Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 426/2019

 Αριθμός   426 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα,  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63, 64, 67 και 118  περ.  3 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι στο δικόγραφο πρέπει να καθίσταται εφικτός ο προσδιορισμός του προσώπου που είναι διάδικος, χωρίς να απαιτείται πανηγυρική γι΄ αυτό διατύπωση, εφόσον από το όλο περιεχόμενο και αιτητικό του δικογράφου προκύπτουν τα στοιχεία ταυτότητας του διαδίκου και η ιδιότητά του (πρβλ. ΕφΑθ 11687/1995 ΕλλΔνη 37.1116, ΕφΑθ 1527/1992 ΕλλΔνη 35.435, ΕφΑθ 11675/1986 ΕλλΔνη 28.1336, Β. Βαθρακοκοίλη: Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, στο άρθρο 118, σελ. 736 παρ. 21). Στην προκειμένη περίπτωση, από το όλο περιεχόμενο της ένδικης από 15-12-2017 (αρ. καταθ. …../2017) εφέσεως κατά της υπ΄ αρ. 5136/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία άρθρων 592 παρ. 3 β΄, 593-602 και 610-613 του ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων, προκύπτει σαφώς ότι η έφεση έχει ασκηθεί από τον ενάγοντα κατά της εφεσίβλητης μόνο ατομικά κατ΄ αυτής και όχι ως ασκούσας την επιμέλεια των ως άνω ανήλικων τέκνων τους, αφού στις δίκες περί επικοινωνίας του γονέως με τα τέκνα του, ενάγοντες-εκκαλούντες ή εναγόμενοι-εφεσίβλητοι δεν είναι οι ανήλικοι (αφού δεν είναι αυτοί υποκείμενα του επίδικου δικαιώματος), αλλά (ατομικά) εκείνοι, οι οποίοι αξιώνουν ή έναντι των οποίων αξιώνεται το εν λόγω δικαίωμα (δηλαδή οι γονείς συνήθως των ανηλίκων), όπως εν προκειμένω που η υπόθεση μεταβιβάζεται, με την ένδικη έφεση, ως προς την επικοινωνία του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων (……… και ……….). Επομένως, η έφεση παραδεκτώς ασκείται έστω και εάν στο εισαγωγικό μέρος του δικογράφου φέρεται ότι αυτή (έφεση) ασκείται κατά της εφεσίβλητης και ως ασκούσας την επιμέλεια των ως άνω ανήλικων τέκνων των διαδίκων (… και ………..). Κατά τα λοιπά η ένδικη έφεση αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Με την από 29-9-2016 (αρ. καταθ. …../2016) αγωγή του, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 10-5-2017, κατ΄ εκτίμηση αυτής και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή (αγωγή), ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ζήτησε να ρυθμιστεί το δικαίωμα της επικοινωνίας του με τα ανήλικα τέκνα τους, ……. και ……….., που έχουν αποκτήσει από το νόμιμο γάμο τους με την εναγομένη, πρώην σύζυγό του, επικαλούμενος ότι ο μεταξύ τους γάμος ήδη έχει λυθεί αμετάκλητα με συναινετικό διαζύγιο, κατά τον τρόπο που αναφέρεται σ΄ αυτή (αγωγή). Επίσης, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απειληθεί κατά της εναγομένης χρηματική ποινή 1.000 ευρώ και προσωπική κράτηση 6 μηνών για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης αποφάσεως ως μέσον εκτέλεσης αυτής και να καταδικαστεί αυτή (εναγομένη) στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 5136/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, δέχθηκε εν μέρει ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη αυτή (αγωγή),  ρύθμισε το δικαίωµα επικοινωνίας του ενάγοντος µε τα ως άνω ανήλικα τέκνα τους κατά τον αναφερόμενο σ΄ αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση)

τρόπο, χωρίς να απειλήσει σε βάρος της εναγομένης χρηματική ποινή για κάθε παραβίαση της εκδοθησόμενης απoφάσεως ως μέσο εκτέλεσης αυτής, κρίνοντας ότι η άρνηση των τέκνων της δεν οφείλεται σε δικές της ενέργειες, και αφού επίσης έκρινε ότι η υπό κρίση περίπτωση των δύο ανήλικων τέκνων πρέπει να παρακολουθηθεί από παιδοψυχίατρο του Ελληνικού Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών του Πειραιά λόγω της διαπιστωθείσας ψυχολογικής κατάστασης των δύο τέκνων, διέταξε τα εις αυτήν αναφερόμενα. Τέλος δε, συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, κρίνοντας ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν δυσχερής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη έφεση, όπως παραδεκτά διορθώθηκε αυτή με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις του, ο εν μέρει ηττηθείς ενάγων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τα εκκαλούμενα κεφάλαια, να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή του και να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με τα ως άνω ανήλικα τέκνα του κατά τον αναφερόμενο τρόπο, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή, να απειληθεί σε βάρος της εναγομένης, για κάθε παρεμπόδιση του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας του με τα ως άνω ανήλικα τέκνα του και για κάθε παραβίαση εκ μέρους της της εκδοθησομένης αποφάσεως, χρηματική ποινή 1.000 ευρώ και προσωπική κράτηση 6 μηνών, να αντικατασταθούν οι δυσμενείς και βλαπτικές για αυτόν (εκκαλούντα) αιτιολογίες της προσβαλλομένης αποφάσεως και να διατηρηθεί η διάταξη της προσβαλλομένης αποφάσεως σύμφωνα με την οποία πρέπει να παρακολουθηθεί από παιδοψυχίατρο του Ελληνικού Κέντρου Ψυχικής Yγιεινής και Ερευνών του Πειραιά η κατάσταση των ανήλικων τέκνων, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (έφεση).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1520 του ΑΚ, όπως ισχύει µετά το νόµο 1329/1983, ο γονέας µε τον οποίο δεν διαµένει το τέκνο διατηρεί δικαίωµα προσωπικής επικοινωνίας µε αυτό και, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων του ανηλίκου ως προς την άσκηση του δικαιώµατος αυτού, το Δικαστήριο καθορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα γίνεται η επικοινωνία (βλ. ΑΠ 719/1996 ΕΕΝ 65.60, ΕφΘεσ 2322/1997 ΕλλΔνη 40.359). Το δικαίωµα αυτό, που πηγάζει ευθέως από την προαναφερόµενη διάταξη, λειτουργεί µέσα στη φύση των οικογενειακών δικαιωµάτων. Η επικοινωνία αυτή ρυθµίζεται από το Δικαστήριο µε γνώµονα πάντοτε το συµφέρον του τέκνου και τούτο διότι η ρύθµιση της ασκήσεως του ανωτέρω δικαιώµατος από το άρθρο 1520 του ΑΚ, λειτουργεί µέσα στο γενικότερο πλαίσιο των διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώµατος και καθήκοντος των γονέων για τη µέριµνα υπέρ του ανηλίκου τέκνου τους (άρθρα 1511 και 1512 του ΑΚ), µε βάση και σκοπό πρωτίστως το συµφέρον του τέκνου. Τούτο αποτελεί αόριστη νοµική έννοια και γενική ρήτρα, που εξειδικεύεται ανάλογα µε τις συνθήκες κάθε περίπτωσης. Για να κριθεί τι αποτελεί συµφέρον του ανηλίκου, στη συγκεκριµένη περίπτωση, θα εκτιµηθούν τα περιστατικά που διαπιστώθηκαν βάσει αξιολογικών κριτηρίων που αντλεί το Δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγµατα της κοινής πείρας και σχετικά µε το πρόσωπο του ανηλίκου, θα ληφθούν υπόψη και τα πορίσµατα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής. Εποµένως, και το Δικαστήριο, όταν ρυθµίζει την άσκηση του δικαιώµατος της προσωπικής επικοινωνίας, κατόπιν ασκήσεως αγωγής πάντοτε από τον γονέα που δεν ασκεί την γονική µέριµνα ή δεν διαµένει µαζί µε το τέκνο, µη νοµιµοποιουµένου εις τούτο του γονέα που ασκεί την γονική µέριµνα (ΑΠ 1516/2005, ΕφΑθ 400/2007, ΕφΑθ 7073/2003 ΕλλΔνη 2004.1693, ΕφΘεσ 2027/2003 Αρµ 2004.876, ΕφΘεσ 1560/2003 Αρµ 2003.1273, ΕφΛαρ 189/2003 Δικογραφία 2003.272, ΕφΘεσ 256/2000 Αρµ 2001.1055, ΕφΘεσ 2322/1997 ΕλλΔνη 40. 358, ΕφΑθ 1609/1995 ΕλλΔνη 38.1603), πρέπει να προβαίνει, ενόψει των αποδεικνυοµένων πραγµατικών περιστατικών στη συγκεκριµένη υπόθεση και του καλώς εννοουµένου συµφέροντος του ανηλίκου, στην αιτουµένη ρύθµιση της προσωπικής επικοινωνίας, λαµβάνοντας υπόψη του τις προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα ασκείται στη συγκεκριµένη περίπτωση, καθορίζοντας τον τρόπο και το χρόνο, ο οποίος µπορεί να είναι και µεγαλύτερος της µίας ηµέρας, κατά τον οποίο θα ασκείται το δικαίωµα αυτό εκ µέρους του γονέα (ΑΠ 534/1991 ΕλλΔνη 32.1505, ΕφΘεσ 2184/2000, ΕφΘεσ 3184/1999, Ε φΑθ 2748/1998 ΕλλΔνη 39.1646). Το άκρως προσωπικό αυτό δικαίωµα του γονέα για επικοινωνία µε το ανήλικο τέκνο του απορρέει από το φυσικό δεσµό του αίµατος και του αισθήµατος στοργής προς αυτό, συντελεί δε στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσµου και της εν γένει προσωπικότητάς του, γι’ αυτό η άσκησή του αποβλέπει κυρίως στο καλώς εννοούµενο συµφέρον του τέκνου, αφού σκοπός του δικαιώµατος αυτού είναι η διατήρηση του ψυχικού δεσµού µεταξύ γονέα και τέκνου και η δυνατότητα του άλλου γονέα άµεσης γνώσης για την ανάπτυξη της προσωπικότητας, την πνευµατική ανάπτυξη και γενικά τη δυνατότητα της παρακολούθησης της όλης κατάστασης του τέκνου. Η επικοινωνία γονέα-τέκνου στοχεύει στη διατήρηση του δεσµού ανάµεσα στα δύο µέρη, στην ψυχοσωµατική ανάπτυξη του τέκνου και την απάµβλυνση των συνεπειών της ανώµαλης εξέλιξης της έγγαµης συµβίωσης. Είναι τρόπος έκφρασης αισθηµάτων αγάπης, ενδιαφέροντος και στοργής προς το τέκνο, τα οποία το τελευταίο απολαµβάνει από την επικοινωνία (ΕφΛαρ 189/2003 Δικογραφία 2003.272, ΕφΑθ 416/1999 ΑρχΝοµ 2000.357, ΕφΑθ 1461/1997 ΕλλΔνη 38.868, Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη: Το δίκαιο της επικοινωνίας, Αρµενόπουλος 42.1102 εποµ.). Το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο ασκείται είτε με αυτοτελή αγωγή είτε με ανταγωγή, αναγκαίο στοιχείο της οποίας δεν αποτελεί και ο τρόπος, ο χρόνος και οι λοιπές περιστάσεις επικοινωνίας, τις οποίας καθορίζει το Δικαστήριο σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου. Δεν αποκλείεται όμως στον δικαιούχο να προσδιορίσει στο δικόγραφο το περιεχόμενο της επικοινωνίας που επιθυμεί να έχει με το τέκνο του και μάλιστα κατά κύριο και επικουρικό τρόπο, οπότε το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη το αίτημα της αγωγής και να κρίνει με βάση τις αποδείξεις αν ο προτεινόμενος από τον δικαιούχο τρόπος, χρόνος και λοιπές περιστάσεις επικοινωνίας είναι και σε ποίο βαθμό συμφέρουσες για το τέκνο, καθορίζοντας το περιεχόμενο της επικοινωνίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 516 του ΚΠολΔ, έφεση κατά της οριστικής δικαστικής αποφάσεως έχουν δικαίωμα να ασκήσει και ο ενάγων που ηττήθηκε εν μέρει, καθώς και ο ενάγων που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, έφεση κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί αγωγής ρυθμίσεως της επικοινωνίας του γονέα με το ανήλικο τέκνο του, το οποίο δεν διαμένει μαζί του, δικαιούται να ασκήσει και ο ενάγων στην περίπτωση που η ρύθμιση της επικοινωνίας έγινε από το Δικαστήριο της ουσίας με άλλο τρόπο και όχι σύμφωνα με τον τρόπο που διέλαβε σ΄ αυτήν, που απερρίφθη ως αβάσιμος, ή υπό όρους με τους οποίους δεν συμφωνεί, καθόσον στην περίπτωση αυτή ο ενάγων θεωρείται ότι ηττήθηκε εν μέρει, αφού το αίτημά του ικανοποιήθηκε εν μέρει. Αντίθετη άποψη θα οδηγούσε στο άτοπο αποτέλεσμα του ανεκκλήτου της αποφάσεως, πράγμα που δεν θέλησε ο νομοθέτης. Επιπροσθέτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 1441 του ΑΚ, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο εκδόσεως του κατωτέρω αναφερόμενου συναινετικού διαζυγίου των διαδίκων (19-8-2013): «Οι σύζυγοι μπορούν με έγγραφη συμφωνία να λύσουν το γάμο τους, εφόσον έχει διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την κατάρτιση της. Η συμφωνία αυτή υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη και από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ή μόνον από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο, το οποίο πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή του συμφωνητικού. Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να λυθεί ο γάμος πρέπει η ανωτέρω συμφωνία να συνοδεύεται με άλλη έγγραφη συμφωνία των συζύγων που να ρυθμίζει την επιμέλεια των τέκνων και την επικοινωνία με αυτά, η οποία ισχύει ώσπου να εκδοθεί η απόφαση για το θέμα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 1513. Η κατά τα ανωτέρω έγγραφη συμφωνία, καθώς και το έγγραφο συμφωνητικό που αφορά την επιμέλεια και την επικοινωνία των ανήλικων τέκνων ή τη διατροφή αυτών, εφόσον έχει συμφωνηθεί, υποβάλλονται μαζί με τα ειδικά πληρεξούσια, όταν απαιτείται, στο αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο, το οποίο με απόφαση του, που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, επικυρώνει τις συμφωνίες και κηρύσσει τη λύση του γάμου, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου που αφορά την επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των ανήλικων τέκνων αποτελεί εκτελεστό τίτλο.». Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω η ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας επικυρωμένη με την απόφαση του διαζυγίου θα ισχύσει, μέχρις ότου εκδοθεί σχετική οριστική απόφαση της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, κατά το άρθρο 1513 του ΑΚ, στην οποία η προσφυγή των γονέων δεν είναι υποχρεωτική, εφόσον και μετά τη λύση του γάμου τους, η συμφωνία αυτή εξακολουθεί να καλύπτει τις ανάγκες και να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του τέκνου (Κων/νου Παπαδόπουλου: Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τομ. Α΄, εκ. 2001, σελ. 532). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 950 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, η απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία μπορεί να απειλήσει με χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση εκείνον που εμποδίζει την επικοινωνία και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 947. Ειδικότερα, η παράγραφος 2 της διατάξεως του άρθρου 950 του ΚΠολΔ, η οποία περιέχει ειδική ρύθμιση σε σχέση με το άρθρο 947 του ίδιου ως άνω Κώδικα (ΚΠολΔ) (ΑΠ 1465/1988 ΝοΒ 1989.1215), θεσπίζει αναπληρωματική εκτέλεση (ΕφΑθ 8100/1986 ΕλλΔνη 1987.862) και έχει ως σκοπό την εξασφάλιση της υποχρεώσεως για παράλειψη της διαταράξεως της επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα του (ΕφΑθ 8100/1986, ανωτ.). Όμως, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως αυτής (950 παρ. 2 του ΚΠολΔ), για να υπάρξει παρεμπόδιση της επικοινωνίας από τον γονέα που έχει την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου πρέπει ο παρεμποδίζων να ενεργεί από πρόθεση, με σκοπό, δηλαδή, να παρεμποδισθεί η επικοινωνία, λ.χ. όταν παροτρύνει και γενικά εξωθεί το τέκνο να αποφύγει την επικοινωνία (ΑΠ 422/1999 ΕλλΔνη 1999.1546, ΑΠ 1955/1986 ΝοΒ 1987.1230, ΑΠ 1339/1982 ΕλλΔνη 1983.426). Μόνη η άρνηση του τέκνου να επικοινωνήσει με τον άλλο γονέα του για λόγους που αφορούν το ίδιο δεν οφείλεται κατ΄ ανάγκην, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε επίδραση του γονέα που είναι υποχρεωμένος να ανέχεται την επικοινωνία (ΑΠ 1231/1987 ΝοΒ 1988.1444, ΑΠ 197/1987 ΝοΒ 1988.112,113). Εξάλλου δε, κατά την παράγραφο 2 (άρθρου 950 του ΚΠολΔ), το Δικαστήριο έχει δυνατότητα (και όχι υποχρέωση) να απειλήσει χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση εναντίον αυτού που παρεμποδίζει την προσωπική επικοινωνία (ΑΠ 1465/1988, ανωτ., ΕφΘεσσαλ 693/2001). Στην προκειμένη περίπτωση από το όλο περιεχόμενο της ένδικης αγωγής προκύπτει σαφώς ότι η αγωγή έχει ασκηθεί από τον ενάγοντα κατά της εναγομένης ατομικά κατ΄ αυτής και όχι ως ασκούσας την επιμέλεια των ως άνω ανήλικων τέκνων τους, αφού, όπως προαναφέρθηκε, στις δίκες περί επικοινωνίας του γονέως με τα τέκνα του, ενάγοντες-εκκαλούντες ή εναγόμενοι-εφεσίβλητοι δεν είναι οι ανήλικοι (αφού δεν είναι αυτοί υποκείμενα του επίδικου δικαιώματος) αλλά (ατομικά) εκείνοι, οι οποίοι αξιώνουν ή έναντι των οποίων αξιώνεται το εν λόγω δικαίωμα (δηλαδή οι γονείς συνήθως των ανηλίκων), όπως εν προκειμένω που η υπόθεση αφορά την επικοινωνία του ενάγοντος με τα ανήλικα τέκνα του (………και ………). Επομένως, η αγωγή παραδεκτώς ασκείται έστω και εάν στο εισαγωγικό μέρος του δικογράφου φέρεται ότι αυτή (αγωγή) ασκείται κατά της εναγομένης ως ασκούσας την επιμέλεια των   ως άνω ανήλικων τέκνων τους και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε, έστω και σιωπηρώς, όμοια και ότι η εναγομένη νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της ένδικης αγωγής, ορθά έκρινε.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ. 2 εδ. γ΄, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν

ενιαίες  (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση  των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ……. και ……….., αντίστοιχα, και των ανωμοτί καταθέσεων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται [οι καταθέσεις (ένορκες και ανωμοτί)] στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ανάμεσα στα οποία έγγραφα που για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], μεταξύ των οποίων οι από 12-12-2016 δύο παιδοψυχιατρικές εκθέσεις των δύο ως άνω τέκνων, αντίστοιχα, που συνέταξε ο Ψυχολόγος ……………., που θα ληφθούν υπόψη κατά το άρθρο 390 του ΚΠολΔ, εκτιμώμενες ελεύθερα σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, καθώς και οι προσκομιζόμενες μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες (άρθρα 444, 448 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ), (πρβλ. ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 239/2004)], χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), εκτός από τα έγγραφα των οποίων γίνεται επίκληση από την εφεσίβλητη, το πρώτον και μόνον (πλην αυτών που ήδη έχει επικαλεσθεί με τις νομοτύπως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της) με την προσθήκη των προτάσεών της, δηλαδή μετά την κατά τη δικάσιμο της 1-11-2018 συζήτηση στο ακροατήριο και εντός της κατά το άρθρο 524 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη,καθόσον από τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι έγγραφα επικαλούμενα με την προσθήκη των προτάσεων δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν προσάγονται για την αντίκρουση ισχυρισμών που προβάλλονται με τις προτάσεις, γεγονός όμως που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, χωρίς όμως την επικοινωνία του Δικαστηρίου αυτού με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, … και ………., εφόσον από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων κρίνει ότι αυτά δεν έχουν την ικανότητα να αντιληφθούν το συμφέρον τους, (σημειώνοντας ότι η εφεσίβλητη, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις και την προσθήκη – αντίκρουση της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 3-5-2003 στον Κορυδαλλό Αττικής οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο τέκνα, τη …….., που γεννήθηκε την 1-3-2005 και την ……….., που γεννήθηκε την 6-1-2009, ήτοι είναι ακόμα ανήλικα, και κατά το χρόνο συζητήσεως της ένδικης αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ήταν ηλικίας 12 περίπου ετών και 8 περίπου ετών αντίστοιχα. Για λόγους που δεν αφορούν την παρούσα δίκη, κατόπιν κοινής αιτήσεως των διαδίκων επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθ. 4488/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας) κηρύχθηκε, με συναινετικό διαζύγιο, η λύση του γάμου των διαδίκων. Κατά το άρθρο 1441 του ΑΚ, οι διάδικοι κατήρτισαν το από 25-1-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο επικυρώθηκε με την ως άνω απόφαση (4488/2013), με το οποίο (οι διάδικοι) καθόρισαν ότι την επιμέλεια του προσώπου των τέκνων τους θα ασκεί η ήδη εναγομένη, ότι ο ήδη ενάγων θα κατέβαλλε στην εναγομένη, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα και για το χρονικό διάστημα από 1-2-2013 έως και 31-7-2015, το συνολικό ποσό των 300 ευρώ, για διατροφή και των δύο ανήλικων τέκνων τους, καθώς επίσης ρύθμισαν το δικαίωμα επικοινωνίας του ήδη ενάγοντος – πατέρα τους με τα ως άνω ανήλικα τέκνα του ως εξής: 1) Καθημερινές και Κυριακές: α) Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή την 1η και 3η εβδομάδα κάθε μήνα, β) κάθε Τετάρτη, Παρασκευή και Κυριακή την 2η και 4η εβδομάδα κάθε μήνα. Οι ώρες επικοινωνίας κάθε Τετάρτη και Παρασκευή θα είναι από ώρα 14:00 έως ώρα 18:00 της ίδιας ημέρας, και τις Κυριακές από ώρα 9:30 πρωινή έως ώρα 18:00 της ίδιας ημέρας, 2) Εορτές Χριστουγέννων: Κατά τα μονά έτη, τις εορτές των Χριστουγέννων, από τις 24 Δεκεμβρίου και ώρα 16:00 μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου και ώρα 18:00, και τα ζυγά έτη από τις 31 Δεκεμβρίου και ώρα 16:00 μέχρι τις 6 Ιανουαρίου και ώρα 18:00, 3) Εορτές Πάσχα: Κατά τα μονά έτη, τις εορτές του Πάσχα, από την Μεγάλη Παρασκευή και ώρα 16:00 μέχρι την Τρίτη του Πάσχα και ώρα 18:00, και κατά τα ζυγά έτη από το Σάββατο του Λαζάρου και ώρα 16:00 μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή και ώρα 18:00, 4) Καλοκαίρι: Το καλοκαίρι, το πρώτο δεκαπενθήμερο (1-15) του Ιουλίου ή του Αυγούστου ανάλογα με την υπηρεσία του πατέρα των τέκνων, ήδη ενάγοντος, και με έγκαιρη πάντοτε συνεννόηση με την μητέρα των τέκνων, ήδη εναγομένη, για τον καθορισμό των αδειών τους ώστε αυτές να μην συμπίπτουν, ενώ αν συμπίπτουν ο πατέρας των τέκνων θα ασκεί κανονικά το δικαίωμα επικοινωνίας του με αυτά κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου ή του Αυγούστου, παραλαμβάνοντας τα τέκνα του την 1η του μηνός και ώρα 10:00 και επιστρέφοντας αυτά την 15η του μηνός και ώρα 20:00. Στο πλαίσιο του καθορισμού αυτού και μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, η εναγομένη με τα τέκνα τους παρέμειναν στη συζυγική οικία στον Κορυδαλλό Αττικής (επί της οδού ………) και ο ενάγων επέστρεψε στην οικία των γονέων του στη Νίκαια Αττικής (επί της οδού ………….). Μέχρι το Σεπτέμβριο του έτους 2015, η σχέση των διαδίκων ήταν σχετικά ομαλή, καθόσον ο ενάγων συνέχιζε να καταβάλλει στην εναγομένη την συμφωνηθείσα διατροφή για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους και να επικοινωνεί αβίαστα και με μεγάλη συχνότητα με αυτά (ανήλικα τέκνα). Οι ανωτέρω συνθήκες μεταβλήθηκαν, όμως, με το πέρας του χρόνου αφού τα τέκνα του μεγάλωσαν, όπως επίσης και οι ανάγκες τους. Ειδικότερα, ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα που επικοινωνούσε με τα τέκνα του, κατά τα συμφωνηθέντα, στην οικία των γονέων του, όπου, όπως προαναφέρθηκε, διέμενε, άρχισε να μην τα βοηθάει κατά τη μελέτη των μαθημάτων τους, παραπέμποντάς τα στη μητέρα τους. Άφηνε δε, τα τέκνα του μόνα τους να περνούν το χρόνο τους με τους γονείς του (παππού και γιαγιά των τέκνων), ενώ εκείνος, αντί να περνά τον περισσότερο χρόνο, που είχε οριστεί για την επικοινωνία του με τα τέκνα του, μαζί τους, ομιλούσε στο κινητό του τηλέφωνο, έπινε καφέ και κάπνιζε στην αυλή της οικίας τους. Επιπλέον, όταν ο ενάγων δημιούργησε δεσμό με άλλη σύντροφο -επίσης διαζευγμένη με ένα θήλυ τέκνο-, ως επί το πλείστον έπαψε να επικοινωνεί μόνος του με τις θυγατέρες του και κατά το χρόνο που ασκούσε το δικαίωμα επικοινωνίας με τα τέκνα του, ειδικά τις Κυριακές, συνοδευόταν από τη νέα του σύντροφο και το τέκνο της. Η συμπάθειά του προς το τέκνο της συντρόφου του ήταν πολύ έντονη αφού προσπαθούσε να ικανοποιήσει όλες τις ανάγκες και επιθυμίες αυτού (τέκνου της συντρόφου του), αντιθέτως όμως, στα τέκνα του διατεινόταν ότι εκείνος καταβάλλει διατροφή στη μητέρα τους και για το λόγο αυτό δεν προέβαινε σε καμία παροχή προς αυτά. Συνεπώς, το χρόνο που περνούσαν μαζί με τον ενάγοντα-πατέρα τους οι δύο ανήλικες, άρχισαν να τον θεωρούν μια δυσάρεστη κατάσταση, που προσπαθούσαν σταδιακά να την αποφύγουν, διότι στην παιδική τους ψυχή ήταν πιο έντονα τα συναισθήματα απόρριψης από τον ενάγοντα-πατέρα τους και άγχους παρά τα συναισθήματα χαράς, ευτυχίας και ικανοποίησης. Τα αρνητικά, δε, συναισθήματά τους, έγιναν εντονότερα εξαιτίας δύο περιστατικών: α) το καλοκαίρι του έτους 2015 ο ενάγων επέμεινε να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας με τα ανήλικα τέκνα τους, επικαλούμενος ότι προγραμμάτιζε διακοπές μαζί τους σε πολυτελές ξενοδοχείο, και αρνήθηκε να συναινέσει στην τροποποίηση της περί επικοινωνίας συμφωνίας του με την εναγομένη προκειμένου τα ανήλικα τέκνα του να συναντηθούν με τον θείο τους και τα εξαδέλφια τους που είχαν έρθει από τις Η.Π.Α., αλλά τελικά ο ενάγων και τα τέκνα του έμειναν στην Αττική χωρίς να μεταβούν ούτε για ένα θαλάσσιο μπάνιο επειδή, όπως ο ενάγων ισχυρίσθηκε, οι επαγγελματικές υποχρεώσεις του τον εξανάγκασαν να ματαιώσει τις διακοπές τους, όμως, ο ίδιος δεν φρόντισε να ενημερώσει την εναγομένη αναφορικά με την ως άνω αλλαγή και το ενδεχόμενο να τροποποιηθεί η συμφωνία τους κατά τα ως άνω και β) επειδή τα τέκνα λόγω της παραπάνω συμπεριφοράς του ενάγοντος άρχισαν να μην επιθυμούν να επικοινωνούν μαζί του, ο ενάγων άρχισε να αιφνιδιάζει τα τέκνα του στο σχολείο με επισκέψεις στα σχολικά διαλείμματα, εκδηλώνοντας την έντονη πατρική επιθυμία του να τα δει και να ενημερωθεί για την πορεία τους, όμως, τα τέκνα του ήταν πλέον ανένδοτα, αφενός διότι αναστατώνονταν από τις διαρκείς εμφανίσεις του, για τις οποίες αισθάνονταν δυσάρεστα ενώπιον των συμμαθητών τους, γιατί δεν πήγαινε κανένας άλλος πατέρας κατά τα σχολικά διαλείμματα και αφετέρου διότι πλέον είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στον πατέρα τους. Κατόπιν τούτων δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη έχει αποδυθεί σε συστηματική παρεμπόδιση της επικοινωνίας του ενάγοντος με τα τέκνα τους, αλλά προέκυψε ότι τα ίδια τα τέκνα του θέλουν να επικοινωνούν με τον πατέρα τους με τον τρόπο που τα ίδια επιθυμούν. Ούτε εξάλλου ειδικότερα αποδείχθηκε ότι  η ενάγουσα επηρέασε αρνητικά τα τέκνα τους ως προς την επικοινωνία τους με τον ενάγοντα-πατέρα τους όταν ζήτησε από τον τελευταίο (ενάγοντα) να της δώσει επιπλέον διατροφή και εκείνος αρνήθηκε. Περαιτέρω ο ισχυρισμός που προβάλλει ο ενάγων ότι η εναγομένη δεν συμφώνησε να επισκεφθούν τα τέκνα τους τον παππού τους από την πατρική γραμμή, ενώ ήταν άρρωστος, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2015 και τελικά απεβίωσε τον Ιούλιο του 2016 και ότι δεν άφησε τα τέκνα τους να πάνε στην κηδεία του παππού τους, δεν αποδεικνύεται ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος. Η άποψη του Δικαστηρίου αυτού δεν μεταβάλλεται ούτε από τις φωτογραφίες που προσκόμισε ο ενάγων, αφού τα γεγονότα του έτους 2015 ήταν εκείνα που οδήγησαν τα τέκνα στην απομάκρυνση από τον πατέρα τους και όχι άλλα προγενέστερα γεγονότα. Πλην όμως, ο ενάγων-πατέρας, που δεν διαμένει με τα ως άνω τέκνα του, πρέπει και δικαιούται να απολαμβάνει του δικαιώματος επικοινωνίας με τα εν λόγω ανήλικα τέκνα του. Εποµένως, για να ενισχυθεί ο ψυχικός δεσµός των ανηλίκων µε τον πατέρα τους και να µην αποξενωθεί ο πατέρας των ανηλίκων από αυτά, (αντιθέτως, να παρέχεται στον ενάγοντα η δυνατότητα να παρακολουθεί την εξέλιξη και την ανάπτυξη των τέκνων του), είναι αναγκαίο ο ενάγων-πατέρας να επικοινωνεί με τα ως άνω τέκνα του σε τακτά χρονικά διαστήματα, να έρχεται σε προσωπική επαφή μαζί τους, να συνομιλούν για διάφορα θέματα, να έχουν κοινές εξόδους ψυχαγωγίας. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, λαμβανομένων υπόψη των επιβαρυμένων με μελέτη προγραμμάτων των δύο ανήλικων τέκνων στα οποία δεν μπορεί να συνδράμει ο πατέρας τους, όπως ο ίδιος αναφέρει στα δύο τέκνα του, ήτοι στη μελέτη αυτών, πρέπει, κατά το άρθρο 1520 του ΑΚ, να ρυθμισθεί το δικαίωµα της προσωπικής επικοινωνίας του ενάγοντος με τα ως άνω ανήλικα τέκνα του µε τον τρόπο που προκρίνεται από το Δικαστήριο αυτό ως ο πλέον πρόσφορος, μετά τη στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων, και ιδίως του συμφέροντος των ανηλίκων, ήτοι ως εξής: Α) Κάθε δεύτερο και τέταρτο Σαββατοκύριακο του μήνα και ειδικότερα κάθε Σάββατο από ώρα 11.00 π.μ. θα παραλαμβάνει τα τέκνα του από την οικία της μητέρας τους προκειμένου να μεταβούν και τα δύο τέκνα μαζί του στην οικία που διαμένει, όπου και θα διανυκτερεύουν, προκειμένου την Κυριακή στις 14.00 μ.μ. το μεσημέρι να τα παραδώσει στην οικία τους ώστε να έχουν χρόνο για να ολοκληρώσουν την μελέτη και τις εργασίες τους που θα πρέπει να παραδώσουν τη Δευτέρα ώστε να μην μειωθεί η απόδοσή τους. Αν τα τέκνα είναι άρρωστα τότε θα μετατίθεται η επικοινωνία για το επόμενο Σαββατοκύριακο και αν το ένα είναι άρρωστο θα επικοινωνεί κατά τα ως άνω μόνο με το έτερο υγιές τέκνο του. Εννοείται ότι καθημερινά θα μπορεί να επικοινωνεί τηλεφωνικά μαζί τους και κατόπιν συνεννόησης με την εναγομένη-μητέρα τους να τα συνοδεύει ο ίδιος στις δραστηριότητές τους (π.χ. χορό, αγγλικά κλπ) ώστε να περνάει περισσότερο χρόνο μαζί τους. Β) Κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς θα παραλαμβάνει και τα δύο ανήλικα τέκνα του (χωρίς διακρίσεις) από την οικία της μητέρας τους στις 18.00 μ.μ. της 24ης Δεκεμβρίου μέχρι τις 18.00 μ.μ. της 27ης Δεκεμβρίου για τα έτη με ζυγό αριθμό και από ώρα 18.00 μ.μ. της 31ης Δεκεμβρίου μέχρι τις 18.00 μ.μ. της 3ης Ιανουαρίου για τα έτη με μονό αριθμό. Γ) Κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα θα παραλαμβάνει και τα δύο ανήλικα τέκνα του (χωρίς διακρίσεις) από την οικία της μητέρας τους στις 18.00 μ.μ. της Κυριακής των Βαΐων έως τις 18.00 μ.μ. της Μεγάλης Τετάρτης για τα έτη με μονό αριθμό και στις 18.00 μ.μ. της Μεγάλης Παρασκευής έως τις 18.00 μ.μ. της Δευτέρας μετά το Πάσχα για τα έτη με ζυγό αριθμό.   Δ) Κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών εκάστου έτους θα παραλαμβάνει και τα δύο ανήλικα τέκνα του (χωρίς διακρίσεις) από την οικία της μητέρας τους για το χρονικό διάστημα από τις 15 Ιουλίου έως 31 Ιουλίου του ίδιου έτους, ενόψει του ότι η εναγομένη μπορεί τον Αύγουστο (που είναι μήνας υψηλών θερμοκρασιών) να πραγματοποιήσει τις διακοπές της με τα τέκνα της στο εξοχικό της. Κατά το χρονικό διάστημα των διακοπών των τέκνων με τη μητέρα τους δεν θα ισχύει η παραπάνω υπό στοιχείο (Α) και (Β) ρύθμιση, αλλά και το αντίστροφο, κατά τις διακοπές των τέκνων με τον πατέρα τους η μητέρα τους θα επικοινωνεί μαζί τους μόνο τηλεφωνικά. Ο ενάγων πατέρας τους θα οφείλει να μεταβαίνει με τα τέκνα του και να τα συνοδεύει σε όλες τις δραστηριότητες του Σαββάτου και της Κυριακής, που τα τέκνα του θα έχουν προγραμματίσει εντός της εβδομάδας, στις οποίες περιλαμβάνονται μεταβάσεις σε θέατρα, ψυχαγωγικά πάρκα και πάρτι συμμαθητών και φίλων τους, ούτως ώστε να μην αποκοπούν τα τέκνα του από τον κοινωνικό τους περίγυρο τις ημέρες που θα υλοποιείται μαζί του η επικοινωνία, επιβαρυνόμενος και με τις αντίστοιχες απαιτούμενες δαπάνες. Σε περίπτωση που θα πρέπει να γίνει κάποια τροποποίηση στην παραπάνω ρύθμιση θα πρέπει αυτή να γίνει εγγράφως, αν πρόκειται για μια σοβαρή και μόνιμη μεταβολή, εκτός αν πρόκειται για κάποιο απρόοπτο περιστατικό (π.χ. ασθένεια του πατέρα, ατύχημα ή κάποια έκτακτη δραστηριότητα), οπότε θα μπορεί να αποδεικνύεται με e-mail (ηλεκτρονικό μήνυμα) ή με μήνυμα στο κινητό τηλέφωνο των διαδίκων. Σε περίπτωση που η εναγομένη απουσιάζει λόγω της εργασίας της από την οικία η παράδοση και παραλαβή των τέκνων θα γίνεται από τα συγγενικά της πρόσωπα. Περαιτέρω, ως προς το αίτημα για την εκτέλεση της απόφασης με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί, ενόψει του ότι η εμφανιζόμενη, σε μερικές περιπτώσεις, άρνηση των ανήλικων τέκνων των διαδίκων για επικοινωνία με τον ενάγοντα-πατέρα τους, δεν οφείλεται σε ενέργειες της εναγομένης, ώστε με την ως άνω απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης να εξασφαλιστεί η υποχρέωσή της για παράλειψη της διαταράξεως της επικοινωνίας των ως άνω τέκνων με τον ενάγοντα-πατέρα τους. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με διάταξη της ως άνω εκκαλουμένης αποφάσεώς του που δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως (η διάταξη), αφού έκρινε ότι η υπό κρίση περίπτωση των δύο ανήλικων τέκνων πρέπει να παρακολουθηθεί από παιδοψυχίατρο του Ελληνικού Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών του Πειραιά λόγω της διαπιστωθείσας ψυχολογικής κατάστασης των δύο τέκνων, έκρινε απαραίτητο να διαβιβασθεί επίσημο αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως στην Εισαγγελία Ανηλίκων του Πρωτοδικείου Πειραιά, προκειμένου να διαταχθούν από εκείνη νέες συνεδρίες και για τα δύο ανήλικα ως άνω τέκνα των διαδίκων (είτε ατομικές είτε και τα δύο από κοινού είτε μαζί με τους γονείς τους) ώστε να διαπιστωθεί αν υπάρχει βελτίωση της συμπεριφοράς και των δύο τέκνων έναντι των γονέων τους, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις. Παράλληλα, έκρινε ότι θα πρέπει και οι διάδικοι να καλούνται σε συνεδρίες συμβουλευτικής γονέων   μία φορά το μήνα (είτε ατομικά είτε από κοινού) ώστε να ελέγχεται αν είναι επαρκείς για την ορθή άσκηση των γονεϊκών τους καθηκόντων και σε περίπτωση άρνησής τους να συνεργαστούν θα ενημερώνεται σχετικά με έγγραφο της εν λόγω υπηρεσίας η αρμόδια ως άνω Εισαγγελία Ανηλίκων Πειραιά. Ότι οι συνεδρίες αυτές θα έχουν χρονική διάρκεια δύο έτη από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, και σε περίπτωση άσκησης έφεσης ως προς τη διάταξη αυτή από την τελεσιδικία της προσβαλλόμενης απόφασης. Ότι εν συνεχεία, όλα τα έγγραφα που συντάσσει το Ελληνικό Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών του Πειραιά αναφορικά με την συμμετοχή των δύο τέκνων και τα συμπεράσματά της από τη συνεργασία τους με τους γονείς των τέκνων θα διαβιβάζονται στην Εισαγγελία Ανηλίκων Πειραιά, ώστε να ελέγχεται ανελλιπώς αν οι δύο ανήλικες θυγατέρες των διαδίκων παρακολούθησαν τις συνεδρίες (ατομικές ή και ομαδικές, με τους γονείς τους ή χωρίς αυτούς ανάλογα με τις συστάσεις των αρμοδίων οργάνων της εν λόγω Υπηρεσίας) από παιδοψυχιάτρους ή παιδοψυχολόγους του Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής του Πειραιά, προκειμένου να διαπιστωθεί η ομαλή πορεία της ορισθείσας ως άνω επικοινωνίας του πατέρα με τα δύο ως άνω τέκνα. Ακολούθως, έκρινε ότι σε περίπτωση που η Εισαγγελία Ανηλίκων του Πρωτοδικείου Πειραιά διαπιστώσει, μέσα από τα συμπεράσματα που εγγράφως θα της υποβάλλονται από την ως άνω Υπηρεσία μετά την εξέταση των ανηλίκων, ότι τίθεται ζήτημα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας από τους γονείς των τέκνων και ότι οι γονείς αρνούνται να συνεργαστούν, θα πρέπει να θέτει ζήτημα αφαίρεσης της γονικής τους μέριμνας και ανάθεσης αυτής σε τρίτους κατά τις διαδικασίες του άρθρου 1532 του ΑΚ και τέλος, διέταξε την επιμελεία της Γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης στην Εισαγγελία Ανηλίκων Πειραιώς για τις δικές της ενέργειες και στο Ελληνικό Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών (Παράρτημα Πειραιά – Νοταρά αρ. 77). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, (και ρύθμισε το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του ενάγοντος-πατέρα με τα ως άνω ανήλικα τέκνα του και όρισε ότι αυτός έχει δικαίωµα να επικοινωνεί µαζί τους, με τον ίδιο ως άνω τρόπο, χωρίς να απειληθεί σε βάρος της εναγομένης χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης αποφάσεως ως μέσο εκτέλεσης αυτής), ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ΄ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα από αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η διάφορη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της έφεσης. Εξάλλου, το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα βαθμό, κυρίως καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ), σε κάθε δε περίπτωση είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, δεδομένου ότι η παρούσα απόφαση ως διαπλαστική δεν εμπίπτει στις διατάξεις των άρθρων 904, 907, 908, 910 του ΚΠολΔ (Β. Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ, τομ. Ε΄, εκ. 1997, στο άρθρο 907, σελ. 157, αρ. 19 και εκεί παραπομπές, Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. ΙΙ, εκ. 2000, στο άρθρο 907, σελ. 1721, αρ. 3). Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη.

Σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση ασκήθηκε την 15-12-2017, ήτοι μετά την 1-1-2016, καθώς επίσης όπως το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε από 23 Ιανουαρίου 2017 με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016)], εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο, εκτός άλλων, της έφεσης κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο Γραμματέας διαφορετικά (σε περίπτωση δηλαδή μη κατάθεσης του αντίστοιχου παραβόλου) το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το Δικαστήριο ως απαράδεκτο, η υποχρέωση, όμως, αυτή δεν ισχύει, εκτός άλλων, για τις διαφορές του άρθρου 592 αριθ. 1 και 3 του ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων διαφορές που αφορούν την επικοινωνία των γονέων με το τέκνο). Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών, αν και δεν υποχρεούταν, από προφανή παραδρομή, κατέθεσε, για το παραδεκτό της ασκηθείσας απ΄ αυτόν ένδικης έφεσης, παράβολο ποσού 100 ευρώ, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση της αρμόδιας Γραμματέως στη συνταχθείσα απ΄ αυτήν σχετική έκθεση κατάθεσης του ένδικου αυτού μέσου, και επομένως πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του σ΄ αυτόν (πρβλ. ΑΠ 504/2017, ΑΠ 609/2016, ΑΠ 2061/2014, ΑΠ 1125/2013, ΕφΛαρ 269/2016), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, οι οποίοι ως εκ της φύσεώς τους και των σκοπών τους οποίους εξυπηρετούν, εμφανίζουν ιδιαίτερες ερμηνευτικές δυσχέρειες  αφ΄ αυτών, κυρίως όμως κατά την εξειδίκευση και εφαρμογή τους σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως συμβαίνει στην κρινομένη υπόθεση (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 15-12-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 5136/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία των άρθρων 592 παρ. 3 β΄, 593-602 και 610-613 του ΚΠολΔ).

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου ποσού 100 ευρώ, που κατατέθηκε με το e-παράβολο με κωδικό ………../2017 και την από 15-12-2017 είσπραξη της ALPHA BANK, στον εκκαλούντα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 16-7- 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ