Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 501/2019

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν.

Ποιούς καταλάμβάνει η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών». Προυποθέσεις για να χαρακτηριστούν καταχρηστικοί και συνεπώς άκυροι οι Γ.Ο.Σ. Καθορισμός επιτοκίων από την πιστοδότρια τράπεζα. Νόμιμος ανατοκισμός. Εισφορά του Ν. 128/1975. Αποδεικτικότητα αποσπασμάτων εμπορικών βιβλίων τράπεζας.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    501/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη  Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 427/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. 623-636 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 632 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης και από την δημοσίευση αυτής μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της διετίας.

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ).΄Εχει κατατεθεί δε από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης της γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.

  1. I. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 του Ν. 3587/2007, οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Κατά δε την παρ. 7 του ίδιου παραπάνω άρθρου, αναφέρονται ενδεικτικά, περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου από τον νόμο ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 763/2017, ΑΠ 1226/2015, ΑΠ 1996/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υπό την έννοια των παραπάνω διατάξεων, oι οποίες, ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ, αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σ`αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας και καταχρηστικότητας των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη, κατά κύριο λόγο, το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση, όμως, της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής, χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέρoντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρεπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης (Ολ.ΑΠ 6/2006 ΔΕΕ 2006.665, AΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460). Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση, ήτοι ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργησή του (όρου) για κάθε πλευρά, πως θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Προκειμένου να διαπιστωθεί τυχόν καταχρηστικότητα ΓΟΣ, πρέπει, με βάση τα παραπάνω, αρχικά να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη, ως απόκλι­ση από τη συνηθισμένη ρύθμιση, και στη συνέχεια, να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εντέλει, κατά τον έλεγχο του κύ­ρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται, σε πρώτη φάση, αν αντίκειται σε απαγο­ρευτική ρήτρα, που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994, ο οποίος περιέχει «per se» καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ πε­ριέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 1987/2006). Οι ΓΟΣ, επίσης, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010.943, ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460, Εφ.Θεσ. 459/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994, όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν. 3587/2007: «α) Καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρό­σωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυ­σικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαί­σιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δράστηριότητάς του». Η θεσπισθείσα με τον άνω νόμο έννοια του καταναλωτή διηύρυνε τον κύκλο των προσώπων στα οποία παρέ­χεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε, και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας υπ’ αριθ. 1961/1991 νόμος. Τούτο δε, διότι σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β’ της Οδηγίας «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες», ενώ σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του προϊσχύσαντος νόμου 1961/1991: «καταναλωτής είναι κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλ­λαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών». Ειδικότερα, καταναλω­τής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 733/2011 ΕΕμπΑ 2011.819, ΑΠ 1738/2009 ΕλλΔνη 2011.750, ΑΠ,16/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 989/2004 ΕΕμπΔ 56.517). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η παραπάνω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεσή του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του κα­ταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγ­γελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Η διεύρυνση δε αυτή δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυ­τής, που ορίζει ότι «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθή­κη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή», επιτρέπει στον εθνι­κό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν απαγορεύει σε αυτόν τη θέσπιση όμοιας προστασίας κατά των καταχρηστικών ΓΟΣ και υπέρ προσώ­πων που δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 2β της άνω οδηγίας. Έτσι, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του κατανα­λωτή στην παραπάνω, ελάχιστης εναρμόνισης, οδηγία, δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εγχώριας ρύθμισης, αφού πρόθεσή του (κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να δια­τυπώσει με τη συγκεκριμένη οδηγία κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας. Στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθε­τικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης, όμως, της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του, ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994 δεν συ­νάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της πε­ραιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλ­λαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι υπάγονται στην προ­στασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλ­λά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών (ΑΠ 1343/2012, ΑΠ 733/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκρι­μένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής έν­στασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλ­λειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης. Ενόψει των εκτεθέντων ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέ­κτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994 (Ολ.ΑΠ 13/2015 ΧρΙΔ 2015.675). Τέλος, η ακυρότητα ενός ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβα­σης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με τον νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΑΚ), δηλαδή ότι τα μέρη δε θα επιχειρού­σαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο αδιά­σπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής, έτσι, συνάγεται ότι ο κα­ταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 181. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάτα­ξης του άρθρου 181 ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτο­τελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα, του μέρους, σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ι­σχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτε­λούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση, της σχετικής υποθετικής βού­λησης γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλόμενων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014 ΧρΙΔ 2014.680, Εφ.Θρακ. 21/2017, Εφ.Λαρ. 17/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Με την υπ΄αρ. 2286/1994 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, στην οποία, με τους ορισμούς του Ν. 1266/1982, περιήλθαν οι αρμοδιότητες της καταργηθείσης Νομισματικής Επιτροπής, ασκούμενες δια πράξεων του Διοικη­τή της ή οργάνων της εξουσιοδοτημένων από αυτόν, ορίστηκε ότι το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της τραπεζικής χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων, που εκάστοτε ισχύουν, και μπορούν, συνεπώς, να είναι υπέρτερα των εξωτραπεζικών επιτοκίων. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε και δι­ευκρινίσθηκε με την υπ΄αρ. 178/19-7-2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζι­κών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος (ΦΕΚ Α` 152/9-8-2004), επιτροπής η οποία συστήθηκε με απόφαση του Διοικητή της και οι αποφάσεις της οποίας έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και αποτελούν κανόνες ουσιαστικού δι­καίου, κατά την οποία, ειδικότερα, αφού ελήφθησαν υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική που ασκείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊ­κού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, αλλά και το γεγονός ότι τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν κατηγορίες επιτοκίων, εκάστη των οποίων εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται με βάση διαφορετι­κά κριτήρια, υποκείμενες, για τον λόγο αυτό, σε απολύτως διακριτές, μη επικαλυ­πτόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, απέληξε στην απόφαση ότι δεν είναι συμβατός προς τις αρχές του εσωτερικού και Κοινοτικού Δικαίου, «ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστο­τε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και τον σκοπό του, στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρημα­τοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια, οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κ.λπ.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό». Ενόψει τούτων, η ελεύθερη, δηλονότι ανε­ξάρτητη των δικαιοπρακτικών επιτοκίων, διαμόρφωση των τραπεζικών, αποτελεί θεμιτό, κατοχυρωμένο από τους κανόνες του εσωτερικού και κοινοτικού δικαίου, δικαίωμα της πιστοδότριας τράπεζας, η άσκηση του οποίου μάλιστα δεν προσκρούει ούτε στις διατάξεις του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 2037/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 652/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

III. Κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. 2601/1998, που άρχισε να ισχύει από 15-4-1998 (ΦΕΚ Α` 81/1998), από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί. από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ` ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ: «Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ και του εισαγωγικού νόμου αυτού…». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι, από τη δημοσίευση του νόμου και εφεξής, επήλθε διαφοροποίηση των ισχυόντων επί δανείων και πιστώσεων σε αλληλόχρεο λογαριασμό ως προς τον ανατοκισμό των τόκων που οφείλονται στα πιστωτικά ιδρύματα, για συμβάσεις που καταρτίζονται υπό την ισχύ του νόμου, τόσο ως προς το άρθρο 112 ΕισΝΑΚ όσο και προς τα άρθρα 35, 36, 47, 48, 64-67 του Ν.Δ 177/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιριών», που προβλέπουν περιοδικό κλείσιμο του λογοριασμού ανά τρίμηνο κατ` ελάχιστο με τοκισμό έκτοτε του προσωρινού υπολοίπου και συνεπώς ανατοκισμό των μέχρι τότε κονδυλίων των τόκων, αλλά και ως προς την απόφαση 289/30-10-1980 της Νομισματικής Επιτροπής (ΦΕΚ Α` 269/1980), που εκδόθηκε κατόπιν εξουσιοδότησης που της παρασχέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 1083/1980, βάσει της οποίας επιτρεπόταν ο ανατοκισμός σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί από τους συμβαλλόμενους (Ολ.ΑΠ 8/1998 και 9/1998 ΕλλΔνη 39.72 και ΝοΒ 46.496, αποφάσεις με τις οποίες ανατράπηκε η μέχρι τότε κρατούσα νομολογία, κατά την οποία δεν απαιτείτο τέτοια συμφωνία). Προβλέπεται πλέον ότι οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα συμβατικοί τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης κατά τη διάρκεια λειτουργίας του δανείου ή του αλληλόχρεου λογαριασμού, μόνον εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων και μόνον εφόσον εγγράφονται προστίθενται ως κονδύλια στο λογαριασμό κάθε εξάμηνο, κατ` ελάχιστο όριο. Συνεπώς, συμφωνία που καταρτίστηκε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου και προβλέπει τον ανατοκισμό για χρονικό διάστημα μικρότερο του εξαμήνου, αντίκειται στην αναγκαστικού δικαίου προαναφερόμενη διάταξη και ισχύει για τον προβλεπόμενο στο νόμο ανατοκισμό ανά εξάμηνο. Αν δεν υπάρχει δε καθόλου συμφωνία ανατοκισμού, αυτός διέπεται από τις διατάξεις του ΑΚ και του ΕισΝΑΚ (ΑΠ 74/2002 ΕλλΔνη 43.771, ΑΠ 1781/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 1778/2010 Αρμ. 2011.251). Περαιτέρω, επί αλληλοχρέου λογαριασμού, κατά το άρθρο 112 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο αυτού, οι τόκοι αυτοί ανατοκίζονται, κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, όπως είναι η διαταγή πληρωμής, διότι το κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της δανειστρίας τραπέζης, δεν χάνει, με την έκδοση της απόφασης ή του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, τον χαρακτήρα της τραπεζικής απαιτήσεως, αφού τόσο υπό το προγενέστερο όσο και υπό το υφιστάμενο νομικό καθεστώς προβλεπόταν και προβλέπεται ο εκτοκισμός των οφειλομένων στις τράπεζες τόκων, εφ΄ όσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ ενεργού σύμβασης και σύμβασης αλληλοχρέου λογαριασμού που, για οποιοδήποτε λόγο, έληξε ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό, όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος διατα­γής πληρωμής. Η ρύθμιση δε αυτή, τόσο υπό την προγενέστερη όσο και υπό την υφισταμένη μορφή της, δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παρα­βιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», διότι, ναι μεν ο νομοθέτης δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει σε συμβατικές σχέσεις, μπορεί όμως να εισάγει περιορισμούς στην οικονομική ελευθερία, όταν τούτο γίνεται χάριν της εθνικής οικονομίας, μεταξύ των σκοπών της οποίας είναι και η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, αφού οι τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες της χώρας συγκεντρώνουν τη λαϊκή αποταμίευση και πιστοδοτούν επενδύσεις χάριν της εθνικής οικονομίας και, συνεπώς, η εν προκειμένω ρύθμιση, η οποία αποβλέπει στην κάλυψη του αντιστοίχου εκτοκισμού των τόκων που οι τράπεζες οφείλουν στους καταθέτες τους και λοιπούς δανειστές τους, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον (ΑΠ 579/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 938/2002, ΕλλΔ/νη 2003.1368, Εφ.Αθ. 3670/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

  1. IV. Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975: «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της (…) υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζομένης με τον άνω νόμο εισφοράς. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 430/2005, Eφ.Αθ. 5/2018, Εφ.Θεσ. 1224/2017, Εφ.Θεσ. 473/2017, Εφ.Πειρ. 369/2015, Εφ.Αθ. 1159/2012, Εφ.Θεσ.(Μον)154/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975 συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν. 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, εν όψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν. 128/1975 μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΑΠ 1781/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 1034/2013 Αρμ. 2014.623, Εφ.Αθ. 1778/2010 Αρμ. 2011.251, Εφ.Θεσ. 492/2010 ΕΕμπΔ 2001.81, Εφ.Αθ. 1558/2007 ΕλλΔνη 2007.902). Εφόσον στον σχετικό ΓΟΣ γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν.128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας. Επιπλέον, καθ’ ο μέρος η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, νομίμως ανατοκίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω (βλ. και Ολ.ΑΠ 35/1997 Δ/νη 1997.1530, Εφ.Αθ. 4424/2009 ΕλλΔνη 2011.875).
  2. V. Με το άρθρο 30 του Ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 47 του Ν. 2873/2000 και αντικαταστάθηκε εν μέρει με το άρθρο 42 Ν. 2912/2001: α) ορίστηκε ότι, κατ’ εξαίρεση των κειμένων διατάξεων η συνολική οφειλή σε καθυστέρηση από κά­θε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, εκτός των αναφερομένων εξαιρέσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγ­γελθεί ή οι αλληλόχρεοι λογαριασμοί έχουν κλείσει οριστικά μέχρι 31-12-2000 δεν δύναται να υπερβαίνει ορισμένο πολλαπλάσιο (τετραπλάσιο, τριπλάσιο, διπλάσιο) του ληφθέντος κεφαλαίου συν συμβατικούς τόκους όχι πλέον του 50% του κεφαλαίου, β) καθορίστηκε ο τρόπος καταλογισμού των τμηματικών καταβολών που έγιναν από τους οφειλέτες ή τρίτους υπέρ αυτών, γ) προσδιορίστηκε ο τρόπος εκτοκισμού του προκύπτοντος ολικού ποσού, μετά τον γενόμενο προσδιορισμό (ρύθμισης), σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1, δ) ανεστάλη η έναρξη και η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκα­στικής εκτέλεσης διαδοχικώς μέχρι 31-12-2001 και ήρθη ρητώς η αναστολή αυτή από 1-1-2002, ε) ορίστηκε ότι οι διατάξεις αυτές περί επαναπροσδιορισμού του ύψους της οφειλής και αναστολής δεν επηρεάζουν όσα σχετικώς κρίθηκαν τελεσιδίκως ή ρυθμί­στηκαν με νόμο ή με συμβιβασμό, αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και των οφειλετών, μέχρι 9-5-2001 και οι σχετικές συμφωνίες εξακολουθούν να ισχύουν, στ) ορίστηκε ότι σε όσες περιπτώσεις το ύψος της απαίτησης είχε καθορισθεί με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ του οφει­λέτη και του πιστωτικού ιδρύματος σε ποσό ανώτερο του άνω πολλαπλασίου, και μετά την 31-12-2000 απέμενε ανεξόφλητο υπόλοιπο, πέραν του εν λόγω πολλαπλασίου, το υπόλοιπο αυτό, το επί πλέον δηλαδή του εν λόγω πολλαπλασίου, διαγράφεται, ποσά δε που καταβλήθηκαν από τους οφειλέτες ή τρίτους οποτεδήποτε, ανεξαρτήτως ύψους, δεν αναζητούνται, ζ) ορίστηκε ότι τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται όπως, εντός προθεσμίας 90 ημερών από την υποβολή σχετικής αίτησης, χορηγούν στον οφειλέτη αντίγραφα των δανειστικών συμβάσεων και κατάσταση με ανάλυση του ύψους της ο­φειλής καθώς και αντίγραφα των υφισταμένων καρτελών και των παραστατικών, η) τέ­λος ορίστηκε ότι μετά την παρέλευση του χρόνου της αυτοδίκαιης αναστολής έναρξης ή συνέχισης των πράξεων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (31-12-2001) και εφόσον με σχετικές συμφωνίες μεταξύ οφειλετών και των πιστωτικών ιδρυμάτων δεν είχε συμφωνηθεί διαφορετικά, αίρεται αυτοδικαίως η αναστολή και τα πιστωτικά ιδρύ­ματα μπορούν να συνεχίσουν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, προς ικανο­ποίηση των απαιτήσεών τους με την προϋπόθεση ότι με δήλωσή τους, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, θα προσδιορίσουν το οφειλόμενο ποσό της απαίτησης σύμφω­να με τις εν λόγω διατάξεις. Επακολούθησε ο Ν. 3259/2004, που ισχύει από 4-8-2004, με το άρθρο 39 του οποίου επαναρρυθμίστηκαν εν μέρει οι προς τραπεζικά ι­δρύματα οφειλές από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που είχαν συνομολογηθεί μέ­χρι 4-8-2004. Ειδικότερα, με την τελευταία αυτή διάταξη ορίστηκε: α) ότι με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παρ. 4 και 5 αυτού, η συνολική οφειλή από συμ­βάσεις δανείων ή πιστώσεων δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης, προκειμένου δε περί αλληλόχρεων λογαρια­σμών δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του ποσού της οφειλής όπως αυτή δια­μορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού και β) ότι τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεών τους κατά τα άνω και να μη προχωρήσουν σε έναρξη και συνέχιση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι 31-10-2004 ή και πέραν της προθεσμίας αυτής, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση έχει γίνει ρύθμιση του τρόπου εξόφλησης της οφειλής με σχετική συμφωνία με τον πρωτοφετλέτη ή τον εγγυητή ή τους καθολικούς διαδόχους τους και αυτοί είναι ενήμεροι, εφαρμοζομένων, κατά τα λοιπά αναλόγως των διατάξεων του άρθρου 30 Ν. 2789/2000. Από αυτά συνάγεται όχι από της 4-8-2004, που άρχισε να ισχύει η άνω διάταξη του άρθρου 39 Ν. 3259/2004, ανεστάλη και πάλι, μέχρι 31-12-2004, αυτοδικαίως η έναρξη και συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπευδό­ταν από πιστωτικά ιδρύματα με τίτλο εκτελεστό, προς ικανοποίηση απαιτήσεων τους από συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που είχαν συνομολογηθεί μέχρι 4-8-2004, εκτός εκείνων που είχαν επιδικασθεί τελεσιδίκως μέχρι 11-2-2000 (έναρξη ισχύος του Ν. 2789/2000) και υποχρεώθηκαν τα πιστωτικά ιδρύματα να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεών τους αυτών, κατά τα άνω οριζόμενα, ως βάση δε για τον υπολογισμό του τριπλασίου λαμβάνεται υπόψη το ποσό της οφειλής (ληφθέν κεφάλαιο προκειμένου περί συμβάσεων δανείων ή πιστώσεων ή της οφειλής όπως είχε διαμορφωθεί κατά την τελευταία εκταμίευση του αλληλόχρεου λογαριασμού) και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά μεταξύ οφειλέτη και του δικαιούχου πιστωτικού ιδρύματος, μετά υπο­βολή σχετικής αίτησης από τους οφειλέτες, μέχρι 31-10-2004, αίρεται αυτοδικαίως η αναστολή και το πιστωτικό ίδρυμα δύναται να προβεί σε έναρξη ή συνέχιση της διαδι­κασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, για την ικανοποίηση της απαίτησής του, όπως αυτή διαμορφώνεται, σύμφωνα με τις εν λόγω ρυθμίσεις, θεωρουμένης ως αποσβεσθείσας της απαίτησης κατά το επί πλέον του εν λόγω πολλαπλασίου ποσό, υπό την προϋπόθε­ση ότι το επισπεύδον πιστωτικό ίδρυμα, με μονομερή δήλωσή του σε οποιοδήποτε στά­διο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που γνωστοποιείται στον οφειλέτη, προσδιορίσει το οφειλόμενο ποσό της απαίτησης. Η μονομερής αυτή δήλωση του επισπεύδοντος αναγκαστική εκτέλεση πιστωτικού ιδρύματος συνιστά ex lege μεταγενέστε­ρη αναβλητική αίρεση, για την έναρξη ή συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, πληρούται δε με μόνη τη γνωστοποίησή της στον καθ’ ου η εκτέλεση, και δεν αναφέρεται στην απαίτηση, η οποία από τον εκτελεστό τίτλο είναι βέβαιη και εκ­καθαρισμένη, προσδιορίζεται δε κατ’ αναπροσαρμογή, σύμφωνα με τις εν λόγω διατά­ξεις, με την τέλεση αριθμητικών πράξεων και αφού ληφθεί ως βάση το ποσό της οφει­λής (ληφθέν κεφάλαιο προκειμένου περί συμβάσεων δανείων ή πιστώσεων ή της οφει­λής όπως είχε διαμορφωθεί κατά την τελευταία εκταμίευση του αλληλόχρεου λογαρια­σμού), παρέχεται δε στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, όπως και στις λοιπές περιπτώ­σεις που επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση προς είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων, με ανακοπή του κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ να ισχυρισθεί και αποδείξει ότι το ποσό της απαίτησης, όπως αυτή προσδιορίζεται στη δήλωση της τράπεζας, δεν είναι εκείνο που προκύπτει ως οφειλόμενο σύμφωνα με τις εν λόγω ρυθμίσεις του νόμου και δεν οφείλε­ται κανένα ποσό ή οφείλεται μικρότερο εκείνου που αναφέρεται στη δήλωση του επι­σπεύδοντας. Το ότι δε ο επαναπροσδιορισμός του οφειλόμενου ποσού, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 30 Ν. 2789/2000 και του άρθρου 39 Ν. 3259/2004, δεν συνιστά αναβλητική αίρεση για τη γέννηση της προκύπτουσας από τον εκτελεστό τίτλο α­παίτησης του επισπεύδοντος, συνάγεται και από το ότι, με τις εν λόγω ρυθμίσεις αναπροσαρμογής του ποσού της οφειλής, δεν επήλθε επέμβαση του νομοθέτη, για τις εν λόγω περιπτώσεις, στις δικονομικές διατάξεις των άρθρων 915 και 916 ΚΠολΔ, ούτε κηρύχθηκαν άκυροι εκτελεστοί τίτλοι, γεγονός που θα καθιστούσε τις σχετικές διατά­ξεις αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 4, 17 και 20 του Συντάγματος και του άρ­θρου 6 της ΕΣΔΑ, αλλά η επέμβασή του περιορίστηκε μόνο στις μεταξύ οφειλετών και πιστωτικών ιδρυμάτων συμβατικές σχέσεις (ΑΠ 653/2013 ΧρηΔικ 2013.546, ΑΠ 1099/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο νόμος ρύθμισε ο ίδιος αυτοτελώς και πλήρως τόσο τις προϋποθέσεις όσο και το ύψος της ex lege επιτασσόμενης προσαρμογής των οφειλών από τόκους. Επομένως η ρύθμιση των οφειλών χωρεί αυτοδικαίως και δεν απαιτείται για την ενεργοποίησή της κάποια άλλη προϋπόθεση και ειδικότερα η εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης από τον οφειλέτη προς την τράπεζα. Η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 39 υποχρέωση των οφει­λετών να υποβάλουν, μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, αίτηση «για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση» συνιστά προϋπόθεση για την υπαγωγή αυτών στη ρύθμιση (χρόνος αποπληρωμής 5-7 ετών σε ισόποσες δόσεις κ.λπ., αναστολή εκτέλεσης) και όχι προϋ­πόθεση για την ενεργοποίηση της υποχρέωσης της τράπεζας να επανακαθορίσει την οφειλή στα όρια που ο νόμος διαγράφει. Όπως προαναφέρθηκε, η αναπροσαρμογή της οφειλής χωρεί αυτοδικαίως και γι’ αυτό η παρ. 3 του άρθρου 39 ορίζει ως συνέπεια της παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας υποβολής της ανωτέρω αίτησης ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει δικαίωμα «να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλε­σης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω», στο ύψος δηλαδή που κατά τα προαναφερόμενα αυτοδικαίως αναπροσαρμόσθηκε. Ως εκ τούτου η απαίτηση της τράπεζας είναι εκ του νόμου βέβαιη και εκκαθαρισμένη, προσδιορίζεται δε κατ’ αναπροσαρμογή, σύμφωνα με τις εν λόγω δια­τάξεις, με την εκτέλεση αριθμητικών πράξεων και αφού ληφθεί ως βάση το ποσό της οφειλής (ληφθέν κεφάλαιο προκειμένου περί συμβάσεων δανείων ή πιστώσεων ή της οφειλής, όπως είχε διαμορφωθεί κατά την τελευταία εκταμίευση του αλληλόχρεου λο­γαριασμού). Ο οφειλέτης διατηρεί βέβαια τη δυνατότητα, αν εκδοθεί σε βάρος του δια­ταγή πληρωμής ή επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση προς είσπραξη χρηματικών α­παιτήσεων, να ισχυριστεί και να αποδείξει, με ανακοπή του κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ή αντίστοιχα κατά το 933 ΚΠολΔ, ότι το ποσό της απαίτησης, όπως αυτή προσδιορί­σθηκε από την τράπεζα, δεν είναι το νόμιμο, δηλαδή εκείνο, που προκύπτει ως οφειλόμενο σύμφωνα με τις εν λόγω ρυθμίσεις του νόμου και περαιτέρω ότι ενόψει των κα­ταβολών που τυχόν επικαλείται δεν οφείλεται κανένα πλέον ποσό ή οφείλεται μικρότε­ρο εκείνου που δηλώνει η τράπεζα. Για τη θεμελίωση του σχετικού λόγου της ανακο­πής, που συνιστά ένσταση, δεν αρκεί η αμφισβήτηση του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, σύμφωνα με το νόμο, μικρότερη ή και μηδενική οφειλή (ΑΠ 488/2017, ΑΠ 1095/2014, ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 1670/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
  3. VI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 632 παρ. 1, 216 παρ. 1 και ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, ΑΠ 1210/1995 ΕλλΔνη 1997.1782, Εφ.Αθ. 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676). Συνεπώς, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο ανοι­κτού λογαριασμού για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυ­ρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού που προσβάλλουν, μη αρκούσης της γενικής αμφισβήτησης της ορθότητάς του (ΑΠ 916/2002 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 489/1997 ΕλλΔνη 1998.103, Εφ.Πειρ. 405/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 1109/2015 Αρμ 2015.2085, Εφ.Αθ. 3632/2013 ΔΕΕ 2013.1045, Εφ.Θεσ. 317/2009, Εφ.Πατρ.(Μον) 364/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VII. Τέλος, κατά την αληθή έννοια της διά­ταξης του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησής του ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κα­τά το διάστημα που μεσολάβησε χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις, του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε, υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πρά­ξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επα­χθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, δεν συγχωρείται να γίνει προς απόκρουση του δικαιώματος, επίκληση πράξεων άσχετων με τη συμπεριφορά αυτή. Για την εφαρμογή της διάταξης δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκη­θεί, ούτε κατ’ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (Ολ.ΑΠ 5/2011, Ολ.ΑΠ 7/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ολ.ΑΠ 8/2001 ΧρΙΔ 2001.217, Ολ.ΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 36.1531, ΑΠ 16/2017, ΑΠ 15/2017 ΤΝΠ ΝΟ­ΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες – ήδη εφεσίβλητοι ζητούσαν με την από 10-9-2013 (υπ΄αρ. κατάθεσης ……../2013) ανακοπή τους, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, να ακυρωθεί, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν, η υπ’αρ. ……./2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν, ο καθένας εις ολόκληρο, να καταβάλουν στην καθ’ής η ανακοπή τραπεζική εταιρία – ήδη εκκαλούσα, με βάση σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, ο πρώτος εξ΄αυτών ως πρωτοφειλέτης και η δεύτερη ως εγγυήτρια, το ποσό των 90.904,22 ευρώ ως κεφάλαιο, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 427/2018), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την προαναφερθείσα ειδική διαδικασία, αφού έκρινε παραδεκτή την ανακοπή, ακολούθως την έκανε δεκτή ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη ως προς τον λόγο αυτής, με τον οποίο ισχυρίζονταν οι ανακόπτοντες,  ότι παράνομα και καταχρηστικά ενήργησε η καθ’ής επιβαρύνοντάς τους, στην εν λόγω σύμβαση, με την εισφορά του Ν. 128/1975, ενώ, κατόπιν τούτου, δεν εξέτασε τους λοιπούς λόγους της, των οποίων παρείλκε πλέον η διερεύνηση και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η καθ’ής η ανακοπή, με την κρινόμενη έφεσή της  για  τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω ανακοπή των αντιδίκων της.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν αίτησης της καθ’ής η ανακοπή – ήδη εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αρ. …../2013 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες – ήδη εφεσίβλητοι, ο καθένας εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το ποσό των 90.904,22 ευρώ ως κεφάλαιο, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, βάσει της υπ’ αρ. ……../2-8-2004 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και τις πρόσθετες πράξεις αύξησης πίστωσης αυτής και παροχής εγγύησης, που συνήψε ο πρώτος ανακόπτων με την καθ’ής τράπεζα ως πιστούχος – πρωτοφειλέτης, για την εξυπηρέτηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας (εργολήπτης τεχνικών έργων) και στις οποίες συμβλήθηκε η δεύτερη ανακόπτουσα – σύζυγός του ως εγγυήτρια, παραιτούμενη από την ένσταση διζήσεως και ευθυνόμενη ως αυτοφειλέτρια. Η παραπάνω τράπεζα προέβη, λόγω μη τήρησης των απορρεουσών από τη σύμβαση υποχρεώσεων του πρώτου ανακόπτοντος, την 1η-5-2013, στο οριστικό κλείσιμο εν λόγω λογαριασμού (με αρ………………..), που παρουσίαζε, κατά το κλείσιμό του, το παραπάνω χρεωστικό υπόλοιπο και στην καταγγελία της σύμβασης πίστωσης που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες, όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ. …. και …./10-5-2013, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………. Στη συνέχεια, με την από 8-7-2013 αίτησή της, ενώπιον του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η καθ’ής η ανακοπή αιτήθηκε και επέτυχε την έκδοση της ως άνω ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.

Οι ανακόπτοντες με την επίδικη ανακοπή τους, στον πρώτο λόγο αυτής, ισχυρίζονταν, μεταξύ άλλων, ότι παράνομα και καταχρηστικά η καθ’ής τους επιβάρυνε, με το σχετικό όρο της επίμαχης σύμβασης, με την εισφορά του Ν. 128/1975. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε, έκρινε ορισμένο, νομιμο και ουσιαστικά βάσιμο το λόγο αυτό της ανακοπής, δεχόμενο ότι δυνάμει καταχρηστικού, και ως εκ τούτου άκυρου, όρου της εν λόγω σύμβασης, έγινε συμβατικά μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 σ’ αυτούς, καθότι σύμφωνα με το νόμο η εισφορά αυτή βαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα και όχι τους πιστολήπτες, ενώ παράνομος περαιτέρω είναι και ο ανατοκισμός αυτής, καθώς η καθ’ής κεφαλαιοποιούσε, τόκιζε και ανατόκιζε το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 κάθε φορά που προέβαινε σε χρεώσεις τόκων πάσης φύσεως και ανατόκιζε τα ποσά της, αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά της εν λόγω εισφοράς. Ακύρωσε δε συνολικά τη διαταγή πληρωμής, δεδομένου ότι, όπως έκρινε, η ακυρότητα των επιμέρους ποσών (της ως άνω εισφοράς και των τόκων επ΄αυτής) επηρεάζει την αποδεικτικτότητα των εγγράφων βάσει των οποίων εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, αφού στα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθής δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών. Με βάση, όμως,  όσα προαναφέρθηκαν στην υπό στοιχ. IV αλλά και I  μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ο λόγος αυτός της ανακοπής, πέραν του ότι αορίστως προβάλλεται, αφού οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς τα επί πλέον ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα και ποιο τελικά είναι το ποσό που από αυτά τα κονδύλια οφείλουν, παρά μόνο προτείνεται από αυτούς μία γενική και ασαφής αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού που τηρείτο προς εξυπηρέτηση της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης (βλ. σχετικά υπό στοιχ. VI μειζονα σκέψη) σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε στην υπό στοιχ. IV μείζονα σκέψη, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό των δανείων των συμβάσεων πιστώσεων της τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, έγκυρα μπορεί να συμφωνηθεί συμβατικά μεταξύ αυτού και της πιστοδότριας τράπεζας, χωρίς μάλιστα να απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής και είναι νόμιμος, αφού δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, συντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 35/2011, ΑΠ 330/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο έλεγχος του αντίστοιχου συμβατικού όρου περιορίζεται στην τήρηση των όρων της διαφάνειας. Στην προκειμένη δε περίπτωση, οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει, ότι ο εν λόγω συμβατικός όρος ήταν αόριστος ή αδιαφανής. Επίσης, το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 νόμιμα μπορεί να ανατοκίζεται, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (βλ. και Ολ.ΑΠ 35/1997,ο.π, Σπ. Ψυχομάνη, άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17).

Ενόψει αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε βάσιμο τον προαναφερθέντα, τον ως άνω λόγο της ανακοπής, και, μετά ταύτα, δεχόμενο ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής, την έκανε δεκτή και ακύρωσε την επίμαχη διαταγή πληρωμής, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου, όπως βασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα – καθ’ής η ανακοπή τράπεζα με την ένδικη έφεσή της. Συνακόλουθα, δεκτής γενομένης της έφεσης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) και εξετασθεί στην ουσία της η ένδικη, από 10-9-2013 και με αρ. κατάθεσης ……../2013, ανακοπή, ν’ απορριφθεί, κατά τα εκτενώς ανωτέρω αναφερόμενα, ο παραπάνω λόγος της, και να χωρήσει η έρευνα των λοιπών, μη εξετασθέντων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λόγων της.

Με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής, οι ανακόπτοντες βάλλουν κατά των Γ.Ο.Σ συναλλαγών της σύμβασης, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είναι καταχρηστικοί κι επομένως άκυροι, προσκρούοντας στον Ν. 2251/1994 «περί προστασίας καταναλωτών», οδηγώντας σε ακυρότητα ολόκληρη τη σύμβαση. Πριν απαντηθούν οι υποπεριπτώσεις του ως άνω λόγου (της ανακοπής), πρέπει να αναφερθεί ότι οι ανακόπτοντες, όπως εκτενώς προαναφέρθηκε στην υπό στοιχ. Ι μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, καταρχήν εμπίμπουν στις διατάξεις του παραπάνω νόμου, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η εκκαλούσα, παρά το ότι η σύναψη της σύμβασης αυτής έγινε για την εξυπηρέτηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του πρώτου – πιστούχου και η δεύτερη συμβλήθηκε ως εγγυήτρια, διότι, καταναλωτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. β του νόμου αυτού, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων.

Στο πρώτο σκέλος του παραπάνω λόγου της ανακοπής, οι ανακόποντες υποστηρίζουν, ότι είναι καταχρηστικός ο όρος της σύμβασης, αντικείμενος στο άρθρο 6 παρ.2 του Ν. 2251/1994, με τον οποίο η καθ’ής έχει τη δυνατότητα να καθορίζει μονομερώς το επιτόκιο. Ο λόγος αυτός, όμως, πέραν της αοριστίας του, διότι δεν αναφέρεται αν η καθ’ής έκανε χρήση του όρου αυτού, τι βλάβη υπέστησαν οι ανακόπτοντες από την εφαρμογή του, ποια ήταν τα επιτόκια που η τράπεζα διαμορφωσε χωρίς την ενημέρωσή τους, σε κάθε περίπτωση, με βάση τα όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχ. ΙΙ μείζονα σκέψη, είναι μη  νόμιμος, διότι η ελεύθερη, ήτοι ανε­ξάρτητη των δικαιοπρακτικών επιτοκίων, διαμόρφωση των τραπεζικών, αποτελεί θεμιτό, κατοχυρωμένο από τους κανόνες του εσωτερικού και κοινοτικού δικαίου, δικαίωμα της πιστοδότριας τράπεζα, η άσκηση του οποίου δεν προσκρούει ούτε στις διατάξεις του Ν. 2251/1994. ΄Αλλωστε, όπως αναφέρεται στον σχετικό όρο της σύμβασης (4.4), «…η αναπροσαρμογή του επιτοκίου δημοσιεύται από την τράπεζα σε μια πολιτική και μια οικονομική εφημερίδα (…) ο πιστούχος, αν δεν συμφωνεί με την μεταβολή, δικαιούται εντός τριάντα ημερών από τη δημοσίευση ή τη γνωστοποίηση σε αυτόν της μεταβολής του βασικού ή του περιθωρίου επιτοκίου να ζητήσει εγγράφως τη λύση της πίστωσης και το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών, μέσω των οποίων εξυπηρετείται αυτή (…) σε περίπτωση που ο πιστούχος δεν αποδεχθεί το νέο επιτόκια θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται το προηγούμενο μέχρι την ημέρα της καταγγελίας της σύμβασης». Στον ως άνω όρο αναφέρονται δε, με σαφήνεια, οι προυποθέσεις (οικονομικές, συναλλαγματικές κ.λπ.) με τις οποίες θα γίνεται η εν λόγω αναπροσαρμογή, έτσι ώστε να μην τίθεται και θέμα έλλειψης διαφάνειας και ενημέρωσης των ανακοπτόντων.

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής, υποστηρίζεται ότι είναι παράνομος ο όρος της σύμβασης που επιτρέπει στην καθ’ής, χωρίς προηγούμενη όχληση, να γίνεται υπερήμερος ο οφειλέτης, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του αστικού κώδικα (340-348). Πέραν του ότι, στον αστικό κώδικα (άρθρο 341), επιτρέπεται η συμφωνία ότι ο οφειλέτης θα γίνεται υπερήμερος μετά την παρέλευση δήλης ημέρας για την καταβολή της οφειλής, που εν προκειμένω είναι το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, οι ανακόπτοντες αορίστως επίσης προβάλλουν αυτόν τον λόγο, διότι δεν αναφέρουν ποιος συγκεκριμένα είναι ο όρος της σύμβασης που προέβλεπε κάτι τέτοιο καθώς κι αν στην προκειμένη περίπτωση η τράπεζα δεν τους όχλησε για την οφειλή τους.

Στο τρίτο σκέλος του ίδιου λόγου της ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται, ότι είναι παράνομος ο όρος σχετικά με τους φόρους και τα πάσης φύσεως έξοδα, διότι δίνει στην τράπεζα το δικαίωμα να επιβαρύνει τον οφειλέτη αποκλειστικά με τα δικαστικά έξοδα. Αλλά κι αυτός ο λόγος είναι πρωτίστως απορριπτέος ως αόριστος, διότι δεν αναφέρουν με ποια ειδικότερα ποσά τους επιβάρυνε παράνομα η τράπεζα και σε τι έξοδα αφορούν, ώστε να μπορεί να γίνει ο σχετικός έλεγχος από το δικαστήριο, αν αυτά σχετίζονται με έξοδα που ανεπίτρεπτα βαρύνουν τον πιστούχο (όπως η είσπραξη προμήθειας) ή αντίθετα με έξοδα που δεν απαγορεύεται να συμφωνηθεί ότι θα βαρύνουν αυτόν (σύμφωνα με την πράξη …./2002 του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος), όπως οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων (π.χ. συμβολαιογραφικά έξοδα εκτίμησης και ελέγχου τίτλων ακινήτου, εγγραφής υποθήκης κλπ.). Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε, ότι στην ένδικη περίπτωση, δεν προηγήθηκε, εκ μέρους των αρμοδίων υπαλλήλων της καθ’ής, επαρκής ενημέρωση των ανακοπτόντων σχετικά με τους όρους της εν λόγω σύμβασης, όπως οι τελευταίοι γενικά και αόριστα διατείνονται επίσης στον πρώτο λόγο της ανακοπής, χωρίς να αναφέρουν ειδικότερα γεγονότα προς στήριξη του ισχυρισμού τους αυτού. Περαιτέρω, σχετικά με τις λοιπές υποπεριπτώσεις του πρώτου λόγου της ανακοπής, όπου οι ανακόπτοντες επιχειρούν να θίξουν την αποδεικτικότητα των αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας και τη νομιμότητα του ανατοκισμού των τόκων, θα γίνει μνεία παρακάτω σε αντίστοιχους λόγους της ανακοπής που αφορούν τα θέματα αυτά.

Ειδικότερα, με το δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες αμφισβητούν την αποδεικτική δύναμη των αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της καθ’ής, από τα οποία, κατά τον ισχυρισμό τους, δεν αποδεικνύεται σαφώς η οφειλή τους, τα δε ποσά που διατάσσονται να καταβάλουν με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, δεν είναι ορισμένα, με συνέπεια την ακυρότητα αυτής, κατ’ άρθρο 624 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι, αφενός μεν στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής περιέχονται τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία (βλ. σχετικά και παρακάτω), αφετέρου δε στην επίδικη σύμβαση υπάρχει ρητός όρος, σύμφωνα με τον οποίο συμφωνείται ότι, αντίγραφα ή αποσπάσματα από τα βιβλία της τράπεζας (που μπορεί να είναι και με μηχανογραφικό σύστημα), τα οποία εμφανίζουν την κίνηση του ή των λογαριασμών της πίστωσης από την έναρξή τους ή από την τελευταία αναγνώριση του πιστούχου, αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της τράπεζας κατά του πιστούχου και του εγγυητή, ακόμη και μετά το κλείσιμο του λογαριασμού ή (και) την επιδίκαση της απαίτησης, μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της, επιτρεπόμενης ανταπόδειξης. Ο ανωτέρω όρος δε της σύμβασης, δεν τυγχάνει καταχρηστικός, διότι η, περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη και δεν προσκρούει στα δημόσια τάξη (ΑΠ 925/2006, ΑΠ 105/2001, ΑΠ 722/2000, ΑΠ 592/1999, Εφ.Δωδ. 201/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια αυτού βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο και, συνεπώς, μπορεί, σε συνδυασμό με την έγγραφη σύμβαση της πίστωσης, να στηρίξει κατά νόμο την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του πιστούχου, ο οποίος μπορεί απλώς να αμφισβητήσει το ύψος των, περιεχομένων στο απόσπασμα, κατ’ ιδίαν κονδυλίων πιστοχρεώσεων (ΑΠ 1472/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1458/1998, ΕλλΔνη 1999.1318, ΑΠ 558/1996, ΔΕΕ 1997.58). Εν προκειμένω, οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν συγκεκριμένα, ποιά κατ΄ιδίαν κονδύλια από τα αναφερόμενα στα εν λόγω αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ής τράπεζας, αμφισβητούν, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ακόμη και στην περίπτωση που η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής τυχόν επιδικάζει και ποσά παρά το νόμο ή τη σύμβαση, αυτή δεν θα είναι άκυρη στο σύνολο της, αλλά μόνο για το υπερβάλλον.

Εξάλλου, απορριπτέος ως μη νόμιμος τυγχάνει κι τρίτος λόγος της ανακοπής όπου υποστηρίζεται ότι, εφόσον η σύμβαση πάσχει από ακυρότητα, δεν συντρέχει η προυπόθεση της έγγραφης απόδειξης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, καθώς, κατά τα προαναφερθέντα, δεν προκύπτει ακυρότητα της επίδικης σύμβασης με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή.

Οι ανακόπτοντες με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής τους ισχυρίζονται ότι, η επίμαχη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη ως αόριστη, επειδή δεν αιτολογείται σε αυτήν, πώς διαμορφώθηκε το τελικό οφειλόμενο από αυτούς ποσό των 90.904,22 ευρώ, και επιπλέον επειδή, παράνομα και καταχρηστικά, επιβάλλεται από την καθ΄ής ανατοκισμός επί των τόκων από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης της καταβολής. Ακόμη, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής παραπονούνται για την επιβολή ανατοκισμού μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, αφού πλέον παύει να λειτουργεί η βασική ενοχική σχέση, ενώ με τον έκτο λόγο αυτής, προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι, οι διατάξεις του Ν. 2601/1998 περί ανατοκισμού των καθυστερούμενων τόκων χωρίς τη συμβατική δέσμευση των μερών είναι αντισυνταγματικές. Κι αυτοί οι λόγοι, όμως, της ανακοπής είναι απορριπτέοι ως νομικά αβάσιμοι. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στο πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου, τα επικαλούμενα από τους ανακόπτοντες ελλείποντα στοιχεία, δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής και της σχετικής αίτησης προς έκδοση αυτής, αφού για τον προσδιορισμό, στο δικόγραφο της αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής, της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, δεν απαιτείται η έκθεση του συνόλου των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γέννησής της και δικαιολογούν την ύπαρξη αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση (ΑΠ 1349/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), στοιχεία που περιέχονται στην επίδικη διαταγή. Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου και τον πέμπτο λόγο της ανακοπής, είναι επίσης, όπως προαναφέρθηκε, απορριπτέοι ως νομικά αβάσιμοι, διότι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην υπό στοιχ. III μείζονα σκέψη, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν.2601/1998, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι, ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ` ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ και του εισαγωγικού νόμου αυτού. Οπότε ο ανατοκισμός, ανά εξάμηνο, των τόκων, στον οποίο προέβη η καθ’ής μετά το οριστικό κλείσιμο του επίμαχου αλληλόχρεου λογαριασμού, που, άλλωστε, προβλέπεται στον όρο 6 παρ.4 της σύμβασης, κατά του οποίου (ανατοκισμού) βάλλουν οι ανακόπτοντες με τους ως άνω λόγους της ανακοπής τους, είναι σύννομος. Κι αυτό διότι, κατά το ως  άνω άρθρο 112 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο αυτού, οι τόκοι αυτοί ανατοκίζονται, κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, όπως είναι η διαταγή πληρωμής, αφού το κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της δανειστρίας τραπέζης, δεν χάνει, με την έκδοση της απόφασης ή του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, τον χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, καθώς προβλέπεται ο εκτοκισμός των οφειλομένων στις τράπεζες τόκων, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ ενεργής σύμβασης και σύμβασης αλληλοχρέου λογαριασμού, που για οποιοδήποτε λόγο έληξε, ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό, όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή διατα­γή πληρωμής. Η ρύθμιση δε αυτή του Ν. 2601/1998, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι ανακόπτοντες με τον παραπάνω έκτο λόγο της ανακοπής τους, διότι ναι μεν ο νομοθέτης δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει σε συμβατικές σχέσεις, μπορεί όμως να εισάγει περιορισμούς στην οικονομική ελευθερία, όταν τούτο γίνεται χάριν της εθνικής οικονομίας, μεταξύ των σκοπών της οποίας είναι και η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος (βλ. σχετικά ως άνω μείζονα σκέψη). Άλλωστε, στην επίμαχη σύμβαση, ο ανατοκισμός είχε ρητά συμφωνηθεί με τον όρο 6 παρ. 4 αυτής, όπως προαναφέρθηκε.

Με τον έβδομο λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ’ής ακύρως επισπεύδει εκτέλεση με την προσβαλλόμενη  επιταγή, κατά παράβαση των Ν. 2789/2000, 2873/2000, 2912/2000 και κυρίως του άρθρου 39 παρ. 2 Ν. 3259/2004, καθώς και του Ν.3869/2010, διότι δεν τους πρότεινε τη χρονική ρύθμιση εξόφλησης, που προβλέπτεται στο ως άνω άρθρο. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, εκτός του ότι είναι άνευ αντικειμένου, καθώς δεν έχει ξεκινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους της καθ’ής εις βάρος των ανακοπτόντων, αφού δεν τους έχει επιδοθεί επιταγή προς εκτέλεση, βάσει της επίμαχης διαταγής πληρωμής, αλλά μόνο η διαταγή αυτή, σε κάθε περίπτωση, αν εκτιμηθεί ότι βάλλει κατά της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, είναι προεχόντως απορριπτέος ως αόριστος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ. V μείζονα σκέψη, διότι δεν διευκρινίζεται αν έχουν καταλογιστεί, από την καθ’ής, στην ληξιπρόθεσμη οφειλή τους, ποσά μεγαλύτερα από τα προβλεπόμενα στους ως άνω νόμους και ποιά συγκεκριμένα είναι αυτά. Περαιτέρω, ο λόγος αυτός είναι νομικά αβάσιμος, διότι, κατά τα επίσης προεκτεθέντα στην ως άνω μείζονα σκέψη, προυπόθεση για την  υπαγωγή των οφειλετών στη ρύθμιση (χρόνος αποπληρωμής 5-7 ετών σε ισόποσες δόσεις κ.λπ.) είναι, η υποβολή από αυτούς (οφειλέτες), σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 39 του παραπάνω νόμου (3259/2004) μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν στην ανακοπή τους, ούτε συνάγεται από κάποιο στοιχείο, ότι έχουν υποβάλλει τέτοια αίτηση προς την καθ’ής η ανακοπή. Τέλος, οι ανακόπτοντες με τον όγδοο και τελευταίο λόγο της ανακοπής τους, διατείνονται ότι η καθ’ής προέβη σε καταχρηστική άσκηση του δικαιώματός της με την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής για απαίτηση ύψους 90.904.22 ευρώ, διότι το ποσό δεν είναι το νομίμως οφειλόμενο με βάση το Ν. 3259/2004 και, περαιτέρω, αυτή δεν το υπαγάγει στη χρονική ρύθμιση του άρθρου 39 του ως άνω νόμου. Οι ισχυρισμοί αυτοί των ανακοπτόντων, οι οποίοι επαναλήφθηκαν και στον προηγούμενο λόγο της ανακοπής τους, αορίστως, όπως προεκτέθηκε, προβάλλονται, διότι δεν εκθέτουν ποιό είναι το νομίμως οφειλόμενο από αυτούς ποσό, αφού δεν αρκεί απλώς η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του ποσού το οποίο διατάσσονται να κατάβάλουν με την επίδικη διαταγή πληρωμής και αν προέβησαν σε αίτηση και πότε, όπως απαιτείται από το νόμο, για να υπαχθούν στην ως άνω χρονική ρύθμιση. Άλλωστε, τα περιστατικά αυτά που επικαλούνται, δεν στοιχειοθετούν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχ. VII μείζονα σκέψη, καθώς δεν υποστηρίζουν, ούτε βέβαια αποδεικνύεται, ότι η καθ’ής αδράνησε για μεγάλο χρονικό διάστημα να ασκήσει το ένδικο δικαίωμά της, πολύ δε περισσότερο ότι με τη συμπεριφορά της δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στους ανακόπτοντες ότι δεν πρόκειται να το ασκήσει. Ο δε ισχυρισμός τους ότι η καθ’ής δεν τους ενημέρωσε, για τη δυνατότητα υπαγωγής τους στο Ν. 3869/2010 περί ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, αληθής υποτιθέμενος, δεν συνιστά καταχρητική συμπεριφορά εκ μέρους της. Εξάλλου, το γεγονός ότι, όπως σημειώνουν στο τέλος του δικογράφου της ανακοπής τους, έχουν ήδη ξεκινήσει τις διαδικασίες υπαγωγής τους στον ως άνω νόμο (χωρίς ωστόσο να αναφέρουν σε ποιές ακριβώς ενέργειες προέβησαν και πότε, ήτοι αν έχουν ασκήσει σχετική αίτηση, αν αυτή κατατέθηκε πριν ή μετά την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και την πορεία της), δεν εμποδίζει την καθ’ής να προβεί στην έκδοση της διαταγής πληρωμής και δεν καθιστά καταχρηστική την ενέργειά της αυτή. Συγκεκριμένα η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και η έκδοση αυτής, δεν εμπίπτουν στην, προβλεπόμενη από το άρθρο 4 παρ. 3 του εν λόγω νόμου και υπό τις εκεί αναφερόμενες προυποθέσεις, απαγόρευση λήψης καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, ο οποίος έχει καταθέσει σχετική αίτηση για την υπαγωγή του στον νόμο αυτό, καθώς δεν αποτελούν επιθετικές πράξεις, όπως η έγερση αγωγής, αλλά απλά αποσκοπούν στην κτήση εκτελεστού τίτλου, ενώ, επίσης, τόσο αυτές όσο και η περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, δεν αποτελούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά προδικασία αυτής, ενώ αντιθέτως αποτελεί επιθετική πράξη η επίδοση της διαταγής πληρωμής, αφού έχει λάβει τον εκτελεστήριο τύπο κατ’ αρθρ. 924 εδ. 1 του ΚΠολΔ (Εφ.Θεσ. 2230/2008, ΕπισκΕμπΔ 2009.160, Εφ.Θεσ.(Μον). 1271/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω.

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν κι έκανε δεκτή την ανακοπή, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου λόγους της έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, (πρέπει) να απορριφθεί συνολικά η ένδικη ανακοπή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), καθώς επίσης, θα διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα, του παραβόλου της έφεσης, που έχει καταθέσει (κατ΄άρθρο 495 παρ. 3εδ.ε ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσία.

Εξαφανίζει την υπ΄αρ. 427/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία) .

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 10-9-2013 και με αριθμό κατάθεσης ……./2013 ανακοπή.

Απορρίπτει αυτήν.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του, κατατεθέντος από αυτήν, παραβόλου της έφεσης.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 2 Σεπτεμβρίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

         Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              H  ΓPAMMATEAΣ