Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 444/2019

Αριθμός  444/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Aθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια  και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 21.11.2017 (αριθ.κατ…………../2017) έφεση  των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, κατά της υπ’ αριθ. 3735/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, στις 21.11.2017, ήτοι εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, η οποία έλαβε χώρα στις 24.10.2017, όπως προκύπτει από την επισημείωση επιδόσεως επί του προσκομιζομένου επιδοθέντος αντιγράφου αυτής. Συνεπώς, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Οι εκκαλούντες με το από 5.12.2018 δικόγραφο (αριθ.κατ. …………/2018), που παραδεκτώς επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο της εφεσίβλητης ως αντίκλητο (143 παρ. 1 ΚΠολΔ), στις 5.12.2018 (βλ. ……../5.12.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …………………), δηλαδή τριάντα και πλέον ημέρες πριν τη συζήτηση της εφέσεως (αρθ. 520 παρ. ΚΠολΔ), άσκησαν πρόσθετους λόγους εφέσεως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς, εφόσον αυτοί αφορούν κεφάλαιο της εκκαλουμένης που έχει προσβληθεί με την έφεση. Τέλος, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “………..” και τον διακριτικό τίτλο “………….”, νομίμως εκπροσωπουμένη, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, άσκησε παραδεκτώς, στον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρόσθετη υπέρ των εκκαλούντων-εναγομένων παρέμβαση (αρθ. 80 ΚΠολΔ), η οποία κατ’ άρθρο 81 παρ. 1 ΚΠολΔ, κοινοποιήθηκε σε όλους τους διαδίκους (βλ. …/4.12.2018 και ….΄/4.12.2018 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στο Εφετείο Πειραιώς . … . και ………., αντιστοίχως). Τα προαναφερόμενα δικόγραφα (έφεση, πρόσθετοι λόγοι, πρόσθετη παρέμβαση) θα συνεκδικασθούν διότι προδήλως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 246 ΚΠολΔ.

Με την εκκαλουμένη έγινε εν μέρει δεκτή, ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, η από 20.09.2016 (αριθ.κατ. …./2016) αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, εδρεύουσας στη Σαμοθράκη ναυτικής εταιρείας, με την οποία η τελευταία, εξέθεσε τα ακόλουθα: Δραστηριοποιείτο στο χώρο της ακτοπλοΐας με το   Ε/Γ-Ο/Γ  πλοίο “Σ.”, το οποίο, στις 30-3-2008, κατά την είσοδό του στο λιμένα της Χίου, υπέστη σοβαρή βλάβη στο κατώτερο τμήμα του κύτους του και στη δεξιά μηχανή του, κατόπιν προσκρούσεως στο βυθό. Η εναγομένη ετερόρρυθμη εταιρεία είναι μεσίτρια ασφαλίσεων και ο δεύτερος εναγόμενος είναι ο ομόρρυθμος αυτής εταίρος μετέχοντας κατά ποσοστό 95% στο κεφάλαιό της. Το εν λόγω πλοίο, κατά το χρόνο της ανωτέρω προσκρούσεως, ήταν ασφαλισμένο στους αναφερόμενους ασφαλιστές (κοινοπραξία ασφαλιστών-αντασφαλιστών) με τη μεσολάβηση της ελληνικής εταιρείας μεσιτών ασφαλίσεως (broker) …………. (θυγατρικής της ….. Τράπεζας),  η οποία συνέλεγε τις δόσεις του ασφαλίστρου και τις απέδιδε κατ΄αναλογία στους ασφαλιστές, το δε συμβόλαιο ίσχυε από 8.07.2007 έως 8.07.2008. Τον Ιούνιο του 2008, η ενάγουσα αποφάσισε να αλλάξει μεσίτη ασφαλίσεων  και για το λόγο αυτό συνεβλήθη με την εναγομένη, στην οποία ανέθεσε τη σχετική εντολή ανευρέσεως ασφαλιστών και αντασφαλιστών του ένδικου πλοίου για τη σύναψη νέων συμβολαίων,  με ισχύ από 8.7.2008 έως 8.7.2009, ταυτόχρονα δε ανέθεσε στην εναγομένη τη διαδικασία εισπράξεως της ασφαλιστικής αποζημιώσεως της ζημίας που υπέστη το ανωτέρω πλοίο από την προαναφερόμενη πρόσκρουση. Μετά το πέρας των επισκευών του πλοίου, τη συγκέντρωση των τιμολογίων του κόστους επισκευής και τον τεχνικό έλεγχο από τους επιθεωρητές των ασφαλιστών, ανετέθη σε Διακανονιστή Αβαριών (Adjuster)  η σύνταξη εκθέσεως σχετικά με το ποια ποσά έπρεπε να καταβληθούν ως αποζημίωση για την ένδικη ζημία και από ποιον, όπως αυτά αναφέρονται ειδικότερα στην αγωγή. Σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση, η ενάγουσα έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση συνολικό ποσό  537.937,92 ευρώ, από το οποίο καταβλήθηκε στις 17.11.2008 ως προκαταβολή από τους αναφερόμενους ασφαλιστές, ποσό 283.571,43, από το οποίο η ενάγουσα δεν εισέπραξε τίποτα και το εναπομένον υπόλοιπο αποζημίωσης ανερχόταν σε  254.181,36 ευρώ. Η εναγομένη δεν την ενημέρωσε για τα ποσά που εισέπραξε παρά μόνο για δύο περιπτώσεις, και συγκεκριμένα εισέπραξε ποσό 24.335 ευρώ το οποίο κατέβαλε ως αμοιβή του Διακανονιστή και ποσό 107.448,19 ευρώ το οποίο κατέβαλε στην …. Τράπεζα ως ενυπόθηκη δανείστρια του βλαβέντος πλοίου. Μετά ταύτα, ισχυρίστηκε η ενάγουσα ότι έπρεπε να της αποδοθεί ως υπόλοιπο από την οφειλόμενη αποζημίωση, ποσό 405.969,60 ευρώ, το οποίο εισέπραξε η εναγομένη αλλά δεν της απέδωσε γι΄αυτό και την κάλεσε, με εξώδικο που της κοινοποιήθηκε στις 20.11.2009, σε λογοδοσία και απόδοση του ανωτέρω ποσού αλλ’ η εναγομένη απάντησε με επιστολή προς την …. Τράπεζα με ημερομηνία 8.12.2009, την οποία κοινοποίησε και στην ενάγουσα, χωρίς στην ουσία να λογοδοτεί ούτε να της αποδώσει κανένα ποσό αλλά παράνομα ιδιοποιήθηκε την εισπραχθείσα αποζημίωση ως εντολοδόχος. Με βάση το παραπάνω ιστορικό και κατά προσήκουσα εκτίμησή του σε συνδυασμό με το αίτημα, η ενάγουσα ζήτησε, μετά παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται αμφότεροι οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και επικουρικά από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού να της καταβάλουν το ποσό των 405.969,60 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της εξωδίκου οχλήσεως (27.11.2009) άλλως από την επίδοση της προηγούμενης αναφερόμενης αγωγής από την οποία παραιτήθηκε με το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής άλλως από την επίδοση της τελευταίας και να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη.

Η εκκαλουμένη, κατά προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου, δέχθηκε ότι με την αγωγή ασκείται αξίωση από αδικοπραξία (υπεξαίρεση από εντολοδόχο) και την έκρινε νόμιμη, ερειδομένη επί των διατάξεων των άρθρων 15α παρ. 1 Ν. 1569/1985 περί “διαμεσολάβησης στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λπ.”, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ. 17 Ν. 2496/1997 περί “ασφαλιστικής σύμβασης και τροποποιήσεων της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση”, 249 του Ν. 4072/2012, 65, 67, 68, 71, 297, 298, 330, 340, 345 ,361, 481, 681, 713, 719 και 914 ΑΚ, 375 παρ. 2-1 ΠΚ.  Απέρριψε δε ως νόμω αβάσιμη την περί αδικαιολογήτου πλουτισμού επικουρική της βάση, γιατί στηριζόταν στα ίδια πραγματικά περιστατικά με την αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44. 1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45. 475). Ακολούθως, απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες τις περί εκχωρήσεως της ένδικης απαιτήσεως (αποδεχόμενη ως βάσιμη την περί αναβλητικής αιρέσεως υπό την οποία τελούσε η εκχώρηση αντένσταση της ενάγουσας) και περί συμψηφισμού ενστάσεις που πρότειναν οι εναγόμενοι και δεχόμενη εν μέρει την αγωγή, αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των τετρακοσίων χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και εξήντα λεπτών (400.969,60), με το νόμιμο τόκο από τις 12-7-2013 (ημερομηνία ασκήσεως  προηγούμενης όμοιας αγωγής και όχι από 20-11-2009 γιατί με την εξώδικη δήλωση δεν ζητούσε η ενάγουσα κάποιο συγκεκριμένο ποσό). Τέλος καταδίκασε τους εναγομένους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο όρισε στο ποσό  των 13.200 ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα οι εκκαλούντες για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής, όμοιο δε αίτημα έχει και η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ΄ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, καθώς και των α) υπ’ αριθ. ……./28.11.2016 ενόρκου βεβαιώσεως ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………., της μάρτυρος της ενάγουσας, Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, η οποία ελήφθη μετά νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. …../21.12.2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….) και β)  υπ’ αριθ. ………../25-11-2016  ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. ενόρκου βεβαιώσεως της μάρτυρος των εναγομένων, ………., η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. …../22-11-2016  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………), μη λαμβανομένων υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων α) της υπ’ αριθ. ……/28-12-2016 ενόρκου βεβαιώσεως του ………, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., γιατί αυτός ήταν  μέλος του διοικητικού συμβουλίου -Αντιπρόεδρος- της ενάγουσας β)  της υπ’ αριθ. …../13.1.2017 ενόρκου βεβαιώσεως ενώπιον της προαναφερόμενης συμβολαιογράφου, του ……..,  προέδρου του ΔΣ της ενάγουσας και γ) της υπ’ αριθ. ………/25.11.2016 ενόρκου βεβαιώσεως του δευτέρου των εναγομένων και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εξ αυτών εναγόμενης εταιρείας, …………, καθόσον όλοι οι προηγούμενοι έχουν την ιδιότητα του διαδίκου και συνεπώς οι ένορκες βεβαιώσεις τους αποτελούν ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (βλ. ΟλΑΠ 1328/1977, ΑΠ 397/2016, ΑΠ  809/2017 – “Νόμος”),  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η ενάγουσα είναι μονοβάπορη ναυτική εταιρεία, που συστάθηκε μεταξύ της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…………” και της ….. ., δυνάμει του από 29.11.2004 καταστατικού. Το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής αποτελούσαν κατά τον ένδικο χρόνο ο …….., Πρόεδρος, ο …….., Αντιπρόεδρος και ο ………., Γραμματέας. Η ενάγουσα, που τελεί  από το έτος 2012 σε εκκαθάριση, ανήκει στον όμιλο εταιρειών με τον διακριτικό τίτλο “……..”, μητρική εταιρεία του οποίου ήταν η ανωτέρω ανώνυμη εταιρεία “………..”. Στον όμιλο αυτό περιλαμβάνονταν 12 πλοία που ανήκαν σε αντίστοιχες μονοβάπορες εταιρείες. Η πρώτη εναγομένη είναι ετερόρρυθμη εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο ….., που παρέχει υπηρεσίες ασφαλιστικής μεσιτείας και εκπροσωπείται νόμιμα από τον  ομόρρυθμο αυτής εταίρο και διαχειριστή της, δεύτερο εναγόμενο,  ο οποίος μετέχει κατά ποσοστό 95% στο εταιρικό της κεφάλαιο.  Η ενάγουσα είναι πλοιοκτήτρια του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου “Σ.”, το οποίο κατά τα έτη 2007-2008 είχε δρομολογηθεί στη γραμμή Θεσσαλονίκη – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Σάμος. Στις 30.3.2008 υπέστη φθορές και βλάβες στο κατώτερο τμήμα του κύτους του και στη δεξιά μηχανή καθώς προσέκρουσε στο βυθό του λιμένος Χίου. Το εν λόγω πλοίο ήταν  κατά τον ανωτέρω χρόνο ασφαλισμένο σε κοινοπραξία ασφαλιστών και αντασφαλιστών και ειδικότερα, στην ασφάλισή του συμμετείχαν: α) κατά 25% το …….. μέσω της . ..…BROKERS LTD, β) κατά 12,5% η ……… μέσω της ….. . BROKERS SA, γ) κατά 15% η ………. (ναυτασφαλιστικός συνεταιρισμός) μέσω της ……….BROKERS SA, δ) κατά 32,5% …. (δηλαδή διάφοροι ασφαλιστές) μέσω της …….. ASSURANCES με συμμετέχουσες την ………., την ………. και την ………, και ε) κατά 15% … (δηλαδή διάφοροι ασφαλιστές) μέσω της …….. ASSURANCES με επικεφαλής ασφαλιστή την ………, η οργάνωση δε της ασφάλισης είχε ανατεθεί σε ελληνική εταιρεία μεσολαβητών (brokers), ήτοι την “…….”, θυγατρική εταιρεία της …. Τράπεζας, η οποία ταυτοχρόνως είχε αναλάβει και τη συλλογή των δόσεων και την αποστολή τους κατ’ αναλογία στους ασφαλιστές. Τον Ιούνιο   του 2008, η ενάγουσα αποφάσισε να αλλάξει ασφαλειομεσίτες κι έτσι, αντί της . …. BROKERS SA, ανέθεσε στην πρώτη εναγομένη να εξεύρει ασφαλιστές και αντασφαλιστές για την ασφάλιση του πλοίου Σ. για την επόμενη περίοδο από 8-7-2008 έως 8-7-2009, καθώς και να διεκπεραιώσει τη διαδικασία εισπράξεως και αποδόσεως στην ενάγουσα της ασφαλιστικής αποζημιώσεως που εδικαιούτο να λάβει από το προαναφερόμενο ατύχημα. Αν και η ενάγουσα στην αγωγή δεν αναφέρει τον λόγο της ανωτέρω αποφάσεώς της, αυτός οφείλεται στην καθυστέρηση καταβολής της οφειλόμενης αποζημιώσεως από τους ασφαλιστές εξαιτίας του ότι παρέμεναν απλήρωτα ασφάλιστρα παρελθόντων χρονικών διαστημάτων, όπως θα εκτεθεί αναλυτικότερα κατωτέρω.  To ένδικο πλοίο  βαρυνόταν με δύο υποθήκες υπέρ της …. Τράπεζας της Ελλάδος, της οποίας ήδη καθολικός διάδοχος είναι η προσθέτως παρεμβαίνουσα τραπεζική εταιρεία “……..” (. ….), κατόπιν συγχωνεύσεως αυτών δι’ απορροφήσεως της πρώτης από τη δεύτερη (ΦΕΚ 3931/1.7.2013), προς εξασφάλιση της αποπληρωμής δύο συμβάσεων παροχής πιστώσεως σε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που συνήψε η  προαναφερόμενη μητρική εταιρεία “…………” με την ανωτέρω Τράπεζα.  Ειδικότερα, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./28.3.2007 συμβάσεως, η εν λόγω Τράπεζα χορήγησε στην προαναφερόμενη εταιρεία πίστωση σε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι του συνολικού ποσού των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ, η σύμβαση δε αυτή τροποποιήθηκε με νεότερη υπό ημερομηνία 5.11.2007 σύμβαση, με την οποία αυξήθηκε το όριο της πιστώσεως στο ποσό των δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (2.500.000) ευρώ. Μεταξύ των ειδικών όρων που αφορούσαν τις εξασφαλίσεις της δανείστριας τράπεζας, συμφωνήθηκε ότι η πιστούχος ……….. (όρος 6.5 της ανωτέρω …../2007συμβάσεως) “θα τηρεί ασφαλισμένα (προσκομίζοντας αμέσως κάθε φορά τα σχετικά ασφαλιστήρια συμβόλαια) με δαπάνη της και δικαιούχο ασφαλίσματος την Τράπεζα, σε ασφαλιστική εταιρία εγκρίσεως της Τράπεζας, τα ενυπόθηκα πλοία, τα υπέγγυα πράγματα (…) Με τον όρο 6.6 συμφωνήθηκε επίσης ότι “σε περίπτωση παράβασης οποιασδήποτε των άνω υποχρεώσεων η πιστούχος καθίσταται χωρίς όχληση αυτοδικαίως υπερήμερη και τα κονδύλια της πίστωσης είναι αμέσως απαιτητά”. Η ενάγουσα εγγυήθηκε, δυνάμει της από 5.11.2007 “Εγγυήσεως”, ευθυνόμενη ως αυτοφειλέτης, την ολοσχερή και εμπρόθεσμη αποπληρωμή όλων των ποσών που οφείλονταν από την ανωτέρω Πίστωση καθώς και την τήρηση και εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων της Πιστούχου έναντι της Τράπεζας και παρείχε στην Τράπεζα δικαίωμα εγγραφής πρώτης  προτιμώμενης υποθήκης επί του πλοίου της  “Σ.”, μέχρι του ποσού των 3.000.000 ευρώ, η οποία ενεγράφη δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/5.11.2007 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….. Ταυτόχρονα, την ίδια ημερομηνία, η ενάγουσα υπέγραψε με την προαναφερόμενη Τράπεζα σύμβαση “πρώτης προτεραιότητας γενικής εκχωρήσεως των εσόδων, ασφαλειών και (τυχόν) αποζημιώσεως επιτάξεως του “Σ.”, το πρωτότυπο κείμενο της οποίας είναι συντεταγμένο στην αγγλική γλώσσα και προσκομίζεται από τους διαδίκους σε αποσπασματική, μόνο, μετάφραση στην ελληνική,  των επί μέρους όρων που επικαλείται ο καθένας, ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν δύναται να το εκτιμήσει και να εξάγει ασφαλές δικανικό συμπέρασμα αφού οι ειδικότεροι όροι κάθε συμβάσεως γίνονται αντιληπτοί και εκτιμώνται σε σχέση με το όλο κείμενο αυτής και όχι αποσπασματικά. Στο ανωτέρω συμβόλαιο συστάσεως πρώτης προτιμώμενης υποθήκης επί του ένδικου πλοίου, τα μέρη συμφώνησαν ότι ο πλοιοκτήτης (η ενάγουσα) εγγυάται ως αυτοφειλέτης την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση όλων των απαιτήσεων από τη σύμβαση πιστώσεως  καθώς και την τήρηση όλων των υποχρεώσεων της πιστούχου που απορρέουν από αυτή και περαιτέρω ο πλοιοκτήτης (ενάγουσα)  εκχώρησε λόγω ενεχύρου στην ενυπόθηκη δανείστρια τις ασφάλειες, ως ασφάλειες δε νοούνται  “όλα τα ασφαλιστήρια και συμβάσεις ασφαλίσεως (η οποία έκφραση περιλαμβάνει όλες τις εγγραφές του Πλοίου σε Οργανισμό Προστασίας και Αποζημιώσεως ή Κινδύνων Πολέμου), τα οποία συνάπτονται από καιρού εις καιρόν εν σχέσει προς το Πλοίο…” Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./5.11.2007 συμβάσεως πιστώσεως μεταξύ της “………” και της ανωτέρω Τράπεζας συμφωνήθηκε ότι η τράπεζα θα χορηγήσει στην πιστούχο πίστωση σε ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό συνολικού ποσού 1.000.000 ευρώ και η ενάγουσα ως πλοιοκτήτρια του πλοίου Σ. εγγυήθηκε ευθυνόμενη ως αυτοφειλέτης την ολοσχερή και εμπρόθεσμη αποπληρωμή όλων των ποσών που οφείλονται δυνάμει της συμβάσεως πιστώσεως και την τήρηση των λοιπών προαναφερόμενων υποχρεώσεων της πιστούχου και χορήγησε στην Τράπεζα δικαίωμα εγγραφής δεύτερης προτιμώμενης υποθήκης, η οποία συστάθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ…./5.11.2007 συμβολαίου της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου  για ποσό  1.200.000. Ταυτόχρονα παρείχε δεύτερη γενική εκχώρηση λόγω ενεχύρου όλων των ασφαλειών υπό τους ίδιους ως άνω όρους.  Με τους ανωτέρω όρους, όπως αυτοί περιελήφθησαν στο υπ’ αριθ. ……../2007 συμβόλαιο συστάσεως υποθήκης,  συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ως “ασφάλειες” νοούνται όλα τα ασφαλιστήρια και συμβάσεις ασφαλίσεως, τα οποία συνάπτονται από καιρού εις καιρόν εν σχέσει με το Πλοίο και τα Έσοδα αυτού, ότι ο Πλοιοκτήτης ήταν υποχρεωμένος να ασφαλίζει και να τηρεί το πλοίο ασφαλισμένο με δικές του δαπάνες (όρος 6 στοιχ. Α) , να πληρώνει ακριβοχρόνως όλα τα ασφάλιστρα (ορος 6 Ε) και ότι στην περίπτωση ασφαλίσεως κατά κινδύνων πυρός και συνήθων θαλασσίων κινδύνων και πολέμου όλα τα ποσά  τα εισπρακτέα εν σχέσει προς ατύχημα η από το οποίο αξίωση υπερβαίνει το ποσό των 100.000 δολλαρίων ΗΠΑ θα πληρώνονται στον Πλοιοκτήτη μετ΄ έγγραφη προηγούμενη συναίνεση του Ενυπόθηκου Δανειστή, εκτος εάν συμβεί κάποιο γεγονός από τα οριζόμενα στη Ρήτρα 8 και ο ενυπόθηκος δανειστής ειδοποιήσει περί αυτού τους ασφαλιστές οπότε όλες οι ασφαλιστικές αποζημιώσεις θα είναι εισπρακτέες από τον τελευταίο σύμφωνα με τη Ρήτρα 10.1 (γ) του συμβολαίου (ορος 6 στοιχ. Η). Συμφωνήθηκε επίσης (στοιχ. Η) ότι τα προαναφερόμενα αποτελούν περιεχόμενο της “Ρήτρας Ασφαλιστικών Αποζημιώσεων¨ (Loss Payable Clause), που έπρεπε να περιλαμβάνεται σε όλα τα  ασφαλιστήρια συμβόλαια καθώς επίσης ότι αυτά έπρεπε να περιέχουν και σχετική προσήκουσα σημείωση περί του συμφέροντος του ενυπόθηκου δανειστή δυνάμει ειδοποιήσεως εκχωρήσεως (Notice of Assignment). Τα γεγονότα της “Ρήτρας 8” αφορούσαν την μη συμμόρφωση του πλοιοκτήτη στην  καθοριζόμενη στη “Ρήτρα 6”  υποχρέωσή του να έχει το πλοίο ασφαλισμένο με δικές του δαπάνες κατά πυρός και συνήθων θαλασσίων κινδύνων, κινδύνων πολέμου και κινδύνων προστασίας αποζημιώσεως συμπεριλαμβανομένων κινδύνων εκ ρυπάνσεως πετρελαίου. Δηλαδή συμφωνήθηκε ότι  (βλ. “Ρήτρα 8.2α”) εάν ο πλοιοκτήτης δεν συμμορφώνεται προς τις διατάξεις της Ρήτρας 6, ο ενυπόθηκος δανειστής θα δικαιούται (αλλά δεν θα υποχρεούται) να συνάψει ή αντικαταστήσει και ανανεώσει και μετά ταύτα διατηρήσει τις Ασφάλειες και να απαιτήσει όπως όλα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια και λοιπά έγγραφα εν σχέσει προς τις Ασφάλειες (συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών και αλληλογραφία αναφορικά προς εκκρεμείς αξιώσεις) παραδοθούν πάραυτα στους μεσίτες που ο ενυπόθηκος δανειστής ήθελε καθορίσει και “να εισπράξει, λάβει, συμβιβάσει και δώσει πλήρη απαλλαγή για όλες τις αξιώσεις, οι οποίες εκκρεμούν κατά το χρόνο εκείνο ή μετά ταύτα προκύπτουσες εκ των Ασφαλειών ή οιασδήποτε εξ αυτών και να αναλάβει ή αρχίσει (εάν είναι αναγκαίο χρησιμοποιών το όνομα του Πλοιοκτήτου) όλες αυτές τις διαδικασίες, ως ο ενυπόθηκος δανειστής κατά την απόλυτη αυτού διάκριση ήθελε θεωρήσει σκόπιμον και να επιτρέψει στους μεσίτες, μέσω των οποίων γίνεται η είσπραξη ή ανάληψη όπως χρεώνουν τη συνήθη μεσιτική προμήθεια δια ταύτας”.  Στη δε Ρήτρα 10.1 γ, στην εφαρμογή της οποίας παραπέμπουν οι προαναφερόμενες Ρήτρες 6Η και 8.2α, ορίζεται ότι αμέσως μόλις συμβεί γεγονός υπερημερίας ο ενυπόθηκος δανειστής θα δικαιούται πάραυτα, μεταξύ των άλλων, “να συγκεντρώνει, εισπράττει, συμβιβάζει και εξοφλεί δεόντως όλες τις απαιτήσεις εκκρεμούσας κατά τον χρόνον τούτον ή ύστερον εμφανιζόμενας εν σχέσει προς τας  Ασφαλείας ή οιανδήποτε τούτων και να αναλάβει ή αρχίσει (εάν είναι αναγκαίον χρησιμοποιών το όνομα του Πλοιοκτήτου) όλες αυτές τις δικαστικές διαδικασίες εν σχέσει με  τα ανωτέρω ως ο Ενυπόθηκος Δανειστής κατά την απόλυτον διακριτικήν ευχέρειάν του νομίζει πρόσφορον και να επιτρέπει εις οιουσδήποτε ασφαλειομεσίτες μέσω των οποίων είσπραξις τις ή αποζημίωσις επιτυγχάνεται να χρεώνει την ειθισμένην μεσιτείαν προς τούτο”.

Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι μετά το πέρας των επισκευών του πλοίου, τη συγκέντρωση των τιμολογίων του κόστους επισκευής και τον τεχνικό έλεγχο από τους επιθεωρητές των ασφαλιστών ανατέθηκε σε Διακανονιστή Αβαριών (Adjuster), εν προκειμένω στην εταιρεία ………….., να υπολογίσει, με βάση την αναφορά των επιθεωρητών, τους λογαριασμούς εξόδων που απαιτήθηκαν για την αποκατάσταση της ζημίας, και εφαρμόζοντας τους διεθνώς αποδεκτούς κανονισμούς και τους όρους του ασφαλιστήριου συμβολαίου, το συνολικό ποσό αποζημιώσεως και το ποσοστό που αναλογεί σε κάθε έναν από τους ασφαλιστές που συμμετείχαν στην ασφάλιση. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω Διακανονιστής, με την από 12-3-2009 έκθεσή του, αναγνώριζε ότι: i) το συνολικό κόστος επισκευής του πλοίου ανήλθε σε 1.098.751,08 €, ii) το ποσό της αποζημιώσεως των ζημιών που ήταν αποκαταστατέες από τους ασφαλιστές, ως άμεσα συνδεόμενες με το ζημιογόνο γεγονός, ανήρχετο σε 606.252,78 €, και iii) ποσό 492.498,30 € αφορούσε κόστος αποκαταστάσεως το οποίο ήταν στη διακριτική ευχέρεια των ασφαλιστών να αποζημιώσουν και το οποίο οι τελευταίοι (ασφαλιστές), διά επιθεωρητών τους, δεν αναγνώρισαν ως αποζημιωτέο. Από το ποσό δε των 606.252,78 € θα έπρεπε να αφαιρεθεί η συμφωνηθείσα απαλλαγή (deductible), δηλαδή το ποσό που είχε συμφωνηθεί ως όριο μέχρι του οποίου δεν ευθύνεται ο ασφαλιστής και ήταν διαφορετικό για κάθε ένα από τους ασφαλιστές. Ειδικότερα, με βάση το πόρισμα του Διακανονιστή, οι ασφαλιστές όφειλαν να καταβάλουν: i) οι …. (αντασφαλιστές) του ………. ποσό 135.313,20 €, το οποίο προέκυψε μετ’ αφαίρεση του οικείου ποσού απαλλαγής (65.000€) και τον αναλογισμό του υπολοίπου ποσού των (606.252,78€ – 65.000€=) 541.252,78€ στο ποσοστό ασφάλισης (25%). ii) Η . ….. ποσό 67.656,60 €, το οποίο προέκυψε μετ’ αφαίρεση του οικείου ποσού απαλλαγής (65.000€) και τον αναλογισμό του υπολοίπου ποσού των (606.252,78€ – 65.000€=) 541.252,78€ στο ποσοστό ασφάλισης (12,50%). iii) Η …….. ποσό 81.187,92 €, το οποίο προέκυψε μετ’ αφαίρεση του οικείου ποσού απαλλαγής (65.000€) και τον αναλογισμό του υπολοίπου ποσού των (606.252,78€ – 65.000€=) 541.252,78€ στο ποσοστό ασφάλισης (15%). iv) Οι ….. (αντασφαλιστές) της …….. ποσό 172.657,15€, το οποίο προέκυψε μετ’ αφαίρεση του οικείου ποσού απαλλαγής (75.000€) και τον αναλογισμό του υπολοίπου ποσού των (606.252,78€ – 75.000€=) 531.252,78€ στο ποσοστό ασφάλισης (32,50%). Και ν) οι …… της ……………. ποσό 75.937,92€, το οποίο προέκυψε μετ’ αφαίρεση του οικείου ποσού απαλλαγής (100.000€) και τον αναλογισμό του υπολοίπου ποσού των (606.252,78€ – 100.000€=) 506.252,78€ στο ποσοστό ασφάλισης (15%). Έτσι, το συνολικό ποσό που ήταν καταβλητέο για την ένδικη αποζημίωση ανερχόταν σε  532.752,79 ευρώ, από το οποίο η πρώτη δόση ήταν 335.000 ευρώ και η δεύτερη 197.752,79 ευρώ. ‘Ομως, ο ασφαλιστικός οργανισμός ………….  δεν κατέβαλε το ποσοστό της αποζημιώσεως που του αναλογούσε επικαλούμενος απαλλαγή του εξαιτίας παραβιάσεως εκ μέρους της ασφαλισμένης ουσιώδους όρου της ασφαλιστικής συμβάσεως και ειδικότερα παράλειψη της προηγούμενης επιθεωρήσεως του πλοίου. ‘Ετσι το ποσό της αποζημιώσεως που τελικά έπρεπε να καταβληθεί ανερχόταν συνολικά σε 451.564,87 ευρώ. Ειδικότερα, η πρώτη δόση που ήταν καταβλητέα από τους λοιπούς (πλην της ……………..) ασφαλιστές στην εναγομένη για λογαριασμό της ενάγουσας ανήλθε συνολικά στο ποσό των 283.571,43 ευρώ. Από αυτό, ποσό 24.335 ευρώ εισέπραξε και κατέβαλε η εναγομένη στους διακανονιστές αβαρίας για αμοιβή τους, τον Ιούνιο του 2009, κατόπιν προηγούμενης σχετικής εγκρίσεως της ενυπόθηκης δανείστριας  (…. Τράπεζας) και ποσό 107.448,19 ευρώ εισέπραξε και κατέβαλε στην ενυπόθηκη δανείστρια, όπως συνομολογεί η ενάγουσα χωρίς να προβάλει αντίρρηση για το προσήκον της τελευταίας αυτής καταβολής. Η εναγομένη, πριν εισπράξει οποιοδήποτε ποσό από την ένδικη αποζημίωση και πριν διαθέσει αυτό οπουδήποτε, ελάμβανε τις σχετικές οδηγίες και εγκρίσεις εκ μέρους της ενυπόθηκης δανείστριας τράπεζας (βλ. προσκομιζόμενη σχετικά αλληλογραφία), διότι εξαιτίας της μη εμπρόθεσμης καταβολής των ασφαλίστρων εκ μέρους της ενάγουσας που παρέβη την περί τούτου συμφωνηθείσα υποχρέωσή της, είχαν ενεργοποιηθεί οι ανωτέρω όροι 6Η, 8.2α και 10.1.γ του συμβολαίου συστάσεως υποθήκης και η ενυπόθηκη δανείστρια τράπεζα ασκούσε όλα τα από αυτούς απορρέοντα δικαιώματά της που προαναφέρονται εν γνώσει της ενάγουσας, στην οποία είχε κοινοποιηθεί η σχετική αλληλογραφία. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το υπόλοιπο της ανωτέρω προκαταβολής ανερχόταν σε 151.788,24 ευρώ, από το οποίο δεν πληρώθηκε αλλά παρακρατήθηκε ποσό 45.172,09 ευρώ από τις ασφαλιστικές εταιρείες “………….” και “………….”, για οφειλόμενα προς αυτές ασφάλιστρα προηγούμενης ασφαλιστικής περιόδου, ενώ ποσό  7.636.44 ευρώ παρακρατήθηκε για οφειλόμενα ασφάλιστρα προηγούμενης ασφαλιστικής περιόδου από την ασφαλιστική εταιρεία “……………”. Η τελευταία αυτή ασφαλιστική εταιρεία, από το ποσό των 42.857,14 ευρώ που της αναλογούσε να καταβάλει ως αποζημίωση αφού παρακράτησε το προαναφερθέν ποσό των 7.636,44 κατέβαλε το υπόλοιπο εκ ποσού  35.220,70 ευρώ απευθείας στην …….. Τράπεζα ως ενυπόθηκη δανείστρια του βλαβέντος πλοίου. Περαιτέρω, από το προηγούμενο ποσό της προκαταβολής, ποσό 58.223,76 δεν εισπράχθηκε από την εναγομένη αλλά παρακρατήθηκε από τα συνδικάτα των ………. του Λονδίνου που ενεργούσαν μέσω της ασφαλειομεσιτικής εταιρείας ……………, για οφειλόμενα ασφάλιστρα και ειδικότερα ποσό 4.097,23 ευρώ, πληρωτέο στις 8.7.2008, για ασφαλίσεις κατά κινδύνων πολέμου, ποσό 25.014,74 ευρώ πληρωτέο στις 8.7.2008 για ασφάλιση πρόσθετης αξίας, ποσό 4.097,23 ευρώ για δόση ασφαλίστρων, πληρωτέα στις 8.10.2008, για ασφαλίσεις κατά κινδύνων πολέμου και ποσό 25.014,74 ευρώ για δόση ασφαλίστρων, πληρωτέα στις 10.7.2008. Από το ανωτέρω ποσό των 58.223,76 ευρώ που παρακράτησαν οι ……. επεστράφη εκ μέρους τους ποσό 13.534,50 ευρώ που αφορούσε πληρωμή ασφαλίστρων κατά κινδύνων πολέμου γιατί η …. Τράπεζα είχε ήδη προβεί στην πληρωμή του ποσού αυτού ώστε να μην ακυρωθεί η ασφαλιστική σύμβαση έχοντας το δικαίωμα αυτό ως ενυπόθηκη δανείστρια. Περαιτέρω, ποσό  15.350,20 ευρώ που εισέπραξε η εναγομένη ως μέρος της προακαταβολής, δεν το απέδωσε στην ενάγουσα αλλά  πλήρωσε με αυτό ασφάλιστρα σκάφους και μηχανής που όφειλε η ενάγουσα στα συνδικάτα …. για την ασφαλιστική περίοδο 2007/2008. Τέλος, ποσό 26,70 ευρώ παρακρατήθηκε από την εναγομένη για τραπεζικά έσοδα και τα ποσά των 2.835,70 ευρώ και 857,14 ευρώ παρακρατήθηκαν για προμήθεια 1% της εναγομένης και της …. αντιστοίχως επί της πληρωτέας ασφαλιστικής αποζημιώσεως που η καθεμία εξασφάλισε, εν γνώσει της ενυπόθηκης δανείστριας, η οποία επέτρεψε τη χρέωση αυτή, όπως είχε δικαίωμα (βλ. ανωτέρω). Όλες οι προαναφερόμενες εισπράξεις, παρακρατήσεις και καταβολές πλήρως αποδεικνύονται από την προσκομιζόμενη αλληλογραφία μεταξύ της ενυπόθηκης δανείστριας, της εναγομένης και των ασφαλιστών καθώς και από τα σχετικά εμβάσματα και εντάλματα πληρωμής,  έγιναν δε με την προηγούμενη εντολή και έγκριση της ενυπόθηκης δανείστριας, γεγονός που γνώριζε η ενάγουσα τουλάχιστον από τον Φεβρουάριο του 2009, όταν και της απέστειλε η εναγομένη την από 26.2 2009  ηλεκτρονική επιστολή (e-mail) με τις σε αυτή συνημμένη εντολή πληρωμής της ενυπόθηκης δανείστριας και ουδέποτε αντέλεξε, αντιθέτως αφενός σαφώς συνομολογεί ότι καλώς εισέπραξε η ενυπόθηκη δανείστρια το προαναφερόμενο ποσό των 107.448,19 ευρώ αφετέρου την 1.6.2009 απέστειλε επιστολή προς την …… Τράπεζα εγκρίνοντας την ανάλυση λογαριασμού της εναγομένης εταιρείας και συναινώντας στην καταβολή προς αυτήν (τράπεζα) εκ μέρους της εναγομένης εταιρείας των ποσών που η τελευταία είχε εισπράξει από την αποζημίωση. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η δεύτερη και τελευταία δόση της οφειλόμενης ασφαλιστικής αποζημιώσεως ανερχόταν στο ποσό των 167.993,44 ευρώ, χωρίς στο ποσό αυτό να περιλαμβάνεται η οφειλόμενη αποζημίωση από την  ……….., για τους λόγους που προαναφέρονται. Από το ποσό αυτό η εναγομένη εταιρεία  έλαβε από τους προαναφερόμενους ασφαλιστές τα ακόλουθα ποσά: α) Στις 17.7.2009 έλαβε με κατάθεση στο λογαριασμό της “όψεως εταιρειών” στην Τράπεζα …. ποσό 49.102,92 ευρώ από τα συνδικάτα …. που ενεργούσαν μέσω της ασφαλειομεσιτικής εταιρείας ……… αφού προηγουμένως η τελευταία παρακράτησε για δική της προμήθεια ποσό 495,98 ευρώ που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 1% επί του ποσού των 49.598,91 ευρώ που ήταν η πληρωτέα αποζημίωση από τους ανωτέρω ασφαλιστές . β) Στις 30.7.2009 έλαβε ποσό 24.799,46 ευρώ από την “……..” με κατάθεση επιταγής στον προναφερόμενο λογαριασμό. γ) Στις 3.8.2009 έλαβε  ποσό 90.207,16 ευρώ με έμβασμα  στον ανωτέρω λογαριασμό από την εταιρεία ……..  που ενεργούσε για λογαριασμό της ……..  και της …………..,  η πρώτη από τις οποίες όφειλε υπόλοιπο αποζημίωσης ποσού  62.657,15 ευρώ και η δεύτερη ποσού 30.937,92 ευρώ, παρακράτησαν όμως συνολικό ποσό 3.389,91 ευρώ για παλαιότερες οφειλές της ενάγουσας προς αυτούς. Συνολικά δηλαδή η εναγομένη εισέπραξε από τους προαναφερόμενους ασφαλιστές για τη δεύτερη και τελευταία δόση της αποζημίωσης ποσό 164.109,54 ευρώ από το οποίο παρακράτησε την ειθισμένη προμήθειά της ποσοστού 1%, επί του καταβλητέου ποσού των 167.993,44 ευρώ δηλαδή ποσό 1.679,93 ευρώ. Περαιτέρω, από το ανωτέρω εισπραχθέν ποσό, η εναγομένη εταιρεία κατέβαλε ποσό 8.000 ευρώ στην εταιρεία ………ως αμοιβή της τελευταίας για την επιθεώρηση επτά των πλοίων της …… ώστε αυτά να ασφαλισθούν, το δε υπόλοιπο η εναγομένη κατέβαλε για την πληρωμή μέρους των οφειλομένων ασφαλίστρων τόσο του πλοίου Σ. όσο και του πλοίου ΣΙΙ, που επίσης ήταν υποθηκευμένο στην …. Τράπεζα καθώς επίσης και για ασφάλιστρα άλλων πλοίων του στόλου της δανειολήπτριας μητρικής εταιρείας …….., για τα ασφαλιστικά έτη 2009/2010 και 2010/2011, σχετικά με την ασφάλιση αυτών κατά ένα ποσοστό από κινδύνους λιμένος, σκάφους και μηχανής, την παραπάνω δε πληρωμή γνωστοποίησε η εναγομένη τόσο προς την ενάγουσα όσο και προς την …. Τράπεζα με την από 8.12.2009 προς αυτές επιστολή της και με την κοινοποίηση των αντίστοιχων χρεωστικών σημειωμάτων της και αντιγράφων των ασφαλιστικών συμβολαίων. Ταυτοχρόνως, η ενυπόθηκη δανείστρια προέβη ως είχε δικαίωμα και πρόδηλο συμφέρον για τη μη ακύρωση των αντίστοιχων ασφαλιστικών συμβολαίων στην πληρωμή μέρους των ασφαλίστρων τόσο του ένδικου πλοίου όσο και του πλοίου ΣΙΙ, του οποίου επίσης ήταν ενυπόθηκη δανείστρια. Επομένως, ό,τι ποσό εισέπραξε η εναγομένη εταιρεία από την ένδικη ασφαλιστική αποζημίωση το διέθεσε για την πληρωμή των ανωτέρω υποχρεώσεων της ενάγουσας και δεν το ιδιοποιήθηκε ενσωματώνοντας αυτό στη δική της περιουσία.

Ενόψει των προαναφερθέντων, αποδεικνύεται καταρχήν ότι η εναγομένη εταιρεία δεν εισέπραξε από την ένδικη ασφαλιστική αποζημίωση ποσό 532.752,79 ευρώ, όπως εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη, αλλά ποσό 149.995,79 ευρώ από την πρώτη δόση και ποσό 162.429,42 ευρώ από τη δεύτερη και συνολικά 312.425,21 ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα ποσά κάθε δόσης είτε καταβλήθηκαν απευθείας από τους ασφαλιστές στην ενυπόθηκη δανείστρια-προσθέτως παρεμβαίνουσα είτε παρακρατήθηκαν εκ μέρους των ασφαλιστών για οφειλόμενα προς αυτούς ασφάλιστρα και προμήθεια της ασφαλειομεσίτριας …., η δε εταιρεία ………… ουδέποτε κατέβαλε το ποσό της αποζημιώσεως που της αναλογούσε. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι το παραπάνω εισπραχθέν από αυτή ποσό η εναγομένη εταιρεία δεν  το ενσωμάτωσε στην περιουσία της αλλά το διέθεσε για την πληρωμή των υποχρεώσεων της ενάγουσας και της πιστούχου εταιρείας, που αναλυτικά ανωτέρω αναφέρονται, καθώς και μικρό μέρος αυτού για την ειθισμένη μεσιτική της προμήθεια και τραπεζικά έξοδα. ΄Ολα δε τα προαναφερθέντα έγιναν καθ’ υπόδειξη και με την έγκριση της ενυπόθηκης δανείστριας-προσθέτως παρεμβαίνουσας- η οποία, ενόψει της ενεργοποιήσεως των προαναφερόμενων όρων της συμβάσεως εγγυήσεως και της συμβάσεως παραχωρήσεως υποθήκης, εξαιτίας της εκ μέρους της ενάγουσας -πλοιοκτήτριας- καθυστερήσεως, τουλάχιστον από τις 8.7.2008, της πληρωμής των ανωτέρω ασφαλίστρων, άσκησε το δικαίωμά της να εισπράξει την ασφαλιστική αποζημίωση και να αναλάβει κατά την κρίση της την όλη διαδικασία επιτρέποντας επιπλέον στους ασφαλειομεσίτες να χρεώσουν τη συνήθη μεσιτική τους αμοιβή. Ουδέποτε δε η ενυπόθηκη δανείστρια παραχώρησε στην εναγομένη εταιρεία ή στους ασφαλιστές την έγγραφη συναίνεσή της ώστε να καταβάλουν αυτοί το ασφάλισμα, το οποίο υπερέβαινε τις 100.000 δολλάρια ΗΠΑ, στην πλοιοκτήτρια, όπως προέβλεπε ο προαναφερόμενος όρος 6Η του υποθηκικού συμβολαίου. Αντιθέτως, όσοι από τους ασφαλιστές είχαν λάβει κοινοποίηση της ρήτρας εκχωρήσεως κατέβαλαν απευθείας στην ….. Τράπεζα το ασφάλισμα (πχ η . …..) ενώ οι υπόλοιποι το κατέβαλαν, μετά από τις απαραίτητες εξουσιοδοτήσεις εκ μέρους της ασφαλισμένης, στην εναγομένη εταιρεία που είχε αναλάβει τη διαδικασία της εισπράξεως και πάντοτε υπό την έγκριση της ενυπόθηκης δανείστριας Τράπεζας, η οποία ενημερωνόταν για κάθε στάδιο της διαδικασίας. ‘Εσφαλε επομένως, η εκκαλουμένη που έκρινε ότι η πρώτη εναγομένη δια του νομίμου εκπροσώπου της, δεύτερου εναγομένου, υπεξαίρεσε ποσό 400.969,60 ευρώ που είχε εισπράξει ως ασφαλιστική αποζημίωση για λογαριασμό της ενάγουσας και ακολούθως αναγνώρισε την υποχρέωση των ανωτέρω να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό αυτό. Κατά συνέπεια, πρέπει, κατ’ αποδοχή της εφέσεως, των προσθέτων λόγων και της προσθέτου παρεμβάσεως ως και κατ΄ουσίαν βάσιμων,  να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να επιστραφεί το παράβολο στους καταθέσαντες και ακολούθως αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ’ ουσίαν να απορριφθεί η αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), η οποία καθορίζεται σύμφωνα με την αξία του αντικειμένου της δίκης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 63 παρ.1.i.β΄, 68 και 69 παρ. 1 Ν 4194/2013 (κώδικας δικηγόρων), στο ποσό των 18.000 ευρώ,  καθώς και στα έξοδα της προσθέτως παρεμβαίνουσας του παρόντος βαθμού τα οποία ορίζονται στο ποσό των 600 ευρώ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων την έφεση, τους προσθέτους λόγους και την πρόσθετη παρέμβαση.

-Δέχεται αυτά τυπικά και κατ΄ουσίαν.

-Διατάζει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους εκκαλούντες.

-Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 3735/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από 20.9.2016 (ΓΑΚ …. ΕΑΚ/…../2016) αγωγή.

-Απορρίπτει αυτή.

-Καταδικάζει την ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας την οποία οριζει στο ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων (18.000) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της προσθέτως παρεμβαίνουσας του παρόντος βαθμού, την οποία ορίζει στο ποσό των 600 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την    και δημοσιεύθηκε στις 31 Ιουλίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ