Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 485/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Εργατική, μισθοί υπερημερίας αποζημίωσης απόλυσης, καταχρηστική άσκηση αγωγής (281 ΑΚ)  αδικαιολόγητη απουσία εργαζόμενης

 

Αριθμός  απόφασης : 485/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 3-5-2017 και με αριθ. κατάθεσης  ………../8-5-2017  έφεσή της ενάγουσας και  ήδη εκκαλούσας, κατά της με αρ. 1224/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των  περιουσιακών/εργατικών διαφορών έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα,  δεδομένου ότι  δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της.  Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 613 αρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015).

Mε την   από αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι στις 23-11-1997 συνήψε με την πρώτη εναγόμενη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως τηλεφωνήτρια και  τοποθετήθηκε στη θέση της γραμματέως στο γραφείο Προέδρου, ενώ από τον Απρίλιο του έτους 2011, κατόπιν προφορικών αποφάσεων των εκάστοτε Προέδρων της …………. απασχολήθηκε σε διάφορες υπηρεσίες εκτός αυτής. Ότι το Νοέμβριο του έτους 2014 ζήτησε εξάμηνη άδεια άνευ αποδοχών και  το αίτημα της έγινε δεκτό από τον τότε Πρόεδρο της ………., που της χορήγησε  προφορικά την αιτηθείσα άδεια, παρόλα αυτά όμως  στις 29-04-2015 η πρώτη εναγόμενη κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας της, χωρίς να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, επικαλούμενη  την αδικαιολόγητη απουσία της. Ότι οι πραγματικοί λόγοι της καταγγελίας ήταν ότι  είχε αντίθετες πολιτικές θέσεις με τον δεύτερο και τρίτο των εναγόμενων και ότι  αρνήθηκε να συναντηθεί κατ’ ιδίαν με τον τρίτο εναγόμενο. Ότι για τους λόγους αυτούς η καταγγελία της ως άνω εργασιακής της σύμβασης είναι άκυρη και καταχρηστική, καθισταμένης της πρώτης εναγόμενης υπερήμερης, οφείλοντας σ΄αυτήν μισθούς υπερημερίας από το μήνα Μάιο έως και το Νοέμβριο έτους 2015 (με μηνιαίο μισθό κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στο ποσό των 956 ευρώ), άδεια και επίδομα αδείας 2015, καθώς και Δώρο Χριστουγέννων 2015. Ότι η μη αποδοχή της εργασίας της και η μη καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης συνιστούν αδικοπραξία, η οποία διαπράχθηκε από την πρώτη εναγομένη δια των καταστατικών της οργάνων, ήτοι των δευτέρου και τρίτου εναγομένων, εξαιτίας της οποίας υπέστη ηθική βλάβη. Επικουρικώς  σε περίπτωση που κριθεί νόμιμη η καταγγελία της εργασίας της, οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν  το ποσό των 15.614 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δήλωσης της πληρεξούσιας της δικηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επαναλαμβάνεται αναλυτικά στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε στο ακροατήριο (αρθρ. 223, 224, 295  1 και 591 §1 ΚΠολΔ), ζήτησε, να αναγνωριστεί ότι η από 29-04-2015 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της τυγχάνει άκυρη, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της με την απειλή, σε περίπτωση άρνησης της, χρηματικής ποινής 100 ευρώ για κάθε ημέρα παράβασης, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να της καταβάλλει το συνολικό ποσό των 3.824 ευρώ για μισθούς υπερημερίας μηνών Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 2015 και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 5.258 ευρώ για μισθούς υπερημερίας μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2015, επίδομα και αποδοχές αδείας και Δώρο Χριστουγέννων 2015,  με το νόμιμο τόκο από τότε  που κάθε μισθός κατέστη απαιτητός, άλλως από την επίδοση της αγωγής καθώς και  να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, να της καταβάλουν  εις ολόκληρον, το ποσό των 20.000 ευρώ  για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο  από τότε που το κονδύλι αυτό κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά σε περίπτωση που κριθεί νόμιμη η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρον, να της  καταβάλουν το ποσό των 15.614 ευρώ, που αντιστοιχεί στη νόμιμη αποζημίωση της απόλυσης, με το νόμιμο τόκο από τότε το κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Επικουρικά επίσης ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν  το ποσό των 9.082 ευρώ, έχοντας καταστεί αδικαιολογήτως πλουσιότεροι σε βάρος της.  Τέλος, να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, αφού απέρριψε την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού ως  αόριστη  απέρριψε στη συνέχεια την αγωγή  ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά παραδοχήν ένστασης των εναγόμενων από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά της απόφασης αυτής βάλλει  η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.

Κατά το άρθρο 5§3 του ν. 3198/1955, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2§4 του ν. 2556/1997, η καταγγελία της εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυομένου στο τηρούμενο για το ΙΚΑ μισθολόγιο ή έχει ασφαλισθεί ο απολυόμενος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού αυτή με την ποινή της ακυρότητας πρέπει να γίνει εγγράφως, δηλαδή η δήλωση βούλησης του εργοδότη για την Καταγγελία της εργασιακής σύμβασης πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου και το τελευταίο αυτό να εγχειρισθεί, με οποιονδήποτε τρόπο, στον απολυόμενο, ώστε να, μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του, καθώς και ότι η καταγγελία, εκτός από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις (υποβολή μήνυσης για αξιόποινη πράξη, ανώτερα βία), ανεξάρτητα από το λόγο που την προκάλεσε, πρέπει να συνοδεύεται με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης στον απολυόμενο. Επομένως, ο εργοδότης οφείλει την αποζημίωση αυτή και όταν κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας για κάθε άλλη, εκτός των ανωτέρω περιπτώσεων, υπαίτια μη εκπλήρωση της παροχής του εργαζόμενου. Όταν όμως ο τελευταίος δεν εκπληρώνει ή εκπληρώνει πλημμελώς τις συμβατικές του υποχρεώσεις κακόβουλα, δηλαδή με αποκλειστικό σκοπό να εξαναγκάσει τον εργοδότη, να τον απολύσει για να εισπράξει τη νόμιμη αποζημίωση, τότε η ενάσκηση της αξίωσής  του για την καταβολή της αποζημιώσεως της απολύσεως υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και συνεπώς είναι καταχρηστική με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 του Α.Κ.  (ΑΠ 258/2019,  ΑΠ 222/2019,   ΑΠ 525/2016,  ΑΠ 182/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 695/2007  ΕΕργΔ 2008.1562 με σημείωμα σύνταξης υπό Εμμ. Βλαστό, ΑΠ 526/1998 ΔΕΝ 1998.1221,. Ι.Κουκιάδης Εργατικό Δίκαιο 2017 σελ. 945-947, Ληξουριώτης Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Ουσιαστικά και Δικονομικά Ζητήματα 2005, σελ.1411-1415,  Δ.Ζερδελής το Δίκαιο της Καταγγελίας της Σύμβασης Εξαρτημένης Εργασίας 2002  σελ. 496 -499).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται,  είτε για να ληφθούν υπόψη  ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ), χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη οι με αρ. …./2017 και …./1987 ένορκες   βεβαιώσεις που ελήφθησαν με την επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς  για την παρούσα δίκη,  καθώς δεν προσκομίζονται οι εκθέσεις επιδόσεως προς τους εναγόμενους –  εφεσίβλητους,  με τις οποίες κλήθηκαν στη σύνταξή τους,  αποδείχθηκαν, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η …………(εφεξής …….), αποτελεί  δημοτική επιχείρηση, η οποία λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Π.Δ. 410/1995, Ν. 3463/2006, Νόμος 3852/2010 – Καλλικράτης) και της ειδικής νομοθεσίας που διέπει τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Λειτουργεί τον δημοτικό ραδιοφωνικό Σταθμό του Δήμου …. «…………», ο οποίος είναι ενημερωτικός, και διοικείται από 11 μελές Διοικητικό Συμβούλιο,  το οποίο ορίζεται με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ……, τα δε θέματα προσωπικού ρυθμίζει ο Κανονισμός  προσωπικού. Στον ανωτέρω  κανονισμό προβλέπονται άδειες κανονικές, ετήσιες, κύησης, θηλασμού, σπουδών (άρθρο 8) και αναρρωτικές άδειες (άρθρο 9). Βραχυχρόνιες αναρρωτικές άδειες χορηγούνται με  υπεύθυνη δήλωση του  υπαλλήλου ή γνωμάτευση θεράποντος ιατροί έως  2 ημέρες, με γνωμάτευση του θεράποντος ιατρού έως  3 ημέρες με γνωμάτευση  Διευθυντή κλινικής έως 5 ημέρες (άρθρο 9  § 6).  Αναρρωτική άδεια  άνω των 10 ημερών χορηγείται κατόπιν γνωμάτευσης της οικείας υγειονομικής επιτροπής, εκτός αν χορηγείται από βάσει κοινής γνωμάτευσης διευθυντή κλινικής δημοσίου νοσοκομείου και ιατρού του ιδίου νοσοκομείου (§7). Η επιχείρηση διατηρεί το δικαίωμα να μην εγκρίνει την άδεια (§ 4) και αδικαιολόγητες και συνεχείς απουσίες είναι δυνατό να θεωρηθούν ως καταγγελία της σύμβασης από πλευράς του εργαζόμενου (§ 9). Εξάλλου, η αυθαίρετη απουσία από την εργασία θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα, που τιμωρείται με την πειθαρχική ποινή της  απόλυσης, προκειμένου για αδικαιολόγητες συχνές απουσίες (άρθρο 12 αρ.1 και § 4). Η σύμβαση εργασίας λύνεται λόγω αδικαιολόγητης συνεχούς απουσίας για 30 εργάσιμες ημέρες, οπότε θεωρείται οικειοθελής αποχώρηση (άρθρο 13 § 3). Εξάλλου, η ενάγουσα – εκκαλούσα προσλήφθηκε στις   24-11-1997 στον Πειραιά από τον τότε νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγόμενης αρχικά με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου 4 μηνών, προκειμένου να εργαστεί ως τηλεφωνήτρια προγράμματος από Δευτέρα έως Παρασκευή για 30 ώρες εβδομαδιαίως, με συμβατικά καθορισμένες μηνιαίες αποδοχές, ποσού 152.148 δρχ.  Στη  συνεχεία καταρτίσθηκε η από 1-04-1998 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όπως τροποποιήθηκε με το από 19-07-2000 συμφωνητικό τροποποίησης σύμβασης εργασίας κατά το οποίο  η ενάγουσα θα απασχολείτο ως τηλεφωνήτρια από Δευτέρα έως Παρασκευή αντί μηνιαίων αποδοχών ποσού 201.700 δρχ.  Με την από 19-09-2005 σύμβαση εργασίας η ενάγουσα μετατάχθηκε από τον κλάδο ΔΕ τηλεφωνητριών στον κλάδο ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων και συμφωνήθηκε να λαμβάνει τον καθοριζόμενο από την οικεία ΣΣΕ μισθό.  Με  παρεμβάσεις των εκάστοτε Δημάρχων ….. η ενάγουσα απασχολήθηκε σε άλλες υπηρεσίες, ενώ  εξακολουθούσε να πληρώνεται από την πρώτη εναγομένη. Ενδεικτικά η  ενάγουσα απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 31-05-2002 έως 5-06-2003,  καθώς και από   13-07-2004   έως   16-11-2004   στην   ……   (Δημοτική Επιχείρηση Πολιτιστικής Ανάπτυξης …….). Το Νοέμβριο του 2004 επέστρεψε στην πρώτη εναγόμενη κατόπιν παρέμβασης της τότε  Προέδρου της ……….., και αφού ήδη είχαν αποσταλεί τρεις επιστολές στην ενάγουσα που την καλούσαν ενώπιον του Δ.Σ. της ……… προκειμένου να λυθεί το θέμα της εργασιακής της σχέσης (βλ. τα υπ’ αριθμ. πρωτ. ………….. έγγραφα της …….. και τα υπ’ αριθμ. πρωτ. ………… έγγραφα της …….) Με το υπ’ αριθμ. …./1-04-2014 έγγραφο του Δήμου …. – Γραφείο Δημάρχου, η ενάγουσα τοποθετήθηκε στη γραμματειακή υποστήριξη της Διεύθυνσης Μηχανολογικού – Ηλεκτρολογικού του Δήμου …….,  εξακολουθώντας να μισθοδοτείται  από τη ………. (βλ. ανωτέρω έγγραφο Δήμου …… και υπ’ αριθμ. πρωτ. …./3-04-2014 έγγραφο …….), όμως σύμφωνα με το  υπ’ αριθμ. πρωτ. …./30-01-2015 έγγραφο της της Διεύθυνσης αυτής δεν είχε   παρουσιαστεί  στο τμήμα αυτό η ενάγουσα  και δεν παρείχε καμία εργασία. Η ενάγουσα καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής της πορείας δεν επιδείκνυε συνέπεια, καθώς άλλοτε καθυστερούσε στην προσέλευση, είτε   ορισμένες ημέρες δεν εμφανιζόταν καθόλου (βλ. τα από 1-10-2003, 25-02-2004 και 11-03-2004 έγγραφα της ……. προς την ενάγουσα, καθώς και τις από 23-11-2003, 10-02-2004 και 5-03-2004 επιστολές της ενάγουσας προς τους υπευθύνους της …..που προσκομίζουν οι εναγόμενοι και το με αρ. πρωτ. …/30.1.2015 έγγραφο της …..). Τον Ιούλιο του έτους 2014 η ενάγουσα ζήτησε τηλεφωνικά από τον Διευθυντή Διοικητικού και Τεχνικού Τμήματος ……… ………. (ο οποίος εξετάστηκε  και ως μάρτυρας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) να λάβει την κανονική της άδεια των 25 ημερών, χωρίς να αποστείλει έγγραφη ή ηλεκτρονική αίτηση. Στις 26-08-2014  ζήτησε να της χορηγηθεί άδεια άνευ αποδοχών για το μήνα Σεπτέμβριο 2014, η οποία εγκρίθηκε (βλ. το από 26-08-2014 έντυπο αιτήσεως) και ακολούθως ζήτησε πάλι τηλεφωνικά, άδεια άνευ αποδοχών για το μήνα Οκτώβριο του έτους 2014, η οποία επίσης έγινε δεκτή. Σημειωτέον ότι παρότι είχε άδεια άνευ αποδοχών, πληρώθηκε κανονικά το μισθό της για το χρονικό διάστημα από 5-09-2014 έως 31-10-2014 με εντολή του τότε Προέδρου Δ.Σ. της ……. ………… Με το από 14-11-2014 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε στον ανωτέρω ……….. ζήτησε πάλι άδεια άνευ αποδοχών  επικαλούμενη σοβαρούς λόγους υγείας. Για το νέο αίτημα της  ο προαναφερόμενος της ζήτησε  να  προσκομίσει τα σχετικά έγγραφα ιατρών – νοσοκομείων,  καθώς η ενάγουσα του δήλωσε τηλεφωνικά  ότι είχε πέσει και είχε σπάσει το πόδι της. Παρά τις συνεχείς οχλήσεις του ανωτέρω η ενάγουσα  δεν απέστειλε το παραμικρό στοιχείο που να δικαιολογεί την μακρόχρονη απουσία της. Με νέο από 15-01-2015 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ζήτησε να της χορηγηθεί δίμηνη άδεια άνευ αποδοχών από 1-01-2015 έως 28-02-2015, πάλι   για σοβαρούς λόγους υγείας. Ο ανωτέρω αυθημερόν της  απάντησε ότι,  εφόσον επρόκειτο για θέμα υγείας, όφειλε  να προσκομίσει δικαιολογητικά ιατρών – νοσοκομείων για την κατάσταση της υγείας της, τονίζοντάς της ότι ο νέος Πρόεδρος του Δ.Σ. της ….. ………..  σε θέματα νομιμότητας ήταν κάθετος και  καθώς η ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε, με νέο ηλεκτρονικό του μήνυμα στις  22-01-2015 την ενημέρωσε ότι ο Πρόεδρος δεν ενέκρινε την  άδεια και την καλούσε να προσέλθει στην εργασία της, άλλως  θα θεωρείτο ως μονομερής καταγγελία της σύμβασης  από πλευράς της και θα ακολουθείτο η νόμιμη διαδικασία.  Η ενάγουσα όμως δεν προσήλθε στην εργασία της και μάλιστα μετά το  με αρ. πρωτ. …./28-01-2015 έγγραφο   του ………… προς τη  Διεύθυνση Μηχανολογικού – Ηλεκτρολογικού, που φερόταν ότι ανήκε η ενάγουσα, η Διεύθυνση αυτή  απάντησε με το  υπ’ αριθμ. πρωτ. …../30-01-2015 έγγραφο της, όπως προαναφέρθηκε,  ότι  ουδέποτε είχε  παρουσιαστεί η ενάγουσα  στη Διεύθυνση και δεν παρείχε καμία εργασία. Ο ίδιος Διευθυντής Προσωπικού εκπροσωπώντας την …. με  την  υπ’ αριθμ. …./3-2-2015 κλήση κάλεσε την ενάγουσα σε απολογία, η οποία της απεστάλη με συστημένη επιστολή,  η οποία όμως, παρότι εστάλη ειδοποίηση στη διεύθυνση που πράγματι έμενε η ενάγουσα, επιστράφηκε  από το ταχυδρομείο ως αζήτητη στις 12-03-2015. Η ενάγουσα,  με το από 5-02-2015 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αναφέροντας για πρώτη φορά  συγκεκριμένα  προβλήματα υγείας,  παθολογικό και ψυχολογικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε από το θάνατο του πατέρα της και ότι είχε χτυπήσει το δεξί της πόδι,  επέμενε στο αίτημα της για χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών έως το τέλος Φεβρουαρίου 2015,  χωρίς όμως και πάλι να αποστείλει κάποιο δικαιολογητικό. Στις 10-03-2015 στο τελευταίο της μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της ……. δήλωσε ότι την 1-04-2015 θα προσερχόταν  να αναλάβει εργασία. Όμως ουδέποτε προσήλθε την άνω ημερομηνία, ούτε έκτοτε επικοινώνησε με την πρώτη εναγόμενη, με συνέπεια ο Διευθυντής προσωπικού  ………… να συντάξει στις 2-04-2015  την υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/2-04-2015 αναφορά περί της μη εμφανίσεως της. O  Πρόεδρος της …….., εκπροσωπώντας αυτήν, με βάση την εισήγηση του τελευταίου,  με την υπ’ αριθμ. …./22-04-2015 (αριθμ. πρωτ. ………../22-04-2015) απόφασή του,  λόγω της συνεχούς και αδικαιολόγητης απουσίας της ενάγουσας  από την εργασία της από 6-09-2014 έως 20-04-2015,  κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας αυτής. Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε με τη συνεδρίαση του Δ.Σ. της …….. που πραγματοποιήθηκε στις 23-04-2015 (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. …../24-04-2015 απόσπασμα από τα πρακτικά του Δ.Σ.) κι επιδόθηκε  στις 29-04-2015 με  εξώδικη δήλωση την ενάγουσα,  με την οποία η ….. την ενημέρωνε ότι μπορούσε να ασκήσει ένσταση ενώπιον του Δ.Σ. της …… εντός 7 ημερών από τη λήψη της εξωδίκου επιστολής (βλ. την υπ’ αριθμ. ………-04-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών . …..). Πράγματι η ενάγουσα άσκησε (εκπρόθεσμα) την από 12-05-2015 (αριθμ. …/20-05-2015) ένσταση της ενώπιον του Δ.Σ. της …….., επικαλούμενη ότι η απουσία της ήταν δικαιολογημένη, διότι από το Νοέμβριο του έτους 2014 είχε λάβει προφορικά εξάμηνη άδεια άνευ αποδοχών, από τον πρώην Πρόεδρο της ……. ……………  Στη συνεδρίαση  του  Δ.Σ. 23-07-2015 κατά την εκδίκαση της ένστασης δεν παραστάθηκε η ενάγουσα, αλλά μόνο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ………, ο οποίος ανέφερε ότι  η ενάγουσα είναι υγιής και έχει ξεπεράσει το θέμα υγείας που αντιμετώπιζε τις τελευταίες 20 ημέρες πριν τη συνεδρίαση (βλ. σελ. 8 των από 23-07-2015 πρακτικών Δ.Σ.), ενώ για το προηγούμενο του Απριλίου χρονικό διάστημα δεν είχε κάποιο στοιχείο σχετικά με την υγεία της ενάγουσας (σελ. 13 πρακτικών). Ο ανωτέρω πληρεξούσιος δεν επικαλέστηκε μακρόχρονη ασθένεια της ενάγουσας, παρά μόνο προβλήματα  με τη μητέρα της,  η δε  θέση της  ενάγουσας ήταν, όπως τη μετέφερε,  ότι θεωρούσε δικαιολογημένη την απουσία της, λόγω εξάμηνης προφορικής άδειας που είχε λάβει και ζητούσε  προκειμένου να επιστρέψει στην εργασία της, είτε να επιστρέψει στη θέση της ως γραμματέας διοίκησης, όπως ανέφερε η σύμβασή της, είτε να της ανατεθεί κάποια ραδιοφωνική εκπομπή βραδινές ώρες. Το Δ.Σ. με ομόφωνη απόφαση του απέρριψε την ανωτέρω ένσταση και διατήρησε σε ισχύ την από 23-04-2015 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. (βλ. υπ’ αριθμ. 538/24-07-2015 απόσπασμα ανωτέρω πρακτικών), για την απόρριψη δε αυτή ενημέρωσε με την από 29-07-2015 εξώδικη επιστολή του την ενάγουσα (βλ. την υπ’ αριθμ. …/29-07-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….). Την ίδια ημέρα τέλος (23-07-2015) συντάχθηκε το έγγραφο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας (βλ. προσκομιζόμενη από 23-07-2015 καταγγελία),  χωρίς να της καταβληθεί αποζημίωση απόλυσης. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα  από το Νοέμβριο του 2014  δεν τελούσε σε άδεια   και  έλλειπε  αδικαιολόγητα από την υπηρεσία της. Η άδεια που της είχε χορηγηθεί (προφορικά)  δεν ήταν πέραν τις 30.10.2014  και για το λόγο αυτό η ίδια ζήτησε  με  e mail της  14.11.2014 νέα άδεια άνευ αποδοχών. Σε κάθε περίπτωση, από τον Ιανουάριο του 2015 ήταν σαφές ότι δεν τελούσε σε άδεια και με το από 22.1.2015  e mail   του ο Διευθυντής προσωπικού την κάλεσε να επανέλθει στην εργασία της.  Όλο  το  διάστημα της απουσίας της, από 6-09-2014 έως 20-04-2015 δεν  προσκόμισε στην πρώτη εναγόμενη κάποιο πιστοποιητικό ιατρού ή νοσοκομείου που να επιβεβαιώνει ότι είχε πρόβλημα υγείας, ούτε ακόμα πρόβαλλε παρόμοιο ισχυρισμό ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της κατά τη συζήτηση της ένστασής της. Η κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως,  μητέρας της,  ότι τα πιστοποιητικά ιατρών προσκομίστηκαν στη   ρεσεψιόν – Γραμματεία της …….., χωρίς όμως  να πρωτοκολληθούν ελλείψει πρωτοκόλλου,  δεν είναι επαρκής από μόνη της  για την απόδειξη του σχετικού ισχυρισμού, ενώ όπως κατέθεσε ο μάρτυρας ανταποδείξεως, υπήρχε πρωτόκολλο από την ίδρυση της πρώτης εναγόμενης, και οποιοδήποτε έγγραφο προοριζόταν γι΄αυτόν θα το λάμβανε οπωσδήποτε γνώση.  Εξάλλου η ενάγουσα προσκόμισε  για πρώτη φορά στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  ιατρικές γνωματεύσεις ιδιωτών ιατρών και όχι δημοσίων νοσοκομείων, όπως επέτασσε ο Κανονισμός Εργασίας της …………. Σύμφωνα με την από 26-03-2015,  ιατρική γνωμάτευση του ιατρού ειδικού παθολόγου του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» …………,  η ενάγουσα εξετασθείσα αυθημερόν,  βρέθηκε να πάσχει από κατάθλιψη και οσφυαλγία και για το λόγο αυτό όφειλε  να απόσχει από την εργασία της έως τις 11.4.2015. ¨Ομοιο περιεχόμενο έχει και η από 10-4-2015 ιατρική γνωμάτευση του ιδίου, που παρατείνει την αποχή από την εργασία της ενάγουσας το διάστημα από 11.4.2015 έως 25.4.2105, ενώ η από 26.10.2015 γνωμάτευση του ιδίου επίσης  είναι αναλυτικότερη και αναφέρει ότι η ενάγουσα έπασχε από βαρεία κατάθλιψη, λόγω της απώλειας του πατέρα της, οσφυαλγία και γοναλγία και  δύναται πλέον να εργασθεί. Ο ιατρός όμως αυτός είναι  ειδικότητας παθολόγος,  ώστε  δεν είναι ειδικός να γνωματεύει ούτε για  κατάθλιψη, αλλά  ούτε και για οσφυαλγία,  και δεν προσδιορίζει καθόλου στις από 26.3.2015 και  11.4.2015 ιατρικές γνωματεύσεις, τη σοβαρότητα των παθήσεων αυτών,  που επιβάλλουν την αποχή της ενάγουσας από την εργασία της. Επίσης εκτός από τις βεβαιώσεις καθαυτές δεν υπάρχει κανένα άλλο στοιχείο, ότι η ενάγουσα μετέβη πράγματι τις ημερομηνίες αυτές στον συγκεκριμένο ιατρό (βιβλίο ασθενών, ηλεκτρονική συνταγογράφηση), που να επιβεβαιώνει ότι οι  ιατρικές αυτές γνωματεύσεις  χορηγήθηκαν στα πλαίσια επίσκεψης της ενάγουσας στο ιατρείο του, τις συγκεκριμένες ημερομηνίες που αναγράφονται σ΄αυτές (26-03-2015 και 10-04-2015)  πριν την λύση της σύμβασής της.  Αν  ίδια είχε την κατοχή της τις   από 26-03-2015 και 10-04-2015 γνωματεύσεις στην κατοχή της θα τις προσκόμιζε στην πρώτη εναγόμενη, εφόσον ήθελε να δικαιολογήσει την απουσία της, όμως και πάλι αυτό δεν θα ήταν αρκετό, καθώς για λήψη αναρρωτικής άδειας όφειλε ή να εξετασθεί από δημόσιο νοσοκομείο ή από   τη δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή.  Η ενάγουσα προσκομίζει ακόμα την από 30-10-2015 ιατρική γνωμάτευση του ………….νιου χειρουργού ορθοπεδικού, αρκετά μεταγενέστερη από τη λύση της εργασιακής της σύμβασης, ο οποίος  αναφέρει ότι η ενάγουσα πάσχει από επίμονη γοναλγία άμφω, οσφυαλγία και άλγος ποδοκνημικών, λόγω υπερβολικού βάρους του σώματος της επί εδάφους βαρείας καταθλιπτικής συνδρομής, χωρίς να προκύπτει από πότε η ενάγουσα είχε τις παθήσεις αυτές. Σημειωτέον ότι η ίδια στα από 15-01-2015 και 5-02-2015 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είχε ισχυρισθεί ότι έπασχε από σοβαρό πρόβλημα  υγείας, παθολογικό και ψυχολογικό, έπειτα από την απώλεια του πατέρα της και έπεσε από τις σκάλες και έπαθε ζημιά το δεξί της πόδι. Από κανένα στοιχείο όμως δεν προέκυψε ότι ο πατέρας της είχε αποβιώσει το επίδικο χρονικό διάστημα (δεν προέκυψε και η ημερομηνία θανάτου αυτού)  και μόνο  στις μεταγενέστερες ιατρικές γνωματεύσεις γίνεται αναφορά για «γοναλγία», που  όμως δεν προκύπτει ότι οφειλόταν σε ατύχημα, που είχε λάβει χώρα τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο του 2015.   Επομένως από τις άνω ιατρικές γνωματεύσεις (ιδιωτών ιατρών και όχι δημοσίου Νοσοκομείου), η ημερομηνία αναγραφής των οποίων δεν διασταυρώθηκε από άλλα αποδεικτικά στοιχεία και ουδέποτε περιήλθαν σε γνώση των οργάνων της εναγόμενης,  δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα είχε πάθηση στην υγεία της που την εμπόδιζε να εργασθεί.  Συνακόλουθα,  η  απουσία της ενάγουσας το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο του 2014 και σε κάθε περίπτωση από την 22.1.2015 έως 22.4.2015 ήταν αδικαιολόγητη, η οποία ούτε εμφανίστηκε στην υπηρεσία της, ούτε  προσκόμισε τα απαραίτητα δικαιολογητικά, που της ζητήθηκαν για την απουσία της,  ενώ  το διάστημα από 10.3.2015 – 22.4.2015,  δεν είχε επικοινωνία με οποιονδήποτε τρόπο (έστω και με ηλεκτρονικό μήνυμα) με την πρώτη εναγόμενη. Ενόψει της συμπεριφοράς αυτής της ενάγουσας, η εναγόμενη προέβη εγγράφως στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, με  την από 22.4.2015  απόφαση του προέδρου της, απόφαση που επικυρώθηκε  με την  από 23.4.2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της …………… Η καταγγελία έγινε χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, ώστε καταρχήν δεν είναι έγκυρη. Όμως είναι πρόδηλο ότι ενάγουσα με την συμπεριφορά της που προεκτέθηκε,  την αδικαιολόγητη  και μακρόχρονη αποχή από την εργασία της (που  αποτελεί ουσιαστικά  οικειοθελή αποχώρηση, βλ. άρθρο 13 § 3 του Κανονισμού της εναγόμενης)  την μη εμφάνισή της στον χώρο εργασίας (που συνέτρεχε και πριν ζητήσει άδεια άνευ αποδοχών) παρά τις ειδοποιήσεις του προϊσταμένου της και χωρίς να αποδεικνύει αποχρώντα λόγο για την απουσία της αυτή,  εξώθησε η ίδια την εναγόμενη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας της, προκειμένου  να λάβει την αποζημίωσή της. Η καταγγελία  δεν έγινε από λόγους πολιτικούς ή αντεκδίκησης προς το πρόσωπό της, ώστε να θίγει την τιμή και υπόληψη της ενάγουσας- γεγονός που δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο- αλλά λόγω της αντισυμβατικής της συμπεριφοράς.  Αντίθετα η εναγόμενη  επέδειξε μεγάλη ανοχή και εξάντλησε όλα τα μέσα, προκειμένου να επιστρέψει η ενάγουσα στην εργασία της, κατήγγειλε δε τη σύμβαση εργασίας αυτής, αφού  πρώτα την κάλεσε σε απολογία για να αιτιολογήσει την απουσία της. Η τελευταία κατά την συζήτηση  της ένστασής της, ισχυρίστηκε  διά του πληρεξουσίου της Δικηγόρου ότι τελούσε σε εξάμηνη άδεια άνευ  αποδοχών (και όχι προβλήματα υγείας που επικαλέσθηκε για πρώτη φορά με την αγωγή της) και πρόβαλε μάλιστα και όρους για την επιστροφή της στην εργασία της (είτε να επιστρέψει  ως γραμματέας διοίκησης, είτε να της ανατεθεί κάποια ραδιοφωνική εκπομπή απογευματινές ώρες) που ενισχύει την παραδοχή  ότι δεν επιθυμούσε την διάσωση της θέσης εργασίας της, αλλά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της και τη  λήψη της αποζημίωσής της. Κατόπιν αυτών, λόγω της δόλιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς της ενάγουσας, η αξίωση αυτής  να προβάλει την ακυρότητα της καταγγελίας,  λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης απολύσεως και να ζητήσει μισθούς υπερημερίας επαναπασχόληση κι επικουρικώς την καταβολή της αποζημίωσης απολύσεως, υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με όμοιες αιτιολογίες  απέρριψε την αγωγή  ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά παραδοχή της ένστασης  από το άρθρο 281 ΑΚ, που είχαν προβάλει στον πρώτο βαθμό οι εναγόμενοι,  η οποία  επαναφέρθηκε στο δεύτερο βαθμό, αφού προσβλήθηκε  με την έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας (ΑΠ 314/2014) εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις, ώστε ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.  Σημειώνεται τέλος,  ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς   επέβαλε στην ενάγουσα   χρηματική ποινή 1.500 ευρώ, κατ’ εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 205 ΚΠολΔ, διότι η  ενάγουσα άσκησε  εν γνώσει της  αγωγή προφανώς αβάσιμη με  την έννοια της άνω διάταξης, καθώς επικαλέσθηκε σ΄αυτήν  ότι  η καταγγελία της  σύμβασης  είχε γίνει από λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπό της και ότι είχε   λάβει εξάμηνη άδεια άνευ αποδοχών,  ενώ  γνώριζε εκ των προτέρων, ότι οι  λόγοι αυτοί ήταν ανυπόστατοι, αφού στην πραγματικότητα η ίδια  έλειπε αδικαιολόγητα από την εργασία της (βλ. ΑΠ 602/2016, ΑΠ 738/2012, ΜΕφΑθ 4944/2015, ΜΕφ Λαρ 289/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Κατ’ επέκταση θα πρέπει να απορριφθεί  η έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επικυρωθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Τέλος σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων – εναγόμενων  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρο  178 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντρακοσίων (500 ευρώ).

ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στον Πειραιά την 30.8.2019 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ