Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 425/2019

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Επί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός των άλλων, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και, μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. ΄Οταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ώστε να είναι δυνατόν στον εναγόμενο μεν να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επιδίκου αντικειμένου, στο δικαστήριο δε να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτελέσεως. ΄Εννομο συμφέρον προς αναγνώριση της ύπαρξης ή μη κάποιας έννομης σχέσης. Αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής. Έννοια έννομης σχέσης. Κοινόχρηστα πράγματα. Δημοτικές ή κοινοτικές οδοί.

 

Αριθμός Απόφασης:  425/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 18-10-2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./19-10-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./19-10-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./19-10-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./19-10-2017, κατά της με αριθμό 3546/19-07-2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 26-04-2017, επί της από 22/9/2015 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./28-09-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …./28-09-2015 αγωγής της εκκαλούσας εναντίον του εφεσιβλήτου, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, καθώς, από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης, από τη δημοσίευση δε αυτής, στις 19/07/2017, έως την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 19/10/2017, δεν παρήλθε η τασσομένη από το άρθρο 528 παρ. 2 του ΚΠολΔ προθεσμία (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 και 520 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016) [βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 5 του Ν. 4465/2017 (ΦΕΚ Α΄ 47/4.4.2017)] (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 233/2013 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 4606/2012 ΤΝΠΔΣΑθ) και προσκομίζεται η με αριθμ. 196/06-12-2017 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του εναγομένου Δήμου για την εκπροσώπησή του, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από την πληρεξούσια Δικηγόρο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. σχετ. ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση από 22/9/2015 αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, εναντίον του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου, την οποία απηύθυνε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι τυγχάνει αποκλειστική κυρία ενός ακινήτου, επιφάνειας 1.440 τ.μ., κειμένου στην ενορία του Ιερού Ναού …… στην …., όπως αυτό περιγράφεται στην αγωγή, κατά θέση, έκταση και όρια, το οποίο απέκτησε με παράγωγο τρόπο, ήτοι με το υπ’ αρ. …../24-7-1990 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου .. ……., νομίμως μεταγεγραμμένο. Ότι, επικουρικά, έγινε κυρία του άνω ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο (τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία), καθόσον η ίδια και οι δικαιοπάροχοί της κατέχουν και νέμονται αυτό με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμους τίτλους, συνεχώς από το 1850-1860 έως την άσκηση της αγωγής, ασκώντας επ’αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις. Ότι με την υπ’αριθμ. 167/7-2-2014 απόφασή του το Δ.Σ. του εναγομένου Δήμου, επικαλούμενο την ύπαρξη δήθεν δημοτικής οδού εντός της άνω ιδιοκτησίας της, αποφάσισε την κατεδάφιση της περίφραξης του οικοπέδου της σε δύο σημεία, ώστε να δημιουργηθεί δι’ αυτής λοξή διαμπερής δίοδος. Ότι, ακολούθως, τα προστηθέντα από τον εναγόμενο πρόσωπα -σε εκτέλεση της ως άνω απόφασης- κατεδάφισαν μέρος του μανδρότοιχου της ιδιοκτησίας της στην ανατολική πλευρά σε μήκος 2 μ. και σε απόσταση 28 μ. περίπου από το βόρειο όριό της (με επαρχιακή οδό), καθώς, επίσης, μέρος του ίδιου μανδρότοιχου της αυτής ιδιοκτησίας της στη δυτική του πλευρά σε μήκος 1,8 μ. και σε απόσταση 18 μ. περίπου από το αυτό βόρειο όριό της (επαρχιακής οδού). Ότι έτσι δημιούργησαν παράνομα και αυθαίρετα λοξή δίοδο εντός της ιδιοκτησίας της, η οποία αρχίζει δυτικά από τη νεροσυρμή, διασχίζει την ιδιοκτησία της και καταλήγει νοτιοανατολικά στο νοτιοδυτικό όριο της όμορης ιδιοκτησίας ………., επί της οποίας τοποθέτησαν την πινακίδα με την επιγραφή «ΔΡΟΜΟΣ προς ΠΕΥΓΕΣ Δ. ΥΔΡΑΣ». Ότι οι παραπάνω έκνομες ενέργειες του εναγομένου Δήμου έλαβαν χώρα, προκειμένου να εξυπηρετηθούν συμφέροντα όμορων ιδιοκτητών, προσβάλλουν δε το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητάς της, το οποίο και διαταράσσουν, αφού από την ως άνω ιδιοκτησία της, της οποίας η αξία υπερβαίνει το ποσό των 250.000 ευρώ, ουδεμία απολύτως κοινόχρηστη – δημοτική – αγροτική οδός ή άλλο μονοπάτι διέρχεται. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, μετά τον παραδεκτό περιορισμό των αιτημάτων της, που έγινε με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο, όπως αυτή καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και με τις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 295, 297 ΚΠολΔ), ζήτησε: Α) να αναγνωριστεί: i) η κυριότητά της επί του ένδικου ακινήτου και ii) ότι ουδεμία κοινόχρηστη – αγροτική – δημοτική οδός, ατραπός ή μονοπάτι διέρχεται του ακινήτου της αυτού και Β) να καταδικαστεί ο εναγόμενος Δήμος στη δικαστική της δαπάνη. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3546/2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 26-04-2017, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι, για το παραδεκτό της αγωγής περίληψή της είχε εγγράφει νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ, στον τόμο … και αριθμό … των βιβλίων διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου …, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη, καθ’ ο μέρος ζητείται η αναγνώριση της κυριότητας της ενάγουσας επί του επιδίκου ακινήτου, και ως μη νόμιμη, καθ’ ο μέρος ζητείται η αναγνώριση ότι ουδεμία κοινόχρηστη – αγροτική – δημοτική οδός, ατραπός ή μονοπάτι διέρχεται του επιδίκου ακινήτου της, επέβαλε δε τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, σε βάρος της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ενάγουσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι ανάγονται, κατ’ ορθή εκτίμηση, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή, να καταδικασθεί δε ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται, κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα, και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται, όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλ. μόνον κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” (ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της εφέσεως και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Το εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων, που διατυπώνονται με τους λόγους της εφέσεως ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών, τους οποίους ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους εφέσεως και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ενστάσεως, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο, στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 1481/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1778/2011 Δημ. Νόμος, Α.Π.1625/2011, ΑΠ 496/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4924/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 496/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 37/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6311/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 58/2002 Δημ. Νόμος). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται δε αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του μεν άρθρου 1000 ΑΚ, ο κύριος του πράγματος μπορεί, εφόσον δεν προσκρούει στο νόμο ή σε δικαιώματα τρίτων, να το διαθέτει κατ’ αρέσκειαν και να αποκρούει κάθε ενέργεια άλλου πάνω σε αυτό, του δε άρθρου 1108 ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο, εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η αρνητική αγωγή ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του, που ασκεί επί του πράγματος, και όχι όταν προσβάλλεται με άλλο τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατ’ αυτού, που κατέχει το πράγμα. Διατάραξη της κυριότητας (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνον ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να τις ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια τη μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνο εξουσιών από την κυριότητα επί του πράγματος. Επιπροσθέτως, ο κύριος μπορεί να απαιτήσει και την αναγνώριση της κυριότητάς του στο επίδικο (άρθρο 70 ΚΠολΔ), όταν αυτή αμφισβητείται από τον εναγόμενο, οπότε η αγωγή έχει χαρακτήρα αρνητικής αγωγής του άρθρου 1108 ΑΚ, στην οποία έχει σωρευτεί παραδεκτά και αναγνωριστική αγωγή κυριότητας (ΑΠ 228/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1097/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 761/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα, που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, κατά νόμο, για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά, που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων, που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 860/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1597/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1023/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 119/2018, ΑΠ 1097/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 458/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου ειδικότερα περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και, μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Συγκεκριμένα, όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ώστε να είναι δυνατόν στον εναγόμενο μεν να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επιδίκου αντικειμένου, στο δικαστήριο δε να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτελέσεως. Η ανωτέρω αοριστία δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή σχεδιαγράμματα, εάν δεν προσαρτώνται στην αγωγή, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε με αναφορά απλή στη σχετική διάταξη του νόμου ή απλή μνεία αυτής, ούτε και με δικαστική ομολογία. Η περιγραφή, όμως, του ακινήτου μπορεί να γίνει και με την αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, γιατί έτσι μπορεί και ο εναγόμενος να αμυνθεί και να ταχθούν οι δέουσες αποδείξεις (ΑΠ 1597/2018 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., ΑΠ 860/2018 ό.π., ΑΠ 119/2018, ΑΠ 301/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 781/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1914/2014 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της υπό κρίση από 22/09/2015 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, κατά του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου, αναφέρεται σε αυτήν ότι η ενάγουσα τυγχάνει αποκλειστική κυρία ενός ακινήτου, επιφάνειας 1.440 τ.μ., κειμένου στην ενορία του Ιερού Ναού … στην …., όπως αυτό περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια, το οποίο απέκτησε με παράγωγο τρόπο, ήτοι με το υπ’ αρ. ./24-7-1990 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου …. ……., νομίμως μεταγεγραμμένο. Ότι, επικουρικά, έγινε κυρία του άνω ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο (τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία), καθόσον η ίδια και οι δικαιοπάροχοί της κατέχουν και νέμονται αυτό με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμους τίτλους συνεχώς από το 1850-1860 έως την άσκηση της αγωγής, ασκώντας επ’αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις. Ότι με την υπ’ αριθμ. 167/7-2-2014 απόφασή του το Δ.Σ. του εναγομένου Δήμου, επικαλούμενο την ύπαρξη δήθεν δημοτικής οδού εντός της άνω ιδιοκτησίας της, αποφάσισε την κατεδάφιση της περίφραξης του οικοπέδου της σε δύο σημεία ώστε να δημιουργηθεί δι’ αυτής λοξή διαμπερή δίοδος. Ότι, ακολούθως, τα προστηθέντα από τον εναγόμενο πρόσωπα -σε εκτέλεση της ως άνω απόφασης- κατεδάφισαν μέρος του μανδρότοιχου της ιδιοκτησίας της στην ανατολική πλευρά σε μήκος 2 μ. και σε απόσταση 28 μ. περίπου από το βόρειο όριό της (με επαρχιακή οδό), καθώς, επίσης, μέρος του ίδιου μανδρότοιχου της αυτής ιδιοκτησίας της στη δυτική του πλευρά, σε μήκος 1,8 μ. και σε απόσταση 18 μ. περίπου από το αυτό βόρειο όριό της (επαρχιακής οδού). Ότι έτσι δημιούργησαν παράνομα και αυθαίρετα λοξή δίοδο εντός της ιδιοκτησίας της, η οποία αρχίζει δυτικά από τη νεροσυρμή, διασχίζει την ιδιοκτησία της και καταλήγει νοτιοανατολικά στο νοτιοδυτικό όριο της όμορης ιδιοκτησίας ……, επί της οποίας τοποθέτησαν την πινακίδα με την επιγραφή «ΔΡΟΜΟΣ προς ΠΕΥΓΕΣ Δ. ΥΔΡΑΣ». Ότι οι παραπάνω έκνομες ενέργειες του εναγομένου Δήμου έλαβαν χώρα, προκειμένου να εξυπηρετηθούν συμφέροντα όμορων ιδιοκτητών, προσβάλλουν δε το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητάς της, το οποίο και διαταράσσουν, αφού από την ως άνω ιδιοκτησία της, της οποίας η αξία υπερβαίνει το ποσό των 250.000 ευρώ, ουδεμία απολύτως κοινόχρηστη – δημοτική – αγροτική οδός ή άλλο μονοπάτι διέρχεται. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, μετά τον ως άνω παραδεκτό περιορισμό των αιτημάτων της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ζήτησε να αναγνωριστεί: i) η κυριότητά της επί του ένδικου ακινήτου και ii) ότι ουδεμία κοινόχρηστη – αγροτική – δημοτική οδός, ατραπός ή μονοπάτι διέρχεται του ακινήτου της αυτού. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη αγωγή, καθ’ ο μέρος ζητείται με αυτήν η αναγνώριση της κυριότητας της ενάγουσας επί του επιδίκου, ευρισκομένου εντός του μείζονος ακινήτου, εδαφικού τμήματος, η κυριότητα του οποίου, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αμφισβητείται από τον εναγόμενο, δεν είναι αρκούντως ορισμένη, αφού δεν διαλαμβάνονται σε αυτή όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την πληρότητά της και τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, διότι το επίδικο εδαφικό τμήμα, που αποτελεί το αντικείμενο της δίκης αυτής, δεν περιγράφεται επακριβώς στην αγωγή, κατά θέση, όρια, μήκος και επιφάνεια, εντός του μείζονος ακινήτου, ούτε, άλλωστε, επισυνάπτεται στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, στο οποίο να αποτυπώνεται με ακρίβεια το επίδικο εδαφικό αυτό τμήμα (κατά θέση, προσανατολισμό, όρια, μήκος, επιφάνεια) και ως εκ τούτου, γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητα του επιδίκου εδαφικού τμήματος εντός του μείζονος ακινήτου. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 Κ.Πολ.Δ., των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του παραδεκτού της, απέρριψε την υπό κρίση αγωγή, καθ’ ο μέρος ζητείται η αναγνώριση της κυριότητας της ενάγουσας επί του επίδικου, εντός του μείζονος ακινήτου, εδαφικού τμήματος, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, ως προς την περιγραφή του, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος και, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τ’ αντίθετα, καθώς και ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν μπορούσε να προβεί στον έλεγχο αυτό αυτεπαγγέλτως, είναι απορριπτέος, αφενός μεν, κατά τ’ ανωτέρω, ως αβάσιμος, αφετέρου δε ως απαράδεκτος, καθ’ ο μέρος πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθώς η εκκαλουμένη δεν ερεύνησε την ουσία της υποθέσεως.

Περαιτέρω, το άρθρο 70 του ΚΠολΔ ορίζει ότι, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι μπορεί να αναγνωριστεί με αγωγή η ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομης σχέσης, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει προς τούτο έννομο συμφέρον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις για την έγερση αναγνωριστικής αγωγής είναι δύο, αφενός μεν η ύπαρξη έννομης σχέσης και αφετέρου η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση, που ρυθμίζεται από το δίκαιο και αναφέρεται σε πρόσωπο ή πράγμα, δημιουργεί δε δικαίωμα ή μπορεί με τη συνδρομή και άλλων όρων να καταλήξει σε δικαίωμα, για την έννομη προστασία του οποίου παρέχεται με την ως άνω διάταξη η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής (ΑΠ 493/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 134/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1914/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ (Ναυτ) 304/2016 Δημ. Νόμος). ΄Αρα, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής, διότι δεν είναι έννομες σχέσεις, η βεβαίωση απλών πραγματικών γεγονότων, η διαπίστωση νομικών γεγονότων και ο νομικός τους χαρακτηρισμός, όπως και η επίλυση αφηρημένων νομικών ζητημάτων, χωρίς σύνδεσή τους με συγκεκριμένη έννομη σχέση, της οποίας ζητείται με την αγωγή η προστασία. Τα δικαστήρια δεν έχουν γνωμοδοτική εξουσία, η άσκηση της οποίας έχει ανατεθεί σε άλλες δημόσιες αρχές και για ορισμένο μόνο κύκλο θεμάτων (ΑΠ 1914/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ (Ναυτ) 304/2016 ό.π., ΕφΠατρ 254/2016 Δημ. Νόμος, Β. Βαθ­ρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, εκδ. 1996, τόμος Α`, υπό άρθρο 70, αρ. 79). Συνεπώς, η παραπάνω διάταξη του άρθρου 70 του ΚΠολΔ είναι ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου και η απόφαση, που εκδίδεται επί της αναγνωριστικής αγωγής, τέμνει τη διαφορά όπως και επί καταψηφιστικής, παράγουσα δεδικασμένο περί της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας του δικαιώματος με τις συνέπειές του (ΑΠ 493/2018 ό.π., Ν. Νίκα, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ I [2000] υπό άρθρο 70 αρ. 1- Ε. Μπαλογιάννη σε X. Απαλαγάκη, «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας- Ερμηνεία κατ’ άρ­θρο», 3η εκδ. [2013], υπό το άρθρο 70, αρ. περιθ. 2, σελ. 161). Παρέπεται, ότι η αναγνωριστική αγωγή είναι αόριστη και απαράδεκτη, αν δεν γίνεται στο δικόγραφο καθόλου επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών γεγονότων, που εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον. Η κρίση του δικαστηρίου, όμως, για έλλειψη στο δικόγραφο κάποιου ή κάποιων από τα στοιχεία της βάσης της αγωγής, που απαιτούνται για την ολοκλήρωση του πραγματικού του κανόνα δικαίου δεν καθιστά την αγωγή αυτή αόριστη, αλλά αβάσιμη κατά το νόμο (ΑΠ 1914/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 254/2016 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η νομιμοποίηση των διαδίκων είναι η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, καθοριζόμενη, κατά κανόνα, ως προς το αντικείμενό της και τους φορείς της, από το ουσιαστικό δίκαιο (Ολ ΑΠ 18/2005, ΑΠ 40/2018 Δημ. Νόμος). Το υποκείμενο, που εμφανίζεται κατά το δίκαιο ως δικαιούχος, νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση του συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος, ενώ ο φερόμενος ως υπόχρεος νομιμοποιείται παθητικά. Η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει, κατά κανόνα, αμέσως από το νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή κάποτε και του δικονομικού δικαίου (βλ. αρθρ. 76). Το έννομο συμφέρον, (άρθρο 68) επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία στην αναγνωριστική αγωγή (άρθρο 70). Έτσι, το έννομο συμφέρον του ενάγοντος, που απαιτείται να υπάρχει για την άσκηση αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής, συνίσταται στην προσβολή από τον εναγόμενο του δικαιώματος του ενάγοντος, είτε με αποβολή και κατάληψη του επιδίκου πράγματος, είτε με άλλη ενέργεια ή παράλειψη ενέργειας, που έπρεπε να γίνει, είτε και με απλή αμφισβήτηση, εφόσον με αυτή δημιουργείται για το δικαίωμα σύγχυση και αμφιβολία, από την οποία απειλείται βλάβη, για την αποτροπή της οποίας η επιδιωκόμενη απόφαση αποτελεί πρόσφορο μέσο (Ολ ΑΠ 28/2008, ΑΠ 40/2018 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 1/2019 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικά την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα, δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, γιατί πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσης (ΑΠ 941/1997). Μεμονωμένα δηλαδή στοιχεία της έννομης σχέσης ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής (ΑΠ 134/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 4/1992 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ (Ναυτ) 304/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 81/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 3466/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 501/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2855/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 1625/2003 Δημ. Νόμος, Κ. Κεραμέα: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, γενικό μέρος (1986) σελ. 134 – 135, Κ. Μπέη σε Δίκη 12.172). Εξ ετέρου οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της συνδρομής εννόμου συμφέροντος και της νομιμοποίησης του διαδίκου, συνιστούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας (Ολ ΑΠ 28/2008, ΑΠ 40/2018 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 1/2019 Δημ. Νόμος, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές εμπραγμάτου δικαίου, Α` τόμος, 1 34 σελ. 344), αν δε δεν αποδειχθούν τα θεμελιωτικά της νομιμοποίησης περιστατικά η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επιδίκου δικαιώματος, και όχι για έλλειψη νομιμοποίησης (ΑΠ 40/2018 ό.π., ΑΠ 554/2016). Η έρευνα δε για την ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος, που εξετάζεται μάλιστα αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης (άρθρο 73 ΚΠολΔ), δεν είναι συνήθως ανεξάρτητη από την έρευνα του υπαρκτού ή ανυπάρκτου του ουσιαστικού δικαιώματος εκείνου που ενεργεί τη διαδικαστική πράξη. Έτσι το έννομο συμφέρον προορίζεται να περιορίσει τη δικαστική προστασία σε εκείνες μόνο τις περιπτώσεις, που η απόφαση, που θα ζητηθεί, είναι ικανή να συμβάλει στην προστασία των δικαιωμάτων εκείνου, που ζητά τη δικαστική προστασία. Ταυτόχρονα, επίσης, συμβάλλει εδώ στην πραγμάτωση του δικαίου και στην αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης, με άρση της αβεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπή κινδύνου βλάβης των συμφερόντων του ενάγοντος (ΑΠ 1914/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 508/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 254/2016 Δημ. Νόμος, Β. Βαθ­ρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, εκδ. 1996, τόμος Α`, υπό άρθρο 70, αρ. 79). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 966, 967, 968, 972, 1033 και 1192 εδ.1 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 51 Εισ.Ν.ΑΚ, προκειμένου να κριθεί μετά την εισαγωγή του ΑΚ η ιδιότητα ενός πράγματος ως εκτός συναλλαγής ή κοινοχρήστου και συνεπώς ανεπίδεκτου χρησικτησίας, συνάγεται ότι, μεταξύ των κοινοχρήστων πραγμάτων, περιλαμβάνονται και οι οδοί αδιακρίτως, άρα και οι δημοτικές ή κοινοτικές οδοί, οι οποίες εφ’ όσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο Δημόσιο. Οι δημοτικές ή κοινοτικές οδοί αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου πράγματος: α) από το νόμο, δηλαδή με το χαρακτηρισμό τους ως οδών από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα του σχεδίου πόλης, β) από τη βούληση των ιδιοκτητών, η οποία πρέπει να γίνει με νομότυπη δικαιοπραξία (όπως διαθήκη ή δωρεά) ή και με παραίτηση από την κυριότητα, με σκοπό να καταστεί το συγκεκριμένο ακίνητο κοινόχρηστο, η οποία, όμως, παραίτηση πρέπει να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που θα υποβληθεί σε μεταγραφή και γ) με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, την οποία προέβλεπε το προϊσχύον βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ν.3 παρ. 2, πανδ 43.7, ν.2 παρ. 8 πανδ. 39.3, ν.28 πανδ. 22.3) και σύμφωνα με την οποία η χρήση του πράγματος από κοινότητα ή δήμο ή από τους δημότες αυτών μπορούσε να προσδώσει σε ακίνητο την ιδιότητα του κοινοχρήστου, εφ’ όσον η αρχαιότητα στη χρήση αυτή, από ευρύτερο, αόριστο αριθμό προσώπων, υπήρξε συνεχής επί δύο γενεές, η κάθε μία των οποίων εκτείνεται σε σαράντα έτη και είχε συμπληρωθεί πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23-2-1946), ενόψει του ότι ο Κώδικας αυτός δεν αναγνωρίζει το θεσμό της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας (ΑΠ 451/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 137/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 723/2014 Δημ. Νόμος). Τα δε κοινόχρηστα πράγματα είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας (ΑΠ 723/2014 ό.π., ΑΠ 872/2001 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 666/2004 Δικογραφ. 2005. 266). Κατά τη διάταξη, επίσης, του άρθρου 1 του Ν.Δ/τος 31/1968 «Περί προστασίας της περιουσίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και ρυθμίσεως ετέρων τινών θεμάτων» [ΦΕΚ Α` 281], όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 62 του Ν. 1416/1984 [ΦΕΚ Α` 18] και αντικαταστάθηκε εκ νέου με την § 11 άρθρ. 1 του Ν. 2307/1995 [ΦΕΚ Α` 113], νομοθετικού διατάγματος του οποίου η ισχύς άρχισε από 2-12-1968 (άρθρ. 7) «Ως προς τα κτήματα των δήμων και κοινοτήτων εφαρμόζεται η νο­μοθεσία, που ισχύει εκάστοτε για την προστασία της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου εκτός από τα άρθρα 8 έως 20 του Α.Ν. 1539/1938» (βλ. ΑΠ 76/2007 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 2 § 1 του Α.Ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», η ισχύς της οποίας διατηρήθηκε και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΕισΝΑΚ και επεκτάθηκε και υπέρ των Δήμων και Κοινο­τήτων με το άρθρο 1 του Ν.Δ/τος 31/1968 «επί των αδέσποτων και των δημοσίων κτη­μάτων εν γένει νομεύς θεωρείται το Δημόσιον, έστω και αν ουδεμίαν ενήργησεν επ’ αυ­τών πράξιν νομής». Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 3 § 3 του ως άνω νό­μου (Α.Ν. 1539/1938), η οποία είναι ουσιαστικού δικαίου, «η νομή δεν επιδικάζεται εις τον ενάγοντα ιδιώτη, εφόσον το Δημόσιον ήθελε αποδείξει είτε ιδίαν αυτού κυριότη­τα, είτε ότι η κυριότητα δεν ανήκει στον ενάγοντα», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 4 § 1 του ίδιου νόμου «τα επί ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου εις ουδεμίαν υπόκεινται παραγραφήν». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Α.Ν. 1539/1938 προκύπτει ότι το Δημόσιο ή ο Δήμος, σε περίπτωση αυθαίρετης κατάληψης ακινήτου που ανήκει στην κυριότητά του από τρίτο, δεν στερείται τη νομή του (άρθρο 3 § 3 Α.Ν. 1539/1938 -ΟλΑΠ 8/2013 ΧρΙΔ 2013.511-). Στην προκειμένη περίπτωση, καθ’ ο μέρος ζητείται με την υπό κρίση αγωγή η αναγνώριση της κυριότητας της ενάγουσας και επί του υπολοίπου -πλην του επίδικου εδαφικού τμήματος- ακινήτου, επικαλείται ότι έχει στην κατοχή της το ακίνητο αυτό, από το έτος 1990 και ότι ο εναγόμενος Δήμος, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ουδέποτε αμφισβήτησε την κυριότητα αυτής επί του μείζονος, πλην του επιδίκου εδαφικού τμήματος, ακινήτου. Συνεπώς, εφόσον δεν υφίσταται αβεβαιότητα για την κυριότητα της ενάγουσας στην υπόλοιπη ιδιοκτησία της (πέραν του επιδίκου εντός του μείζονος ακινήτου εδαφικού τμήματος), δεν υφίσταται, κατά τη συζήτηση της αγωγής, έννομο συμφέρον της ενάγουσας για την άσκηση της αναγνωριστικής της κυριότητάς της αγωγής. Συνεπώς, η αγωγή – κατά το μέρος αυτό – πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθρο 73 ΚΠολΔ), απέρριψε, ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, την υπό κρίση αγωγή, καθ’ ο μέρος ζητείται η αναγνώριση της κυριότητας της ενάγουσας επί του μείζονος (πλην του επιδίκου εδαφικού τμήματος) ακινήτου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος και, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τ’ αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, το αίτημα να αναγνωριστεί ότι ουδεμία κοινόχρηστη – αγροτική – δημοτική οδός, ατραπός ή μονοπάτι διέρχεται του επίδικου ακινήτου της ενάγουσας, μετά και τον περιορισμό των αιτημάτων της αγωγής από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, είναι απορριπτέο, ως μη νόμιμο, διότι, κατ` άρθρο 70 ΚΠολΔ, αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής μπορούν να είναι μόνο έννομες σχέσεις, με την έννο­ια του δικαιώματος της υποχρέωσης ή του συμπλέγματος δικαιωμάτων και υποχρεώ­σεων και συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής η ιδιότητα μιας εδαφικής λωρίδας ως κοινόχρηστης, καθώς ζητείται η αξιολογική κρίση πραγματικών περιστατικών. Δεν αποτελεί δε έννομη σχέση, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η βεβαίωση απλών πραγματικών γεγονότων, η διαπίστωση νομικών γεγονότων και ο νομικός τους χαρακτηρισμός. Τα δικαστήρια, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν έχουν γνωμοδοτική εξουσία, η άσκηση της οποίας έχει ανατεθεί σε άλλες δημόσιες αρχές και για ορισμένο μόνο κύκλο θεμάτων. Αποφάσεις δε που δεν διαλευκαίνουν οριστικά την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα, δεν είναι ικανές, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, γιατί πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσης. Μεμονωμένα δηλαδή στοιχεία της έννομης σχέσης ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε το αίτημα αυτό της υπό κρίση αγωγής, όπως αυτή παραδεκτά περιορίστηκε, ως μη νόμιμο και ειδικότερα, καθ’ ο μέρος ζητείται να αναγνωριστεί ότι ουδεμία κοινόχρηστη – αγροτική – δημοτική οδός, ατραπός ή μονοπάτι διέρχεται του επίδικου ακινήτου της ενάγουσας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τ’ αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στην ως άνω κρίση και απέρριψε, για τους ως άνω λόγους, στο σύνολό της την υπό κρίση αγωγή, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος, ούτε προσέδωσε στους εφαρμοστέους κανόνες έννοια διαφορετική από την αληθινή, για το λόγο δε αυτό πρέπει μετά τη συ­μπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις παρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα από τους εναγόμενους.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 3546/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016) (βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-) (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου Δήμου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), τα οποία πρέπει να καταλογιστούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 και 3 του Ν. 3693/1957 (το οποίο, κατά το άρθρο 276 του Ν. 3463/2006, εφαρμόζεται και επί Δήμων -άρθρο 281 παρ. 2 του Ν. 3463/2006-), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝ ΚΠολΔικ, και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ’ αριθμ 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ β’ 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 (ΑΠ 40/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 569/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 66/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1498/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 714/2014 Δημ. Νόμος), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, στις 02/07/2019, στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 16/07/2019, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ