Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 487/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Εργατική,  μισθοί υπερημερίας αποζημίωσης απόλυσης, καταγγελία σύμβασης εργασίας μετά εγκυμοσύνη, μονομερής βλαπτική μεταβολή, καταχρηστική άσκησης αγωγής

 

Αριθμός  απόφασης : 487     / 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 29.9.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2018,  έφεσή της ενάγουσας και  ήδη εκκαλούσας, κατά της με αρ. 3816/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των  περιουσιακών/εργατικών διαφορών έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα,  δεδομένου ότι  δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της.  Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 613 αρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα  ισχυρίζεται στην αγωγή της,  επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, όπως αυτή παραδεκτώς διορθώθηκε με τις έγγραφες προτάσεις της (άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ), ότι προσλήφθηκε στις 20-05-1987 δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την εναγόμενη Κοινοπραξία, προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου. Ότι έλαβε άδεια μητρότητας το διάστημα από  23-12-2014 έως 10-05-2016,  μετά τη λήξη της οποίας,  κατά την επιστροφή στην εργασία της ήρθε αντιμέτωπη με ένα εχθρικό περιβάλλον και απαξιωτική συμπεριφορά εκ μέρους της εργοδότριας εταιρίας,  η οποία της γνωστοποίησε ότι θα μετακινείτο  από τα γραφεία της εταιρίας  στο κιόσκι εκδόσεως εισιτηρίων,  μεταβάλλοντας μονομερώς τους όρους της εργασιακής της σύμβασης, από διοικητική υπάλληλο γραφείου σε πρακτορειακή υπάλληλο, προκειμένου να την εξαναγκάσει να αποχωρήσει  από την εργασία της.  Ότι η ενάγουσα  απέκρουσε τη συμπεριφορά αυτή της εναγόμενης, εξακολουθώντας να προσφέρει την εργασία της, αλλά και ζητώντας την προστασία της Επιθεώρησης Εργασίας, όμως  τελικά στις 6-07-2016 η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της χωρίς να της καταβάλει αποζημίωση απόλυσης. Ότι η ανωτέρω καταγγελία είναι άκυρη,  διότι έγινε κατά τη διάρκεια της προστασίας της ως μητέρας, κι αφετέρου ως καταχρηστική, αντιβαίνουσα στο άρθρο 281 ΑΚ, διότι έγινε εκδικητικά λόγω της άρνησης της να δεχθεί την παράνομη απαίτηση της εναγόμενης. Ότι για το λόγο αυτό οφείλονται σε αυτήν αποδοχές υπερημερίας (συμπεριλαμβανομένου επιδόματος εορτής Πάσχα και Χριστουγέννων, καθώς και επίδομα αδείας) για το διάστημα από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της (7-07-2016) έως τις 7-07-2017 (πιθανή ημερομηνία συζήτησης της κρινομένης αγωγής), ανερχομένου του μισθού της κατά το χρόνο της απόλυσης στο ποσό των 1.473,01 ευρώ μηνιαίως. Ότι η ανωτέρω άκυρη καταγγελία και η αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης αποτελούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της, πρώτον επειδή έμεινε άνεργη και δεύτερον διότι δημιουργήθηκε στους τρίτους η εντύπωση ότι δεν εκπλήρωνε  σωστά τις υπηρεσίες της και τις υποχρεώσεις της, μειώνοντας την επαγγελματικά και για αυτό δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης ποσού 20.000 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω, ζήτησε, να αναγνωριστεί ότι η από 6-07-2016 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της τυγχάνει άκυρη, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να την απασχολεί όπως ακριβώς προ της 6-07-2016 με τους αυτούς ποσοτικούς και ποιοτικούς όρους,  με καταδίκη αυτής σε χρηματική ποινή  και να υποχρεωθεί η εναγόμενη  να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 40.622,14 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επικουρικά σε περίπτωση που κριθεί νόμιμη η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 36.088,75 ευρώ, που αντιστοιχεί στη νόμιμη αποζημίωση της λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της πλέον του ποσού των 20.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, αφού  απέρριψε κατά ένα μέρος ως προώρως ασκηθέν το κονδύλιο καταβολής μισθών υπερημερίας για το διάστημα μετά τη συζήτηση της αγωγή στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής βάλλει η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή κι ερμηνεία του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου  16 του ν. 3896/2010, η  εργαζόμενη που έχει λάβει την εκάστοτε ισχύουσα άδεια μητρότητας ή την ειδική άδεια του άρθρου 142 του ν. 3655/2008  δικαιούται, μετά το πέρας των αδειών αυτών, να επιστρέψει στη θέση εργασίας της ή σε ισοδύναμη θέση, με όχι λιγότερο ευνοϊκούς επαγγελματικούς όρους και συνθήκες και να επωφεληθεί από οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την οποία θα εδικαιούτο κατά την απουσία τη εργαζόμενη. Περαιτέρω κατά το άρθρο 15 § 1 ν. 1483/1984, όπως αντικατάσθηκε  με το άρθρο 36 § 1 ν. 3996/2011, απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί η ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη. Εξάλλου κατά το άρθρο 10 π.δ. 176/1997 προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες γυναίκες κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι : 1.  Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2 (α. έγκυος εργαζόμενη, β. λεχώνα εργαζόμενη, γ.  γαλουχούσα εργαζόμενη, η οποία γαλουχεί για χρονικό διάστημα μέχρι ένα έτος από τον τοκετό κι έχει πληροφορήσει σχετικά τον εργοδότη της). Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας,  εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/1984, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων”. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει  ότι η προστασία από αυτές παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο – γαλουχούσα  γυναίκα ανεξάρτητα από την εκ μέρους του εργοδότη γνώση της εγκυμοσύνης της και  ότι η παράλειψη του εργοδότη να αναγγείλει τη γενόμενη καταγγελία της συμβάσεως δεν επιφέρει την ακυρότητα αυτής. Το έγκυρο της καταγγελίας, εφόσον έχει καταβληθεί και η νόμιμη αποζημίωση, συναρτάται με το λόγο που επικαλείται ο εργοδότης, ήτοι από το αν αυτός κριθεί σπουδαίος (Α.Π. 433/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως σπουδαίος λόγος για την καταγγελία θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία κατ’ αντικειμενική κρίση καθιστούν κατά τη συναλλακτική καλή πίστη μη ανεκτή από τον εργοδότη την εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία. Σημειώνεται δε ότι η καλή πίστη δεν απαιτείται με κάθε τίμημα και θυσία ανοχή της εργαζόμενης μέχρι τη λήξη των παραπάνω προθεσμιών αλλά θέτει ορισμένα όρια ανοχής, η υπέρβαση των οποίων δικαιολογεί την απαλλαγή από τη συμβατική δέσμευση. Το όριο της θυσίας το οποίο μπορεί ή δεν μπορεί ν’ αξιωθεί ορίζεται από το δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ύστερα από ειδική εκτίμηση των ειδικών συνθηκών και τη στάθμη των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών, αφού ληφθεί υπόψη ότι η σύμβαση εργασίας δημιουργεί σχέση προσωπικής συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η έλλειψη των οποίων συνεπάγεται την ακαταλληλότητα της εργαζόμενης για την εργασία που συμφωνήθηκε.  Έτσι, η ουσιώδης παράβαση των υποχρεώσεων αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας, χωρίς να απαιτείται αναγκαίως και υπαιτιότητα και αρκεί  και ένα μόνο περιστατικό, το οποίο αντικειμενικώς θεωρούμενο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθιστά μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της εργασιακής σχέσης για τον εργοδότη. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί η ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου, η οποία οφείλεται στην εγκυμοσύνη (ΑΠ  668/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 361, 652 επ. ΑΚ βρίσκει έρεισμα  το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, το οποίο είναι εγγενές στοιχείο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ως απορρέον  από την ίδια τη φύση και τη λειτουργία της, με βάση το οποίο παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη να ρυθμίζει κάθε θέμα που ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του, για την προσφορότερη πραγματοποίηση των σκοπών της, δικαιούμενος, στο πλαίσιο αυτό, να προσδιορίζει και  να εξειδικεύει κάθε φορά την υποχρέωση προς παροχή εργασίας του μισθωτού, καθορίζοντας, συγκεκριμένα, το είδος, τον τόπο, τον χρόνο, τον τρόπο και γενικότερα τις συνθήκες της εργασίας.  Ο μονομερής αυτός προσδιορισμός των όρων εργασίας, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, και να μην  αποκλείεται ή να περιορίζεται από ειδική διάταξη νόμου ή από την ατομική σύμβαση εργασίας ή η άσκησή του να μην παραβαίνει τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ.  Εξάλλου, με τον όρο «μονομερής μεταβολή» θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη χωρίς τη συγκατάθεση του μισθωτού, που γίνεται κατ’ αθέτηση της εργασιακής σύμβασης ή παρά το νόμο ή παρά τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας, ανεξάρτητα αν αυτή είναι επωφελής ή βλαπτική για τον εργαζόμενο. Όμως με βάση τη διάταξη του άρθ. 7 § 1 του ν. 2112/1920 απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Η ύπαρξη βλάβης κρίνεται με την αντικειμενική σύγκριση του εργασιακού καθεστώτος του συγκεκριμένου εργαζομένου πριν και μετά την μονομερή ενέργεια του εργοδότη και όχι του εργασιακού καθεστώτος του ιδίου και των συναδέλφων του και γίνεται με αντικειμενικά και όχι υποκειμενικά κριτήρια, δεν ενδιαφέρουν δηλαδή οι προσδοκίες του μισθωτού ή η προσωπική του άποψη σχετικά με το αν έχει επέλθει δυσμενής γι’ αυτόν μεταβολή.  Η υλική βλάβη συνδέεται με το ζήτημα των αποδοχών και γενικότερα του οικονομικού αντισταθμίσματος για την παρεχόμενη εργασία (μείωση αποδοχών, φιλοδωρημάτων κτλ.), ενώ ηθική βλάβη συντρέχει όταν ανεξαρτήτως αποδοχών η συμπεριφορά του εργοδότη είχε ως  αποτέλεσμα την μείωση της τιμής, επαγγελματικής αξίας και υπόληψης του εργαζομένου, που συντρέχει ιδίως σε βαθμολογικό υποβιβασμό του και γενικότερα  ανάθεση κατώτερων καθηκόντων (ΑΠ 259/ 2019, ΑΠ  657/2018,  ΑΠ 481/2018, ΑΠ 77/2013, ΑΠ  589/2012, ΑΠ  913/2008  ΑΠ 46/2006 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ,   ΑΠ 1426/2004 ΔΕΝ 61.1579, ΑΠ 1222/2004 ΔΕΝ 61.361, ΑΠ 836/2004 ΔΕΝ 60.1532, ΑΠ 1455/2003, ΕΕργΔ 64.700, ΑΠ 1288/2003 ΔΕΝ 60.631, ΑΠ 1431/2002 ΕΕργΔ 62.267, ΑΠ 204/2002 ΕΕργΔ 62.913,  Ι. Κουκιάδης Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις  και Δίκαιο Ευταξίας της Εργασίας 2012 σ. 974 επ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις-Τόμος Ι, 2006, σελ. 522 επ.).  Η  μεταβολή  είναι καταχρηστική ακόμα και αν γίνει σύμφωνα  με τους όρους της σύμβασης, εφόσον δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη  (λ.χ. λόγους εκδίκησης προς το μισθωτό) και δεν λαμβάνει υπόψη τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους και επιφέρει υλική ή ηθική ζημία κατά τα άνω στο μισθωτό. Εξάλλου,  αναφορικά με το είδος της εργασίας, με την επιφύλαξη των προβλέψεων της ατομικής σύμβασης, ο εργοδότης δύναται να κάνει χρήση του διευθυντικού δικαιώματος και  να προσδιορίζει τα συγκεκριμένα καθήκοντα του μισθωτού, τον τομέα της απασχόλησής του, και τη  μέθοδο εργασίας του. Eκτός όμως από αντίθετο σαφή συμβατικό όρο, δεν δικαιούται καταρχήν να του αναθέτει υποδεέστερα καθήκοντα ή να του αφαιρεί καθήκοντα, αναθέτοντάς τα σε συνάδελφό του με λιγότερα προσόντα και καθιστώντας τον ίδιο ουσιαστικά ανενεργό, έστω κι αν η σχετική μεταβολή δεν συνεπάγεται και μείωση των αποδοχών του, αφού γίνεται δεκτό πως επιφέρει ηθική του βλάβη. Μονομερής μεταβολή όμως δεν συντρέχει, όταν ο εργοδότης τοποθετεί το μισθωτό σε διαφορετικό τμήμα της επιχειρήσεως, από εκείνο στο οποίο είχε αρχικά τοποθετηθεί, για να προσφέρει την εργασία του και με άλλο αντικείμενο απασχολήσεως, αν αυτό επιβάλλει το οικονομικό συμφέρον της επιχειρήσεως, όπως συμβαίνει στη περίπτωση της καταργήσεως ή περιορισμού της λειτουργίας του αρχικού τμήματος λόγω συρρικνώσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητας, και εφόσον πάντα τα νέα καθήκοντά δεν είναι υποδεέστερα για τον εργαζόμενο και δεν επέρχεται μείωση των αποδοχών του (ΑΠ 481/2018, ΑΠ  132/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 843/1999 ΔΕΝ   1999. 1586). Τέλος,  από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων  1 και 3 του Νόμου 2112/1920 και 1 και 5 του Νόμου 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία από τον εργοδότη της σχέσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί στο μισθωτό η νόμιμη αποζημίωση, η οποία πρέπει να καταβάλλεται ασχέτως του λόγου που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιοριστικώς αναγραφόμενες στο νόμο περιπτώσεις (υποβολή μηνύσεως για αξιόποινη πράξη, ανώτερη βία). Επομένως, ο εργοδότης οφείλει την αποζημίωση αυτήν και όταν κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας για κάθε άλλη υπαίτια μη εκπλήρωση ή πλημμελή εκπλήρωση των, από την σύμβαση εργασίας, υποχρεώσεων του μισθωτού. Όταν όμως ο τελευταίος δεν εκπληρώνει ή εκπληρώνει πλημμελώς τις συμβατικές του υποχρεώσεις κακοβούλως, είτε ακόμα αρνείται αδικαιολόγητα την εκτέλεση της εργασίας και το πράττει με αποκλειστικό σκοπό να εξαναγκάσει τον εργοδότη, να τον απολύσει για να εισπράξει τη νόμιμη αποζημίωση, τότε η ενάσκηση της αξιώσεως για την καταβολή της αποζημιώσεως της απολύσεως υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και συνεπώς είναι καταχρηστική με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 του Α.Κ. (ΑΠ 258/2019,  ΑΠ 222/2019,   ΑΠ 525/2016,  ΑΠ 182/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 695/2007  ΕΕργΔ 2008.1562 με σημείωμα σύνταξης υπό Εμμ. Βλαστό, ΑΠ 526/1998 ΔΕΝ 1998.1221,. Ι.Κουκιάδης Εργατικό Δίκαιο 2017 σελ. 945-947, Ληξουριώτης Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Ουσιαστικά και Δικονομικά Ζητήματα 2005, σελ.1411-1415,  Δ.Ζερδελής το Δίκαιο της Καταγγελίας της Σύμβασης Εξαρτημένης Εργασίας 2002  σελ. 496 -499).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάσθηκαν νόμιμα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. πρακτικά συνεδρίασης), των νομίμως προσαγόμενων από την εκκαλούσα – ενάγουσα των υπ΄αρ. …………./16-10-2018 ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων που ελήφθησαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς κατόπιν νομότυπης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης της εφεσίβλητης (βλ. την με αρ.  …./10.10.2018 έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …….., των  υπ’ αριθμ. ………./27-03-2017 ενόρκων βεβαιώσεων  μαρτύρων των …………. αντίστοιχα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες λήφθηκαν νόμιμα (άρθρο 421 επ. ΚΠολΔ), ύστερα από προηγούμενη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. …./23-03-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….), καθώς και από τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, και οι φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ’, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), χωρίς όμως να ληφθούν  καθόλου υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 424 ΚΠολΔ) οι προσκομιζόμενες από την ενάγουσα υπ’ αριθμ. ………./27-03-2017 ένορκες βεβαιώσεις των …………..αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, πρώτον, διότι η κλήση για τη λήψη τους επιδόθηκε στον ………… (βλ. την υπ’ αριθ. ………..22-03-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….), χωρίς να προκύψει ότι  ήταν  πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγόμενης –  εφεσίβλητης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα – εκκαλούσα προσλήφθηκε στις 20-05-1987 δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την εναγόμενη Κοινοπραξία, προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου. Τα καθήκοντά της δεν προσδιορίζονταν στην  από  1.1.1995 γνωστοποίηση όρων εργασίας της,  όμως κύριο αντικείμενο της εργασίας της, όπως καθορίστηκε από την εφεσίβλητη – εναγόμενη,  απετέλεσε η  διάτρηση  των εισιτηρίων της κοινοπραξίας στην αρμόδια Δ.Ο.Υ και δευτερευόντως η διενέργεια διεκπεραιωτικών κυρίως,  εξωτερικών εργασιών  σε σχέση με τα έγγραφα των πλοίων και πληρωμάτων, συνδράμοντας άλλους υπαλλήλους (βοηθός του υπαλλήλου ΙSΜ). Οι γραμματικές της γνώσεις ήταν απόφοιτος λυκείου, ώστε δεν είχε  κάποια ιδιαίτερη γνώση με λογιστικά ή ναυτιλιακά θέματα, ή άλλες πρόσθετες δεξιότητες ( λχ. χειρισμός υπολογιστή, που δεν προέκυψε και δεν επικαλείται και η ίδια).  Ως τόπος εργασίας αυτής  στην άνω γνωστοποίηση, ορίστηκαν τα Παλούκια της Σαλαμίνας, όπου βρίσκονταν τα γραφεία και εκδοτήρια εισιτηρίων της εναγόμενης – εκκαλούσας  και το Πέραμα, όπου η τελευταία διέθετε μόνο εκδοτήρια  εισιτηρίων. Η υποχρέωση  διάτρησης εισιτηρίων καταργήθηκε οριστικώς  στις αρχές του έτους 2014,  σύμφωνα με την ΠΟΛ 1023/2014.  Έκτοτε η ενάγουσα άρχισε να κάνει κατά διαστήματα χρήση άδειας  (κανονικής και αναρρωτικής) στα πλαίσια μιας πολυετούς προσπάθειας της να καταστεί έγκυος με εξωσωματική γονιμοποίηση, ενώ κάποιες φορές της χορηγούνταν επιπλέον ημέρες αδείας άτυπα, προκειμένου να διευκολυνθεί. Από τις αρχές του 2014 και έως τις 23-12-2014, όσα  διαστήματα η ενάγουσα εργάσθηκε, ασχολείτο με διάφορες βοηθητικές εργασίες,  παραλαβή εγγράφων, φωτοτυπίες κλπ. χωρίς να της ορισθεί κάποιο  συγκεκριμένο νέο αντικείμενο, με δεδομένο ότι οι απουσίες της από την εργασία της ήταν συχνές και καθώς,  όταν θα καθίστατο έγκυος, ήταν προφανές ότι  θα ελάμβανε άδεια για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως και πράγματι συνέβη. Μετά την τελευταία απόπειρα εξωσωματικής γονιμοποίησης που ήταν επιτυχημένη,  η ενάγουσα – εκκαλούσα έλαβε συνεχόμενες άδειες (αναρρωτική, κύησης, τοκετού και λοχείας) και απουσίασε διαρκώς από την εργασία της το χρονικό διάστημα από τις 23-12-2014 έως τις 10-05-2016. Μετά την επιστροφή στην εργασία της στις 10-05-2016, η  εναγόμενη – εφεσίβλητη  της γνωστοποίησε αρχικά προφορικά  την τοποθέτηση της στο χώρο των εκδοτηρίων εισιτηρίων της Κοινοπραξίας στα Παλούκια Σαλαμίνας, με βάση  το χρονικό ωράριο εργασίας του καθεστώτος μητρότητας, στο οποίο υπαγόταν. Η ενάγουσα όμως αρνήθηκε να εκτελέσει τα καθήκοντα αυτά και με την  από 19-05-2016 εξώδικη δήλωση της,  ισχυρίστηκε  ότι μετά την επιστροφή της η εναγόμενη  αρνείται να της δώσει καθήκοντα (βλ. την υπ’ αριθμ. ……./20-05-2016 έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών ……………..).  Η τελευταία της απέστειλε την από 25-05-2016 εξώδικη δήλωση της με την οποία την καλούσε από την επομένη κιόλας να αναλάβει καθήκοντα στα εκδοτήρια από ώρα 08:00 (βλ. υπ’ αριθμ. ……/26-05-2016 έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή Εφετείου Πειραιά …………….). Η ενάγουσα εξακολούθησε να αρνείται να αναλάβει τα ανωτέρω καθήκοντα, ζητώντας να επιστρέψει στα πρότερα καθήκοντα της και με νέα εξώδικη δήλωσή  της  στις 27-05-2016 δήλωσε ότι θεωρούσε βλαπτική μεταβολή την μετακίνησή της στα εκδοτήρια,   η οποία έγινε με μοναδικό σκοπό να την εξαναγκάσει η εναγόμενη να αποχωρήσει οικειοθελώς, την οποία μεταβολή δεν αποδεχόταν (βλ. το από 26-05-2016 εξώδικο και την υπ’ αριθμ. ……/27-05-2016 έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών …………), ενώ παράλληλα την ίδια  ημέρα  προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας και υπέβαλε αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς. Ακολούθησε νέα εξώδικη απάντηση της εναγόμενης – εφεσίβλητης με την οποία καλούσε να εκτελέσει τα καθήκοντα της στα εκδοτήρια κατά το ακόλουθο ωράριο: Τρίτη 31-05-2016 από 08:00 έως 14:00, Τετάρτη 1-06-2016 από 12:00 έως 18:00, Πέμπτη 2-06-2016 από 08:00 έως 14:00, Παρασκευή 3-06-2016 από 12:00 έως 18:00, Σάββατο 4-06-2016 ρεπό και Κυριακή 5-06-2016 ρεπό (βλ. υπ’ αριθμ. ……/31-05-2016 έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή Εφετείου Πειραιά .  ………) στην οποία η ενάγουσα απάντησε με την από 31-05-2016 εξώδικη δήλωση της με την οποία για μία ακόμα φορά αρνήθηκε να αναλάβει τα ανατεθέντα σε αυτήν καθήκοντα. Την 1-07-2016,  διεξήχθη η συζήτηση της από 27-05-2016 προσφυγής της ενάγουσας ενώπιον του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Νοτίου Τομέα Πειραιώς, όπου καταγράφηκαν οι απόψεις των διαδίκων μερών και παραστάθηκαν οι διάδικοι διά των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.  Η εναγόμενη δια του πληρεξουσίου της Δικηγόρου  πρότεινε  στην ενάγουσα να αναλάβει πλήρη και αποκλειστικά καθήκοντα σε μία από  πέντε θέσεις των υπαλλήλων γραφείου, που απασχολούνταν στα γραφεία της Κοινοπραξίας, την οποία δεν δέχθηκε η ενάγουσα, επικαλούμενη ότι θα απολυόταν άλλος υπάλληλος στη θέση της, παρά την αντίθετη διαβεβαίωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της εναγόμενης. H εναγόμενη  πρότεινε ακόμα να απασχολείται η ενάγουσα 3 ημέρες στα εκδοτήρια εισιτηρίων και 2 ημέρες στα γραφεία, πρόταση που επίσης δεν έγινε δεκτή από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της ενάγουσας. Η Επιθεωρήτρια Εργασίας πρότεινε  να εξαντληθεί κάθε προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης, να προσδιοριστούν από κοινού τα καθήκοντα της εργαζόμενης, να δοθεί το μειωμένο ωράριο ως ισόχρονη άδεια και  να εκπαιδευτεί η εργαζόμενη εντός του ωραρίου της σε νέα καθήκοντα. Η εναγόμενη με την με αρ. ……./4.7.2016 γνωστοποίηση – απάντηση δήλωσε ότι δεν αποδέχεται την άνω πρόταση της Προϊσταμένης της Επιθεώρησης Εργασίας και με την  από  5.07.2016  εξώδικη δήλωσή της κατήγγειλε εγγράφως  τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, επικαλούμενη ως λόγο καταγγελίας, αντισυμβατική της συμπεριφορά, ήτοι  την αναιτιολόγητη  άρνηση αποδοχής των νέων καθηκόντων από πλευράς της, την δυσφήμηση από τις εξώδικες δηλώσεις της  και τη διατάραξη της λειτουργίας που προκαλούσε η επί εξάωρο παραμονή αυτής  στο καναπέ των γραφείων της  ενάγουσας, χωρίς να εκτελεί οποιαδήποτε εργασία. Η εναγόμενη περαιτέρω ανήγγειλε εγγράφως στις 8.7.2016 (αρ. πρωτ. ……/8.7.2016) την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας στην Επιθεώρηση Εργασίας, με επίκληση των άνω περιστατικών ως σπουδαίου λόγου  και κάλεσε την εναγόμενη   να λάβει το υπόλοιπο των αποδοχών της, όχι όμως και την αποζημίωση απολύσεως.   Την  6.07.2016 η ενάγουσα  προσέφυγε  εκ νέου στην Επιθεώρηση Εργασίας διαμαρτυρόμενη  πλέον για  την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της από την Κοινοπραξία. Στις 20.07.2016 κατά την τριμερή συμφιλιωτική συζήτηση (ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας) η εναγόμενη επανέλαβε την πρότασή της να επιστρέψει η ενάγουσα στην εργασία της εντός μίας ώρας καταλαμβάνοντας τη μία  από τις 5 θέσεις υπαλλήλων στα γραφεία της Κοινοπραξίας τις καθημερινές εκάστης εβδομάδος σε πρωινό ωράριο και  πάλι  όμως η ενάγουσα  αρνήθηκε ζητώντας να επιστρέψει στα πρότερα καθήκοντα της στα γραφεία της εταιρείας, κι όχι στη θέση κάποιου άλλου υπαλλήλου. Με βάση τα παραπάνω, η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας καταγγέλθηκε από την εναγόμενη  για σπουδαίο λόγο, την αντισυμβατική της συμπεριφορά και κυρίως  άρνησή της  να εκτελέσει την εργασία  που της υπέδειξε η  κοινοπραξία στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματος. Ειδικότερα, όπως εκτέθηκε,  τα καθήκοντα που εκτελούσε η ενάγουσα κατά το μεγαλύτερο  μέρος τους δεν υφίσταντο, λόγω της  κατάργησης της   θεώρησης των εισιτηρίων, ώστε να μην  είναι ανάγκη να  απασχολείται υπάλληλος ειδικά με το  αντικείμενο αυτό, οι δε  άλλες εξωτερικές εργασίες, καλύπτονταν από τους λοιπούς υπαλλήλους, που απασχολούνταν στα γραφεία της ενάγουσας.  Τα εκδοτήρια εισιτηρίων που της υποδείχθηκε  να απασχοληθεί δεν βρίσκονται σε ημιυπαίθριο χώρο (κιόσκι), εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες, αλλά αποτελούν κατασκευές μόνιμες (κλειστά προκατασκευασμένα κουβούκλια)  με κλιματισμό, που απέχουν περί τα 50 μέτρα από τα γραφεία της κοινοπραξίας.  Η εργασία του εκδότη εισιτηρίων δεν μπορεί να θεωρηθεί υποδεέστερη από την εργασία που εκτελούσε η ενάγουσα με δεδομένο ότι απασχολείτο κυρίως σε εξωτερικές εργασίες (καθημερινή μετάβαση στη ΔΟΥ, τήρηση διαφόρων εγγράφων) και  δεν  διέθετε επιπλέον δεξιότητες (γνώσεις λογιστικής), ενώ δεν υπήρχε διαφοροποίηση από άποψη ωραρίου ή αποδοχών (δεν υπάρχει και τέτοιος ισχυρισμός από πλευράς της ενάγουσας).  Σημειώνεται ότι κατά τη σσε παροχής υπηρεσιών  (Δ.Α. 51/2010 για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας www.omed.gr)  αναφέρονται ως ειδικότητες α. Γραμματείς – β. Υπάλληλοι Γραφείου γ. Λογιστές – Βοηθοί Λογιστών – προσωπικό πληροφορικής αφενός και Βοηθητικό – τεχνικό προσωπικό (προσωπικό καθαριότητας –εισπράκτορες – αποθηκάριοι – κλητήρες – διανομείς)  προσωπικό φύλαξης (φύλακες, νυκτοφύλακες, θυρωροί), ώστε και η ειδικότερα του εκδότη εισιτηρίων (που δεν  αποτελεί απλό εισπράκτορα, αφού δεν εισπράττει απλώς χρήματα), να  περιλαμβάνεται σ΄αυτή του  υπαλλήλου  γραφείου.  Είναι άξιο μνείας επίσης  ότι η ενάγουσα στην από 16.12.2016  (αρ.καταθ. …./2016) αγωγή της διεκδίκησε  διαφορές αποδοχών,  επικαλούμενη την  υπαγωγή της στην σσε   για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων  επιχειρήσεων», (βλ. ισχύουσα κατά τον επίδικο χρόνο από 23.11.2011 σσε, με πράξη κατάθεσης ……/9.1.2012 και κωδικοποίηση αυτής σε www.omed.gr)  όπου γίνεται διάκριση σε υπαλλήλους αφενός,  με κατεξοχήν έργο την έκδοση εισιτηρίων  και βοηθητικό προσωπικό αφετέρου,  που χαρακτηρίζονται οι καθαριστές, θυρωροί, μάγειροι, συντηρητές κτιρίων. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε  με την με αρ. 3559/2017  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της  οποίας  η ενάγουσα έχει ασκήσει την έφεση.    Εξάλλου  στην από 1.1.1995 γνωστοποίηση όρων εργασίας αναφερόταν ως τόπος εργασίας τόσο τα Παλούκια Σαλαμίνας, όσο και το Πέραμα,  όπου  η κοινοπραξία διέθετε μόνο εκδοτήρια, που σημαίνει ότι ήταν δυνατό να απασχοληθεί με βάση την σύμβαση εργασίας της και στο Πέραμα, δηλαδή στα εκδοτήρια εισιτηρίων.  Συνεπώς το  αντικείμενο εργασίας που της υπόδειξε να εκτελέσει η εναγόμενη το Μάϊο του 2016 (εκδότρια εισιτηρίων) δεν την διαφοροποιούσε από άποψη ειδικότητας σε σχέση με την ιδιότητα, με την οποία προσλήφθηκε (υπάλληλος γραφείου) και  τα ίδια καθήκοντα εκτελούσε  και η πλειονότητα των  υπαλλήλων της εναγόμενης, που είχαν προσληφθεί με την ιδιότητα του «υπαλλήλου γραφείου» από τους οποίους 12 γυναίκες απασχολούνταν στα εκδοτήρια εισιτηρίων. Η μετακίνηση της ενάγουσας στα εκδοτήρια εισιτηρίων έγινε επιτρεπτώς στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματος της εναγόμενης,  για την καλύτερη οργάνωση της  επιχείρησής της, ώστε δεν συντρέχει περίπτωση βλαπτικής για την ενάγουσα μεταβολής των όρων της εργασιακής της συμβάσεως. Η  επίμονη  άρνηση της τελευταίας να απασχοληθεί στα συγκεκριμένα καθήκοντα   συνιστά σπουδαίο λόγο για τη λύση της σύμβασης εργασίας της, με καταγγελία από την εναγόμενη,  όπως επικαλέσθηκε η τελευταία  στην από  6.7.2016 εξώδικη δήλωσή της,  η οποία καταγγελία, δεν  έγινε από λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπό της ενάγουσας, ούτε κατά υπέρβαση  των  oρίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ούτε είναι άκυρη για το λόγο ότι έλαβε χώρα κατά την περίοδο προστασίας αυτής ως μητέρας, αφού δεν συνδέεται με την κατάστασή της αυτή.  Εξάλλου, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν και τα εξής : Η ενάγουσα  επίμονα αρνήθηκε όλες τις προτάσεις της εναγόμενης ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας,  ιδίως αυτή της δυνατότητας απασχόλησης στα γραφεία της κοινοπραξίας,  στη θέση ενός από τους πέντε υπαλλήλους που ήταν στα γραφεία και ακόμα τη δυνατότητα να απασχολείται 3 ημέρες εβδομαδιαίως στα εκδοτήρια  γραφεία και 2 ημέρες  στα γραφεία (βλ. το δελτίο εργατικής διαφοράς).  Την πρώτη πρόταση αρνήθηκε με το σκεπτικό ότι ο υπάλληλος, τη θέση του οποίου  θα καταλάμβανε θα απολυόταν, παρόλο που ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της εναγόμενης, την διαβεβαίωσε ότι, ο υπάλληλος αυτός θα μετακινείτο στα εκδοτήρια στη θέση της. Η ενάγουσα απέρριψε την πρόταση αυτή χωρίς να ζητήσει περισσότερες διευκρινήσεις, δηλαδή ποιού υπαλλήλου θα λάμβανε τη θέση και ποιά καθήκοντα θα εκτελούσε, (το οποίο η εργοδότρια το είχε αφήσει καταρχήν στην κρίση της) για τον αποκλεισμό δε της απόλυσης  του άλλου υπαλλήλου και την παροχή της προηγούμενης συναίνεσής του μπορούσε να ζητήσει περισσότερες εγγυήσεις, λχ. την   έγγραφη διαβεβαίωση της εναγόμενης.  Η ενάγουσα όμως  στην πραγματικότητα  δεν διέθετε ιδιαίτερες γνώσεις για να καταλάβει τη θέση αυτή, όπως επισήμανε εμμέσως και   ο εκπρόσωπος του εργατικού κέντρου, ενόψει δε αυτού  η Επιθεωρήτρια Εργασίας πρότεινε ως συμβιβαστική λύση, αντί για μειωμένο ωράριο να λάβει η ενάγουσα ισόχρονη άδεια και μετεκπαίδευση. Η εργοδότρια πάντως δεν εξάρτησε την αποδοχή της πρότασης αυτής (μετακίνηση στη θέση ενός από τους πέντε υπαλλήλους)  από  οποιεσδήποτε επιπλέον γνώσεις ή δεξιότητες της ενάγουσας και  σε κάθε περίπτωση δεν  ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί την πρόταση της Επιθεώρησης εργασίας για μετεκπαίδευση της ενάγουσας,   το οποίο θα σήμαινε ότι θα αυτή θα συνέχιζε να τελεί σε άδεια.   Εξάλλου και μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, στην προσφυγή της ενάγουσας  εκ νέου στην Επιθεώρηση Εργασίας στις 6.7.2016 επανέλαβε την ίδια πρόταση, προτιθέμενη να προβεί άμεσα στην ανάκληση της καταγγελίας  και πάλι όμως και πάλι η ενάγουσα αρνήθηκε. Η πλήρης αδιαλλαξία της τελευταίας με την απόρριψη όλων των προτάσεων της εναγόμενης (και ιδίως αυτήν της απασχόλησης  σε θέση γραφείου στη θέση  άλλου εργαζόμενου)  οδηγεί στο συμπέρασμα  ότι δεν ήθελε τη διατήρηση της θέσης εργασίας της, αλλά  στην πραγματικότητα αποσκοπούσε στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας και τη λήψη της  αποζημίωσής της (που θα ήταν υψηλή με δεδομένα τα πολλά έτη υπηρεσίας της) και για το λόγο αυτό με τις εξώδικες δηλώσεις της και  την άρνηση αποδοχής των συμβιβαστικών  προτάσεων της εναγόμενης εξώθησε τα πράγματα στα άκρα,  με σκοπό να πετύχει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της. Συνακόλουθα  παρόλο που η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της έγινε χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, η αξίωση της ενάγουσας, που ασκήθηκε με την κρινόμενη αγωγή  υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με όμοιες αιτιολογίες  απέρριψε την αγωγή  ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά παραδοχή της ένστασης  από το άρθρο 281 ΑΚ που είχαν προβάλει στον πρώτο βαθμό οι εναγόμενοι,  η οποία  επαναφέρθηκε ως κεφάλαιο, αφού προσβλήθηκε  με την έφεση της ενάγουσας (ΑΠ 314/2014) και επανέφερε και η εναγόμενη με τις προτάσεις τους στο παρόν Δικαστήριο, εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις, ώστε ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.   Κατ’ επέκταση θα πρέπει να απορριφθεί  η έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επικυρωθεί η εκκαλούμενη απόφαση.  Τέλος σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας, θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων – εναγόμενων  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρο  178 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450 ευρώ).

ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στον Πειραιά την   30η Αυγούστου 2019   απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ