Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 454/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Πολιτική Δικονομία. Έφεση. Προσδιορισμός του εννόμου συμφέροντος του μη ηττηθέντος διαδίκου για να ασκήσει έφεση. Σε περίπτωση, που δεν υφίσταται αυτό η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Δικαστικό ένσημο. Επί μη καταβολής του ο ενάγων δικάζεται ερήμην. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να δεχθεί την προσκομιδή, το πρώτον ενώπιον του, του δικαστικού ενσήμου. Η αγωγή για καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως, κατ’ άρθρον 949 του ΚΠολΔ, όταν έχει καταψηφιστικό χαρακτήρα, υπόκειται στην υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου. Επανάληψη της συζητήσεως στο εφετείο προκειμένου να προσκομισθεί αντίγραφο του παραβόλου του τέλους δικαστικού ενσήμου, το οποίο τυχόν υποβλήθηκε πρωτοδίκως, άλλως για να προσκομισθεί, το πρώτον, το οικείο παράβολο.

 

Αριθμός    454/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αντώνιο Πλακίδα Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη-Εισηγητή, Εμμανουηλία – Αλεξάνδρα Κεχαγιά Εφέτη και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 του ΚΠολΔ, το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος για την άσκηση εφέσεως κρίνεται από το διατακτικό της εκκαλούμενης αποφάσεως και υπάρχει όταν με αυτό απορρίπτονται αιτήσεις ή προτάσεις του εκκαλούντος ή γίνονται δεκτές τέτοιες του αντιδίκου του. Επίσης, έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος κρίνεται κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου και συνήθως πηγάζει από το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης, δηλαδή από το δεδικασμένο που απορρέει από τη σχετική δικαστική κρίση. Ακόμη, μπορεί να θεμελιώνεται το ως άνω έννομο συμφέρον όταν ο εκκαλών βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης, ειδικότερα δε, αν από αυτή δημιουργείται δυσμενές δεδικασμένο εις βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η σχετική αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει έτσι στοιχεία διατακτικού. Επιπλέον, οι εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος, με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις διαλαμβανόμενες στο διατακτικό της, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εφέσεως, με σχετικό λόγο ότι είναι ασύμφορες σ’ αυτόν ή μη ορθές νομικώς, καθόσον το κρίσιμο στοιχείο της αποφάσεως δεν είναι οι αιτιολογίες, αλλά οι διατάξεις της (βλ. ΑΠ 920/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1212/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1459/2000 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6060/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 39/2011 ΕΦΑΔ 2011 969, ΕφΑθ 6188/2009 ΕφΑΔ 2010 565 και (βλ. Π. Γιαννόπουλο σε «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου αρθρ. 516 παρ. ΙΙI  αρ. 31 επ., σελ. 88-92). Εξάλλου, η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος, για την άσκηση των ενδίκων μέσων εν γένει και ειδικότερα της εφέσεως, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, που συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ. Μάλιστα, η προϋπόθεση αυτή εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου, κατ’ άρθρον 532 του ΚΠολΔ (βλ. ΕφΑθ 6188/2009 ΕΦΑΔ 2010 565, ΕφΑθ 3613/2007 ΕΦΑΔ 2008 818, ΕφΘεσ 2976/2005 Αρμ 2006 1465).

Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 3606/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 20-7-2016 (Γ. Α. Κ. ……./2016 και ειδικό αριθ. καταθ. ……/2016) αγωγής της εφεσίβλητης κατά των εκκαλούντων-εναγομένων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, αφού έχει κατατεθεί το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1 και 517 του ΚΠολΔ), και εμπροθέσμως (άρθρα 144 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στους εκκαλούντες-εναγομένους διενεργήθηκε την 1-9-2017 (βλ. τη με την ίδια ημερομηνία σημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ………. επί του αντιγράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως) και η έφεση ασκήθηκε στις 29-9-2017 (βλ. την υπ’ αριθ. ……/29-9-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), καθ’ όσον ασκείται από την πρώτη των εκκαλούντων. Επίσης, πρέπει, να εξετασθούν ως προς τη βασιμότητά τους και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, οι οποίο παραδεκτώς (άρθρο 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ασκήθηκαν, με  ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους εφεσίβλητους (βλ. την υπ’ αριθ. …../11-9-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Ναυπλίου .. …), ενόψει του ότι αφορούν κεφάλαια της προαναφερθείσας οριστικής αποφάσεως, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και σε κάθε περίπτωση συνέχονται αναγκαστικώς με αυτά (βλ. Χ. Τριανταφυλλίδη σε «Η Έφεση» επιμ. Κ. Οικονόμου αρθρ. 520 αρ. 6, σελ. 158 -160), συνεκδικαζόμενοι με την ανωτέρω έφεση (άρθρα 31 και 246 του ΚΠολΔ). Όμως, όσον αφορά στο δεύτερο των εκκαλούντων  –  εναγόμενο (…………), η ένδικη έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση, με αυτήν έγινε δεκτή η ανωτέρω αγωγή μόνον ως προς το κύριο αίτημά της (το οποίο εκτίθεται ακολούθως), ενώ απορρίφθηκε, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας, το επικουρικό αίτημά της (αγωγής), το οποίο αφορούσε στην καταδίκη της πρώτης εναγομένης – εκκαλούσας, κατ’ άρθρον 946 του ΚΠολΔ, στις αναφερόμενες σ’ αυτή (αγωγή) υλικές πράξεις και σε περίπτωση που δεν προβεί σ’ αυτές (πράξεις), σε χρηματική ποινή ποσού 50.000 ευρώ, καθώς και της απαγγελίας εις βάρος του δευτέρου των εναγομένων – εκκαλούντων, ως νομίμου εκπροσώπου αυτής (1ης εναγομένης εταιρίας), προσωπικής κράτησης διάρκειας μέχρι ενός έτους, για την περίπτωση που ο τελευταίος παραβιάσει την εκδοθησομένη απόφαση. Επίσης, από την επισκόπηση της ανωτέρω αγωγής προκύπτει ότι αυτή εστρέφετο κατά του δευτέρου εναγομένου – εκκαλούντος, αποκλειστικώς, ως προς το μέρος της που αφορά στο προαναφερθέν επικουρικό αίτημα αυτής, το οποίο κατά τα ως άνω απορρίφθηκε (βλ. σελ. 1-2 της αγωγής [«… ΚΑΙ ΚΑΤΑ μόνο ως προς την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 946 Κ.Πολ.Δ. Του ………. …»]). Ακόμη, ο δεύτερος εκκαλών, ο οποίος, κατά τα προαναφερθέντα, δεν είναι ηττηθείς διάδικος στην πρωτόδικη δίκη, δεν επικαλείται στην έφεσή του (ούτε στους πρόσθετους λόγους αυτής)  στοιχεία, τα οποία να τον αφορούν και να θεμελιώνουν τη βλάβη που τυχόν αυτός (ατομικώς) υπέστη από την εκκαλούμενη απόφαση στις έννομες σχέσεις του ή πρόκειται να υποστεί σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτή η έφεσή του. Εξάλλου, από την ως άνω αιτιολογία της εκκαλούμενης αποφάσεως, όσον αφορά στο δεύτερο των εκκαλούντων, δεν δημιουργείται δυσμενές δεδικασμένο εις βάρος του σε άλλη δίκη, ούτε ο δεύτερος εκκαλών επικαλείται τέτοια έννομη συνέπεια. Επομένως, ενόψει του ότι δεν υφίσταται σχετικό έννομο συμφέρον του δευτέρου των εκκαλούντων για την προσβολή της εκκαλούμενης αποφάσεως, πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), η ένδικη έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής όσον αφορά στον τελευταίο, να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν πρέπει να περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διάταξη περί της επιβολής των σχετικών δικαστικών εξόδων εις βάρος του δευτέρου των εκκαλούντων, ενόψει του ότι η εφεσίβλητη, με τις υποβληθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προτάσεις της ζητεί την επιβολή των αντίστοιχων εξόδων της μόνον εις βάρος της πρώτης των εκκαλούντων (βλ. σελ. 78 των προτάσεων της εφεσίβλητης [… Να καταδικαστεί η αντίδικος στην εν γένει δικαστική μας δαπάνη …]).

ΙΙ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. ΓϡΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων» (το οποίο ερμηνεύθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν.Δ. 1544/1942), όπως ισχύει σήμερα μετά και την τελευταία τροποποίησή του, που επήλθε με το άρθρο 33 του ν. 4446/2016, συνάγεται ότι κάθε καταψηφιστική αγωγή (πλην των αγωγών για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνων που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού), εφόσον έχει περιουσιακό αντικείμενο ή δύναται να αποτιμηθεί σε χρήμα, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (μετά των αναλογικών εισφορών υπέρ διαφόρων τρίτων φορέων). Επίσης, η παράλειψη καταβολής του προσήκοντος δικαστικού ενσήμου, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, έχει ως συνέπεια, κατά τα άρθρα 173 παρ. 1 και 175 του ΚΠολΔ, ο παραλείπων την καταβολή ενάγων, να λογίζεται κατά νομικό πλάσμα ως μη εμφανιζόμενος (πλασματική ερημοδικία) και ως εκ τούτου να απορρίπτεται η αγωγή του ως αβάσιμη (άρθρο 272 του ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1908/2005 ΕλλΔνη 2006 479, ΑΠ 1107/2005 ΕλλΔνη 2007 803, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «Ερμηνεία ΚΠολΔ»  εκδ. 2η τομ. Ι αρθρ. 175 αρ. 2 σελ. 304). Σημειωτέον ότι η βάσει των ανωτέρω διατάξεων θέσπιση της προαναφερθείσας πλασματικής ερημοδικίας για το διάδικο, που δεν καταβάλει το αναλογούν δικαστικό ένσημο, δεν αντίκειται στο κατά τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθόσον η πρόβλεψη αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού η είσπραξή του ενισχύει τη δυνατότητα της Πολιτείας να καλύπτει τις λειτουργικές ανάγκες και δαπάνες του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, ενώ εξάλλου σε περίπτωση νίκης του ενάγοντος το καταβληθέν τέλος δικαστικού ενσήμου συνυπολογίζεται στην επιδικαζόμενη υπέρ αυτού δικαστική δαπάνη. Επιπλέον, υφίστανται οι διατάξεις του ν. 3226/2004, με τις οποίες λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3226/2004). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν κωλύεται, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, δηλαδή στο πλαίσιο της εξέτασης των λόγων της εφέσεως, να δεχθεί την προσκομιδή, το πρώτον ενώπιόν του, του δικαστικού ενσήμου, προς θεραπεία της ανωτέρω ερημοδικίας (βλ. Κ. Παναγόπουλο σε «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου αρθρ. 524 παρ. VI  αρ. 21 σελ. 226). Μάλιστα, ο ενάγων που παρέλειψε πρωτοδίκως την καταβολή δικαστικού ενσήμου, μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της, ερήμην του εκδοθείσας, απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί από τον ενάγοντα έφεση νομότυπα και εμπρόθεσμα, η οποία συνοδεύεται με την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, μπορεί να προταθεί, ως μοναδικός λόγος της, η άρση της παραλείψεως αυτής, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του δικαστικού ενσήμου, καθόσον το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται και προς διόρθωση των σφαλμάτων των διαδίκων, όπως επί μη καταβολής από τον ενάγοντα του νομίμου δικαστικού ενσήμου (βλ. ΕφΑθ 93/2010 ΕλλΔνη 2011 1068, ΕφΘεσ 135/2008 Αρμ 2009 1223, ΕφΑθ 1972/2006 ΕλλΔνη 2007 277). Επίσης, από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι σε περίπτωση που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά τη σχετική αυτεπάγγελτη έρευνα, στο πλαίσιο της εφέσεως, δεν μπορεί να διαπιστώσει την καταβολή του προσήκοντος δικαστικού ενσήμου, πρέπει να ζητήσει την προσκόμιση αντιγράφου του αντίστοιχου υποβληθέντος δημοσίου παραβόλου (αγωγοσήμου), ενώ, στην περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί αυτό (παράβολο), πρωτοδίκως, πρέπει να ζητηθεί η εκ των υστέρων υποβολή του (πρβλ. ΕφΘεσ 1874/2003 Αρμ 2004 1312).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 949 του ΚΠολΔ θεσμοθετείται ένα ιδιότυπο μέσο εκτέλεσης και εξαναγκασμού του οφειλέτη για εκπλήρωση υποχρεώσεώς του προς επιχείρηση νομικής πράξεως, η οποία και θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι διενεργείται από της τελεσιδικίας της αποφάσεως που καταδικάζει τον οφειλέτη σε σχετική δήλωση βουλήσεως. Η υποχρέωση του εναγομένου να προβεί στη δήλωση βουλήσεως του προς  τον ενάγοντα πρέπει να ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή να στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα που δημιουργούν νόμιμη υποχρέωση του εναγομένου να προβεί στην αξιούμενη δικαιοπραξία, απορρέουσα είτε απευθείας από το νόμο (π.χ. άρθρα 424, 758, 896 και 1945 του Α.Κ.) είτε από σύμβαση την οποία ο νόμος εξοπλίζει με δεσμευτικότητα (π.χ. άρθρα 166, 361 του ΑΚ). Επίσης, στις εν λόγω διατάξεις (άρθρο 949 του ΚΠολΔ), υπάγονται και αξιώσεις από το δικονομικό δίκαιο (π.χ. παραίτηση από την αγωγή) ή και από το διοικητικό δίκαιο (π.χ. υποβολή αίτησης του εκμισθωτή προς τη δημόσια διοίκηση να χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στο μίσθιο). Πάντως, εάν  κατά το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχεται κάποια αγώγιμη αξίωση, δεν χωρεί αντίστοιχος εξαναγκασμός, κατά τη διάταξη του άρθρου 949 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 335/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1078/2001 ΕλλΔνη 2002 429). Εξάλλου, η αγωγή εκ του άρθρου 949 του ΚΠολΔ, διακρίνεται, με κριτήριο τη ζητούμενη προστασία σε αναγνωριστική, όταν με αυτή ζητείται απλώς η αναγνώριση της ύπαρξης αξίωσης προς δήλωση βουλήσεως και σε καταψηφιστική όταν με αυτή ζητείται και η καταψήφιση του εναγομένου σε επιχείρηση της δήλωσης βουλήσεως. Τέλος, σε περίπτωση που η εν λόγω  αγωγή (εκ του άρθρου 949 του ΚΠολΔ) έχει καταψηφιστικό αίτημα, αυτή υπόκειται στην υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου (βλ.  ΑΠ 185/1989 ΕΕΝ 1990 43, ΕφΠειρ 525/2013 ΕλλΔνη 2014 140, ΕφΠατρ 969/2009 ΑχαΝομ 2010 147, ΕφΠειρ 920/2006 ΠειρΝομ 2007 116, ΕφΘεσ 1847/2003 ο.π., Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «Ερμηνεία ΚΠολΔ»  εκδ. 2η τομ. ΙΙ αρθρ. 949 αρ. 8 σελ. 581)

ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή την διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, με απόφαση, που μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, η οποία εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη η εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει επανάληψη της συζήτησης δεν υπόκειται σε περιορισμούς και, επομένως, το τελευταίο έχει την εξουσία να διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης και προς προσκομιδή των αναγκαίων στοιχείων (βλ. ΟλΑΠ 1285/1982 ΝοΒ 1983  219, ΑΠ 1520/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1212/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2114/2009 ΝοΒ 2010, ΑΠ 235/2003 ΕλΔνη 2004 399, ΕφΠατρ 127/2018 ΝοΒ 2018 1649, ΕφΑθ 248/2012 ΕλλΔνη 2013 453).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την προαναφερθείσα αγωγή της, εξέθεσε ότι, στις 10-2-2006, καταρτίσθηκε μεταξύ της εταιρίας με την επωνυμία «……….», ως πωλήτριας και της πρώτης εναγόμενης – εκκαλούσας ως αγοράστριας, καθώς και του δευτέρου εναγομένου – εκκαλούντος,  ως εγγυητή υπέρ της αγοράστριας εταιρίας, το με την ίδια ημερομηνία και χρονολογία ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης εξοπλισμού και παραχώρησης χρήσης μονάδας, δυνάμει του οποίου πωλήθηκε ο αναφερόμενος σε αυτό (το ιδιωτικό συμφωνητικό) πάγιος εξοπλισμός επιχείρησης ιχθυοκαλλιέργειας, ευρισκομένης στη θέση του κόλπου «. ..» … ….., με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας αυτού υπέρ της πωλήτριας εταιρίας μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος πωλήσεως αυτού, συνολικού ποσού 597.000 ευρώ, το οποίο πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί, όπως αναφέρεται στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό (το κείμενο του οποίου ενσωματώνεται εξ ολοκλήρου στην αγωγή). Ότι η προαναφερθείσα πωλήτρια εταιρία συγχωνεύθηκε, δια απορροφήσεως, με αυτήν (ενάγουσα εταιρία) και ως εκ τούτου η τελευταία αποτελεί οιονεί καθολική διάδοχό της και έχει υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, οι οποίες απορρέουν από την ανωτέρω σύμβαση πωλήσεως. Επίσης, εξέθεσε ότι, κατά τα ως άνω συμφωνηθέντα μεταξύ των συμβληθέντων μερών, σε περίπτωση που δεν τηρούντο οι όροι του προαναφερθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού ως προς την καταβολή του ανωτέρω τιμήματος πωλήσεως, και ανεξάρτητα από το εάν η ενάγουσα (πωλήτρια) θα ασκούσε ή όχι το δικαίωμα υπαναχώρησης εκ της εν λόγω συμβάσεως, η πρώτη εναγομένη θα ήταν  υποχρεωμένη άμεσα (αμελητί), μετά από τη σχετική εξώδικη αίτηση – δήλωση της ενάγουσας προς αυτήν, να υποβάλει αίτηση για τη μεταβίβαση – διοικητική παραχώρηση των αδειών λειτουργίας και συμβάσεων μισθώσεως, που θα είχαν παραχωρηθεί σ’ αυτήν (1η εναγομένη), σύμφωνα με τους όρους του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, και πάλι στην ενάγουσα. Ακόμη, ότι η πρώτη εναγόμενη αλλά και ο υπέρ αυτής εγγυητής (2ος εναγόμενος), δεν τήρησαν τα ως άνω συμφωνηθέντα, με αποτέλεσμα να της οφείλουν σήμερα το ποσό των 261.383,93 ευρώ ως κεφάλαιο, πλέον του ποσού των 146.146,09 ευρώ ως δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας του ανωτέρω κεφαλαίου από την 24-7-2009 (επομένη της ημερομηνίας και χρονολογίας κατά την οποία έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί η καταβολή του ανωτέρω ποσού, μέχρι και την 12-5-2016), και συνολικώς το ποσό των 407.530,02 ευρώ. Επιπλέον, ότι αυτή (ενάγουσα), αφού υπαναχώρησε από την ανωτέρω σύμβαση πωλήσεως, δια των αναφερομένων εξωδίκων δηλώσεών της και άσκησε τα εκ του άρθρου 532 του ΑΚ δικαιώματά της, τα οποία απορρέουν από την ως άνω παρακράτηση υπέρ αυτής της κυριότητας των πωληθέντων πραγμάτων μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του συμφωνηθέντος και πιστωθέντος ταυτόχρονα τιμήματος πώλησης, στις 4-4-2016 κοινοποίησε προς τους εναγόμενους την από 31-3-2016 εξώδικη δήλωση, με την οποία καλούσε την πρώτη εναγομένη όπως, εντός αποκλειστικής προθεσμίας μιας εργάσιμης ημέρας από την επομένη της κοινοποιήσεως αυτής, υποβάλει αίτηση προς την Διοίκηση και συγκεκριμένα προς το αρμόδιο Τμήμα Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων και Αλιείας της Περιφέρειας Αττικής, σχετικώς με την αναμεταβίβαση και διοικητική παραχώρηση στην ενάγουσα των αδειών μίσθωσης και λειτουργίας της εν λόγω μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας, πλην όμως η τελευταία ουδέν έπραξε, και ειδικότερα ουδέποτε υπέβαλε την αντίστοιχη αίτηση. Περαιτέρω, βάσει των ως άνω εκτεθέντων περιστατικών, η ενάγουσα, με την αγωγή αυτή, ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη σε καταδίκη δηλώσεως βουλήσεως, η οποία αφορά στις ακολούθως αναφερόμενες υλικές πράξεις και συγκεκριμένα στην υποβολή έγγραφης αίτησης προς τη Δημόσια Υπηρεσία του Τμήματος Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων και Αλιείας της Περιφέρειας Αττικής, με την οποία να συγκατατίθεται και να ζητεί: α)τη μεταβίβαση και παραχώρηση στην ενάγουσα: i)της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας στη θέση κόλπου «…..» ……., όπως αυτή η άδεια αναφέρεται στην υπ’ αριθ. Α174/29-9-2000 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, όπως αυτή ισχύει ή θα ισχύει κατά τη μεταβίβαση, και ii)της συμβάσεως μισθώσεως για τη λειτουργία της εν λόγω μονάδας, όπως αυτή η μίσθωση αναφέρεται στο υπ’ αριθ. ……../28-12-2000 μισθωτήριο της συμβολαιογράφου Καλαυρίας …….., καθώς και σε κάθε άλλο μισθωτήριο που έχει συμπληρώσει ή ανανεώσει ή αντικαταστήσει αυτό με οιονδήποτε τρόπο και β)τη μεταβίβαση και παραχώρηση στην ενάγουσα επιπλέον έκτασης είκοσι (20) στρεμμάτων στον ίδιο ως άνω θαλάσσιο χώρο, όπως αυτή η επέκταση αναφέρεται στην υπ’ αριθ. 1148/26-10-2005 απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής, καθώς και σε κάθε άλλη απόφαση που συμπληρώνει ή ανανεώνει ή αντικαθιστά αυτή με οιονδήποτε τρόπο και για οιονδήποτε λόγο και αιτία, επικουρικώς δε να καταδικαστεί αυτή (1η εναγομένη), κατ’ άρθρον 946 του ΚΠολΔ, στην ακόλουθη υλική πράξη, δηλαδή να προβεί, εντός πέντε εργάσιμων ημερών, από τη δημοσίευση της οριστικής αποφάσεως επί της αγωγής αυτής, στην υποβολή των ως άνω αναλυτικώς αναφερόμενων αιτήσεων, επιπλέον, να καταδικαστεί η πρώτη εναγόμενη, σε περίπτωση που δεν προβεί στην επιχείρηση των ως άνω υλικών πράξεων, σε χρηματική ποινή 50.000 ευρώ, καθώς και να επιβληθεί στο δεύτερο εναγόμενο, ως νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, προσωπική κράτηση διάρκειας μέχρι ενός έτους, σε περίπτωση που ο τελευταίος παραβιάσει την εκδοθησομένη απόφαση. Με την εκκαλούμενη απόφαση η προαναφερθείσα αγωγή έγινε δεκτή, ως προς το κύριο αίτημά της, και καταδικάσθηκε η πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα σε δήλωση βουλήσεως και ειδικότερα με ιδιωτικό έγγραφο (αίτηση) προς το Τμήμα Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων και Αλιείας της Περιφέρειας Αττικής, με το οποίο να ζητεί, συναινεί και αποδέχεται α)τη μεταβίβαση και παραχώρηση στην ενάγουσα της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας στη θέση Κόλπου «……..» …….., όπως αυτή η άδεια αναφέρεται στην υπ’ αριθ. Α174/29-9-2000 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, όπως αυτή ισχύει ή θα ισχύει κατά τη μεταβίβαση, καθώς και της συμβάσεως μισθώσεως για τη λειτουργία της εν λόγω μονάδας, όπως αυτή η μίσθωση αναφέρεται στο υπ’ αριθ. ……../28-12-2000 μισθωτήριο της συμβολαιογράφου Καλαυρίας …….., καθώς και σε κάθε άλλο μισθωτήριο που έχει συμπληρώσει ή ανανεώσει ή αντικαταστήσει αυτό με οιονδήποτε τρόπο και β)τη μεταβίβαση και παραχώρηση στην ενάγουσα επιπλέον έκτασης είκοσι (20) στρεμμάτων στον ίδιο ως άνω θαλάσσιο χώρο, όπως αυτή η επέκταση αναφέρεται στην υπ’ αριθ. 1148/26-10-2005 απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής, καθώς και σε κάθε άλλη απόφαση που συμπληρώνει ή ανανεώνει ή αντικαθιστά αυτή με οιονδήποτε τρόπο και για οιονδήποτε λόγο και αιτία, ώστε σε περίπτωση άρνησής της θα θεωρηθεί ότι η δήλωση βούλησής της έχει συντελεστεί με την τελεσιδικία της απόφασης αυτής, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, απορρίφθηκε η αγωγή ως προς το επικουρικό αίτημα αυτής. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονείται η πρώτη των εκκαλούντων με την κρινόμενη έφεσή της και τους πρόσθετους λόγους αυτής, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ανωτέρω αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της.

Περαιτέρω, από το προαναφερθέν αίτημα της ανωτέρω αγωγής συνάγεται ότι αυτή έχει καταψηφιστικό χαρακτήρα και για το λόγο αυτό, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, ενόψει του ότι με αυτή (αγωγή) ζητείται να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη σε καταδίκη δηλώσεως βουλήσεως, η οποία αφορά στις αναφερθείσες υλικές πράξεις (υποβολή έγγραφης αιτήσεως προς την ανωτέρω Δημόσια Υπηρεσία κλπ). Όμως, από την επισκόπηση όλων των στοιχείων της σχετικής δικογραφίας, δεν μπορεί να διαπιστωθεί το εάν έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου (μετά των σχετικών προσαυξήσεων υπέρ τρίτων), μάλιστα, ούτε στην εκκαλούμενη απόφαση υπάρχει αναφορά περί τούτου. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, πριν από την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησής της για να προσκομιστεί αντίγραφο του τυχόν υποβληθέντος, κατά την πρωτοβάθμια δίκη, παραβόλου, το οποίο αφορά στην καταβολή του αντίστοιχου δικαστικού ενσήμου (μετά των σχετικών προσαυξήσεων υπέρ τρίτων), καθώς και σχετικής βεβαιώσεως του γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί της εξαγωγής του αντιγράφου αυτού από τον οικείο φάκελο δικογραφίας, ενώ, σε περίπτωση μη καταβολής, πρωτοδίκως, του τέλους αυτού, να προσκομισθεί το προσήκον παράβολο δικαστικού ενσήμου (αγωγόσημο) για το αντικείμενο της ανωτέρω αγωγής (δηλαδή την αξία της αναφερομένης στην αγωγή επιχειρήσεως [μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας] για την οποία ζητείται η μεταβίβασή της, κατά τα ως άνω εκτιθέμενα στην αγωγή). Σημειωτέον ότι δεν πρέπει να περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διάταξη περί της σχετικής δικαστικής δαπάνης, γιατί αυτή δεν είναι οριστική επί του αντικειμένου της αγωγής (βλ. ΑΠ 608/2012 ΕΠολΔ 2012 342).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

Απορρίπτει την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής

ως προς το δεύτερο των εκκαλούντων.

Δέχεται τυπικώς την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής ως προς την πρώτη των εκκαλούντων.

Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής απόφασής του.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθεί, με την επιμέλεια του επιμελέστερου από τους διαδίκους, αντίγραφο του τυχόν υποβληθέντος, κατά την πρωτοβάθμια δίκη, παραβόλου, το οποίο αφορά στην καταβολή του αντίστοιχου τέλους δικαστικού ενσήμου (μετά των σχετικών προσαυξήσεων υπέρ τρίτων), καθώς και σχετικής βεβαιώσεως του γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί της εξαγωγής του αντιγράφου αυτού από τον οικείο φάκελο δικογραφίας, και σε περίπτωση μη καταβολής πρωτοδίκως του τέλους αυτού, να προσκομισθεί το προσήκον παράβολο δικαστικού ενσήμου (αγωγόσημο) για το αντικείμενο της από 20-7-2016 (Γ. Α. Κ. …./2016 και ειδικό αριθ. καταθ. …../2016) αγωγής.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 25η Ιουνίου 2019 και δημοσιεύθηκε στις  1-8- 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

      Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ