληση οφειλής της απ’αυτήν αντιπροσωπευομένης προς άλλη εταιρία, διαφορετική από την εισπράξασα, παρά την δυνατότητα, που προφανώς είχε και καλώς εγνώριζε ότι είχε, να απαιτήσει και να λάβει σχετική απόδειξη της ίδιας της ενάγουσας/δανείστριας, αρνούμενη κατηγορηματικά να καταβάλει χρήματα σε διαφορετική περίπτωση, και ούσα διαπραγματευτικά σε θέση ισχύος σε σχέση με την ενάγουσα, η οποία προφανώς και θα επιθυμούσε να εισπράξει χρήματα από την οφειλέτριά της και, επομένως, οπωσδήποτε, θα αναγκαζόταν να συναινέσει στην εύλογη αξίωσή της, ως θα ήταν αναμενόμενο και θα όφειλε να πράξει ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος, προκειμένου να περιέλθει στην κατοχή της έγγραφο αποδεικτικό των καταβολών αυτών, που δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητηθεί, σε διασφάλιση των συμφερόντων της, αλλά κυρίως των συμφερόντων της αντιπροσωπευομένης, ώστε να αποσοβηθεί ο κίνδυνος να υποχρεωθεί η τελευταία στο μέλλον να καταβάλει και πάλι τα ίδια ποσά σε μία κακόπιστη αντισυμβαλλόμενη, πολλώ δε μάλλον εφόσον επρόκειτο περί καταβολών της μετρητοίς, και όχι διά της παράδοσης επιταγών, ή με τραπεζικό έμβασμα, δε συνάδει με την κοινή πείρα και λογική, αλλά και με τα ειωθότα στις συναλλαγές, ούτε όμως και με το σύνηθες συμβαίνον στις μεταξύ τους δοσοληψίες από τις επίμαχες συμβάσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι, πλην των συγκεκριμένων, για όλες τις προηγούμενες, αλλά και για όλες τις επόμενες, καταβολές ποσών προς την ενάγουσα έναντι της απαίτησής της από τις συμβάσεις αυτές, πράγματι χορηγήθηκαν χωρίς αντίρρηση στην αντιπρόσωπο της εναγομένης εξοφλητικές αποδείξεις της ίδιας της ενάγουσας, συνολικού ποσού 262.972 ευρώ, η είσπραξη του οποίου ουδόλως αμφισβητήθηκε, όπερ καθιστά δυσχερές να εξηγηθεί ικανοποιητικώς ο λόγος, για τον οποίο η ενάγουσα θα επέλεγε και θα επέμενε να χορηγήσει στη διαχειρίστρια του πλοίου, ειδικά για τις καταβολές αυτές, πολύ μικρού ποσού σε σχέση με το συνολικά εισπραχθέν απ’αυτήν, εξοφλητικές αποδείξεις άλλης εταιρίας, και όχι δικές της, όπως συνέβη σε όλες τις άλλες περιπτώσεις καταβολών, η δε ήδη από τότε ειλημμένη απόφασή της να αμφισβητήσει κάποια στιγμή στο μέλλον αποκλειστικά και μόνο τις καταβολές αυτές, εφόσον έλαβαν χώρα με μετρητά χρήματα (παρότι η εναγόμενη ουδόλως ισχυρίσθηκε ότι ο τρόπος αυτός εξόφλησης της οφειλής ήταν απαίτηση της ενάγουσας) και δεν αποδεικνύονταν με δικές της αποδείξεις, και, όλως αντισυμβατικά και αντισυναλλακτικά πράττοντας, να αξιώσει να εισπράξει για δεύτερη φορά ήδη εισπραχθέντα χρηματικά ποσά, με αποτέλεσμα να μεθοδεύσει τοιουτοτρόπως την επιτυχή έκβαση του εκπονηθέντος σχεδίου της, είναι προφανές ότι δε συνιστά ικανοποιητική εξήγηση. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, οι  συγκεκριμένες καταβολές δεν ήταν οι προσήκουσες, ώστε να επιφέρουν απόσβεση της αγωγικής απαίτησης, εφόσον δεν έγιναν προς την ενάγουσα/δανείστρια της απαίτησης αυτής, αλλά προς τρίτο πρόσωπο, στο οποίο ουδόλως αποδείχθηκε από τη φέρουσα το σχετικό δικονομικό βάρος εναγόμενη ότι είχε επιτραπεί από την ενάγουσα να τις δεχθεί, και επιπροσθέτως η τελευταία δεν τις ενέκρινε εκ των υστέρων, ούτε αποδείχθηκε ότι ωφελήθηκε απ’αυτές, της στηριζομένης στις εν λόγω καταβολές προβληθείσας ένστασης της εναγομένης περί πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης της επίδικης απαίτησης απορριπτομένης ως κατ’ουσίαν αβάσιμης. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης απέρριψε την ανωτέρω ένσταση ως ουσιαστικά αβάσιμη (και στη συνέχεια δέχθηκε καθ’ολοκληρίαν την αγωγή ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα στο σύνολό του το αιτούμενο ποσό των 22.759,20 ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής), καταλήγοντας στο ορθό συμπέρασμα, αν και με συνοπτικότερη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου του ένδικου μέσου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, που υπέβαλε σχετικό αίτημα με τις προτάσεις της, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 23.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./23.11.2017 και ……/8.12.2017) έφεση κατά της υπ’αριθμ. υπ’αριθμ. 4000/2017 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ