Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 442/2019

 Αντίθετες εφέσεις κατ’ αποφάσεως που επιδίκασε σε βάρος του πλοιοκτήτη και του κυβερνήτη αλιευτικού σκάφους που βυθίστηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και αποζημίωση των άρθρων 3 § 5 και 6 Ν. 551/1915 υπέρ των συγγενών (συζύγου και τέκνων) θανόντος  στο ναυάγιο αλλοδαπού (αιγύπτιου) αλιεργάτη, που κρίθηκε συνυπαίτιος του θανάτου του κατά ποσοστό 50%. Παραίτηση των εναγόντων από την έφεσή τους κατά του πλοιοκτήτη, με τον οποίο συνήψαν μετά την έκδοση της εκκαλουμένης συμβιβασμό, με χωριστό δικόγραφο του οποίου δεν προέκυψε επίδοση αλλά και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο. Κατάργηση της δίκης ως προς το συγκεκριμένο εφεσίβλητο, ανεξαρτήτως της ερημοδικίας του, το κύρος της οποίας δεν ερευνάται. Απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου που εκ παραδρομής και χωρίς νόμιμη υποχρέωση καταβλήθηκε, ανεξαρτήτως της εκβάσεως της δίκης. Αν η εκκαλουμένη είναι ανίσχυρη ως προς έναν των εναγόντων για τον οποίο αποδεικνύεται ότι είχε αποβιώσει πριν την άσκηση της αγωγής το εφετείο στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος την εξαφανίζει έστω και χωρίς ειδικό παράπονο και ακολούθως απορρίπτει ως προς αυτόν την αγωγή, αφού στο πρόσωπο του προαποβιώσαντος δεν υπήρχε ικανότητα διαδίκου.  Πραγματικά περιστατικά. Υπαιτιότητα του κυβερνήτη του σκάφους, επειδή δεν βρισκόταν στη γέφυρα του πλοίου κατά την επικίνδυνη λόγω των συνθηκών διέλευσή του από στενό πορθμό αλλά είχε αναθέσει τη διακυβέρνηση στον «ψαροκαπετάνιο», που αποκοιμήθηκε λόγω της κούρασης από την πολύωρη εργασία που προηγήθηκε και επειδή παρέλειψε να θέσει σε λειτουργία το ραντάρ και το βυθόμετρο του σκάφους, να εκτοξεύσει βεγγαλικά, να διαθέσει ατομικά σωσίβια στο πλήρωμα και να οργανώσει αποτελεσματικά την εγκατάλειψη του πλοίου επισημαίνοντας σε όλους τη σοβαρότητα της καταστάσεως που αντιμετώπιζαν. Συνυπαιτιότητα και του θανόντος κατά ποσοστό 50%, επειδή δε φρόντισε να εφοδιαστεί με σωσίβιο, παρότι ασφαλώς γνώριζε το σημείο όπου αυτά φυλάσσονταν ούτε εγκατέλειψε το σκάφος εγκαίρως, παρότι υπήρχε επάρκεια χρόνου, υποτιμώντας τον κίνδυνο με σκοπό να διασώσει την κινητή περιουσία του, ενώ παράλληλα παρέλειψε οποιαδήποτε ενέργεια διαφυγής μετά τον εγκλωβισμό του στο χώρο της τραπεζαρίας, όπου είχε μεταβεί ενώ στο σκάφος εισέρεαν θαλάσσια ύδατα για να τακτοποιήσει σε σάκους τα υπάρχοντα του. Ορθή και αιτιολογημένη η πρωτοβάθμια κρίση. Απόρριψη αιτήματος αναβολής της δίκης μέχρι πέρατος της ποινικής διαδικασίας. Σκοπός και κριτήρια καθορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης και σχέση τους με την αρχή της αναλογικότητας. Αλυσιτελής ο λόγος έφεσης με βάση τον οποίο ο υπόχρεος σε αποζημίωση του Ν. 551/1915, χωρίς να αμφισβητεί τη συμμετοχή του θανόντος με τα εισοδήματα της εργασίας του στην αντιμετώπιση των δαπανών διαβιώσεως των εναγόντων μελών της οικογενείας του, υποστηρίζει ότι δεν αποδείχθηκε έλλειψη άλλων εισοδημάτων τους ή ακίνητης περιουσίας τους, επειδή, κατά τους σκοπούς του δικαίου της αποζημιώσεως, αυτή συνίσταται στην αποκατάσταση της ζημίας του ζημιωθέντος, ανεξαρτήτως αν θα μπορούσε να ανορθωθεί με ίδια αυτού μέσα. Ισχυρισμός του εναγομένου ότι μετά το συμβιβασμό των εναγόντων με τον πλοιοκτήτη το χρέος του κατά το μέρος του που υπερβαίνει το ποσόν του συμβιβασμού αφέθηκε και ότι το γεγονός αυτό ενεργεί αντικειμενικά και επιφέρει και τη δική του πλήρη απαλλαγή θα ερευνηθεί στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης, εφόσον επακολουθήσει, όπου θα κριθεί και η έκταση της ευθύνης του εναγομένου από το μεταγενέστερο της συζητήσεως των ενδίκων εφέσεων επιτευχθέντα συμβιβασμό του εις ολόκληρον συνοφειλέτη του. Η επιβολή προσωπικής κρατήσεως ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικών απαιτήσεων από αδικοπραξία είναι δυνητική και υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας δεν μπορεί να επιβληθεί όταν υπάρχει άλλο μέσο ηπιότερο, ικανό να οδηγήσει σε ισοδύναμο αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει όταν ο οφειλέτης έχει ακίνητη περιουσία, η οποία μπορεί να κατασχεθεί ή έχει ήδη κατασχεθεί. Σφάλμα της εκκαλουμένης ως προς την επιβολή προσωπικής κρατήσεως και εξαφάνισή της μόνο κατά τη σχετική διάταξή της, ώστε να απαλειφθεί αυτή από το διατακτικό της. Δέχεται εν μέρει την έφεση του εναγομένου και απορρίπτει την αντίθετη έφεση των εναγόντων.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   442/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την υπ’ αριθμ. 4239/18.9.2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η από 26.5.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/26.5.2016 αγωγή των μελών της οικογένειας (συζύγου, τέκνων, γονέων και αδελφών) του αλιεργάτη …………, θανόντος στις 24.3.2015 συνεπεία πνιγμού κατά τη βύθιση του αλιευτικού [Α/Κ] σκάφους ΠΦ, στο οποίο εργαζόταν, με την οποία ασκήθηκαν αξιώσεις των εναγόντων προς αποζημίωσή τους για τη στέρηση της συνεισφοράς του αποβιώσαντος στη διατροφή τους και προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του συγγενικού τους προσώπου και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, πλοιοκτήτης και κυβερνήτης αντίστοιχα του ως άνω σκάφους, στην εις ολόκληρον καταβολή των εκεί αναφερόμενων χρηματικών ποσών σε καθέναν ενάγοντα. Την απόφαση αυτή έπληξαν με έννομο συμφέρον (άρθρα 68, 516 και 534 ΚΠολΔ), απορρέον από τη βλάβη εκάστου εκκαλούντος, που προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΑΠ 920/2013, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), τόσον ο, εκ των εναγομένων, …….., κυβερνήτης του πιο πάνω Α/Κ σκάφους και εκκαλών της από 3.11.2017 (και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../3.11.2017 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../20.11.2017) έφεσης [Α έφεση], όσον και οι ενάγοντες, πλην του ………, εκκαλούντες της από 30.11.2017 (και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./1.12.2017 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./4.12.2017) έφεσης [Β έφεση] αλλά και ο έτερος συνεναχθείς …………, πλοιοκτήτης του εν λόγω Α/Κ σκάφους, με την από 25.10.2017 (και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/3.11.2017 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../20.11.2017) έφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε για την ίδια όπως και οι λοιπές δικάσιμο, κατά την οποία οι διάδικοι της έφεσης αυτής δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο (βλ. το πινάκιο της πιο πάνω δικασίμου), μετά την παραίτηση του εκκαλούντος από το δικόγραφο της έφεσής του, σε εκτέλεση όρου του επελθόντος μεταξύ των αντιδίκων της ιδίας εφέσεως εξώδικου συμβιβασμού (ΑΠ 1253/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), για τον οποίο καταρτίστηκε το προσκομιζόμενο από 15.5.2018 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό. Μετά την εξέλιξη αυτή, από το δικόγραφο της εφέσεώς τους, κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον του αντιδίκου τους με τον οποίο είχαν συμβιβαστεί, παραιτήθηκαν και οι εκκαλούντες της Β έφεσης. Η παραίτησή τους περιελήφθη στο απευθυνόμενο προς το παρόν Δικαστήριο από 15.5.2018 δικόγραφό τους, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του, συνταχθείσας της σχετικής με αριθμό ……/15.5.2018 εκθέσεως, του οποίου δεν προκύπτει επίδοση στον εφεσίβλητο ως προς τον οποίο χώρησε η παραίτηση, είναι, όμως, νομότυπη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 294 εδαφ. α, 297 και 299 ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 524 § 1 του ιδίου Κώδικα έχουν εφαρμογή και στην κατ’ έφεση δίκη, καθόσον επαναλήφθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου των εκκαλούντων της Β έφεσης στο ακροατήριο (ΜονΕφΑθ. 68/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) κατά την ως άνω δικάσιμο (βλ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού του Δικαστηρίου) και επέφερε κατάργηση της δίκης επί της εν λόγω εφέσεως (άρθρα 295 εδαφ. α και 299 ΚΠολΔ) ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο αυτής, …………, ανεξαρτήτως της ερημοδικίας του, το κύρος της οποίας δεν ερευνάται, αφού για την ισχύ της παραιτήσεως των εκκαλούντων δεν ήταν αναγκαία η κλήτευση του συγκεκριμένου εφεσίβλητου, δεδομένου ότι ακόμα και αν αυτός είχε κληθεί και παρασταθεί, δε θα μπορούσε να αντιταχθεί στην παραίτηση, δεδομένου ότι αυτή έγινε πριν το Δικαστήριο τούτο προχωρήσει στην έρευνα των λόγων της Β έφεσης (ΟλΑΠ 744/1982, ΝοΒ 1983/808, ΑΠ 1576/2011, ΕφΑΔ 2012/401). Συνεπώς, η έφεση αυτή πρέπει χωρίς περαιτέρω έρευνα να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο. Η ίδια έφεση ως προς τον έτερο εφεσίβλητο ………, όπως και η [αντίθετη] έφεση αυτού του τελευταίου [Α έφεση], έχουν ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, χωρίς ανάγκη να συνοδεύονται από παράβολο του άρθρου 495 § 3 ΚΠολΔ, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής (ΜονΕφΠειρ. 333/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), του δε εκ παραδρομής εκδοθέντος και επισυναφθέντος στην Α έφεση με αριθμό …………..ηλεκτρονικού παραβόλου της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών πρέπει να διαταχθεί με την παρούσα απόφαση η απόδοση στον εκκαλούντα αυτής, ανεξαρτήτως μάλιστα της εκβάσεως της δίκης, αφού καταβλήθηκε (βλ. την από 3.11.2017 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Τράπεζας Πειραιώς) χωρίς να υπάρχει νόμιμη προς τούτο υποχρέωση. Περαιτέρω, οι ένδικες εφέσεις είναι εμπρόθεσμες, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της (άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517, 518 §§ 1, 2 και 19 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Επομένως, αφού γίνουν τυπικά δεκτές, πρέπει, επειδή είναι συναφείς, να συνεκδικαστούν, κατ’ άρθρα 31, 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, προκειμένου να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης με παράλληλη μείωση των εξόδων και στη συνέχεια να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 614, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), ερήμην, όμως, του δεύτερου εφεσίβλητου της Α έφεσης …………, που δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των εκκαλούντων της Β έφεσης και δεν έχει κληθεί στη συζήτηση της εναντίον του εφέσεως, αφού αυτή προσδιορίστηκε με την επιμέλεια των ομοδίκων του (βλ. την υπ’ αριθμ. …./20.11.2017 έκθεση προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς) ούτε και θα μπορούσε να κληθεί, για το λόγο ότι έχει ήδη πριν την άσκηση της αγωγής αποβιώσει, όπως α] συνομολογούν οι λοιποί ενάγοντες – εκκαλούντες της Β έφεσης με δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, β] επιβεβαιώνεται από την ένορκη βεβαίωση του ………., περί της οποίας θα γίνει λόγος παρακάτω και γ] πιστοποιείται από το από 16.5.2018 φωτοαντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης θανάτου που εξέδωσε η Διεύθυνση Αστικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εσωτερικών της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου. Λόγω του επισυμβάντος στις 18.7.2015 θανάτου του οι ενάγοντες είχαν μάλιστα δηλώσει με τις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η αγωγή ως προς τον ενάγοντα αυτόν δεν εισάγεται. Όλα τα ανωτέρω διέλαθαν την προσοχή της εκκαλουμένης, η οποία είναι προφανές ότι ως προς το συγκεκριμένο διάδικο έκρινε επί αγωγής ανυπόστατης, ούσα και η ίδια ως προς τη σχετική με αυτόν διάταξή της ανύπαρκτη (άρθρο 313 § 1 περ. δ ΚΠολΔ, ΑΠ 773/2013, ΕφΑΔ 2014/297) και ακριβέστερα ανίσχυρη (ΑΠ 1359/2001, Δνη  2003/782 = ΧρΙΔ 2001/692) ή αυτοδικαίως άκυρη (Ι. Δεληκωστόπουλος, Η ανίσχυρη δικαστική απόφαση κατ’ άρθρο 313 ΚΠολΔ, ΕΠολΔ 2018/367 επομ. [369]), ενώ, αφού δεν συνέτρεχαν οι όροι έγκυρης παραίτησής του από την κλήση προς συζήτηση της αγωγής του (ΑΠ 1295/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 650/2016, E7 2017/426, ΑΠ 148/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1080/2008, ΧρΙΔ 2010/44, ΤριμΕφΠειρ. 664/2013, ΕΝαυτΔ 2013/231), για να θεωρηθεί ότι δεν υφίσταται νόμιμη επίσπευση της συζητήσεως από τον και πρωτοδίκως στην πραγματικότητα απόντα συγκεκριμένο ενάγοντα, ώστε να μην αποφανθεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επί των αξιώσεών του, θα έπρεπε να απορρίψει την αγωγή ως προς τις αξιώσεις αυτές ως απαράδεκτη (ΑΠ 448/2005, Δνη 2007/132, ΑΠ 1418/2002, ΝοΒ 2003/473 = Αρμ. 2003/80) και μάλιστα αυτεπαγγέλτως (άρθρο 73 ΚΠολΔ), αφού μετά το θάνατό του ο ……….. έπαυσε να έχει ικανότητα δικαίου και ικανότητα διαδίκου (ΑΠ 304/2018, ΕΠολΔ 2018/682, ΑΠ 1207/1992, Δνη 1994/1286 = ΕΕΔ 1994/472, ΤριμΕφΑθ. 2543/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 34, 35 ΑΚ και 62 εδαφ. α ΚΠολΔ, να μη μπορεί να καθιδρυθεί στο πρόσωπό του έννομη σχέση δίκης (ΤριμΕφΠειρ. 97/2016, ΠειρΝομ 2016/298 = ΕφΑΔ 2016/949, Ν. Παϊσίδου, Η διακοπή και η επανάληψη της δίκης κατά τον ΚΠολΔ, 2001, σελ. 41 – 42). Κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη (άρθρο 313 § 2 ΚΠολΔ) η ανυπόστατη απόφαση είναι δεκτική προσβολής με ένδικα μέσα. Έτσι, αν κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή αγωγή που ασκήθηκε από ανύπαρκτο φυσικό πρόσωπο ασκηθεί επιτυχώς έφεση με λόγο την ανυπαρξία της εκκαλουμένης, αυτή εξαφανίζεται. Αν, παρότι ασκήθηκε έφεση, δεν προβλήθηκε ισχυρισμός για ανυπαρξία της εκκαλουμένης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδίδει ομοίως ανυπόστατη απόφαση αν δεν αποφανθεί για το ζήτημα αυτό (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 8, σελ. 129 επομ.). Και ναι μεν κατά το άρθρο 313 § 1 ΚΠολΔ το ανύπαρκτο της αποφάσεως αναγνωρίζεται μόνον με αγωγή ή με ένσταση, δηλαδή κατόπιν επικλήσεώς του από κάποιον διάδικο, όμως, τούτο ισχύει μόνον αν δεν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατ’ αυτής (άρθρο 313 § 2 ΚΠολΔ), καθόσον, επί εφέσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναζητά αυτεπαγγέλτως λόγους για αμαρτήματα της εκκαλουμένης επί θεμάτων τα οποία και το πρωτόκλητο δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 113, αρ. 18, σελ. 201, Αγ. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, Δνη 1992/1137 – 1147 [1139]), όπως η ικανότητα διαδίκου του ενάγοντος, που συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (ΑΠ 109/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αρκεί, βέβαια, το σχετικό κεφάλαιο να μεταβιβάζεται στο εφετείο, δηλαδή να ζητεί την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης ο εκκαλών και να μη χειροτερεύει η θέση του (άρθρα 520, 522 και 536 § 1 ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 2222/2007, ΝοΒ 2008/1848, Κ. Παναγόπουλο, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 522, αρ. 23, σελ. 190). Επομένως, εν προκειμένω, προς αποφυγή παραγωγής και νέου ανυποστάτου, πρέπει κατά παραδοχή της Α έφεσης που στρέφεται και κατά του ……….. με αίτημα την εξαφάνιση και ως προς αυτόν της εκκαλουμένης, να εξαφανιστεί πράγματι αυτή ως προς το συγκεκριμένο ενάγοντα ως προς τον οποίο πρωτοδίκως έγινε εν μέρει δεκτή και διακρατουμένης ως προς αυτόν της αγωγής να απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη κατά το μέρος της που στρέφεται εναντίον του.

ΙΙ. Με την ως άνω αγωγή τους οι ενάγοντες, σύζυγος και μητέρα η πρώτη των από αυτήν εκπροσωπούμενων τριών [3] ανηλίκων τέκνων της, γονείς οι δύο επόμενοι και αδελφοί οι λοιποί ενάγοντες, του . ….., ο οποίος υπό τις περιγραφόμενες στο δικόγραφό της συνθήκες απεβίωσε συνεπεία εργατικού ατυχήματος (πνιγμού) στις 24.3.2015 κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του στο υπό ελληνική σημαία Α/Κ σκάφος ΠΦ, που ήταν νηολογημένο στο λιμένα Πόρτο Χέλι της Αργολίδας, είχε κυβερνήτη τον εναγόμενο …….. και ανήκε στην πλοιοκτησία του εκ των αρχικώς εναγομένων και μη πλέον διαδίκου …….., από τον οποίο είχε προσληφθεί για να εργαστεί ως αλιεργάτης αντί μηνιαίων αποδοχών καθοριζόμενων μεν από την εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας (ΕΣΣΕ), ανερχομένων όμως στο συνολικό χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν εξήντα επτά ευρώ (2.167 €), ως πραγματικές και πλασματικές αποδοχές, ισχυρίζονται ότι ο θάνατός του, που επήλθε κατά τη βύθιση του σκάφους αυτού, οφείλεται σε υπαιτιότητα των εναγομένων, που παρέβησαν τις ιδιαίτερες από τις διατάξεις του Ν. 3850/2010, του ΠΔ 281/1996 και του ΠΔ 405/1998 υποχρεώσεις τους, με αποτέλεσμα την πρόσκρουση του σκάφους σε βράχους της ακτής στην περιοχή του ακρωτηρίου Μουζάκι Ερμιόνης, την πρόκληση ρηγμάτων στα ύφαλά του και την εισροή υδάτων στο εσωτερικό του. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησαν οι ενάγοντες να υποχρεωθούν με την απειλή προσωπικής σε βάρος τους κρατήσεως οι αρχικώς εναγόμενοι, ο μεν πρώτος ως πλοιοκτήτης και προστήσας στην υπηρεσία του τον υπαίτιο πλοίαρχο, ο δε δεύτερος ως κυβερνήτης του μοιραίου σκάφους, να τους καταβάλουν νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής 1] για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του συγγενικού τους προσώπου το χρηματικό ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (250.000 €) στην πρώτη των εναγόντων, των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000 €) σε καθένα των τέκνων και των γονέων του θανόντος και των ογδόντα χιλιάδων ευρώ (80.000 €) σε καθένα των λοιπών εναγόντων, αδελφών του και 2] ως αποζημίωση της πρώτης ενάγουσας και των τέκνων της για τη στέρηση της συνεισφοράς του αποβιώσαντος στη διατροφή τους, για μεν τη σύζυγό του μέχρι το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, οπότε επρόκειτο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να συνταξιοδοτηθεί, για δε τα ανήλικα τέκνα του μέχρι το εικοστό τρίτο έτος της ηλικίας τους, ανερχόμενη, κατά μεν την κύρια βάση της αγωγής τους την ερειδόμενη στις κοινές διατάξεις σε εκατόν πενήντα οκτώ χιλιάδες τετρακόσια ευρώ (158.400 €) για τη σύζυγο και είκοσι τέσσερις χιλιάδες εξακόσια ευρώ (24.600 €) για καθένα των τέκνων, καταβλητέα μάλιστα εφάπαξ για τους αναφερόμενους λόγους άλλως σε μηνιαίες δόσεις ύψους τετρακοσίων ευρώ (400 €) για τη μητέρα και εκατό ευρώ (100 €) για τα τέκνα, αρχής γενομένης από 24.3.2015 και, κατά την επικουρική αγωγική βάση, τη στηριζόμενη δηλαδή στις διατάξεις της περί εργατικών ατυχημάτων ειδικής νομοθεσίας, σε δεκατρείς χιλιάδες επτακόσια τριάντα δύο ευρώ (13.732 €) για την πρώτη ενάγουσα και σε έξι χιλιάδες οκτακόσια εξήντα έξι ευρώ (6.866 €) για καθένα των τέκνων της, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα, λόγω του θανάτου του συγγενή τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του θεώρησε την αγωγή αυτή νόμιμη κατά την επικουρική μόνον βάση της, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται από τους ενάγοντες και, ακολούθως, κατά παραδοχή ενστάσεως των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας του . …. στην επέλευση του θανάτου του, κατά ποσοστό το οποίο προσδιόρισε σε 50%, δέχθηκε αυτήν ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος της, για να υποχρεώσει τελικά τους εναγομένους, εις ολόκληρον ευθυνομένους, στη νομιμότοκη από της επιδόσεως της αγωγής καταβολή στην πρώτη ενάγουσα πενήντα δύο χιλιάδων διακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (52.249,92 €) ατομικώς για την ίδια και πενήντα έξι χιλιάδων εκατόν είκοσι τεσσάρων ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (56.124,96 €) για λογαριασμό εκάστου ανηλίκου τέκνου της και δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €) σε καθένα των λοιπών εναγόντων, γονέων και αδελφών του θανόντος, απαγγέλλοντας μάλιστα σε βάρος των εναγομένων προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως, τη διάρκεια της οποίας όρισε σε έξι [6] μήνες για καθέναν τους. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι ενάγοντες αλλά και ο εκ των εναγομένων κυβερνήτης του σκάφους, οι οποίοι υπό την επίκληση εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και κακής εκτίμησης των αποδείξεων ζητούν με τις ένδικες εφέσεις τους την εξαφάνισή της, την αναδίκαση της υποθέσεως και τη συνολική παραδοχή της αγωγής τους οι πρώτοι και την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψή της ο δεύτερος.

ΙΙΙ. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ανταποδείξεως και, συγκεκριμένα, του ………., δύτη που κατ’ εντολή της Λιμενικής Αρχής παρέσχε συνδρομή στο επίμαχο ναυάγιο και του …………., αλιέα και κυβερνήτη αλιευτικών σκαφών, που ελήφθησαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα επικαλούμενα και σε επίσημο αντίγραφο προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, από την από 1.3.2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του στα πλαίσια της προανακρίσεως που διενήργησε το Β΄ Λ/Τ Ερμιόνης του Λιμεναρχείου Ναυπλίου διορισθέντος από τον Υποπλοίαρχο του Λιμενικού Σώματος Ι. Δρόσο με την υπ’ αριθμ. ……./24.3.2015 έκθεσή του ως πραγματογνώμονα ………. Αντιπυράρχου του Πυροσβεστικού Σώματος και Πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού, που εκτιμάται ελεύθερα κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ, από τις υπ’ αριθμ. ……/2.6.2016 και …./30.9.2016 δύο [2] ένορκες ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… η πρώτη και της Ειρηνοδίκη Μάσσητος Αργολίδας η δεύτερη βεβαιώσεις των …. . και …… αντίστοιχα, που ελήφθησαν κατόπιν νόμιμης, όπως δεν αμφισβητείται, κλήτευσης του αντιδίκου εκάστου εξετάζοντος αντίστοιχα, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, μεταξύ των οποίων και α) φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2 και 457 § 4 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη των διατάξεων αυτών αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 § 1 του Ν. 3994/2011), οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 1626/2000, Δνη 2001/711) και β] αντίγραφα εγγράφων της ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε για το ένδικο ατύχημα από την ως άνω Λιμενική Αρχή (ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, εξέταση κατηγορουμένου χωρίς όρκο και υπ’ αριθμ. 987/14 και 15.11.2017 καταδικαστική για τις συρρέουσες αξιόποινες πράξεις της πρόκλησης ναυαγίου από αμέλεια και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή των άρθρων 278 [σε συνδυασμό προς το άρθρο 277] και 302 § 1 του ΠΚ απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, κατά της οποίας εκκρεμεί έφεση), που εκτιμώνται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 359/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 1271/2012, Αρμ. 2014/603), τα οποία (έγγραφα) οι διάδικοι επικαλούνται και νομότυπα προσκομίζουν είτε για να ληφθούν αυτοτελώς υπόψη ως αποδεικτικά μέσα είτε, επικουρικώς, ως δικαστικά τεκμήρια, μερικών μάλιστα των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών, σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στην πλοιοκτησία του ………. ανήκε έως το έτος 2015 το υπό ελληνική σημαία Α/Κ σκάφος ΠΦ, τύπου μηχανότρατας, χωρητικότητας ολικής μεν σαράντα δύο κόρων και πενήντα ενός εκατοστών (42,51 κ.ο.χ) και καθαρής δεκαοκτώ κόρων και ογδόντα οκτώ εκατοστών (18,88 κ.κ.χ.), ολικού μήκους είκοσι ενός μέτρων και είκοσι εκατοστών (21,20 μ.), πλάτους νηολογήσεως έξι μέτρων και είκοσι εκατοστών (6,20 μ.) και βυθίσματος νηολογήσεως δύο μέτρων και πενήντα εκατοστών (2,50 μ.), το οποίο είχε ναυπηγηθεί από ξύλο το έτος 1982 στην Κοιλάδα Ερμιονίδος, μετασκευαστεί διαδοχικά κατά τα έτη 1997 και 2003 και ήταν νηολογημένο στο λιμένα Πόρτο Χέλι της Αργολίδας με αριθμό νηολογήσεως ….. Το εν λόγω Α/Κ σκάφος έφερε μία προωστήρια πετρελαιομηχανή εσωτερικής καύσεως, με σειριακό αριθμό 0730861, παραγωγής το έτος 1990 του γερμανικού κατασκευαστικού οίκου MERCEDES – MOTOREN UND TURBINEN UNION [MTU], ισχύος τριακοσίων είκοσι ίππων (320 HP), ηλεκτρονικά όργανα για την ασφαλή πλεύση του, μεταξύ των οποίων βυθόμετρο, ηλεκτρονικό χάρτη (plotter), αυτόματο πιλότο, μαγνητική πυξίδα, κεραίες GPS και VHF, ως και scanner radar εμβέλειας εξήντα τεσσάρων ναυτικών μιλίων (64 ν.μ.), άπαντα σε ικανοποιητική κατάσταση λειτουργίας, είχε δε σε ισχύ τα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας και τα λοιπά ναυτιλιακά του έγγραφα, έχοντας υποστεί πρόσφατα (23.9.2013) γενική επιθεώρηση, μετά την οποία είχε εκδοθεί σχετικό πρωτόκολλο (ΠΓΕ) με ισχύ έως και την 31η.8.2015. Το σκάφος είχε κατασκευαστεί προς εκμετάλλευση για αλιευτικούς σκοπούς και προς τούτο ήταν εξοπλισμένο με εργαλεία και μηχανήματα αλιείας κυρίως με τράτες βυθού (με πόρτες) και δευτερευόντως με γρι – γρι. Για τους σκοπούς της εκμετάλλευσής του ο πλοιοκτήτης του με άτυπη σύμβαση που καταρτίστηκε το μήνα Οκτώβριο του έτους 2014 προσέλαβε τον αιγυπτιακής υπηκοότητας …….., που είχε γεννηθεί στις 3.1.1983, σύζυγο της πρώτης, πατέρα τριών [3] ανηλίκων τέκνων, γεννηθέντων τα δύο [2] την 1η.7.2014 και το τρίτο στις 15.3.2014, τέκνο των δευτέρου και τρίτου και αδελφού των λοιπών τριών [3] εναγόντων (βλ. τα αντίγραφα της υπ’ αριθμ. ……./12.10.2015 ληξιαρχικής πράξης γάμου και των από 29.2.2016 και 8.6.2015 μηχανογραφημένων πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης, που εκδόθηκαν από το Υπουργείο Εσωτερικών της Αιγύπτου το πρώτο και από το Ληξιαρχείο της Νταμιέτα το δεύτερο), για να απασχοληθεί στο πλοίο του ως αλιεργάτης μέχρι το τέλος της αλιευτικής εκείνης περιόδου, δηλαδή έως τις 31.5.2015, μέχρις ότου ο προσληφθείς θα παρέμενε ναυτολογημένος σ’ αυτό, στο οποίο είχε απασχοληθεί και κατά το παρελθόν, επί τρεις [3] τουλάχιστον αλιευτικές περιόδους και στο οποίο διέμενε μονίμως και εργαζόταν μέχρι και τον επισυμβάντα στις 24.3.2015 θάνατό του, που προκλήθηκε από πνιγμό, υπό τις συνθήκες των οποίων ακολουθεί η περιγραφή. Στο εν λόγω αλιευτικό σκάφος ήταν κατά το ίδιο εκείνο έτος [2015] ναυτολογημένοι ο εναγόμενος …….., ως κυβερνήτης αυτού και οι ομοίως αιγυπτιακής υπηκοότητας αλιεργάτες ……….. Ο κυβερνήτης του σκάφους, ηλικίας το έτος 2015 σαράντα δύο [42] ετών, δεν αμφισβητείται αλλά και αποδεικνύεται ότι ήταν απογεγραμμένος έλληνας ναυτικός, κάτοχος του υπ’ αριθμ. 5848 ΚΔ ναυτικού φυλλαδίου αλλά και του με αριθμό …./12.11.2004 ειδικού πτυχίου κυβερνήτη,  καθώς και του υπ’ αριθμ. ………/20.9.2004 «πιστοποιητικού σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Διεθνούς Σύμβασης STCW 1978, όπως τροποποιήθηκε το 1995», που είχαν εκδοθεί από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, είχε δε επαρκή γνώση της χρήσης σωστικών σκαφών και λέμβων διάσωσης, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. ………/19.2.2002 πιστοποιητικό της Δημόσιας Σχολής Εμπορικού Ναυτικού Σωστικών και Πυροσβεστικών Μέσων Ασπροπύργου. Διέθετε, όμως, ελάχιστη πρακτική εμπειρία, δεδομένου ότι πλην της προηγούμενης εργασίας του σε άλλο ανάλογο σκάφος κατά το έτος 2014, που είχε διαρκέσει επί έναν [1] μόλις μήνα, στο Α/Κ ΠΦ είχε ναυτολογηθεί το πρώτον στις 7.2.2015, σε αντικατάσταση του προηγούμενου κυβερνήτη του, …… Στου ιδίου αυτού [μοιραίου] σκάφους τους πλόες μετείχε χωρίς να είναι ναυτολογημένος και ο ……., που είχε γεννηθεί στις 2.4.1956 και είχε ήδη κατά το έτος 2015 συνταξιοδοτηθεί, ο οποίος εκτελούσε καθήκοντα «ψαροκαπετάνιου» υποδεικνύοντας τους κατάλληλους προς αλιεία τόπους, τους οποίους καλώς γνώριζε λόγω της μεγάλης εμπειρίας του στην θαλάσσια περιοχή της Ερμιονίδας, που είχε αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας προηγούμενης απασχόλησής του και σε άλλα αλιευτικά σκάφη αλλά και στο επίμαχο επί μία ήδη τριετία. Ο ……. ήταν κάτοχος πτυχίου Γ Κυβερνήτη και πολλές φορές εν γνώσει του πλοιοκτήτη αναλάμβανε τη διακυβέρνηση του σκάφους, καθώς η μεγαλύτερη εμπειρία του στη θάλασσα λειτουργούσε καθοδηγητικά και εκπαιδευτικά ως προς τον ………… Στις 23.3.2015 και περί ώρα 03:30 το Α/Κ ΠΦ με κυβερνήτη τον τελευταίο, ψαροκαπετάνιο το …….. και πλήρωμα τους προαναφερθέντες τρεις [3] αιγύπτιους αλιεργάτες, απέπλευσε από το λιμένα της Ερμιόνης με προορισμό το Σαρωνικό Κόλπο προς αλιεία. Περί ώρα 06:00 της ιδίας ημέρας το σκάφος, αφού διένυσε απόσταση είκοσι περίπου ναυτικών μιλίων (20 ν.μ.) με ταχύτητα οκτώ [8] περίπου ν.μ. ανά ώρα, έφθασε στα αλιευτικά πεδία «Φώκλα» και «Ρήγας», στη θαλάσσια περιοχή ανατολικώς και νοτίως της Νήσου Ύδρας, όπου και αλίευσε έως τις 23:30 περίπου της 23ης.3.2015, για να πάρει στη συνέχεια το δρόμο της επιστροφής προς το λιμένα της Ερμιόνης. Τα μεσάνυχτα ο εναγόμενος κυβερνήτης παραχώρησε τη διακυβέρνηση του σκάφους στο … …., επειδή αισθάνθηκε, όπως καθ’ όλη τη διάρκεια της αστικής αντιδικίας και της ποινικής διαδικασίας ισχυρίζεται, έντονη αδιαθεσία (ναυτία) και αποσύρθηκε σε κοιτώνα που βρισκόταν σε χώρο δεξιά της γέφυρας του πλοίου, όπου και κατακλίθηκε. Από το σημείο που βρισκόταν, το οποίο απείχε τρία μέτρα [3 μ.] από το πηδάλιο, είχε οπτική επαφή με τον πηδαλιούχο, δεδομένου ότι ο εν λόγω κοιτώνας δεν είχε θύρα εισόδου. Στις 01:10 περίπου ο αλιεργάτης …….. ανέβηκε στη γέφυρα για να δώσει φαγητό στους ευρισκόμενους εκεί …. και …. και διαπίστωσε ότι ο πρώτος είχε αποκοιμηθεί στον κοιτώνα του και ο δεύτερος κυβερνούσε το σκάφος (βλ. την από 31.3.2015 ένορκη προανακριτική του κατάθεση). Στις 01:30 περίπου και ενώ το σκάφος έπλεε στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ του ακρωτηρίου Μουζάκι και της Νήσου Δοκός (στο στενό Δοκού) με πορεία βορειοανατολική και κατεύθυνση την Ερμιόνη, στο λιμένα της οποίας αναμενόταν να καταπλεύσει σε μία [1] ώρα περίπου, οι τρεις [3] αιγύπτιοι αλιεργάτες, δειπνούσαν στο χώρο της τραπεζαρίας, που βρισκόταν κάτω από τη γέφυρα, στην αριστερή πλευρά του πλοίου και προς την πρύμνη, όταν από τον υαλοπίνακα της θύρας της τραπεζαρίας παρατήρησαν ότι το σκάφος είχε κατεύθυνση προς τη βραχώδη ακτή. Αμέσως με κραυγές («…βουνό, βουνό..») υπέδειξαν αλλαγή πορείας αλλά τούτο δεν έγινε και μετά από δευτερόλεπτα το σκάφος προσέκρουσε στους βράχους με ταχύτητα περίπου οκτώ (8) κόμβων την ώρα. Το σημείο της πρόσκρουσης στην ακτή βρίσκεται νοτιοδυτικά του ακρωτηρίου Μουζάκι σε στίγμα Ν 37° 20΄ 760΄΄ Ε 23° 16΄ 560΄΄, σε μικρή απόσταση από το φάρο του ακρωτηρίου, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε λειτουργία (βλ. την από 24.3.2015 εκτύπωση σήματος της Υπηρεσίας Φάρων/ΓΔΣ, σε απάντηση σχετικού αιτήματος της εν συνεχεία επιληφθείσας Λιμενικής Αρχής). Ο ……., που εκείνη τη στιγμή πηδαλιουχούσε το σκάφος, μετά την πρόσκρουση έθεσε αμέσως τη μηχανή σε ανάποδη κίνηση, του έδωσε δηλαδή κατεύθυνση προς τα πίσω και το απομάκρυνε από την ακτή σε απόσταση περίπου είκοσι μέτρων (20 μ.). Η ενέργεια αυτή ήταν πολλαπλώς εσφαλμένη, καθόσον, αφενός, διεύρυνε τα ρήγματα στα ύφαλα του σκάφους που επανασύρθηκε στους βράχους της ακτής, προκαλώντας ταχύτερη εισροή υδάτων, αφετέρου, το απομάκρυνε από την ασφαλή έναντι βυθίσεως θέση προσαράξεως που είχε λάβει με την πρόσκρουση τοποθετώντας το σε σημείο με μεγαλύτερο βάθος θαλάσσης και, επιπλέον, απέκλεισε τη δυνατότητα των επιβαινόντων να διαπεραιωθούν ευχερώς στην ξηρά. Ο εναγόμενος, που μέχρι τη στιγμή της προσκρούσεως κοιμόταν, ξύπνησε και βρέθηκε αμέσως στη γέφυρα, όπου αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνησή του έσπευσε να ακινητοποιήσει το σκάφος κάνοντας «κράτει» τη μηχανή. Στο χρονικό εκείνο σημείο όλοι οι επιβαίνοντες βρέθηκαν στο κατάστρωμα, ο δε ……….. και ένας από τους αλιεργάτες μετέβησαν ανά ένας [1] στο μηχανοστάσιο και στην πλώρη αντίστοιχα, για να ελέγξουν αν υπήρχε εισροή υδάτων στο κύτος, χωρίς να προκύπτει με ασφάλεια αν προς τούτο έλαβαν εντολή από τον κυβερνήτη, όπως ο τελευταίος ισχυρίζεται ή αν ενήργησαν αυτοβούλως, όπως ο διασωθείς ……… υποστηρίζει. Πάντως, οι ανωτέρω διαπίστωσαν εισροή υδάτων, που καθιστούσε σφόδρα πιθανή τη βύθιση του σκάφους. Ενόψει της καταστάσεως αυτής ο εναγόμενος κυβερνήτης προσπάθησε να θέσει σε κίνηση τη μηχανή για να κατευθύνει το σκάφος ξανά προς τη βραχώδη ακτή και να το προσαράξει στα αβαθή, ώστε να αποφύγει τη βύθιση. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι μετά την ανέλκυση του σκάφους το πηδάλιό του βρέθηκε με κλίση στις 10,5° προς τα αριστερά. Η προσπάθεια του κυβερνήτη, όμως, απέτυχε εξαιτίας του ότι τα θαλασσινά νερά που είχαν ήδη εισρεύσει στο μηχανοστάσιο προκάλεσαν τη διακοπή λειτουργίας του πετρελαιοκινητήρα. Από το χρονικό εκείνο σημείο, οπότε η βύθιση του σκάφους παρίστατο πλέον βεβαία, ο κυβερνήτης προέβη στις ακόλουθες ενέργειες. Καταρχάς ενεργοποίησε το σύστημα γνωστοποίησης κινδύνου DISTRESS και επιχείρησε να επικοινωνήσει μέσω VHF με άλλο αλιευτικό σκάφος που νωρίτερα αλίευε στην ίδια θαλάσσια περιοχή και, συγκεκριμένα, το Α/Κ Ε. με κυβερνήτη τον …….., κάτοικο Κρανιδίου Αργολίδας. Η απόπειρά του δεν είχε αποτέλεσμα και για το λόγο αυτό ο εναγόμενος ζήτησε από τον ………. να επικοινωνήσει με τον …. μέσω κινητού τηλεφώνου, όπως και έγινε στις 01:40 περίπου. Στην από 24.3.2015 ένορκη μαρτυρική κατάθεση του τελευταίου, που ελήφθη από τους αρμόδιους προανακριτικούς υπαλλήλους του Λιμεναρχείου Ναυπλίου, αποτυπώνεται το επείγον της καταστάσεως που αντιμετώπιζε το σκάφος που προσέκρουσε στη βραχώδη ακτή με τις αναφερόμενες φράσεις του ….. προς τον ….. «έλα γρήγορα, βουλιάζουμε», που υποδηλώνουν ότι ήδη τότε (περί ώρα 01:40) είχε γίνει αντιληπτή η δυσχερής και επικίνδυνη θέση του σκάφους. Ο ευρισκόμενος τότε στο λιμένα Μαντράκι της Ερμιόνης …. ενημέρωσε τη Λιμενική Αρχή στο Πόρτο Χέλι, ενώ, παράλληλα, ο …. ενημέρωσε τηλεφωνικά και τον ανεψιό του πλοιοκτήτη …. …, ο οποίος στη συνέχεια πληροφόρησε για το συμβάν με τον ίδιο τρόπο τον θείο του. Ακολούθως, ο κυβερνήτης έδωσε εντολή να καθαιρεθεί η σωστική λέμβος του σκάφους, όπως και έγινε. Για λόγους, όμως, που δεν διευκρινίζονται η λέμβος αυτή προσδέθηκε σταθερά στα ρέλια (χειραγωγούς) στην αριστερή πλευρά της πλώρης του σκάφους, ενώ θα έπρεπε να είχε συνδεθεί επ’ αυτών με τρόπο που θα εξασφάλιζε την ευχερή αποσύνδεση της λέμβου από το σκάφος σε περίπτωση ανατροπής και βυθίσεώς του, όπως ακριβώς περιγράφεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, στην οποία προκρίνεται η πρόσδεση με «τσακιστή» (σελ. 217), δηλαδή με μέθοδο που θα άφηνε ελεύθερη τη μία άκρη του σχοινιού, απλή έλξη του οποίου θα απελευθέρωνε ακολούθως ακαριαία τη βάρκα από το σκάφος. Στη λέμβο επιβιβάστηκε μόνον ο αλιεργάτης ……, ενώ οι άλλοι δύο [2], μεταξύ των οποίων και ο οικείος των εναγόντων ………, κατέβηκαν στο υπόφραγμα του σκάφους, δηλαδή στο χώρο κάτω από το κατάστρωμα όπου βρίσκονταν οι κοιτώνες τους, προκειμένου να συλλέξουν τα ατομικά τους είδη (ταξιδιωτικά έγγραφα, είδη ένδυσης και υπόδησης, μετρητά χρήματα προερχόμενα από την αμοιβή της εργασίας τους, κινητά τηλέφωνα και φορητούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές). Στη συνέχεια ανέβηκαν και αυτοί στο κατάστρωμα, όμως δεν επιβιβάστηκαν στη σωστική λέμβο αλλά εισήλθαν στο χώρο της τραπεζαρίας, όπου επιχείρησαν να τακτοποιήσουν σε σάκους τα υπάρχοντά τους, προκειμένου να μεταφέρουν με τη λέμβο και αυτά στην ξηρά για να μην τα απολέσουν στη θάλασσα. Στο μεταξύ το σκάφος εξαιτίας της εισροής των θαλάσσιων υδάτων δια των ρηγμάτων που προκλήθηκαν στα ύφαλά του έχασε την ευστάθειά του, άρχισε να βυθίζεται με την πρύμνη και, εντός ολίγου, ανατράπηκε προς την αριστερή πλευρά του, όπου υπήρχαν τα ρήγματα, εν τέλει δε βυθίστηκε παρασύροντας τη δεμένη στα ρέλια σωστική λέμβο και τον αλιεργάτη …….., που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν εντός αυτής, ο οποίος, όμως, κατάφερε να απεγκλωβιστεί από τη λέμβο που τον παρέσυρε στο βυθό ελκόμενη από το βάρος του βυθιζόμενου αλιευτικού και να βγει στην επιφάνεια. Οι ευρισκόμενοι στην τραπεζαρία του σκάφους δύο [2] αλιεργάτες εγκλωβίστηκαν εκεί, όπου και επήλθε ο θάνατός τους από πνιγμό, ενώ ο κυβερνήτης του σκάφους και ο ……. βρέθηκαν στην ακύμαντη μεν θάλασσα, σε ψυχρά όμως ύδατα, τη θερμοκρασία των οποίων ο πραγματογνώμονας υπολόγισε σε δεκατρείς [13] βαθμούς της κλίμακας Κελσίου σε βάθος δεκαπέντε περίπου μέτρων (15 μ.). Η πτώση τους στη θάλασσα δεν διευκρινίζεται αν οφείλεται σε δική τους επιλογή, όπως αναφέρει ο εναγόμενος, υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι ο . …. πήδηξε στο νερό όταν η στάθμη του ύδατος είχε ανέλθει στο ύψος των αστραγάλων τους, ενώ ο ίδιος βούτηξε στο νερό όταν αυτό είχε ανέλθει στη μέση του ή αν υπήρξε απότοκος της απότομης κλίσης που έλαβε το σκάφος, όπως κατέθεσε προανακριτικά ενόρκως ο διασωθείς αλιεργάτης …….. «…είδα τους υπόλοιπους να πέφτουν από το τίναγμα στο νερό…»). Πάντως, και οι τρεις [3] ναυαγοί κολύμπησαν προς τη βραχώδη ακτή, στην οποία προσέγγισαν όμως μόνον ο ……. και ο ……., οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο σε βράχο στον οποίο ανέβηκαν, ενώ ο ……., τον οποίο εγκατέλειψαν οι σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις, δεν κατόρθωσε να φθάσει στην ακτή και ανασύρθηκε αργότερα πνιγμένος από τα σωστικά συνεργεία που έσπευσαν σε παροχή βοήθειας. Επρόκειτο για το Α/Κ Ε…. (Ν. Ερμιόνης ….), που με κυβερνήτη τον …….. είχε προστρέξει, για τα σκάφη Α/Κ Ε1 (Ν. Ερμιόνης …) και Ε/Γ – Θ/Γ ΠΧ (Ν Πόρτο Χελίου …..), ιδιοκτησίας του …….., Ε/Γ – Τ/Ρ SB (Ν. Ύδρας ……), ιδιοκτησίας του ………., στα οποία επέβαιναν τρεις [3] συνολικά άνδρες του Λιμενικού Σώματος, καθώς και για άλλα παραπλέοντα, τα οποία είχαν ειδοποιηθεί με σήμα της Λιμενικής Αρχής. Στην έρευνα και διάσωση μετείχε και ο πλοιοκτήτης του ναυαγισμένου σκάφους ……….. Περί ώρα 02:00 οι δύο [2] επιζώντες ναυαγοί περισυλλέχθηκαν από το βράχο που είχαν καταφύγει και μετά από λίγη ώρα ανασύρθηκε από τη θάλασσα η σωρός του …….., από τους άνδρες του Λιμενικού Σώματος που επέβαιναν στο Ε/Γ – Θ/Γ σκάφος ΠΧ. Και οι τρεις [3] μεταφέρθηκαν στο λιμάνι της Ερμιόνης και διακομίσθηκαν στο Γενικό Νοσοκομείο Άργους. Κατά τη διάσωσή του ο εναγόμενος ανέφερε στον Υπαξιωματικό του Λιμενικού Σώματος ……… (βλ. την από 2.4.2015 ένορκη μαρτυρική κατάθεση του τελευταίου) ότι οι λοιποί δύο [2] αλιεργάτες «είναι μέσα στη θάλασσα». Στο μεταξύ, στην περιοχή κατέπλευσε συνεργείο δυτών αποτελούμενο από τους …….. και ……., οι οποίοι καταδύθηκαν στο ναυάγιο αναζητώντας τους ακόμη αγνοούμενους αλιεργάτες, τους οποίους τελικά, περί ώρα 05:40, εντόπισαν πνιγμένους εντός του χώρου της τραπεζαρίας του βυθισμένου σκάφους, όπου είχαν εγκλωβιστεί και από όπου τους ανέσυραν. Οι σωροί τους μεταφέρθηκαν στο λιμάνι της Ερμιόνης, όπου και πιστοποιήθηκε ιατρικώς ο θάνατος τους. Όπως διαπιστώθηκε και κατατέθηκε από τους συμμετασχόντες στην έρευνα του ναυαγίου και στη διάσωση, κανείς από τους επιβαίνοντες στο Α/Κ ΠΦ δε φορούσε ατομικό σωσίβιο ούτε ανευρέθη τέτοιο στη θαλάσσια περιοχή του ναυαγίου, όπου δεν επέπλεε ελεύθερο ούτε κάποιο άλλο από τα λοιπά σωστικά μέσα του πλοίου (δύο [2] πλευστικές συσκευές και δύο [2] κυκλικά σωσίβια). Στις 31.3 και 1.4.2015 το ναυαγισμένο σκάφος ανελκύσθηκε με τη βοήθεια του πλωτού γερανού Α (Ν. Λαυρίου ….), τον οποίο ρυμουλκούσε το ρυμουλκό (Ρ/Κ) σκάφος ΚΙΙΙ (Ν. Πειραιώς ……) και μεταφέρθηκε στο ναυπηγείο …. στην Κοιλάδα Αργολίδας, όπου διαπιστώθηκε ότι έφερε τρία [3] ρήγματα στην αριστερή πλευρά των υφάλων του, διαστάσεων αντιστοίχως εκατόν σαράντα τεσσάρων [144], χιλίων διακοσίων  δέκα [1210] και διακοσίων είκοσι πέντε [225] τετραγωνικών εκατοστόμετρων, καθώς και διάνοιξη των αρμών του σε ευρεία έκταση, προκληθείσα από τη σφοδρότητα της πρόσκρουσης στους βράχους με ταχύτητα οκτώ [8] περίπου κόμβων. Κατά το χρόνο του συμβάντος οι καιρικές συνθήκες στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ του Ακρωτηρίου Μουζάκι Ερμιόνης Αργολίδας και της Νήσου Δοκός ήσαν καλές. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου ……../27.3.2015 πιστοποιητικό της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας [ΕΜΥ], ο καιρός ήταν νεφοσκεπής, οι άνεμοι έπνεαν από μεταβλητές διευθύνσεις με ασθενή έως μέτρια ένταση (3 έως 4 βαθμούς της κλίμακας Μποφόρ) και η ορατότητα ήταν απεριόριστη μέχρι τα δύο έως τέσσερα ναυτικά μίλια (2 – 4 ν.μ.). Για την ποινική διερεύνηση του ατυχήματος από το Λιμεναρχείο Ναυπλίου διορίστηκε ο ως άνω πραγματογνώμονας, ενώ για τη διοικητική διερεύνησή του η διαδικασία που ακολουθήθηκε απέληξε στην έκδοση της υπ’ αριθμ. 1/2016 έκθεσης του Γ΄ Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων (ΑΣΝΑ), με την οποία έγινε ομόφωνα δεκτό ότι «η πρόσκρουση, η εισροή υδάτων, η βύθιση και ο πνιγμός μελών του πληρώματος του αλιευτικού σκάφους Α/Κ «ΠΦ.», Ν. ΠΧ ……., που συνέβη την 24.3.2015 στη θαλάσσια περιοχή του Ακρωτηρίου Μουζακίου Ερμιόνης Αργολίδας, αποτελούν ναυτικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΝΔ 712/70 «Περί Διοικητικού Ελέγχου του Ναυτικού Ατυχήματος», το οποίο οφείλεται σε αμέλεια: α] του κυβερνήτη του, …….., β] του επιβαίνοντος στο πλοίο ……….». Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι η βύθιση του Α/Κ ΠΦ οφείλεται στην πρόσκρουσή του στη βραχώδη ακτή, η οποία με τη σειρά της πρέπει να αποδοθεί στην απώλεια του ελέγχου του σκάφους από τον …., ο οποίος κατά τη στιγμή της προσκρούσεως είχε τη διακυβέρνησή του, σε αντικατάσταση του αναπαυόμενου κυβερνήτη του …….. Ως μόνη αιτία της απώλειας του ελέγχου θα πρέπει ευλόγως να θεωρηθεί το γεγονός ότι ο ……. αποκοιμήθηκε στη γέφυρα του πλοίου εξαιτίας της κούρασης που του προκάλεσε η επί είκοσι δύο [22] περίπου ώρες εργασία που προηγήθηκε, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν είχε μεσολαβήσει χρονικό διάστημα αναπαύσεώς του. Για την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος η ευθύνη επιρρίπτεται και στον εναγόμενο κυβερνήτη του σκάφους, που λόγω της ιδιότητάς του αυτής είχε υποχρέωση κατά τη διέλευσή του από το Στενό Δοκού να βρίσκεται στη γέφυρα, ασκώντας τα καθήκοντά του έστω και επιβοηθητικά προς τον εξαντλημένο …….., του οποίου τις φυσικές δυνάμεις ο εναγόμενος υπερεκτίμησε. Εάν αυτό είχε συμβεί ο ………. θα εξακολουθούσε να βρίσκεται σε εγρήγορση αλλά και αν τούτο δεν ήταν εφικτό, ο κυβερνήτης θα είχε τη δυνατότητα να αναλάβει άμεσα την πηδαλιουχία του σκάφους και να αποτρέψει κάθε διαγραφόμενο κίνδυνο. Αντιθέτως, ο …….. δεν επιφόρτισε ούτε κάποιο μέλος του πληρώματος με καθήκοντα είτε να κατοπτεύει από την πλώρη τη θαλάσσια περιοχή στην πορεία του σκάφους είτε να διατηρεί τον …….. σε κατάσταση εγρήγορσης. Σημειώνεται ότι ναι μεν ο διάπλους του στενού της Δοκού αποτελούσε συνηθισμένη διαδρομή για τους αλιείς της περιοχής, όπως και για το ……., όμως, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες (περιορισμένη ορατότητα λόγω της νύκτας, κούραση του πηδαλιούχου λόγω της προηγούμενης εργασίας του, παραμονή του στη γέφυρα χωρίς τη συνδρομή οπτήρα στην πλώρη ή συμπαριστάμενου κατά την τιμόνευση) η πλεύση στον εν λόγω στενό πορθμό κατέστη αντικειμενικώς επικίνδυνη, η δε επικινδυνότητα επιτάθηκε εξαιτίας της παραλείψεως τόσο του εναγομένου, όσο και του …. . που τον αντικατέστησε στη διακυβέρνηση, να θέσουν σε λειτουργία το σύστημα ηχητικής προειδοποίησης κινδύνου (anti – collision system), με το οποίο ήταν εφοδιασμένο το ραντάρ του πλοίου, το οποίο θα έπρεπε να είχε προγραμματιστεί να ηχήσει, σε περίπτωση που το σκάφος προσέγγιζε σε σταθερό και ανένδοτο εμπόδιο, σε ικανή απόσταση πριν από αυτό. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η χρήση του συστήματος αυτού θα ήταν ατελέσφορη, καθώς η απόσταση του σκάφους από τη στεριά κατά το διάπλου του εν λόγω Στενού ήταν τόσο μικρή που θα προκαλούσε το συνεχόμενο και επίμονο ηχητικό σήμα του ραντάρ, είναι προφανώς αβάσιμος, δεδομένου ότι η ηχητική ενόχληση δεν θα παρακώλυε τη διακυβέρνηση αλλά αντιθέτως θα διατηρούσε τον κατάκοπο πηδαλιούχο σε διαρκή εγρήγορση. Επιπλέον, ο εναγόμενος, όπως και ο …., παρέλειψε να θέσει σε λειτουργία το σύστημα ηχητικής προειδοποίησης του βυθομέτρου που διέθετε το σκάφος και να ρυθμίσει το όριο του βάθους των υδάτων στην πορεία του πλοίου του σε κατάλληλο επίπεδο, ώστε η ελάττωση του προσδιορισμένου ορίου λόγω πλεύσεως σε αβαθή να προκαλέσει την εκπομπή του ηχητικού σήματος, που θα ήταν αρκετό για την αφύπνιση του χειριστή του πηδαλίου και την αποφυγή της πρόσκρουσης στην ξηρά. Ο εναγόμενος θεωρεί ατελέσφορη και αυτή την ενέργεια, επικαλούμενος ειδικότερα ότι, επειδή το βυθόμετρο ήταν εγκατεστημένο στην πρύμνη του σκάφους, δεν θα ηχούσε ακόμα και αν ήταν ενεργοποιημένο, δεδομένου ότι τη στιγμή που η πλώρη του θα προσέκρουε στα βράχια η πρύμνη του θα παρέμενε ακόμα σε ικανό βάθος, τουλάχιστον είκοσι μέτρων (20 μ.). Όμως, κατά την έκθεση πραγματογνωμοσύνης (σελ. 213), «…η ισοβαθής καμπύλη των είκοσι μέτρων [ενν. στην περιοχή] απέχει περίπου ένα στάδιο από την ακτή (185,3 μ.), για να διανυθεί αυτό με ταχύτητα 7,5 περίπου κόμβους, απαιτούνται περίπου 4,8 δευτερόλεπτα…». Τούτο σημαίνει ότι, αν το όριο του βυθομέτρου είχε οριστεί στα είκοσι μέτρα (20 μ.), ο χειριστής του πηδαλίου θα είχε επαρκή χρόνο να μεταβάλει την πορεία του αντιλαμβανόμενος ότι πλέει σε αβαθή ύδατα, δηλαδή πολύ κοντά στην ξηρά. Εξάλλου, ο εναγόμενος παρέλειψε, παρότι επικρατούσε νυκτερινό σκότος, τη ρίψη βεγγαλικών στον αέρα, ώστε να γίνει αντιληπτός από παραπλέοντα σκάφη ο κίνδυνος που το απειλούσε αλλά και η ακριβής θέση του, μολονότι ο ίδιος είχε εκπαιδευτεί στη χρήση σωστικών μέσων και το σκάφος διέθετε δώδεκα [12] βεγγαλικά χειρός. Το γεγονός ότι, πάντως, έθεσε σε λειτουργία το σύστημα ειδοποίησης κινδύνου DISTRES, που μετέφερε αυτομάτως την πληροφορία στο θάλαμο επιχειρήσεων του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας [ΥΕΝ], δεν αρκεί για να αναιρέσει την ευθύνη του, δεδομένου ότι η εκτόξευση φωτεινών σημάτων στον ουρανό της περιοχής θα έπρεπε να είχε προηγηθεί, καθώς ήταν ενέργεια πρόσφορη να εξασφαλίσει άμεση βοήθεια στο πλήρωμα του σκάφους που κινδύνευε με τη συνδρομή παραπλεόντων πλοίων, όπως το Α/Κ Μ. (Ν. Ερμιόνης ….), το οποίο με κυβερνήτη τον ……. εκείνη την ώρα βρισκόταν κοντά στο ακρωτήριο Μουζάκι και προσέγγισε στο σημείο της βυθίσεως μόνον επειδή ο πλοίαρχός του παρατήρησε κίνηση στην περιοχή και αφού ειδοποιήθηκε από τον κυβερνήτη του Α/Κ Ε. ……, χωρίς να λάβει σήμα κινδύνου από το ΥΕΝ. Περαιτέρω, ο εναγόμενος δε συντόνισε κατά τον ορθό και ενδεδειγμένο τρόπο την εγκατάλειψη του πλοίου, με αποτέλεσμα οι αιγύπτιοι αλιεργάτες ……. και …….., αγνοώντας τη σοβαρότητα της καταστάσεως, αντί να επιβιβαστούν στη σωστική λέμβο αμέσως μόλις αυτή καθαιρέθηκε στη θάλασσα, να μεταβούν στους κοιτώνες τους κάτω από το κατάστρωμα του πλοίου προκειμένου να συλλέξουν τα ατομικά τους είδη και, επανερχόμενοι στο κατάστρωμα, να εισέλθουν στην τραπεζαρία προκειμένου να τα τακτοποιήσουν σε σάκους, με αποτέλεσμα να μην εκμεταλλευτούν το διαδραμόντα από την πρόσκρουση έως τη βύθιση του σκάφους χρόνο (είκοσι πρώτα λεπτά της ώρας [20΄] σύμφωνα με τους υπολογισμούς του μάρτυρα ………), ο οποίος επαρκούσε για τη διάσωσή τους, δεδομένου ότι κατά την άφιξη των προστρεξάντων σε βοήθεια (περί ώρα 02:00) το σκάφος δεν είχε βυθιστεί ολόκληρο, καθώς εξείχε ακόμα από την επιφάνεια της θάλασσας το πλωραίο άκρο του («κοράκι»), ενώ αυτό λόγω του αυξημένου βάρους στο πρυμναίο τμήμα του, όπου ήταν εγκατεστημένα τα βαρέα παραρτήματά του (κύρια μηχανή, βαρούλκο, συρματόσχοινα κλπ), ανατράπηκε μεν αλλά διατηρήθηκε και μετά τη βύθισή του σε όρθια θέση (βλ. σελ. 225 της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης) και δεν επικάθησε ποτέ στο βυθό, η απόσταση του οποίου άλλωστε από την επιφάνεια μετρήθηκε σε είκοσι μέτρα και τριάντα εκατοστά (20,30 μ.), ύψος δηλαδή μικρότερο από το ολικό μήκος του πλοίου (21,20 μ.). Η αλληλουχία των ενεργειών των αλλοδαπών θανόντων καταδεικνύει ότι δεν είχαν συνειδητοποιήσει το σοβαρό κίνδυνο που απειλούσε τη ζωή τους και ήταν καθήκον του εναγομένου να τους επισημάνει ότι έπρεπε να παραμείνουν στο κατάστρωμα και να τους αποτρέψει από τη μετάβαση στο υπόφραγμα και από την είσοδο στην τραπεζαρία του σκάφους, όπου τελικώς εγκλωβίστηκαν με αποτέλεσμα να πνιγούν. Σύμφωνα με την από 27.4.2015 ένορκη κατάθεση του δύτη ………, όταν οι δύο [2] αιγύπτιοι ανασύρθηκαν από την τραπεζαρία ήταν πλήρως ενδεδυμένοι, έφεραν υψηλά υποδήματα από ελαστικό (λαστιχένιες μπότες) και δίπλα τους υπήρχαν σακίδια και μία [1] βαλίτσα. Είναι προφανές ότι σκόπευαν να μεταφέρουν τις αποσκευές τους στη σωστική λέμβο για να διασωθούν τα υπάρχοντά τους και πίστευσαν ότι μπορούν να το κατορθώσουν, όμως ενεργώντας έτσι απώλεσαν πολύτιμο χρόνο. Όταν μάλιστα η ηλεκτρογεννήτρια διέκοψε τη λειτουργία της και το σκοτάδι επικράτησε στο σκάφος, οι αλιεργάτες επεχείρησαν να εξέλθουν από το χώρο της τραπεζαρίας σύροντας την εξωτερική της θύρα αλλά δεν τα κατάφεραν, επειδή αυτή, συνεπεία προηγούμενου διατοιχισμού του πλοίου, έκλεισε και ενεπλάκησαν μεταξύ τους οι κρίκοι που υπήρχαν για την ασφάλισή της με λουκέτο. Η εμπλοκή αυτή εμπόδισε το άνοιγμα της συρόμενης θύρας από τους ευρισκόμενους μέσα στην τραπεζαρία αλιεργάτες και ο δύτης ……… αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει κατσαβίδι για να απεμπλέξει τους κρίκους και να την ανοίξει, προκειμένου να ανασύρει τις σωρούς των θανόντων. Επισημαίνεται ότι, καθ’ ομολογία του, ο εναγόμενος βρέθηκε στη θάλασσα από την αριστερή πλευρά του πλοίου, από όπου δηλαδή αυτό ανατράπηκε και από την ίδια πλευρά που βρισκόταν η θύρα της τραπεζαρίας του σε χρόνο μάλιστα κατά τον οποίο τα θαλάσσια ύδατα είχαν ανέλθει στο ύψος της μέσης του. Αν, όμως, οι ισχυρισμοί του αυτοί αλήθευαν θα έπρεπε μέχρι την ώρα που βούτηξε στη θάλασσα να έχει εντοπίσει ότι οι αλιεργάτες είχαν εισέλθει στην τραπεζαρία και όταν επικράτησε σκότος να τους παράσχει συνδρομή, απεμπλέκοντας ο ίδιος τους κρίκους της εξωτερικής της θύρας, ώστε να εξασφαλίσει την έξοδό τους από το εσωτερικό του σκάφους, ενέργειες στις οποίες όμως δεν προέβη ούτε και εξηγεί τους λόγους της παραλείψεώς του αυτής. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ίδιος κατά τη διάσωσή του ανέφερε στον ……… ότι οι δύο [2] αλιεργάτες ήταν στη θάλασσα, ενώ αυτό δεν ήταν αληθές, έπεται ότι ο εναγόμενος δε μερίμνησε να βεβαιωθεί ότι όλοι οι επιβαίνοντες στο σκάφος που κυβερνούσε το είχαν εγκαταλείψει πριν απομακρυνθεί και ο ίδιος από αυτό. Το σύνολο των ενεργειών και παραλείψεων του εναγομένου καταδεικνύουν ότι αυτός συμπεριφέρθηκε κατά τις κρίσιμες στιγμές υπό το κράτος πανικού και όχι με την ψυχραιμία που όφειλε να επιδείξει υπό την ιδιότητά του ως κυβερνήτης του βυθιζόμενου σκάφους, με βάση τα τυπικά προσόντα που διέθετε και την εκπαίδευση που είχε λάβει. Την αστική ευθύνη του, όμως, στοιχειοθετεί προεχόντως το γεγονός ότι παρέλειψε να εφοδιάσει τους επιβαίνοντες στο μοιραίο σκάφος με ατομικά σωσίβια, με τα οποία το σκάφος ήταν εξοπλισμένο σε αριθμό αυξημένο έναντι των απαιτουμένων, καθώς διέθετε τουλάχιστον επτά [7] σωσίβιες ζώνες ενηλίκων. Όπως βεβαιώνεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης (σελ. 192), τα σωσίβια αυτά βρέθηκαν στην ειδική θέση (ερμάριο [ρούμπος] κάτω από το δάπεδο στο χώρο της γέφυρας) όπου φυλάσσονταν και κανένα από αυτά δεν εντοπίστηκε να επιπλέει έξω από το ερμάριο αυτό ούτε στο χώρο της τραπεζαρίας του πλοίου. Με βάση τα δεδομένα αυτά ελέγχεται για περισσότερους λόγους ως ανακριβής η αναφορά του δύτη …………. στην ως άνω ένορκη βεβαίωσή του, η οποία επαναλήφθηκε τόσο στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και στο ποινικό Δικαστήριο, όπου εξετάστηκε ενόρκως, περί του ότι ο ίδιος είδε σωσίβια να επιπλέουν στην τραπεζαρία και τη μοκέτα στο δάπεδο της γέφυρας σκισμένη από αιχμηρό αντικείμενο. Καταρχάς, τα λεγόμενά του δε συμπίπτουν προς όσα κατέθεσε κατά την ποινική προδικασία στα πλαίσια της οποίας περιορίστηκε να αναφέρει μόνον ότι οι δύο [2] αγνοούμενοι που ανέσυρε δε φορούσαν σωσίβια, χωρίς οποιαδήποτε μνεία σε επιπλέοντα ατομικά σωστικά μέσα. Άλλωστε, κανείς από όσους συμμετείχαν στην έρευνα του ναυαγίου δεν αναφέρει ότι είδε σωσίβια να επιπλέουν στη θάλασσα, είναι δε αναμφισβήτητο ότι ουδείς των επιβαινόντων στο μοιραίο σκάφος (θανόντων και διασωθέντων) φόρεσε εκείνη τη νύκτα ατομικό σωσίβιο. Κυρίως, όμως, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι διέθεσε σωσίβια σε όλους τους επιβαίνοντες αναιρείται από το γεγονός ότι ούτε καν ο ίδιος δεν φορούσε τέτοιο όταν εντοπίστηκε στο βράχο επί του οποίου είχε καταφύγει μαζί με το διασωθέντα αλιεργάτη ………, ο οποίος ομοίως δεν έφερε σωσίβιο. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η θέα του κυβερνήτη φέροντος ατομικό σωσίβιο μέσο θα ήταν κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποτρεπτική κάθε σκέψης των θανόντων αλιεργατών να προτάξουν τη διαφύλαξη της περιουσίας τους έναντι της προστασίας της ίδιας τους της ζωής, αφού θα συνέβαλε ουσιωδώς στην εκ μέρους τους συνειδητοποίηση του αμέσου κινδύνου που την απειλούσε. Οι προπεριγραφόμενες ενέργειες και παραλείψεις του εναγομένου τελούν σε αιτιώδη συνάφεια τόσο με την πρόκληση όσο και με τις συνέπειες του ενδίκου ναυτικού ατυχήματος, διότι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν πρόσφορες να επιφέρουν το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο πράγματι in concreto επέφεραν, χωρίς η αιτιώδης διαδρομή που τέθηκε σε κίνηση από αυτές να διακοπεί από την ενέργεια των θανόντων Αιγυπτίων να εισέλθουν στο χώρο της τραπεζαρίας του σκάφους, όπου και εγκλωβίστηκαν κατά τα προαναφερθέντα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεπώς, που με βάση τις ίδιες πραγματικές διαπιστώσεις θεώρησε τον εναγόμενο συνυπαίτιο του θανάτου του οικείου των εναγόντων, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι τόσο ο πρώτος λόγος της Β έφεσης, κατά το σκέλος του με το οποίο οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον ισχυρισμό τους περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του εναγομένου στην πρόκληση του ενδίκου ναυαγίου, που επέφερε το θάνατο του συγγενικού τους προσώπου, όσον και ο πρώτος λόγος της Α έφεσης, στα πλαίσια του οποίου ο εκκαλών διαρθρώνει τις αιτιάσεις του κατά του αποδεικτικού πορίσματος της εκκαλουμένης σε πέντε [5] κατηγορίες, σχετικές προς τις παραδοχές της ως προς το ότι αυτός όφειλε να βρίσκεται στη γέφυρα του πλοίου κατά την επικίνδυνη διέλευσή του από το στενό Δοκού, να έχει θέσει σε λειτουργία το ραντάρ και το βυθόμετρο του σκάφους, να εκτοξεύσει βεγγαλικά, να έχει διαθέσει ατομικά σωσίβια στο πλήρωμα και να οργανώσει αποτελεσματικά την εγκατάλειψη του πλοίου επισημαίνοντας σε όλους τη σοβαρότητα της καταστάσεως που αντιμετώπιζαν και αντίστοιχες προς τις παραλείψεις του επί των οποίων ορθώς κατά τα προαναφερθέντα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στήριξε την περί της συνυπαιτιότητας του εκκαλούντος κρίση του. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι οι εγκλωβισμένοι στο χώρο της τραπεζαρίας αλιεργάτες αιφνιδιάστηκαν από τη διακοπή της ρευματοδότησης του σκάφους και πανικοβλήθηκαν όταν μετά την ανατροπή του προς τα αριστερά και την άνοδο της στάθμης των υδάτων διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να ανοίξουν τη θύρα και να βγουν στο κατάστρωμα. Ο πανικός που τους κατέλαβε τους οδήγησε σε πλήρη αδρανοποίηση, καθόσον μόνον έτσι εξηγείται το γεγονός ότι δεν έθραυσαν με οποιοδήποτε όργανο ή μέσο, ακόμα και με γυμνά χέρια, ούτε τον διαστάσεων 0,60 μ. Χ 0,80 μ. υαλοπίνακα της θύρας αυτής ούτε και την ίδια τη θύρα, ώστε να προκύψει άνοιγμα από το οποίο θα μπορούσαν να διαφύγουν ούτε άσκησαν πίεση με το βάρος των σωμάτων τους σ’ αυτή, το υλικό κατασκευής της οποίας (ξύλο) δεν θα την άντεχε και θα υποχωρούσε, ενώ σε κάθε περίπτωση η ίδια πίεση θα μπορούσε είτε να απεμπλέξει τους κρίκους στο εξωτερικό της είτε να τους αποκολλήσει από τη θέση τους, ώστε να ανοίξει η συρόμενη θύρα, που είχε τη δυνατότητα, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, να κινείται πάνω στους οδηγούς της στο πάνω και στο κάτω μέρος της κάσας της με εξαιρετική ευκολία. Στις ενέργειες αυτές θα μπορούσε να προβεί ο οικείος των εναγόντων αν κατέβαλε την προσοχή και επιδείκνυε την ψυχραιμία που οι περιστάσεις επέβαλαν στο μέσο κοινωνικό άνθρωπο του επαγγελματικού του κλάδου αλλά και ενόψει των προσωπικών του ιδιοτήτων, γνώσεων και ικανοτήτων, που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της πολυετούς προϋπηρεσίας του σε αλιευτικά σκάφη (και στο επίδικο). Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά παραδοχή σχετικής από το άρθρο 300 ΑΚ ενστάσεως, έκρινε αυτόν συνυπαίτιο του θανάτου του από πνιγμό, επειδή δε φρόντισε να εφοδιαστεί με σωσίβιο, παρότι ασφαλώς γνώριζε το σημείο όπου αυτά φυλάσσονταν ούτε εγκατέλειψε το σκάφος εγκαίρως, παρότι υπήρχε χρόνος, υποτιμώντας τον κίνδυνο με σκοπό να διασώσει την κινητή περιουσία του, αν και τελούσε σε γνώση του ότι στο σκάφος εισέρεαν θαλάσσια ύδατα, ενώ παράλληλα παρέλειψε οποιαδήποτε ενέργεια διαφυγής μετά τον εγκλωβισμό του στο χώρο της τραπεζαρίας, προσδιόρισε δε το ποσοστό της ευθύνης του σε 50%. Έτσι που έκρινε ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε και, επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο πρώτος λόγος της Β έφεσης, κατά το μέρος του με το οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται επειδή κατά τη γνώμη τους το ποσοστό αυτό δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το 5% και ο δεύτερος λόγος της Α έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο και πρωτοδίκως προσβληθείς ισχυρισμός του εναγομένου ότι στο θανόντα έπρεπε να αποδοθεί αποκλειστική ευθύνη για την επέλευση του θανάτου του άλλως συνυπαιτιότητα κατά ποσοστό 95%. Να σημειωθεί εδώ ότι το αίτημα του εκκαλούντος της Α έφεσης περί αναβολής της δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 250 ΚΠολΔ, μέχρις αμετακλήτου περατώσεως της ποινικής διαδικασίας που εκκρεμεί σε βάρος του, το οποίο υποβάλλεται με τις έγγραφες προτάσεις του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, δεδομένου ότι στην κρίση του παρόντος Δικαστηρίου έχουν υποβληθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκροτούν το αποδεικτικό υλικό και της ποινικής δίκης, με συνέπεια η εξέλιξη εκείνης να μην ασκεί σημαντική επιρροή στην έκβαση της αστικής αντιδικίας των διαδίκων ούτε το αποτέλεσμα της να διευκολύνει ουσιωδώς τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΤριμΕφΠειρ. 505/2014, ΤριμΕφΠειρ. 391/2014, ΜονΕφΠειρ. 180/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

  1. Περαιτέρω, με βάση τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι ο θανών ……….. διήγε κατά το χρόνο του θανάτου του το τριακοστό δεύτερο έτος της ηλικίας του και ήταν έγγαμος, έχοντας αποκτήσει με τη σύζυγό του πρώτη ενάγουσα, τρία [3] τέκνα, τους .., …. και …., τα οποία δεν έχουν ακόμα ενηλικιωθεί και των οποίων η μητέρα τους έχει διοριστεί κηδεμόνας τους με την υπ’ αριθμ. 53/2.3.2017 απόφαση του Τμήματος Οικογενειακών Υποθέσεων του Δικαστηρίου ΡΑΣ ΕΛΜΠΑΡ της Αιγύπτου. Οι σχέσεις του αποβιώσαντος με τη σύζυγο και τα τέκνα του, όπως και με τη μητέρα και τους αδελφούς του, ήταν αρμονικές και ο θάνατός του αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα γι’ αυτούς, αφού είχαν ανάγκη την παρουσία, τη φροντίδα και την αγάπη του, το δε κενό που κατέλιπε ο χαμός του δε δύναται να αναπληρωθεί. Από το θάνατό του οι εκκαλούντες της Β έφεσης υπέστησαν ψυχική οδύνη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας πρέπει να καθοριστεί, αφού ληφθεί υπόψη ότι ο σκοπός της χρηματικής ικανοποίησης κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ συνίσταται στην επίτευξη μιας υπό ευρεία έννοια αποκαταστάσεως του παθόντος για την ηθική βλάβη που υπέστη συνεπεία αδικοπραξίας, ώστε αυτός να τύχει δίκαιης και επαρκούς ανακούφισης και παρηγοριάς, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα (ΑΠ 80/2018, ΑΠ 448/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 76/2016, Ε7 2016/848, Σ. Πατεράκης, Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σελ. 80 επομ. [92]) και αφού συνεκτιμηθούν οι συντρέχουσες περιστάσεις και, συγκεκριμένα, ο βαθμός του πταίσματος του εναγομένου αλλά και του ιδίου του θανόντος, οι συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατός του, όπως αυτές πιο πάνω περιγράφηκαν, ο βαθμός συγγένειας καθενός των εκκαλούντων της Β έφεσης με τον αποβιώσαντα, οι στενοί δεσμοί αγάπης που τον συνέδεαν με καθέναν από αυτούς, καθώς και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, στο χρηματικό ποσό των σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000 €) για την πρώτη ενάγουσα, των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) για καθένα από τα από αυτήν εκπροσωπούμενα ανήλικα τέκνα του και των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €) για καθένα των λοιπών εκκαλούντων της ιδίας έφεσης. Ειδικά ως προς το τελευταίο κριτήριο πρέπει να σημειωθεί, αφενός, ότι ο θάνατος του …………. περιήγαγε τα μέλη της οικογενείας του, δηλαδή τη σύζυγο και τα τέκνα του, σε δεινή οικονομική κατάσταση, δεδομένου ότι στερήθηκαν τη συνεισφορά του στις οικογενειακές ανάγκες, που δε μπορούν να αντιμετωπιστούν με άλλο τρόπο, αφού η πρώτη ενάγουσα στερείται δικής της περιουσίας και δεν εργάζεται ούτε ποτέ εργαζόταν, με αποτέλεσμα να μη λαμβάνει χρήματα από οποιαδήποτε πηγή και να αναγκάζεται σε δανεισμό από τρίτους για τη διαβίωση αυτής και των τέκνων της, δεδομένου ότι δε λαμβάνει σύνταξη για τον αποβιώσαντα (βλ. την ένορκη βεβαίωση του ……….) και, αφετέρου, ότι ο εναγόμενος, έγγαμος με την ……… και πατέρας τριών [3] τέκνων, εκ των οποίων το τρίτο ανήλικο, είναι πλήρης κύριος δύο [2] οριζοντίων ιδιοκτησιών και, συγκεκριμένα δύο [2] διαμερισμάτων του ισογείου και του πρώτου ορόφου οικοδομής ανεγερθείσας κατά το έτος 1969, κειμένης εντός του οικισμού Κοιλάδας Κρανιδίου Αργολίδας, επιφανείας αντιστοίχως εξήντα τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων (64 τ.μ.) και εκατόν έξι τετραγωνικών μέτρων (106 τ.μ.) και, επιπλέον, ψιλός κύριος τριών [3] ακόμα οριζοντίων ιδιοκτησιών του υπογείου, ισογείου και πρώτου ορόφου επί οικοδομών κειμένων στον ως άνω τόπο, κατασκευασθέντων κατά το έτος 1980 η πρώτη και η τρίτη από τις ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες και κατά το έτος 1997 η δεύτερη από αυτές, επιφανείας αντιστοίχως είκοσι τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων και πενήντα ενός τετραγωνικών εκατοστών (24,51 τ.μ.), τριάντα εννέα τετραγωνικών μέτρων και εξήντα έξι τετραγωνικών εκατοστών (39,66 τ.μ.) και εκατόν οκτώ τετραγωνικών μέτρων και ογδόντα τριών τετραγωνικών εκατοστών (108,83 τ.μ.). Εξ αυτών η τελευταία (διαμέρισμα επιφανείας εκατόν οκτώ τετραγωνικών μέτρων και ογδόντα τριών τετραγωνικών εκατοστών (108,83 τ.μ.) και εκτιμηθείσας αξίας εξήντα δύο χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα έξι ευρώ (62.786 €), της πλήρους κυριότητας του εναγομένου, έχει ήδη κατασχεθεί αναγκαστικά δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………../13.3.2017 εκθέσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου ……….. σε εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 514/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και δέχθηκε αίτηση περί προσωρινής επιδικάσεως παρόμοιων με τις ένδικες απαιτήσεων των συγγενών του έτερου αιγύπτιου αλιεργάτη που πνίγηκε κατά το επίδικο ατύχημα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στην ίδια κρίση και επιδίκασε στους ενάγοντες τα ίδια ποσά για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης εκάστου δεν έσφαλε και, επομένως, απορριπτέοι ως αβάσιμοι τυγχάνουν ο δεύτερος λόγος της Β έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες υποστηρίζουν το αντίθετο, επιδιώκοντας να τους επιδικαστούν για την ίδια αιτία τα ποσά της χρηματικής ικανοποίησης που και με την αγωγή τους ζήτησαν αλλά και ο τέταρτος λόγος της Α έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών μέμφεται την πρωτοβάθμια κρίση για εσφαλμένη εκτίμηση των οικονομικών του δυνατοτήτων και για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Η τελευταία αυτή αιτίαση, ειδικότερα, δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι υπό τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά και με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης των εναγόντων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, τα ποσά που επιδικάστηκαν δεν είναι, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου κοινή αντίληψη, υπερβολικά και δεν υπερβαίνουν και μάλιστα καταφανώς τα συνήθως επιδικαζόμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις (ΑΠ 65/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.
  2. Με τον τρίτο λόγο της ένδικης Α έφεσής του ο εκκαλών αποδίδει στην εκκαλουμένη αποδεικτικό σφάλμα που την οδήγησε στην επιδίκαση αποζημιώσεως στους συγγενείς του θανόντος ναυτικού, που στερήθηκαν την οικονομική συμμετοχή του στη διατροφή τους, παρότι δεν αποδείχθηκε έλλειψη άλλων εισοδημάτων τους ή ακίνητης περιουσίας τους. Με δεδομένα όμως, πρώτον, ότι στους ενάγοντες επιδικάστηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 § 5 και 6 του Ν. 551/1915 χρηματικό ποσό που υπολογίστηκε επί τη βάσει του πραγματικού μισθού που ο θανών θα ελάμβανε επί μία [1] πενταετία, δεύτερον, ότι τα επιδικασθέντα συνιστούν αποζημίωσή τους κατά την έννοια του Ν. 551/1915, λόγω του θανάτου συνεπεία εργατικού ατυχήματος κατά τη διάρκεια της εργασίας του συγγενούς τους σε πλοίο και εξ αφορμής αυτής (ΜονΕφΠειρ. 65/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, τρίτον, ότι σύμφωνα με το σκοπό του δικαίου της αποζημιώσεως, που συνίσταται στην αποκατάσταση της ζημίας του ζημιωθέντος, ανεξαρτήτως αν αυτή θα μπορούσε να ανορθωθεί με ίδια μέσα (Μ. Σταθόπουλος, σε Μ. Σταθόπουλου – Απ. Γεωργιάδη, ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρα 297 – 298, αρ. 11 και 27, σελ. 63 και 67), ο ερευνώμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, καθόσον και αληθής υποτιθέμενος δεν αρκεί για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Πράγματι, εφόσον ο εκκαλών δεν αμφισβητεί τη συμμετοχή του θανόντος με τα εισοδήματα της εργασίας του στην αντιμετώπιση των δαπανών διαβιώσεως των εναγόντων, η απώλεια της συμμετοχής αυτής συνιστά άνευ ετέρου ζημία των τελευταίων και είναι νομικώς αδιάφορη η δυνατότητά τους, ακόμα και αν αποδεικνυόταν, να αποκαταστήσουν το επίπεδο διαβιώσεώς τους εξ ιδίων.
  3. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί εδώ ότι από το περιεχόμενο του επισκοπούμενου από το Δικαστήριο από 15.5.2018 ιδιωτικού συμφωνητικού συμβιβασμού, που συνήφθη μεταξύ των εναγόντων και του έτερου συνεναχθέντος …….., προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι πρώτοι έλαβαν από το δεύτερο το συνολικό χρηματικό ποσόν των σαράντα πέντε χιλιάδων ευρώ (45.000 €) δυνάμει δύο [2] επιταγών εκδόσεως τρίτου, που οπισθογραφήθηκαν σε διαταγή τους και παραδόθηκαν στους ενάγοντες σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε απαιτήσεώς τους από τις αιτίες που περιγράφηκαν στην αγωγή και κρίθηκαν με την εκκαλουμένη, ότι οι εξοφλούμενοι δήλωσαν ότι παραιτούνται από το δικόγραφο και το δικαίωμα της αγωγής αλλά και της ένδικης εφέσεώς τους κατά το μέρος τους που στρέφονται κατά του …….., ότι ο τελευταίος δήλωσε ότι παραιτείται από την έφεσή του και ότι οι ενάγοντες διατηρούν το δικαίωμά τους να συνεχίσουν την διεκδίκηση των αξιώσεών τους κατά του κυβερνήτη του σκάφους ……, κατά του οποίου έχουν στραφεί ήδη δικαστικά και τον οποίον θεωρούν κύριο υπεύθυνο για το θάνατο του συγγενούς τους. Επικαλούμενος το συμφωνητικό αυτό ο εναγόμενος υποστηρίζει με την προσθήκη στις προτάσεις του, αφενός, ότι η καταβολή εκ μέρους του εις ολόκληρον μαζί του ενεχόμενου συνοφειλέτη του προς τους ενάγοντες επέφερε ισόποση απόσβεση των αξιώσεών τους και έναντι αυτού και, αφετέρου, ότι κατά το μέρος του που υπερβαίνει το ποσόν του συμβιβασμού το χρέος του συμβιβασθέντος αφέθηκε, γεγονός που ενεργεί κατά νόμο αντικειμενικά και επιφέρει και τη δική του πλήρη απαλλαγή. Ανεξαρτήτως, όμως, του ότι τέτοια πρόθεση των συμβιβασθέντων, περί απαλλαγής και του εναγομένου, δεν ανιχνεύεται, αφού στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό δηλώνεται ακριβώς το αντίθετο, το ζήτημα της έκτασης της ευθύνης του εναγομένου από γεγονός μεταγενέστερο της συζητήσεως των ενδίκων εφέσεων δε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της παρούσας δίκης και θα ερευνηθεί κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενδεχομένως επισπευσθεί σε βάρος του, κατά το οποίο θα αξιολογηθούν και οι έννομες συνέπειες της δήλωσης των εναγόντων με τις προτάσεις τους επί της Β έφεσής τους ότι «Όσον αφορά τα ποσά που μας καταβλήθηκαν συμβιβαστικά από τον πρώτο αντίδικό μας δηλώνουμε ότι αποδεχόμαστε να αφαιρεθούν από τις συνολικές αξιώσεις που διεκδικούμε και δικαιούμαστε κατά του αντιδίκου μας …. ….…».

VIΙ. Από τις διατάξεις των εδαφ. α και β της § 1 του άρθρου 1047 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το όγδοο άρθρο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, που ορίζουν ότι προσωπική κράτηση διατάσσεται στις περιπτώσεις που ορίζει ρητώς ο νόμος και μπορεί επίσης να διαταχθεί και για απαιτήσεις από αδικοπραξία, συνάγεται ότι η επιβολή της προσωπικής κρατήσεως ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικών απαιτήσεων είναι δυνητική και απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 842/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 2018, § 65, αρ. 5, σελ. 878), η οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη της το σκοπό του νόμου, που συνίσταται στην διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης με την εμπέδωση αισθήματος δικαίου, υπό την επιφύλαξη πάντως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θα διασφαλίζεται παράλληλα και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας (ΜονΕφΑθ. 428/2018, ΔΕΕ 2018/763), υπό την έννοια ότι θα πρέπει να σταθμίζονται από το δικαστήριο οι συνθήκες εκάστης ατομικής περίπτωσης σε σχέση με το σκοπό που εξυπηρετεί το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως και να λαμβάνεται αυτό μόνον όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς πρόσφορο αλλά απολύτως αναγκαίο για την ικανοποίηση της τελεσιδίκως επιδικασθείσας αδικοπρακτικής αξίωσης του δανειστή, κατά τρόπον ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που θα προκαλέσει η προσωποκράτηση στην αξιοπρέπεια και στην προσωπική ελευθερία του οφειλέτη (ΑΠ 1380/2013, ΔΕΕ 2014/256 = ΕΕμπΔ 2014/125 = ΧρΙΔ 2014/211, ΑΠ 1051/2012, ΔΕΕ 2013/490, ΜονΕφΠειρ. 566/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, δυσανάλογη και ασφαλώς καταχρηστική θα είναι η απαγγελία προσωπικής κράτησης όταν εξαιτίας της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την είσπραξη της απαίτησης του δανειστή, δηλαδή ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης (ΜονΕφΘεσ. 1336/2018, ΜονΕφΠειρ. 6/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας, προσωπική κράτηση δε μπορεί να επιβληθεί όταν α] δεν είναι μέσο κατάλληλο προς επίτευξη των σκοπών της αναγκαστικής εκτελέσεως, δηλαδή της ικανοποίησης του δανειστή, όπως συμβαίνει όταν ο οφειλέτης δεν έχει περιουσιακά στοιχεία, οπότε δεν τίθεται ζήτημα ανάγκης δικαστικών μέτρων προς εξαναγκασμό σε κάμψη της δυστροπίας του και η προσωπική κράτηση δε μπορεί να έχει αποτέλεσμα, β] όταν η επιβολή της προκαλεί ζημία δυσανάλογα επιβαρυντική για τον οφειλέτη, δηλαδή ζημία που δε βρίσκεται σε αρμόζουσα λογική ακολουθία με τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα (stricto sensu αναλογικότητα) και γ] όταν η προσωπική κράτηση δεν είναι μέσο αναγκαίο, διότι υπάρχει άλλο μέσο ηπιότερο, ικανό να οδηγήσει σε ισοδύναμο αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει όταν ο οφειλέτης έχει ακίνητη περιουσία, η οποία μπορεί να κατασχεθεί ή έχει ήδη κατασχεθεί (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙβ/Ειδικό Μέρος, 2018, § 67, αρ. 29, σελ. 373 – 374).

Εν προκειμένω, αποδεικνύεται ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 515/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έγινε δεκτή αίτηση των εναγόντων και, μεταξύ άλλων, επιδικάστηκαν προσωρινά (σε βάρος και του ενάγοντος και για την ικανοποίηση των ενδίκων αξιώσεών τους) απαιτήσεις της πρώτης ενάγουσας ύψους έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €) και των ανηλίκων τέκνων της ύψους τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €) για καθένα αυτών, καθώς και ότι σε εκτέλεση της αποφάσεως αυτής συντάχθηκε η με αριθμό ………../24.2.2017 έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου ……., με την οποία επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο (οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα του πρώτου ορόφου) της κυριότητας του εναγομένου, κείμενο επί οικοπέδου εντός του οικισμού του χωρίου Κοιλάδας της κτηματικής περιφέρειας της ομώνυμης Τοπικής Κοινότητας του Δήμου Ερμιονίδος, επιφανείας εκατόν έξι τετραγωνικών μέτρων και είκοσι πέντε τετραγωνικών εκατοστών (106,25 τ.μ.) και εκτιμηθείσας αξίας ογδόντα οκτώ χιλιάδων εκατόν εβδομήντα έξι ευρώ (88.176 €), όση η εμπορική του αξία αλλά και η τιμή της ορισθείσας πρώτης προσφοράς στο δημόσιο  πλειστηριασμό που ορίστηκε για τις 18.10.2017. Κατόπιν αυτών και ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, στην περιουσία του εναγομένου περιλαμβάνονται και άλλα εμπράγματα δικαιώματα, κρίνεται ότι η με την εκκαλουμένη σε βάρος του επιβληθείσα προσωπική κράτηση δεν αποτελεί μέτρο αναγκαίο να εξασφαλίσει την ικανοποίηση των αξιώσεων των εναγόντων, υπό την έννοια που πιο πάνω εκτέθηκε. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται αν ληφθεί υπόψη και ότι οι ενάγοντες δεν εισφέρουν αποδείξεις ως προς την πρόθεση του αντιδίκου τους να αποκρύψει τα περιουσιακά του στοιχεία ή περί της αφερεγγυότητάς του ή για την κακή του πίστη ως προς την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την επιβολή προσωπικής κρατήσεως σε βάρος του εναγομένου, ως μέσου αναγκαστικής εκτελέσεώς της και για το λόγο αυτό πρέπει, κατά παραδοχή του αντιστοίχου πέμπτου λόγου της Α έφεσης, να εξαφανιστεί μόνο κατά τη σχετική διάταξή της, που πρέπει να απαλειφθεί από το διατακτικό της. Κατόπιν αυτού παρέλκει η εξέταση του συναφούς τρίτου λόγου της Β έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες διαμαρτύρονται επειδή η εκκαλουμένη δεν απήγγειλε προσωπική κράτηση σε βάρος του εναγομένου ξεχωριστής διάρκειας για την ικανοποίηση της διακριτής απαίτησης ενός εκάστου από αυτούς, ο οποίος στερείται πλέον αντικειμένου.

VIIΙ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η Β έφεση στο σύνολό της και η Α έφεση ως προς τους κριθέντες και ως αβάσιμους απορριφθέντες λόγους της και να γίνει αυτή η τελευταία κατ’ ουσίαν δεκτή μόνον ως προς τον ευδοκιμήσαντα ως άνω πέμπτο λόγο της, προκειμένου να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μόνον ως προς την περί επιβολής προσωπικής κρατήσεως σε βάρος του εναγομένου διάταξη του διατακτικού της και διακρατουμένης της αγωγής να απορριφθεί αυτή κατά το σχετικό αίτημά της ως αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί εκατέρωθεν αίτημα, πρέπει να συμψηφιστούν ολικά μεταξύ τους για τον παρόντα δικαιοδοτικό βαθμό, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους (άρθρα 176, 178 § 1 και 183 ΚΠολΔ), όσον αφορά τις απορριπτικές διατάξεις της παρούσας και, γι’ αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, όσον αφορά τη μερική απόρριψη της αγωγής, επειδή το μέρος της κατά το οποίο απορρίφθηκε δεν έδωσε αφορμή για να αυξηθούν τα έξοδα του εναγομένου (άρθρο 178 § 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις από 3.11.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/3.11.2017 και από 30.11.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../1.12.2017 αντίθετες εφέσεις κατά της με αριθμό 4239/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην του εκ των εφεσιβλήτων της από 3.11.2017 έφεσης ………. και του πρώτου εφεσιβλήτου της από 30.11.2017 έφεσης, κατ’ αντιμωλία δε των λοιπών διαδίκων.

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου που καταβλήθηκε για την από 3.11.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./3.11.2017 έφεση.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 30.11.2017 έφεση στο σύνολό της.

Δέχεται την από 3.11.2017 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη όσον αφορά τον ενάγοντα ………. στο σύνολό της και όσον αφορά τους λοιπούς ενάγοντες εν μέρει, μόνον ως προς τη διάταξή της περί επιβολής προσωπικής κρατήσεως σε βάρος του εκκαλούντος της δεκτής γενομένης εφέσεως.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή όσον μεν αφορά τον εκ των εναγόντων ……….. στο σύνολό της, όσον δε αφορά τους λοιπούς ενάγοντες κατά το περί προσωπικής κρατήσεως αίτημά της.

Απορρίπτει το αίτημα αυτό ως αβάσιμο και την αγωγή κατά το μέρος της που αφορά τις αξιώσεις του ……….. ως απαράδεκτη.

Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Ιουλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ