Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 466/2019

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν.

Ανακοπή του άρθρου 73 § 1 και 2 του ΚΕΔΕ κατά της ταμειακής βεβαίωσης που εκδίδει ΟΤΑ. Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων όταν η διαφορά από την οποία πηγάζει η οφειλή που βεβαιώνεται είναι ιδιωτική.

Απαραίτητο περιεχόμενο για το ορισμένο της ταμειακής βεβαίωσης.

Πότε δεν είναι αναγκαία η προηγούμενη ακρόαση του διοικούμενου.

Στοιχεία για τη θεμελίωση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.

Δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος  η έκδοση εκ μέρους ΟΤΑ, ως εκμισθωτή, ταμειακής βεβαίωσης όπου καταλογίζονται μισθώματα εις βάρος μισθώτριας, επειδή μεταξύ τους εκκρεμεί δίκη, ανοιγείσα με την άσκηση αγωγής της τελευταίας, με την οποία ζητεί τη μείωση του ύψους του μηνιαίου μισθώματος.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    466  /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 1856/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση των διατάξεών της με το ν.4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές – ανακοπές, οι οποίες ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), προς πάσης επιδόσεως, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα, στις 14-6-2017 (όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση στο σώμα αντιγράφου αυτής, της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……….) και η έφεση είχε ήδη ασκηθεί την 1η-6-2018, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης.

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Εξάλλου, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο, όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Με τις διατάξεις του άρθρου 73 παρ.1 και 2 ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) προβλέπεται η άσκηση δύο ειδών ανακοπών κατά της διοικητικής εκτέλεσης, και δη της ανακοπής, που ασκείται πριν από την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης και στρέφεται είτε κατά του νομίμου τίτλου, είτε κατά της ταμειακής βεβαίωσης, όχι όμως και κατά της ατομικής ειδοποίησης, γιατί αυτή έχει χαρακτήρα ανακοίνωσης, γνωστοποιώντας στον οφειλέτη την ύπαρξη χρέους του προς το δημόσιο, χωρίς να φέρει τα χαρακτηριστικά της εκτελεστής διοικητικής πράξης (Δ.Εφ.Αθ. 3927/1992 ΔΔίκη 1992,1358, Δ.Εφ.Αθ. 2424/1988 ΔΔίκη 1989,915) και της ανακοπής που ασκείται, κατά της αρξάμενης εκτέλεσης, για τους περιοριστικά αναφερόμενους στην παρ. 2 λόγους. ΄Οταν η υποκείμενη σχέση, από την οποία πηγάζει η απαίτηση του δημοσίου, θεμελιώνεται σε κανόνες δημοσίου δικαίου, αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση τα πολιτικά (ΑΕΔ 23/1999 ΕλλΔνη 1999, 1697, ΑΠ 10/1995 ΕλλΔνη 37,105, Εφ.Αθ. 1930/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ.Εφ.Αθ.4717/2000, ΕΔΚΑ 2001,698). Η διαφορά δε που προκύπτει ως προς την καταβολή μισθωμάτων είναι ιδιωτική και αρμοδιότητα για την εκδίκαση της ανακοπής του ως άνω άρθρου του ΚΕΔΕ έχουν τα πολιτικά δικαστήρια (ΣΤΕ 322/1995 ΔΦΝ 1996,750). Η ανακοπή αυτή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία έστω κι αν η απαίτηση η οποία συνιστά δημόσιο έσοδο, απορρέει από μισθωτική σχέση και ο προσδιορισμός της καθ΄ύλη αρμοδιότητας θα γίνει βάσει του ύψους του μηνιαίου μισθώματος της μίσθωσης από την οποία προήλθε η επίδικη οφειλή (Εφ.Αθ. 1288/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Βαθρακοκοίλη Ερμ. ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 585 παρ. 15).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 281 Α.Κ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.ΑΠ 17/1995, Ολ.ΑΠ. 62/1990, ΑΠ 1321/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (Ολ.ΑΠ 62/1990, ο.π, ΑΠ 1321/2014, ο.π, ΑΠ 321/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος οφειλέτη μπορεί να αποκρουσθεί, ως καταχρηστική, αφού άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ελέγχεται για κατάχρηση, αποτελεί και η επιδίωξη του δανειστή να ικανοποιήσει με αναγκαστική εκτέλεση την απαίτησή του κατά του οφειλέτη του (Ολ.ΑΠ 2/2019, Ολ.ΑΠ 16/2006, Ολ.ΑΠ 49/2005, Εφ.Αθ. 10143/2002, Εφ.Πατρ.(Μον) 162/2019, δημ. όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα – ήδη εκκαλούσα, εξέθετε στην με αριθμό κατάθεσης ……/15-7-2015 ανακοπή της, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ότι συνήψε εγγράφως στις 3-7-2009 με τον καθ΄ού Ο.Τ.Α ‘’Δήμο …. – ήδη εφεσίβλητο, σύμβαση μίσθωσης, σύμφωνα με την οποία μίσθωσε από τον τελευταίο ένα δημοτικό κατάστημα στην τελική προβλήτα …., που περιγράφεται στην ανακοπή, για να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα υγιειονομικού ενδιαφέροντος (εστιατόριο, καφετέρια), αντί του στην ανακοπή επίσης αναφερόμενου μισθώματος. Ζητούσε δε, για τους λόγους που ανέφερε στην ανακοπή της, να ακυρωθούν οι διαλαμβανόμενες σε αυτήν ταμειακές βεβαιώσεις που έχει εκδώσει ο καθ΄ού εις βάρος της, για οφειλόμενα μισθώματα πλέον προσαυξήσεων, συνολικού ποσού 1.054.669,50 ευρώ, καθώς και η υπ΄ αρ. πρωτ. ………/24-6-2015 ατομική ειδοποίηση της ταμειακής υπηρεσίας του.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 1856/2017), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε παραδεκτή την ανακοπή, η εκδίκαση της οποίας ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, καθώς η ένδικη διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, όπως αναφέρθηκε και στη μείζονα σκέψη, πλην του αιτήματός της περί ακύρωσης της υπ΄αρ. πρωτ. ./../24-6-2015 ατομικής ειδοποίησης, ως προς  το οποίο, ορθά την απέρριψε ως απαράδεκτη, διότι η ατομική ειδοποίηση αποτελεί πράξη απλής ανακοίνωσης της διοίκησης προς τον διοικούμενο και δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, κατά τα επίσης προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ακολούθως την απέρριψε ως αβάσιμη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη).

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται  η ανακόπτουσα – εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της  για  τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνιση της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή της.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

            Η ανακόπτουσα – ήδη εκκαλούσα, μίσθωσε από τον καθ΄ού η ανακοπή Δήμο …, δυνάµει της από 3-7-2009 έγγραφης σύµβασης µίσθωσης, που συνήφθη στο … Αττικής, κατόπιν πλειοδοτικού διαγωνισµού, το αναφερόµενο σε αυτήν (σύµβαση) και στην ανακοπή µίσθιο κατάστηµα (……), εμβαδού 500 τ.μ περίπου, το οποίο βρίσκεται στο χώρο της τελικής προβλήτας στο …. και αποτελείται από µία ενιαία αίθουσα και υπαίθριους χώρους (οι οποίοι βρίσκονται, κατά το µισθωτήριο, εκατέρωθεν µπροστά και πίσω από την αίθουσα και απέναντι στο χώρο που έχει διαµόρφωση πεζοδροµίου), προκειµένου να το χρησιµοποιήσει ως κατάστημα υγιειονομικού ενδιαφέροντος (εστιατόριο – καφετέρια). Το µηνιαίο µίσθωµα για το εν λόγω μίσθιο συμφωνήθηκε στο ποσό των 20.100 ευρώ, αναπροσαρµοζόμενο 5% ετησίως και η διάρκεια της μίσθωσης τριετής. Η ανακόπτουσα – μισθώτρια, στην πραγματικότητα, παρέλαβε το µίσθιο τον Απρίλιο του έτους 2010, δηλαδή 9 µήνες µετά την υπογραφή της μισθωτικής σύμβασης, διότι ο προηγούμενος µισθωτής αυτού αρνείτο να αποδώσει τη χρήση του, ενώ μετά την αποχώρησή του, (η ανακόπτουσα) διαπίστωσε ότι το μίσθιο είχε υποστεί εκτεταμένες φθορές και ήταν σε κακή κατάσταση. Επιδιόρθωσε δε, με δικές της δαπάνες, μέρος του μισθίου, το οποίο ουσιαστικά άρχισε να λειτουργεί κανονικά το καλοκαίρι του έτους 2010. Περαιτέρω κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της  31ης-12-2011, έλαβε χώρα έκρηξη στο µίσθιο, από άγνωστους μέχρι σήμερα δράστες, µε αποτέλεσµα να προκληθούν σ’ αυτό εκτεταµένες υλικές ζηµιές, τις οποίες αποκατέστησε η μισθώτρια µε δικές της, επίσης, δαπάνες. Μετά την αποκατάσταση των εν λόγω ζηµιών, εξακολούθησε η λειτουργία του καταστήματος, που συνεχίστηκε και µετά τη λήξη της συµφωνηθείσας διάρκειας της µίσθωσης, η οποία παρατάθηκε σιωπηρά, καθιστάµενη έτσι αόριστης διάρκειας, µέχρι τον lούλιο του έτους 2013, οπότε η ανακόπτουσα – μισθώτρια, µε το υπ’ αρ. πρωτ. …………/17-7-2013 έγγραφό της προς τον καθ’ ου η ανακοπή – εκμισθωτή, προέβη σε καταγγελία της µίσθωσης, η ίδια δε παρέδωσε στον τελευταίο, τα κλειδιά του µισθίου, στις 7-11-2013. Στη συνέχεια, ο καθ’ού εξέδωσε, εις βάρος της ανακόπτουσας, τις προσβαλλόµενες ταµειακές βεβαιώσεις, συνολικού ποσού 1.054.669,50 ευρώ, για οφειλόµενα µισθώµατα των µισθωτικών µηνών Αυγούστου 2010 έως και Δεκεµβρίου 2010, Απριλίου 2011 έως και Οκτωβρίου 2013 και αναλογία µισθώµατος µηνός Νοεµβρίου 2013 (έως 7-11-2013), πλέον τελών χαρτοσήµου και νόμιµων προσαυξήσεων.

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της, τον οποίο επαναφέρει με την ένδικη έφεσή της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι οι επίμαχες ταμειακές βεβαιώσεις πρέπει να ακυρωθούν ως αόριστες, διότι σε αυτές γίνεται απλή μόνο αναφορά του οφειλόμενου ποσού με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αμφιβολίες για τον ορθό υπολογισμό και το ακριβές ύψος της απαίτησης, δεδομένου, μάλιστα, ότι υφίσταται μεταξύ αυτής και του αντιδίκου της εκκρεμοδικία, (όπως ειδικότερα θα αναφερθεί παρακάτω), καθώς δεν υπάρχουν στις εν λόγω πράξεις επαρκή στοιχεία ώστε να καταστεί εφικτός ο έλεγχος της ορθότητας των επιμέρους ποσών, το είδος και η αιτία τους. Ο λόγος αυτός, όμως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι στις ανακοπτόμενες πράξεις (ταμειακές βεβαιώσεις), αναγράφεται η αιτία και το είδος της οφειλής (μισθώματα), η ηµεροµηνία της βεβαίωσης, σε κάθε μία επιμερους εγγραφή, ο µήνας και το έτος που αφορά κάθε µίσθωµα, το ποσό αυτού, οι προσαυξήσεις και το συνολικό ποσό, όπως απαιτείται (ΑΠ 2284/2009, Εφ.Αθ.392/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όπου, δε, δεν βεβαιώνεται µίσθωµα, αναφέρεται, όπως σημειώνεται και στην εκκαλουμένη, ότι η καταγραφή αφορά χαρτόσηµο κατά ποσό, προσαυξήσεις και σύνολο, όπως και οι αποφάσεις µε τις οποίες διαµορφώθηκε κάθε µίσθωµα στο αναγραφόµενο ποσό, µε αποτέλεσµα η περιγραφή της οφειλής να είναι πλήρως ορισμένη. Το γεγονός ότι εκκρεμεί μεταξύ των διαδίκων δίκη, κατόπιν αγωγής της ανακόπτουσας με την οποία ζητεί την αναπροσαρμογή (μείωση) του μισθώματος και επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, δεν καθιστά τις επίδικες ταμειακές βεβαιώσεις αόριστες, καθώς η ουσιαστική αµφισβήτηση της ορθότητας του ύψους κάθε καταχώρησης, δε επιδρά στην αοριστία αυτής.

Εξάλλου, η ανακόπτουσα παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή της, ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, ως νομικά αβάσιμος, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής της, με τον οποίο ζητούσε να ακυρωθούν οι εν λόγω ταμειακές βεβαιώσεις, διότι δεν τηρήθηκε, πριν την έκδοση αυτών, η προβλεπόμενη από το άρθρο 20 του Συντάγματος, αρχή της  ακρόασής της, ως διοικούμενης, που προβλέπεται και από την παρ.1 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν.2690/1999). Ο παραπάνω λόγος της έφεσης, πρέπει, επίσης, να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, σε περιπτώσεις δυσµενών διοικητικών πράξεων, οι οποίες εκδίδονται βάσει αντικειµενικών προϋποθέσεων, μόλις αυτές διαπιστωθούν από τη διοίκηση, και ανεξαρτήτως υπαιτιότητας ή μη του διοικούμενου, όπως εν προκειμένω, που επρόκειτο για βεβαίωση οφειλόμενων μισθωμάτων, δεν είναι αναγκαία η, προβλεπόμενη από τα προαναφερθέντα άρθρα του Σ. και του Κ.Δ.Δ, προηγούμενη ακρόαση του τελευταίου (ΣΤΕ 1505/2010, 162/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε δε περίπτωση, για το λυσιτελές της προβολής λόγου ακύρωσης περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγουμένης ακρόασης, απαιτείται και παράλληλη αναφορά των ισχυρισμών που ο αιτών θα πρόβαλλε, αν είχε κληθεί, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην ένδικη περίπτωση, καθώς η ανακόπτουσα – εκκαλούσα δεν αναφέρει τους ισχυρισμούς που θα επικαλείτο αν είχε κληθεί σε ακρόαση από τον καθ΄ού η ανακοπή – εφεσίβλητο Δήμο, πριν την έκδοση των επίμαχων ταμειακών βεβαιώσεων (Ολ.ΣΤΕ 4447/2012, ΣΤΕ 1159/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της ανακοπής της, τον οποίο, επίσης παραπονείται με την ένδικη έφεσή της, ότι εσφαλμένα απέρριψε η εκκαλουμένη εκτιμώντας μη ορθώς τις αποδείξεις, η ανακόπτουσα υποστήριζε ότι ο καθ’ ού η ανακοπή προέβη στην έκδοση των εν λόγω ταμειακών βεβαιώσεων, ασκώντας καταχρηστικά το δικαίωμά του.      Όμως, κι αυτός ο λόγος της ανακοπής και συνακόλουθα και της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από τα αναφερόμενα από την ανακόπτουσα περιστατικά δεν στοιχειοθετείται καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους του καθ΄ού και συγκεκριμένα δεν προέκυψε ότι ο τελευταίος αδράνησε για μεγάλο χρονικό διάστημα να προβεί στην έκδοση των εν λόγω ταμειακών βεβαιώσεων για την ικανοποίηση της απαίτησής του σχετικά με τα οφειλόμενα σε αυτόν από την ανακόπτουσα μισθώματα, πολύ δε περισσότερο ότι της δημιούργησε με τη συμπεριφορά του την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό, όπως απαιτείται για τη θεμελίωση καταχρηστικής άσκησης, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Η ύπαρξη δε βλάβης της ανακόπτουσας, την οποία επικαλείται, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της καταχρηστικότητας της συμπεριφοράς εκ μέρους του δανειστή – καθ΄ού, αν δεν συντρέχουν τα λοιπά  στοιχεία.

Ειδικότερα, κατά τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας, ο καθ΄ού καταχρηστικά προέβη στην έκδοση των προσβαλλόμενων ταμειακών βεβαιώσεων διότι.  Α) Ενώ εκκρεµούσαν (και συνεχίζουν να εκκρεμούν), ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της υπ΄αρ. 4656/2013 απόφασης του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί της με αρ. κατάθεσης …../4-6-2013, αγωγής της ανακόπτουσας – μισθώτριας και με την οποία αναπροσαρµόστηκε το µηνιαίο µίσθωµα του μισθίου, από το ποσό των 20.100 ευρώ στο ποσό των 5.000 ευρώ, αρχής γενομένης από την επίδοση της αγωγής, ήτοι τον Ιούνιο του έτους 2013, παραταύτα, το καθ΄ού καταλόγισε στις αντίστοιχες εγγραφές, το µίσθωµα των µηνών lουνίου έως και Νοεµβρίου 2013 στο ποσό που ίσχυε πριν την αναπροσαρµογή του. Η επιδίωξη, όμως, εκ μέρους του καθ΄ού – εκμισθωτή, της είσπραξης της απαίτησής του έναντι της μισθώτριας, 37 οφειλόμενων μισθωμάτων, ήτοι από τον Αύγουστο του 2010 έως τον Νοέμβριο του 2013, που του παραδόθηκαν τα κλειδιά του μισθίου, όπως το ύψος κάθε ένα από αυτά αναφέρεται στις αντίστοιχες επίδικες ταμειακές βεβαιώσεις, δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, δεδομένου ότι εναντίον της ως άνω οριστικής απόφασης με την οποία διατάχθηκε η μείωση του αρχικά συμφωνηθέντος μισθώματος και η οποία δεν είχε κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, είχαν ασκηθεί εφέσεις, μέχρι την έκδοση δε τελεσίδικης απόφασης, η ανακόπτουσα υποχρεούτο στην καταβολή του αρχικού μισθώματος. Άλλωστε, με την απόφαση αυτή, μειώνεται το μίσθωμα από τον Ιούνιο του 2013 και μετά, δηλ. ακόμη κι αν είχε κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, θα επηρέαζε τους 6 μόνο από τους 37 οφειλόμενους μήνες. Δεν αποδείχθηκε δε από κάποιο στοιχείο ότι το καθ΄ού δημιούργησε στην αντίδικό του, με τις ενέργειές του, την εύλογη εντύπωση ότι δεν επρόκειτο να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησής του, πριν την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί των εν λόγω εφέσεων. Β) Ο καθ΄ού Δήμος εξέδωσε τις επίμαχες βεβαιώσεις, παρά το γεγονός ότι (η ανακόπτουσα), ουσιαστικά παρέλαβε το μίσθιο, αρκετούς μήνες μετά την έναρξη της μίσθωσης, χωρίς να τη βαρύνει υπαιτιότητα, επειδή ο προηγούμενος μισθωτής αρνείτο να αποχωρήσει από αυτό. Όταν, δε, το παρέλαβε, το μίσθιο είχε σημαντικές κι εκτεταμένες φθορές, τις οποίες επισκεύασε με δικές της δαπάνες, προκειμένου να λειτουργήσει η επιχείρησή της. Επιπροσθέτως, στις 31-12-2011, το μίσθιο κατάστημα, υπέστη μεγάλες ζημιές από έκρηξη που σημειώθηκε από άγνωστους δράστες, όπως προεκτέθηκε, που επίσης η ίδια αποκατέστησε, χωρίς συμμετοχή του καθ΄ού, ο οποίος της παρείχε μόνο την άδεια για την αποκατάστασή τους. Εντούτοις, ούτε οι αιτιάσεις αυτές της εκκαλούσας – ανακόπτουσας μπορούν να θεμελιώσουν καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους του καθ΄ού, αφού ο τελευταίος, αποδεχόμενος ότι πράγματι η μισθώτρια εισήλθε, χωρίς υπαιτιότητά της, στο μίσθιο, 9 περίπου μήνες μετά την υπογραφή της μισθωτικής σύμβασης, με τις υπ’ αρ. 193/16-09-2010 και 230/6-10-2010 αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου του, έκανε ολικά δεκτή σχετική αίτησή της να απαλλαγεί αυτή από την καταβολή του μισθώματος για τους μήνες Μάιο έως και Ιούλιο 2010. Εκτός αυτού, ο καθ’ού, σύμφωνα με τους όρους της επίμαχης σύμβασης μίσθωσης δεν είχε ευθύνη για την αποκατάσταση των ζημιών, που προκλήθηκαν και μάλιστα χωρίς υπαιτιότητά του στο μίσθιο, και ειδικότερα κατά την ως άνω έκρηξη, καθώς στο άρθρο 6 της μίσθωσης ορίζεται ότι: «ο Δήμος δεν έχει καμία υποχρέωση για πρόσθετες εργασίες βελτίωσης, διαρρύθμισης, καλλωπισμού κ.λ.π. του καταστήματος. Εξάλλου, οποιαδήποτε βλάβη στο κατάστημα θα αποκαθιστά η μισθώτρια με δικά της έξοδα». Περαιτέρω, η ανακόπτουσα, παρά τα όσα αναφέρει κι ενώ είχε προβλήματα και με τον Ο.Λ.Π, με ευθύνη του καθ΄ού, όπως ισχυρίζεται, παρέμεινε στο μίσθιο και μετά τη συμβατική λήξη της μίσθωσης, η οποία συνέχισε να ισχύει ως αορίστου χρόνου, κατά τα προεκτεθέντα, χωρίς να καταβάλλει κανένα ποσό έναντι του συμφωνηθέντος μισθώματος, ούτε καν το μέρος αυτού, που η ίδια θεωρούσε εύλογο. Γ) Της καταλογίστηκαν, με τις προσβαλλόμενες ταμειακές βεβαιώσεις, μισθώματα για τους μήνες Ιούλιο έως και Νοέμβριο 2013, αν και, με το προαναφερθέν από 17-7-2013 έγγραφό της, είχε προβεί στην καταγγελία της σύμβασης και καλούσε τον καθ΄ού να παραλάβει το μίσθιο, ο οποίος, δεν προσέρχονταν να παραλάβει τα κλειδιά αυτού, τα οποία τελικά του παρέδωσε η ίδια, στις 7-11-2013. Σχετικά με τον ισχυρισμό αυτόν της ανακόπτουσας, όμως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε, ότι βαρύνει τον καθ΄ού υπαιτιότητα για τη μη παραλαβή των κλειδιών του μισθίου καταστήματος νωρίτερα. Αντίθετα, προέκυψε ότι, όταν η ανακόπτουσα του τα παρέδωσε προσηκόντως την ως άνω ημερομηνία (7-11-2013), αυτός τα παρέλαβε.    Δ) Τέλος, η ανακόπτουσα υποστηρίζει ότι, καταχρηστικά, ο καθ΄ού, παρακράτησε το καταβληθέν, από αυτήν (μισθώτρια), ως εγγύηση,  ποσό των 200.000 ευρώ, το οποίο δεν συμψήφισε, αφαιρώντας το από τα οφειλόμενα μισθώματα που της καταλογίζονται στις επίδικες ταμειακές βεβαιώσεις. Αλλά η ενέργεια αυτή (του καθ΄ού), επίσης, δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, οπότε κι αυτό το σκέλος του ως άνω λόγου της ανακοπής είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, καθώς, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 της εν λόγω σύμβασης μίσθωσης: Η μισθώτρια έχει την υποχρέωση πριν από την υπογραφή της μισθωτικής σύμβασης να καταβάλει στο ταμείο του Δήμου χρηματική εγγύηση για την ακριβή εκπλήρωση των όρων της σύμβασης (εγγύηση καλής εκτέλεσης).                 «… Συμφωνείται ρητά ότι η εγγύηση αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συμψηφιστεί με τα μισθώματα ή άλλες οφειλές της μισθώτριας προς τον εκμισθωτή», πράγμα άλλωστε που αποτελεί τη συνήθη συναλλακτική πρακτική στις μισθώσεις ακινήτων. Το γεγονός δε, που επίσης επικαλείται η εκκαλούσα, ότι ο καθ΄ού σε αγωγή που έχει ασκήσει κατά της τελευταίας αιτείται την καταβολή μικρότερου ποσού από το αναφερόμενο στις ανακοπτόμενες ταμειακές βεβαιώσεις, εκτός του ότι εκφεύγει του αντικειμένου αυτής της δίκης, δεν καθιστά, βέβαια, καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος του καθ΄ού να εκδώσει τις βεβαιώσεις αυτές.

Πέραν τούτων, οι αντιρρήσεις της ανακόπτουσας – εκκαλούσας ως προς το βεβαιωθέν στις επίμαχες ταμειακές βεβαιώσεις, ύψος της απαίτησης του καθ΄ού η ανακοπή εναντίον της, δεν επιφέρουν ακυρότητα συνολικά των πράξεων αυτών, που αποτελούν έγκυρο νόμιμο εκτελεστό τίτλο στον οποίο ερείδεται η εκτελεστική διαδικασία, ούτε καθιστούν την συμπεριφορά του καθ΄ού να επιδιώξει την απαίτησή του (όπως αυτή διαμορφώνεται, τουλάχιστον με τα μέχρι την έκδοσή τους στοιχεία), καταχρηστική, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη, ότι ο καθ΄ού χρειάζεται την καταβολή των οφειλόμενων ποσών, την είσπραξη των οποίων επιδιώκει με τις ως άνω ταμειακές βεβαιώσεις, για την εύρυθμη λειτουργία του, ενόψει των αυξημένων αναγκών του σε συνδυασμό με το περιορισμένο ύψος των πόρων αυτού, όπως και των περισσοτέρων ΟΤΑ, λόγω και της δημοσιονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα τα τελευταία χρόνια. Μπορεί δε η ανακόπτουσα, όπως σωστά επισημάνθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να προβάλλει τις ως άνω αντιρρήσεις ως προς το ύψος της απαίτησης, καθώς και τυχόν ποσά προς συμψηφισμό (στην περίπτωση – και στο βαθμό – που εκδοθεί ευνοϊκή για το πρόσωπό της τελεσίδικη απόφαση επί των προαναφερθεισών εφέσεων), στα πλαίσια της εκτελεστικής διαδικασίας και να αιτηθεί την ακύρωση αυτής ως προς το μέρος που αφορά τα αντίστοιχα ποσά (ΑΠ 675/2001, ΕλλΔνη 42,1574). Δεν συντρέχει δε λόγος, κατά την κρίση του δικαστηρίου, αναβολής της έκδοσης απόφασης επί της παρούσας δίκης, κατ΄ άρθρο 249 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της εκκαλούσας, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ως άνω δίκης, δεδομένου μάλιστα ότι, μια τέτοια αναβολή δεν θα επηρέαζε τη συνέχιση της εκτέλεσης των επίδικων ταμειακών βεβαιώσεων, καθώς σχετική αίτηση αναστολής που κατατέθηκε από την ανακόπτουσα, ενόψει της άσκησης της ένδικης ανακοπής, απορρίφθηκε με την υπ΄αρ. 1165/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ( διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων).

Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που  με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την ανακοπή, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση, ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του παραβόλου της έφεσης, που κατέθεσε η εκκαλούσα, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ. Η δε δικαστική δαπάνη και για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 1856/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά την έφεση .

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.

Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν, από την  εκκαλούσα, παράβολο της έφεσης.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.

 

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 8-8- 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

        Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 H  ΓPAMMATEAΣ