Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 468/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     468/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

           Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 24-9-2018 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./4-10-2018 έφεση του …….. κατά της με αριθ. 3914/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών  – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 παρ. 3 και 621 επ. του Κ.Πολ.Δ), επί της από 11-12-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../13-12-2017 αγωγής του ανωτέρω εκκαλούντος κατά της εταιρίας «………..», έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως η έφεση – για την οποία δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους του εκκαλούντος, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) – πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.              Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την προαναφερθείσα αγωγή του εξέθεσε ότι στον Πειραιά την 26-4-2016 κατήρτισε με εκπρόσωπο της εναγομένης πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία επαγγελματικού πλοίου αναψυχής «I» (με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., κ.ο.χ. 96,10) προσύμφωνο ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει του οποίου προλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του Κυβερνήτη Α’, αντί μηνιαίου μικτού μισθού 3.212,47 ευρώ και καθαρού μισθού 2.557,97 ευρώ, κατά τα λοιπά δε σύμφωνα με τους όρους της Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Επαγγελματικών Πλοίων Αναψυχής του Ν. 2743/99 του έτους 2011. Ότι εργάστηκε με την ανωτέρω ειδικότητα στο άνω πλοίο έως την 30-9-2016, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Μαρίνας της Ζέας λόγω κλεισίματος ναυτολογίου. Ότι την 25-4-2017 συνήψε ξανά προσύμφωνο ναυτικής εργασίας με εκπρόσωπο της εναγομένης, δυνάμει του οποίου προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο άνω πλοίο με την ειδικότητα του πλοιάρχου, με μηνιαίο μικτό μισθό 3.212,47 ευρώ και καθαρό μισθό 2.557,98 ευρώ, κατά τα λοιπά δε σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της προμνησθείσας Σ.Σ.Ε. Ότι την 8-11-2017 απολύθηκε στο λιμάνι της Μαρίνας Ζέας για τον ίδιο ως άνω λόγο, ήτοι λόγω κλεισίματος ναυτολογίου. Ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο άνω πλοίο δυνάμει των ανωτέρω συμβάσεων ναυτικής εργασίας πραγματοποιούσε υπερωριακή απασχόληση, εργαζόμενος καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, επί 18 ώρες ημερησίως, χωρίς να λαμβάνει τη νόμιμη προς τούτο αμοιβή και ότι, επίσης, του οφείλεται για το ίδιο χρονικό διάστημα, τροφοδοσία σε χρήμα και δη ποσό 15,00 ευρώ ημερησίως, καθώς δεν του παρείχετο τροφή στο πλοίο. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος κυρίως μεν τις διατάξεις από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, άλλως επικουρικά τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει α) για υπερωριακή αμοιβή το συνολικό ποσό των 34.763,08 ευρώ για το πρώτο διάστημα της ναυτολόγησής του και το ποσό των 43.087,72 ευρώ για το δεύτερο διάστημα της ναυτολόγησής του, β) για τροφοδοσία το συνολικό ποσό των 5.340,00 ευρώ και γ) για αποζημίωση λόγω  απόλυσής του την 30-9-2016 το ποσό των 4.579,27 ευρώ και δ) για αποζημίωση λόγω απόλυσής του την 8-11-2017 το ποσό των 4.543,20 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας άνω απόλυσής του (9-11-2017), άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη (πλην του κονδυλίου αποζημίωσης απόλυσης λόγω καταγγελίας της από 25-4-2017 σύμβασης εργασίας του ενάγοντος ως πλοιάρχου και της επικουρικής βάσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό που απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα) και έγινε δεκτή κατά ένα μέρος κατά την κύρια βάση της από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας ως βάσιμη και κατ’ ουσία και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ως αποζημίωση απόλυσης λόγω καταγγελίας της από 26-4-2016 σύμβασης εργασίας του ως Κυβερνήτη του άνω πλοίου το συνολικό ποσό των 1.606,20 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της άνω απόφασης παραπονείται με την κρινόμενη έφεση ο ενάγων, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αιτούμενος την εξαφάνισή της κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή του και την παραδοχή της τελευταίας ως και κατ’ ουσία βάσιμης στο σύνολό της. Ειδικότερα, με την άνω έφεσή του, που διαρθρώνεται σε τρεις (3) λόγους έφεσης, ο ενάγων παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του: α) δέχθηκε ως αποδεικτικό μέσο την κατάθεση εξαιρετέου μάρτυρα και δη το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης κατά το επίδικο διάστημα (1ος λόγος) και β) αξιολόγησε εσφαλμένα το αποδεικτικό υλικό και έτσι κατέληξε σε εσφαλμένες αποδεικτικές παραδοχές, μη δεχόμενο ύπαρξη συμφωνίας των διαδίκων να εφαρμοστεί στις μεταξύ τους σχέσεις η επικαλούμενη από τον ίδιο Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων επαγγελματικών πλοίων αναψυχής του Ν. 2473/1999 του έτους 2011, με αποτέλεσμα  εσφαλμένα ι) να απορρίψει ως αβάσιμα κατ’ ουσία τα κονδύλια υπερωριών και τροφοδοσίας (2ος λόγος) και ιι) να επιδικάσει μειωμένο το κονδύλι αποζημίωσης απόλυσης λόγω καταγγελίας της από 26-4-2016 σύμβασης εργασίας του ως Κυβερνήτη του πλοίου, καθώς για τον υπολογισμό του δεν προσέθεσε στο μηνιαίο μισθό του το μέσο όρο της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής του με βάση την άνω Σ.Σ.Ε. (3ος λόγος).           Κατά το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικά, σε σχέση με την έφεση, την εφαρμογή της δικονομικής αρχής της διαθέσεως, που θεμελιώνεται στο άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι το αίτημα της έφεσης καθορίζει τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος και οι λόγοι της προσδιορίζουν την έκταση του δευτεροβάθμιου ελέγχου, αφού με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται ολόκληρη στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο [Α.Π. 9/2005, Χρ.Ι.Δ. 2005, 715, Α.Π. 132/2004, Νο.Β. 2004, 1547, Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, αριθ. 201, σ. 480, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, 2007, παρ. 113, αριθ. 15, σ. 198, Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, αριθ. 1325, σ. 335, Ε. Ρίκος, Τα όρια της μεταβιβάσεως, σε Δνη 1985, 181 επομ, Αγ. Μπακόπουλος, Οι εξουσίες του εφετείου μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, σε Δνη 1989, 264 επομ, ο ίδιος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992, 1137 επομ. (1145), βλ. και Δ. Μπαμπινιώτη, Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης και αντικείμενο της έκκλητης δίκης, 2016, σ. 260]. Επομένως, αν υποβληθεί από τον εκκαλούντα γενικό αίτημα για εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης χωρίς αυτό να περιορίζεται σε ορισμένα κεφάλαια της τελευταίας, οι λόγοι, όμως, που το στηρίζουν αναφέρονται ειδικά σε σφάλματα συγκεκριμένων κεφαλαίων της, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτοί περιορίζουν αντίστοιχα και το εύρος του αιτήματος (Δ. Τσικρικάς, Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως στην πολιτική δίκη, 1996, σ. 115, σημ. 22), αφού το εφετείο κρίνει την ορθότητα ή μη της προσβληθείσας απόφασης στη βάση των εκτιθέμενων στην έφεση λόγων, δηλαδή ενόψει των σφαλμάτων και παραλείψεων που αποδίδονται στην πρωτόδικη απόφαση από τον εκκαλούντα, τα οποία συνιστούν και τη νομική βάση της έφεσης (Α.Π. 1344/2015, Εφ.Πειρ. 86/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα ανωτέρω, τα μη πληττόμενα με λόγους έφεσης κεφάλαια της εκκαλουμένης α) περί απόρριψης ως μη νόμιμου του κονδυλίου αποζημίωσης απόλυσης του ενάγοντος λόγω καταγγελίας της από 25-4-2017 σύμβασης εργασίας του ως πλοιάρχου και β) περί παραδοχής ως βάσιμου κατ’ ουσία για ποσό 1.606,20 ευρώ του κονδυλίου αποζημίωσης απόλυσης του ενάγοντος λόγω καταγγελίας της από 26-4-2016 σύμβασης εργασίας του ως Κυβερνήτη του πλοίου, δεν μεταβιβάστηκαν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και η κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επ’ αυτών έχει τελεσιδικήσει (Α.Π. 802/2005, Ε.Ε.Δ. 2006, 349, Εφ.Πειρ. 86/2017, Εφ.Πειρ. 444/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το ίδιο ισχύει και ως προς τη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, στην οποία επιχειρήθηκε να στηριχθούν επικουρικά οι συμβατικές αξιώσεις του εκκαλούντος, η επί της οποίας απορριπτική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ομοίως δεν προσβάλλεται.             Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 παρ. 2, 339, 409 παρ. παρ. 1 και 2, 410, 415 έως 420 Κ.Πολ.Δ. και 61, 65, 67 και 70 Α.Κ. συνάγεται ότι δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και δεν μπορεί γι’ αυτό να έχει (καταρχήν τουλάχιστον) την αντικειμενικότητα του τρίτου, ο διάδικος και, για την ταυτότητα του λόγου, ο αντιπρόσωπος ανικάνου φυσικού προσώπου, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου (τέτοιος δε στις ανώνυμες εταιρίες είναι ο διευθύνων σύμβουλος, άρθρα 18 και 22 ν. 2190/1920) ή το μέλος της διοίκησης αυτού. Τούτο συνάγεται κυρίως από το ως άνω άρθρο 415 Κ.Πολ.Δ, που προβλέπει ως αποδεικτικό μέσο την εξέταση των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων των εκ των διαδίκων νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησής τους, η εξέταση όμως αυτή δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά ίδιο (επώνυμο) αποδεικτικό μέσο, καθόσον υπό την αντίθετη εκδοχή θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως μάρτυρας και στην συνέχεια ως διάδικος ή ως εκπρόσωπος ή ως μέλος της διοίκησης διαδίκου νομικού προσώπου, λύση προδήλως άτοπη. Κατά συνέπεια, η ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου ή μέλους της διοίκησης αυτού είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (Α.Π. 397/2016, Α.Π. 1080/2015, Α.Π. 2194/2014, Α.Π. 715/2013), το αυτό δε ισχύει για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για την ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου κατ’ άρθ.671 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 715/2013). Σημειώνεται ότι η έννομη αυτή συνέπεια προϋποθέτει την ύπαρξη της ιδιότητας του διαδίκου φυσικού προσώπου ή του εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου κατά τον χρόνο της κατάθεσης ή ένορκης βεβαίωσης, που αποτελεί και τον κρίσιμο χρόνο για τον χαρακτηρισμό της ένορκης κατάθεσης ή μαρτυρίας ως ανυπόστατης (Α.Π.  908/2017, Α.Π. 715/2013). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 400 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, που όριζε ότι δεν εξετάζονται, αν κληθούν ως μάρτυρες, πρόσωπα που έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης [ως τέτοιο συμφέρον θεωρείται αυτό που εξαρτάται από την έκβασή της και αποτελεί αναγκαία συνέπεια αυτής (Α.Π. 908/2017, Α.Π. 992/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Στ. Πανταζόπουλο, Η εμμάρτυρη αποδεικτική διαδικασία, 1995, σελ. 81)] καταργήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Α.Π. 2118/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, στην κατηγορία των εξαιρετέων μαρτύρων δεν συγκαταλέγονται πλέον τα πρόσωπα που έχουν συμφέρον από τη δίκη και, συνεπώς, τα πρόσωπα αυτά εξετάζονται μεν ως μάρτυρες για την απόδειξη ή ανταπόδειξη αγωγής εκδικαζόμενης και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ωστόσο η κατάθεσή τους σταθμίζεται από το δικαστήριο της ουσίας ως προς την αξιοπιστία της (Εφ.Πειρ. 588/2018, αδημ, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, Κεφάλαιο ΙΖ, αρ. 32 – 33, σελ. 482).            Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για να εκδώσει την εκκαλούμενη απόφαση, έλαβε υπόψη του, παράλληλα με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης …………, παρότι αυτός υπήρξε νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης εταιρίας καθ’ όλη την επίδικη περίοδο της ναυτολόγησής του από 1-1-2016 έως 30-11-2017 και συνεπώς δεν είναι τρίτος και η ένορκη κατάθεσή του ως μάρτυρα αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, γεγονός για το οποίο ο ίδιος είχε προβάλει σχετική ένσταση πριν την όρκιση του άνω μάρτυρα (άρθρο 403 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), ζητώντας να μην εξεταστεί. Ο λόγος αυτός της έφεσης παραδεκτά προβάλλεται, πλην όμως είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, κατά τα εκτιθέμενα, δεν υπάρχει στην εκκαλουμένη παραδοχή ότι ο ανωτέρω, κατά τον κρίσιμο χρόνο της ένορκης κατάθεσής του (30-1-2018), ήταν (ακόμη) νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης, αλλά εμφανίζεται ότι αυτός ήταν παλαιότερα νόμιμος εκπρόσωπός της και δη από 1-1-2016 έως 30-11-2017. Σε κάθε περίπτωση, μετά την κατάργηση από 1-1-2016, με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 ν. 4335/2015, της περίπτωσης εξαιρετέων μαρτύρων του άρθρου 400 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, κατά το χρόνο εξέτασης του άνω μάρτυρα και εκδίκασης της αγωγής δεν ήταν σύννομος ο αποκλεισμός μάρτυρα που εξαρτά συμφέρον από την έκβαση της δίκης, το δε Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να σταθμίσει τις καταθέσεις των μαρτύρων ανάλογα με τη γνώση εκάστου και τις λοιπές περιστάσεις και να τις αξιολογήσει, ρητά ή σιωπηρά, ως προς την αξιοπιστία τους (Εφ.Πειρ. 588/2018, ό.α.).  Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ένσταση του ενάγοντος για εξαίρεση του άνω μάρτυρα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο περί του αντιθέτου λόγος (1ος) της έφεσης του ενάγοντος είναι αβάσιμος και απορριπτέος.            Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων …….. (απόδειξης) και ……. (ανταπόδειξης) που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια [συμπεριλαμβανομένων α) των υπ’ αριθ. ……./24-1-2018 ενόρκων βεβαιώσεων που συντάχθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, με την επιμέλεια του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 εδάφ. τελευτ. του Κ.Πολ.Δ, κλήτευσης της αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθ. ……./17-1-2018  έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………), β) της υπ’ αριθ. …./2-2-2018 ένορκης βεβαίωσης, που συντάχθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, με την επιμέλεια του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 εδάφ. β’ του Κ.Πολ.Δ, κλήτευσης της αντιδίκου του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της αγωγής (βλ. σχετική δήλωση – κλήτευση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενάγοντος στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) και γ) των υπ’ αριθ. ……./11-1-2018 ενόρκων βεβαιώσεων, που συντάχθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……., με την επιμέλεια της εναγομένης – εφεσίβλητης, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 εδάφ. τελευτ. του Κ.Πολ.Δ, κλήτευσης του  αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. ……./8-1-2018  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………)], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων …… κατήρτισε, στον Πειραιά, την 26-4-2016, με εκπρόσωπο της εναγομένης εταιρίας «………», πλοιοκτήτριας του, με ελληνική σημαία, επαγγελματικού πλοίου αναψυχής «I», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., κ.ο.χ. 96,10, προσύμφωνο ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει του οποίου προλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο άνω πλοίο με την ειδικότητα του Κυβερνήτη Α’, αντί «κλειστού» μηνιαίου μικτού μισθού 3.212,47 ευρώ / καθαρού μισθού 2.557,97 ευρώ. Με την ειδικότητα αυτή εργάσθηκε στο ως άνω πλοίο έως την 30-9-2016, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει στο λιμάνι της Μαρίνας της Ζέας λόγω κλεισίματος ναυτολογίου. Την 25-4-2017 κατήρτισε στον Πειραιά νέο προσύμφωνο ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου με εκπρόσωπο της εναγομένης, δυνάμει του οποίου προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο άνω πλοίο, με την ειδικότητα του πλοιάρχου, αντί «κλειστού» μηνιαίου μικτού μισθού 3.212,47 ευρώ / καθαρού μισθού 2.557,97 ευρώ. Με την ως άνω ειδικότητα εργάσθηκε στο άνω πλοίο έως την 8-11-2017, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει στο λιμάνι της Μαρίνας Ζέας λόγω κλεισίματος ναυτολογίου. Ο ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή του ότι είχε συμφωνήσει με την εναγόμενη να εφαρμόζονται στις επίδικες συμβάσεις εργασίας του, που καταρτίστηκαν την 26-4-2016 και την 25-4-2017, οι όροι και οι συμφωνίες της Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Επαγγελματικών Πλοίων Αναψυχής του Ν. 2743/1999 του έτους 2011 [η οποία είχε ισχύ από 1-1-2009 έως 31-12-2011 (άρθρο 30 αυτής, δημοσιευμένης στο Φ.Ε.Κ. Β’/1880/25-8-2011) και μετενήργησε επί 6μηνο (άρθρο 9 παρ. 4 Ν. 1876/1990), χωρίς ακολούθως να υπογραφεί και να κυρωθεί άλλη αντίστοιχη Σ.Σ.Ν.Ε.], πλην όμως τέτοια ειδική συμφωνία των διαδίκων δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο εξ αυτών που εισφέρθηκαν στη δίκη κυρίως από τον ενάγοντα, ο οποίος φέρει το δικονομικό βάρος απόδειξης της ιστορικής βάσης της αγωγής του. Στην κρίση αυτή άγεται το Δικαστήριο εκ του ότι α) ο μάρτυρας του ενάγοντος ……… – ο οποίος συνυπηρέτησε με αυτόν ως Α’ Μηχανικός κατά τις επίδικες τουριστικές περιόδους στο άνω πλοίο από το οποίο αποναυτολογήθηκε στις 26-7-2017 –  δεν ανέφερε ότι γνώριζε για συμφωνία εφαρμογής της άνω προϊσχύουσας Σ.Σ.Ε. στη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, ενώ δεν επικαλέστηκε και συμφωνία εφαρμογής της στην ατομική σύμβαση εργασίας του, β) οι ενόρκως βεβαιώσαντες μάρτυρες του ενάγοντος ……….. επίσης δεν ανέφεραν ότι γνώριζαν για συμφωνία εφαρμογής της προϊσχύουσας άνω Σ.Σ.Ε. στη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, ενώ δεν επικαλέστηκαν και συμφωνία εφαρμογής της στην  ατομική σύμβαση εργασίας τους, γ) σε κανένα έγγραφο που αφορά τις επίδικες ναυτολογήσεις του ενάγοντος κατά τα έτη 2016 και 2017 δεν γίνεται αναφορά σε εφαρμογή της άνω Σ.Σ.Ε, δ) κανείς ναυτικός ναυτολογημένος στο άνω πλοίο της εναγομένης κατά τις επίδικες τουριστικές περιόδους δεν προέκυψε ότι επικαλέστηκε την άνω Σ.Σ.Ε. ή οποιαδήποτε άλλη Σ.Σ.Ε. για να προβάλλει απαιτήσεις εναντίον της εναγομένης για το ύψος του μισθού του ή για τυχόν πρόσθετες αμοιβές που δικαιούταν κατ’ εφαρμογή της και ε) κανένα παράπονο δεν υπέβαλε ο ενάγων στην εναγομένη για τέτοιες απαιτήσεις του κατ’ εφαρμογήν της άνω Σ.Σ.Ε. ή οποιασδήποτε άλλης Σ.Σ.Ε. κατά τη διάρκεια των επίδικων ναυτολογήσεών του στο άνω πλοίο, καθώς και κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ναυτολογήσεών του σ’ αυτό κατά τις τουριστικές περιόδους 2012, 2013, 2014 και 2015, κατά τις οποίες κατήρτιζε κάθε φορά με την εναγόμενη νέα σύμβαση ναυτολόγησης, με νέους όρους και προϋποθέσεις και εισέπραττε αδιαμαρτύρητα το συμφωνηθέντα «κλειστό» μισθό του. Σε άλλη κρίση δεν μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο η μνεία στην από Σεπτεμβρίου 2014 απόδειξη πληρωμής του ενάγοντος των αρχικών «Σ.Σ.Ε.», αλλ’ αντίθετα, έμμεσα επαληθεύει την προεκτεθείσα εκτίμηση, αφού η άνω απόδειξη, η οποία αφορά προγενέστερο διάστημα ναυτολόγησής του, δεν αποτελεί σύμβαση ναυτολόγησης. Επιπλέον, σε κανένα έγγραφο που αφορά τις επίδικες ναυτολογήσεις του ενάγοντος κατά τις τουριστικές περιόδους 2016 και 2017 δεν αναφέρεται η εφαρμογή της επικαλούμενης απ’ αυτόν άνω Σ.Σ.Ε. του έτους 2011 για πληρώματα που εργάζονται σε ελληνικά τουριστικά σκάφη του Ν. 2743/1999 ή οιασδήποτε άλλης Σ.Σ.Ε, ενώ δεν υπήρξε ειδική πρόβλεψη και παραπομπή με τις επίδικες ατομικές συμβάσεις εργασίας του στην επικαλούμενη απ’ αυτόν άνω Σ.Σ.Ε. Επομένως, ο ενάγων δεν δικαιούται διαφορές για υπερωριακή αμοιβή και τροφοδοσία βάσει των προβλέψεων της επικαλούμενης άνω Σ.Σ.Ε. ή άλλης ισχύουσας και οι σχετικές αξιώσεις του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ’ ουσία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση με παρόμοια αιτιολογία, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφήρμοσε και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του ενάγοντος με το δεύτερο λόγο της έφεσής του είναι αβάσιμες και απορριπτέες.            Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κ.Ι.Ν.Δ, ο πλοιοκτήτης μπορεί κατά πάντα χρόνο να καταγγείλει τη σύμβαση ναυτολόγησης του πλοιάρχου χωρίς να υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας ή να πληρώσει αποζημίωση, εκτός εάν αναφορικά με την αποζημίωση υπάρχει αντίθετη συμφωνία. Σύμφωνα δε με το άρθρο 52 του ίδιους Κώδικα, οι διατάξεις περί πληρώματος εφαρμόζονται αναλόγως και στον πλοίαρχο, εφόσον προσαρμόζονται στη φύση του λειτουργήματός του. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία διαλαμβανόμενη στην ατομική σύμβαση ή αντίθετη διάταξη Σ.Σ.Ν.Ε, η λύση της πλοιαρχικής σχέσεως, σε οποιονδήποτε λόγο και αν οφείλεται, δε συναρτάται προς την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης. Διαφορετική βέβαια είναι η περίπτωση καταχρηστικής από τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή καταγγελίας της συμβάσεως, οπότε ο πλοίαρχος δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία τυχόν υπέστη από την αιτία αυτή (Εφ.Πειρ. 857/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 1270/1997 Ν.μ.λ.γ. Εφ.Πειρ. II, 672, Εφ.Πειρ. 304/1984, Ε.Ν.Δ. 12, 432, Εφ.Πειρ. 334/1982. Ε.Ν.Δ. 10, 456, Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1977, σ. 47). Στην κρινόμενη υπόθεση ο εκκαλών με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής του παραπονείται για την επιδίκαση σ’ αυτόν με την εκκαλουμένη απόφαση, για την απόλυσή του στις 30-9-2016 στη μαρίνα Ζέας λόγω κλεισίματος ναυτολογίου, αποζημίωσης απόλυσης μόλις 1.606,20 ευρώ, αντί του ποσού των 4.579,27 ευρώ που αιτείτο με την αγωγή του. Το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο διότι, σύμφωνα με όσα σημειώθηκαν στην πιο πάνω νομική σκέψη, ο ενάγων, ως Κυβερνήτης Α’ του άνω Ε/Γ-Τ/Ρ πλοίου αναψυχής, δεν δικαιούται αποζημίωση απόλυσης για την παραπάνω αιτία βάσει των διατάξεων του Κ.Ι.Ν.Δ, καθώς δεν επικαλείται ειδική σχετική συμφωνία του με την εναγόμενη, ούτε αντίθετη διάταξη ισχύουσας Σ.Σ.Ε. που να του παρέχει τέτοιο δικαίωμα, ούτε περίπτωση καταχρηστικότητας της καταγγελίας από την εναγόμενη της από 26-4-2016 σύμβασης ναυτολόγησής του και τα αντίθετα υποστηριζόμενα απ’ αυτόν με τον τρίτο λόγο της έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ενόψει όμως του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την άνω αξίωσή του ως βάσιμη κατ’ ουσία για ποσό 1.606,20 ευρώ, καθώς και του ότι κατά το μέρος της αυτό η εκκαλούμενη δεν βάλλεται με λόγο έφεσης – η σχετική  διάταξή της έχει τελεσιδικήσει και δεν δύναται να θιγεί με την παρούσα απόφαση. Κατ’ ακολουθία τούτου η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ως αποζημίωση για την απόλυσή του στις 30-9-2016 το ποσό των 1.606,20 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα για την παραπάνω αιτία το ανωτέρω ποσό, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφήρμοσε, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα με τον τρίτο λόγο της έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ακολούθως, εφόσον απορρίφθηκαν οι άνω λόγοι έφεσης του ενάγοντος και δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της.            Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 730 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. «αν απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση κατ’ ουσία η αγωγή για την κύρια υπόθεση, το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση ή το δικαστήριο που διέταξε την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης, διατάζει, ύστερα από αίτηση, την απόδοση όσων έχουν καταβληθεί». Απόρριψη της αγωγής κατ’ ουσία, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, είναι και η απόρριψη αυτής ως νόμω αβάσιμης. Επίσης, η απόρριψη αυτής λόγω μη αναφοράς των πραγματικών γεγονότων που συνιστούν τις προϋποθέσεις του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, γίνεται κατ’ ουσία, ως νομικά αβάσιμης και υπάγεται στη ρύθμιση του παραπάνω άρθρου (Α.Π. 237/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η αξίωση αποδόσεως είναι αντίστοιχη προς τη ρύθμιση του άρθρου 914 Κ.Πολ.Δ. και δεν ταυτίζεται με την αξίωση των άρθρων 904 – 913 Α.Κ, αφού υφίσταται ακόμη και εάν δεν σώζεται ο πλουτισμός (Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, έκδ. 1983, υπ’ άρθρο 914, παρ. 66α, σ.σ. 181, 182, Απαλαγάκη, Επαναφορά και αποζημίωση, έκδ. 1994, σ. 200). Για την επιδίκαση της αξίωσης αυτής αρκεί η υποβολή απλού αιτήματος και δεν απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου. Το αίτημα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση μπορεί να υποβληθεί με το δικόγραφο της έφεσης ή με τις προτάσεις (Απαλαγάκη, ό.α, σ. 199). Η εκδίκαση της αίτησης από το δικαστήριο της προσωρινής επιδίκασης γίνεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 702 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), που καταλαμβάνει και τη σχετική διαφορά ως διαφορά επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και όταν το αίτημα εκδικάζεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 730, αριθ. 5, σ. 1492). Στην προκειμένη περίπτωση, με τις προτάσεις της ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου τούτου που δικάζει κατ’ ουσία την κύρια υπόθεση, η εναγόμενη υπέβαλε αίτημα να υποχρεωθεί ο ενάγων, σε περίπτωση που απορριφθεί η έφεσή του και ταυτόχρονα και η αγωγή του εναντίον της, να της αποδώσει το συνολικό ποσό των 4.865,68 ευρώ – το οποίο του κατέβαλε στις 5-4-2018, σε συμμόρφωση με τη με αριθ. 275/2018 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (που του το επιδίκασε προσωρινά, ως το ήμισυ της υπερωριακής αμοιβής που πιθανολογήθηκε ότι δικαιούται για τις επίδικες χρονικές περιόδους ναυτολόγησής του), άλλως τη διαφορά μεταξύ τυχόν επιδικασθησομένου ποσού με απόφαση του δικαστηρίου τούτου και του άνω ήδη καταβληθέντος απ’ αυτήν. Το άνω αίτημα υποβάλλεται παραδεκτά και είναι νόμιμο, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προεκτέθηκε. Κατόπιν δε της ανωτέρω τελεσίδικης κρίσης επί της ουσίας της αγωγής, το άνω ποσό των 4.856,68 ευρώ που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστό με την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εναγόμενη άνω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και καταβλήθηκε απ’ αυτήν στον ενάγοντα την 5-4-2018 προς αποφυγήν αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. τη με ίδια ημερομηνία απόδειξη είσπραξης της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενάγοντος) υπερβαίνει κατά 3.259,48 ευρώ το ποσό των 1.606,20 ευρώ που υποχρεώθηκε τελεσίδικα να του καταβάλει η εναγόμενη με την παρούσα απόφαση. Επομένως, το άνω αίτημα της εναγομένης πρέπει να γίνει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσία κατά το επικουρικό σκέλος του και να υποχρεωθεί ο ενάγων να της αποδώσει το ανωτέρω υπόλοιπο. Τέλος πρέπει να καταδικαστεί ο ενάγων, ως ηττηθείς διάδικος, στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει  αντιμωλία των διαδίκων την από 24-9-2018 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./4-10-2018 έφεση κατά της με αριθ. 3914/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών).

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει αυτή κατʼ ουσία.

Υποχρεώνει τον ενάγοντα να καταβάλει στην εναγόμενη το ποσό των τριών χιλιάδων, διακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (3.259,48).

Καταδικάζει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Αυγούστου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ