Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 469/2019

Αριθμός   469/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ΄ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση.». Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2 και 498 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη Γραμματεία του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε Γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του Δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης (ΕφΠειρ 145/2009). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β΄και γ΄ του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη δευτεροβάθμια δίκη, «Αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων.». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του Δικαστηρίου για τη μετ΄ αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήτευση του διαδίκου, όταν ο απολειπόμενος κατά τη μετ΄ αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο αυτή (ΑΠ 1047/2017, ΑΠ 242/2015, ΑΠ 546/2015, ΑΠ 1726/2013). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη από 1-4-2016 (αρ. καταθ. …./2016) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 181/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ), είχε προσδιοριστεί αρχικά, από την εφεσίβλητη [και συγκεκριμένα από τον αντίκλητο Δικηγόρο της, ………, (με τον οποίο είχε παρασταθεί μετά κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως προκύπτει και από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου)] (άρθρα 96, 143 και 498 παρ. 1 του ΚΠολΔ) για τη δικάσιμο της 18-5-2017, με αριθμό πινακίου …, σύμφωνα με την κάτωθι από αυτήν πράξη ορισμού συζήτησης. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το με ίδια ημερομηνία πινάκιο συνεδρίασης της αρχικής ως άνω δικασίμου (18-5-2017), οι διάδικοι εμφανίστηκαν δια των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους και ειδικότερα η εφεσίβλητη δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της – αντικλήτου της, ………., οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, παραστάθηκε νομίμως και προσηκόντως ο εκκαλών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του, ………., η εφεσίβλητη όμως, δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο, ούτε κατέθεσε δήλωση μη παράστασης, κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Πλην όμως, ενόψει του ότι η εφεσίβλητη παραστάθηκε νομίμως και προσηκόντως κατά την αρχική δικάσιμο της 18-5-2017 δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της – αντικλήτου της, με την μη εναντίωσή της στην αναβολή εκ του πινακίου για την παρούσα δικάσιμο (4-10-2018), καλύφθηκε η τυχόν μη νόμιμη κλήτευσή της κατά την αρχική δικάσιμο. Επομένως, και ενόψει του ότι η αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο θεωρείται ως κλήτευση ως προς όλους τους διαδίκους [άρθρο 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ΄ έφεση δίκη κατ΄ άρθρο 498 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα (ΕφΚρητ 183/2009)], η εφεσίβλητη πρέπει να δικασθεί ερήμην, πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 1-4-2016 (αρ. καταθ. ……/2016) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 181/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ), όπως προαναφέρθηκε, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της προσβαλλόμενης αποφάσεως επιδόθηκε κατά νόμο στον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, με επιμέλεια της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, την 4-3-2016 [βλ. το προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο – εκκαλούντα, ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της προσβαλλόμενης αποφάσεως που φέρει τη σημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ……… και παραγγελία του πληρεξούσιου Δικηγόρου της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, για επίδοση προς αυτόν (εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα)], ενώ η ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας, ήτοι την 4-4-2016 και με δεδομένο ότι η τελευταία ημέρα της προθεσμίας (3-4-2016) ήταν Κυριακή, δηλαδή ημέρα εξαιρετέα (άρθρο 144 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΘεσσαλ 432/2017, ΕφΔωδ 247/2017), [άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι 1) για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 του ΚΠολΔ) και 2) ο εκπροσωπούμενος από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του εκκαλών προσκομίζει, για το παραδεκτό της συζητήσεως της εφέσεως, κατ΄ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ του ΚΠολΔ, αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων της αντιδίκου του – ενάγουσας – εφεσίβλητης, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των πρακτικών, που τηρήθηκαν κατ΄ αυτήν.

Με την από 29-1-2015 (αρ. καταθ. …./2015) αγωγή της, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, στις 8-12-2003 απασχολήθηκε ως χειρίστρια τριών μηχανών παραγωγής ετικετών διαφόρων μεγεθών, στην επιχείρηση βιοτεχνίας ετικετών που διατηρεί ο τελευταίος (εναγόμενος) στον .. Αττικής έως τις 2-5-2012, οπότε και απολύθηκε από τον αυτόν (εναγόμενο) χωρίς να της επιδοθεί έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της και να της καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απόλυσής της. Ότι τα γεγονότα αυτά καθιστούν άκυρη την απόλυσή της, όπως ήδη έχει κριθεί τελεσίδικα με την υπ΄ αρ. 8/2015 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς) και ως εκ τούτου, ο εναγόμενος, ο οποίος από την ημέρα της κατά τα ανωτέρω απόλυσής της δεν αποδέχεται τις εκ μέρους της προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες, καθίσταται υπερήμερος εργοδότης, με συνέπεια να της οφείλει αποδοχές υπερημερίας. Με το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, επικαλούμενη ότι εργαζόταν πέντε ημέρες την εβδομάδα από τις 7 π.μ. έως τις 3 μ.μ. και ότι το ημερομίσθιό της, κατά το χρόνο της απολύσεώς της, ανερχόταν σε 39,66 ευρώ, ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 41.206,74 ευρώ, στο οποίο συμποσούνται οι αξιώσεις της για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από την απόλυσή της (2-5-2012) έως την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής (2-3-2015), δώρα Χριστουγέννων 2012-2014, δώρα Πάσχα 2013-2014 και αποδοχές και επιδόματα αδείας των ετών 2013-2014, με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα, επικουρικά από την επομένη της επίδοσης της προγενέστερης από 15-7-2012 ασκηθείσας αγωγής της και εντελώς επικουρικά από την επίδοση της ένδικης αγωγής έως την εξόφληση, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να δέχεται τις υπηρεσίες της από το χρονικό διάστημα της επίδοσης σ΄ αυτόν (εναγόμενο) της απόφασης που θα εκδοθεί και εντεύθεν, με την απειλή χρηματικής ποινής 300 ευρώ, για κάθε ημέρα παράβασης της υποχρέωσής του αυτής και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 181/2016 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα η ένδικη αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, (απορρίπτοντας τη σχετική περί αοριστίας ένσταση του εναγομένου ως νομικά αβάσιμη), και νόμιμη και αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς και τις ενστάσεις του εναγομένου, απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των σαράντα ενός χιλιάδων διακοσίων έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (41.206,74 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της από 15-7-2012 (αρ. καταθ. ……/16-7-2012) αγωγής στον εναγόμενο και έως την ολοσχερή εξόφληση, κήρυξε την απόφαση ως προς την αμέσως παραπάνω διάταξή της προσωρινά εκτελεστή για μέρος του επιδικασθέντος ποσού, ήτοι, για είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ και καταδίκασε τον εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία όρισε σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 1-4-2016 (αρ. καταθ. …./2016) έφεση ο εν μέρει ηττηθείς εναγόμενος και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, [με τους οποίους, μεταξύ άλλων, επαναφέρει (ο εκκαλών) ισχυρισμούς και ενστάσεις που είχε προβάλει πρωτοδίκως και απερρίφθησαν και] οι οποίοι (λόγοι εφέσεως) ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί, κατά το πληττόμενο μέρος, η προσβαλλόμενη απόφαση, με σκοπό να αναβληθεί κατ΄ άρθρο 249 του ΚΠολΔ η συζήτηση εωσότου περατωθούν αμετάκλητα οι αναφερόμενες σ΄ αυτήν (έφεση) δίκες και επικουρικά να απορριφθεί η ένδικη αγωγή της εφεσίβλητης. Επιπλέον, ζητεί να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη, σε περίπτωση που υποχρεωθεί να της καταβάλει, προ της συζητήσεως της ένδικης εφέσεως, το ποσό που ορίζει η εκκαλουμένη, να του το επιστρέψει, (με το νόμιμο τόκο από την ημέρα καταβολής), προς επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Από τις διατάξεις των άρθρων 174 και 656 του ΑΚ, 1 και 3 του Ν. 2112/1920, του Β.Δ. της 16/18-7-1920 και 5 παρ. 3 εδ. α΄ του Ν. 3198/1955, η καταγγελία της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας (που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του Ν. 2112/1920, 2 και 5 του Ν. 3198/1955) θεωρείται έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Επομένως, είναι άκυρη η καταγγελία αν δεν είναι έγγραφη και ο εργοδότης δεν καταβάλλει στον απολυόμενο μισθωτό την αποζημίωση απολύσεώς που, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 2 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, υπολογίζεται βάσει των τακτικών αποδοχών του απολυομένου, κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ή όταν καταβάλλει, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, μειωμένη αποζημίωση. Η ανωτέρω ακυρότητα της καταγγελίας είναι σχετική υπέρ του εργαζομένου, ο οποίος έχει την ευχέρεια είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή των αποδοχών του από τον υπερήμερο πλέον εργοδότη, προσφέροντας σ΄ αυτόν προσηκόντως τις υπηρεσίες του, είτε, παραιτούμενος ρητώς ή σιωπηρώς από το δικαίωμά του προσβολής του κύρους της καταγγελίας, να θεωρήσει αυτή έγκυρη και να απαιτήσει τη νόμιμη αποζημίωση (ΑΠ 1418/2008, ΑΠ 624/2008, ΑΠ 1462/2007, ΑΠ 1619/2006, ΕφΘεσ 731/2009, ΕφΛαμ 233/2009). Κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του Ν. 1264/1982: «Ο εργοδότης και οι εκπρόσωποί του, που παραβαίνουν τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 5, 8 και 9 ή που αρνούνται την πραγματική απασχόληση εργαζομένου που η απόλυσή του έχει κριθεί άκυρη με δικαστική απόφαση ή που αρνούνται την επαναπρόσληψη και πραγματική απασχόληση των εργαζομένων που αναφέρονται στο άρθρο 24, τιμωρούνται με φυλάκιση ή και με χρηματική ποινή μέχρις 1.000.000 δρχ. για κάθε παράβαση ή άρνηση». Εξάλλου παρά τον ποινικό χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 23 παρ. 2 του Ν. 1264/1982, είχε γίνει δεκτό ότι από αυτήν δημιουργείται μεν υποχρέωση του εργοδότη για πραγματική απασχόληση του εργαζομένου στην περίπτωση που ο τελευταίος απολύθηκε και η απόλυσή του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση, η υποχρέωση όμως αυτή δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας αλλά μόνο όταν η άρνηση του εργοδότη να τον απασχολεί είναι παράνομη, δηλαδή όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 του ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 του ΑΚ (ΟλΑΠ 9/2011). Ήδη, όμως, το άρθρο 656 του ΑΚ, με το οποίο ρυθμίζονται τα της υπερημερίας του εργοδότη, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 61 του Ν. 4139/2013 και το πρώτο εδάφιο αυτού διαμορφώθηκε ως εξής: «Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε». Συνεπώς, από την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση της διάταξης του άρθρου 656 του ΑΚ, η οποία κατά το άρθρο 98 παρ. 1 του ίδιου νόμου καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, μόνη προϋπόθεση για την υποχρέωση του εργοδότη να απασχολεί πραγματικά τον εργαζόμενο είναι η υπερημερία του (ΑΠ 90/2018). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 656 εδ. β΄, γ΄ και δ΄  του ΑΚ, όπως ισχύει μετά την, όπως προαναφέρθηκε, αντικατάσταση του άρθρου 656 του ΑΚ με το άρθρο 61 του Ν. 4139/2013: «Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού». Υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας καθίσταται και ο εργοδότης που κατήγγειλε ακύρως (για οποιοδήποτε λόγο) την εργασιακή σύμβαση, εφόσον πλέον δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού (ΑΠ 440/2016, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 359/2015). Από την πιο πάνω διάταξη σαφώς προκύπτει ότι, σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας εργαζομένου, το Δικαστήριο, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, διατάσσει την πραγματική απασχόλησή του, στη θέση την οποία κατείχε πριν την άκυρη καταγγελία, χωρίς να έχει την ευχέρεια να απορρίψει το σχετικό αίτημα ή να αξιώσει περισσότερα στοιχεία για τη θεμελίωσή του (ΑΠ 654/2018, ΑΠ 2011/2014). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 117 – 118 του ίδιου Κώδικα, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη η αγωγή, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή μισθών υπερημερίας, σύμφωνα με το άρθρο 656 του ΑΚ, είναι η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και η μη αποδοχή από μέρους του εργοδότη της εργασίας, την οποία πραγματικά και με τον προσήκοντα τρόπο του προσέφερε ο μισθωτός (ΑΠ 524/2018). Όταν όμως, η υπερημερία του εργοδότη οφείλεται σε ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, τότε δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στην αγωγή του στοιχείου της πραγματικής και προσήκουσας προσφοράς της εργασίας από τον μισθωτό, διότι η καταγγελία της συμβάσεως περιέχει και δήλωση της βουλήσεως του εργοδότη για τη μη αποδοχή στο μέλλον των υπηρεσιών του απολυθέντος (ΑΠ 606/2017, ΑΠ 431/2006). Εξάλλου η ποιοτική αοριστία, δηλαδή η επίκληση των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά περιστατικών και η ποσοτική αοριστία, δηλαδή η μη αναφορά όλων των στοιχείων που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχονται από τους αριθμούς 8 και 14 αντιστοίχως του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 520/2015, ΑΠ 487/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, αφού διαλαμβάνονται σ΄ αυτήν όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία και συγκεκριμένα η ενάγουσα επικαλείται σ΄ αυτήν 1) ότι εργάστηκε στην επιχείρηση του εναγομένου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως χειρίστρια τριών μηχανών παραγωγής ετικετών διαφόρων μεγεθών, 2) το καταβαλλόμενο σ΄ αυτήν ημερομίσθιο και το ωράριο της εργασίας της, 3) ότι είναι άκυρη, για τους αναφερόμενους λόγους, [όπως, ήδη, έχει κριθεί τελεσίδικα, κατά τα ιστορούμενα σ΄ αυτήν (αγωγή), με την υπ΄ αρ. 8/2015 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς)] η καταγγελία, εκ μέρους του εναγομένου, της συμβάσεως εργασίας και 4) (παρά το ότι δεν είναι απαραίτητο, εφόσον πρόκειται, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, για άκυρη καταγγελία) ότι προσέφερε (η ενάγουσα) τις υπηρεσίες της στον εναγόμενο, ο οποίος τις αρνήθηκε, χωρίς να απαιτείται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, να διαλαμβάνεται σ΄ αυτήν (αγωγή) συγκεκριμένα 1) σε ποιες ενέργειες προέβη (η ενάγουσα) προκειμένου να την απασχολήσει ο εναγόμενος, τις οποίες αυτός αρνήθηκε και 2) εάν, από την επικαλούμενη απόλυσή της έως τουλάχιστον την άσκηση της αγωγής, παρείχε (η ενάγουσα), ή όχι, εργασία σε άλλον εργοδότη και σε καταφατική περίπτωση ποια ποσά εισέπραξε, για την αιτία αυτή, ως αμοιβή. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε, απορρίπτοντας τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του εκκαλούντος, ότι η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα πρέπει να απορριφθούν.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 του ΚΠολΔ «Αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί. Αν η διοικητική αρχή δεν έχει ακόμη ασχοληθεί με την υπόθεση, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία, μέσα στην οποία ο διάδικος οφείλει να προκαλέσει με αίτηση την ενέργεια της αρχής.».

Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και τα έγγραφα, που νομότυπα προσκομίζει και επικαλείται ο παριστάμενος εκκαλών, προκύπτουν τα ακόλουθα: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων στις 8-12-2003, ο εναγόμενος, ο οποίος διατηρεί βιοτεχνία ετικετών και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις στον …. Αττικής, προσέλαβε την ενάγουσα για να εργαστεί στην επιχείρησή του και πράγματι η ενάγουσα, από την ανωτέρω ημεροχρονολογία πρόσληψής της παρείχε στην επιχείρηση του εναγομένου τις υπηρεσίες της για τις οποίες είχε προσληφθεί, έως τις 2-5-2012, οπότε, όπως, κατά τα κατωτέρω, επικαλείται η ενάγουσα, ο εναγόμενος κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας, χωρίς να τηρήσει τον έγγραφο τύπο και χωρίς να καταβάλει σ΄ αυτήν (ενάγουσα) τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσής της. Ενόψει της κατά τα προαναφερόμενα απόλυσής της, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εναγομένου, την από 15-7-2012 (αρ. καταθ. …../16-7-2012) αγωγή της, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της για το λόγο ότι έλαβε χώρα, χωρίς να τηρηθεί ο έγγραφος τύπος και χωρίς να της καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απόλυσής της, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις υπηρεσίες της, να της επιδικαστούν μισθοί υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την άκυρη απόλυσή της μέχρι το χρόνο συζήτησης της αγωγής της (2-5-2012 έως 2-5-2014), εκ ποσού 30.934,80 ευρώ, να της επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την άκυρη απόλυσή της, κατά τα ιστορούμενα στην ως άνω αγωγή, εκ ποσού 10.000 ευρώ, και επικουρικά σε περίπτωση που θα κρινόταν έγκυρη η απόλυσή της να της επιδικαστεί το ποσό που αντιστοιχεί στη νόμιμη αποζημίωση απόλυσής της εκ ποσού 1.388,10 ευρώ. Στη συνέχεια η ενάγουσα άσκησε, επίσης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 10-10-2012 (αρ. καταθ. ……/11-10-2012) αγωγή της κατά του εναγομένου, συμπληρωματική της προαναφερόμενης αγωγής, με την οποία ζητούσε εκ νέου να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ως άνω από 2-5-2012 απόλυσής της και να της επιδικαστεί πλέον του ποσού των 30.934,80 ευρώ που ζητούσε για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος 2-5-2012 έως 2-5-2014, με την παραπάνω από 15-7-2012 (αρ. καταθ. …../16-7-2012) αγωγή της και για την ίδια αιτία (αποδοχές υπερημερίας) και το ίδιο χρονικό διάστημα (2-5-2012 έως 2-5-2014), το ποσό των 23.103,60 ευρώ, που αντιστοιχούσε στις διαφορές των αποδοχών που λάμβανε ως ανειδίκευτη εργάτρια και αυτών που δικαιούταν ως τεχνίτρια με βάση την ισχύουσα το 2009 ΣΣΕ περί αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στην εκτυπωτική βιομηχανία, λιθογραφία, εργοστάσια και επιχειρήσεις γραφικών τεχνών, με τις οποίες διατεινόταν ότι έπρεπε να υπολογιστούν οι αποδοχές υπερημερίας της για το ένδικο και με τις δυο αγωγές χρονικό διάστημα (2-5-2012 έως 2-5-2014) και επικουρικά σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ως έγκυρη η κατά τα παραπάνω από 2-5-2012 απόλυσή της να της επιδικαστεί πλέον του ποσού των 1.338,10 ευρώ, που ζητούσε ως αποζημίωση απόλυσης με την παραπάνω από 15-7-2012 (αρ. καταθ. …../16-7-2012) αγωγή της και για την ίδια αιτία (αποζημίωση απόλυσης) το ποσό των 8.715,20 ευρώ, που αντιστοιχούσε στις διαφορές μεταξύ των καταβαλλόμενων σε αυτήν ως ανειδίκευτη εργάτρια και καταβλητέων αποδοχών ως τεχνίτρια σε εκτυπωτική βιομηχανία, λιθογραφία, εργοστάσια και επιχειρήσεις γραφικών τεχνών, επί των οποίων, κατά τους ισχυρισμούς της, έπρεπε να υπολογιστεί το ποσό της αποζημίωσης απόλυσής της. Επίσης, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27-11-2012 (αρ. καταθ. …../28-11-2012) αγωγή της κατά του εναγομένου, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 52.289,70 ευρώ, στο οποίο συμποσούνταν οι αξιώσεις της για διαφορές από δεδουλευμένους μισθούς, αποδοχές και επιδόματα αδείας και δώρα εορτών, του χρονικού διαστήματος εργασίας της πριν την κατά τα ανωτέρω απόλυσή της, ήτοι του χρονικού διαστήματος από 1-1-2007 έως 2-5-2012, οι οποίες διαφορές προέκυπταν από τις αποδοχές που της καταβάλλονταν σύμφωνα με την ειδικότητα της ανειδίκευτης εργάτριας και αυτών που έπρεπε να της καταβληθούν σύμφωνα με τις ΣΣΕ και ΔΑ που διέπουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων σε εκτυπωτική βιομηχανία, λιθογραφία, εργοστάσια και επιχειρήσεις γραφικών τεχνών, εφόσον και η ίδια με βάση την ειδικότητα της τεχνίτριας και το είδος της ασκούμενης από τον εναγόμενο επιχείρησης υπαγόταν στη ρύθμιση των εν λόγω ΣΣΕ και ΔΑ και επίσης, επικαλούμενη ότι την 1-7-2009 κατά τη διάρκεια της εργασίας της στην επιχείρηση του εναγομένου υπέστη εργατικό ατύχημα συνεπεία του οποίου τραυματίστηκε σοβαρά, ζητούσε να της καταβάλει ο εναγόμενος ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το εργατικό ατύχημα, το ποσό των 50.000 ευρώ. Όλες οι παραπάνω αγωγές της ενάγουσας κατά του εναγομένου συνεκδικάστηκαν στις 5-3-2013 και επ΄ αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 4711/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκαν οι ως άνω από 15-7-2012 (αρ. καταθ. …../16-7-2012) και από 10-10-2012 (αρ. καταθ. …./11-10-2012) αγωγές της ενάγουσας κατά του εναγομένου για το λόγο ότι, κατόπιν της μερικής μετατροπής των καταψηφιστικών αιτημάτων των αγωγών σε αναγνωριστικά, που έγινε με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου της ενάγουσας, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις του, στο συνολικά αθροιζόμενο ποσό και των δυο αγωγών, χωρίς να εξειδικεύεται σε ποιο ποσό περιορίζεται το κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο ή έστω το συνολικό κάθε αγωγής καθίστανται αόριστες και ανεπίδεκτες δικαστικής εκτίμησης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην απόφαση, ενώ όσον αφορά στην ως άνω από 27-11-2012 (αρ. καταθ. …../28-11-2012) αγωγή, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο το κονδύλιο των διαφορών αποδοχών, καθόσον έγινε δεκτό ότι η ενάγουσα απασχολούμενη στην επιχείρηση του εναγομένου δεν είχε την ιδιότητα της τεχνίτριας (χειρίστριας μηχανών παραγωγής ετικετών) αλλά της ανειδίκευτης εργάτριας και ορθά υπολογίστηκαν οι αποδοχές της με βάση τις αποδοχές του ανειδίκευτου εργάτη με συνέπεια να μη δικαιούται τις αιτούμενες διαφορές αποδοχών και έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς το εργατικό ατύχημα και επιδικάστηκε στην ενάγουσα για την αιτία αυτή το ποσό των 8.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας αυτού. Κατά της ανωτέρω απόφασης η ενάγουσα άσκησε την από 1-11-2013 (αρ. καταθ. …../2013) έφεσή της και ο εναγόμενος άσκησε την από 16-11-2013 (αρ. καταθ. …./2013) αντίθετη έφεσή του, οι οποίες συνεκδικάστηκαν στις 9-10-2014 και εκδόθηκε επ΄ αυτών η υπ΄ αρ. 8/2015 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς) [η οποία δεν προκύπτει ότι έχει καταστεί αμετάκλητη, ενόψει μάλιστα και της δήλωσης του εκκαλούντος στην ένδικη έφεση ότι δεν έχει παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, την οποία και δήλωσε ότι θα ασκούσε (στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο)]. Με την προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (8/2015) επικυρώθηκε η ως άνω υπ΄ αρ. 4711/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς όσον αφορά στις διατάξεις της, περί απαραδέκτου λόγω αοριστίας των κονδυλίων της ως άνω από 15-7-2012 (αρ. καταθ. …../16-7-2012) αγωγής σχετικά με τις αποδοχές υπερημερίας και την αποζημίωση απόλυσης και κάνοντας δεκτό σχετικό λόγο έφεσης, εξαφάνισε αυτήν ως προς το μέρος που αφορούσε τα αιτήματα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της απόλυσης της ενάγουσας, της υποχρέωσης του εναγομένου να απασχολεί αυτήν για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της απόφασης με απειλή χρηματικής ποινής ποσού 293,47 ευρώ για κάθε ημέρα παράβασης της υποχρέωσής του αυτής και περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την συμπεριφορά του εναγομένου που συνόδευσε την άκυρη απόλυση της ενάγουσας. Εξάλλου, με την ως άνω υπ΄ αρ. 8/2015 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς), ως προς την από 10-10-2012 (αρ. καταθ. ……/11-10-2012) αγωγή, επικυρώθηκε η ως άνω υπ΄ αρ. 4711/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αντικατάσταση των αιτιολογιών, διότι κρίθηκε ότι η εν λόγω αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη όχι όμως λόγω αοριστίας, αλλά διότι με αυτήν συντελείται ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής. Επίσης, με την ως άνω υπ΄ αρ. 8/2015 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, ως προς την ως άνω από 27-11-2012 (αρ. καταθ. ……/28-11-2012) αγωγή, επικυρώθηκε η ως άνω υπ΄ αρ. 4711/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όσον αφορά στο κεφάλαιο αυτής σχετικά με τις διαφορές αποδοχών, καθόσον κρίθηκε ότι, η ενάγουσα απασχολήθηκε στην επιχείρηση του εναγόμενου ως εργάτρια και όχι ως χειρίστρια μηχανών αλλά και όσον αφορά στο κεφάλαιο περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ποσού 8.000 ευρώ, λόγω του εργατικού ατυχήματος που υπέστη η ενάγουσα. Ειδικά όσον αφορά στα κεφάλαια της ως άνω υπ΄ αρ. 8/2015 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, με τα οποία εξαφανίστηκε η ως άνω υπ΄ αρ. 4711/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σχετικά με τα αιτήματα της ως άνω από 15-7-2012 (αρ. καταθ. …../16-7-2012) αγωγής, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της απόλυσης της ενάγουσας, της υποχρέωσης του εναγομένου να απασχολεί αυτήν για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της απόφασης με απειλή χρηματικής ποινής ποσού 293,47 ευρώ για κάθε ημέρα παράβασης της υποχρέωσής του αυτής και περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα από την συμπεριφορά του εναγομένου που συνόδευσε την άκυρη απόλυση της ενάγουσας, έγινε δεκτό ότι, η από 2-5-2012 απόλυση της ενάγουσας από τον εναγόμενο είναι άκυρη διότι δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και δεν καταβλήθηκε στην ενάγουσα η νόμιμη αποζημίωση απόλυσής της, όμως, κρίθηκε περαιτέρω ότι η εναγομένη δεν υπέστη ηθική βλάβη από τη συμπεριφορά του εναγομένου που συνόδευσε την απόλυσή της, απορριπτομένου του σχετικού αγωγικού κονδυλίου περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως ουσιαστικά αβάσιμου και επιπλέον κρίθηκε ότι είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο και το αίτημα της αγωγής να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, δεν αποδείχθηκε ότι η άρνηση του εναγομένου να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας έγινε υπό περιστάσεις που συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, επικαλούμενη ότι, ήδη, έχει κριθεί τελεσίδικα με την υπ΄ αρ. 8/2015 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς) η ακυρότητα της απόλυσής της από τον εναγόμενο και ότι ως εκ τούτου, ο εναγόμενος, ο οποίος από την ημέρα της κατά τα ανωτέρω απόλυσής της δεν αποδέχεται τις εκ μέρους της προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες, καθίσταται υπερήμερος εργοδότης, με συνέπεια να της οφείλει αποδοχές υπερημερίας, ζήτησε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από την απόλυσή της (2-5-2012) έως την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής (2-3-2015), δώρα Χριστουγέννων 2012-2014, δώρα Πάσχα 2013-2014 και αποδοχές και επιδόματα αδείας των ετών 2013-2014, καθώς επίσης να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να δέχεται τις υπηρεσίες της από το χρονικό διάστημα της επίδοσης σ΄ αυτόν (εναγόμενο) της απόφασης που θα εκδοθεί και εντεύθεν. Κατόπιν τούτων το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση να αναβληθεί, κατ΄ άρθρο 249 του ΚΠολΔ, κατά παραδοχή και του αιτήματος του εκκαλούντος, η συζήτηση της υπόθεσης και η έκδοση αποφάσεως επί της παρούσας δίκης, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η δίκη επί των από 15-7-2012 (αρ. καταθ. ……/16-7-2012) και από 10-10-2012 (αρ. καταθ. …../11-10-2012) αγωγών της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, [οι οποίες συνεκδικάσθηκαν πρωτοδίκως μεταξύ τους και με την από 27-11-2012 (αρ. καταθ. ……/28-11-2012) αγωγή], επί των οποίων, όπως προαναφέρθηκε, έχει εκδοθεί (κατόπιν ασκήσεως αντίθετων εφέσεων εκ μέρους των διαδίκων) η υπ΄ αρ. 8/2015 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, αφού η από 2-5-2012 καταγγελία και η ακυρότητα αυτής ή μη αποτελεί πρόκριμα της παρούσας δίκης, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 249 του ΚΠολΔ (πρβλ. ΕφΔωδ 26/2011). Διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν θα διαληφθεί στην παρούσα, καθόσον η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΑθ 623/1994 ΕλλΔνη 37.393). Τέλος, πρέπει, επίσης, για την περίπτωση που η εφεσίβλητη ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης.

Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από την εφεσίβλητη το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά την από 1-4-2016 (αρ. καταθ. …../2016) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 181/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ)].

Αναβάλλει τη συζήτηση της υπόθεσης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η δίκη επί των αναφερόμενων στο σκεπτικό αγωγών.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 5-8-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου Δικηγόρου του εκκαλούντος.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ