Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 462/2019

 Αριθμός   462/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63, 64, 67 και 118  περ.  3 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι στο δικόγραφο πρέπει να καθίσταται εφικτός ο προσδιορισμός του προσώπου που είναι διάδικος, χωρίς να απαιτείται πανηγυρική γι΄ αυτό διατύπωση, εφόσον από το όλο περιεχόμενο και αιτητικό του δικογράφου προκύπτουν τα στοιχεία ταυτότητας του διαδίκου και η ιδιότητά του (πρβλ. ΑΠ 344/2001 ΕλλΔνη 43.113, ΕφΑθ 11687/1995 ΕλλΔνη 37.1116, ΕφΑθ 1527/1992 ΕλλΔνη 35.435, ΕφΑθ 11675/1986 ΕλλΔνη 28.1336, Β. Βαθρακοκοίλη: Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, στο άρθρο 118, σελ. 736 παρ. 21). Στην προκειμένη περίπτωση, από το όλο περιεχόμενο της ένδικης από 14-9-2017 (αρ. καταθ. …/2017) εφέσεως κατά της υπ΄ αρ. 3994/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατόπιν συνεκδίκασης των από 22-1-2016 (αρ. καταθ. …/2016) και από 25-1-2016 (αρ. καταθ. ../2016) αγωγών, καθώς και της ασκηθείσας με τις από 3-5-2017 προτάσεις της ενάγουσας – εναγομένης αίτησης ανάκλησης, άλλως μεταρρύθμισης της υπ΄ αρ. 2128/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 591, 592, 593-602 και 610-613 του ΚΠολΔ (όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), αντιμωλία των διαδίκων, προκύπτει σαφώς ότι η έφεση έχει ασκηθεί από την εναγομένη της από 25-1-2016 (αρ. καταθ. …./2016) αγωγής κατά του εφεσίβλητου μόνο ατομικά και όχι ως ασκούσα την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους, …….., αφού στις δίκες περί επικοινωνίας του γονέως με το τέκνο του, ενάγοντες-εκκαλούντες ή εναγόμενοι-εφεσίβλητοι δεν είναι οι ανήλικοι (αφού δεν είναι αυτοί υποκείμενα του επίδικου δικαιώματος), αλλά (ατομικά) εκείνοι, οι οποίοι αξιώνουν ή έναντι των οποίων αξιώνεται το εν λόγω δικαίωμα (δηλαδή οι γονείς συνήθως των ανηλίκων), όπως εν προκειμένω που η υπόθεση μεταβιβάζεται, με την ένδικη έφεση, ως προς την επικοινωνία του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου, με το ανήλικο τέκνο (……..). Επομένως, η έφεση παραδεκτώς ασκείται έστω και εάν στο εισαγωγικό μέρος του δικογράφου φέρεται ότι αυτή (έφεση) ασκείται από την εκκαλούσα και ως ασκούσα την επιμέλεια του ως άνω ανήλικου τέκνου (……..). Κατά τα λοιπά η ένδικη έφεση αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως επιδόθηκε κατά νόμο στην ενάγουσα – εναγομένη – αιτούσα, ήδη εκκαλούσα, με επιμέλεια του εναγομένου – ενάγοντος – καθ΄ ου η αίτηση, ήδη εφεσίβλητου, την 8-9-2017 [βλ. το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα – εναγομένη – αιτούσα, ήδη εκκαλούσα, ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως που φέρει τη σημείωση του Δικαστικού Επιμελητή …… και παραγγελία της πληρεξούσιας Δικηγόρου του εναγομένου – ενάγοντος – καθ΄ ου η αίτηση, ήδη εφεσίβλητου, για επίδοση προς αυτήν (ενάγουσα – εναγομένη – αιτούσα, ήδη εκκαλούσα)], ενώ η ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας, ήτοι την 18-9-2017 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς [αφορά επικοινωνία γονέως με το ανήλικο τέκνο του (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ)].

Με την από 22-1-2016 (αρ. καταθ. ……/2016) αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτά περιορίσθηκε, με δήλωση της πληρεξουσίας Δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλομένη απόφαση πρακτικά, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες πρωτοδίκως έγγραφες προτάσεις της, με την παραίτησή της από το αίτημα περί οριστικής μετοίκησης του εναγομένου από τη συζυγική οικία, και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή (αγωγή), η ενάγουσα, ……., ζήτησε: α) να ανατεθεί στην ίδια η άσκηση της επιμέλειας της ανήλικης θυγατέρας της …….., την οποία έχει αποκτήσει από το γάμο της με τον εναγόμενο, με τον οποίο βρίσκονται ήδη σε διάσταση, και β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σ΄ αυτήν μηνιαία διατροφή σε χρήμα, ποσού 275 ευρώ, για το ως άνω ανήλικο τέκνο της και για λογαριασμό του, το οποίο διαμένει με αυτήν, στερείται περιουσίας και εισοδημάτων και αδυνατεί να αυτοδιατραφεί, και δη το ως άνω ποσό προκαταβολικά εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επίδοση της αγωγής και νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση. Τέλος, η ενάγουσα ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.

Με την από 25-1-2016 (αρ. καταθ. …/2016) αγωγή του, κατ΄ εκτίμηση αυτής (αγωγής) και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή (αγωγή), ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ……., ζήτησε: α) να ανατεθεί στον ίδιο, από κοινού με την εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, μητέρα αυτής, η άσκηση της επιμέλειας της ανήλικης θυγατέρας του, …….., την οποία έχει αποκτήσει από το γάμο του με την εναγομένη, με την οποία βρίσκονται ήδη σε διάσταση, ειδικότερα κατά τις εκφάνσεις της που αφορούν στη μέριμνα για τη μόρφωση, εκπαίδευση και υγεία της ανήλικης, καθώς και β) να ρυθμιστεί, κατά τον τρόπο που αναφέρει σ΄ αυτήν (αγωγή), το δικαίωμα επικοινωνίας του με την εν λόγω ανήλικη θυγατέρα του. Επίσης, ζήτησε να απειληθεί σε βάρος της εναγομένης χρηματική ποινή, ποσού 1.000 ευρώ, για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η τελευταία προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.

Με τις από 3-5-2017 έγγραφες προτάσεις της εναγομένης επί της από 25-1-2016 αγωγής του ……., κατατεθειμένες νομίμως και εμπροθέσμως, η εναγομένη της αγωγής αυτής, ……, άσκησε παραδεκτά αίτηση, με την οποία ιστορούσε ότι με την υπ΄ αρ. 2128/30-12-2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), μεταξύ άλλων, ρυθμίσθηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ΄ ου η αίτηση – εν διαστάσει συζύγου της με την ανήλικη θυγατέρα τους, ……., όμως, μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης προέκυψαν τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αίτηση) νέα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο καθ΄ ου η αίτηση παραβαίνει τα γονικά του καθήκοντα, άλλως δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί επαρκώς στο δικαίωμά του να επικοινωνεί με την ανήλικη θυγατέρα τους, καθόσον φαίνεται να εμφανίζει σταθερά βίαιη συμπεριφορά σε βάρος της, με αποτέλεσμα να δημιουργείται άμεσος κίνδυνος για την ψυχική της υγεία. Για τους λόγους δε αυτούς, η αιτούσα ζήτησε να ανακληθεί ως προς τη ρύθμιση του δικαιώματος της επικοινωνίας του καθ΄ ου η αίτηση με το ανήλικο τέκνο τους, άλλως να μεταρρυθμισθεί, η εν λόγω απόφαση και καταδικαστεί ο καθ΄ ου η αίτηση στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 3994/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η από 25-1-2016 (αρ. καταθ. …./2016) αγωγή είναι νόμιμη, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, καθώς επίσης απέρριψε ως μη νόμιμο και το παρεπόμενο αίτημα περί απειλής χρηματικής ποινής σε βάρος της εναγομένης, όσον αφορά στην ανάθεση της επιμέλειας της ανήλικης, και αφού συνεκδίκασε τις προαναφερόμενες από 22-1-2016 (αρ. καταθ. …../2016) και από 25-1-2016 (αρ. καταθ. …./2016) αγωγές και την ασκηθείσα με τις προτάσεις αίτηση ανακλήσεως, άλλως μεταρρυθμίσεως της υπ΄ αρ. 2128/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), ως προς την από 22-1-2016 αγωγή, δέχθηκε εν μέρει αυτή (από 22-1-2016 αγωγή), ανέθεσε την άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, …….., αποκλειστικά στην ενάγουσα – μητέρα του, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα, προκαταβολικά εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, διατροφή σε χρήμα, ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ μηνιαίως, με την ιδιότητά της ως αναλαμβάνουσας οριστικά την επιμέλεια του ως άνω ανήλικου τέκνου της και για λογαριασμό του, και δη το ανωτέρω ποσό για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση, ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινά εκτελεστή, συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα, πέραν των προκαταβληθέντων εκ μέρους του εναγομένου, στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, ενώ ως προς την από 25-1-2016 αγωγή, απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό, δέχθηκε εν μέρει αυτή (από 25-1-2016 αγωγή), ρύθμισε το δικαίωμα επικοινωνίας του ενάγοντος – πατέρα με το ως άνω ανήλικο τέκνο των διαδίκων κατά τον αναφερόμενο σ΄ αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση) τρόπο, απείλησε σε βάρος της εναγομένης χρηματική ποινή ποσού διακοσίων (200) ευρώ για κάθε παράβαση της αμέσως παραπάνω διάταξης της προσβαλλόμενης απόφασης, συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων και τέλος δικάζοντας επί της αιτήσεως, απέρριψε αυτή και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη έφεση η εν μέρει ηττηθείσα εναγομένη της από 25-1-2016 (αρ. καταθ. …../2016) αγωγής και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, με σκοπό να απορριφθεί καθ΄ ολοκληρία η από 25-1-2016 αγωγή του εφεσίβλητου.

Το δικόγραφο της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 118-120 του ΚΠολΔ στοιχεία, και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης αποτελούν παράπονα κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή, και πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, να καθορίζονται, δηλαδή, σ΄ αυτούς με πληρότητα οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να μπορεί ο Δικαστής να κρίνει για το νόμιμο και το βάσιμό τους. Τέτοιος λόγος έφεσης, αναγόμενος σε σφάλμα του Δικαστή, είναι και η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Το σφάλμα της απόφασης ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται, αλλά αρκεί να προβάλλεται ότι εξαιτίας του σφάλματος αυτού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό (ΕφΔυτΣτερ Ελλάδας 48/2013). Τούτο δε, διότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλουμένης αποφάσεως μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος που συνδέονται με αυτή (ΑΠ 738/2013). Η αοριστία του δικογράφου της έφεσης (εφετηρίου) δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε να αναπληρωθεί με την παραπομπή σε άλλα δικόγραφα και της αυτής ακόμη δίκης, οι δε αόριστοι λόγοι εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ΄ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση οι περιεχόμενοι στην ένδικη από 14-9-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση λόγοι είναι σαφώς και πλήρως ορισμένοι, απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει ο εφεσίβλητος, ενώ καθορίζονται με πληρότητα τα σφάλματα που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να ερευνήσει το νόμιμο και βάσιμο αυτών.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1, 4 και 5 του ΚΠολΔ [όπως το άρθρο αυτό (591) τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, εφόσον η ένδικη αγωγή κατατέθηκε μετά την 1-1-2016] «1. Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά: α)……, β)……, γ)………, δ)………, ε) Οι διάδικοι το αργότερο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο προσάγουν όλα τα αποδεικτικά τους μέσα, στ) ………, ζ)………, 2. ……, 3. …… 4. Το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή προσδιορίζονται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα (60) ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο, 5. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο, 6. ……, 7. ……». Κατά τη διάταξη του άρθρου 592 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό (592) τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87) και εφαρμόζεται εν προκειμένω, κατά τα προαναφερόμενα, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, εφόσον η ένδικη αγωγή κατατέθηκε μετά την 1-1-2016] «Κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών δικάζονται οι γαμικές διαφορές, οι διαφορές από την ελεύθερη συμβίωση, οι διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων, και οι λοιπές οικογενειακές διαφορές που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού: ……… 3. ……, β) την άσκηση της γονικής μέριμνας αναφορικά με το τέκνο κατά τη διάρκεια του γάμου, και σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή όταν πρόκειται για τέκνο χωρίς γάμο των γονέων του, τη διαφωνία των γονέων κατά την κοινή άσκηση από αυτούς της γονικής τους μέριμνας, καθώς και την επικοινωνία των γονέων και των λοιπών ανιόντων με το τέκνο, ………». Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 612 παρ. 1 του ΚΠολΔ, [όπως το άρθρο αυτό (612) τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87) και εφαρμόζεται εν προκειμένω, κατά τα προαναφερόμενα, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, εφόσον η ένδικη αγωγή κατατέθηκε μετά την 1-1-2016] «1. Το δικαστήριο στις διαφορές του άρθρου 592 αριθμ. 3 περίπτωση β΄ πριν από την έκδοση της απόφασής του, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου, λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του. Μπορεί αν αποφασίσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, να ορίζει ελεύθερα το χρόνο διεξαγωγής της, χωρίς να δεσμεύεται από χρονικούς περιορισμούς.». Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 591, 592, 593-602 και 610-613 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία εάν υπάρχει ανάγκη να γίνει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη, το Δικαστήριο ορίζει τα σχετικά με αυτές κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο με προφορική ανακοίνωσή του η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά, συνάγεται, ότι κατά την διαδικασία αυτή δεν τηρούνται οι διατάξεις περί αποδείξεως της τακτικής διαδικασίας, ότι το Δικαστήριο και κατά την διαδικασία αυτή δεν κρίνει χωρίς αποδείξεις, αλλά με τις αποδείξεις οι οποίες πρέπει να προσκομισθούν κατά τη συζήτηση και ότι απόκειται στην κρίση του, η οποία δεν ελέγχεται ακυρωτικώς, αν θα θεωρήσει τις αποδείξεις αυτές επαρκείς ή αν θα διατάξει συμπληρωματικά αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη. Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 1520 του ΑΚ, όπως ισχύει μετά το νόμο 1329/1983, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με αυτό και, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων του ανηλίκου ως προς την άσκηση του δικαιώματος αυτού, το Δικαστήριο καθορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα γίνεται η επικοινωνία (βλ. ΑΠ 719/1996 ΕΕΝ 65.60, ΕφΘεσ 2322/1997 ΕλλΔνη 40.359). Το δικαίωμα αυτό, που πηγάζει ευθέως από την προαναφερόμενη διάταξη, λειτουργεί μέσα στη φύση των οικογενειακών δικαιωμάτων. Η επικοινωνία αυτή ρυθμίζεται από το Δικαστήριο με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου και τούτο διότι η ρύθμιση της ασκήσεως του ανωτέρω δικαιώματος από το άρθρο 1520 του ΑΚ, λειτουργεί μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώματος και καθήκοντος των γονέων για τη μέριμνα υπέρ του ανήλικου τέκνου τους (άρθρα 1511 και 1512 του ΑΚ), με βάση και σκοπό πρωτίστως το συμφέρον του τέκνου. Τούτο αποτελεί αόριστη νομική έννοια και γενική ρήτρα, που εξειδικεύεται ανάλογα με τις συνθήκες κάθε περίπτωσης. Για να κριθεί τι αποτελεί συμφέρον του ανηλίκου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα εκτιμηθούν τα περιστατικά που διαπιστώθηκαν βάσει αξιολογικών κριτηρίων που αντλεί το Δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας και σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου, θα ληφθούν υπόψη και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής. Επομένως, και το Δικαστήριο, όταν ρυθμίζει την άσκηση του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας, κατόπιν ασκήσεως αγωγής πάντοτε από τον γονέα που δεν ασκεί την γονική μέριμνα ή δεν διαμένει μαζί με το τέκνο, μη νομιμοποιουμένου εις τούτο του γονέα που ασκεί την γονική μέριμνα (ΑΠ 1516/2005, ΕφΑθ 400/2007, ΕφΑθ 7073/2003 ΕλλΔνη 2004.1693, ΕφΘεσ 2027/2003 Αρμ 2004.876, ΕφΘεσ 1560/2003 Αρμ 2003.1273, ΕφΛαρ 189/2003 Δικογραφία 2003.272, ΕφΘεσ 256/2000 Αρμ 2001.1055, ΕφΘεσ 2322/1997 ΕλλΔνη 40.358, ΕφΑθ 1609/1995 ΕλλΔνη 38.1603), πρέπει να προβαίνει, ενόψει των αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών στη συγκεκριμένη υπόθεση και του καλώς εννοουμένου συμφέροντος του ανηλίκου, στην αιτουμένη ρύθμιση της προσωπικής επικοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη του τις προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα ασκείται στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθορίζοντας τον τρόπο και το χρόνο, ο οποίος μπορεί να είναι και μεγαλύτερος της μίας ημέρας, κατά τον οποίο θα ασκείται το δικαίωμα αυτό εκ μέρους του γονέα (ΑΠ 534/1991 ΕλλΔνη 32.1505, ΕφΘεσ 2184/2000, ΕφΘεσ 3184/1999, ΕφΑθ 2748/1998 ΕλλΔνη 39.1646). Το άκρως προσωπικό αυτό δικαίωμα του γονέα για επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο του απορρέει από το φυσικό δεσμό του αίματος και του αισθήματος στοργής προς αυτό, συντελεί δε στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσμου και της εν γένει προσωπικότητάς του, γι’ αυτό η άσκησή του αποβλέπει κυρίως στο καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου, αφού σκοπός του δικαιώματος αυτού είναι η διατήρηση του ψυχικού δεσμού μεταξύ γονέα και τέκνου και η δυνατότητα του άλλου γονέα άμεσης γνώσης για την ανάπτυξη της προσωπικότητας, την πνευματική ανάπτυξη και γενικά τη δυνατότητα της παρακολούθησης της όλης κατάστασης του τέκνου. Η επικοινωνία γονέα-τέκνου στοχεύει στη διατήρηση του δεσμού ανάμεσα στα δύο μέρη, στην ψυχοσωματική ανάπτυξη του τέκνου και την απάμβλυνση των συνεπειών της ανώμαλης εξέλιξης της έγγαμης συμβίωσης. Είναι τρόπος έκφρασης αισθημάτων αγάπης, ενδιαφέροντος και στοργής προς το τέκνο, τα οποία το τελευταίο απολαμβάνει από την επικοινωνία (ΕφΛαρ 189/2003 Δικογραφία 2003.272, ΕφΑθ 416/1999 ΑρχΝομ 2000.357, ΕφΑθ 1461/1997 ΕλλΔνη 38.868, Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη: Το δίκαιο της επικοινωνίας, Αρμενόπουλος 42.1102 επομ.). Το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο ασκείται είτε με αυτοτελή αγωγή είτε με ανταγωγή, αναγκαίο στοιχείο της οποίας δεν αποτελεί και ο τρόπος, ο χρόνος και οι λοιπές περιστάσεις επικοινωνίας, τις οποίας καθορίζει το Δικαστήριο σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου. Δεν αποκλείεται όμως στον δικαιούχο να προσδιορίσει στο δικόγραφο το περιεχόμενο της επικοινωνίας που επιθυμεί να έχει με το τέκνο του και μάλιστα κατά κύριο και επικουρικό τρόπο, οπότε το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη το αίτημα της αγωγής και να κρίνει με βάση τις αποδείξεις αν ο προτεινόμενος από τον δικαιούχο τρόπος, χρόνος και λοιπές περιστάσεις επικοινωνίας είναι και σε ποίο βαθμό συμφέρουσες για το τέκνο, καθορίζοντας το περιεχόμενο της επικοινωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση από το όλο περιεχόμενο της ένδικης από 25-1-2016 (αρ. καταθ. …../2016) αγωγής προκύπτει σαφώς ότι αυτή (αγωγή) έχει ασκηθεί από τον ενάγοντα κατά της εναγομένης ατομικά κατ΄ αυτής και όχι ως ασκούσας προσωρινά την επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας της, …….., αφού, όπως προαναφέρθηκε, στις δίκες περί επικοινωνίας του γονέως με το ανήλικο τέκνο του, ενάγοντες-εκκαλούντες ή εναγόμενοι-εφεσίβλητοι δεν είναι οι ανήλικοι (αφού δεν είναι αυτοί υποκείμενα του επίδικου δικαιώματος) αλλά (ατομικά) εκείνοι, οι οποίοι αξιώνουν ή έναντι των οποίων αξιώνεται το εν λόγω δικαίωμα (δηλαδή οι γονείς συνήθως των ανηλίκων), όπως εν προκειμένω που η υπόθεση αφορά την επικοινωνία του ενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του, ……….. Επομένως, η αγωγή αυτή παραδεκτώς ασκείται έστω και εάν στο εισαγωγικό μέρος του δικογράφου φέρεται ότι αυτή (αγωγή) ασκείται κατά της εναγομένης και ως ασκούσας προσωρινά την επιμέλεια του ως άνω ανήλικου τέκνου των διαδίκων και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε όμοια και ότι η εναγομένη νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της ένδικης αγωγής, ορθά έκρινε.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 107, 254 παρ. 1, 368, 387, 522, 527, 529, 532, 533 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για την ολοκλήρωση της έρευνας για τη βασιμότητα του λόγου έφεσης και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς μπορεί χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις με τα αποδεικτικά μέσα, που αναφέρονται στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων η πραγματογνωμοσύνη, οσάκις πρόκειται για ζήτημα, για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, έτσι ώστε μετά τη συνεκτίμηση των αποδείξεων αυτών και των αποδείξεων, που εκτιμήθηκαν από την εκκαλουμένη απόφαση, να κρίνει αν είναι εσφαλμένη η απόφαση αυτή και σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου έφεσης και να εξαφανίσει συνεπεία αυτού κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1285/1982 Δ. 14.568, ΑΠ 2/2006 ΕλλΔνη 47.1047, ΕφΛαμ 63/2013). Η άρνηση ή η παράλειψη του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, είτε στην περίπτωση του άρθρου 368 παρ. 1 του ΚΠολΔ είτε στην περίπτωση του άρθρου 368 παρ. 2 του ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει λόγο έφεσης, οπότε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν διαπιστώνει την ανάγκη της διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, μπορεί να διατάξει αυτήν, με την αναβολή της απόφασής του για την ουσία της κρινόμενης έφεσης (ΕφΙωαννίνων 95/2005, ΕφΘεσ 10/2000). Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι προς απόδειξη και ανταπόδειξη των περιστατικών, τα οποία επικαλούνται σε σχέση με την επικοινωνία του ενάγοντος – εφεσίβλητου με το ανήλικο τέκνο του και τον τρόπο ρύθμισης αυτής, καθίσταται αμφίβολος ο σχηματισμός ασφαλούς δικανικής πεποιθήσεως προς ορθή επίλυση της επίδικης διαφοράς, δεδομένου μάλιστα ότι για τη διαπίστωση της ψυχικής κατάστασης της ανήλικης σε σχέση με την επικοινωνία του ενάγοντος – πατέρα της με αυτήν, [ανεξαρτήτως της πατρικής αγάπης που τρέφει ο ίδιος (ενάγων) προς αυτήν], απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης, πρέπει, προκειμένου το Δικαστήριο να αχθεί σε κρίση για τη βασιμότητα των λόγων της κρινόμενης έφεσης, που ανάγονται, όπως προαναφέρθηκε, και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 1088/2018, ΕφΠατρ 303/2011), πριν από την προηγούμενη εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της ένδικης υπόθεσης, που έχει κηρυχθεί περατωμένη, στο σύνολό της, (οπότε στην επαναλαμβανόμενη δίκη θα ερευνηθούν και όσοι από τους ισχυρισμούς προβλήθηκαν στην πρωτόδικη δίκη και επανυποβάλλονται νομίμως κατ΄ άρθρο 240 του ΚΠολΔ στην παρούσα δίκη ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου), προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη, σύμφωνα με τα άρθρα 368 επ. του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Σημειώνεται ότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού δεν απαιτείται η επικοινωνία του Δικαστηρίου με το ανήλικο τέκνο, καθόσον το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, …….., (γεννηθείσα στις 10-3-2009), κατά το χρόνο συζητήσεως της έφεσης, είναι ηλικίας 9,5 περίπου ετών και το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν έχει την απαιτούμενη ωριμότητα για να αντιληφθεί σαφώς το συμφέρον του και τη σημασία της διαφοράς των γονέων του και ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαία η επικοινωνία του Δικαστηρίου με αυτό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 14-9-2017 (αριθ. καταθ. …./2017) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3994/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των άρθρων 591, 592, 593-602 και 610-613 του ΚΠολΔ (όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015)].

Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής αποφάσεως.                Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, προκειμένου να διενεργηθεί προηγουμένως η αμέσως κατωτέρω πραγματογνωμοσύνη, με την φροντίδα του επιμελεστέρου των διαδίκων.

Διορίζει πραγματογνώμονα τον …….., Ιατρό Παιδοψυχίατρο, πτυχιούχο Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοικο .. Αττικής, οδός ……, ΤΚ …., τηλ-fax: ………, ο οποίος, αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας είκοσι (20) εργασίμων ημερών από την προς αυτόν επίδοση της παρούσας, ενώπιον της Δικαστή και σε περίπτωση κωλύματός της ενώπιον του νόμιμου αναπληρωτή της, που θα ορισθεί από τους λοιπούς υπηρετούντες στο Δικαστήριο Εφέτες, στο κατάστημα του ίδιου Δικαστηρίου και σε ημέρα και ώρα που θα οριστεί αρμοδίως, κατόπιν κλήσεως του επιμελέστερου των διαδίκων και αφού λάβει υπόψη του κάθε αναγκαίο από τη δικογραφία στοιχείο, και όσα άλλα στοιχεία θέσουν υπόψη του οι διάδικοι, συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες και ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, να εξετάσει το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, ……., σε συνδυασμό με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του περιβάλλοντός της, και να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του ως προς την ψυχική κατάσταση αυτού (ανήλικου τέκνου των διαδίκων), σχετικά με το αντικείμενο της δίκης, ήτοι την επικοινωνία του ενάγοντος – πατέρα του με αυτό, και ειδικότερα να απαντήσει στα εξής ερωτήματα, που διατυπώνονται ενδεικτικώς: α) εάν η συμπεριφορά του ενάγοντος – πατέρα [ποια είναι αυτή, εάν δύναται να διαπιστωθεί από τις διηγήσεις της ανήλικης και εφόσον οι διηγήσεις αυτές είναι προσωπικές διαπιστώσεις αυτής (ανήλικης)] κατά την επικοινωνία με το ως άνω τέκνο του έχει αρνητικές συνέπειες στην ψυχοσυναισθηματική κατάσταση αυτού (τέκνου), ήτοι του δημιουργεί ψυχική αναστάστωση, διαταράσσει την ομαλή ανάπτυξή του (τέκνου) και θέτει σε κίνδυνο την ψυχική του υγεία, ώστε ακολούθως να χρειάζεται να υποβάλλεται (το τέκνο) σε θεραπευτικές συνεδρίες με ψυχολόγο, ή β) εάν κατά την επικοινωνία του ως άνω ανήλικου τέκνου με τον ενάγοντα – πατέρα του δημιουργείται μεγάλη αναστάτωση σ΄ αυτό, ή υπάρχουν δυσλειτουργικά   στοιχεία στη σχέση και στην επικοινωνία του ως άνω ανήλικου τέκνου με τον ενάγοντα – πατέρα του, γεγονός που του προκαλεί συναισθηματική σύγχυση [και σε περίπτωση που υφίστανται αυτά (δυσλειτουργικά στοιχεία), εάν αυτά έχουν προέλθει από την συμπεριφορά των διαδίκων –  γονέων του ή τρίτου προσώπου] και γ) σε καταφατική περίπτωση ποιες πρέπει να είναι οι ενέργειες προκειμένου να βελτιωθεί η επικοινωνία μεταξύ τους. Τη σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να καταθέσει ο ανωτέρω πραγματογνώμονας ή ειδικά εξουσιοδοτημένο πρόσωπο στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από την όρκισή του, ενώ αυτοί που θα εξετασθούν πρέπει να κληθούν να παραστούν δέκα (10) ημέρες πριν από τη διενέργειά της. Η νέα δε συζήτηση της υποθέσεως θα προσδιοριστεί με κλήση του επιμελεστέρου των διαδίκων μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, με την τήρηση των διατυπώσεων και της προθεσμίας του άρθρου 254 παρ. 2 και 3 του ΚΠολΔ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8-8-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  31 Ιουλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ