Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 437/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 437/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Η από 30.10.2017 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. …/2017 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 3793/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, συνεκκαλουμένης της 2638/2013 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία την από 25.8.2010 (υπ’ αριθμ. κατ. …./2010) αγωγή της εφεσίβλητης και δέχθηκε αυτή, έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν με επιμέλεια της εφεσίβλητης στις 28.9.2017 (βλ. την υπ’ αριθμ. …/28.9.2017 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .-……………. . στον Υπουργό Οικονομικών) και η έφεση ασκήθηκε στις 30.10.2017, ημέρα Δευτέρα. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ Δικαστήριο, τυπικά δεκτή και ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια τακτική διαδικασία.

Με την ως άνω από 25.8.2010 αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη υποστήριξε ότι κατέστη κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση και όρια αγροτεμαχίου, κείμενου στη θέση .. ή .. . ή .. της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας συνολικής έκτασης 280 τετρ.μέτρων κατά τον τίτλο και κατά τη μέτρηση του Κτηματολογίου, όπου έχει ΚΑΕΚ ……, με παράγωγο τρόπο και δη με αγορά από την κυρία αυτού ……., δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/8.6.1993 συμβολαίου αγοράς της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Ότι άλλως κατέστη κυρία του παραπάνω ακινήτου, με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με χρησικτησία, αφού ήδη προ του έτους 1850, οι απώτατοι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, η οικογένεια …………….υ χρησιδέσποζαν επ’ αυτού διανοία κυρίων, με καλή πίστη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου άλλως σε βάρος της Κοινότητας Αμπελακίων, η οποία χρησιδέσποζε διανοία κυρίου, με καλή πίστη από το έτος 1821 σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και μέχρι την 11.9.1915, στις εκτάσεις που εκείνη κατείχε και πριν από αυτή, οι κάτοικοι-οικογένειες της περιοχής που ήταν αρβανίτικης καταγωγής και σε βάρος της οποίας (Κοινότητας) χρησίδεσποσε στη συνέχεια και η απώτερη δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ……………. ……………. που αγόρασε με το υπ’ αριθμ. ../1961 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών ……………. ., νομίμως μεταγραφέντος το ένδικο ακίνητο ως μέρος ευρύτερης έκτασης από την οικογένεια …………….. και με τη σειρά της η προαναφερόμενη άμεση δικαιοπάροχος της ενάγουσας ….. που αγόρασε από την . ……………. το επίδικο ακίνητο με το υπ’ αριθμ. ./1982 συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών ……., ομοίως νομίμως μεταγραφέντος, προσμετρουμένου στο χρόνο χρησικτησίας της ενάγουσας, του χρόνου των ανωτέρω δικαιοπαρόχων της, που εκμεταλλεύονταν το εν λόγω ακίνητο με γεωργική καλλιέργεια και βόσκηση ζώων. Επειδή κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης του παραπάνω ακινήτου, το Ελληνικό Δημόσιο πρόβαλε δικαίωμα κυριότητας επ’ αυτού και τούτο καταχωρήθηκε στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμπελακίων Σαλαμίνας ως πλήρους κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στο 100%, ζητούσε η ενάγουσα να αναγνωρισθεί ότι αυτή είναι η αποκλειστική κυρία του εν λόγω αγροτεμαχίου και να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή που καταχωρήθηκε στο παραπάνω βιβλίο, ώστε να αναγραφεί η ενάγουσα κυρία αυτού σε ποσοστό 100% με βάση τον τίτλο που επικαλείται.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη συνεκκαλούμενη 2638/2013 απόφασή του απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής περί παράγωγου τρόπου κτήσης της κυριότητας ως αόριστη, καθώς η ενάγουσα δεν ανέφερε ποιος ήταν ο απώτατος δικαιοπάροχός της που βρισκόταν εν ζωή κατά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους και εάν αυτός κατείχε κάποιο τίτλο έστω και άκυρο, βάσει του οποίου αναγνωρίσθηκε κύριος του ένδικου ακινήτου από το Οθωμανικό Δημόσιο και στη συνέχεια από το Ελληνικό Δημόσιο ή από την Κοινότητα Αμπελακίων και ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής περί κτήσης κυριότητας του ένδικου ακινήτου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει τακτικής χρησικτησίας, διότι ο εν λόγω τρόπος κτήσεως έχει αποκλεισθεί από το προϊσχύσαν του Α.Κ. βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Αντίθετα, το Δικαστήριο έκρινε νόμιμη την επικουρική αγωγική βάση αφενός περί συμπληρώσεως έκτακτης χρησικτησίας επί του επιδίκου εκ μέρους των απώτατων δικαιοπαρόχων της ενάγουσας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι και την 11.9.1915, ήτοι κατά το μέρος που η ενάγουσα επιχειρεί να θεμελιώσει την κυριότητά της επί του επιδίκου σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, προσμετρώντας στο χρόνο νομής της το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων της, αφετέρου περί κτήσης κυριότητας επί του επιδίκου με τα προσόντα του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Περαιτέρω, το ίδιο Δικαστήριο ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου: 1) να προσκομισθεί, με επιμέλεια της ενάγουσας, σχετικό έγγραφο από την αρμόδια προς τούτο υπηρεσία, δηλαδή από το Δήμο Σαλαμίνας ή από τη Νομαρχία Πειραιά ή από την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή από το οποίο να προκύπτει εάν στην Κυνοσούρα Σαλαμίνας υφίσταται οικισμός οριοθετημένος, ο πληθυσμός του οποίου σύμφωνα με την τελευταία (προ της ενάρξεως εφαρμογής του ν. 3127/2003) απογραφή δεν υπερβαίνει τους 2.000 κατοίκους και 2) να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη σχετικά με το: α) εάν, σε περίπτωση που υφίσταται οριοθετημένος οικισμός Κυνοσούρας, το επίδικο ακίνητο βρίσκεται τοποθετημένο εντός αυτού, β) εάν το εν λόγω ακίνητο εμπίπτει εντός του ΑΒΚ .. ή του ΑΒΚ … δημόσιου κτήματος και γ) εάν το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στη χωρική αρμοδιότητα της τέως Κοινότητας Σεληνίων ή της τέως Κοινότητας Αμπελακίων. Ακολούθως και αφού πραγματοποιήθηκαν τα όσα διέταξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την παραπάνω απόφασή του, τούτο εξέδωσε την 3793/2017 οριστική απόφασή του με την οποία, αφού απέρριψε τη βάση του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, ενόψει του ότι η περιοχή που βρίσκεται το επίδικο ακίνητο δεν αποτελεί οριοθετημένο οικισμό κατά την έννοια του π.δ. 24.4/3.5.85, δέχθηκε την επικουρική βάση της κτήσης κυριότητας από την ενάγουσα δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας και δη ότι κατά την κρίσιμη ημερομηνία της 11.9.1915, μέχρι την οποία μπορούσε κάποιος να καταστεί κύριος επί ακινήτου ανήκοντος στο Δημόσιο, ο απώτερος δικαιοπάροχος των εναγόντων ……………. . … είχε καταστεί κύριος του ακινήτου αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, όπως κυρία κατέστη και η ενάγουσα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά τις διατάξεις του μετέπειτα ισχύσαντος Αστικού Κώδικα και για τους λόγους αυτούς αναγνώρισε την κυριότητά της στο ως άνω ακίνητο και διέταξε τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε να αναγνωρισθεί η ενάγουσα αποκλειστική κυρία με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία. Ήδη το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλούμενης και της συνεκκαλούμενης απόφασης κατά τις δυσμενείς γι’ αυτό κρίσεις και αιτιολογίες, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρία η ως άνω από 25.8.2010 αγωγή.

Συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο έφεσης το εκκαλούν αιτιάται την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να προχωρήσει στην εξέταση της βασιμότητας της ένδικης αγωγής, αντί να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση αυτής κατ’ αυτεπάγγελτη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 54Α παρ.5 του ν. 4174/2013 που ορίζει ότι «Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης της κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού». Ο παραπάνω λόγος έφεσης τυγχάνει απαράδεκτος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα προσκομίζει ως σχετικό 51, τα απαιτούμενο πιστοποιητικό του ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα έτη 2014, 2015, 2016, 2017 και 2018 της Α.Α.Δ.Ε. ότι το επίδικο ακίνητο έχει περιληφθεί από εκείνη στις δηλώσεις φόρου ακίνητης περιουσίας και ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων και ότι έχει εξοφληθεί ο αναλογών φόρος (βλ. το από 15.1.2019 με κωδικό …… πιστοποιητικό).

Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο εφέσεως το εκκαλούν παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την ένδικη αγωγή, λόγω αοριστίας, ενόψει της μη συμπλήρωσης της βάσης της όσον αφορά την κτήση κυριότητας επί ακινήτου του Δημοσίου με έκτακτη χρησικτησία. Συγκεκριμένα ότι ως προς την παράθεση πράξεων νομής κατά τον κρίσιμο χρόνο (11.9.1885 έως 11.9.1915), η ενάγουσα δεν περιέλαβε στο αγωγικό δικόγραφο καθ’ υποφορά ή στις προτάσεις της πλήρη αναφορά στην εκ μέρους των άμεσων, απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων της, συμπεριλαμβανομένων των κληρονόμων ……………. .., καθώς ιδίως και των άμεσων δικαιοπαρόχων αυτού και δη των . ……., άσκηση συγκεκριμένων διακατοχικών πράξεων, ήτοι υλικών πράξεων νομής επί του επίδικου ακινήτου, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του και με τις οποίες φανερώνεται η βούληση των παραπάνω δικαιοπαρόχων να το έχουν σαν δικό τους. Επίσης, ότι δεν εμπεριέχεται αναφορά στο χρονικό σημείο έναρξης των εξατομικευμένων πράξεων νομής από κάθε συγκεκριμένο δικαιοπάροχο και, συνακόλουθα, δεν γίνεται η απαιτούμενη από το νόμο αναφορά στο ότι με τη συνεχή και αδιακώλυτη άσκησή τους έχει διαδραμεί ο νόμιμος χρόνος χρησιδεσποτείας, αλλά αντιθέτως γίνεται συλλήβδην αναφορά σε πράξεις νομής ασκούμενες από την «οικογένεια …………….. τουλάχιστον από το έτος 1850». Ότι ως προς την προσμέτρηση του χρόνου νομής των προκτητόρων, .. (φερόμενος χρόνος θανάτου 1899) και ……………. . (ο χρόνος θανάτου του οποίου τοποθετείται προ του 1908) στο χρόνο νομής του απώτερου δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, ……………. .. (φερόμενος χρόνος θανάτου 1932) που φέρεται να τους διαδέχθηκε τον πρώτο ως καθολικός διάδοχος και το δεύτερο ως ειδικός διάδοχος δεν εξειδικεύεται στην αγωγή ούτε ο τρόπος υπεισέλευσης του ……………. . στην κληρονομία του Αναστάσιου ……. ως εκ διαθήκης ή ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος και, περαιτέρω ως εξωτικός ή ως υπεξούσιος και, έτι περαιτέρω με ποιες πράξεις, που φανερώνουν τη βούλησή του να καταστεί κληρονόμος, ούτε ο χρόνος και ο τρόπος υπεισέλευσης των ……………. και ……………. . στην κληρονομία του ……………. ούτε, ακόμα, εξειδικεύεται ο χρόνος και ο τρόπος κτήσης της νομής εκ μέρους των …. και ……………. ….., ώστε να μπορέσει να εξεταστεί αν αυτοί κατέστησαν με νόμιμο τρόπο καθολικοί διάδοχοι και, περαιτέρω, αν είναι προσμετρήσιμος ο χρόνος νομής τους στο χρόνο νομής του ……………. Ότι ακόμη, ως προς την καλή πίστη, στο αγωγικό δικόγραφο και στις προτάσεις επαναλαμβάνεται σε διάφορα σημεία ότι ασκούνταν πράξεις νομής καλόπιστα, χωρίς σε οποιοδήποτε σημείο των δικογράφων να εξειδικεύεται από την ενάγουσα σε τι συνίσταται αυτή, δηλαδή ποια συγκεκριμένα στοιχεία ενδεικνύουν την ειλικρινή πεποίθηση των νομέων ότι με τις πράξεις τους δεν προσβάλλουν δικαίωματα τρίτων, πολλώ δε μάλλον που στην ίδια αγωγή περιλαμβάνεται ισχυρισμός ότι η ευρύτερη έκταση είχε παραχωρηθεί στην Κοινότητα Αμπελακίων, η οποία περαιτέρω την παραχώρησε για βόσκηση στους κατοίκους της περιοχής.

Ο λόγος αυτός τυγχάνει αβάσιμος. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς την  επικουρική βάση της αγωγής περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, περιγράφεται η άσκηση συγκεκριμένων διακατοχικών πράξεων, ήτοι υλικών πράξεων νομής επί του επίδικου ακινήτου από τους προκτήτορες της ενάγουσας, αφού γίνεται λόγος ότι εκ των δικαιοπαρόχων της οι …………….. ασκούσαν πράξεις νομής διανοία κυρίου όπως καλλιέργεια αμπέλων και βοσκή ζώων οι ίδιοι ή μέσω βοηθών, η δε ……………. . που αγόρασε από τους τελευταίους το μεγαλύτερο ακίνητο, μέρος του οποίου αποτελεί το επίδικο, προέβη σε καταμέτρηση, κατάτμηση και μεταπώληση τμημάτων του σε τρίτους. Περαιτέρω, προσδιορίζονται οι απώτατοι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, …. . και ………., οι οποίοι ήδη πριν το έτος 1850 ασκούσαν καλόπιστα πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο, έχοντας, σύμφωνα με την αγωγή, μέχρι το θάνατό του ο καθένας το ½  εξ αδιαιρέτου της κυριότητας, νομής και κατοχής αυτού, μετά δε τον θάνατο του …… το έτος 1899, τον κληρονόμησε ο γιος του ……………. …….. στο μερίδιό του στο ½ εξ αδιαιρέτου επί της κυριότητας, νομής και κατοχής επί του επίδικου ακινήτου, ενώ το υπόλοιπο ½  εξ αδιαιρέτου του ίδιου δικαιώματος φέρεται να το απέκτησε με αγορά από τους κληρονόμους του ……………. . το έτος 1908. Το γεγονός ότι δεν προσδιορίζεται το έτος θανάτου του ……………. …. δεν καθιστά αόριστη την αγωγή, δεδομένου ότι, βάσει αυτής, ο εν λόγω δικαιοπάροχος των εναγόντων νεμόταν την παραπάνω έκταση πριν από το 1850, έλκοντας σχετικά δικαιώματα νομής ήδη από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, καθώς αναφέρεται σχετικά στην αγωγή στη σελίδα 10 αυτής, στη σειρά 2 «Κατείχετο πριν και μετά την επανάσταση του 1821 από τους κατοίκους του χωρίου Αμπελακίων οι οποίοι την εκμεταλλεύοντο για γεωργικές καλλιέργειες και βοσκή των ζώων τους…» (πρβλ. και ΑΠ 1125/2018 στη Νόμος). Ειδικότερα δε ως προς την αιτίαση του εκκαλούντος ότι δεν αναφέρεται στην αγωγή το έτος θανάτου του ……………. …., τούτο δεν επηρεάζει την κτήση δικαιώματος κυριότητας εκ μέρους του ……………. . με έκτακτη χρησικτησία έναντι του Ελληνικού Δημοσίου στις 11.9.1915, με προσμέτρηση της νομής του ……………. . πριν από το έτος 1850, δηλαδή σε διαδραμόντα χρόνο άνω των εξήντα πέντε ετών, αλλά το στοιχείο αυτό θα είχε σημασία αν το ζητούμενο ήταν η κτήση κυριότητας δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας με συμπλήρωση τριάντα ετών άσκησης καλόπιστης νομής από τον ίδιο τον ……………. . έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Ακόμη και δεδομένου ότι με την επικουρική βάση της αγωγής ερευνάται από το Δικαστήριο ο πρωτότυπος τρόπος κτήσης της κυριότητας, με έκτακτη χρησικτησία και όχι ο παράγωγος τρόπος μέσω της κληρονομικής διαδοχής, δεν απαιτείτο να διευκρινίζεται στο αγωγικό δικόγραφο εάν οι κληρονόμοι του Αναστάσιου και του ……………. . κληρονόμησαν το επίδικο ακίνητο βάσει διαθήκης ή ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, ούτε χρειαζόταν να αναφερθεί αν κατά το θάνατο των κληρονομούμενων ήταν ανήλικοι ή ενήλικες. Εκείνο που έχει σημασία είναι το εάν αποδέχθηκαν την κληρονομία με ανάμειξή τους σε αυτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 12 Πανδ. (28.7), ν. 14 παρ. 8 Πανδ. (11.7) και ν. 69 Πανδ. (29.2), οι εκούσιοι ή εξωτικοί κληρονόμοι, στους οποίους περιλαμβάνονται η σύζυγος, καθώς και οι μη υπεξούσιοι κατιόντες του κληρονομουμένου, δηλαδή οι ενήλικοι κατιόντες, αποκτούν την κληρονομία με μονομερή δήλωση της βούλησής τους για αποδοχή της, που αποτελεί δικαιοπραξία μη απευθυντέα (υπεισέλευση στην κληρονομία). Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι είτε ρητή (έγγραφη ή προφορική), είτε σιωπηρή, συναγόμενη από συμπεριφορά ή πράξεις που φανερώνουν την πρόθεση εκείνου που καλείται στην κληρονομία για ανάμειξη σ’ αυτή και απόκτησή της (ΑΠ 383/2014). Σύμφωνα επίσης, με τις διατάξεις των ν. 2 Εισ. (2.19), 3 Εισ. (3.1), 14 Πανδ. (38.16), οι οικείοι (sui), δηλαδή τα ανήλικα τέκνα του κληρονομουμένου, που τελούσαν υπό την άμεση πατρική εξουσία του τελευταίου, κατά το χρόνο του θανάτου του, αποκτούσαν αυτοδικαίως την κληρονομία του εξουσιαστή πατέρα τους, χωρίς τη γνώση ή βούλησή τους, είτε επρόκειτο για κληρονομική διαδοχή από το νόμο (εξ αδιαθέτου), είτε από διαθήκη. Επί κληρονομικής, επομένως, διαδοχής, που έλαβε χώρα υπό την ισχύ του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου πρέπει, για την πληρότητα, κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, της αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής, να αναφέρονται στο δικόγραφό της τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την επαγωγή της κληρονομίας στον κληρονόμο, δηλαδή είτε το ότι ο τελευταίος ήταν, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ανήλικος και τελούσε υπό την άμεση πατρική εξουσία αυτού, οπότε η κληρονομία επάγεται αυτοδικαίως σ` εκείνον, είτε ότι ο ίδιος υπεισήλθε στην κληρονομία με ρητή ή σιωπηρή δήλωσή του και αναμείχθηκε σ’ αυτή με πρόθεση κληρονόμου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση απαιτείται η επίκληση στην αγωγή συγκεκριμένων υλικών πράξεων, από τις οποίες εμφαίνεται η βούληση του κληρονόμου να αποκτήσει την κληρονομία, ενώ μόνη η επίκληση του γεγονότος ότι το κληρονομιαίο ακίνητο περιήλθε στον κληρονόμο από κληρονομική διαδοχή δεν αρκεί για το ορισμένο της αγωγής (ΑΠ 615/2016, www.areiospagos.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα ανωτέρω, αναφέρεται στην αγωγή ότι ο ……………. . κληρονόμησε τον πατέρα του . ……………. το έτος 1899, όπως και ότι οι ……………. και ……………. . κληρονόμησαν τον δικό τους πατέρα ……………. και ότι όλοι αυτοί εκμεταλλεύονταν την ευρύτερη έκταση με γεωργικές καλλιέργειες και βοσκή ζώων, η ίδια δε εκμετάλλευση της επίδικης έκτασης γινόταν από την Επανάσταση του 1821 και από τους διαδόχους τους μέχρι τη δεκαετία του 1950, εκ των στοιχείων δε αυτών προκύπτει ότι οι ανωτέρω κληρονόμοι αναμείχθηκαν ο καθένας στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα του προβαίνοντας στις παραπάνω πράξεις εκμετάλλευσης της ως άνω έκτασης, χωρίς να χρειάζεται να εκτίθεται η ανάμειξη τους αυτή στην κληρονομία με πανηγυρικό τρόπο. Επίσης σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.8 παρ.8 κωδ. (7-39), ν.9 παρ.1 πανδ. (50-4), ν.2 παρ.20, πανδ.(41-4), ν. 6 πανδ. (44-3), ν.76 παρ.1, πανδ.,(18-1) και 7 παρ.3 πανδ. (23-3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τις οποίες κρίνεται η απόκτηση του δικαιώματος κυριότητας πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κατ’ άρθρο 51 Εισαγ. Ν.Α.Κ., μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού, ο οποίος χρησιδέσποζε, να συνυπολογίζει στο χρόνο της νομής του και εκείνου του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Ως “καλή πίστη” νοείται, κατά τις διατάξεις των ν. 27 πανδ. (18.1), 15 παρ.3,48 πανδ.(41.3) 11 πανδ. (51.4), 5 παρ.5, 1 (41.10) και 109 πανδ. (50.16) η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας, άλλου επ’ αυτού. Οι εμφανείς υλικές πράξεις νομής πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή και σε περίπτωση αμφισβητήσεως να αποδεικνύονται από εκείνον, ο οποίος επικαλείται βούληση περί εξουσιάσεως του πράγματος, ενώ τη συνδρομή της καλής πίστεως συνάγει το δικαστήριο, ενόψει της φύσεώς της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συμπερασματικώς από τα αποδεικνυόμενα αποδεικτικά περιστατικά (ΑΠ 582/2018, στη Νόμος). Επίσης στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο στην έκτακτη χρησικτησία γινόταν η εξής διάκριση μεταξύ καθολικής και ειδικής διαδοχής: Ο καθολικός διάδοχος διαδεχόταν την κατάσταση της χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, χωρίς να είναι αναγκαίο να συγκεντρώνει και ο ίδιος τα προσόντα της χρησικτησίας, δηλαδή να είναι καλόπιστος (διαδοχή στη χρησικτησία- successio in usucapionem). Συνεπώς δεν χρειαζόταν στη σχετική αγωγή για το ορισμένο αυτής να αναφέρεται ότι κατά την καθολική διαδοχή του κληρονομούμενου χρησιδεσπόζοντα από τον κληρονόμο του υπήρχε το παραπάνω στοιχείο της καλής πίστης και στον κληρονόμο. Αντίθετα ο ειδικός διάδοχος συνέχιζε τη χρησικτησία μόνο αν συγκεντρώνονταν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας, όπως και στον δικαιοπάροχό του, δηλαδή αν ήταν και ο ίδιος καλόπιστος, οπότε μπορούσε να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο και τον χρόνο του δικαιοπαρόχου του (προσαύξηση χρόνου- accessio temporis) [βλ. Απ. Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο,, αστικός κώδιξ V, έκδοση 1985, σελ. 489, παρ.2]. Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς το επικαλούμενο στοιχείο της καλής πίστης κατά την άσκηση νομής από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας-εφεσίβλητης στο επίδικο ακίνητο για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν χρειαζόταν να εξειδικεύεται στο αγωγικό δικόγραφο, όπως υποστηρίζει το εναγόμενο-εκκαλούν, σε τι συνίσταται αυτή και να παρατίθενται στοιχεία κατ’ εκτίμηση των οποίων να μπορεί να ελεγχθεί η συνδρομή της ενδιάθετης αυτής κατάστασης, καίτοι η ενάγουσα, κατά τα ανωτέρω, εκθέτει αναλυτικά στην αγωγή της την ιστορία της περιοχής Κυνοσούρας ήδη πριν από την Επανάσταση του 1821 και ότι από τότε ακόμη οι κάτοικοι του χωριού Αμπελακίων εκμεταλλεύονταν την έκταση αυτή, γνωρίζοντάς την ως ιδιωτική, προκειμένου να στηρίξει την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων της. Ενόψει των ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη ως προς την επικουρική της βάση και παραδεκτή.

Παρακάτω, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, ……….., που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 2638/2013 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, την υπ’ αριθμ. ….2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την αμέσως παραπάνω απόφαση πραγματογνώμονα ….., αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού και από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο που βρίσκεται στη θέση … ή …. ή …. της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, συνολικής εκτάσεως διακοσίων ογδόντα (280) τετραγωνικών μέτρων τόσο κατά τον φερόμενο ως τίτλο κτήσης όσο και κατά τη μέτρηση του Κτηματολογίου όπου έχει ΚΑΕΚ …… και φαίνεται στο από Απριλίου 1982 σχεδιάγραμμα του αρχιτέκτονος μηχανικού …., αντίγραφο του οποίου είναι προσαρτημένο στο υπ’ αριθμ. …/8-6-1993 συμβόλαιο αγοράς της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ….., σύμφωνα με το οποίο συνορεύει βόρεια με πλευρά μήκους είκοσι μέτρων (20) με ιδιοκτησία ……………. . με αριθμό ΚΑΕΚ …, ανατολικά με πλευρά- πρόσοψη μήκους δεκατεσσάρων (14) μέτρων με ιδιωτική οδό με αριθμό ΚΑΕΚ …, νότια με πλευρά μήκους είκοσι (20) μέτρων με ιδιοκτησία ……. με αριθμό ΚΑΕΚ … και δυτικά με πλευρά δεκατεσσάρων (14) μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστου με αριθμό ΚΑΕΚ …… Η ενάγουσα κατέστη αποκλειστική νομέας του παραπάνω αγροτεμαχίου δυνάμει του προαναφερθέντος υπ’ αριθμ. …/8.6.1993 συμβολαίου αγοράς της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……., νομίμως μεταγεγραμμένου, με παράδοσή του σε αυτή από την πωλήτρια …….. Η τελευταία είχε αποκτήσει τη νομή του εν λόγω ακινήτου από την πωλήτρια ……………. . ……., δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/13.4.1982 συμβολαίου αγοράς της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……, νόμιμα μεταγεγραμμένου και αυτό της παραδόθηκε με την κατάρτιση του παραπάνω συμβολαίου. Η παραπάνω απώτερη δικαιοπάροχος της ενάγουσας, . ……, είχε αποκτήσει τη νομή του επιδίκου, ως τμήμα μείζονος έκτασης 95.987 τ.μ., αιτία πώλησης, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ./1961 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………. ., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αριθμό …., μετά τη σύνταξη του οποίου αυτή προέβη σε νόμιμη κατάτμηση της όλης έκτασης και πώληση αγροτεμαχίων, ένα εκ των οποίων είναι το επίδικο, όπως θα αναπτυχθεί παρακάτω. Απώτατοι συννομείς της έκτασης αυτής και ακόμη μεγαλύτερης έκτασης επιφάνειας 111.987 τ.μ., ήδη προ του έτους 1850 ήταν ο …..κατά το ½  εξ αδιαιρέτου και ο …. κατά το υπόλοιπο ½  εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι ασκούσαν επ’ αυτής πράξεις φυσικής εξουσίασης και νομής με καλή πίστη, ήτοι πιστεύοντας ότι δεν προσέβαλαν την κυριότητα τρίτου και διανοία συγκυρίων, καθώς τη χρησιμοποιούσαν κυρίως σαν βοσκότοπο, ενώ καλλιεργούσαν τα καλλιεργήσιμα τμήματα αυτής. Σημειωτέον ότι η επίδικη έκταση ποτέ δεν υπήρξε δημόσια δασική έκταση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το Ελληνικό Δημόσιο, γεγονός που είχε κριθεί από το έτος 1845, οπότε ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της επί των διαφιλονικούμενων δασών Επιτροπής της νήσου Σαλαμίνας. Με την απόφασή της αυτή η Επιτροπή αναγνώρισε ως ιδιωτικά τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, εκτός εκείνων που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, καθώς και εκείνων που είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία δημοσίων κτημάτων και στα οποία δεν ανήκε η ως άνω μείζων έκταση των 111.987 τετρ. μέτρων. Μάλιστα η ενάγουσα προσκομίζει σε φωτοαντίγραφο από το ΓΑΚ-Τοπικό Αρχείο Σαλαμίνος την υπ’ αριθμ. …./13.6.1845 πράξη του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας …., στην οποία αναφέρεται ότι το Υπουργείο Οικονομικών εφοδίασε τον κτηματία της περιοχής …, με το υπ’ αριθμ. …/27.3.1845 έγγραφο, δια του οποίου ειδοποιεί τον ανωτέρω κτηματία και κάτοικο της περιοχής ως πληρεξούσιο των κατοίκων της νήσου Σαλαμίνας, ότι αναγνωρίζεται ως ιδιοκτησία τους, όχι μόνο επί των αγροκειμένων δασών αυτών, αλλά και στα ορεινά μέρη, εκτός των ανηκόντων στη διαλελυμένη Μονή Αγίου Νικολάου, ως ανωτέρω, έγγραφο που δικαιολογεί μεταξύ άλλων την καλή πίστη των απώτερων δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, μελών της οικογένειας …………….., ότι ασκούσαν τη νομή τους σαν κύριοι, παρά τα όσα υποστηρίζει το εκκαλούν με τον υπό στοιχείο Β4 τρίτο λόγο της έφεσής του. Έπειτα, ο ……..πέθανε και κληρονομήθηκε από τους δύο υιούς του, . ……………., οι οποίοι νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομία του με ανάμειξη σε αυτή, συνεχίζοντας τις ίδιες πράξεις νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, όπως ο προκτήτοράς τους. Το έτος 1899 πέθανε και ο …… και κληρονομήθηκε κατά το ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του ½ επί της μείζονος έκτασης, σύμφωνα με το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο από τον μοναδικό ενήλικο κληρονόμο του, τον υιό του ……, ο οποίος απέκτησε τη συννομή του στη μείζονα έκταση κατά το παραπάνω κληρονομηθέν από αυτόν μερίδιο, έχοντας καλή πίστη και διάνοια κυρίου και συνεχίζοντας τις ίδιες διακατοχικές πράξεις νομής που ασκούσε ο πατέρας του. Ο ίδιος ……………. . αγόρασε και του παραδόθηκε και το υπόλοιπο ½  εξ αδιαιρέτου της μείζονος έκτασης από τους προαναφερόμενους κληρονόμους του ……. δυνάμει του ../17.3.1908 συμβολαίου πωλητήριου ακινήτων του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ….., νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον αριθμό …, δηλαδή απέκτησε την παραπάνω συννομή με νόμιμο συμβολαιογραφικό τίτλο και μεταγραφή, τα όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται το εκκαλούν με τον υπό στοιχεία Β2 τρίτο λόγο έφεσης τυγχάνουν αβάσιμα. Ο εν λόγω  ……………. …, το έτος 1925 μεταβίβασε από την αρχική μείζονα έκταση των 111.987 τ.μ., τμήμα επιφάνειας 16.000 τ.μ. (6 στρέμματα αγρού και 10 στρέμματα βραχώδους έκτασης) στον ……., δυνάμει του υπ’ αριθμ. ../29.3.1925 πωλητήριου συμβολαίου του Συμβ/φου Σαλαμίνος ……. κι έτσι απέμεινε στην ιδιοκτησία του έκταση 95.987 τετρ. μέτρων. Ο ……………. . πέθανε στις 22.5.1932 και από τον χρόνο που περιήλθε στην κατοχή του η παραπάνω έκταση, τμήμα της οποίας είναι και το επίδικο ακίνητο, ασκούσε επ’ αυτής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο πράξεις φυσικής εξουσίασης, δηλαδή αφενός καλλιεργούσε αμπέλια στο ομαλό μέρος αυτής, αφετέρου χρησιμοποιούσε για κτηνοτροφία το υπόλοιπο τμήμα της όλης έκτασης. Ιδίως, όμως, η επίδικη έκταση των 280 τετρ. μέτρων χρησιμοποιείτο ως βοσκότοπος. Η μείζων έκταση των 95.987 τ.μ. συνόρευε ανατολικά με κτήμα κληρονόμων …, δυτικά με κληρονόμους …… και αγνώστους, βόρεια με θάλασσα Κόλπο Αμπελακίων και αγνώστους και νότια με θάλασσα Σεληνίων. Ο ως άνω άνευ διαθήκης αποβιώσας ….κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του Πολύτιμη και τα δέκα τέκνα του, ….. ……………. που πέθανε το έτος 1951, τον υιό του … που πέθανε το έτος 1958, τη θυγατέρα του … που πέθανε το έτος 1960 και τον υιό του … που πέθανε το έτος 1952 και οι οποίοι τον κληρονόμησαν η μεν σύζυγός του … κατά τα 450/1800 εξ αδιαιρέτου, καθένα δε από τα προαναφερόμενα τέκνα σε ποσοστό 135/1800 εξ αδιαιρέτου της ανωτέρω έκτασης, υπεισήλθαν δε νόμιμα στην παραπάνω κληρονομία κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αναμειχθέντες στην κληρονομία και συνεχίζοντας τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής του δικαιοπαρόχου τους.  Όταν δε πέθανε και η ……. το έτος 1937, χωρίς να αφήσει διαθήκη, την κληρονόμησαν τα παραπάνω δέκα τέκνα της κατ’ ισομοιρία, δηλαδή κατά τα 45/1800 εξ αδιαιρέτου ο καθένας και η μερίδα εκάστου εξ αυτών επί της ως άνω μείζονος έκτασης ανήλθε στα 180/1800 εξ αδιαιρέτου, οι δε ως άνω κληρονόμοι της θανούσας υπεισήλθαν νόμιμα στην κληρονομία της, αναμειχθέντες σε αυτή και συνεχίζοντας τις πράξεις νομής της δικαιοπαρόχου τους. Σημειωτέον ότι το έτος 1940, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο χαρακτηρίζοντας την παραπάνω έκταση, δημόσια, εξέδωσε σε βάρος του κληρονόμου του ……………. ……και υιού του, . …., το από 7 Μαρτίου του 1940 πρωτόκολλο γνωμοδοτήσεως της κατά το άρθρον 5 του Ν. 5595 Επιτροπής, με το οποίο του επέβαλε να πληρώσει ως μίσθωμα για τη χρήση τριάντα περίπου στρεμμάτων γης από την παραπάνω έκταση, το ποσό των 150 δραχμών για τα έτη 1928-1939. Ο . …. άσκησε ανακοπή κατά του παραπάνω πρωτοκόλλου και με την 27/29.7.1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος ακυρώθηκε το παραπάνω πρωτόκολλο, καθώς κρίθηκε ότι «εκ των κατατεθέντων νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων εν συνδυασμώ προς τα υπ’ αριθμ. …./1908 συμβόλαια του Συμ/φούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνης …….., …./1910 Συμ/φου Σαλαμίνος ……. και ../1925 Συμ/φου Σαλαμίνος …… απεδείχθη ότι η έκτασις η αφορώσα τα’ ανακοπτόμενα Πρωτόκολλα μετ΄άλλης συνεχομένης προς δυσμάς εκτάσεως ανήκεν εις τον πάπον του ανακόπτοντος … κατεχομένη και νεμομένη υπ’ αυτού μέχρι του θανάτου του επισυμβάντος προ 50ετίας ότι περιήλθε αύτη εις τον υιόν του και πατέραν του ανακόπτοντος …. και τούτου δε αποβιώσαντος εν έτει 1932 εις τον ανακόπτοντα όστις έκτοτε κατέχη και νέμεται ταύτην ήτοι απεδείχθη ότι ο ανακόπτων είναι κύριος νομεύς και κάτοχος της εκτάσεως…». Επομένως τα όσα υποστηρίζει με τον τέταρτο λόγο έφεσής του το εκκαλούν προς στήριξη της δικής του κυριότητας ότι ασκούσε το ίδιο διακατοχικές πράξεις στο επίδικο ακίνητο, όπως προκύπτει και από την έκδοση πλήθους πρωτοκόλλων καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση κτημάτων του Δημοσίου σε βάρος του ……………..- δικαιοπαρόχου των εναγόντων κατά το έτος 1940, δεν αποδίδουν την έκβαση της παραπάνω αντιπαράθεσης μεταξύ του ……. και του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς ο πρώτος ως ανακόπτων, ισχυριζόμενος ότι αυτός ήταν ο κύριος της παραπάνω έκτασης κέρδισε τη δίκη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με την παραπάνω απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος. Ομοίως, οι όσες άλλες διακατοχικές πράξεις υποστηρίζει το Ελληνικό Δημόσιο ότι ασκούσε από το έτος 1927 επί του επίδικου, με την έκδοση εγγράφων που τηρήθηκαν σε υπηρεσιακούς φακέλους, όπως προκηρύξεις των ετών 1932 και 1934 και πρακτικά επαναληπτικών δημοπρασιών του έτους 1934, διαταγές του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας των ετών 1928 και 1934 προς τον Αστυνομικό Σταθμάρχη, με τις οποίες του αναθέτει τη φύλαξή της, στη θέση «…….», έκτασης 288.189 τ.μ. από καταπατητές, αλληλογραφία της Αεροπορικής Άμυνας (η οποία προτίθεται να εκποιήσει τις γαίες «εις θέση ……») προς τον Οικονομικό Έφορο Μεγαρίδος, προκειμένου να προβεί στις δέουσες ενέργειες για σύνταξη πρωτοκόλλων καταμέτρησης, εκθέσεις Οικονομικών Επιθεωρητών ……. επ’ αφορμή καταπατήσεων αποτελούν αυθαίρετες ενέργειες των παραπάνω οργάνων του Δημοσίου, προκειμένου αυτό να οικειοποιηθεί την παραπάνω έκταση, όπως κατέδειξε η ως άνω 27/29.7.1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος που δικαίωσε τον . …………….. Περαιτέρω, εκ των κληρονόμων-τέκνων του ……………. …, τον αποβιώσαντα άνευ διαθήκης το έτος 1952 … κληρονόμησαν η σύζυγός του …… και τα τέκνα του ………. Ο τελευταίος, δηλαδή ο … πέθανε χωρίς διαθήκη το έτος 1954 και τον κληρονόμησαν η μητέρα του …… και οι αδελφοί του …….., οι οποίοι κληρονόμοι και αποδέχθηκαν την κληρονομιά τόσο του ……, όσο και του ……., δυνάμει των υπ’ αριθμ. … και … του έτους 1961 δηλώσεων του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………. . που μεταγράφηκαν νόμιμα. Τον αποβιώσαντα άνευ διαθήκης το έτος 1951 ………. κληρονόμησαν η σύζυγός του …… και τα πέντε τέκνα του, ……. με την ../61 δήλωση αποδοχής του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………. . που μεταγράφηκε νόμιμα. Τον αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη και χωρίς τέκνα το έτος 1958, …….. κληρονόμησαν η σύζυγός του ……………. κατά το ½  εξ αδιαιρέτου και κατά το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου τα επτά εν ζωή αδέλφιά του, ………, τα πέντε τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του … και τα πέντε τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του …, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του παραπάνω αποβιώσαντος με την υπ’ αριθμ. …./1961 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………. .., που μεταγράφηκε νόμιμα. Την αποβιώσασα χωρίς διαθήκη το έτος 1960, ….. κληρονόμησαν ο σύζυγός της ……. κατά το ¼  εξ αδιαιρέτου και κατά τα λοιπά ¾ εξ αδιαιρέτου τα πέντε τέκνα της, ……., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την υπ’ αριθμ. ../1961 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών ….., που μεταγράφηκε νόμιμα. Την παραπάνω έκταση των 95.987 τετρ. μέτρων νέμονταν οι παραπάνω συγκληρονόμοι, οι οποίοι με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα ασκούσαν τις προσιδιάζουσες στη φύση της πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια συγκυρίων μέχρι τη μεταβίβασή της με αιτία την πώληση, στην ως άνω ……………. ……………. το γένος ……………. ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/1961 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών . ……………., νομίμως μεταγεγραμμένου, οπότε της παρέδωσαν τη νομή της ως άνω έκτασης. Ομοίως η ……………. ……………. συνέχισε να ασκεί στο ίδιο ακίνητο με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια κυρίας. Μετά τη σύνταξη του παραπάνω αγοραπωλητήριου συμβολαίου, η . ……………. προχώρησε σε κατάτμηση της όλης έκτασης σε αγροτεμάχια, δημιουργήσασα εν τοις πράγμασι ρυμοτομία αυτής της έκτασης με οικοδομικά τετράγωνα αγροτεμαχίων και ιδιωτικούς δρόμους που εμφανίζονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του Μηχανικού .. .. Τα αγροτεμάχια αυτά μεταπωλούσε μετά την κατάτμηση, σε τρίτους μικροεισοδηματίες, ένας εκ των οποίων σχετικά με το επίδικο ακίνητο ήταν και η δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ……., με τμηματικές καταβολές αποπληρωμής του μεταξύ τους συμφωνηθέντος τιμήματος, συντασσομένων συμβολαιογραφικών προσυμφώνων. Επ’ αυτών οι αποκτήσαντες τα αγροτεμάχια, μεταξύ δε τούτων και η δικαιοπάροχος της ενάγουσας προχώρησαν σε καταμετρήσεις, απεικονίσεις σε σχέδια, περιφράξεις, φύτευση καλλωπιστικών φυτών και πολλών δένδρων σε όλη την κατατμηθείσα περιοχή και σε ανέγερση αυθαίρετων κτισμάτων ήδη από του έτους 1962, στα οποία χορηγήθηκαν στη συνέχεια παροχές κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ), ασκώντας ακολούθως με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου πράξεις συντήρησης αυτών.  Το έτος 1963 υπήρξε αμφισβήτηση για το δικαίωμα της δικαιοπαρόχου των εναγόντων . ……………. καθώς η Κοινότητα Σεληνίων άσκησε κατά αυτής την από 5.8.1963 (υπ’ αριθμ. κατ. ……/1963) αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί κυρία ενός τμήματος 15 στρεμμάτων και 600 μέτρων από την ευρύτερη έκταση των 95.987 τετρ. μέτρων, ως ανήκοντος σε αυτή μετά την κατάρτιση το έτος 1936 του Κτηματολογίου της και να της αποδοθεί αυτό. Επίσης, η ίδια Κοινότητα άσκησε κατά της . ……………. ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την από 15.4.1965 (υπ’ αριθμ. εκθ. κατ. …./5.5.1965) αγωγή της με όμοιο περιεχόμενο. Καμία από τις αγωγές αυτές δεν συζητήθηκε. Εν τω μεταξύ και η Κοινότητα Αμπελακίων άσκησε κατά της . ……………. την από 30.12.1964 (υπ’ αριθμ. εκθ. κατ. ../30.12.1964) αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπου με βάση τους ίδιους λόγους που επικαλείτο η Κοινότητα Σεληνίων στις δικές της αγωγές, ζητούσε να αναγνωρισθεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου τμήματος εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου που κατ’ αυτή είχε καταλάβει παράνομα η εναγόμενη, καθώς και να της αποδοθεί η νομή αυτού. Η δίκη επί της αγωγής αυτής καταργήθηκε με τον υπ’ αριθ. …../1969 (εξώδικο) συμβιβασμό ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 81/1969 απόφαση και την υπ’ αριθμ. πρωτ. 17802/10.6.1969 απόφαση της Νομαρχίας Πειραιώς, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 2496/4.2.1970 απόφαση. Με βάση τον παραπάνω συμβιβασμό, η Κοινότητα Αμπελακίων παραιτήθηκε από το δικαίωμα της προαναφερόμενης από 30.12.1964 αγωγής της και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, η δε ……………. . ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει, τμηματικώς, το ποσό των 200.000 δραχμών. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι από το έτος 1845, τη νομή στο ακίνητο εμβαδού 111.987 τ.μ. και από το έτος 1925, λόγω πώλησης στον …… τμήματος 16.000 τ.μ., τη νομή στο ακίνητο εμβαδού 95.987 τ.μ., ασκούσαν οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας (……….), οι οποίοι ουδέποτε την είχαν απωλέσει. Απλώς το Ελληνικό Δημόσιο το έτος 1940 αμφισβήτησε τη νομή τους και κατά τα έτη 1963-1965, η νομή τους αμφισβητήθηκε αρχικά από την Κοινότητα Σεληνίων και στη συνέχεια από την Κοινότητα Αμπελακίων. Επομένως, κατά τον κρίσιμο χρόνο της 11.9.1915, ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας ……………. … είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, καθώς κατά την ημερομηνία αυτή, είχε συμπληρώσει, με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άμεσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχθηκε στη νομή, 30ετή καλόπιστη νομή επ’ αυτού. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το ανωτέρω ακίνητο έχει καταχωριστεί ως τμήμα του δημόσιου κτήματος με ΑΒΚ … και ως τμήμα δασικής εκτάσεως, καθώς η απλή πράξη της καταχώρισης αυτού στα δημόσια κτήματα ή τις δασικές εκτάσεις, δεν αναιρεί την, κατά τα προαναφερθέντα, αποδειχθείσα νομή των απώτερων δικαιοπαρόχων της ενάγουσας επ’ αυτού. Ομοίως, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το από 16.10.1970 τοπογραφικό διάγραμμα και τον σχετικό κτηματολογικό πίνακα του τοπογράφου μηχανικού της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, ……, που βασίσθηκε στο από 27.2.1939 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου της ίδιας Υπηρεσίας .., στο οποίο ο ……………. . . . φέρεται να κατέχει μόλις από το έτος 1928, μία έκταση εμβαδού μόνο 3.860 στρεμμάτων, καταχωρισθείσα με αύξοντα αριθμό 7, αφού, όπως προκύπτει από το ίδιο ως άνω διάγραμμα και τον ίδιο κτηματολογικό πίνακα, το δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ …., επιφάνειας 288.190 τ.μ., ταυτίζεται με την έκταση εμβαδού 288 στρεμμάτων, με αύξοντα αριθμό ….., για την οποία περαιτέρω, με εξαίρεση την επισημείωση ότι διεκδικείται από τις Κοινότητες Αμπελακίων και Σεληνίων, δε γίνεται οποιαδήποτε μνεία για το αν, εκτός από το να τη διεκδικούν, τη νέμονται κιόλας οι ανωτέρω Κοινότητες ή αν τυχόν τη νέμεται κάποιος τρίτος και από ποιο χρονικό σημείο. Συνακόλουθα, κατά τα προαναφερθέντα, συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος έκτακτης χρησικτησίας σε βάρος του εναγόμενου επί του επίδικου τμήματος κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ενώ οι διάδοχοι του ……………. . στη νομή του ακινήτου παρέμειναν κύριοι αυτού με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους, με έκτακτη χρησικτησία τόσο με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, όσο και με βάση το άρθρο 1051 του Αστικού Κώδικα. Το προβαλλόμενο από το εκκαλούν με το Β1 σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και στέρησης της εκκαλουμένης από νόμιμη βάση σχετικά με την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, γιατί στην προκειμένη περίπτωση που αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο έχει την ιδιότητα του δημοσίου κτήματος ισχύει το απαράγραπτο των εμπράγματων δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου μετά την 11.9.1915 και ότι επομένως δεν υπήρχε δυνατότητα απόκτησης κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας με βάση τον Αστικό Κώδικα δεν ευσταθεί. Αφού αποδείχθηκε ότι ……………. .. είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία έναντι του Ελληνικού Δημοσίου στις 11.9.1915, δεν εμποδίζονται οι διάδοχοι αυτού στη νομή του εν λόγω ακινήτου να επικαλεσθούν αρχικά με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, με βάση το άρθρο 1051 ΑΚ, την προσμέτρηση στη δική τους νομή του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, καθώς η κυριότητα για το εκκαλούν στο επίδικο ακίνητο είχε απωλεσθεί ήδη στις 11.9.1915, χωρίς να ανακτηθεί και άρα αυτό δεν μπορεί να επικαλεσθεί έναντι των διαδόχων του ……………. . το απαράγραπτο των εμπράγματων δικαιωμάτων του. Αξίζει, περαιτέρω, να σημειωθεί ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, σε αλληλογραφία που είχαν μεταξύ τους τα έτη 1970 και 1974 σχετικά με την κυριότητα της ευρύτερης έκτασης στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο δεν έπαιρναν θέση υπέρ του ότι αυτή ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο. Έτσι, στο προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη από 15.10.1970 έγγραφο του Επιθεωρητή Δημ. Κτημ. της Δ/νσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών προς τη Δ/νση Δημοσίων Κτημάτων, Τμήμα Α’ αναφέρονται τα εξής ενδιαφέροντα για την ένδικη υπόθεση: «Κατόπιν της υπ’ αριθμ. ……/3-8-1970 διαταγής υμών εν σχέσει με γενομένας, καταπατήσεις εκτάσεων κειμένων επί της χερσονήσου Κυνοσούρας εις θέσιν Βάρβαρι περιοχής Αμπελακίων Σαλαμίνος έχω την τιμήν να εκθέσω υμίν τα κάτωθι: Εκ των ολίγων διαβιβασθέντων ημίν στοιχείων δεν ηδυνήθημεν να μορφώσωμεν γνώμην περί των υπό εξέτασιν ακινήτων.  Το μόνον διαφωτιστικόν στοιχείον το ευρισκόμενον εν τω φακέλλω είναι η υπ’ αριθ. ……/28-3-1970 αναφορά του Οικον. Εφόρου Σαλαμίνος, εξ ης προκύπτει ότι αι εικονιζόμεναι εις το από 27-2-1939 διάγραμμα των μηχανικών ….. εκτάσεις είναι καταχωρημέναι εις το βιβλίον καταγραφής δημοσίων κτημάτων υπ’ αυξ. αριθ. …. έως και …..- Η έρευνα εις το παρ’ υμίν Αρχείον προς ανεύρεσιν στοιχείων δια την εκτέλεσιν της διαταγής υμών, δεν απέδωσε καρπούς, δεδομένου ότι εν τω οικείω φακέλλω μόνον βεβαιωτικαί καταστάσεις υπάρχουν και Πρωτόκολλα βεβαιώσεως αυθαιρέτου χρήσεως εις βάρος των αυθαιρέτως κατεχόντων τ’ ακίνητα ταύτα. Φυσικά τα Πρωτόκολλα βεβαιώσεως αποζημιώσεως θα ηδύναντο να ληφθώσιν υπ’ όψιν σοβαρώς εις ετέραν περίπτωσιν όχι όμως δια την παρούσαν λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ταύτα ηκυρώθησαν δι’ αποφάσεων του Ειρηνοδίκου Ελευσίνος. Η μόνη συνεπώς απομείνασα οδός δια την εν προκειμένω έρευναν θα ήτο η εκ μέρους των φερομένων ιδιοκτητών απόδειξις αποδυναμώσεως των δικαιωμάτων του Δημοσίου δια της προσκομίσεως των τίτλων κυριότητος. Μεταβάντες εις την Οικον. Εφορίαν Σαλαμίνος προς ανεύρεσιν  τίτλων και στοιχείων άτινα θα διευκόλυναν την έρευναν, διεπιστώσαμεν ότι τα πλείστα εκ των υπό έρευναν ακίνητα εμπίπτουν εις την κηρυχθείσαν δια της υπ’ αριθ. Ε. 13862/5745/2-8-1969  κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας απαλλοτριωτέαν έκτασιν υπέρ και δαπάναις του Ο.Λ.Π. προς επέκτασιν της Χερσαίας Ζώνης του Πειραιώς…». Ακόμη περισσότερο διαφωτιστικό σχετικά με τη γνώση του Ελληνικού Δημοσίου ως προς τα προβαλλόμενα δικαιώματα στο επίδικο ακίνητο είναι το προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη από 3-8-1974 υπ’ αριθμ. πρωτ. ….. έγγραφο του Τμηματάρχη Β’ στην Οικονομική Εφορία Σαλαμίνος ….. προς το Υπουργείο Οικονομικών, Γενικήν Δ/νσιν Φορολογίας, Δ/νσιν 17ην, Τμήμα Α’. Εκεί αναφέρεται μεταξύ άλλων: «…1. Εις το παρ’ ημίν τηρούμενον βιβλίον καταχωρήσεως Δημοσίων κτημάτων, φέρονται καταχωρημένα υπ’ αύξοντα αριθ. ΒΚ …. έως και …. κτήματα του Δημοσίου συνολικής εκτάσεως (402060) τετρ. μέτρων, κείμενα επί της χερσονήσου Κυνοσούρας και εις θέσιν Βάρβαρι της Κοινότητος Αμπελακίων Σαλαμίνος, ως ταύτα εμφαίνονται εις τα από 27-2-1939 και υπ’ αριθ. …/29-3-74 τοπογραφικά διαγράμματα των Μηχανικών ….. και …….. Εις το βιβλίον καταχωρήσεως Δημοσίων κτημάτων δεν φέρεται καταχωρημένος ο τίτλος κτήσεως των κτημάτων τούτων παρά του Δημοσίου, εκ δε της επισταμένης ερεύνης εις τα βιβλία του Φύλακος Μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνος δεν φέρονται εγγεγραμμένα εις την μερίδα του Δημοσίου τα κτήματα ταύτα, εκ δε των από έτους 1927 και εντεύθεν υφισταμένων εγγράφων των οικείων και παρ’ ημίν τηρουμένων φακέλλων δεν προκύπτει ο τίτλος επί τη βάσει του οποίου το Δημόσιον απέκτησε κυριότητα επί των αγρών τούτων. 2. Άπαντες οι αγροί ούτοι κείνται επί της χερσονήσου Κυνοσούρας της κτηματικής περιφερείας της Κοινότητος Αμπελακίων Σαλαμίνος και εις θέσιν και περιοχήν ένθα η δυνάμει της υπ’ αριθ. Ε 13862/5745/18-8-69 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 167/69 τεύχος Δ’) απαλλοτριωθείσα έκτασις υπέρ του Δημοσίου και δαπάναις του Ο.Λ.Π., κατέχονται δε οι αγροί ούτοι υπό διαφόρων τρίτων καθ’ων ή των δικαιοπαρόχων των εκοινοποιήθησαν τα από 7 Μαϊου 1940 πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως της κατά το άρθρον 5 του Νόμου 5595 Επιτροπής δι’ ων προσδιωρίσθη το καταβλητέον υπό τούτων μίσθωμα δια την κατεχομένην παρ’ αυτών αυθαιρέτως έκτασιν. Ασκηθεισών κατά των πρωτοκόλλων τούτων υπό των προβαλλόντων δικαιώματα των κατά Νόμον ανακοπών εξεδόθησαν αι υπ’ αριθ. 19, 20, 21, 22, 24, 25, 26, 27, 29, 30, 31, 36 και 38 έτους 1940 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνος, δι’ ων και δια τους εν τω σκεπτικώ τούτων αναφερομένους λόγους ηκυρώθησαν άπαντα τα κοινοποιηθέντα πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως και κατεδικάσθη το Δημόσιον εις την δαπάνην. Έκτοτε ουδεμία ενέργεια εγένετο. 3. Εκ της υπ’ αριθ. 44/1-12-1930 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνος εκδοθείσης επί αιτήσεως της Κοινότητος Αμπελακίων κατά του καθ’ου  η αίτησις ……., όστις προέβη εις διαφόρους διακατοχικάς πράξεις επί τμήματος γης επί της χερσονήσου Κυνοσούρας (Κάβος Βάρβαρι) προκύπτει ότι δια του άρθρου 12 Ν.Θ.Ν.Ζ. και 1 Ν. 2798 ως εκωδικοποιήθησαν δια του άρθρου 12 του Ν.Δ. 17 Σ/βρίου 1926 παρεχωρήθησαν εις την κυριότητα και νομήν εκάστης Κοινότητος οι εντός της περιφερείας των ορίων αυτής περιλαμβανόμενοι Εθνικοί βοσκήσιμοι τόποι πάσης κατηγορίας, αποτελέσαντες περιουσίαν εκάστης τούτων, καταδικάζουσα ούτω τον εναγόμενον και επιδικάζουσα την νομήν υπέρ της αιτούσης Κοινότητος. 4. Εκ της από 12-6-1959 εκθέσεως διαπιστώσεως κυριότητος της περιοχής χερσονήσου Κυνοσούρας Σαλαμίνος των Εφοριακών Υπαλλήλων ……..διενεργηθείσης εις εκτέλεσιν της υπ’ αριθ. Π 6770/106/1959 Υμετέρας Δ/γής προκύπτει ότι η χερσόνησος αύτη ανήκει εις την κυριότητα της Κοινότητος Αμπελακίων. Ωσαύτως ως προκύπτει εκ των εγγράφων α) Υπ’ αριθ. …./3-12-1939 της Κοινότητος Αμπελακίων και β) υπ’ αριθ. …../2-12-1939 της Κοινότητος Σεληνίων, επί της εκτάσεως ταύτης φέρονται αξιούντες δικαιώματα κυριότητος δια μεν το βόρειον τμήμα ταύτης η Κοινότης Αμπελακίων δια δε το νότιον η Κοινότης Σεληνίων. 5. Δεν παραλείπομεν να αναφέρωμεν και αύθις, ως και δια του υπ’ αριθ. 2497/70 ημετέρου ανεφέραμεν Υμίν, ότι η έκτασις αύτη διεκδικείται και υπό διαφόρων τρίτων. Εκ τούτων οι κληρονόμοι …. κλπ. Δια του υπ’ αριθ. …../1961 πωλητηρίου Συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ….. μετεβίβασαν εκ της εκτάσεως ταύτης (95987) τ.μ. εις την ……κάτοικον Αθηνών,…Ως δε εγνώρισεν ημίν η Κοινότης Σεληνίων δια του υπ’ αριθ. ……/18-1-70 έγγραφου της αύτη εις την ανωτέρω θέσιν κατείχεν έκτασιν (105) στρεμμάτων περιλαμβανομένων εις το από 5-2-1936 κτηματολόγιόν της αποτελούσα τμήμα του υπ’ αριθ. 2 μείζονος κτήματος του αναφερομένου ως άνω κτηματολογίου της. Εκ των (105) τούτων στρεμμάτων έκτασις (89) περίπου στρεμμάτων διεξεδικήθη υπό του ….…Η υπόλοιπος έκτασις των (105) στρεμμάτων, ήτοι έκτασις (16) στρεμμάτων κατελήφθη αυθαιρέτως υπό της ………- κατά της οποίας η ανωτέρω Κοινότης ήγειρεν την από 15-4-1965 διεκδικητικήν αγωγήν ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς την έκβασιν της οποίας αγνοούμεν. Η υπόλοιπος έκτασις του κτήματος τούτου και δη του βορείου τμήματος διεκδικείται και κατέχεται μέχρι σήμερον υπό της Κοινότητος Αμπελακίων, εις το κτηματολόγιον της οποίας φέρεται εγγεγραμμένον. 6. Ως μας εγνώρισεν η Υπηρεσία Γεωργίας-Τμήμα Δασών- δια του ύπερθεν (ε) σχετικού εις την θέσιν ταύτην (Χερσόνησος Κυνοσούρας) υφίσταται δασική έκτασις υπαγομένη εις τας διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ. 86/69 περί Δασικού Κώδικος. 7. Η έκτασις αυτή διεκδικείται και υπό διαφόρων ιδιωτών οι οποίοι προέβησαν εις οικοπεδοποίησιν κατά το μεγαλύτερον αυτής μέρος, τμήματα της οποίας μετεβιβάσθησαν εις διαφόρους τρίτους, οι οποίοι ανήγειρον οικίσκους θερινής διαμονής και οι οποίοι ένεκεν της απαλλοτριώσεως της χερσονήσου ταύτης υπέρ του Ο.Λ.Π. υποβάλλουν συνεχώς αιτήσεις δια την χορήγησιν πιστοποιητικών ότι το Ελληνικόν Δημόσιον ή το παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον δεν προβάλλουν δικαιώματα δια τας απαλλοτριωμένας εκτάσεις, προκειμένου να τύχουν της αποζημιώσεως. Εκ των από 25 Μαϊου 1971 και από 10 και 11 Νοεμβρίου 1972 τεσσάρων ενόρκων εξετάσεως μαρτύρων δι’ αγρούς κειμένους εις την αυτήν θέσιν, προκύπτει ότι επί της χερσονήσου Κυνοσούρας το Ελληνικόν Δημόσιον ή το παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον δεν κέκτηνται ιδιοκτησίαν αλλ’ ότι η περιοχή αύτη κατέχεται συνεχώς υπό διαφόρων ιδιωτών….». Από το τελευταίο έγγραφο φέρεται το Ελληνικό Δημόσιο, μέσω του Τμηματάρχη Β’ της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνος ότι αναγνώριζε το έτος 1974 ότι η επίδικη έκταση αποτελούσε αντικείμενο διεκδίκησης μεταξύ της .. ……………. και της Κοινότητας Αμπελακίων και μάλιστα θεωρούσε ότι ανήκε στην τελευταία, χωρίς να θεωρεί εαυτόν κύριο της εκτάσεως, ανέφερε ότι το ίδιο  είχε εκδώσει το έτος 1940 πρωτόκολλα για καταβολή μισθωμάτων από τη χρήση γης στην επίδικη έκταση σε βάρος ιδιωτών, τα οποία όμως ακυρώθηκαν, χωρίς να προβεί έκτοτε σε καμία άλλη ενέργεια, διελάμβανε δε ότι το Τμήμα Δασών του Υπουργείου Γεωργίας χαρακτήριζε μέρος της εκτάσεως ως δασική, χωρίς όμως και πάλι να θεωρεί ότι αυτή του ανήκε, ενώ κάνει λόγο για την ύπαρξη αγρών στην περιοχή. Σημειωτέον δε ότι ο μάρτυρας του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου ………, εφοριακός υπάλληλος, στην κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 18.2.2013, υποστήριξε ότι το επίδικο ακίνητο είναι δημόσιο ως καταγεγραμμένο από το έτος 1939 και ότι το Δημόσιο ασκούσε πράξεις νομής επ’ αυτού, δηλαδή ότι είχε κάνει δημοπρασίες και ότι ο Οικονομικός Έφορος Μεγαρίδος είχε αποστείλει έγγραφα προς τους αστυνομικούς σταθμάρχες για να διώξουν τους επίδοξους καταπατητές και ότι δεν είχαν προσκομισθεί από την οικογένεια ……………. το έτος 1939 τίτλοι κυριότητας, παρότι είχαν ζητηθεί από το μηχανικό ….., παρέλειψε, όμως, να αναφέρει ότι ο ….. είχε εντέλει δικαιωθεί στην αντιπαράθεσή του με το Ελληνικό Δημόσιο, κατόπιν άσκησης ανακοπής κατά του εκδοθέντος εις βάρος του πρωτοκόλλου, με την απόφαση 27/1940 του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, ο οποίος έκρινε ότι το ως άνω ακίνητο ανήκε στον παραπάνω δικαιοπάροχο της ενάγουσας και νυν εφεσίβλητης και ακύρωσε το πρωτόκολλο γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής του άρθρου 5 του ν. 5595 που του επέβαλε μισθώματα για τη χρήση γης κατά την περίοδο 1927-1939, προσκόμισε μάλιστα τότε ο ανακόπτων για το ½ εξ αδιαιρέτου της κυριότητας και συμβολαιογραφικό τίτλο του έτους 1908 (πρόκειται το υπ’ αριθμ. …/17.3.1908 συμβολαιογραφικό έγγραφο του συμβ/φούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνος ……..).Αντίθετα, ο μάρτυρας της ενάγουσας, …….., ως κάτοικος της περιοχής και Αντιπρόεδρος του εξωραϊστικού συλλόγου που ιδρύθηκε μετά την κατάτμηση της ευρύτερης έκτασης από την . ……………. σε μικρότερα τμήματα και την πώλησή τους σε μικροϊδιοκτήτες αλλά και λόγω ηλικίας (κατά τη συζήτηση της αγωγής 77 ετών) γνώριζε από διηγήσεις παλαιοτέρων και κατέθεσε για τις πράξεις νομής που ασκούσε στην επίδικη έκταση η οικογένεια ……………. διανοία κυρίων ήδη από το έτος 1845.  Ιδίως αναφορικά με το επίδικο ακίνητο, το εκκαλούν προβάλλει με τον τέταρτο λόγο έφεσης ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε, μη δεχόμενο με την εκκαλούμενη απόφαση τον ανέκαθεν δασικό χαρακτήρα της επίδικης έκτασης, όπως έχει γίνει δεκτό με την 2296/2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κάτι που θα οδηγούσε σε απόρριψη της επικουρικής βάσης της αγωγής για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, καθώς σε δασική έκταση που είναι άγονη και πετρώδης όπως αυτή του επίδικου ακινήτου, δεν θα μπορούσαν οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας να καλλιεργούν αμπέλια, ασκώντας με αυτό τον τρόπο διακατοχικές πράξεις νομής διανοία κυρίου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα και όπως εντέλει έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση. Επί του ζητήματος αυτού, πρέπει να σημειωθεί ότι στην εκκαλουμένη δεν γίνεται δεκτό ότι ειδικά στο επίδικο ακίνητο των 280 τ.μ. καλλιεργείτο άμπελος, αλλά γίνεται λόγος για την ευρύτερη έκταση των 95.987 τ.μ. και ότι σε αυτή, ο ……………. …. από τη στιγμή που περιήλθε στην κατοχή του, ασκούσε με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, πράξεις φυσικής εξουσίασης, ήτοι ότι καλλιεργούσε αφενός αμπέλια στο ομαλό μέρος αυτής και ότι χρησιμοποιούσε για κτηνοτροφία το υπόλοιπο τμήμα της όλης έκτασης (βλ. σελίδα 3, σειρά 10 και έπειτα). Επίσης, ως προς τους απώτερους δικαιοπαρόχους του, …….. διαλαμβάνεται ότι ενεργούσαν επί της ίδιας μείζονος έκτασης πράξεις φυσικής εξουσίασης με καλή πίστη και διανοία συγκυρίων, ήτοι καλλιέργεια, βόσκηση ζώων, επίβλεψη, προστασία. Η επικαλούμενη από το εκκαλούν 2296/2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε επί της από 30.12.2003 αιτήσεως της νυν εφεσίβλητης να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 3274/18/3/2003 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής περί κηρύξεως ως αναδασωτέας δημόσιας δασικής έκτασης, της επίδικης έκτασης. Η εν λόγω απόφαση έκρινε ότι από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ο δασικός χαρακτήρας της επίδικης έκτασης και απέρριψε την αίτηση ακύρωσης της πράξης κήρυξης αναδάσωσης. Ωστόσο, η ίδια απόφαση δέχεται ότι από την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Επιτροπή Δασικών Αμφισβητήσεων Πειραιά που εξέτασαν η πρώτη, αντιρρήσεις της νυν εφεσίβλητης επί της υπ’ αριθμ. 3273/16.5.2002 πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιά, εκδοθείσας της 18/2004 απόφασης και η δεύτερη, προσφυγή του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής κατά της απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, εκδοθείσας της 17/2005 απόφασης κρίθηκε ότι η βλάστηση στο επίδικο ακίνητο δεν καθιστά την έκταση αυτή πια δασική κατά την έννοια του μεταγενεστέρως εκδοθέντος της προσβαλλόμενης απόφασης αναδάσωσης, νόμου 3208/2003. Μάλιστα στην απόφαση του Σ.Τ.Ε. εκτίθεται το σκεπτικό της 18/2004 απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Πειραιά, η οποία άλλωστε προσκομίζεται από την εφεσίβλητη που διαλαμβάνει σχετικά: «στην από 13.5.2002 εισήγηση της δασολόγου Πειραιά ……… για την έκδοση της πράξης χαρακτηρισμού, το εν λόγω τμήμα, εμβαδού 278 τ.μ. συμφερόντων ………, καθώς και η υπόλοιπη έκταση των 53,5 στρεμμάτων, περιγράφεται ως έκταση που φύονται θάμνοι δασικοί (σχίνα, αγριελιές, ασπάλαθοι) σε ποσοστό πλέον του 20% και πυκνή χορτολιβαδική έκταση από θυμάρια και αφάνες. Η έκταση των 278 τ.μ. είναι διαμορφωμένη με μηχανικά μέσα και εντός αυτής έχει ανεγερθεί οικία σε πλατφόρμα από μπετόν. Στις Α/Φ των ετών 1945, 1969, 1979, 1984 και 1988 στο εν λόγω τμήμα καθώς και η ευρύτερη περιοχή, παρατηρεί να καλύπτονται από ξυλώδεις θάμνους (σχίνα, αγριελιές, ασπάλαθους) και πυκνή χορτολιβαδική βλάστηση, χωρίς το παραμικρό ίχνος καλλιέργειας. Στην παραπάνω έκταση πραγματοποιήσαμε αυτοψία κατά την οποία διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για δομημένη έκταση, για τον λόγο αυτό αναζητήθηκαν στοιχεία στις όμορες εκτάσεις αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. Οι όμορες εκτάσεις κατά το πλείστον είναι δομημένες (οικίες, δρόμοι) καθώς και αρκετές εκτάσεις της ευρύτερης περιοχής. Από τους ακάλυπτους χώρους συμπεραίνεται ότι η έκταση αυτή καθώς και η ευρύτερη, έχει έδαφος ημιβραχώδες με κλίση 5-10%. Καλύπτεται κύρια από χορτολιβαδική βλάστηση και αραιή δασική βλάστηση (σχίνα, αγριελίες και ασπαλάθους) σε ποσοστό μικρότερο του 25%. Πέραν των εκτάσεων αυτών παρατηρούνται δασικές και μη εκτάσεις. Με δεδομένα αυτά, προτείνεται όπως η εν λόγω έκταση των 278,00 τ.μ. χαρακτηρισθεί ως ΜΗ ΔΑΣΙΚΗ ΕΚΤΑΣΗ της παρ.6β’ άρθ. 3 του Ν. 998/79, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3208/03…». Από τις παραπάνω παραδοχές συνάγεται ότι στο επίδικο ακίνητο δεν υπήρχε δάσος, αλλά κυρίως χορτολιβαδική βλάστηση και αραιή δασική βλάστηση (σχίνα, αγριελιές, ασπάλαθοι) σε ποσοστό μικρότερο του 25%. Επομένως, ακόμη κι αν η εν λόγω έκταση αρχικά θεωρείτο δασική και έπαψε να θεωρείται δασική μόνο μετά την τροποποίηση της παρ.6β του άρθρου 8 του ν. 998/1979 από το ν. 2508/2003, λόγω της βλάστησης αυτής, ασφαλώς και μπορούσαν να ασκηθούν πράξεις νομής από τους απώτερους δικαιοπάροχους της ενάγουσας και συγκεκριμένα να χρησιμοποιηθεί η εν λόγω επίδικη έκταση ως βοσκότοπος, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω και αν στο συγκεκριμένο κομμάτι της ευρύτερης έκτασης των 95.987 τ.μ. που ανήκε κατά κυριότητα στον απώτερο δικαιοπάροχο της ενάγουσας ……………. δεν καλλιεργείτο άμπελος, λόγω της μορφολογίας του εδάφους που δεν ήταν ομαλή. Μάλιστα, η χρήση του ως βοσκοτόπι γινόταν από την οικογένεια ……………. με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, με αποτέλεσμα ο ……………. να έχει καταστεί κύριος αυτής ήδη από τις 11.9.1915 και όπως η κυριότητα του υιού και κληρονόμου του . ……………. κρίθηκε κατά το έτος 1940 με την 27/1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος κατόπιν άσκησης ανακοπής κατά του από 7 Μαρτίου του 1940 πρωτόκολλου γνωμοδοτήσεως της κατά το άρθρον 5 του Ν. 5595 Επιτροπής, με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο επιχείρησε να επιβάλει μίσθωμα στον ανακόπτοντα για άνευ δικαιώματος χρήση δικής του γης κατά την περίοδο 1928-1939, πλην όμως το ανωτέρω πρωτόκολλο ακυρώθηκε, όπως ακυρώθηκαν και όσα άλλα πρωτόκολλα με όμοιο περιεχόμενο εξέδωσε η παραπάνω Επιτροπή για την ευρύτερη έκταση των 95.987 τ.μ. σύμφωνα με το από 3-8-1974 υπ’ αριθμ. πρωτ. .. έγγραφο του Τμηματάρχη Β’ στην Οικονομική Εφορία Σαλαμίνος ……. προς το Υπουργείο Οικονομικών. Η δε καλή πίστη ήδη των ……… ότι δεν καταπατούν δημόσια δασική έκταση στηριζόταν όπως προαναφέρθηκε στην 305/24.1.1845 απόφαση της επί των διαφιλονικουμένων δασών Επιτροπής της νήσου Σαλαμίνας, η οποία αναγνώρισε ως ιδιωτικά τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, πλην όσων ανήκαν στη διαλυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου και όσων είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία δημοσίων κτημάτων. Στα τελευταία ωστόσο δεν συμπεριλαμβανόταν η ευρύτερη τότε έκταση των 111.987 τ.μ. που ανήκε στην οικογένεια ……………. (βλ. και προσκομιζόμενες 634/2017, 498/2018, 499/2018 αποφάσεις αυτού του Δικαστηρίου που έκριναν επί άλλων κατατετμημένων από την ίδια έκταση ακινήτων στην Κυνοσούρα Αμπελακίων Σαλαμίνας). Ομοίως είχε κρίνει ως προς το επίδικο ακίνητο και το Ειρηνοδικείο Σαλαμίνας με την 27/2003 απόφασή του επί ανακοπής που είχε ασκήσει η νυν εφεσίβλητη προς ακύρωση του υπ’ αριθμ. …/2002 πρωτόκολλου διοικητικής αποβολής του Δασάρχη Πειραιά, το οποίο και ακυρώθηκε ως προς το μέρος που αφορούσε την αποβολή της ανακόπτουσας από το επίδικο ακίνητο.

Ενόψει όλων των ανωτέρω, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε τις αποδείξεις και ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, παρά τα αντίθετα προβαλλόμενα από το εκκαλούν με τον τέταρτο και τρίτο υπό στοιχείο Β3 λόγους έφεσης, αν και πρέπει να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας με τις διευκρινίσεις που παραπάνω έγιναν κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ και ορθά αναγνώρισε την ενάγουσα κυρία του ένδικου ακινήτου λόγω έκτακτης χρησικτησίας και ακολούθως διέταξε τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, όπου εσφαλμένα φερόταν ως κύριος το Ελληνικό Δημόσιο. Κατόπιν αυτού και μη υπάρχοντος προς εξέταση άλλου λόγου έφεσης, πρέπει να απορριφθεί αυτή στην ουσία της στο σύνολό της και να καταδικασθεί το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας λόγω της ήττας του (άρθρα 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), τα οποία όμως επιβάλλονται μειωμένα κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, όπως ισχύει μετά την υπ’ αριθμ. 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’11/20-1-1993) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του ν. 1738/1987, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την 30.10.2017 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. …./2017 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 3793/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, συνεκκαλουμένης της 2638/2013 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ