Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 427/2019

Αριθμός    427 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, E.T..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού εκκρεμούν οι : Α) από 10.10.2018 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2018 και Β) από 25.10.2018 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2018 εφέσεις κατά της υπ’ αριθμ. 3704/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων,  κατά την ειδική διαδικασία των  διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ.3 περ.α, 593-602, 610-613 ΚΠολΔ). Οι εφέσεις αυτές πρέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 246 Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με άρθρο 524 παρ.1 ίδιου κώδικα, να συνεκδικαστούν, λόγω της συνάφειας που υπάρχει μεταξύ τους, αλλά και διότι έτσι επιταχύνεται και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επί πλέον δε, επέρχεται και μείωση των εξόδων. Οι εν λόγω εφέσεις ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513, 516, 517 και 518 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.) γεγονός, άλλωστε, που δεν αμφισβητείται από κανένα διάδικο, δεν προκύπτει δε κάτι το αντίθετο από τη σχετική δικογραφία. Πρέπει,  επομένως,  εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής τους δεν απαιτείται η προκατάθεση παραβόλου,  που σημειωτέον εκ του περισσού κατατέθηκε από τον εκκαλούντα της υπό στοιχ.Α έφεσης, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση   δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 592 αριθμ.3 ΚΠολΔ (άρθρο 495 παρ.3εδ.τελ.ΚΠολΔ), ως η προκείμενη,  να γίνουν τυπικά δεκτές  και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα με την από 22.3.2017 και με αριθμό καταθέσεως ……./2017 αγωγή της, κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου και όπως αυτή νόμιμα περιορίστηκε με τις νομότυπα κατατεθειμένες πρωτόδικες προτάσεις της αλλά και με την προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την πρωτόδικη απόφαση πρακτικά, ζητούσε υπό την ιδιότητά της ως ασκούσα οριστικά την επιμέλεια του προσώπου των ανήλικων τέκνων της ……. και …., να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται ο εναγόμενος-πρώην σύζυγός της και πατέρας των ανηλίκων να της προκαταβάλλει, με την ανωτέρω ιδιότητά της και για λογαριασμό των τελευταίων, το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, ως μηνιαία συμμετοχή του στη διατροφή τους, το ποσό των  950 ευρώ και για τα δυο τέκνα, για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, καθώς τα τέκνα της αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους και στερούνται περιουσίας και εισοδημάτων, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, κηρυσσομένης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, να απειληθεί  σε βάρος του εναγομένου ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης χρηματική ποινή 1.500 ευρώ και προσωπική κράτηση (1) μηνός για κάθε παράβαση αυτής (απόφασης) και να υποχρεωθεί αυτός (εναγόμενος) στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.   Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμό 3704/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, αφού έκρινε καθ όλα ορισμένη και νόμιμη την αγωγή,  πλην των παρεπόμενων ως άνω αιτημάτων περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και  απαγγελίας χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγόμενου, έκανε εν μέρει δεκτή αυτήν ως βάσιμη και στην ουσία της και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα, υπό την ως άνω ιδιότητά της, εντός του πρώτου πενθημέρου  εκάστου μηνός και για χρονικό διάστημα τεσσάρων  ετών από την επομένη επίδοσης της αγωγής, ως τακτική σε χρήμα διατροφή και για δύο ανήλικα το ποσό των 785 ευρώ μηνιαίως, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας μέχρι την πλήρη εξόφληση, επέβαλε δε σε βάρος του τα πέραν των προκαταβληθέντων απ αυτόν δικαστικά έξοδα της ενάγουσας τα οποία όρισε στο ποσό των 1.130 ευρώ.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα οι διάδικοι,  ο μεν εναγόμενος με την ως άνω έφεσή του, για λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η δε ενάγουσα με την προαναφερόμενη έφεσή της για λόγους που συνίστανται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το ως άνω Δικαστήριο  και ζητούν, κατ ορθή εκτίμηση των δικογράφων : α) η μεν ενάγουσα να εξαφανιστεί η πρωτοβάθμια απόφαση ώστε να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η κρινόμενη αγωγή της και β) ο δε εναγόμενος τη μεταρρύθμισή της με σκοπό την μείωση της επιδικασθείσας σε βάρος του διατροφής.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 ΑΚ προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υφίσταται ο γάμος μεταξύ τους είτε έχει διακοπεί η συμβίωση τους ή έχει λυθεί ο γάμος τους, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους,  χωρίς να μπορούν  να αντιτάξουν την ένσταση διακινδύνευσης της δικής τους διατροφής, εκτός μόνο αν επικαλεσθούν και αποδείξουν ότι συντρέχει κάποια περίπτωση από αυτές που περιοριστικά μνημονεύονται στο άρθρο 1487 ΑΚ, δηλαδή ότι μπορεί να στραφεί το ανήλικο εναντίον άλλου υποχρέου  ή να διατραφεί από την περιουσία του. Το μέτρο της διατροφής από το νόμο μεταξύ των ανιόντων και κατιόντων, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευσή του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ` αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεώς του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις (ΑΠ 1384/2008, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΑΠ 1681/2005 ΕλλΔνη 2006. 410). Ως οικονομική δύναμη, με την οποία εκπληρώνεται η υποχρέωση συνεισφοράς των γονέων στη διατροφή των κοινών τους τέκνων, νοείται το εισόδημα από κάθε βιοποριστική πηγή (προσωπική εργασία, περιουσία ως το σύνολο των αποτιμητών σε χρήμα εννόμων σχέσεων και καταστάσεων, εκμίσθωση περιουσιακών στοιχείων), ο δε προσδιορισμός του ύψους τούτου γίνεται βάσει της κινητής και της ακίνητης περιουσίας του υπόχρεου (ΕφΑΘ 7359/85 ΝοΒ 1986. 413), λαμβανομένου επίσης υπόψη και του εισοδήματος που θα μπορούσε να αποκομίσει ο κάθε γονέας αξιοποιώντας καταλλήλως τις πνευματικές και σωματικές του δυνάμεις και ικανότητες καθώς και την τυχόν υπάρχουσα απρόσοδη περιουσία που οφείλει να καταστήσει παραγωγό (ΕφΠατρ 746/2003 ΑχΝομ 2004. 173). Σε κάθε περίπτωση, για τον υπολογισμό της αναλογίας συμβολής του κάθε γονέα για τη διατροφή των τέκνων, λαμβάνεται υπόψη, μαζί με τα άλλα στοιχεία (προσωπική εργασία, εισοδήματα και περιουσία, χωρίς καμία διάκριση ανάμεσα στις δυνάμεις αυτές, ΑΚ 1389), ακόμη και η απρόσοδη περιουσία (ΕφΠατρ 480/2004 ΑχΝομ 2005. 179), αφού ο προσδιορισμός του ύψους των οικονομικών δυνάμεων των υπόχρεων γίνεται – μεταξύ άλλων – βάσει τόσο της κινητής όσο και της ακίνητης περιουσίας τους (ΕφΑΘ 7359/1985 ΝοΒ 1986. 413), η δε ανάγκη ρευστοποιήσεως της τυχόν υπάρχουσας απρόσοδης περιουσίας κρίνεται κάθε φορά από τις συγκεκριμένες περιστάσεις σύμφωνα με την επιταγή του Νόμου για συνεισφορά των γονέων ανάλογα με τις δυνάμεις τους (ΟλΑΠ 9/1991 ΕλλΔνη 1992. 1429, ΑΠ 1638/2002 ΕλλΔνη 2003. 728, ΕφΘεσ 2223/00 Αρμ 2001. 791). Ακολούθως, από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 και 1489 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει ότι ο γονέας, που ενάγεται ως υπόχρεος χρηματικής διατροφής τέκνου, έχει τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να προβάλει αμυνόμενος, για τη μερική κατάλυση της αγωγής, ότι υπάρχει και άλλος γονέας, ο οποίος έχει οικονομικές δυνάμεις με τις οποίες, σε αναλογία προς τις δυνάμεις του εναγομένου, αν η έγγαμη συμβίωση εξακολουθούσε, θα υπείχε και εκείνος υποχρέωση συνεισφοράς στη διατροφή του κοινού τέκνου, με συνέπεια τον αντίστοιχο περιορισμό της υποχρέωσης του εναγομένου. Η προβολή του ισχυρισμού αυτού λειτουργεί ως ένσταση. Ωστόσο όμως, στην περίπτωση που με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος το οποίο κατά την άποψη του ενάγοντος πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού και του άλλου γονέως (του εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρισης του ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου (ΕφΘεσ 1101/2002, ΕφΠειρ 309/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων,  οι οποίες δόθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά,  από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία (έγγραφα)  λαμβάνονται υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους   έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), χωρίς, όμως, να ληφθούν υπόψη οι προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εκκαλούσα από 14.12.2018, 19.10.2018 και 26.10.2018 βεβαιώσεις των  ……….. αντίστοιχα,  οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθ` όσον πρόκειται για ανωμοτί βεβαιώσεις τρίτων , που,  κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ως συνάγεται από το ως άνω χρόνο σύνταξής τους και το περιεχόμενό τους,  έγιναν για να χρησιμεύσουν στην παρούσα εκκρεμή δίκη, (βλ. σχετ. OλAΠ 8/1987 EλλΔνη 28.628, ΑΠ 394/2012, ΑΠ 524/2018, δημοσιευμένες στη Νόμος) και  από  τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο  336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν στις 1.5.2010 στον Πειραιά νόμιμο θρησκευτικό γάμο, από τον οποίο απέκτησαν  δύο ανήλικα τέκνα, την ……. και την …., που γεννήθηκαν στις 2.5.2012 και 2.8.2013 αντίστοιχα.. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά, από λόγους που δεν αφορούν την κρινόμενη υπόθεση, και ο γάμος τους λύθηκε κοινή συναινέσει με την με αριθμό 1757/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, που, ως συνομολογείται από τους διαδίκους, έχει καταστεί αμετάκλητη. Με την ίδια ως άνω απόφαση επικυρώθηκε το από 9.10.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό των διαδίκων με το οποίο αυτοί συμφώνησαν α) η  επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων να ασκείται αποκλειστικά από την ενάγουσα β) τον τρόπο επικοινωνίας του εναγόμενου-πατέρα των ανηλίκων με αυτά γ) το ποσό της διατροφής που ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει  σ αυτά, που συμφώνησαν να ανέρχεται, λαμβανομένων υπόψη των τότε μηνιαίων εισοδημάτων του εναγόμενου, που μεταβλήθηκαν στην πορεία, κατά τα παρακάτω αναφερόμενα, στο ποσό των 750 ευρώ μηνιαίως και για τα δύο, αρχής γενομένης από τον Οκτώβριο του 2014 και για μία διετία και γ) διένειμαν την κοινή τους κινητή περιουσία, συμφωνώντας στην μεταφορά σε προσωπικούς λογαριασμούς εκάστου των διαδίκων των ποσών που ανήκουν στον καθένα, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους με διαδικτυακά μηνύματα που αντάλλαξαν, από τα οποία προκύπτει ότι η μεν ενάγουσα έλαβε το ποσό των 164.750 ευρώ ο δε εναγόμενος, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα απ αυτόν στην ένδικη έφεσή του και το σχετικό λόγο αυτής,  το ποσό των 90.750 ευρώ και όχι αυτό των 53.810 ευρώ που αυτός επικαλείται  (βλ. ιδίως  το από 11.9.2014 email του εναγόμενου απευθυνόμενο προς την ενάγουσα, στο οποίο αναλύει τον τρόπο διανομής των τραπεζικών τους καταθέσεων κοινών και ατομικών και τι αναλογεί στον καθένα). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τα ως ανήλικα τέκνα των διαδίκων, ηλικίας περίπου 5 και 4 ετών αντίστοιχα,  κατά την άσκηση της αγωγής, δεν έχουν περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή και λόγω της ηλικίας τους αδυνατούν βεβαίως να ασκήσουν βιοποριστική εργασία. Επομένως και οι δύο γονείς  τους, ενόψει των προαναφερομένων στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ.ΙΙΙ)  έχουν υποχρέωση να τα διατρέφουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Ο εκκαλών-εφεσίβλητος-εναγόμενος πατέρας των ανηλίκων μέχρι και τον Απρίλιο του έτους 2015 εργαζόταν  ως ιδιωτικός υπάλληλος με την ειδικότητα του υπεύθυνου ηλεκτρονικού εμπορίου στην εταιρία ………. με σύμβαση αορίστου χρόνου αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών, ανερχόμενων στο ποσό των 4.545 ευρώ. Στις 29.4.2015 η ως άνω εργοδότριά του εταιρία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, καταβάλλοντάς του τη νόμιμη αποζημίωσή του, ύψους 10.605 ευρώ και κατέστη άνεργος, προσληφθείς, μόλις,  το Φεβρουάριο του 2018 από την εταιρία του ξαδέλφου του «…………» , με την ειδικότητα του εργάτη, αντί μικτών αποδοχών, ανερχόμενων στο ποσό των 649,29 ευρώ και καθαρών 580 ευρώ περίπου, που ισχυρίσθηκε πρωτόδικα αλλά και στο σχετικό λόγο της ένδικης έφεσής του ότι είναι τα μοναδικά του εισοδήματα. Ωστόσο, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι ο εναγόμενος  από τον Απρίλιο του έτους 2015 μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2015 συνέχισε να καταβάλει στην ενάγουσα, για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων του, το χρηματικό ποσό των 750 ευρώ, το οποίο αναπροσάρμοσε μονομερώς στο ποσό των 350 ευρώ, επικαλούμενος σ αυτήν, την αλλαγή της εργασιακής του κατάστασης. Μισθώνει οικία καταβάλλοντας το ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως, προσαυξημένο με τις δαπάνες κοινοχρήστων και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, επιβαρύνεται δε με έξοδα διαβίωσης, που ο ίδιος στην  από 7.2.2017 και με αριθμό καταθέσεως ……/2017 αίτησή του που απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με το οποίο ζητούσε τη μεταρρύθμιση της με αριθμό 1757/2015 απόφασης, ως προς το κεφάλαιο της υποχρέωσης καταβολής απ αυτόν μηνιαίας διατροφής για τα δύο ανήλικα, αιτούμενος να οριστεί από το ποσό των 750 ευρώ  και για τα δύο σ αυτό των 350 ευρώ, ισχυριζόταν  ότι ανέρχονται στο ποσό των 1.000 ευρώ τουλάχιστον. Έχει δε στην κατοχή του δύο οχήματα, το με αριθμό κυκλοφορίας ……. αυτοκίνητο,  1500 κυβικών, έτους κυκλοφορίας 2014 και μία μηχανή, ήτοι την με αριθμό κυκλοφορίας ………, βαρυνόμενος με το σχετικό κόστος συντήρησής τους.. Ως εκ τούτου, ενόψει όλων των ως άνω αποδειχθέντων, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας,  κατά την κρίση του Δικαστηρίου,  ο εναγόμενος-εκκαλών  πέραν των ως άνω εισοδημάτων που «επισήμως» αποκομίζει από την εργασία του στην ως άνω επιχείρηση του ξαδέλφου του  έχει  αδήλωτα έσοδα και από άλλες δραστηριότητές του και δη από την ενασχόλησή του με το ηλεκτρονικό εμπόριο, λόγω της από  ως άνω ειδικότητάς του και της μακροχρόνιας εμπειρίας του σ αυτό, που του αποφέρουν μηνιαία εισοδήματα, ανερχόμενα τουλάχιστον στο ποσό των 1000 ευρώ.  Άλλωστε, με τα επικαλούμενα απ αυτόν ως άνω μηνιαία εισοδήματά του, ήτοι αυτά των 580 ευρώ αφ ενός μεν δε μπορεί να δικαιολογηθεί η από μέρους του συντήρηση δύο οχημάτων,  η μίσθωση οικίας 450 ευρώ και το επικαλούμενο απ αυτόν κόστος διαβίωσής του, ύψους 1.000 ευρώ μηνιαίως. Συνεπώς, τα μηνιαία εισοδήματά του ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των 1.600 ευρώ μηνιαίως, ως ορθώς δέχτηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και όχι σ αυτό των 2.500 ευρώ μηνιαίως,  ως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα-εκκαλούσα  με την ένδικη έφεσή της και το σχετικό λόγο αυτής ή μόνο 580 ευρώ καθαρά, ήτοι όσο ο ως άνω μηνιαίος μισθός του, ως καθ υπερβολή επικαλείται ο εναγόμενος στην ένδικη έφεσή του και το σχετικό λόγο αυτής.  Άλλα εισοδήματα ή άλλη κινητή και ακίνητη περιουσία, πλην των προαναφερομένων, δεν αποδείχθηκε ότι έχει ο εναγόμενος-εκκαλών, ούτε επιβαρύνεται εκ του νόμου με έξοδα διατροφής τρίτου προσώπου, πλην των ως άνω ανηλίκων θυγατέρων του,  αντιμετωπίζει δε  τις συνήθεις διατροφικές ανάγκες τις οποίες αντιμετωπίζουν άτομα της αυτής με τον εναγόμενο ηλικίας (ο εναγόμενος, γεννηθείς στις 13.11.1977,  κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής διήνυε το 40ο της ηλικίας του), κοινωνικής και προσωπικής κατάστασης.   Εξάλλου η μητέρα της ανήλικης, η οποία από το έτος 2012 έως και  τα μέσα Ιουνίου 2017 εργαζόταν ως στέλεχος εμπορικού της εταιρίας  …….., αντί μικτών αποδοχών ανερχόμενων τον Ιανουάριο του 2017 στο ποσό των 2.104 ευρώ  και καθαρά 1.461,84 ευρώ, κατά το χρόνο συζήτησης πρωτόδικα της κρινόμενης αγωγής, απασχολούνταν ως Διευθύνουσα  Σύμβουλος στο Κολλέγιο Τεχνολογίας «…….”, αντί μικτών αποδοχών 2.980 ευρώ και καθαρών 1900 ευρώ μηνιαίως,    χωρίς στο  ποσό αυτό να συνυπολογίζονται και τα μπόνους που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας,  μετά βεβαιότητας της καταβάλλονταν, λόγω της φύσεως της ως άνω εργασίας της,  μη επακριβώς καθ ύψος προσδιορισθέντα πάντως  ουδόλως ευκαταφρόνητα.  Άλλωστε, το γεγονός, ότι η ενάγουσα όλα τα χρόνια εργασίας της, λόγω της φύσεως αυτής, στις ως άνω εργοδότριές της εταιρίες ελάμβανε μπόνους, ομολογήθηκε σ ανύποπτο χρόνο από την ίδια στα διαδικτυακά μηνύματα που αντάλλαξε με τον εναγόμενο, στα πλαίσια της διανομής των τραπεζικών καταθέσεών τους, στα οποία παραδέχεται, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις της στην ένδικη έφεσή της, ότι κατά τη διάρκεια του γάμου τους τα μπόνους της από την εργασία της ανήλθαν περί το ποσό των 83.000 ευρώ ( βλ. ιδίως τα από 11.9.2014 και 8.10.2014 email της ενάγουσας προς τον εναγόμενο, στα οποία η ίδια κάνει αναφορά για τα μπόνους που λάμβανε από την εργασία της και το ύψος αυτών). Τυγχάνει ιδιοκτήτρια της κάτωθι κινητής και ακίνητης περιουσίας και δη: 1) ενός διαμερίσματος του 4ου ορόφου, επιφανείας 102 τμ, στη διεύθυνση ……..,  στον Πειραιά, που της ανήκει κατά ποσοστό 100%, στο οποίο διαμένει με τις ανήλικες κόρες της και 2) μίας κατοικίας του τρίτου ορόφου, επιφανείας 71 τμ, στην ίδια ως άνω διεύθυνση, στην οποία έχει ποσοστό συγκυριότητας  80% και γ) του με αριθμό κυκλοφορίας …….. ΙΧΕ αυτοκινήτου, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2009,  ως προκύπτει από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον εκκαλούντα με αριθμ.πρωτ…./4.3.2019 έγγραφο της ΑΑΔΕ  (Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων). Από το ίδιο ως άνω έγγραφο προκύπτει ότι η ίδια η ενάγουσα για τα ως άνω φορολογικά έτη 2016 και 2017  δήλωσε ποσό 614,57 ευρώ και 248,85 ευρώ αντίστοιχα ετησίως από επιχειρηματική δραστηριότητά της  και έσοδα από ακίνητη περιουσία 2.584 ευρώ και 2736 ευρώ αντίστοιχα, στοιχείο  που σε συνδυασμό αφ ενός μεν  με την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη απ αυτήν αναλυτική κατάσταση για τα μισθώματα ακίνητης περιουσίας φορολογικού έτους 2017 και την κατάθεση της επιμελεία της εξετασθείσας πρωτόδικα μάρτυρος αποδεικνύουν ότι εσοδεύει μηνιαίως από μίσθωση ακίνητης περιουσίας της μίσθωμα ανερχόμενο στο ποσό των 220 ευρώ τουλάχιστον. Άλλα εισοδήματα, πόρους και περιουσία  (κινητή και ακίνητη) δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει η εκκαλούσα-ενάγουσα. Διαμένει, κατά τα προαναφερόμενα, με τις ανήλικες  κόρες της  στην ως άνω ιδιόκτητη κατοικία της και ως εκ τούτου δε βαρύνεται με δαπάνες στέγασης, έχοντας να αντιμετωπίσει τις συνήθεις λειτουργικές δαπάνες αυτής (θέρμανση, κοινόχρηστα, ηλεκτροφωτισμός, ύδρευση κλπ), σημειουμένου ότι αυτή απασχολεί επιπλέον, σχεδόν επί καθημερινής βάσεως,  γυναίκα για την απασχόληση-φύλαξη των ανηλίκων και αρωγή της στις οικιακές εργασίες, αντί μηνιαίου μισθού 400 ευρώ.  Αντιμετωπίζει δε τις συνήθεις διατροφικές ανάγκες, τις οποίες αντιμετωπίζουν άτομα της αυτής με την ενάγουσα ηλικίας (η ενάγουσα γεννήθηκε στις 22.2.1979) και κοινωνικής και προσωπικής κατάστασης. Ενόψει όλων των ως άνω αποδειχθέντων, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας,  κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ενάγουσα-εκκαλούσα,  από τις ως άνω δραστηριότητές της (εργασία της,  επιχειρηματική της δραστηριότητα, εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας) , κατά το κρίσιμο χρόνο συζήτησης της ένδικης υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποκέρδαινε μηνιαίο εισόδημα ανερχόμενο τουλάχιστον στο ποσό των 2.500 ευρώ.  Αποδείχτηκε, βέβαια, ότι αυτή, κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης υπόθεσης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου δεν εργάζεται, καθώς  η σύμβαση εργασίας της  στην εταιρία ….. καταγγέλθηκε στις 6.7.2018, κατά την οποία και έλαβε η ενάγουσα ως ποσό αποζημίωσης αυτό των 6.953,33 ευρώ. Όμως, ως και η ίδια ομολογεί στην ένδικη έφεσή της (σελ.20 αυτής),  δύναται και προτίθεται στο άμεσο μέλλον  να ανεύρει εργασία, ανάλογη της προηγούμενης, από την οποία θα μπορεί να αποκομίζει ισάξιο εισόδημα έτσι ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί, ως υποχρεούται εξάλλου, στις γονεϊκές της  υποχρεώσεις.     Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, φοιτούσαν, λόγω της ηλικίας τους,  σε βρεφονηπιακό σταθμό, αντί μηνιαίας δαπάνης, ποσού 480 ευρώ, η οποία, ως ομολογείται από την ενάγουσα, καταβαλλόταν μέχρι και τον Ιούνιο του 2017, αφού, έκτοτε, και δη από το Σεπτέμβριο του 2017 οι ανήλικες φοιτούν σε δημόσιο ολοήμερο δημοτικό σχολείο. Για την ασφάλιση των ανήλικων  (ασφάλιση ζωής) σε ιδιωτική εταιρία  απαιτείται το ποσό 636 ευρώ ετησίως και για την ασφάλιση υγείας τους το ποσό των 320,08 ετησίως, ήτοι  53 ευρώ και 26,67 ευρώ μηνιαίως και για τις δύο αντίστοιχα. Πηγαίνουν και οι δύο στο κολυμβητήριο, αντί μηνιαίας δαπάνης ποσού 60 ευρώ, γυμνάζονται, αντί μηνιαίας δαπάνης, ποσού 65 ευρώ το μήνα για αμφότερες και παρακολουθούν μαθήματα μπαλέτου, η …… και ρυθμικής η ….., αντί μηνιαίας δαπάνης ποσού 70 ευρώ και για τις δύο.  Δεν αποδείχθηκε,  όμως, ότι καταβάλλονται δίδακτρα για ωδείο, ποσού 30 ευρώ και για τα δύο τέκνα, ως ισχυρίζεται η ενάγουσα στην κρινόμενη αγωγή της, αφού,  αυτή, σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες δραστηριότητές τους,  ουδόλως προσκομίζει κάποιο έγγραφο, απόδειξη καταβολής της  εν λόγω δαπάνης ή  βεβαίωση παρακολούθησης της προαναφερόμενης δραστηριότητας. Τέλος τα ανήλικα,  όπως προαναφέρθηκε,  διαμένουν με τη μητέρα τους σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας της και ως εκ τούτου δε βαρύνονται  με δαπάνες στέγασης παρά μόνο με την αναλογία τους στις λειτουργικές δαπάνες της κατοικίας αυτής, ως αυτές προεκτέθηκαν.  Οι λοιπές δαπάνες των ανηλίκων για τροφή, ένδυση, υπόδηση, ψυχαγωγία, αγορά σχολικών ειδών και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη  είναι οι συνήθεις δαπάνες που απαιτούνται για ανήλικα τέκνα της ηλικίας τους,  των οποίων οι γονείς έχουν το ίδιο  κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο διαβίωσης με εκείνο των δικών τους γονέων. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το δικαστήριο κρίνει ότι, για την ανάλογη με τις ανάγκες των προαναφερόμενων ανηλίκων  διατροφή, όπως αυτές προκύπτουν από τις σημερινές συνθήκες της ζωής τους και συγκεκριμένα τις ανάγκες τους για στέγαση, ένδυση, διατροφή, εκπαίδευση, αγορά σχολικών ειδών, ιατρική παρακολούθηση, ψυχαγωγία και εν γένει συντήρησή τους απαιτείται, λαμβανομένων υπόψη και των ως άνω οικονομικών δυνάμεων των γονέων τους, νοουμένων ως τέτοιων, ενόψει και της προηγηθείσα νομικής σκέψης, των προαναφερόμενων εισοδημάτων τους από κάθε βιοποριστική πηγή (προσωπική εργασία, κινητή και ακίνητη περιουσία τους, ως και του εισοδήματος που αποκομίζουν ή θα μπορούσαν αυτοί να αποκομίσουν αξιοποιώντας καταλλήλως τις πνευματικές και σωματικές τους δυνάμεις και ικανότητες, κατά τα προαναφερόμενα)  απαιτείται και για τα δύο το ποσό των 1.400 ευρώ μηνιαίως, απορριπτομένου του πέραν του ανωτέρω προσδιορισθέντος αιτουμένου από την ενάγουσα-εκκαλούσα με την ένδικη αγωγή και το σχετικό λόγο εφέσεώς της ποσού των 1.900 ευρώ μηνιαίως ως υπερβολικού  και αναπόδεικτου και ως εκ τούτου ουσία αβάσιμου.  Από το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό ο εναγόμενος πατέρας τους είναι σε θέση, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική του δυνατότητα και την προσωπική του κατάσταση, συσχετιζόμενη με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της ενάγουσας μητέρας των ανηλίκων, να καλύψει, για το επίδικο χρονικό διάστημα, μέρος της απαιτούμενης γι αυτά μηνιαίας διατροφής τους και δη το ποσό των 600 ευρώ. Το υπόλοιπο μέρος της δικαιούμενης διατροφής των ανηλίκων,   ήτοι το ποσό των 800 ευρώ βαρύνει την ενάγουσα-μητέρα τους,  με την παροχή των προσωπικών της υπηρεσιών στη φροντίδα και ανατροφή τους που είναι αποτιμητές σε χρήμα και συνδέονται σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής με τη συνοίκηση μαζί τους  καθώς και με τα εισοδήματα που μπορεί να αποκομίζει  από τις ως άνω δραστηριότητές της.  Πρέπει να σημειωθεί ότι ο επιμερισμός αυτός της απαιτουμένης για τα ανήλικα  διατροφής, μεταξύ των γονέων τους- διαδίκων, γίνεται  αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, κατά την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, χωρίς να απαιτείται η υποβολή ένστασης συνεισφοράς και της μητέρας τους εκ μέρους του εναγομένου,  δεδομένου ότι με την αγωγή ζητείται όχι ολόκληρο το ποσό της απαιτουμένης για τις εν λόγω ανήλικες διατροφής, αλλά μόνο το ποσό που αντιστοιχεί στην υποχρέωση συμμετοχής του εναγομένου στη διατροφή αυτή, μετά την αφαίρεση της συμμετοχής της μητέρας τους.     Σύμφωνα με τα παραπάνω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε διαφορετικά σε σχέση με την παρούσα, ως προς τις διατροφικές ανάγκες των ανηλίκων, που αυτό προσδιόρισε στο ποσό των 1.745 ευρώ μηνιαίως  και για τα δύο καθώς και ως προς τα μηνιαία εισοδήματα της ενάγουσας, που κατά την εκκαλουμένη ανέρχονται  στο ποσό των 1.900 ευρώ μηνιαίως, κατά τα  ειδικότερα αναφερόμενα σ αυτήν και κατόπιν τούτου  έκρινε ότι ο εναγόμενος-πατέρας τους μπορεί και υποχρεούται να καταβάλει ως μηνιαία διατροφή τους το ποσό των 785 ευρώ και για τα δύο, του υπολοίπου αναγκαίου για τη διατροφή τους ποσού καλυπτόμενο από την ενάγουσα,  έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, ως βάσιμα παραπονείται ο εκκαλών-εναγόμενος με τους σχετικούς λόγους της έφεσής του (1ο και 4ο λόγο),  κατ ορθή εκτίμησή τους.     Σύμφωνα με τα παραπάνω πρέπει, αφού απορριφθεί η υπό στοιχ.Β έφεση της εκκαλούσας ως ουσία αβάσιμη,   να γίνει δεκτή η υπό στοιχ.Α έφεση ως βάσιμη και στην ουσία της,  να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της και δη αναγκαίως  και κατά τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης   για τον καθορισμό της οποίας (δαπάνης) από την εκκαλουμένη παραπονείται ο εκκαλών  με το σχετικό υπό στοιχ.5 και τελευταίο  λόγο της εφέσεώς του, που καθίσταται πλέον,  ενόψει των προαναφερομένων αλυσιτελής. Και τούτο διότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 535 παρ. 1, 176, 178, 183, 189 παρ. 1 περ. γ` και 191 ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι το Εφετείο, που εξαφανίζει είτε εν όλω είτε εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση και αποφασίζει οριστικώς επί της υποθέσεως, εξαφανίζει και την περί δικαστικών εξόδων διάταξη της τελευταίας και προσδιορίζει τα δικαστικά έξοδα για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον, όπως εν προκειμένω, προβάλλεται σχετικό αίτημα του διαδίκου (ΑΠ 192/1998, δημοσιευμένη στη Νόμος). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο για κατ’ ουσίαν έρευνα,  πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή  η ένδικη αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται  ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων  των διαδίκων, ως τακτική μηνιαία διατροφή τους,  το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ και για τις δύο για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών από την επομένη επίδοσης της αγωγής, εντός του πρώτου πενθημέρου  εκάστου μηνός, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα, τέλος,  των διαδίκων εκάστης έφεσης,  εκτός αυτών που έχουν προκαταβληθεί και βαρύνουν τον εναγόμενο, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους,  διότι πρόκειται για διαφορά ανάμεσα σε γονείς και τα τέκνα αυτών (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται  ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ  θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που εκ του περισσού κατατέθηκε,  για την άσκηση της προκείμενης εφέσεως που έγινε δεκτή στον ως άνω ενάγοντα-εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους

Συνεκδικάζει τις Α) από 10.10.2018 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2018 και Β) από 25.10.2018 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2018 εφέσεις κατά της υπ’ αριθμ. 3704/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 25.10.2018 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2018   έφεση.

Δέχεται τυπικά και κατ ουσίαν την από 10.10.2018 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2018 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση .

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγήΑναγνωρίζει ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα, για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων  των διαδίκων, ….. και ……, ως τακτική μηνιαία διατροφή τους,  το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών από την επομένη επίδοσης της αγωγής, εντός του πρώτου πενθημέρου  εκάστου μηνός, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, πέραν των προκαταβληθέντων,  από τον εναγόμενο.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου  με κωδικό ………, ποσού εκατό (100) ευρώ   στον τελευταίο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  16-7-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ