Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 500/2019

ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας. Διάκριση από τη σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Ο χαρακτηρισμός απόκειται στη δικαστική κρίση ανεξάρτητα από το πώς τα μέρη χαρακτήρισαν τη μεταξύ τους σύμβαση. Καταγγελία συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Το δικαίωμα ασκήσεως αυτής υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ. Η εκκαλουμένη ορθώς κατ΄αποτέλεσμα απέρριψε την αγωγή, με πλήρως εσφαλμένη, όμως, αιτιολογία. Ενόψει δε του ότι η απόρριψη της αγωγής κατ’ ουσίαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και όχι εν μέρει ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως και εν μέρει ως μη νόμιμης, όπως εσφαλμένως έκρινε το πρωτοβάθμιο, δημιουργεί διαφορετικό δεδικασμένο, δυσμενέστερο για την εκκαλούσα-ενάγουσα, δεν είναι επιτρεπτή η κατ΄άρθρο 534 ΚΠολΔ αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας με την ορθή και η απόρριψη της εφέσεως (ΑΠ 140/2019, 92/2015, 356/2013 – “Νόμος”) αλλά πρέπει, κατ΄αποδοχή της εφέσεως ως προς τον λόγο της περί κακής εφαρμογής του νόμου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ  ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης      500/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Η υπό κρίση από 21.11.2018 έφεση κατά της υπ΄αριθ. 4425/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αρθ. 591, 614 παρ. 3 και 621επ ΚΠολΔ) και απέρριψε την από 28.9.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ:………../2017) αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου, και εμπροθέσμως καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από την δημοσίευσή της έως την άσκηση της εφέσεως δεν παρήλθε διετία. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 524 παρ. 1, 2, 532, 533 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την ανωτέρω αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθεσε τα ακόλουθα: Δυνάμει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, αποτελούσας εν τοις πράγμασι, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, την οποία κατήρτισε με την – θυγατρική στην Ελλάδα, του διεθνώς δραστηριοποιούμενου στην εκμετάλλευση σκαφών αναψυχής ομίλου «………» – εταιρεία με την επωνυμία «……….», το Νοέμβριο του 2013, εργάσθηκε ως διαχειρίστρια της ως άνω εταιρείας και – μετά τη μεταβίβαση του συνόλου της περιουσίας της τελευταίας στην εναγομένη –  ως διαχειρίστρια και της εναγομένης, υπό καθεστώς πλήρους πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (Δευτέρα έως και Παρασκευή) και επί οκταώρου ημερησίας απασχολήσεως, έναντι μηνιαίων αποδοχών 5.168 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. και επιμισθίου (bonus) εκ ποσοστού 10% των καθαρών κερδών της εταιρείας, ποσό στο οποίο είχαν συνυπολογισθεί οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές της, τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, το επίδομα αδείας, όλες οι φορολογικές της επιβαρύνσεις, ο αναλογών ΦΠΑ και τα έξοδα λογιστή. ‘Ομως, στην πραγματικότητα και  κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, δεν άσκησε ποτέ την οικονομική διοίκηση των ως άνω εταιρειών, την οποία είχε αναλάβει ο υπεύθυνος του οικονομικού τμήματος και η θυγατρική του ομίλου «……» στην Κροατία. Στο τέλος του 2016, μετά την επιβολή κατασχέσεως από το Τελωνείο Αθηνών στους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας «……………» και της ιδίας ως διαχειρίστριας αυτής λόγω της μη πληρωμής του επιβληθέντος για την πώληση, τον Οκτώβριο του 2013, του σκάφους «MU», (πλοιοκτησίας της εταιρείας «…. . .») προστίμου ποσού 82.848,40 ευρώ και μετά τις διαμαρτυρίες της ενάγουσας, η οποία, ως εκ του χρόνου αναλήψεως των καθηκόντων της, δεν σχετιζόταν με τις διαπιστωθείσες παραβάσεις συνεπεία των οποίων επεβλήθη το πρόστιμο, η εναγομένη, τον Μάρτιο του 2017, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της, ανακαλώντας τον διορισμό της ενάγουσας ως διαχειρίστριάς της. Για την ως άνω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της, η εναγομένη αφενός δεν της κατέβαλε την προβλεπόμενη νόμιμη αποζημίωση, ίση με τις συνολικές αποδοχές δύο μηνών, αφετέρου δεν τήρησε τον προβλεπόμενο από την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση όρο περί γραπτής ειδοποιήσεως δύο μηνών (προ της καταγγελίας), τις αποδοχές των οποίων και δικαιούται, όπως επίσης δικαιούται και τις, κατά τα συμφωνηθέντα με την εναγομένη, καταβλητέες από την τελευταία ασφαλιστικές της εισφορές στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης για τους δύο μήνες πριν την απόλυσή της. Περαιτέρω, επειδή η εταιρεία «……………», εις βάρος της οποίας, επεβλήθη το πρόστιμο του Τελωνείου Αθηνών, μεταβίβασε το σύνολο της περιουσίας της στην εναγομένη, η τελευταία οφείλει να το καταβάλει στην ίδια, εις βάρος της οποίας, ως διαχειρίστριας, έχει στραφεί το Τελωνείο Αθηνών ή επικουρικώς στο τελευταίο, ενώ, τέλος, από την καταχρηστική, απροειδοποίητη και αναίτια καταγγελία της συμβάσεώς της από την εναγομένη, προσεβλήθη στην προσωπικότητά της και υπέστη ηθική βλάβη κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό και έτσι όπως το αγωγικό αίτημα περιορίσθηκε παραδεκτώς, ως προς το αιτούμενο ποσό όσον αφορά στο κονδύλιο (4) και στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, όσον αφορά στα κονδύλια (4) και (5), με προφορική, καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας και με τις νομίμως κατατεθείσες, πρωτοδίκως, έγγραφες προτάσεις της (άρθρο 223, 295 παρ. 1 εδ΄. α΄, 297 ΚΠολΔ), η ενάγουσα ζήτησε : α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει : i) το ποσό των 10.336 ευρώ ως αποζημίωση για την καταγγελία της συμβάσεώς της, ii) το ποσό των 10.336 ευρώ για τις αποδοχές δύο μηνών για τη μη προειδοποίηση της καταγγελίας της συμβάσεώς της και iii) το ποσό των 2.779,47 ευρώ για τις αναλογούσες εισφορές του ΕΦΚΑ, άπαντα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεώς της (3-3-2017) άλλως από την επίδοση της αγωγής και β) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη : i) οφείλει να καταβάλει στην ίδια και επικουρικά στο Τελωνείο Αθηνών, το ποσό των 45.819,18 ευρώ για το επιβληθέν από το Τελωνείο Αθηνών πρόστιμο και ii) οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αμφότερα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της. Ειδικότερα α) ως προς την υποχρέωση καταβολής του ποσού των 10.336 ευρώ, που αφορά αποδοχές δύο μηνών λόγω μη τηρήσεως από την εναγομένη της υποχρεώσεώς της για προηγούμενη της καταγγελίας δίμηνη ειδοποίηση, η αγωγή απερρίφθη ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως, με την αιτιολογία ότι η σχετική συμφωνία είχε συναφθεί μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας ……….και όχι της εναγομένης, β)  ως προς την υποχρέωση καταβολής στην ενάγουσα από την εναγομένη άλλως στο Τελωνείο Αθηνών του επιβληθέντος από το τελευταίο προστίμου, η αγωγή απερρίφθη ελλείψει ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως των διαδίκων, και  γ) κατά τα λοιπά η αγωγή απερρίφθη ως μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι η ένδικη σχέση εργασίας ήταν σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και όχι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κρίση στην οποία κατέληξε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αφού πρώτα εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα και τέλος συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη λόγω του δυσερμήνευτου των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και την αποδοχή της αγωγής της, αποδεχόμενη μόνο την απόρριψη του κονδυλίου που αφορά στην υπόχρεωση καταβολής του επιβληθέντος από το Τελωνείο Αθηνών προστίμου για το λόγο ότι, όπως εκθέτει στην έφεση, μετά την έκδοση του …………./4.10.2018 εγγράφου του Τμήματος Διοικητικής Εκτέλεσης του ανωτέρω Τελωνείου, η πρώην εργοδότριά της ……. δεν οφείλει πιά το πρόστιμο και συνεπώς η ίδια (εκκαλούσα) στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την εκκαλουμένη ως προς το σκέλος της αυτό καίτοι οι κρίσεις της είναι εσφαλμένες.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την Π.Υ.Σ. 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Αντίθετα, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στη σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς, η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από τη συνδρομή όλων ή των περισσότερων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Με βάση το κριτήριο αυτό, γίνεται φανερό ότι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών από εργαζόμενο που επιλέγει ο ίδιος βασικούς όρους της απασχολήσεώς του και δεν ελέγχεται από τον εργοδότη ως προς τον τρόπο και, ακόμη και εν μέρει, το χρόνο, παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από τη σύμβαση και τη φύση των υπηρεσιών του τόπο δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Τέλος, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μίας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου, που μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση με βάση το περιεχόμενό της, χωρίς να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που έδωσαν σ’ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη (Ολ. Α.Π. 28/2005, ΑΠ 312/2011 , ΑΠ 2105/2013, ΑΠ 997/2017,  ΑΠ 1432/2018  – “Νόμος”). Περαιτέρω, το άρθρο 1  παράγραφος 1 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α`) όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν 3846/2010 (ΦΕΚ Α 66 11.5.2010) ορίζει ότι: «1. Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν),Τηλεργασίας, κατ` οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες.» Η δε παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου του ν. 2639/1998 ορίζει ότι “2. Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση αναφορικά με τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ αυτού και απασχολουμένων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα αναγράφονται η χρονολογία κατάρτισης των συμφωνιών αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολούμενου. Σε περίπτωση παραλείψεως υποβολής της κατάστασης αυτής θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας”.  Με τις διατάξεις αυτές, όπως σαφώς προκύπτει από τη διατύπωση και το περιεχόμενο τους, δεν επιχειρείται παρέμβαση του νομοθέτη στο ουσιαστικό μέρος των εν λόγω συμβάσεων, έτσι ώστε αυτές να ερμηνεύονται αυθεντικά ως συμβάσεις  εξαρτημένης εργασίας αλλά, απλώς, τόσο με τον όρο “τεκμαίρεται” της πρώτης όσο και με τον ταυτόσημο όρο “θεωρείται” της δεύτερης, καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο υπέρ του ότι και στις δύο περιπτώσεις υποκρύπτεται, στις μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου συμφωνίες, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς, παρέχεται δυνατότητα ανταπόδειξης (ΚΠολΔ 338 παρ. 2, ΑΠ 1432/2018, ΑΠ 1242/2014, ΑΠ 229/2011 – “Νόμος”).

Από τα άρθρα 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του ν. 2112 /1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου. Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι’ αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ. Πολύ δε περισσότερο δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυόμενου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 του ΑΚ, 5 § 1 και 22 § 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι αν η καταγγελία σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητας του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 22/2014, ΑΠ 1628/2017- “Νόμος”).

ΙV.     Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση της ανωμοτί καταθέσεως του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, των υπ’ αριθ. ……….. ενόρκων βεβαιώσεων των ……………, αντίστοιχα, που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νoμίμου κλητεύσεως της εναγομένης, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ……….΄/3-1-2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………….. (για τις τέσσερις πρώτες) και ………/8.1.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……… (της  πέμπτης), της υπ’ αριθ. ………/23-10-2017 ένορκης βεβαιώσεως του …………., που ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης ενώπιον του Προξενείου της Ελλάδας στο Ζάγκρεμπ της Κροατίας, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …………./18-10-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, . ……, της υπ’ αριθ. …../22-12-2017 ένορκης βεβαιώσεως του ……….., που ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ………..΄/19-12-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, της υπ’ αριθ. …./8-1-2018 ένορκης βεβαιώσεως του ………, που ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Λαυρίου, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ………….΄/2-1-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Δυνάμει του υπ’ αριθ. …../14-11-2013 συμβολαίου τροποποιήσεως καταστατικού της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., η ενάγουσα διορίσθηκε διαχειρίστρια της εταιρείας «……….». Η εταιρεία αυτή είναι θυγατρική εταιρεία της Σουηδικής εταιρείας «………..» και μέλος του ομίλου της «. …..», κύρια εμπορική δραστηριότητα του οποίου είναι η ναύλωση σκαφών αναψυχής και δη ιστιοπλοϊκών σκαφών μέσω των θυγατρικών του εταιρειών σε όλες τις χώρες της υφηλίου, που παρουσιάζουν έντονο ενδιαφέρον στον ναυτικό τουρισμό, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η οργάνωση κάθε θυγατρικής του Ομίλου εταιρείας σε κάθε χώρα που αυτός δραστηριοποιείται διακρίνεται σε τρεις τομείς: τον διοικητικό (Country Manager), τον τεχνικό (Base Management) και τον οικονομικό (Accounting and Finance Department). Περαιτέρω, δυνάμει του από 26-11-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού παροχής υπηρεσιών,  που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας αφενός και της προαναφερόμενης εταιρείας  «………….» αφετέρου, την οποία εκπροσώπησε ο εκπρόσωπος της θυγατρικής του Ομίλου εταιρείας …. … με έδρα το Ζάγκρεμπ Κροατίας, ………….., η ενάγουσα ανέλαβε, έναντι αμοιβής, υπεύθυνη για τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 του ως άνω συμφωνητικού «παρεχόμενες υπηρεσίες διαχείρισης» και πιο συγκεκριμένα : α) για τις χειμερινές επισκευές του στόλου των σκαφών της εταιρείας «. . . ……» και τη διατήρηση των εξόδων των χειμερινών επισκευών εντός προϋπολογισμού, β) για την παρακολούθηση των ναυλώσεων στη βάση της εταιρείας και για τη διατήρηση των εξόδων της χρονιάς εντός προϋπολογισμού, γ) για την παρακολούθηση των χειμερινών επισκευών, αναφερόμενη στον Γενικό Διευθυντή Λειτουργίας, δ) για τις αποθήκες, τους χώρους εργασίας και όλα τα αντικείμενα, ανταλλακτικά και εργαλεία που αποθηκεύονται σε αυτές τις αποθήκες και στους χώρους εργασίας, ε) για την εκτέλεση πληρωμών για λογαριασμό της εταιρείας, στ) για την παρακολούθηση του προϋπολογισμού και τον έλεγχο των εξόδων της εταιρείας, ζ) για την αγορά αντικειμένων και υπηρεσιών για όλα τα σκάφη της εταιρείας, η) για την αγορά αντικειμένων για τα νέα σκάφη που εντάσσονται στον στόλο της εταιρείας, θ) για την ανανέωση των ναυτιλιακών εγγράφων, ι) για την έκδοση νέων ναυτιλιακών εγγράφων, όταν ένα νέο πλοίο/σκάφος εντάσσεται στον στόλο της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης υποθήκης και για οποιαδήποτε άλλη εργασία προκύψει από τη λειτουργία της εταιρείας «………………», η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται στα ανωτέρω. Στα πλαίσια των ανωτέρω καθηκόντων της, η ενάγουσα ήταν υπεύθυνη, μεταξύ άλλων,  για την επιλογή των κατάλληλων συνεργείων καθαρισμού και συντήρησης των σκαφών, τον συντονισμό των εργασιών και την εποπτεία αυτών ως προς την καλή εκτέλεση και ποιότητά τους και για την πληρωμή των συνεργείων εξασφαλίζοντας παράλληλα συμφέρουσες για την εταιρεία τιμές. Ήταν επίσης υπεύθυνη για την τήρηση επαρκών αποθεμάτων στην αποθήκη της εταιρείας σε ανταλλακτικά και εργαλεία και επιπλέον συνυπέγραφε τα ναυλοσύμφωνα ως εκπρόσωπος της εταιρείας. Η διαχείριση των διαθέσιμων της εταιρείας καθώς και η λογιστική και φορολογική της παρακολούθηση γινόταν από άλλο πρόσωπο, τον ………….  Ως μηνιαία αμοιβή της ενάγουσας συμφωνήθηκε το ποσό των 5.168 ευρώ μικτά,  δηλαδή σε αυτό περιλαμβάνονταν οι ασφαλιστικές της εισφορές στον οικείο φορέα ασφάλισης, οι φορολογικές επιβαρύνσεις και τα έξοδα λογιστή που αναγκαστικά θα έπρεπε να απασχολεί η ενάγουσα για την τήρηση των βιβλίων της ως ελεύθερη επαγγελματίας, με την υποχρέωση να εκδίδει η ενάγουσα το αντίστοιχο κάθε μήνα τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών. Το ανωτέρω ποσό συμφωνήθηκε καταβλητέο πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ καθώς και επιμισθίου (bonus) ίσο με ποσοστό 10% επί των καθαρών κερδών της εταιρείας πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ. Η διάρκεια της ανωτέρω συμβάσεως συμφωνήθηκε από 14.11.2013 έως 14.11.2014 και περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι μπορούσε να λυθεί και νωρίτερα από οποιοδήποτε μέρος κατόπιν προηγούμενης προειδοποιήσεως δύο μηνών μέσω συστημένης επιστολής, ηλεκτρονικού μηνύματος ή φαξ. Η ενάγουσα εργάσθηκε ανελιπώς στην εν λόγω θέση παρέχοντας τις υπηρεσίες της στα γραφεία της ανωτέρω εταιρείας στο Λαύριο επί ένα σχεδόν έτος και στη συνέχεια, μετά τη σύσταση, την 16-10-2014, της εναγομένης, η οποία ανέλαβε τη ναύλωση και την εν γένει διαχείριση των σκαφών του ανωτέρω Ομίλου στην Ελλάδα, η ενάγουσα διορίστηκε διαχειρίστρια και σε αυτή χωρίς ωστόσο να καταρτισθεί νέο ιδιωτικό συμφωνητικό αλλ’ η εργασιακή σχέση της παρατάθηκε σιωπηρώς επ’ αόριστον με τους ίδιους ως άνω όρους και συμφωνίες. Στην εναγομένη εταιρεία μεταβιβάστηκαν  σταδιακά από τον Μάρτιο του 2015 έως τον Νοέμβριο του 2015 τα 25 ιστιοπλοϊκά σκάφη πλοιοκτησίας της ………….. Ακολούθως, στις 22.9.2014, ιδρύθηκε η Μονοπρόσωπη Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία με την επωνυμία  “…………..” με αντικείμενο εργασιών τη διαχειρίση σκαφών πλοιοκτησίας τρίτων, στην οποία η ενάγουσα επίσης ορίσθηκε διαχειρίστρια. Η εταιρεία ………….. σταδιακά, μέχρι τον Ιούνιο του 2015, τέθηκε σε αδράνεια ενόψει της ιδρύσεως των ανωτέρω δύο εταιρειών και από τον Απρίλιο του 2015 η ενάγουσα αμοιβόταν από την εναγομένη. Η ενάγουσα μπορούσε να προσέρχεται στις εγκαταστάσεις της εναγομένης, στο Λαύριο Αττικής και να αναχωρεί ανάλογα με τον κατά την κρίση της αναγκαίο χρόνο που απαιτείτο για τη διεκπεραίωση της εργασίας της, δηλαδή η ενάγουσα κατά το χρόνο της εργασιακής της απασχολήσεως στην εναγομένη δεν τηρούσε οποιοδήποτε ωράριο, καθώς ο χρόνος παραμονής της καθοριζόταν από την ίδια με βάση τις εκάστοτε ανάγκες και ανάλογα με τις εκτελούμενες εργασίες, τις οποίες η ίδια είχε προγραμματίσει, ενώ παράλληλα (η ενάγουσα) δεν ελεγχόταν και δεν εποπτευόταν ιεραρχικά από την εργοδότριά της, ούτε ήταν υποχρεωμένη να συμμορφώνεται με τις εντολές και τις οδηγίες της εναγομένης ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών της. Αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι μέσω ηλεκτρονικών κυρίως μηνυμάτων η ενάγουσα ενημέρωνε σε τακτά χρονικά διαστήματα τον εκπρόσωπο της εταιρείας του Ομίλου στο Ζάγκρεμπ για τις συμφωνίες που έκλεινε με τους διάφορους συνεργάτες και την πορεία των εργασιών. Τους θερινούς μήνες, που υπήρχε περισσότερη δουλειά, η παρουσία της ενάγουσας  στα γραφεία της εναγομένης ήταν καθημερινή και πολύωρη, πράγμα που δεν συνέβαινε τους χειμερινούς μήνες που η δουλειά μειωνόταν, με την έννοια ότι οι ναυλώσεις των ιστιοπλοϊκών σκαφών ήταν σημαντικά μειωμένες κι επομένως δεν υπήρχε ανάγκη διαρκούς συντηρήσεως, καθαρισμού και εφοδιασμού αυτών αλλά η δουλειά περιοριζόταν στις απαιτούμενες επισκευές τους. Η νομική δέσμευση και εξάρτηση της ενάγουσας από την εναγομένη ήταν ιδιαίτερα χαλαρή, με την έννοια ότι αυτή, ως διαχειρίστρια, είχε μεν συγκεκριμένο αντικείμενο εργασιών, το οποίο ήταν απόλυτα ενταγμένο στα πλαίσια της επαγγελματικής δραστηριότητάς της, χωρίς άμεση ωστόσο νομική εξάρτηση από την εναγομένη εργοδότριά της και χωρίς να υφίσταται υποχρέωσή της να συμμορφώνεται με τις εντολές και τις οδηγίες της εναγομένης ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών της, μη υποκείμενη στον έλεγχο αυτής όσον αφορά στα ανωτέρω αλλά υποχρεούμενη μόνο να αποστέλλει ετήσια έκθεση των πεπραγμένων της στη μητρική εταιρεία. Το έτος 2014, εξαιτίας της πωλήσεως του σκάφους “MU”, καταλογίσθηκε από το Τελωνείο Αθηνών, σε βάρος της ……………,  ΦΠΑ 42.367,89 ευρώ και Φόρος πολυτελείας ύψους 16.746,20 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων, λόγω δε του ότι η ενάγουσα φερόταν ως διαχειρίστρια της εν λόγω εταιρείας, το ανωτέρω Τελωνείο επέβαλε, το έτος 2016, μεταξύ άλλων, κατάσχεση σε τραπεζικούς λογαριασμούς της ενάγουσας. ‘Ηδη, το ζήτημα των ανωτέρω οφειλών έχει λήξει με ενέργειες της εναγομένης εταιρείας γι΄αυτό και δεν υπάρχει λόγος εφέσεως ως προς το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης. Κατά το έτος 2016, ανέκυψαν προβλήματα στη συνεργασία της ενάγουσας με την εναγομένη και με τον προαναφερόμενο οικονομικό διαχειριστή αυτής, ιδίως με αφορμή την επιβολή του ανωτέρω προστίμου αλλά και διότι οι εκπρόσωποι της μητρικής εταιρείας εξέφρασαν αμφιβολίες σχετικά με την ορθή ή μη εκτέλεση των καθηκόντων της ενάγουσας. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να υποβάλει η ενάγουσα την παραίτησή της με ηλεκτρονική επιστολή που απέστειλε στον εκπρόσωπο της προαναφερόμενης ……. ,  …………, με την ειδικότερη μνεία ότι η παραίτησή της θα καθίστατο ενεργή στον χρόνο που εκείνος θα καθόριζε. Ακολούθησε η από 3.3.2017 ηλεκτρονική επιστολή του γενικού διευθυντή της θυγατρικής του Ομίλου …. στην Κροατία, ………….. , με την οποία αυτός ενημέρωσε τόσο την ενάγουσα όσο και άλλους εργαζομένους στην εταιρεία ότι τη θέση της ενάγουσας στο εξής αναλάμβανε ο ………… κι ότι η ενάγουσα έπρεπε να παραδώσει τα κλειδιά του γραφείου και της αποθήκης του Λαυρίου καθώς και τις πιστωτικές κάρτες και να αποχωρήσει.  Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η εργασιακή σχέση μεταξύ των διαδίκων φέρει τα χαρακτηριστικά της  συμβάσεως παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και όχι αυτά της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, με συνέπεια να μην έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και, ως εκ τούτου, η ενάγουσα δεν δικαιούται αποζημίωση απολύσεως ούτε και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη επικαλούμενη ότι η λύση της εργασιακής σχέσεώς της με την εναγομένη έγινε κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ εκ μέρους της τελευταίας. Περαιτέρω, δεν δικαιούται ούτε τους μισθούς δύο μηνών που έπρεπε να μεσολαβήσουν μεταξύ καταγγελίας της εργασιακής σχέσεως και αποχωρήσεως της ενάγουσας από την εργασία της αφού η ενάγουσα είχε υποβάλει παραίτηση ρητώς από τον Σεπτέμβριο του 2016, δηλαδή πέντε μήνες πριν την οριστική της αποχώρηση, αφήνοντας στην αντισυμβαλλομένη της την ευχέρεια του τρόπου υλοποιήσεως της εν λόγω παραιτήσεως, επομένως κατέστη άνευ αντικειμένου η τήρηση του προαναφερθέντος όρου εκ μέρους της εναγομένης.   ‘Οσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο των 2.779,47 ευρώ για τις, κατά τα συμφωνηθέντα με την εναγομένη, καταβλητέες από την τελευταία ασφαλιστικές εισφορές της ενάγουσας στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης για τους δύο μήνες πριν την απόλυσή της, δηλαδή από 1.1.2017 έως 3.3.2017, είναι απορριπτέο ως κατ΄ουσίαν αβάσιμο, γιατί, όπως προαναφέρεται, στη μηνιαία αμοιβή της ενάγουσας περιλαμβάνονταν και οι ασφαλιστικές της εισφορές, οπότε, με την καταβολή στην ενάγουσα της συμφωνηθείσας αμοιβής της των ανωτέρω δύο μηνών, την οποία (καταβολή) η ενάγουσα δεν αρνείται αφού με την αγωγή δεν ζητεί και την καταβολή της αμοιβής αυτής, εξαντλήθηκε και η υποχρέωση της εναγομένης για καταβολή των οποιωνδήποτε ασφαλιστικών εισφορών της ενάγουσας.

  1. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή, που είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδομένη επί των διατάξεων που αναφέρονται στην υπό στοιχείο ΙΙΙ σκέψη της παρούσας, είναι απορριπτέα στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και η εκκαλουμένη ορθώς κατ΄αποτέλεσμα απέρριψε αυτή, με πλήρως εσφαλμένη, όμως, αιτιολογία. Ωστόσο, ενόψει του ότι η απόρριψη της αγωγής κατ’ ουσίαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και όχι εν μέρει ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως και εν μέρει ως μη νόμιμης, όπως εσφαλμένως έκρινε το πρωτοβάθμιο, δημιουργεί διαφορετικό δεδικασμένο, δυσμενέστερο για την εκκαλούσα-ενάγουσα, δεν είναι επιτρεπτή η κατ΄άρθρο 534 ΚΠολΔ αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας με την ορθή και η απόρριψη της εφέσεως (ΑΠ 140/2019, 92/2015, 356/2013 – “Νόμος”) αλλά πρέπει, κατ΄αποδοχή της εφέσεως ως προς τον λόγο της περί κακής εφαρμογής του νόμου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (εκτός από το μη πληττόμενο με λόγο εφέσεώς κεφάλαιό της σχετικά με το προαναφερόμενο επιβληθέν πρόστιμο από το Τελωνείο Αθηνών) κι ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση κι ερευνηθεί κατ΄ουσίαν, να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη (πλην του ανωτέρω κεφαλαίου της) και να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας  λόγω του δυσερμήνευτου των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ουσίαν.

-Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 4425/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς όλα τα κεφάλαιά της πλην του αναφερόμενου στο σκεπτικό.

-Κρατεί και δικάζει την από  28.8.2017 (ΕΑΚ ……………./2017) αγωγή ως προς τα λοιπά κεφάλαιά της πλην του ανωτέρω.

-Απορρίπτει αυτή.

-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις  2 Σεπτεμβρίου 2019 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ