Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 502/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     502/2019

ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα E.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) η κρινόμενη από 1-10-2018 και με Γ.Α.Κ. …../1-10-2018 και Ε.Α.Κ. …./1-10-2018 έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθ. 3443/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 28-9-2015 και με Γ.Α.Κ. …./29-9-2016 και Α.Κ. …../29-9-2015 αγωγής της κατά της εφεσίβλητης και δέχθηκε αυτήν (αγωγή). Η ανωτέρω έφεση ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 498, 500, 511, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην ενάγουσα – εκκαλούσα, με επιμέλεια της εναγομένης – εφεσίβλητης, στις 4-9-2018, όπως προκύπτει από τη με ίδια ημερομηνία σημείωση επί επικυρωμένου αντιγράφου της του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….. που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, ενώ η έφεση της τελευταίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 1-10-2018, όπως προκύπτει από τη με ΓΑΚ ……../1-10-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του γραμματέα του ως άνω Δικαστηρίου (άρθρο 500 Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), αφού καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο άσκησης έφεσης, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3γ’ του Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015.

Με την από 28-9-2015 και με Γ.Α.Κ. …/29-9-2015 και Α.Κ. …../29-9-2015 αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της όπως διευκρινίστηκε με τις έγγραφες προτάσεις της ενάγουσας, η τελευταία  εκθέτει ότι εδρεύει στον Πειραιά και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, μεταξύ των άλλων, στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων. Ότι σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης που καταρτίσθηκε στον Πειραιά στις 27-10-2014 μεταξύ αυτής ως πωλήτριας και της εναγομένης εταιρίας που εδρεύει στα νησιά Marshall ως αγοράστριας, αντί του αναφερομένου συμφωνηθέντος τιμήματος, παρέδωσε στις 5-11-2014 στο M/V πλοίο «N», σημαίας Παναμά, το οποίο ναυλοχούσε στο λιμένα του Πειραιά και ήταν ναυλωμένο από την εναγόμενη εφοπλίστρια αυτού, η οποία είχε την πλήρη διοίκηση, οικονομική εκμετάλλευση και ναυτική του διεύθυνση, τα αναφερόμενα στο δικόγραφο κατά ποσότητα, τύπο και ποιότητα ναυτιλιακά καύσιμα, τα οποία παρέλαβε ανεπιφύλακτα για λογαριασμό της εναγομένης ο καπετάνιος του πλοίου, ο οποίος έθεσε τη σφραγίδα του πλοίου επί των δελτίων αποστολής που έφεραν τη σημείωση ότι τα άνω προϊόντα παραγγέλθηκαν και λήφθηκαν αποκλειστικά για λογαριασμό της ναυλώτριας και όχι για λογαριασμό των ιδιοκτητών του πλοίου και ότι βάσει του ναυλοσυμφώνου δεν μπορούσε να προκύψει κανένα απολύτως δικαίωμα παρακράτησης ή άλλη αξίωση εναντίον του πλοίου για τα προϊόντα που θα παράγγελνε και θα ελάμβανε η ναυλώτρια. Ότι κατά την κατάρτιση της άνω σύμβασης πώλησης η εναγόμενη εκπροσωπήθηκε από την εδρεύουσα στη Μάλτα και διατηρούσα γραφεία στον Πειραιά εταιρία «……………», η οποία, ενεργώντας ως σιωπηρά εξουσιοδοτημένη αντιπρόσωπός της, παρήγγειλε τα καύσιμα στην ενάγουσα και επιβεβαίωσε τηλεφωνικά ότι συμφωνεί με την προσφορά της τελευταίας για την πώληση και την παράδοσή τους στο πλοίο. Ότι για την παράδοση των πωληθέντων ναυτιλιακών καυσίμων – που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις υποδείξεις της ναυτικής πράκτορος και αμέσου αντιπροσώπου της εναγομένης εταιρίας «…………», η οποία επίσης ενεργούσε κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εναγομένης – η ίδια (ενάγουσα) εξέδωσε ακολούθως στο όνομα και της εναγομένης (καθώς και στο όνομα της αντιπροσώπου της εταιρίας «…………..», του καπετάνιου του πλοίου, της πλοιοκτήτριας αυτού και της διαχειρίστριας αυτού) το με αριθ. …………./11-11-2014 τιμολόγιο, ποσού 199.023,10 δολ. Η.Π.Α. (ή 159.040,35 ευρώ, κατά την ισοτιμία δολ. Η.Π.Α. – ευρώ κατά την ημέρα έκδοσης αυτού), πληρωτέο έως 26-11-2014, με αναγραφόμενο συμφωνημένο τόκο υπερημερίας ποσού 2% μηνιαίως, το οποίο (τιμολόγιο), παρά τις οχλήσεις της για την πληρωμή του προς την εταιρία «………….» και την εναγόμενη, εξακολουθεί να παραμένει ανεξόφλητο. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, επικαλούμενη ευθύνη της εναγομένης ναυλώτριας από τη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, άλλως πραγματοπαγή ευθύνη της μέχρι την αξία του πλοίου (διότι κατά τη διάρκεια της ναύλωσης η ναυλώτρια αντιμετωπίζεται ως κυρία αυτού), άλλως ευθύνη της κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη κατά το ποσό της αξίας των καυσίμων που παρέλαβε το πλοίο που είχε ναυλώσει χωρίς να καταβάλει στην ενάγουσα το ανάλογο αντάλλαγμα, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημέρα της εξόφλησης του ποσού των 199.023,10 δολ. Η.Π.Α, με βάση την ισοτιμία δολ. Η.Π.Α. – ευρώ κατά την ημέρα της εξόφλησης, με το συμφωνημένο τόκο υπερημερίας ύψους 2% από την 27-11-2014 που το άνω τιμολόγιο κατέστη ληξιπρόθεσμο, άλλως επικουρικώς με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθ. 3443/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση έγινε δεκτό: α) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 4 και 42 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και 6, 26 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 της 12-12-2012, β) ότι εφαρμοστέο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο: 1) ως προς την ευθύνη της εναγομένης από την ένδικη σύμβαση πώλησης, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η ενάγουσα – πωλήτρια έχει τη συνήθη διαμονή της (άρθρα 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 1 α’ και 19 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I), 2) ως προς την αντιπροσώπευση της εναγομένης κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία οι αντιπρόσωποι της εναγομένης επιχείρησαν τη δικαιοπραξία, κατά γενικώς αποδεκτή  αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, 3) ως προς την εκ του νόμου πραγματοπαγή ευθύνη της εναγομένης ναυλώτριας, διότι αντιμετωπίζεται κατά τη διάρκεια της ναύλωσης ως κυρία του πλοίου, ως το δίκαιο του τόπου όπου εδρεύει η ενάγουσα και όπου καταρτίστηκε και εκπληρώθηκε η επίδικη σύμβαση πώλησης και 4) ως προς την ευθύνη της εναγομένης κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 10 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη ΙΙ), καθόσον οι άνω εξωσυμβατικές ενοχές εμφανίζουν στενό σύνδεσμο με την υφιστάμενη μεταξύ των μερών σχέση που απορρέει από τη διεπόμενη – κατά τα ανωτέρω – από το ελληνικό δίκαιο σύμβαση πώλησης καυσίμων, που καταρτίστηκε και εκπληρώθηκε στην Ελλάδα μεταξύ πωλήτριας που εδρεύει στην Ελλάδα και αγοράστριας αλλοδαπής εταιρίας / ναυλώτριας πλοίου που διαχειρίζεται αυτό από την Ελλάδα και γ) ότι με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, που κρίθηκε εφαρμοστέο εν προκειμένω και του οποίου τις διατάξεις επικαλούνται οι διάδικοι προς θεμελίωση των ισχυρισμών τους, η αγωγή, ως προς την κύρια εκ της συμβάσεως βάση της, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216, 291, 292, 341, 345 εδ. α΄, 361, 417, 513 ΑΚ, 84, 105, 107 επ. Κ.Ι.Ν.Δ, 1 παρ. 1 Ν. 740/1977, 6 παρ. 1 Ν. 5422/1932, 1 Ν. 2842/2000, πλην α) του αιτήματος περί επιδίκασης τόκων επί του κεφαλαίου της απαίτησης της ενάγουσας, υπολογιζομένων με συμφωνηθέν επιτόκιο υπερημερίας 2% μηνιαίως, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο κατά το επιπλέον του ανωτάτου θεμιτού επιτοκίου υπερημερίας ποσοστό, κατά το οποίο και η σχετική δικαιοπραξία είναι άκυρη (Α.Π. 272/1994, Νο.Β. 1995, 57), β) της σωρευόμενης βάσης που στηρίζεται σε πραγματοπαγή ευθύνη της εναγομένης ναυλώτριας, αντιμετωπιζόμενης ως κυρίας του πλοίου κατά τη διάρκεια της ναύλωσης, η οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, καθόσον, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, η εναγόμενη έχει την ιδιότητα της ναυλώτριας και εφοπλίστριας του άνω πλοίου και όχι της κυρίας αυτού και γ) της επικουρικής βάσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία απορρίφθηκε προεχόντως ως αόριστη, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ακυρότητα της συναφθείσας σύμβασης πώλησης, σε κάθε δε περίπτωση ως νόμω αβάσιμη, διότι η αγωγή αυτή, λόγω της επιβοηθητικής φύσης της, ασκείται μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης της αγωγής από τη σύμβαση ή από αδικοπραξία, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Στη συνέχεια απορρίφθηκε η αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία κατά την απομένουσα βάση της από τη σύμβαση πώλησης, διότι κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η εναγόμενη ουδέποτε συμβλήθηκε, αντιπροσωπεύτηκε ή αποδέχθηκε την ένδικη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η εναγόμενη, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή της, ζητώντας για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο της έφεσης, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν ως βάσιμη κατ’ ουσία.

Aπό τις διατάξεις των άρθρων 221 και 224 Α.Κ. προκύπτει, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μολονότι δεν υπάρχει πληρεξουσιότητα, εν τούτοις κρίνεται άξια προστασίας η εμπιστοσύνη του τρίτου στην ύπαρξή της. Με βάση τις διατάξεις αυτές και την αρχή της εμπιστοσύνης, διαπλάστηκε η έννοια της «φαινόμενης πληρεξουσιότητας». Πρόκειται για την περίπτωση που ο αντιπροσωπευόμενος δεν παρέσχε πληρεξουσιότητα ή την είχε παράσχει μεν κατά το παρελθόν, στη συνέχεια, όμως, την ανακάλεσε και ούτε ανέχθηκε, ούτε γνώριζε τη συμπεριφορά του φερομένου «αντιπροσώπου» του, αλλά θα μπορούσε να τη γνωρίζει και να την είχε εμποδίσει, αν επιδείκνυε την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, ενώ, από την άλλη πλευρά, ο συναλλαχθείς τρίτος δικαιούται, με βάση την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, να πιστέψει ευλόγως ότι στον εμφανιζόμενο, ως αντιπρόσωπο, έχει παρασχεθεί πληρεξουσιότητα. Γι’ αυτό, όμως, απαιτείται διαρκής επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά του φερομένου «αντιπροσώπου» και καλή πίστη στο πρόσωπο του τρίτου που συναλλάχθηκε. Ο τελευταίος δεν προστατεύεται, αν γνώριζε την έλλειψη της πληρεξουσιότητας ή την αγνοούσε από αμέλειά του. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, καταλογίζεται στον «αντιπροσωπευόμενο», ότι με τη συμπεριφορά του δημιούργησε στους τρίτους την εύλογη πεποίθηση για την ύπαρξη πληρεξουσιότητας και αν πρόκειται για σύμβαση, αυτή θεωρείται καταρτισμένη, διά μέσου του «κατά φαινόμενο πληρεξουσίου». Ο τρίτος που συναλλάχθηκε έχει στην περίπτωση αυτή κατά του αντιπροσωπευόμενου τις αξιώσεις που πηγάζουν από τέτοια σύμβαση (A.Π. 683/2015, Α.Π. 274/2013, Α.Π. 1659/2005, Α.Π. 939/2004, Α.Π. 1187/2000, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ. 1, 224, 335, και 338 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ.1α’ Κ.Πολ.Δ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή, χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Επίσης, κατά πάγια νομολογία, βάσει των άρθρων 224 και 236 Κ.Πολ.Δ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και την νομική αοριστία αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό περιστατικό που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Εξάλλου, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή (Α.Π. 1087/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, μεταβολή της βάσης της αγωγής, που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρ. 111 Κ.Πολ.Δ. αρχής της τήρησης προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή και αντικαθίσταται με άλλη η ιστορική βάση της αγωγής (Α.Π. 1859/2011, Επ.Εμπ.Δ. 2012, 142). Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 527  Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 87) και σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, ισχύει για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την 1η.1.2016 και, συνεπώς, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, ορίζεται ότι: «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως». Τέλος, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 216 παρ.1 α’ και 224 Κ.Πολ.Δ, στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παραδεκτά για πρώτη φορά στο εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που απαρτίζουν κατά το νόμο την ιστορική βάση της αγω­γής (Εφ.Θεσ. 323/2017, Αρμ.2017, 248).

Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα – ενάγουσα, το πρώτον με το δικόγραφο της ένδικης έφεσής της ισχυρίζεται ότι η εναγόμενη  είναι πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου που η ίδια εφοδίασε με καύσιμα και επιπλέον, ότι ο πλοίαρχος του άνω πλοίου, εκπροσωπώντας την εναγόμενη, είχε παράσχει πληρεξουσιότητα στον Α’ μηχανικό να την εκπροσωπεί έγκυρα και να συνάπτει συμβάσεις με τρίτους για λογαριασμό της, ως αντιπρόσωπός της, αναλαμβάνοντας γι’ αυτήν συμβατικές υποχρεώσεις, και επομένως η εναγόμενη υποχρεούται σε καταβολή του αιτουμένου με την αγωγή ποσού του τιμήματος των καυσίμων, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου και συνυπεύθυνη με την εταιρία  «……….» για την καταβολή του άνω ποσού, καθώς και συνεπεία της συναφθείσης δια του άνω αντιπροσώπου της Α’ μηχανικού του πλοίου σύμβασης σωρευτικής αναδοχής του εν λόγου χρέους. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, όμως – πέραν της αοριστίας του λόγω των αντιφατικών ιδιοτήτων που αποδίδονται στην εναγόμενη σε σχέση με το άνω πλοίο και της ασάφειας ως προς το υποκείμενο της εκμετάλλευσής του – συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής και δη ενώπιον του εφετείου, διά της επίκλησης το πρώτον με το δικόγραφο της ένδικης έφεσης, νέων πραγματικών περιστατικών, παραγωγικών του ασκουμένου με την αγωγή δικαιώματος, και, άρα, θεμελιωτικών κατά νόμο του αγωγικού αιτήματος, με τα οποία τροποποιείται και ουσιαστικά αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής, όπως παρατίθεται στο δικόγραφο αυτής, στο οποίο η ενάγουσα δεν επιχειρεί να τη στηρίξει ούτε επικουρικά στην ιδιότητα της εναγομένης ως πλοιοκτήτριας ή σε σωρευτική αναδοχή του χρέους της «………» δια του Α’ μηχανικού του πλοίου ως αντιπροσώπου της, παρά μόνο επικαλείται ανάληψη από την εναγόμενη ναυλώτρια υποχρέωσης καταβολής του αιτουμένου με την αγωγή της ποσού (του τιμήματος της πώλησης ποσοτήτων καυσίμων που παραδόθηκαν στο άνω πλοίο), δια των αντιπροσώπων της «………» και «…………», όπερ δε μπορούσε να λάβει χώρα κατά δικονομικά επιτρεπτό τρόπο ούτε στον πρώτο βαθμό με συμπλήρωση από την ενάγουσα της αγωγής διά των προτάσεών της, σύμφωνα με το άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται περί «νέου» ισχυρισμού, που μπορεί παραδεκτά να προβληθεί για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ως λόγος έφεσης, εφόσον δεν εμπίπτει σε μία εκ των περιοριστικά αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ. περιπτώσεων, που επίσης παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Πολλώ δε μάλλον, που στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παρα­δεκτά για πρώτη φορά στο Εφετείο, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του Κ.Πολ.Δ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που απαρτίζουν κατά το νόμο την ιστορική βάση της αγω­γής, υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το επικαλούμενο δικαίωμα με την έννομη συνέπεια του οικείου κανόνα δικαίου, καθώς ο ενάγων, ως εκκαλών, δε μπορεί να μεταβάλει τη βάση της αγωγής του, ούτε να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς που περιέχονται σ’ αυτή (άρθρο 526 Κ.Πολ.Δ.).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 Κ.Ι.Ν.Δ. (ν. 3816/1959) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται, να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 Κ.Ι.Ν.Δ. «ο εκμεταλλευόμενος δι’ εαυτόν πλοίον ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου από αυτόν, που γίνεται στο λιμάνι νηολόγησης του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου, αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσόμενων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, διότι σε περίπτωση έλλειψης της δήλωσης τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο για ίδιο λογαριασμό είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος, που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή, είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής (Α.Π. 776/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 11/2009, Ε.Ν.Δ. 2009, 1, Α.Π. 5/2009, Δ.Ε.Ε. 2009, 800, Α.Π. 954/2004, Ε.Ν.Δ. 32, 342, Εφ.Πειρ. 436/2018, αδημ, Εφ.Πειρ. 269/2016, Εφ.Πειρ. 76/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ως εκμετάλλευση, η οποία πάντως δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση) με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμετάλλευσης) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή (Εφ.Πειρ. 468/2011, Ε.Ν.Δ. 2012, 39). Βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση του πλοίου και, εκτός από την απολαβή των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (Εφ.Πειρ. 762/2013, Εφ.Πειρ. 37/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά από τη θεωρία και τη νομολογία, καθώς και από τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, είδος της υπό ευρεία έννοια ναύλωσης είναι η χρονοναύλωση γυμνού πλοίου (bareboat charter ή charter by demise, affretement coque nue), κατά την οποία ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει, έναντι ανταλλάγματος, στη διάθεση του ναυλωτή, για ορισμένο χρόνο, πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό, τους δε τελευταίους προσλαμβάνει ο χρονοναυλωτής, στις εντολές του οποίου αυτοί υπακούουν, αναφορικά με τη ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου (Αντ. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, στον τόμο Α’ Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου, σελ. 437-454, Ν. Δελούκας, Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 1979, παρ. 169, Εφ.Πειρ. 436/2018, αδημ, Εφ.Πειρ. 452/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 2/1998, Πειρ.Νομ. 1998, 44, Ε.Εμπ.Δ. 1998, 121, Εφ.Πειρ. 1961/1988, Ε.Ν.Δ. 17, 409). Από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 105 και 106 εδαφ. β’ του Κ.Ι.Ν.Δ. προκύπτει ότι η εκμετάλλευση του πλοίου με την έννοια του εφοπλισμού υπάρχει και στη σύμβαση χρονοναύλωσης, όταν στο ναυλωτή ανήκει η εκμετάλλευση και η ναυτική διεύθυνση αυτού. Στην περίπτωση αυτή, ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ’ άρθρο 106 εδαφ. β’ Κ.Ι.Ν.Δ. Αντίθετα, αν ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει στη διάθεση του ναυλωτή, έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρόνο, πλοίο εξοπλισμένο μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου ή του πληρώματος, διατηρώντας  ο ίδιος (χρονοεκναυλωτής) την τεχνική (ναυτική) διαχείριση του πλοίου, παρέχοντας δε σε εκείνον (χρονοναυλωτή) τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί, επί ένα χρονικό διάστημα, το πλοίο και τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή (Αλ. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 2007, τόμος 2ος, παρ. 115, σ. 20 επ., Εφ.Πειρ. 874/2013 αδημ, Εφ.Πειρ. 452/2008, Ε.Ν.Δ. 2009, 39, Εφ.Πειρ. 882/2000, Ε.Ν.Δ. 2001, 122, Εφ.Πειρ. 2/1998, Ε.Εμπ.Δ. 1998, 121). Δηλαδή, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει εφοπλισμός, που συνεπάγεται την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, όταν ο πλοιοκτήτης παραχώρησε τη χρήση του πλοίου του γυμνού, διότι στην τελευταία περίπτωση ο μισθωτής – ναυλωτής του πλοίου εξουσιάζει τούτο, τόσο από την πλευρά της τεχνικής διεύθυνσης, όσο και από αυτή της εμπορικής του διαχείρισης, έχει δε τη βούληση να ασκήσει και ασκεί πράγματι, για ίδιο λογαριασμό, την επιχείρηση της κερδοσκοπικής εκμετάλλευσής του (Αντ. Αντάπασης, ό.α, σ. 458, Ν. Δελούκα, ό.α, σ. 128, Ι. Κοροντζή, ό.α, σ. 1102). Στην περίπτωση αυτή, ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ’ άρθρο 106 εδαφ. β’ Κ.Ι.Ν.Δ. (Α.Π. 777/2015, Εφ.Πειρ. 809/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σ’ αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Οι γενικές γραμμές των εξουσιών του πλοιάρχου ορίζονται στο άρθρο 104 του Κ.Δ.Ν.Δ, κατά το οποίο αυτός έχει τη διοίκηση του πλοίου, ασκεί εξουσία επί του πληρώματος και των επιβαινόντων, κατά τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, λαμβάνει κάθε μέτρο μέσα στο πλοίο, στα πλαίσια πάντοτε του κανονισμού και του νόμου για την τήρηση της τάξης, της πειθαρχίας, της υγιεινής και της ασφάλειας του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου. Ειδικότερα οι αρμοδιότητες του πλοιάρχου μπορούν να διακριθούν σ’ εκείνες: 1) Του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, σύμφωνα με την οποία οι τελευταίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84, 105 Κ.Ι.Ν.Δ.). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται περαιτέρω σε: α) Δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου, σε ότι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών κ.λ.π. και β) δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (Εφ.Πειρ. 951/2006, Ε.Ν.Δ. 2007, 26). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 Α.Κ. συνάγεται ότι, για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησης, δεν το δεσμεύει (Α.Π. 682/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 904 Α.Κ. προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικά) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Επομένως, αν η αγωγή στηρίζεται ως προς τη σωρευόμενη ακόμα και επικουρικά βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη ως προς τη βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό γιατί, αφού κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές, όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Α.Π 1450/2017, Τ.Ν.Π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αγωγή, με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, κατά το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο – το οποίο επικαλούνται οι διάδικοι, η μεν ενάγουσα προς θεμελίωση των αγωγικών ισχυρισμών της, η δε εναγόμενη προς απόκρουση αυτών, κατά τρόπον ώστε να συνάγεται ευκρινώς η βούλησή τους στο να θεωρηθεί αυτό εφαρμοστέο στη σύμβασή τους και λόγω μετασυμβατικού καθορισμού του (Α.Π. 1091/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) –  είναι νόμιμη όσον αφορά την κύρια νομική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης προς καταβολή του αιτουμένου χρηματικού ποσού, σύμφωνα με τα επικαλούμενα από την ενάγουσα στο δικόγραφο της αγωγής για τη θεμελίωση της ιστορικής της βάσης πραγματικά περιστατικά, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216, 291, 292, 341, 345 εδ. α’, 361, 417, 513 Α.Κ, 84, 105, 107 επ. Κ.Ι.Ν.Δ, 1 παρ. 1 Ν. 740/1977, 6 παρ. 1 Ν. 5422/1932, 1 Ν. 2842/2000, 118 αριθ. 4, 216, 176 και 191 παρ. 2  Κ.Πολ.Δ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται. Περαιτέρω, η επικουρικά προβληθείσα νομική αγωγική βάση που στηρίζεται σε πραγματοπαγή ευθύνη της εναγομένης ναυλώτριας κατά τη διάρκεια της ναύλωσης (άρθρο 106 εδάφ. β΄ Κ.Ι.Ν.Δ.) είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι η τοιαύτη, δια του πλοίου, ευθύνη του κυρίου του για τις αξιώσεις εκ του εφοπλισμού θεμελιούται μόνον εφόσον το πλοίο ανήκει στον κύριο (Δ. Καμβύση, Ιδιωτικόν Ναυτικός Δίκαιον, υπ’ άρθρα 105 – 106, παρ. 2, σ. 329, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2005, υπ’ άρθρο 106, παρ. 2.1, σ. 82) και δεν αφορά την εναγόμενη που εμφανίζεται ως ναυλώτρια / εφοπλίστρια του πλοίου, η οποία φέρεται μάλιστα ότι είχε ενημερώσει εγγράφως την ενάγουσα, μέσω του πλοιάρχου του πλοίου που κατά την παραλαβή των καυσίμων έθεσε σχετική σφραγίδα επί των δελτίων αποστολής τους, ότι αυτό λειτουργεί βάσει ναυλοσυμφώνου και ότι τα καύσιμα παραγγέλθηκαν και ελήφθησαν αποκλειστικά για λογαριασμό των ναυλωτών και όχι για λογαριασμό των ιδιοκτητών του πλοίου, έναντι του οποίου, βάσει του ναυλοσυμφώνου, κανένα απολύτως δικαίωμα παρακράτησης ή άλλη αξίωση δεν μπορεί να προκύψει για τη συγκεκριμένη πετρέλευση. Προσέτι, η επικουρικότερα προβληθείσα νομική αγωγική βάση που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι απορριπτέα προεχόντως ως αόριστη, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ακυρότητα της συναφθείσας σύμβασης πώλησης, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην ανωτέρω νομική σκέψη, σε κάθε δε περίπτωση ως μη νόμιμη, διότι για τη θεμελίωσή της η ενάγουσα επικαλείται τα αυτά πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η αγωγή της κατά τη βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, καίτοι η αγωγή αυτή, λόγω της επιβοηθητικής φύσης της, ασκείται μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης αγωγής από τη σύμβαση ή αδικοπραξία, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τις παραπάνω επικουρικές βάσεις της αγωγής με παρόμοιες αιτιολογίες, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και οι τέταρτος και πέμπτος αντίστοιχα λόγοι της έφεσης της ενάγουσας, με τους οποίους αυτή υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ακολούθως πρέπει, κατά το μέρος κατά το οποίο η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, και δη ως προς την κυρίως επικαλούμενη από την ενάγουσα στο δικόγραφο αυτής νομική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, εφόσον έχει καταβληθεί ήδη από τον πρώτο βαθμό το προσήκον στο αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος της ενάγουσας ……………., που εξετάσθηκε νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, της υπ’ αριθ. ……../27.11.2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος της εναγομένης ……. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………., που λήφθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. …….΄/22.11.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά ……….), καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικώς, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα: Η ενάγουσα είναι ανώνυμη εταιρία εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων που εδρεύει στον Πειραιά και δραστηριοποιείται στην εμπορία (αγορά, πώληση και παράδοση) ναυτιλιακών καυσίμων σε ποντοπόρα πλοία, δυνάμει συμβάσεων πώλησης, τις οποίες καταρτίζει, είτε απευθείας με τους πλοιοκτήτες, ναυλωτές, ή τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενους πλοία, είτε μέσω ανεξάρτητων ενδιάμεσων εμπόρων. Μεταξύ των ενδιάμεσων εμπόρων με τους οποίους συνεργαζόταν επί μακρό χρονικό διάστημα υπήρξε και ο όμιλος εταιριών «………..», στον οποίο ανήκει πλήθος εταιριών που έδρευαν σε διάφορες πόλεις ανά τον κόσμο και αναλάμβαναν την υποχρέωση να εφοδιάζουν, σε εκτέλεση συμβάσεων πώλησης, πλοία με καύσιμα, τα οποία είχαν προηγουμένως προμηθευτεί από την ίδια. Η πολυετής εμπορική συνεργασία της ενάγουσας με εταιρίες του ανωτέρω ομίλου (μεταξύ των οποίων ήταν και οι κάτωθι μνημονευόμενες εταιρίες «……..» και «……….») ειδικότερα συνίστατο κάθε φορά στην πώληση απ’ αυτήν σε μία από τις εν λόγω εταιρίες ορισμένης ποσότητας καυσίμων, αντί του συμφωνημένου τιμήματος, καταβληθησομένου εντός συγκεκριμένης προθεσμίας από την παράδοσή τους. Τα καύσιμα, στα οποία έκαστη σύμβαση αφορούσε, συμφωνούντο πάντοτε παραδοτέα από την ενάγουσα σε συγκεκριμένη ημερομηνία, σε συγκεκριμένο λιμένα και σε συγκεκριμένο πλοίο και μεταπωλούνταν στο μεσοδιάστημα από την εκάστοτε αντισυμβαλλόμενή της εταιρία του ανωτέρω ομίλου – αγοράστρια αυτών στον πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, ναυλωτή, ή στον καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενο το πλοίο, για τον ανεφοδιασμό του οποίου προορίζονταν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας στις 27-10-2014 εκπρόσωποι της εδρεύουσας στη Μάλτα εταιρίας με την επωνυμία «…….», που ενδιαφέρονταν για την αγορά τέτοιων καυσίμων από την ενάγουσα, επικοινώνησαν με την τελευταία, αιτούμενοι την αποστολή απ’ αυτήν (ενάγουσα) έγγραφης προσφοράς της για την τιμή πώλησης 400,00 μετρικών τόνων ναυτιλιακών καυσίμων τύπου Fuel Oil 380 CST και 20,00 μετρικών τόνων ναυτιλιακών καυσίμων τύπου Gasoil 0,1%, ήτοι προέβησαν σε πρόσκληση για υποβολή πρότασης, χωρίς το στοιχείο εισέτι της ενοχικής δέσμευσης. Τα καύσιμα αυτά προορίζονταν για τον εφοδιασμό του υπό σημαία Παναμά M/V πλοίου «N.», με αριθμό ΙΜΟ …., κοχ 25294,00, ΔΔΣ …, πλοιοκτησίας της εναγόμενης, το οποίο ήταν χρονοναυλωμένο από την εταιρία «……..» (βλ. το σχετικό από 19-9-2012 ναυλοσύμφωνο τύπου BIMCO, στον 6ο όρο του οποίου ορίζονταν ότι η ναυλώτρια υποχρεούνταν στην καταβολή των εξόδων εφοδιασμού του πλοίου με καύσιμα). Πράγματι η ενάγουσα απέστειλε στην εταιρία «………..» την από 27-10-2014 έγγραφη προσφορά της, επέχουσα θέση πρότασης για κατάρτιση σύμβασης (άρθρο 185 Α.Κ.), την οποία αποδέχθηκε η τελευταία κατ’ άρθρο 189 Α.Κ. με την αυθημερόν αποσταλείσα από 27-10-2014 έγγραφη επιβεβαίωση παραγγελίας αγοράς καυσίμων, στην ως άνω δε ανταλλαγείσα αλληλογραφία η ενάγουσα αναγνωρίζει ρητώς ως αντισυμβαλλόμενή της την προαναφερθείσα εταιρία «………..». Από και δια της συμπτώσεως των ως άνω δηλώσεων βουλήσεως καταρτίσθηκε η ένδικη σύμβαση κατ’ άρθρο 192 Α.Κ, αφορώσα την πώληση της συμφωνηθείσας ποσότητας ναυτιλιακών καυσίμων, έναντι τιμήματος που συμφωνήθηκε σε τιμές FOB MED, σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες κατά μέσο όρο σε σχέση με την ημερομηνία φόρτωσης (δηλ. 31.10 – 6.11), συν δολάρια 18,00 ανά μετρικό τόνο IFO 380 CST και σε τιμές CIF MED, σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες κατά μέσο όρο σε σχέση με την ημερομηνία φόρτωσης (δηλ. 3-5.11), συν δολάρια 18,00 ανά μετρικό τόνο Marine Gasoil 0,1%, εκδοθέντος σχετικώς του υπ’ αριθ. ………/11.11.2014 τιμολογίου της ενάγουσας για την πώληση συγκεκριμένα 398,964 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Fuel Oil 380 CST, έναντι ποσού 184.241,58 δολ. Η.Π.Α, ήτοι έναντι του συμφωνηθέντος ως άνω τιμήματος ύψους 461,80 δολ. Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, καθώς και 19,394 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Gas Oil 0,1 Max, έναντι ποσού 14.781,52 δολ. Η.Π.Α, ήτοι έναντι του συμφωνηθέντος ως άνω τιμήματος ύψους 762,17 δολ. Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, και συνολικά έναντι τιμήματος 199.023,10 δολ. Η.Π.Α, που ήταν πληρωτέο την 26η Νοεμβρίου του 2014. Δυνάμει, εξάλλου, έτερης αυτοτελούς συμβάσεως πωλήσεως, καταρτισθείσας μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας «…..….» και της εδρεύουσας στη Σιγκαπούρη εταιρίας με την επωνυμία «……………», η πρώτη μεταπώλησε τα ως άνω καύσιμα στην τελευταία, η οποία, δυνάμει νέας αυτοτελούς συμβάσεως πωλήσεως, συναφθείσας μεταξύ της ιδίας και της ως άνω ναυλώτριας εταιρίας «………», τα μεταπώλησε στην τελευταία αντί τιμήματος 468,00 δολ. Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο καυσίμων τύπου Fuel Oil 380 CST και 757,00 δολ. Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο καυσίμων τύπου Gas Oil 0,1 Max, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. ……../5.11.2014 τιμολογίου της εν λόγω εταιρίας «……..», ποσού 201.396,41 δολ. Η.Π.Α. για τα πωληθέντα καύσιμα, πληρωτέου εντός 45 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης των άνω καυσίμων στο άνω πλοίο, η οποία έλαβε χώρα στο λιμάνι του Πειραιά στις 5-11-2014 δια του δεξαμενόπλοιου «Ν1» που ήταν ναυλωμένο από την ενάγουσα, η οποία κατά την άνω παράδοση των καυσίμων ενήργησε ως βοηθός εκπλήρωσης – κάτοχος άδειας πώλησης καυσίμων στην Ελλάδα, χωρίς να έχει τον οποιονδήποτε συμβατικό δεσμό με τη ναυλώτρια ή την εναγόμενη. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η άνω σύμβαση πώλησης μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου εταιρίας «……..» είναι αυτοτελής και διακριτή από τη σύμβαση πώλησης της ναυλώτριας με την εταιρία με την επωνυμία «…….», δεδομένου άλλωστε ότι το τίμημα (ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης πώλησης) σε κάθε μία εξ αυτών (συμβάσεων) ήταν διαφορετικό, καθορισθέν σε 461,80 και 762,17 δολ. Η.Π.Α. αντίστοιχα ανά μετρικό τόνο στη σύμβαση πώλησης που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας «……..», και σε 468,00 και 757,00 δολ. Η.Π.Α. αντίστοιχα ανά μετρικό τόνο στην έτερη σύμβαση πώλησης της ναυλώτριας με την εταιρία «….. …….». Μάλιστα, η ναυλώτρια εταιρία «………..» ήταν αυτή που κατέβαλε το οφειλόμενο για το ως άνω τιμολόγιο ποσό, κατόπιν σχετικού συμβιβασμού, στις 15-7-2016, στην εκδοχέα της ως άνω αντισυμβαλλομένης της «….. …». Όσον δε αφορά στην εξεταζόμενη κύρια βάση της υπό κρίση αγωγής, που ερείδεται στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, καθίσταται προφανές ότι η εναγομένη ουδέποτε συμβλήθηκε ούτε αντιπροσωπεύτηκε ή, ως τρίτη, αποδέχτηκε ή ενέκρινε τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων που συνήφθη κατά τα ανωτέρω μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας με την επωνυμία «………». Ειδικότερα, δεν προέκυψε από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ότι η τελευταία, κατά την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης, ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, μόνη δε η έκδοση του προαναφερθέντος υπ’ αριθ. …………/11-11-2014 τιμολογίου πώλησης της ενάγουσας, με αναφορά σε αυτό ως υπόχρεης και της «πλοιοκτήτριας» του πλοίου (χωρίς καν να κατονομάζεται αυτή) μονομερώς και χωρίς γνώση της εναγομένης, δεν αρκεί και δεν δεσμεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την τελευταία. Εξάλλου, η ενάγουσα εκθέτει με την υπό κρίση αγωγή ότι η εναγόμενη ήταν ναυλώτρια του επίδικου πλοίου, αβασίμως όπως προεκτέθηκε, το θεμελιώδες, ωστόσο, στοιχείο για την ευθύνη της τελευταίας ήταν η υπό οποιαδήποτε ιδιότητά της συμμετοχή στην κατάρτιση της ως άνω σύμβασης πώλησης, και δη αντιπροσωπευόμενη από την «………», στοιχείο που δεν αποδείχθηκε. Το γεγονός ότι η εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρία «……..», ναυτική πράκτορας, υπέβαλε τη σχετική με τον ως άνω εφοδιασμό του πλοίου «N» αίτηση πετρέλευσης προς την ίδια (ενάγουσα), ενεργώντας κατ’ εντολή της πλοιοκτήτριας / ναυλώτριας αυτού, δεν αναιρεί την προηγούμενη κρίση του Δικαστηρίου, καθόσον η προεκτιθέμενη ενέργειά της (εταιρίας «…………») έλαβε χώρα στα πλαίσια των αναγκαίων διατυπώσεων ενώπιων των τελωνιακών και λιμενικών αρχών σχετικά με την προσέγγιση του εν λόγω πλοίου στον Πειραιά και τον εφοδιασμό του με καύσιμα και όχι προς τον σκοπό κατάρτισης κάποιας δικαιοπραξίας. Ομοίως δεν αποδείχθηκε βάσιμος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι στην προκείμενη περίπτωση η εταιρία «……..» ενήργησε ως μεσίτης ναυτιλιακών καυσίμων, αφού δεν υπέδειξε στην εναγόμενη ευκαιρία για τη σύναψη ορισμένης σύμβασης ούτε μεσολάβησε στην κατάρτισή της, αλλά αγόρασε από την ενάγουσα καύσιμα, τα οποία μεταπώλησε και τιμολόγησε στην εταιρία «……..». Από την άλλη πλευρά και ο έτερος ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η εταιρία «…….» δεν μπορεί να πωλήσει καύσιμα στην Ελλάδα, ως μη έχουσα την απαιτούμενη κατά νόμο άδεια εμπορίας αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων, γεγονός από το οποίο συνάγεται σαφώς ότι η δήλωση βούλησής της («………»), στα πλαίσια κατάρτισης της ένδικης σύμβασης πώλησης, έγινε στο όνομα της αντιπροσωπευόμενης απ’ αυτή εναγόμενης εταιρίας (σιωπηρή αντιπροσώπευση), είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον η εναγόμενη δεν συμβλήθηκε σε οποιαδήποτε από τις καταρτισθείσες συμβάσεις πώλησης, σε κάθε δε περίπτωση, από τον συνδυασμό της διάταξης της παρ. 9 του άρθρου 6 ν. 3054/2002 με εκείνες των άρθρων 4 παρ. 1, 16 και 17 του ίδιου ως άνω νόμου προκύπτει ότι η κατάρτιση συμβάσεων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, χωρίς την απαιτούμενη προς τούτο άδεια, είναι έγκυρη (π.ρ.β.λ. Α.Π. 1903/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πέραν τούτου, το γεγονός ότι η εταιρία με την επωνυμία «………….» δεν ενήργησε κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης επιβεβαιώνεται ιδιαίτερα και από τη νομίμως προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα Επιβεβαίωση Παραγγελίας Αγοράς (Purchase Order Confirmation), που απέστειλε στην τελευταία η ως άνω εταιρία «………….», όπου η ίδια όχι μόνο δεν δηλώνει στη συμβληθείσα με αυτήν ενάγουσα ότι ενεργεί στο όνομα της εναγόμενης, άλλως της ναυλώτριας εταιρίας, αλλά αντίθετα αναφέρει με σαφήνεια ότι ενεργεί για δικό της λογαριασμό (Account: ………). Από αυτή τη ρητή δήλωση της «……..» προς την ενάγουσα προκύπτει με βεβαιότητα ότι η τελευταία συνήψε την από αυτήν επικαλούμενη σύμβαση αγοραπωλησίας καυσίμων με την εταιρία «………….» ως αντισυμβαλλόμενή της αγοράστρια και συμφώνησε μαζί της και τους εν γένει όρους της σύμβασης που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση. Εξάλλου, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι τα υπ’ αριθ. …. και ……/5-11-2014 δελτία αποστολής σφράγισε με τη σφραγίδα του πλοίου της εναγομένης και υπέγραψε ανεπιφύλακτα ο πλοίαρχος αυτού, ο οποίος, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα πρόταση στην αρχή της παρούσας, τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρίας, δυνάμει δε της κατά τα ανωτέρω υπογραφής των ως άνω δελτίων αποστολής και δια της παραλαβής του εκδοθέντος σχετικώς από την ενάγουσα υπ’ αριθ. ………./11.11.2014 τιμολογίου πώλησης καυσίμων έλαβε χώρα η ίδρυση αυτοτελούς εις ολόκληρον με την «………….» συμβατικής υποχρέωσης της εναγομένης να καταβάλει στην πρώτη (ενάγουσα) το τίμημα των πωληθέντων κατά τα ανωτέρω ναυτιλιακών καυσίμων, με βάση τον επικαλούμενο από την ενάγουσα Όρο 8α’ των Γενικών της Όρων Πώλησης, ο οποίος ορίζει ότι: «Αν για τον ανεφοδιασμό των καυσίμων έχει υπάρξει σύμβαση με αντιπρόσωπο του αγοραστή που δρα για λογαριασμό του εντολέα ή για λογαριασμό προσώπου που δεν αποκαλύπτεται ή από τον ίδιο τον αγοραστή ή από αντιπρόσωπο για λογαριασμό άλλου εντολέα ή εντολέων, ανάλογα με την περίπτωση, εξακολουθούν να ευθύνονται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον με τον πραγματικό εντολέα, ανάλογα με την περίπτωση, όπως αυτή προσδιορίζεται από τη σχετική σύμβαση». Ωστόσο, ο εν λόγω ισχυρισμός κρίνεται απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, δεδομένου ότι, αφενός η υπογραφή στα ως άνω δελτία αποστολής δεν τέθηκε από τον πλοίαρχο του πλοίου και νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, αλλά, όπως βεβαίωσε και ο μάρτυρας της τελευταίας ……….., εργαζόμενος στο τεχνικό τμήμα της εταιρίας «……» που διαχειρίζεται το άνω πλοίο, από τον Α΄ μηχανικό αυτού (………), γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από τον μάρτυρα της ενάγουσας ……… (Διευθυντή της) κατά την κατάθεσή του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο δε Α΄ μηχανικός εκ του νόμου δε νομιμοποιείται να εκπροσωπεί δικαιοπρακτικώς την πλοιοκτήτρια ούτε ήταν εν προκειμένω εξουσιοδοτημένος από τον πλοίαρχο, ως νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, για να προβαίνει στη σύναψη δικαιοπραξιών, άλλως για την ανάληψη ενοχικών υποχρεώσεων, παρά μόνο για να επιλαμβάνεται, κατά παγίως ακολουθούμενη ναυτιλιακή πρακτική, της παραλαβής των καυσίμων, αφετέρου η παραλαβή αυτή των καυσίμων από τον Α΄ Μηχανικό του πλοίου της εναγομένης και η υπογραφή επί των σχετικών δελτίων παράδοσης και παραλαβής δεν έγινε με πρόθεση ανάληψης σχετικής υποχρέωσης από την πλοιοκτήτρια – εναγομένη αναφορικά με την ένδικη σύμβαση πώλησης που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της «…………….», η οποία (σύμβαση) δεν αναφέρεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στα ως άνω δελτία παράδοσης, αλλά σε πιστοποίηση του πραγματικού γεγονότος της ποσοτικής παραλαβής των καυσίμων που παραδόθηκαν στο ως άνω πλοίο της (εναγομένης), για την οποία και μόνον ήταν εξουσιοδοτημένος και αρμόδιος ο Α΄ μηχανικός του πλοίου. Σημειώνεται δε ότι, ακόμα και εάν είχαν υπογραφεί τα ανωτέρω αναφερόμενα υπ’ αριθ. …. και …………/5-11-2014 δελτία παράδοσης και παραλαβής καυσίμων από τον  πλοίαρχο του πλοίου, δεν θα αρκούσε τούτο για την αποδοχή των γενικών όρων της ενάγουσας από την αγοράστρια (Εφ.Πειρ. 581/2018, ό.α.), καθώς και ότι, όπως αποδεικνύεται από τα εν λόγω δελτία, έγινε επ’ αυτών μνεία και, επομένως, γνωστοποιήθηκε στην ενάγουσα, ότι η παραλαβή των καυσίμων έγινε αποκλειστικά για λογαριασμό του ναυλωτή (charterer’s account) και όχι για λογαριασμό των πλοιοκτητών, πρακτική που έχει παγιωθεί στη διεθνή ναυτιλία στις περιπτώσεις εφοδιασμού με καύσιμα χρονοναυλωμένου πλοίου, στοιχείο που επισημαίνει και η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της προς επίρρωση της ευθύνης της εναγόμενης ναυλώτριας, κατά τους ισχυρισμούς της, του άνω πλοίου. Από τη στιγμή, ωστόσο, που αποδείχθηκε ότι ναυλώτρια του επίδικου πλοίου ήταν η μη διάδικος στην παρούσα δίκη «…………..», η θέση της ως άνω σφραγίδας στα προαναφερθέντα δελτία αποστολής καταδεικνύει ακριβώς τη μη ευθύνη της εναγόμενης  πλοιοκτήτριας για την πληρωμή του άνω τιμήματος των καυσίμων, τα οποία, κατά τα προεκτεθέντα, παρέλαβε ο Α’ μηχανικός του πλοίου για λογαριασμό αποκλειστικά της άνω ναυλώτριας. Τέλος, η κρίση του Δικαστηρίου ότι η ένδικη σύμβαση πώλησης δεν καταρτίσθηκε με την εναγόμενη δεν αντικρούεται από το γεγονός ότι στο υπ’ αριθ. ……/11-11-2014 τιμολόγιο πώλησης που εξέδωσε η ενάγουσα αναφέρεται ότι αυτό εκδόθηκε σε χρέωση «του πλοιάρχου και/ή των πλοιοκτητών και/ή των ναυλωτών και/ή των διαχειριστών του πλοίου N», διότι μόνη η αναφορά μονομερώς στο παραπάνω τιμολόγιο, μεταξύ άλλων φυσικών και νομικών προσώπων, της πλοιοκτήτριας, χωρίς μάλιστα αυτή να κατονομάζεται, δεν αρκεί για να θεμελιώσει ευθύνη της εναγομένης έναντι της ενάγουσας για την πληρωμή του τιμήματος πώλησης, από σύμβαση που δεν προκύπτει ότι καταρτίσθηκε με την ίδια. Κατόπιν όλων αυτών η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία με τις ίδιες αιτιολογίες απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την κύρια βάση της αγωγής από σύμβαση πώλησης καυσίμων, ορθά το νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσής της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Μετά ταύτα παρέλκει η εξέταση του έκτου (και τελευταίου) λόγου της έφεσής της, που αφορά το αίτημα επιδίκασης τόκων υπερημερίας 2% μηνιαίως επί του αιτούμενου ποσού τιμήματος καυσίμων με βάση τους Γενικούς Όρους Πώλησης καυσίμων της, αφού αυτό το αίτημα έχει ως προϋπόθεση την παραδοχή της κατάρτισης μεταξύ των διαδίκων της άνω σύμβασης πώλησης καυσίμων, η οποία όμως κρίθηκε ότι δεν καταρτίστηκε μεταξύ τους. Μη υπάρχοντος δε άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2  Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ, πρέπει να διαταχθεί και η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου της απορριφθείσας έφεσης (άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ.), ποσού εκατό (100,00) ευρώ, με κωδικό e – παραβόλου ΓΓΠΣ …………./26-11-2018.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 1-10-2018 και με Γ.Α.Κ. …../1-10-2018 και Ε.Α.Κ. …../1-10-2018 έφεση κατά της με αριθμό 3443/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου άσκησης της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 2 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ