Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 457/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  457/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 24.4.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../24.4.2018 και ………./24.4.2018) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό καθ’ης η ανακοπή/ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας κατά της υπ’αριθμ. 1221/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και με την οποία έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή η ασκηθείσα κατά της εκκαλούσας από 4.4.2017 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ. ………/5.4.2017) ανακοπή των εφεσιβλήτων των άρθρων 632 παρ.1 και 933 του ΚΠολΔ, και διατάχθηκε η ακύρωση της σε βάρος τους εκδοθείσας, επί αίτησης της καθ’ης η ανακοπή για απαίτησή της εκ του καταλοίπου δανειακής σύμβασης, υπ’αριθμ……../2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’αριθμ.73/2017 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου ως προς τη διεύθυνση της πραγματικής έδρας στην Ελλάδα της πρώτης των καθ’ων η διαταγή πληρωμής/ανακοπτόντων αλλοδαπής εταιρίας, καθώς και της από 14.3.2017 επιταγής προς εκτέλεση, που γράφτηκε κάτω από το επιδοθέν στους ανακόπτοντες, με επιμέλεια της καθ’ης η ανακοπή, αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της προαναφερθείσας διαταγής πληρωμής, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 24.4.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./24.4.2018), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 8.3.2018 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 24.4.2018, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου), αλλά και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 8.3.2018, όπως προεκτέθηκε, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Οι ανακόπτοντες με την από 4.4.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ………../5.4.2017) ανακοπή τους των άρθρων 632 παρ.1 και 933 του ΚΠολΔ, που άσκησαν ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν να ακυρωθούν, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, α) η υπ’αριθμ…../2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε σε βάρος τους, με βάση τα σ’αυτήν αναφερόμενα έγγραφα, επί αίτησης της καθ’ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», και με την οποία υποχρεώθηκαν, έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ανωτέρω τράπεζα, ως ειδική διάδοχο της υπό εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» της οποίας η άδεια ανακλήθηκε, το σε ευρώ ισόποσο του ποσού των 350.000 δολαρίων Η.Π.Α., με την τιμή αγοράς δολαρίων, όπως αυτή θα προκύψει από το κατά το χρόνο της εξόφλησης Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος της ιδίας της υπέρ ης η διαταγή πληρωμής, πλέον τόκων υπερημερίας από 21.9.2016 και εφεξής, καθώς και τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων τόκων, υπολογιζομένων ανά εξάμηνο, και δικαστικής δαπάνης, ποσού 6.000 ευρώ, ως μέρος χρηματικής απαίτησης της καθ’ης η ανακοπή εκ του καταλοίπου δανειακής σύμβασης, εγγράφως καταρτισθείσας μεταξύ  του δικαιοπαρόχου της/ως άνω υπό εκκαθάριση τελούντος πιστωτικού ιδρύματος και των δύο πρώτων εξ αυτών (των ανακοπτόντων), για την αναχρηματοδότηση δανείου της πρώτης και τη χρηματοδότηση μέρους του τιμήματος της αγοράς νέου πλοίου από τη δεύτερη αντίστοιχα, με την επίσης εγγράφως δοθείσα εγγύηση των λοιπών, μεταβιβασθείσας ακολούθως στην υπέρ ης η διαταγή πληρωμής, και καταγγελθείσας τελικά εκ μέρους της τελευταίας με την επίκληση παράβασης από πλευράς τους (των ανακοπτόντων) των συμβατικών όρων, όπως η εν λόγω διαταγή πληρωμής, αλλά και η αίτηση προς έκδοση αυτής, διορθώθηκαν με την υπ’αριθμ.73/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσα επί σχετικής αίτησης της καθ’ης η ανακοπή, ως προς την αναγραφόμενη σ’αυτές (διαταγή πληρωμής και αίτηση για την έκδοσή της) διεύθυνση της πραγματικής έδρας στην ημεδαπή της πρώτης ανακόπτουσας αλλοδαπής εταιρίας, και β) της από 14.3.2017 επιταγής προς εκτέλεση, η οποία συντάχθηκε πάρα πόδας του αντιγράφου του επιδοθέντος στους ίδιους πρώτου εκτελεστού απογράφου της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ως πρώτη πράξη της επισπευδομένης σε βάρος τους από την αντίδικό τους διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, με εκτελεστό τίτλο τη συγκεκριμένη διαταγή πληρωμής, και με την οποία (επιταγή) επιτάχθηκαν να καταβάλουν στην ανωτέρω επισπεύδουσα την εκτέλεση – δανείστρια, ο καθένας εις ολόκληρον, 1) το σε ευρώ ισόποσο του ποσού των 350.000 δολαρίων Η.Π.Α., με την τιμή αγοράς του δολαρίου, όπως αυτή θα καθορίζεται από το κατά το χρόνο της εξόφλησης Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος της ιδίας της επισπεύδουσας, πλέον τόκων υπερημερίας από 21.9.2016 και εφεξής, καθώς και τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων τόκων, υπολογιζομένων ανά εξάμηνο, μέχρι την εξόφληση, κατά τα οριζόμενα στη διαταγή πληρωμής, 2) το ποσό των 6.000 ευρώ ως καθορισθείσα με την ως άνω διαταγή πληρωμής δικαστική δαπάνη της αιτούσας την έκδοσή της/ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, 3) το ποσό των 500 ευρώ ως αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της δανείστριας για τη σύνταξη της εν λόγω επιταγής, και 4) το ποσό των 40 ευρώ ως δαπανηθέν από την ως άνω επισπεύδουσα την εκτέλεση για την επίδοση προς αυτούς της ανακοπτομένων διαταγής πληρωμής και επιταγής, άπαντα τα υπ’αριθμ.2-4 επιμέρους κονδύλια αυτής με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοσή της μέχρι την εξόφληση. Επί της προαναφερθείσας ανακοπής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ.3789/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού διατάχθηκε ο χωρισμός των, όπως κρίθηκε, απαραδέκτως σωρευομένων αντικειμενικά στο δικόγραφό της ανακοπών των άρθρων 632 παρ.1 και 933 του ΚΠολΔ, λόγω καθ’ύλην αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου προς εκδίκαση της εξ αυτών ανακοπής του άρθρου 632 παρ.1 του ΚΠολΔ, διώκουσας την ακύρωση της εκδοθείσας σε βάρος των ανακοπτόντων διαταγής πληρωμής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ.2, 18 και 632 παρ.1 του ΚΠολΔ, διότι η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής [του σε ευρώ ισόποσου των 350.000 δολαρίων Η.Π.Α., που, με βάση την τιμή αγοράς του δολαρίου Η.Π.Α., όπως αναφερόταν στο δελτίο τιμών συναλλάγματος της καθ’ης η ανακοπή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διαταγή πληρωμής, κατά το χρόνο κατάθεσης της ανακοπής (άρθρα 8,9,10,221 παρ.1 β του ΚΠολΔ)], ανερχόταν στο ποσό των 319.098,50 ευρώ, δηλαδή σε ποσό, που υπερβαίνει τα 250.000 ευρώ, της υλικής αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου, με αποτέλεσμα η σώρευση της εν λόγω ανακοπής στο ίδιο δικόγραφο με την ανακοπή του άρθρου 933 παρ.1 του ΚΠολΔ (κατά της επιταγής προς εκτέλεση) να μην είναι παραδεκτή, καθώς η μεν πρώτη υπάγεται λόγω ποσού στην καθ’ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ενώ η δεύτερη στην υλική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αυτού (αφού ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά το άρθρο 933 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει στην κρινόμενη περίπτωση), ακολούθως παραπέμφθηκε η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο (άρθρα 46 και 218 παρ.2 του ΚΠολΔ, άρθρο 51 παρ.1α και 3 του ν.2172/1993), ενώ κρατήθηκε και δικάσθηκε η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση του άρθρου 933 του ΚΠολΔ. Με την ίδια απόφαση η συγκεκριμένη ανακοπή, ως προς την οποία κρίθηκε ότι το ανωτέρω Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί (σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ.5 του Κανονισμού ΕΟΚ 1215/2012) και είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 584 και 933 παρ.1, 3 του ΚΠολΔ), καθώς και ότι για την εκδίκασή της εφαρμοστέα τυγχάνει η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 591 παρ.6 και 937 παρ.3 του ιδίου Κώδικα), έγινε δεκτή κατά το τυπικό της μέρος, και στη συνέχεια διευρευνήθηκε περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το νόμω και ουσία βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της, άπαντες οι οποίοι κρίθηκαν απορριπτέοι, με αποτέλεσμα ν’απορριφθεί και η ανακοπή αυτή στο σύνολό της. Ακολούθως η καθ’ης η ανακοπή με την με την από 9.10.12017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../10.10.2017) κλήση της επανέφερε προς εκδίκαση την υπόθεση ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς μόνον όσον αφορά στη σωρευόμενη στο ανωτέρω δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 632 παρ.1 του ΚΠολΔ (κατά της διαταγής πληρωμής), την οποία το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την προαναφερθείσα απόφασή του παρέπεμψε προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιου, λόγω καθ’ύλην αναρμοδιότητας του ιδίου να την εκδικάσει, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη αναφερθεί. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’αριθμ.1221/2018 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι η υπόθεση παραδεκτώς και αρμοδίως εισήχθη προς συζήτηση ενώπιόν του, ότι η ανωτέρω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει καταστεί τελεσίδικη ως προς την παραπεμπτική της διάταξη, που αφορά στην ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, ότι η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα, σύμφωνα με τα άρθρα 583 επ., 632 παρ.3 και 934 παρ.1 του ΚΠολΔ, και ότι πρέπει να εκδικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ ως προσήκουσα, παρά την εισαγωγή της προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία, στη συνέχεια δέχθηκε ως νόμω και ουσία βάσιμο τον τέταρτο λόγο αυτής, σύμφωνα με τον οποίο παρά το νόμο οι ανακόπτοντες διατάχθηκαν με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής να καταβάλουν στην καθ’ης η ανακοπή, έκαστος εις ολόκληρον, το σε ευρώ ισόποσο των 350.000 δολαρίων Η.Π.Α., υπολογιζόμενο με την καθοριζόμενη στο Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος της ιδίας της καθ’ης κατά το χρόνο της εξόφλησης τιμή αγοράς του δολαρίου, όπως, άλλωστε, και ζητήθηκε επικουρικά απ’αυτήν στην υποβληθείσα αίτησή της προς έκδοση της διαταγής πληρωμής (κυρίως ζητήθηκε να της καταβληθεί το οφειλόμενο ποσό σε δολάρια), και όχι με βάση την κατά τον ίδιο χρόνο διαλαμβανόμενη στο δελτίο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τιμή αναφοράς του ευρώ προς το δολάριο και προβλεπόμενη στο νόμο ως επίσημη τιμή συναλλάγματος, η οποία και θα έπρεπε να ορισθεί στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ως λαμβανόμενη υπόψη για την εξεύρεση της ισοτιμίας μετατροπής του ως άνω αλλοδαπού νομίσματος σε ημεδαπό, και, κατ’επέκταση, για τον προσδιορισμό του καταβλητέου από τους ανακόπτοντες ποσού του κεφαλαίου της απαίτησης της καθ’ης, εφόσον, όπως κρίθηκε, δεν είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων στη δανειακή σύμβαση, ή στις συμβάσεις εγγύησης, εκ των οποίων απορρέει η εν λόγω απαίτηση, αναφορά σε άλλη συναλλαγματική ισοτιμία. Κατόπιν της παραδοχής από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού της ανακοπής, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε την ανακοπή ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και διέταξε την ακύρωση, τόσο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στο σύνολό της, όσο και της από 14.3.2017 επιταγής προς εκτέλεση,η οποία γράφτηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής, που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες, στο πλαίσιο επισπευδομένης σε βάρος τους, με επιμέλεια της καθ’ης, διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, με εκτελεστό τίτλο τη συγκεκριμένη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η καθ’ης, έχουσα έννομο συμφέρον προς τούτο ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, οι οποίοι συνιστούν αιτιάσεις, που στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά, τόσο στην παραδοχή του ανωτέρω λόγου ανακοπής, ως ορισμένου, καθώς και ως νόμω και ουσία βασίμου, και, συνακόλουθα, την καθ’ολοκληρίαν ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, όσο και στην ακύρωση της προαναφερθείσας επιταγής προς εκτέλεση, συνταχθείσας παρά πόδας αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της συγκεκριμένης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα: Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε ότι ο λόγος αυτός ανακοπής είναι ορισμένος, ενώ θα έπρεπε να τον απορρίψει πρωτίστως ως αόριστο, καθώς δεν αναφερόταν στο δικόγραφο σε τι ακριβώς συνίσταται η δικονομική βλάβη των ανακοπτόντων από τον κατά τους ισχυρισμούς τους μη νόμιμο προσδιορισμό του ποσού, που διατάχθηκαν να της καταβάλουν με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, με βάση την καθοριζόμενη σ’αυτήν ισοτιμία ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. σύμφωνα με το δελτίο τιμών συναλλάγματος της ιδίας (της καθ’ης) κατά το χρόνο της πληρωμής, και όχι με την ισοτιμία την διαλαμβανόμενη στο αντίστοιχο δελτίο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της αυτής ημέρας, και δη δεν προσδιοριζόταν κατά ποιο συγκεκριμένα χρηματικό ποσό επιβαρύνεται η οφειλή τους σε περίπτωση υπολογισμού της με την κατά τα ανωτέρω οριζόμενη στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής συναλλαγματική ισοτιμία για τη μετατροπή του αλλοδαπού νομίσματος σε ημεδαπό, όπερ συνδέεται κατά λογική και νομική αναγκαιότητα και με τη συνδρομή εν προκειμένω ή όχι εννόμου συμφέροντός τους, που να δικαιολογεί την επίκληση του λόγου αυτού ανακοπής, άλλως θα έπρεπε να τον απορρίψει ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο, διότι ανά πάσα χρονική στιγμή η τιμή αγοράς δολαρίων Η.Π.Α., που ορίζεται στο δικό της δελτίο τιμών συναλλάγματος, είναι εκ των πραγμάτων και εξ ορισμού ευνοϊκότερη και συμφερότερη για τους αντιδίκους της, από τη τιμή αναφοράς του ιδίου νομίσματος προς το ευρώ, που καθορίζεται την αυτή ημέρα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως θα συμβεί μετά απολύτου βεβαιότητας και κατά την ημέρα της πληρωμής του καταβλητέου χρηματικού ποσού της διαταγής πληρωμής, το οποίο προσδιοριζόμενο με το τρόπο αυτό υπολογισμού της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων θα είναι οπωσδήποτε μικρότερο, επί προφανή ωφελεία των ανακοπτόντων. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίσθηκε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε το λόγο αυτό της ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο ο οριζόμενος με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής υπολογισμός της απαίτησής της με την προβλεπόμενη σ’αυτήν ισοτιμία ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α., όπως θα προκύπτει από το δελτίο τιμών συναλλάγματος της ιδίας κατά το χρόνο της εξόφλησης, και όχι από το αντίστοιχο δελτίο συναλλαγματικών ισοτιμιών αναφοράς του ευρώ, που δημοσιεύεται καθημερινά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ως νόμω και ουσία βάσιμο, ενώ θα έπρεπε να τον απορρίψει ως νόμω αβάσιμο, διότι οι τιμές αναφοράς του ευρώ προς τα ξένα νομίσματα, που εκδίδει η Ευρωπαϊκή ΚεντρικήΤράπεζα είναι ενδεικτικές, και όχι συναλλακτικές, και δε δεσμεύουν τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, όπως είναι και η ίδια, να καθορίζουν ελεύθερα για τις συναλλαγές με τους πελάτες τους τις τιμές αγοράς και πώλησης συναλλάγματος, τις οποίες δημοσιεύουν σε ημερήσια δελτία, που εκδίδουν, με αποτέλεσμα εφόσον η απαίτησή της, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, αφορούσε σε ποσό δανείου σε δολάρια Η.Π.Α., που η ίδια είχε προηγουμένως δανεισθεί από τη διατραπεζική αγορά για τους δανειολήπτες της, αυτονόητο να τυγχάνει ότι και στην αίτησή της για την έκδοση της εν λόγω διαταγής πληρωμής θα έπρεπε να ζητήσει να της καταβληθεί το σε ευρώ ισόποσο με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του δικού της δελτίου τιμών, όπως ορθά ορίσθηκε και στη διαταγή πληρωμής, άλλως και σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να τον απορρίψει ως ουσία αβάσιμο διότι εν προκειμένω υπήρχε συμφωνία της με τους αντιδίκους της, συναγόμενη από το περιεχόμενο των αναφερομένων στην έφεση όρων της δανειακής σύμβασης και των παρεπομένων συμβάσεων εγγύησης ότι στις μεταξύ τους συναλλαγές ως τιμή ισοτιμίας μετατροπής του δολαρίου Η.Π.Α. σε ευρώ θα λαμβάνεται υπόψη η τιμή αγοράς από την ίδια του συγκεκριμένου αλλοδαπού νομίσματος. Τέλος, η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, όπως αυτός εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο με την εκκαλουμένη απόφασή του, μετά την παραδοχή ως βασίμου του ανωτέρω λόγου ανακοπής, ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής στο σύνολό της, και όχι ως έδει, εν μέρει, ήτοι μόνον όσον αφορά την περιληφθείσα σ’αυτήν ειδικότερη αναφορά περί του καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας μετατροπής του δολαρίου Η.Π.Α. σε ευρώ, για τον προσδιορισμό του καταβλητέου από τους οφειλέτες ποσού (που προσδιορίσθηκε στο σε ευρώ ισόποσο 350.000 δολαρίων Η.Π.Α.), με βάση την τιμή αγοράς του συγκεκριμένου αλλοδαπού νομίσματος, όπως αυτή θα μνημονεύεται στο δελτίο τιμών συναλλάγματος της ιδίας, που θα εκδοθεί κατά την ημέρα της εξόφλησης, ενώ με τον τέταρτο λόγο έφεσης διατείνεται ότι εσφαλμένα με την πρωτόδικη απόφαση ακυρώθηκε, εκτός από τη διαταγή πληρωμής, και η από 14.3.2007 παρά πόδας αντιγράφου του απογράφου αυτής συνταχθείσα επιταγή προς εκτέλεση, παρότι με την υπ’αριθμ.3789/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο αρχικά ασκήθηκε το δικόγραφο προς συζήτηση, αφού διατάχθηκε ο χωρισμός των σ’αυτό απαραδέκτως σωρευομένων ανακοπών του άρθρου 632 παρ.1 και 933 του ΚΠολΔ, η ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, με αίτημα την ακύρωση της ως άνω πράξης της σε βάρος των ανακοπτόντων επισπευδομένης εκτελεστικής διαδικασίας, κρατήθηκε, εκδικάσθηκε, και απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν, ενώ η ανακοπή του άρθρου 632 παρ.1 του ΚΠολΔ,  της οποίας το αίτημα κατά το νόμο μπορεί να είναι η ακύρωση διαταγής πληρωμής, και όχι επιταγής προς εκτέλεση ή πράξης της εκτέλεσης εν γένει, παραπέμφθηκε να εκδικασθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ως καθ’ύλην αρμοδίου, όπερ και εγένετο, καθώς με την από 9.10.2017 κλήση της ιδίας εισήχθη στη συνέχεια η υπόθεση προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό ως προς την εν λόγω ανακοπή και μόνον. Ζήτησε δε με την έφεσή της να γίνει αυτή δεκτή και κατ’ουσίαν, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η ασκηθείσα ανακοπή κατά της ανωτέρω – εκδοθείσας με αίτησή της σε βάρος των ανακοπτόντων – διαταγής πληρωμής.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 του ΑΚ και 6 παρ.1 του ν.5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 του ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα, πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει, και ο δανειστής δικαιούται να τη ζητήσει, από 1.1.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής  με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν.2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της εξόφλησης. Όσον αφορά στη συναλλαγματική ισοτιμία για τη μετατροπή του αλλοδαπού νομίσματος σε ημεδαπό, το άρθρο 6 παρ.1 του ν.5422/1932 ορίσθηκε ότι λαμβάνεται υπόψη η τρέχουσα τιμή συναλλάγματος της ημέρας της εξόφλησης, η οποία κατά το άρθρο 8 του ιδίου νόμου  είναι η αναγραφόμενη στο ημερήσιο δελτίο αγοράς και πώλησης της Τράπεζας της Ελλάδος. Με το άρθρο 4 παρ.2 του ν.1983/1980 ορίσθηκε η λεγόμενη τιμή αγοράς και πώλησης συναλλάγματος, η οποία προσδιοριζόταν από τη  μέση τιμή της δραχμής προς τα ξένα νομίσματα (τιμή fixing), ελαττωμένη ή αυξημένη αντίστοιχα κατά ορισμένο ποσό, που καθόριζε η Τράπεζα της Ελλάδος. Η επίσημη αυτή τιμή αντικατέστησε την τρέχουσα τιμή του άρθρου 6 παρ.1 του ν.5422/1932. Επομένως, ως τέτοια τιμή συναλλάγματος κατά την ημέρα της πληρωμής, λαμβανόταν υπόψη εκείνη, που προέκυπτε από το σχετικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο αποτελούσε το κατά νόμο αποδεικτικό μέσο αυτής (τιμής), κατ’άλλη διατύπωση η τιμή, που η Τράπεζα της Ελλάδος αγοράζει και πωλεί το νόμισμα αυτό. Με το άρθρο 4 παρ.2 του ν.2842/2000 καταργήθηκε η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 4 παρ.2 του ν.1083/1980. Επιπλέον στις παραγράφους 1,2,3, και 4 του ιδίου άρθρου 4 του ν.2842/2000, με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 1 του ν.1083/1980, ορίζονται τα εξής: «Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και έχουν εξουσιοδοτηθεί να πραγματοποιούν πράξεις σε συνάλλαγμα, διενεργούν ελεύθερα για ίδιο λογαριασμό και με δικό τους κίνδυνο πάσης φύσεως πράξεις σε συνάλλαγμα και ξένα τραπεζικά γραμμάτια, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις»….2. Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τις συναλλαγές με τους πελάτες τους, εκδίδουν ημερήσια δελτία τιμών αγοράς και πώλησης συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων, τα οποία και δημοσιεύουν. Τα ποσοτικά όρια και η απόκλιση μεταξύ των τιμών αγοράς και πώλησης συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων, που περιλαμβάνονται στα δελτία αυτά, καθορίζονται ελεύθερα.  3. Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιεύει δελτία τιμών αναφοράς του ευρώ προς τα ξένα νομίσματα με βάση τα αντίστοιχα δελτία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.  Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εκδίδει ημερήσιο δελτίο τιμών αγοράς και πώλησης συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων για τις ανάγκες των καταστημάτων της. 4. Oποιαδήποτε αναφορά σε επίσημη τιμή συναλλάγματος ή σε μέση τιμή (fixing) της δραχμής προς τα ξένα νομίσματα, σε νομοθετικές, διοικητικές, κανονιστικές ή συμβατικές διατάξεις, αντικαθίσταται από την, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, σχετική τιμή αναφοράς, εφόσον δεν έχει προβλεφθεί ή δεν έχει συμφωνηθεί ούτε οριστεί αναφορά σε άλλη συναλλαγματική ισοτιμία». Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, σε περίπτωση, που δεν έχει προβλεφθεί, ορισθεί ή συμφωνηθεί άλλη συναλλαγματική ισοτιμία,  η ισοτιμία για τη μετατροπή του αλλοδαπού νομίσματος σε ημεδαπό, καθορίζεται με βάση την ανωτέρω τιμή αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και β) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Επί της από 26.1.2016 αίτησης της καθ’ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» εκδόθηκε η υπ’αριθμ…../2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες να καταβάλουν στην ανωτέρω τράπεζα, έκαστος εις ολόκληρον, δυνάμει των σ’αυτήν ειδικότερα αναφερομένων εγγράφων, το σε ευρώ ισόποσο των 350.000 δολαρίων Η.Π.Α., με την τιμή αγοράς του δολαρίου Η.Π.Α., η οποία θα αναγράφεται στο δελτίο τιμών συναλλάγματος της ιδίας της ως άνω αιτούσας κατά το χρόνο της εξόφλησης, πλέον τόκων υπερημερίας από 21.9.2016 και εφεξής, καθώς και τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων τόκων, υπολογιζομένων ανά εξάμηνο, ήτοι με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, μέχρι την εξόφληση. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω διαταγή πληρωμής: α) Το προαναφερθέν χρηματικό ποσό, το οποίο διατάχθηκαν με αυτήν να καταβάλουν οι ανακόπτοντες, ο καθένας εις ολόκληρον, στην καθ’ης, αποτελεί μέρος απαίτησης της τελευταίας σε βάρος τους, συνολικού ποσού 12.165.885,60 δολαρίων Η.Π.Α., που αφορά στο υπολειπόμενο και οφειλόμενο κεφάλαιο της από 26.3.2010 – ήδη λυθείσας διά καταγγελίας της – σύμβασης δανείου, η οποία καταρτίσθηκε στις 26.3.2010 στον Πειραιά μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» και των δύο πρώτων των ανακοπτόντων, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τις από 27.6.2011 και 27.12.2011, επίσης καταρτισθείσες μεταξύ των ιδίων ως άνω συμβαλλομένων συμβάσεις, και δυνάμει της οποίας εκταμιεύθηκε και χορηγήθηκε προς τις εν λόγω εταιρίες δάνειο συνολικού ποσού 17.325.000 δολαρίων Η.Π.Α., των ως άνω δανειοληπτριών ευθυνομένων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον προς αποπληρωμή του, υπό τους περιεχόμενους σ’αυτήν και στις μεταγενέστερες/τροποποιητικές αυτής συμβάσεις επιμέρους όρους και συμφωνίες, β) με τις από 26.3.2010 συμβάσεις, που καταρτίσθηκαν επίσης στον Πειραιά μεταξύ της ανωτέρω δανείστριας και των τρίτης, τέταρτης και πέμπτου των καθ’ων η διαταγή πληρωμής/ανακοπτόντων, οι τελευταίοι εγγυήθηκαν προς την τράπεζα, ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες, την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση παντός ποσού οφειλομένου σ’αυτήν από τις δανειολήπτριες εταιρίες λόγω της συγκεκριμένης δανειακής σύμβασης, αλλά και την εν γένει εκπλήρωση στο ακέραιο όλων των εκ των σύμβασης αυτής απορρεουσών υποχρεώσεών τους, κατά τους περιλαμβανόμενους στην καθεμία των εγγυητικών συμβάσεων ειδικότερους όρους και συμφωνίες, γ) λόγω παράβασης των όρων της ως άνω σύμβασης από τους καθ’ων η διαταγή πληρωμής, και δη καθυστέρησης απ’αυτούς περί την καταβολή του συνόλου των συμφωνημένων δόσεων αποπληρωμής του ποσού του δανείου, το οποίο στις 19.9.2016 ανερχόταν κατά κεφάλαιο σε 12.165.885,60 δολάρια Η.Π.Α., η υπερ ης η διαταγή πληρωμής και ήδη καθ’ης η ανακοπή ……….., με το από 19.10.2016 έγγραφό της, που επιδόθηκε στις 12.12.2016 στον ορισθέντα στις συμβάσεις δανείου, αλλά και εγγύησης, ως αντίκλητο των δανειοληπτριών εταιριών και των υπέρ αυτών εγγυητών …….., σύμφωνα με την υπ’αριθμ……./12.12.2016 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή …………, προέβη σε  καταγγελία της σύμβασης του δανείου, και αξίωσε την άμεση πληρωμή ολοκλήρου του μέχρι τότε ανεξόφλητου και οφειλομένου κεφαλαίου του, το οποίο, κατόπιν τούτου, κατέστησε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στο σύνολό του, εφαρμόζοντας συμβατικούς όρους, που της παρείχαν το δικαίωμα αυτό, και συγκεκριμένα ζήτησε να της καταβληθεί το ανωτέρω ποσό των 12.165.885,60 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων υπερημερίας από 19.9.2016, ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο, έως την εξόφληση, και δ) η υπέρ ης η διαταγή πληρωμής τυγχάνει ειδική διάδοχος της δανείστριας τράπεζας ως προς τις επίμαχες έννομες σχέσεις, της δανειακής σύμβασης και των παρεπομένων αυτής συμβάσεων εγγύησης, δυνάμει της υπ’αριθμ. 73/1/10.5.2013 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β΄1137/10.5.2013), με την οποία ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος, που τέθηκε, ακολούθως, σε ειδική εκκαθάριση, της υπ’αριθμ. 10/1/10.5.2013 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β΄1137/10.5.2013), με την οποία η …. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. κατέστη ειδική διάδοχος αυτού, καθώς και της από 10.5.2013 σύμβασης μεταξύ του ανωτέρω υπό ειδική εκκαθάριση τελούντος πλέον πιστωτικού ιδρύματος και της αιτούσας την έκδοση της διαταγής πληρωμής ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, με την οποία μεταβιβάσθηκαν στην τελευταία τα ειδικότερα αναφερόμενα στη σύμβαση αυτή, αλλά και στο παράρτημα της προαναφερθείσας υπ’αριθμ.10/1.10.5.2013 απόφασης, περιουσιακά στοιχεία της ….., στα οποία περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις αυτής από την εν λόγω δανειακή σύμβαση και εκάστη των προαναφερθεισών εγγυητικών συμβάσεων, που εκχωρήθηκαν στην ειδική διάδοχό της. Η ανωτέρω διαταγή πληρωμής, η οποία, επί αίτησης της υπερ ης εκδόθηκε ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, διορθώθηκε ως προς τη διεύθυνση της αναγραφόμενης σ’αυτήν πραγματικής έδρας της πρώτης των καθ’ων (η διαταγή πληρωμής) αλλοδαπής εταιρίας στην ημεδαπή, από το εσφαλμένο «οδός ……… Αττικής», στο ορθό «οδός ……….. Αττικής», με την υπ’αριθμ.73/2017 απόφαση του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επιδόθηκε στους καθ’ων αυτή αφορούσε στις 15.3.2017, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. …./15.3.2017 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ………., μετά της προαναφερθείσης διορθωτικής απόφασης, και της από 14.3.2017 επιταγής προς εκτέλεση, η οποία γράφτηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της (της διαταγής πληρωμής), και με την οποία (επιταγή) επιτάχθηκαν να καταβάλουν στην ανωτέρω επισπεύδουσα την σε βάρος τους εκτελεστική διαδικασία/τράπεζα, ο καθένας εις ολόκληρον, 1) το σε ευρώ ισόποσο του ποσού των 350.000 δολαρίων Η.Π.Α., με την τιμή αγοράς του δολαρίου, όπως αυτή θα καθορίζεται από το κατά το χρόνο της εξόφλησης Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος της ιδίας της επισπεύδουσας, πλέον τόκων υπερημερίας από 21.9.2016 και εφεξής, καθώς και τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων τόκων, υπολογιζομένων ανά εξάμηνο, μέχρι την εξόφληση, κατά τα οριζόμενα στη διαταγή πληρωμής, 2) το ποσό των 6.000 ευρώ ως καθορισθείσα με την ως άνω διαταγή πληρωμής δικαστική δαπάνη της αιτούσας την έκδοσή της/ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, 3) το ποσό των 500 ευρώ ως αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της ως άνω τράπεζας για τη σύνταξη της εν λόγω επιταγής, και 4) το ποσό των 40 ευρώ ως δαπανηθέν από την ως άνω επισπεύδουσα την εκτέλεση δανείστρια για την επίδοση προς αυτούς της διαταγής πληρωμής μετά της επιταγής, άπαντα τα υπ’αριθμ.2-4 επιμέρους κονδύλια αυτής με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοσή της μέχρι την εξόφληση. Επακολούθησε η άσκηση από τους καθ’ων η διαταγή πληρωμής και καθ’ων η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης της από 4.4.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./ 5.4.2017) ανακοπής τους των άρθρων 632 παρ.1 και 933 του ΚΠολΔ ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσης επ’αυτής της υπ’αριθμ. 3789/2017 απόφασης του εν λόγω Δικαστηρίου, με την οποία, όσον αφορά στη σωρευόμενη στο δικόγραφο ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, το ανωτέρω Δικαστήριο κήρυξε εαυτόν καθ’ύλην αναρμόδιο προς εκδίκασή της, και παρέπεμψε την υπόθεση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο και η ανακοπή αυτή εισήχθη προς συζήτηση με την από 9.10.12017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/10.10.2017) κλήση της καθ’ης η ανακοπή, εκδικάσθηκε και εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τα προεκτεθέντα.

Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής τους, ο οποίος έγινε δεκτός και με την εκκαλουμένη απόφαση ως νόμω  και ουσία βάσιμος, οι ανακόπτοντες ισχυρίσθηκαν ότι παρά το νόμο ζητήθηκε (επικουρικώς) από την καθ’ης, και διατάχθηκαν και οι ίδιοι με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, κατά παραδοχήν του αιτήματός της, να της καταβάλουν, το σε ευρώ ισόποσο των 350.000 δολαρίων Η.Π.Α., με την τιμή αγοράς του ως άνω αλλοδαπού νομίσματος, όπως αυτή θα προκύψει από το εκδοθησόμενο δελτίο τιμών συναλλάγματος της ιδίας της καθ’ης (ως πιστωτικού ιδρύματος) του χρόνου της εξόφλησης της απαίτησής της, ενώ η συναλλαγματική ισοτιμία για τη μετατροπή του δολαρίου Η.Π.Α. σε ευρώ, και συνακόλουθα για τον προσδιορισμό του καταβλητέου απ’αυτούς χρηματικού ποσού σε ημεδαπό νόμισμα, θα έπρεπε να καθορισθεί στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής με βάση την τιμή αναφοράς του ευρώ προς το δολάριο Η.Π.Α., όπως αυτή θα αναγράφεται στο αντίστοιχο δελτίο έκδοσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της ημέρας της πληρωμής, κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 4 παρ.4 του ν.2842/2000, με αποτέλεσμα η διαταγή πληρωμής να τυγχάνει ακυρωτέα στο σύνολό της.

Η καθ’ης η ανακοπή με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της κατά το πρώτο σκέλος αυτού ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, δέχθηκε το λόγο αυτό ανακοπής ως βάσιμο και από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας, ενώ θα έπρεπε να τον απορρίψει πρωτίστως ως αόριστο, διότι δεν προσδιορίζεται σ’αυτόν το τυχόν ποσό, κατά το οποίο επιβαρύνεται η οφειλή των ανακοπτόντων, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, που τους διέταξε να της καταβάλουν το σε ευρώ ισόποσο των 350.000 δολαρίων Η.Π.Α., διά του καθορισμού με αυτήν της συναλλαγματικής ισοτιμίας για τη μετατροπή των δολαρίων Η.Π.Α. σε ευρώ με βάση την τιμή αγοράς του αλλοδαπού αυτού νομίσματος, όπως θα προκύψει από το δελτίο τιμών συναλλάγματος της ιδίας κατά το χρόνο της εξόφλησης, και όχι από την τιμή αναφοράς του ευρώ προς το δολάριο Η.Π.Α., που θα αναγράφεται στο αντίστοιχο δελτίο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της ίδιας ημέρας, όπερ θα συνιστούσε και τη δικονομική βλάβη, την οποία υφίστανται εκ του ως άνω, παρά το νόμο κατ’αυτούς, καθορισμού στην ανακοπτομένη της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων, που δε μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, ει μη μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας της διαταγής πληρωμής, και θα δικαιολογούσε, επιπροσθέτως, και το έννομο συμφέρον τους προς προβολή του συγκεκριμένου λόγου, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος του ιδίου λόγου έφεσης διατείνεται ότι, σε κάθε περίπτωση, εκτιμήθηκαν εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο οι αποδείξεις, διότι οι ανακόπτοντες στην πραγματικότητα ουδεμία βλάβη θα υποστούν, αφού  ο υπολογισμός του ποσού της οφειλής τους με την τιμή, που ορίσθηκε στη διαταγή πληρωμής, για την εξεύρεση της ισοτιμίας δολαρίου Η.Π.Α. – ευρώ (του δικού της δελτίο τιμών συναλλάγματος και όχι του αντίστοιχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) είναι βέβαιον ότι κατά το χρόνο της εξόφλησης θα αποβεί προς όφελός τους. Επί του συγκεκριμένου λόγου έφεσης λεκτέα τα κάτωθι: Ο ως άνω λόγος ανακοπής με το περιεχόμενο αυτό είναι αρκούντως και επαρκώς ορισμένος,  και ορθώς δεν απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αόριστος, διότι στο δικόγραφο της ανακοπής περιλαμβάνονται όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για την πληρότητά του ως προς τη θεμελίωση της ιστορικής και νομικής βάσης του συγκεκριμένου λόγου, τα οποία και παρατίθενται με σαφήνεια, όσον αφορά στην αποδιδόμενη με αυτόν στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής νομική πλημμέλεια περί την έκδοσή της, η οποία ανάγεται σε εσφαλμένο υπολογισμό της οφειλής των ανακοπτόντων σε ευρώ με βάση την ορισθείσα στον ως άνω εκτελεστό τίτλο συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου Η.Π.Α./ευρώ κατά το χρόνο της εξόφλησης. Ειδικότερα σαφώς περιέχεται στο δικόγραφο της ανακοπής η προβαλλόμενη με αυτόν αιτίαση ότι η ισοτιμία για τη μετατροπή του δολαρίου Η.Π.Α. σε ευρώ, που καθορίσθηκε στη ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής ως εφαρμοστέα για τον προσδιορισμό κατά το χρόνο της εξόφλησης σε ευρώ του ποσού, το οποίο και θα υποχρεωθούν οι ανακόπτοντες να καταβάλουν στην καθ’ης, αντίκειται στο νόμο, καθώς θα έπρεπε να ορισθεί με βάση την τιμή αναφοράς του δολαρίου προς το ευρώ, που θα αναγράφεται στο εκδοθησόμενο δελτίο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της ημέρας της εξόφλησης, και όχι στο αντίστοιχο δελτίο τιμών συναλλάγματος της καθ’ης της ίδιας ημέρας, όπερ επαρκεί για το ορισμένο του, χωρίς να είναι εν προκειμένω εκ των πραγμάτων δυνατός ο υπολογισμός εκ μέρους τους και, συνακόλουθα, η μνεία στο δικόγραφο της ανακοπής τους, και μάλιστα ως αναγκαίο περιεχόμενο αυτού, του ποσού, κατά το οποίο επιβαρύνονται (ή ωφελούνται ενδεχομένως) με την εφαρμογή της συγκεκριμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε, εφόσον επιβαρύνονται, να προκύπτει εκ του ιδίου του δικογράφου της ανακοπής η δικονομική βλάβη, που υφίστανται από το επικαλούμενο νομικό σφάλμα της διαταγής πληρωμής, και, κατ’επέκταση, και το έννομο συμφέρον τους προς προβολή του λόγου αυτού ανακοπής. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός του ποσού που θα υποχρεωθούν οι ανακόπτοντες να καταβάλουν στην καθ’ης με βάση την αναφερόμενη στο διατακτικό της διαταγής πληρωμής συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου Η.Π.Α. – ευρώ, καθώς και του αντίστοιχου ποσού της οφειλής τους, που θα προκύψει με βάση την τιμή μετατροπής του δολαρίου Η.Π.Α. σε ευρώ, η οποία διαλαμβάνεται στον συγκεκριμένο λόγο ανακοπής, ώστε να συγκριθούν και να εξευρεθεί η μεταξύ τους διαφορά, και να διαπιστωθεί ποια εκ των δύο ισοτιμιών είναι η πλέον επωφελής για τους ανακόπτοντες, και συνακόλουθα να διακριβωθεί η συνδρομή ή όχι δικονομικής τους βλάβης από το συγκεκριμένο καθορισμό της τιμής μετατροπής του αλλοδαπού νομίσματος, στο οποίο έγκυρα συνομολογήθηκε η ενοχή, σε ημεδαπό νόμιμα, που περιέχεται στην ανακοπτομένη, είναι πρακτικά ανέφικτος διότι και στις δύο περιπτώσεις ο υπολογισμός ανάγεται στο χρόνο της εξόφλησης της εν λόγω απαίτησης της καθ’ης, όπως επίσης ορίζεται στη διαταγή πληρωμής, που ουδόλως προσβλήθηκε ως προς τούτο από τους διαδίκους, ήτοι σε ένα χρονικό σημείο στο μέλλον, άγνωστο επί του παρόντος, το οποίο και δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί εκ των προτέρων. Συνεπώς, ενόψει των όσων προεκτέθηκαν, οι ανακόπτοντες, δε θα μπορούσαν, ακόμη και εάν το επιθυμούσαν, να συμπεριλάβουν στο δικόγραφο της ανακοπής τους, το ακριβές ποσό σε ευρώ, που διατάσσονται να καταβάλουν στην καθ’ης, υπολογιζόμενο με τη συναλλαγματική ισοτιμία την αναφερόμενη στη διαταγή πληρωμής, την οποία προσβάλλουν με τον ανωτέρω λόγο ανακοπής τους ως παρά το νόμο ορισθείσα, προκειμένου να καταδείξουν, εφόσον το ποσό αυτό είναι μεγαλύτερο του ποσού, που θα προέκυπτε με βάση την επικαλούμενη από τους ίδιους ως κατά νόμο εφαρμοστέα ισοτιμία, ότι ο υπολογισμός της οφειλής τους στη διαταγή πληρωμής με τη συγκεκριμένη τιμή μετατροπής του αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ τους προκαλεί περιουσιακή βλάβη, και δικαιολογεί το έννομο συμφέρον τους για την επίκληση του σφάλματος με την προβολή του λόγου αυτού ανακοπής, αφού δεν είναι εξ ορισμού σε θέση να γνωρίζουν την συγκεκριμένη ημεροχρονολογία της εξόφλησης, που ορίσθηκε στη διαταγή πληρωμής ως το χρονικό σημείο για τον υπολογισμό της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων, καθώς ανάγεται στο μέλλον και δε μπορεί να προσδιορισθεί, ώστε να προβούν στον υπολογισμό αυτό, πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω ούτε με την γραμμένη κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής και συμπροσβληθείσα με την ανακοπή τους από 14.3.2017 επιταγή προς εκτέλεση, που επιδόθηκε σ’αυτούς από την καθ’ης, ως πρώτη πράξη της επισπευδομένης σε βάρος τους απ’αυτήν διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, με εκτελεστό τίτλο την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, επιτάσσονται να της καταβάλουν συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διαταγή πληρωμής περί της εφαρμοστέας συναλλαγματικής ισοτιμίας, όπως αυτή θα προέκυπτε με βάση το δικό της δελτίο τιμών συναλλάγματος της ημερομηνίας σύνταξης της επιταγής, αλλά το ποσό αυτό προσδιορίζεται στο υπό στοιχείο α΄ κονδύλιο της επιταγής αυτής ως το σε ευρώ ισόποσο του ποσού των 350.000 δολαρίων Η.Π.Α., με την τιμή αγοράς του δολαρίου, όπως θα καθορίζεται από το κατά το χρόνο της εξόφλησης Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος της ιδίας της επισπεύδουσας, πλέον τόκων υπερημερίας από 21.9.2016 και εφεξής, καθώς και τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων τόκων, υπολογιζομένων ανά εξάμηνο, δηλαδή ουσιαστικά επαναλαμβάνεται το διατακτικό της διαταγής πληρωμής, και ο προσδιορισμός του ποσού της οφειλής τους με την οριζόμενη ισοτιμία ανάγεται σε μεταγενέστερο άγνωστο χρονικό σημείο, και δη σε αυτό της εξόφλησής της. Ούτε όμως είναι βέβαιον ότι το ποσό, που διατάχθηκαν οι ανακόπτοντες να καταβάλουν στην καθ’ης με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, υπολογιζόμενο με την σ’αυτήν αναφερόμενη συναλλαγματική ισοτιμία, (του δελτίου τιμών συναλλάγματος της καθ’ης της ημέρας της εξόφλησης) θα είναι σε κάθε περίπτωση και εξ ορισμού πάντοτε μικρότερο σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή στο μέλλον (αφού ο χρόνος της εξόφλησης της οφειλής τους είναι επί του παρόντος άγνωστος) από το αντίστοιχο ποσό, που θα προκύψει εάν ο υπολογισμός του γίνει με βάση την επικαλούμενη από τους ανακόπτοντες ως εφαρμοστέα εν προκειμένω ισοτιμία (του δελτίου τιμών αναφοράς του ευρώ προς τα ξένα νομίσματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας), με αποτέλεσμα οι ανακόπτοντες, εφόσον ουδεμία βλάβη θα υποστούν, να στερούνται εννόμου συμφέροντος προς προβολή του συγκεκριμένου λόγου ανακοπής, ο οποίος και διά τούτο θα έπρεπε ν’απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως ισχυρίζεται η καθ’ης με τον πρώτο λόγο της έφεσή της κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, διότι μία τέτοια  παραδοχή από το παρόν Δικαστήριο θα ήταν προφανώς αυθαίρετη και, συνακόλουθα, μη ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα και αβάσιμη, αφού, αφενός μεν η καθ’ης, όπως και όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, διαμορφώνει ελεύθερα τα ποσοτικά όρια, και την απόκλιση μεταξύ των τιμών αγοράς και πώλησης συναλλάγματος, που περιλαμβάνονται στα ημερήσια δελτία, τα οποία εκδίδει για τις συναλλαγές με τους πελάτες της, με βάση τον επιχειρηματικό κίνδυνο, που προτίθεται να αναλάβει σε σχέση με το προσδοκώμενο κέρδος από τις αγοραπωλησίες, βάσει των εκάστοτε διαθεσίμων της στο κάθε αλλοδαπό νόμισμα και των αναγκών της σε συνάλλαγμα, διά τούτο δε οι τιμές αυτές δεν παραμένουν σταθερές, αλλά διαφοροποιούνται ακόμη και ανά ημέρα, ενώ για τον καθημερινό καθορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών αναφοράς του ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με βάση την εμπειρία της και κατά τη διακριτική της ευχέρεια, ακολουθείται σύνθετη μεθοδολογία, που επανεξετάζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, και λαμβάνονται υπόψη από τους εμπειρογνώμονές της διάφορες πηγές ειδικών δεδομένων, που αφορούν σε συναλλαγές μεταξύ αγοραστών και πωλητών στη συγκεκριμένη αγορά, στην οποία τα δεδομένα αυτά είναι διαθέσιμα και αντανακλούν επαρκή ρευστότητα, υποβαλλόμενα μάλιστα σε ελέγχους κατά τη στιγμή της λήψης τους, με σκοπό οι ισοτιμίες να αποτυπώνουν με αξιόπιστο τρόπο την οικονομική πραγματικότητα και τις συνθήκες της υποκείμενης αγοράς σε δεδομένη χρονική στιγμή, όπερ δε συνεπάγεται κατά λογική και νομική αναγκαιότητα ότι η τιμή αναφοράς του ευρώ προς το δολάριο Η.Π.Α. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μίας οποιασδήποτε ημέρας στο εγγύς, απώτερο, ή απώτατο μέλλον, θα είναι οπωσδήποτε μία ενδιάμεση τιμή μεταξύ των τιμών αγοράς και πώλησης του αλλοδαπού αυτού νομίσματος της ίδιας ημέρας, που καθορίζονται από την καθ’ης και θα αναφέρονται στο δικό της δελτίο τιμών συναλλάγματος. Κατά συνέπεια, πλήρης δικανική πεποίθηση περί του ότι οποτεδήποτε στο μέλλον η εφαρμογή της αναφερόμενης στη διαταγή πληρωμής συναλλαγματικής ισοτιμίας για τον καθορισμό του ποσού, που οι ανακόπτοντες διατάσσονται να καταβάλουν στην καθ’ης, θα αποβεί μετά βεβαιότητας προς όφελός τους, λαμβάνοντας υπόψη το ποσό, που θα κληθούν να καταβάλουν, εφόσον για τη μετατροπή του δολαρίου Η.Π.Α. σε ευρώ εφαρμοσθεί η ισοτιμία, που οι ίδιοι επικαλούνται με την ανακοπή τους ως εν προκειμένω κατά νόμο προβλεπόμενη, δε σχηματίσθηκε στο παρόν Δικαστήριο εκ του συνόλου των προσκομισθέντων ενώπιόν του αποδεικτικών μέσων. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, ως προς αμφότερα τα σκέλη του, ν’απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής της η καθ’ης η ανακοπή ισχυρίζεται, κατά μεν το πρώτο σκέλος του, ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς του ευρώ προς τα ξένα νομίσματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είναι ενδεικτικές, και όχι υποχρεωτικής ισχύος για τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως είναι και η ίδια, τα οποία καθορίζουν ελεύθερα τις τιμές αγοράς και πώλησης συναλλάγματος, που προσφέρουν στους πελάτες τους και ισχύουν για τις συναλλαγές τους μαζί τους, κατά δε το δεύτερο σκέλος αυτού ότι, ανεξαρτήτως των ανωτέρω, υπήρχε εν προκειμένω ρητή συμφωνία μεταξύ αυτής και των ανακοπτόντων, περιλαμβανόμενη στους ειδικότερα αναφερόμενους στο εφετήριο όρους της δανειακής σύμβασης και των εγγυητικών συμβάσεων, που προέβλεπε ότι σε περίπτωση μετατροπής ενός νομίσματος σε άλλο, η μετατροπή αυτή θα γίνεται με την ισοτιμία, η οποία αναφέρεται στα ημερήσια δελτία τιμών συναλλάγματος, που εκδίδει η ίδια, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε αντιθέτως, και με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τον τέταρτο λόγο της ανακοπής ως νόμω και ουσία βάσιμο, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Επί του λόγου αυτού έφεσης λεκτέον ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς του ευρώ προς τα ξένα νομίσματα, που καθορίζονται καθημερινά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και δημοσιεύονται πλέον στην ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο, δεν αποτελούν μεν συναλλακτικές τιμές, είναι καταρχήν ενδεικτικές, δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για συναλλαγές στην αγορά με άμεσο ή έμμεσο τρόπο ως υποκείμενος δείκτης αναφοράς, και έχουν αποκλειστικά πληροφοριακό χαρακτήρα, πλην όμως, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, οι τιμές αυτές τυγχάνουν υποχρεωτικά εφαρμοστέες οσάκις ανακύπτει ζήτημα μετατροπής ενός αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ, εφόσον δεν έχει προβλεφθεί, συμφωνηθεί, ή ορισθεί αναφορά σε άλλη συναλλαγματική ισοτιμία (οπότε θα πρέπει εκ των πραγμάτων για μία τέτοια περίπτωση να έχει προβλεφθεί στο νόμο, ώστε να ισχύει οποτεδήποτε τεθεί σχετικό ζήτημα και να μπορεί να εφαρμοσθεί, μία συγκεκριμένη ισοτιμία, ως σταθερό, αντικειμενικό σημείο αναφοράς), σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 4 παρ.2 του ν.2842/2000 και τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, όπερ προφανώς καταλαμβάνει και τις ισοτιμίες, τις οποίες ελεύθερα καθορίζουν, επίσης καθημερινά, τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα για τις συναλλαγές με τους πελάτες τους, και δημοσιεύουν σε ημερήσια δελτία τιμών συναλλάγματος, που εκδίδουν, και οι οποίες θα ληφθούν μεν υπόψη επί τοιαύτης μετατροπής όχι, όμως, πάντοτε και άνευ ετέρου, όπως αβάσιμα διατείνεται η καθ’ης, αλλά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται περί περίπτωσης, για την οποία υφίσταται σχετική περί τούτου συμφωνία μεταξύ αυτών και των μαζί τους συναλλασσομένων, άλλως ισχύει και τότε η ανωτέρω νόμιμη συναλλαγματική ισοτιμία. Κατ’ακολουθίαν των όσων προεκτέθηκαν, στην προκειμένη περίπτωση που οι ανακόπτοντες διατάσσονται με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής να καταβάλουν στην καθ’ης, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, έκαστος εις ολόκληρον, το σε ευρώ ισόποσο μίας ποσότητας αλλοδαπού νομίσματος (δολαρίου Η.Π.Α.). από εγκύρως καταρτισθείσα στο αλλοδαπό αυτό νόμισμα μεταξύ αυτής και των δύο πρώτων των ανακοπτόντων δανειακή σύμβαση, με την εγγύηση των λοιπών, ήδη λυθείσα κατόπιν καταγγελίας της, με τη συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου Η.Π.Α. – ευρώ του χρόνου της εξόφλησης, θα πρέπει προκειμένου να εφαρμοσθεί για τη μετατροπή του αλλοδαπού νομίσματος σε ημεδαπό η τιμή αγοράς του δολαρίου Η.Π.Α., όπως αυτή θα προκύπτει από το αντίστοιχο δελτίο τιμών συναλλάγματος της ιδίας της καθ’ης, η οποία και ορίσθηκε στη διαταγή πληρωμής ως εφαρμοστέα, και όχι η ανωτέρω προβλεπόμενη στο νόμο συναλλαγματική ισοτιμία (της τιμής αναφοράς του ευρώ προς το δολάριο Η.Π.Α. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας του ιδίου χρόνου) να περιέχεται στη δανειακή σύμβαση και τις εγγυητικές συμβάσεις σχετική συμφωνία των διαδίκων περί εφαρμογής στην περίπτωση αυτή της συγκεκριμένης ισοτιμίας μετατροπής (της καθοριζομένης στο δελτίο τιμών συναλλάγματος της καθ’ης) για τον υπολογισμό του καταβλητέου από τους ανακόπτοντες ποσού της απαίτησης της  καθ’ης σε ευρώ. Η καθ’ης προς θεμελίωση του ισχυρισμού της περί ύπαρξης τέτοιας συμφωνίας μεταξύ της ιδίας και των διαδίκων επικαλείται με το δικόγραφο της έφεσής της τους κάτωθι αναφερόμενους συμβατικούς όρους: 1) Τον υπό στοιχεία 10.5 όρο της δανειακής σύμβασης (συναφής είναι ο όρος 3.5 των εγγυητικών συμβάσεων, που αφορά στους λοιπούς ανακόπτοντες/εγγυητές, πλην των πρώτης και δεύτερης των ανακοπτόντων/δανειοληπτριών) σύμφωνα με τον οποίο: «Aν οποιοδήποτε ποσό οφειλόμενο από τις δανειζόμενες (ή τους εγγυητές αντίστοιχα) σύμφωνα με οποιοδήποτε από τα έγγραφα εξασφάλισης ή οποιαδήποτε διαταγή ή δικαστική απόφαση ή πραγματοποιηθέν σε σχέση με την παρούσα, πρέπει να μετατραπεί από το νόμισμα (το «πρώτο νόμισμα»), στο οποίο τούτο πρέπει να καταβληθεί σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο εξασφάλισης ή σύμφωνα με μία διαταγή ή δικαστική απόφαση σε ένα άλλο νόμισμα (το «δεύτερο νόμισμα») προς το σκοπό i)… ή ii) για την απόκτηση μίας διαταγής ή δικαστικής απόφασης οιουδήποτε δικαστηρίου ή άλλου Δοικητικού Δικαστηρίου ή iii) για την εκτέλεση οιασδήποτε διαταγής ή δικαστικής απόφασης, που εκδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σε σχέση με οιοδήποτε των εγγράφων εξασφάλισης, οι δανειζόμενες (και οι εγγυητές αντίστοιχα)…ρητώς αναλαμβάνουν…ότι θα αποζημιώσουν την Τράπεζα για οποιοδήποτε κόστος, δαπάνη ή ζημία, στην οποία η Τράπεζα υπεβλήθη ή υπέστη, εξαιτίας μίας διαφοράς μεταξύ: α) της τιμής συναλλάγματος, που χρησιμοποιήθηκε προς το σκοπό μετατροπής του εν λόγω ποσού από το πρώτο νόμισμα στο δεύτερο νόμισμα και β) της τιμής ή των τιμών συναλλάγματος με το οποίο η τράπεζα κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών της αγοράζει το πρώτο νόμισμα στο δεύτερο νόμισμα με την είσραξη ενός ποσού, που της επιδικάσθηκε, εν όλω ή εν μέρει, δυνάμει μίας τέτοιας διαταγής, δικαστικής απόφασης, απαίτησης, ή απόδειξης». 2) Τον υπ’αριθμ.11.4 όρο της δανειακής σύμβασης σύμφωνα με τον οποίο: «Ρητή εξουσιοδότηση δίδεται από τις δανειζόμενες προς την Τράπεζα…α) να καταλογίζει οιοδήποτε πιστωτικό υπόλοιπο ευρισκόμενο σε οιονδήποτε λογαριασμό των δανειζομένων ή οιουδήποτε τούτων τηρούμενο σε οιαδήποτε κατάστημα της τράπεζας και σε οποιοδήποτε νόμισμα για την πληρωμή οιουδήποτε οφειλομένου από τις δανειζόμενες προς την τράπεζα ποσού…. Για καθένα και όλους τους ανωτέρω σκοπούς, διά της παρούσης παρέχεται εξουσιοδότηση προς την τράπεζα να αγοράζει με χρήματα, που τηρούνται σε πίστωση οιουδήποτε τέτοιου λογαριασμού ή λογαριασμών οιαδήποτε νομίσματα που θα είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση του εν λόγω καταλογισμού…». Εκ της επισκόπησης του περιεχομένου των ανωτέρω συμβατικών όρων είναι προφανές ότι στη δανειακή σύμβαση και τις εγγυητικές συμβάσεις δεν περιλήφθηκε συμφωνία των διαδίκων περί της εφαρμογής, σε περίπτωση, που ανακύψει ζήτημα μετατροπής σε ευρώ του όποιου οφειλομένου στην καθ’ης χρηματικού ποσού σε δολάρια Η.Π.Α., της ισοτιμίας της καθοριζομένης από την ίδια στα ημερήσια δελτία τιμών συναλλάγματος, που εκδίδει, και δη της εκεί αναφερομένης τιμής αγοράς του δολαρίου Η.Π.Α., ούτε όμως τέτοια συμφωνία μπορεί να συναχθεί ερμηνευτικά από τους προαναφερθέντες όρους, ώστε ακριβώς λόγω της συμφωνίας αυτής να μη τυγχάνει εφαρμοστέα εν προκειμένω η ανωτέρω προβλεπόμενη στο νόμο συναλλαγματική ισοτιμία, καθώς στη μεν πρώτη των διατάξεων αυτών παρέχεται στην καθ’ης δικαίωμα αποζημίωσης από τις δανειολήπτριες και τους εγγυητές προς αποκατάσταση της όποιας ζημίας τυχόν υποστεί εκ της εφαρμογής συναλλαγματικής ισοτιμίας για τη μετατροπή οφειλομένου σ’αυτήν ποσού, καταβλητέου σε εκτέλεση διαταγής πληρωμής ή δικαστικής απόφασης, από ένα νόμισμα (το «πρώτο») σε άλλο («το δεύτερο»), διαφορετικής από την ισοτιμία της τιμής αγοράς από την ίδια του πρώτου νομίσματος, όπερ προφανώς σημαίνει ότι με τον όρο αυτό όχι μόνο δεν συνάπτεται συμφωνία μεταξύ των διαδίκων με αυτό το περιεχόμενο,  αλλά αντίθετα αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο είσπραξης απ’αυτήν μίας απαίτησής της με άλλη συναλλαγματική ισοτιμία, οπότε στην περίπτωση αυτή προβλέπεται ότι δικαιούται αποζημίωσης, εφόσον το εισπραχθέν ποσό είναι μικρότερο, σε σχέση με αυτό, που θα ελάμβανε εάν ο υπολογισμός του γινόταν σύμφωνα με την ισοτιμία του δικού της δελτίου τιμών συναλλάγματος, ενώ με τη δεύτερη διάταξη ορίζεται ότι η καθ’ης δικαιούται προς εξόφληση οποιουδήποτε οφειλομένου σ’αυτήν από τις δανειζόμενες ποσού να καταλογίζει οιοδήποτε υπόλοιπο οιουδήποτε λογαριασμού των δανειζομένων ή μίας εξ αυτών, που τηρείται στην ίδια σε οποιοδήποτε νόμισμα, καθώς και ότι στην περίπτωση αυτή, εφόσον ο καταλογισμός πρέπει να γίνει σε άλλο νόμισμα η καθ’ης εξουσιοδοτείται  να αγοράζει με χρήματα του λογαριασμού, που εμφανίζει το πιστωτικό υπόλοιπο, την απαιτούμενη ποσότητα από το άλλο νόμισμα, δηλαδή αντιμετωπίζεται εντελώς διαφορετικό ζήτημα και όχι η μεταξύ τους εφαρμοστέα συναλλαγματική ισοτιμία. Ούτε βέβαια ορίζεται στο νόμο ότι στην περίπτωση αυτή, εφόσον δηλαδή ο δανειστής εν γένει, και ο υπερ ου η διαταγή πληρωμής ειδικότερα, είναι πιστωτικό ίδρυμα, τυγχάνουν πάντοτε εφαρμοστέες για τον προσδιορισμό σε ευρώ του ποσού του αλλοδαπού νομίσματος, που δικαιούται να λάβει, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ημερήσια δελτία τιμών αγοράς και πώλησης συναλλάγματος, που το ίδιο εκδίδει.   Σημειωτέον ότι ορθώς μεν ισχυρίζεται η καθ’ης με τον ίδιο λόγο της έφεσής της, ότι, εφόσον με τη διαταγή πληρωμής διατάσσεται ο καθ’ου αυτή να καταβάλει στον υπερ ου το σε ευρώ ισόποσο μίας ορισμένης ποσότητας αλλοδαπού νομίσματος, ο προσδιορισμός της εφαρμοστέας συναλλαγματικής ισοτιμίας για τη μετατροπή του αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ, δεν αποτελεί αναγκαίο τυπικό στοιχείο του περιεχομένου της διαταγής πληρωμής, εκ των αναφερομένων στο άρθρο 630 του ΚΠολΔ, η έλλειψη του οποίου να μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωσή της με ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, με τη συνδρομή του στοιχείου της δικονομικής βλάβης, που δε μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, ει μη μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας, καθώς αρκεί να αναφέρεται ότι ο καθ’ου διατάσσεται να καταβάλει ποσότητα αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ με την ισοτιμία των δύο νομισμάτων του χρόνου της πληρωμής, και εφόσον στην επιταγή προς πληρωμή το καταβλητέο ποσό υπολογίζεται εσφαλμένα όσον αφορά τη συναλλαγματική ισοτιμία, που εφαρμόσθηκε, το ζήτημα θα επιλυθεί στο πλαίσιο ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, πλην όμως εάν στη διαταγή πληρωμής πράγματι προσδιορίζεται συγκεκριμένη συναλλαγματική ισοτιμία, όπως εν προκειμένω, η οποία αντίκειται στο νόμο, το νομικό αυτό σφάλμα μπορεί να προταθεί ως λόγος ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ. Ενόψει των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης δέχθηκε ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς του ευρώ προς τα ξένα νομίσματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (και εν προκειμένω του δολαρίου Η.Π.Α.) κατά το χρόνο της πληρωμής εφαρμόζονται υποχρεωτικά στην κρινόμενη περίπτωση για τον υπολογισμό σε ευρώ του ποσού των δολαρίων Η.Π.Α., που διατάσσονται οι ανακόπτοντες να καταβάλουν στην καθ’ης με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί  μεταξύ τους στη δανειακή σύμβαση και στις εγγυητικές συμβάσεις, εκ των οποίων απορρέει η απαίτηση της καθ’ης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, ότι εφαρμοστέα για τη μετατροπή του αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ θα τυγχάνει η αναφερόμενη στο δελτίο τιμών συναλλάγματος, που καθημερινά εκδίδει η καθ’ης, ισοτιμία, και συνακόλουθα, δέχθηκε ως νόμω και ουσία βάσιμο τον υποστηρίζοντα τα ανωτέρω τέταρτο λόγο της ανακοπής, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου διαλαμβανομένων στο δεύτερο λόγο της έφεσης της καθ’ης απορριπτομένων ως αβασίμων.

Η καθ’ης η ανακοπή με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, όπως το περιεχόμενο αυτού εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, εσφαλμένα εφαρμόζοντας και ερμηνεύοντας το νόμο, μετά την παραδοχή ως νομικά και ουσιαστικά βασίμου του τέταρτου λόγου της ανακοπής, ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής, όπως διορθώθηκε, στο σύνολό της, ενώ θα έπρεπε να την ακυρώσει εν μέρει, και δη μόνον όσον αφορά την οριζόμενη στο διατακτικό της συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο της εξόφλησης για τη μετατροπή της επίσης αναφερομένης σ’αυτό ποσότητας δολαρίων Η.Π.Α. της απαίτησης της καθ’ης σε ευρώ. Ο  λόγος αυτός έφεσης απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος, καθώς ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής, στη συνέχεια, ακύρωσε καθ’ολοκληρίαν τη διαταγή πληρωμής. Και τούτο διότι, σε διαφορετική περίπτωση, εφόσον δηλαδή απαλειφθεί από το διατακτικό της διαταγής πληρωμής μόνον ο καθορισμός της συγκεκριμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, και ακυρωθεί αυτή εν μέρει (κατά το εν λόγω σημείο του διατακτικού της), επικυρωθεί δε κατά τα λοιπά, και όχι εν όλω, το εναπομείναν διατακτικό της θα είναι ελλιπές, εφόσον εξ αυτού δεν θα είναι εκ των πραγμάτων δυνατός ο προσδιορισμός με ακρίβεια και σαφήνεια του ποσού, το οποίο διατάσσονται με αυτήν να καταβάλουν οι ανακόπτοντες στην καθ’ης, και το οποίο θα έδει να προκύπτει ξεκάθαρα και πέραν πάσης αμφιβολίας εκ του ιδίου του περιεχομένου της,  λαμβανομένου πάντοτε υπόψη του ότι, σε συνέπεια με τη νομική παραδοχή ότι το αντικείμενο της δίκης, που ανοίγεται  με την κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, περιορίζεται στην επικύρωση αυτής, ή στην ολική ή μερική ακύρωσή της (άρθρο 633 παρ.1 του ιδίου Κώδικα), δεν παρέχεται στο δικαστήριο, που επιλαμβάνεται μίας τέτοιας ανακοπής, η νομική δυνατότητα, αντί να ακυρώσει την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, να τη συμπληρώσει, εν προκειμένω διά του προσδιορισμού του καταβλητέου ποσού της απαίτησης της καθ’ης, με βάση διαφορετική ισοτιμία αλλοδαπού και ημεδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της εξόφλησης.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης, όμως, σύμφωνα με τον οποίο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, ακύρωσε, κατόπιν της παραδοχής ως νόμω και ουσία βάσιμου του τέταρτου λόγου της ανακοπής, όχι μόνο την προσβαλλόμενη με αυτήν διαταγή πληρωμής, αλλά, επιπροσθέτως, και την από 14.3.2017 επιταγή προς εκτέλεση, που έχει γραφεί κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής, και επιδόθηκε, με επιμέλεια της καθ’ης, στους ανακόπτοντες, στο πλαίσιο της επισπευδομένης σε βάρος τους απ’αυτήν διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, με εκτελεστό τίτλο την ανωτέρω διαταγή πληρωμής, παρότι ως προς την ανακοπή αυτή είχε ήδη εκδοθεί οριστική απόφαση, που την απέρριψε καθ’ολοκληρίαν, και η υπόθεση είχε εισαχθεί προς συζήτηση ενώπιόν του (του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) με κλήση της καθ’ης μόνον όσον αφορά στη σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, αποδεικνύεται και ως κατ’ουσίαν βάσιμος,  Ειδικότερα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, με την υπ’αριθμ. υπ’αριθμ.3789/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο αρχικά εισήχθη προς συζήτηση η από 4.4.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………../5.4.2017) ανακοπή, αφού διατάχθηκε ο χωρισμός των, όπως κρίθηκε με αυτήν, απαραδέκτως σωρευομένων αντικειμενικά στο δικόγραφό της ανακοπών των άρθρων 632 παρ.1 και 933 του ΚΠολΔ, λόγω καθ’ύλην αναρμοδιότητάς του προς εκδίκαση της εξ αυτών ανακοπής του άρθρου 632 παρ.1 του ΚΠολΔ, ακολούθως παραπέμφθηκε η ανακοπή αυτή στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο, ενώ κρατήθηκε και δικάσθηκε η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, ως προς την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι καθ’ύλην αρμόδιο, και η οποία με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν, ήτοι ως προς το σύνολο των περιλαμβανομένων στο δικόγραφο αυτής λόγων. Ακολούθως, η καθ’ης με την από την από 9.10.12017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/10.10.2017) κλήση της επανέφερε προς εκδίκαση την υπόθεση ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς μόνον όσον αφορά στη σωρευόμενη στο ανωτέρω δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 632 παρ.1 του ΚΠολΔ (κατά της διαταγής πληρωμής), την οποία το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την προαναφερθείσα απόφασή του παρέπεμψε προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιου, λόγω καθ’ύλην αναρμοδιότητας του ιδίου να την εκδικάσει, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη αναφερθεί. Ωστόσο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επιληφθέν ακολούθως, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού δέχθηκε ως βάσιμο από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας τον τέταρτο λόγο του δικογράφου, ορθά ακύρωσε εν όλω τη διαταγή πληρωμής, η ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, κατά της οποίας και μόνον είχε εισαχθεί προς συζήτηση ενώπιόν του με την κλήση της καθ’ης, πλην όμως, ως μη έδει, και εσφαλμένα, και την επιταγή προς εκτέλεση, παρότι ως προς την επίσης σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, με την οποία ζητείτο η ακύρωσή της, είχε εκδοθεί η προαναφερθείσα απόφαση, που την απέρριψε εν όλω, και το δικαστήριο επιληφθέν επί ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ έχει τη νομική δυνατότητα να την απορρίψει ή να τη δεχθεί, και να επικυρώσει, ή να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει αντίστοιχα μόνον την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και όχι και τις πράξεις της εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος του οφειλέτη με τη διαταγή πληρωμής ως εκτελεστό τίτλο, όπερ αποτελεί αντικείμενο αποκλειστικά και μόνον της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, και παρότι στην ίδια την εκκαλουμένη απόφασή του παραθέτει αναλυτικά το ιστορικό της υπόθεσης, που εξετέθη και ανωτέρω. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η έφεση μόνον ως προς τον τέταρτο λόγο της, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση αποκλειστικά και μόνον ως προς το κεφάλαιο αυτής, που αφορά στην ακύρωση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της επιταγής προς εκτέλεση, ν’απορριφθεί δε κατά τα λοιπά. Κατόπιν τούτου, πρέπει, λόγω της μερικής νίκης της εκκαλούσας, να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτήν του κατατεθέντος παραβόλου του ένδικου μέσου (άρθρο 495 παρ.3 προτελευταίο εδάφιο του ΚΠολΔ), και η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υπέβαλαν σχετικό αίτημα με τις προτάσεις τους, να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας, η οποία ουσιαστικά ηττήθηκε στην ουσία της υπόθεσης, διότι η έφεσή της έγινε δεκτή κατά ένα πολύ μικρό μέρος (άρθρα 178 παρ.2, 183, και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την από 24.4.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/24.4.2018 και ………/24.4.2018) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1221/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω απόφαση μόνο όσον αφορά στο κεφάλαιο αυτής, με το οποίο ακυρώθηκε η από 14.3.2017 επιταγή προς εκτέλεση, που γράφτηκε κάτω από το επιδοθέν στους ανακόπτοντες, με επιμέλεια της καθ’ης η ανακοπή, αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθμ. …../2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’αριθμ.73/2017 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

 Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 20η Ιουνίου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 5 Αυγούστου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ