Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 424/2019

Αριθμός     424/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αντώνιο Πλακίδα,  Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο,  Εφέτη, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα,  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας ανώνυμης εταιρίας κατά της υπ’ αριθμ. 2369/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία,   ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της έχει προκατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο 495 του ΚΠολΔ,  πρέπει η ως άνω έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της  (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, ενώ κατά το άρθρο 4 του ίδιου κώδικα τα δικαστήρια ερευνούν την έλλειψη δικαιοδοσίας και αυτεπαγγέλτως και απορρίπτουν την αγωγή ή την αίτηση αν δεν έχουν δικαιοδοσία. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ, τα μη φυσικά πρόσωπα, που έχουν ικανότητα να είναι διάδικοι, υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα τους. Περαιτέρω, κατά τον Κανονισμό 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 66 αυτού, στις αγωγές που ασκούνται μετά την 10η  Ιανουαρίου 2015, όπως στην κρινόμενη αγωγή, προβλέπεται στο άρθρο 7 αυτού ότι «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: ι) α)ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή, β)για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης, και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι: α)εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων, β)εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών, γ)το στοιχείο α) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β) 2)ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός.» Σύμφωνα δε με τις αιτιολογικές σκέψεις του ως άνω Κανονισμού (1215/2012), η βούληση του κοινοτικού νομοθέτη είναι ότι πρέπει να διασφαλισθεί η συνέχεια μεταξύ της σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και του παρόντος κανονισμού, και γι’ αυτό το σκοπό θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις. Η ίδια ανάγκη συνέχειας ισχύει και όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης της σύμβασης [της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις] και των κανονισμών που την αντικατέστησαν (βλ. 9-3/2017 ΔΕΚ C-551/2015 (ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου οι  ορισμοί του ως άνω κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται με αυτόνομα κοινοτικά κριτήρια για να εξασφαλισθεί έτσι μία ομοιογενής εφαρμογή της σε όλα τα συμβαλλόμενα Κράτη. Έτσι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του ΔΕΚ, μολονότι γίνεται δεκτό ότι η έννοια «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», όπως χρησιμοποιούταν στο άρθρο 5 σημείο 3 της Σύμβασης των Βρυξελλών και ήδη 7 του ως άνω κανονισμού μπορεί να καλύπτει τόσο τον τόπο όπου επήλθε η ζημία όσο και τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός, η έννοια αυτή δεν μπορεί εντούτοις να ερμηνευθεί τόσο ευρέως ώστε να καλύπτει κάθε τόπο στον οποίο θα μπορούσαν να γίνουν αισθητές οι επιζήμιες συνέπειες ενός γεγονότος που έχει ήδη προκαλέσει ζημία, η οποία έχει πράγματι επέλθει σε άλλον τόπο. Κατά συνέπεια η έννοια αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως καλύπτουσα τον τόπο στον οποίο ο ζημιωθείς ισχυρίζεται ότι υπέστη περιουσιακή ζημία που αποτελεί τη συνέπεια της αρχικώς επελθούσας ζημίας που υπέστη εντός άλλου συμβαλλόμενου κράτους (σχετ.ΔΕΚ υποθ. C-364/93 …… κατά . …. κλπ, ΔΕΚ  της 16.7.2009, C-189/08, ΔΕΚ 10-3/2016 ΠΡΟΤ C-12/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος). Ο τόπος, δηλαδή, επαγωγής της ζημίας δεν αρκεί για τη θεμελίωση αρμοδιότητας και διεθνούς δικαιοδοσίας. Διαφορετικά, ο παθών θα μπορούσε να δημιουργεί επ’ άπειρον forum delicti και ουσιαστικά να αχρηστεύει τον κανόνα που καθιέρωνε τόσο ο κανονισμός 44/2001 όσο και ο εφαρμοζόμενος στην προκείμενη περίπτωση ως άνω κανονισμός 1215/2012, κατά τον οποίο τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον του δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, οι δε εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτό, μία από τις οποίες αποτελούσε η διάταξη του άρθρου 5 σημείο 3 του κανονισμού 44/2001 και ήδη 7 παρ.2 του Κανονισμού 1215/2012, πρέπει να ερμηνεύονται με εξαιρετικά αυστηρά κριτήρια. Απ’ όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι επί αδικοπραξίας για την οποία ευθύνεται νομικό πρόσωπο του οποίου η πραγματική έδρα ευρίσκεται σε κράτος που συμμετείχε στην έκδοση και εφαρμογή του ανωτέρω κανονισμού, όπως είναι η Ιταλία, ιδρύεται δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, εφόσον το ζημιογόνο γεγονός έλαβε χώρα στην Ελλάδα και όχι όταν απλώς στην Ελλάδα ανέκυψαν περαιτέρω ζημίες, ως συνέπεια της αρχικά επελθούσας ζημίας που υπέστη ο ενάγων εντός του άλλου συμβαλλόμενου κράτους (ΑΠ 1865/2009, ΑΠ 18/2006, ΑΠ 1551/2003, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση   η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα  με την από 10.2.2016 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2016 αγωγή της που απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, εξέθετε ότι  δραστηριοποιείται στις μηχανολογικές εφαρμογές και ότι με την υπ’ αριθ.  …………/6.3.2008 διακήρυξη του Πολεμικού Ναυτικού (Κέντρο Εφοδιασμού Ναυτικού Κ.ΕΦ.Ν.) προκηρύχθηκε ανοικτός μειοδοτικός διαγωνισμός για την προμήθεια χαλύβδινων ελασμάτων τύπου S355NL για την κάλυψη των αναγκών εφοδιασμού πολεμικών πλοίων και υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού, εκτιμώμενου προϋπολογισμού 300.000 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α., ο οποίος (διαγωνισμός) διενεργήθηκε στις 9.6.2008 από την Ανώτατη Επιτροπή Προμηθειών και συμμετείχαν σε αυτόν η ενάγουσα και η εταιρεία με την επωνυμία «. . … ». Ότι με την υπ’ αριθ. Φ…../3.9.2008 απόφαση της αναθέτουσας αρχής, ήτοι του Κέντρου Εφοδιασμού Ναυτικού (Κ.ΕΦ.Ν.), κατακυρώθηκε η προμήθεια των ως άνω ελασμάτων στην ενάγουσα αντί ποσού 325.200 ευρώ, περιλαμβανομένων των νόμιμων κρατήσεων πλην Φ.Π.Α και ακολούθως την 8.10.2008 υπογράφηκε μεταξύ της ενάγουσας και του Ελληνικού Δημοσίου η υπ’ αριθμ. …./2008 σύμβαση προμήθειας των παραπάνω ελασμάτων, τύπου S355NL. Ότι τόσο στην ανωτέρω διακήρυξη όσο και στην ειδική συγγραφή υποχρεώσεων (άρθρο 1) αναφέρεται ότι η προμήθεια αφορά ελάσματα τύπου S355NL, ενώ στην τεχνική προδιαγραφή Ν-2170/Γ Έκδοση/Μάιος 2007 (Παράρτημα Δ’ της ανωτέρω διακήρυξης) περιγράφονται λεπτομερώς τα τεχνικά χαρακτηριστικά των ελασμάτων τύπου S355NL, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτή (αγωγή), καθώς και τα πιστοποιητικά που πρέπει να προσκομισθούν με το λεπτομερώς αναφερόμενο περιεχόμενο. Ότι για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της η ενάγουσα, τον Οκτώβριο του 2008, ήλθε σε επαφή με την πρώτη εναγόμενη-πρώτη εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρία που εδρεύει στην Ιταλία και την ενημέρωσε εκτενώς για το αντικείμενο της προμήθειας που επιθυμούσε να την προμηθεύσει, καθώς και τους σχετικούς όρους, προϋποθέσεις και προδιαγραφές. Η διαπραγμάτευση αυτή, η οποία υλοποιήθηκε με την ανταλλαγή σημαντικού αριθμού ηλεκτρονικών μηνυμάτων, κατέληξε στην σύναψη σύμβασης, σε υλοποίηση της οποίας η πρώτη εναγόμενη εξέδωσε το προτιμολόγιο (proforma invoice) με αριθ. …../20.10.2018 για την αγορά από αυτήν των εν λόγω ελασμάτων τύπου S355NL στις ίδιες ποσότητες που η ενάγουσα είχε αναλάβει να προμηθεύσει το Πολεμικό Ναυτικό και με τις ίδιες ακριβώς συμβατικές προδιαγραφές, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των προβλεπόμενων στο άρθρο 6 της τεχνικής προδιαγραφής Ν-2170/Γ’ Έκδοση/Μάιος 2007 (Παράρτημα Δ’ της ανωτέρω διακήρυξης) ελέγχων. Για τους ελέγχους αυτούς, συμφωνήθηκε με την πρώτη εναγόμενη να υλοποιηθούν από τη δεύτερη εναγόμενη-δεύτερη εφεσίβλητη, επίσης αλλοδαπή εταιρία, εδρεύουσα  στην Ιταλία,  με ευθύνη της πρώτης εναγόμενης, η οποία είναι και η πωλήτρια, και λαμβανομένου υπόψη ότι το πιστοποιητικό ελέγχου τύπου «3.2» σύμφωνα με το πρότυπο ΕΝ 10204:2004 εκδίδεται από κοινού από: (α)τον εξουσιοδοτημένο ελεγκτή του κατασκευαστή (εν προκειμένω της πρώτης εναγόμενης), που είναι ανεξάρτητος από το τμήμα παραγωγής του κατασκευαστή, και (β)τον εξουσιοδοτημένο ελεγκτή του αγοραστή, ή τον ελεγκτή που ορίζεται από αναγνωρισμένους οργανισμούς (εν προκειμένω τη δεύτερη εναγόμενη), δηλαδή συμφωνήθηκε εν προκειμένω ότι το πιστοποιητικό ελέγχου τύπου «3.2» θα εκδιδόταν από την πρώτη εναγόμενη ως κατασκευάστρια και θα συνυπέγραφε η δεύτερη εναγόμενη, ως ανεξάρτητος αναγνωρισμένος ελεγκτής – νηογνώμων. Ότι εμπλοκή της ίδιας (ενάγουσας) στην ανωτέρω διαδικασία ελέγχου δεν υπήρχε και η πρώτη εναγόμενη είχε αναλάβει ρητά να της παραδώσει συγκεκριμένα υλικά με συγκεκριμένες ιδιότητες που να συνάδουν με τα ανωτέρω πρότυπα και τις προδιαγραφές της ως άνω διακήρυξης. Ότι η παράδοση των ελασμάτων από την πρώτη εναγόμενη στην ενάγουσα και αντίστοιχα η μετάβαση του κινδύνου από την πωλήτρια στην αγοράστρια συμφωνήθηκε να γίνει τον Ιανουάριο του 2009 στην Alessandria 15060, Ιταλίας, και το τίμημα συμφωνήθηκε στο συνολικό ποσό των 194.099,40 ευρώ. Πράγματι, κατά την περίοδο από 24.2.2009 έως 3.3.2009 η πρώτη εναγόμενη της παρέδωσε τα παραγγελθέντα ελάσματα μαζί με τα πιστοποιητικά της δεύτερης εναγόμενης για το σύνολο των συμβατικών ελασμάτων, με την ρητή επ’ αυτών διαβεβαίωσή της προς την ενάγουσα, η οποία αναφέρεται ως αγοράστρια των ελασμάτων, ότι υπήρξε μάρτυρας των δοκιμών αντοχής σύμφωνα με το πρότυπο ΕΝ 10025-3 – S355NL με επιτυχή αποτελέσματα, καθώς επίσης τα πιστοποιητικά ελέγχου της πρώτης εναγόμενης με αριθμούς ……../19.2.2009 και με αριθμούς ………/20.2.2009, όλα τιτλοφορούμενα ως πιστοποιητικά  ελέγχου τύπου «3.2» σύμφωνα με το πρότυπο ΕΝ 10204:2004 για το σύνολο των συμβατικών ελασμάτων τύπου S355NL, κατά το  πρότυπο ΕΝ 10025-3, τα οποία φέρουν την σφραγίδα της δεύτερης  εναγόμενης – νηογνώμονα, καθώς και το πιστοποιητικό συμμόρφωσης συστήματος διαχείρισης ποιότητας κατά ISO 9001 (2000) του εργοστασίου κατασκευής ………. Ότι η ενάγουσα κατέβαλε προσηκόντως το συμφωνηθέν τίμημα στην πρώτη εναγόμενη και ακολούθως παρέδωσε (α)τα υλικά στο Ελληνικό Δημόσιο την 6.3.2009 και 11.3.2009 με τα υπ’ αριθ. …./6.3.2009 και …./11.3.2009 δελτία αποστολής αντίστοιχα στην αποθήκη του Πολεμικού Ναυτικού (ΚΕΦΝ) και (β)τα ανωτέρω πιστοποιητικά στην Επιτροπή Παραλαβής λίγες ημέρες αργότερα. Μετά τον έλεγχο των προβλεπόμενων δικαιολογητικών, έγινε η παραλαβή των υλικών με το υπ’ αριθ. …./2.6.2009 πρωτόκολλο παραλαβής από την αρμόδια τριμελή Επιτροπή, στο οποίο αναφέρεται ρητά ότι τα παραδιδόμενα υλικά πληρούν τους όρους της κατακύρωσης όσον αφορά την ποιοτική παραλαβή βάσει των ανωτέρω προσκομισθέντων πιστοποιητικών. Ακολούθησε η πληρωμή του τιμήματος από το Ελληνικό Δημόσιο στην ενάγουσα την 18.9.2009 σύμφωνα με το υπ’ αριθ. …/6.6.2009 τιμολόγιο και επιστράφηκε στην τελευταία η εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης. Ότι στη συνέχεια το Ελληνικό Δημόσιο, ισχυριζόμενο ότι η ενάγουσα, κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, παρέδωσε στο Πολεμικό Ναυτικό ελάσματα που δεν ανταποκρίνονταν στην υπ’ αριθ. …./2008 σύμβαση προμήθειας, δηλαδή χωρίς τις συνομολογημένες ιδιότητες που προβλέπονταν στην τεχνική προδιαγραφή Ν-2170/Γ Έκδοση/Μάιος 2007 που αποτελεί το Παράρτημα Δ’ της διακήρυξης, και ειδικότερα παρέδωσε ελάσματα ποιότητας S355J2+M και όχι της συμβατικής ποιότητας S355NL, υπαναχώρησε από την ανωτέρω σύμβαση με την από 23.2.2011 (αριθμ. κατ. δικ. ΑΓ …./1.3.2011) αγωγή του εναντίον της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ζητώντας να υποχρεωθεί η ενάγουσα να επιστρέψει, άλλως να το αποζημιώσει με το ποσό που έλαβε, ήτοι 325.200 ευρώ με τον νόμιμο τόκο. Ότι επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3413/2013 προδικαστική απόφαση και εν συνεχεία η υπ’ αριθ. 5950/2014 οριστική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία έκρινε τελεσίδικα ότι τα ανωτέρω πιστοποιητικά που εξέδωσαν και υπέγραψαν οι εναγόμενες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ως προς την ποιότητα των παραδοθέντων ελασμάτων και επομένως το Ελληνικό Δημόσιο είχε δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση λόγω έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας των ελασμάτων κατ’ εφαρμογή των άρθρων 540 επ. ΑΚ και η ενάγουσα υποχρεούται να αποδώσει στο Ελληνικό Δημόσιο το ποσό των 287.214,50 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής του Ελληνικού Δημοσίου την 21.7.2011. Ότι στις 4.9.2015 η ενάγουσα ρύθμισε και ξεκίνησε την πληρωμή του συνολικού ποσού των 406.303,52 ευρώ στο Ελληνικό Δημόσιο, υφιστάμενη ισόποση βλάβη. Περαιτέρω η ενάγουσα εξέθετε ότι η παράδοση εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης πραγμάτων με ελαττώματα και χωρίς τις συνομολογημένες ιδιότητες συνιστά ουσιώδη παράβαση της μεταξύ τους σύμβασης πώλησης και δήλωνε με την κρινόμενη αγωγή της ότι υπαναχωρεί από την σύμβαση που σύνηψε με την πρώτη εναγόμενη, ζητώντας απ’ αυτήν να της επιστρέψει το καταβληθέν τίμημα των 194.099,40 ευρώ, καθώς και να την αποζημιώσει για τις δαπάνες θαλάσσιας μεταφοράς των εμπορευμάτων, ποσού 30.000 ευρώ, καθώς για τη ζημία της, ποσού 406.303,52 ευρώ, που υπέστη από την καταβολή του εν λόγω ποσού στο Ελληνικό Δημόσιο, λόγω των πωληθέντων σ’ αυτήν ελαττωματικών ελασμάτων. Ότι, άλλως και επικουρικώς, η πρώτη εναγόμενη ενώ γνώριζε, άλλως όφειλε να γνωρίζει αφού διέθετε την σχετική τεχνογνωσία, ότι παραδίδει ελάσματα με ελαττώματα και χωρίς τις συνομολογημένες ιδιότητες, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια και η δεύτερη εναγόμενη παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, με τα πιστοποιητικά που εξέδωσαν η καθεμία εξ αυτών παρέστησαν ψευδώς προς την ενάγουσα ότι τα ελάσματα είναι τύπου S355NL και κατά τον τρόπο αυτό έπεισαν την τελευταία σε πράξη, δηλαδή να αγοράσει και να παραλάβει από την πρώτη εναγόμενη τα εν λόγω ελάσματα, τα οποία δεν ήταν της συμφωνηθείσας συμβατικής ποιότητας S355NL, καταβάλλοντάς της το τίμημα των 194.099,40 ευρώ, και στην συνέχεια να τα μεταπωλήσει στο Ελληνικό Δημόσιο, πράγμα που με βεβαιότητα η ενάγουσα δεν θα είχε πράξει, αν γνώριζε την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί, αφ ενός μεν ως προς το τίμημα ποσού, 194.099,40 ευρώ που κατέβαλε στην πρώτη εναγόμενη και τις δαπάνες θαλάσσιας μεταφοράς των ως άνω εμπορευμάτων, ποσού 30.000 ευρώ, όσο και με την επιστροφή του τιμήματος ποσού 406.303,52 ευρώ που υποχρεώθηκε να καταβάλει, κατά τα ανωτέρω, στο Ελληνικό Δημόσιο σε συμμόρφωση με την υπ’ αριθ. 5950/2014 τελεσίδικη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Περαιτέρω εξέθετε ότι η δεύτερη εναγόμενη με σκοπό να αποκομίσει η ίδια και η πρώτη εναγόμενη παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας με τα εκδοθέντα από αυτή πιστοποιητικά με αριθμούς Ν…… με ημερομηνία επιθεώρησης 11-27.2.2009 και ημερομηνία έκδοσης 2.3.2009 και N………. με ημερομηνία επιθεώρησης 27.2.2009 και ημερομηνία έκδοσης 11.3.2009, καθώς και με τα πιστοποιητικά ελέγχου τύπου «3.2» με αριθμούς ……./19.2.2009 και με αριθμούς ….…/20.2.2009 που εξέδωσε και υπέγραψε από κοινού με την πρώτη εναγόμενη κατά το πρότυπο ΕΝ 10204:2004, παρέστησε ψευδώς προς την ενάγουσα ότι τα ελάσματα είναι τύπου S355NL και κατά τον τρόπο αυτό έπεισε την τελευταία σε πράξη, δηλαδή να αγοράσει και να παραλάβει τα εν λόγω ελάσματα, τα οποία δεν ήταν της συμφωνηθείσας συμβατικής ποιότητας S355NL, έναντι του συνολικού ποσού 194.099,40 ευρώ και στην συνέχεια να τα μεταπωλήσει στο Ελληνικό Δημόσιο, πράγμα που με βεβαιότητα η ενάγουσα δεν θα είχε πράξει, αν γνώριζε την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί τόσο ως προς το καταβληθέν στην πρώτη εναγόμενη τίμημα, των 194.099,40 ευρώ, και τις  δαπάνες μεταφοράς  τους,  ποσού 30.000 ευρώ αλλά και με την επιστροφή του τιμήματος ποσού 406.303,52 ευρώ που υποχρεώθηκε να καταβάλει στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τα προαναφερόμενα. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη, ως προς την πρώτη εναγόμενη, την ευθύνη αυτής κυρίως βάσει της μεταξύ τους συμβάσεως πωλήσεως, επικουρικά βάσει των διατάξεων περί αδικοπραξίας και όσον αφορά τη δεύτερη εναγόμενη (επικαλούμενη) ευθύνη αυτής βάσει των διατάξεων περί αδικοπραξίας, ζητούσε, κατόπιν επιτρεπτής μετατροπής, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της που έγινε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να της καταβάλουν, εκάστη εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 630.402,92 ευρώ και συγκεκριμένα: α)το ποσό των 194.099,40 ευρώ, β)το ποσό των 30.000 ευρώ και γ)το ποσό των 406.303,52 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και επιδικίας εκάστου των ως άνω επιμέρους κονδυλίων, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η εκδοθησόμενη απόφαση και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική δαπάνη της. Επί της ως άνω αγωγής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμό 2369/2017 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο, μετά από παραδοχή της ενστάσεως των εναγόμενων για έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ως προς αμφότερες τις ως άνω βάσεις της  (συμβατική και αδικοπρακτική), απέρριψε την αγωγή  ως απαράδεκτη, για την ως άνω αιτία, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’ αυτή. Κατά της απόφασης αυτής και δη μόνο κατά το σκέλος της που απέρριψε την αγωγή της, ως προς την αδικοπρακτική της βάση, κατά αμφοτέρων των εναγόμενων, για την ως άνω αιτία, ήτοι λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αιτούμενη την εξαφάνισή της με σκοπό την εξ ολοκλήρου παραδοχή της ασκηθείσας αγωγής της.

Με βάση όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας,  με την ένδικη αγωγή, κατά την ιστορούμενη σ’ αυτήν ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων και αληθή υποτιθέμενη, δεν θεμελιώνεται τοπική αρμοδιότητα και κατ’ επέκταση διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, γεγονός που καθιστά αυτήν απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας. Και αυτό διότι, ως προκύπτει από το περιεχόμενό της, το ζημιογόνο γεγονός, ήτοι η σύνταξη, έκδοση και παράδοση στην ενάγουσα από τις εναγόμενες των αναφερόμενων στην αγωγή πιστοποιητικών δια των οποίων, κατά την αγωγή, της παρέστησαν ψευδώς ότι το σύνολο των πωληθέντων σ’ αυτήν ελασμάτων είναι ποιότητας S355NL, σύμφωνα με το πρότυπο ΕΝ 10025-3, που, κατά την ενάγουσα, είναι ψευδές, πείθοντάς την να προβεί στην αγορά των αναφερόμενων στην αγωγή ελασμάτων που δεν είχαν την συμφωνηθείσα συμβατική ποιότητα S355NL, έλαβε χώρα στην Ιταλία, τόπο, όπου και συντελέσθηκε, κατά την αγωγή, η προς αυτήν πώληση και   παράδοση των ελασμάτων μετά των ως άνω πιστοποιητικών και έλαβε χώρα η αρχική ζημία της, συνιστάμενη στην καταβολή στην πωλήτρια εταιρία – πρώτη εναγόμενη του τιμήματος για τα ως άνω «ελαττωματικά» πωληθέντα εμπορεύματα και την συνακόλουθη επιβάρυνση της ιδίας (ενάγουσας) με τη δαπάνη μεταφοράς τους. Δηλαδή η Ιταλία είναι ο τόπος όπου εκδηλώθηκε το επικαλούμενο ζημιογόνο γεγονός, όσο και ο τόπος όπου επήλθε πρωταρχικώς στην ενάγουσα η ζημία, αφού, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, για τη θεμελίωση του σχετικού συνδέσμου, δεν ασκεί επιρροή ο τόπος της έδρας της ενάγουσας, ως τόπος επαγωγής της ζημίας της, η δε επικαλούμενη στην αγωγή περαιτέρω  ζημία της και δη αυτή που σχετίζεται με την πώληση απ’ αυτήν των «ελαττωματικών» ελασμάτων στο Ελληνικό Δημόσιο δεν συνιστά πρωτογενή ζημία της, αλλά ζημία της που αποτελεί συνέπεια της αρχικά επελθούσας ως άνω ζημίας της που υπέστη στην Ιταλία.

Κατά συνέπεια, με βάση όλα τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, με παρόμοιες με την παρούσα αιτιολογίες, απέρριψε ως απαράδεκτη την ένδικη αγωγή, ελλείψει της ως άνω διαδικαστικής προϋπόθεσης της διεθνούς δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή και της σχετικής ενστάσεως των εναγόμενων, που επαναφέρουν με τις κατατεθείσες ενώπιον  αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις τους, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα  με την κρινόμενη έφεσή της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα και συνακόλουθα τυγχάνει αυτή απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα, τέλος, των διαδίκων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους, ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενόψει του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και  183  ΚΠολΔ), ενώ, τέλος, λόγω της ήττας της ενάγουσας, θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος  απ’ αυτήν παραβόλου της έφεσής της στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495  παρ.3  ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα, ομοίως,  στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της με αριθμό 2369/2017  απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου της έφεσης, με κωδικό …….., ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 13 Ιουνίου 2019 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στις 16 Ιουλίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ