Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 430/2019

Αριθμός  430/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ…

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη με αριθμό ………./2019 έφεση της αλλοδαπής εταιρίας που εδρεύει στο νησιά Μάρσαλ και η με αριθμό ……../2019 έφεση των αλλοδαπών ναυτικών κατοίκων Ουκρανίας κατά της με αριθμό 5159/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), πλέον μετά το ν. 4335/15 κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 παρ 3 και 621 επ του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …./11.12.2017 αγωγής των ήδη εκκαλούντων εφεσίβλητων ναυτικών, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης αφού τα διάδικα μέρη δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως οι προαναφερόμενες εφέσεις να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ).

Με τη με αριθμό ……/11.12.2017 αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά οι ήδη εκκαλούντες εφεσίβλητοι ναυτικοί εξέθεταν ότι δυνάμει εγγράφων συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου που μετατράπηκαν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου μετά τη λήξη τους, οι οποίες καταρτίσθηκαν με την ήδη εφεσίβλητη εκκαλούσα αλλοδαπής εταιρίας που εδρεύει στα νησιά Μάρσαλ, ναυτολογήθηκαν τις αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες στο υπό σημαία Τόγκο πλοίο γενικού φορτίου «CΚ», νηολογίου Λόμε, με αριθμό νηολογίου …….. και αριθμό ΙΜΟ ……, πλοιοκτησίας της ήδη εφεσίβλητης εκκαλούσας εναγομένης, που εδρεύει πραγματικά στη Σαρωνίδα με τις αναφερόμενες στην αγωγή ειδικότητες, έναντι των αναφερομένων στην αγωγή για καθένα από αυτούς συμφωνηθεισών μηνιαίων αποδοχών (κλειστός μισθός). Ότι η πλοιοκτήτρια εργοδότρια τους, περί τις αρχές του 2017 και ενώ το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο στο λιμένα του Περάματος για επισκευές, σταμάτησε να τους καταβάλει το συμφωνηθέντα ως άνω μισθό τους, ενώ παράλληλα, από το μήνα Μάιο του ιδίου έτους, σταμάτησε να καλύπτει τα έξοδα συντήρησης του πλοίου και την τροφοδοσία του πληρώματος, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να αδυνατούν να ικανοποιήσουν τις βασικές βιοτικές τους ανάγκες. Ότι για τους λόγους αυτούς, που συνιστούν υπαίτια αντισυμβατική συμπεριφορά της εργοδότριας πλοιοκτήτριας, κατήγγειλαν, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή χρονολογίες τις συμβάσεις εργασίας τους και επαναπατρίστηκαν ιδίοις εξόδοις. Ακολούθως και μετά τον εν μέρει περιορισμό μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό αιτήθηκαν: Α) να υποχρεωθεί η ήδη εφεσίβλητη εκκαλούσα εναγομένη να τους καταβάλει : α) για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, στον πρώτο εξ αυτών το ισόποσο των 20.000 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής, στον δεύτερο εξ αυτών το ισόποσο των 20.000 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής, στον τρίτο εξ αυτών το ισόποσο των 20.000 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής, στον τέταρτο εξ αυτών το ισόποσο των 7.630 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής, στον πέμπτο εξ αυτών το ισόποσο των 6.104 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής και στον έκτο εξ αυτών το ισόποσο των 7.704 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής, β) για αποζημίωση λόγω καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους, στον τέταρτο εξ αυτών το ισόποσο των 499,95 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής στον πέμπτο εξ αυτών το ισόποσο των 400,50 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής και στον έκτο εξ αυτών το ισόποσο των 400,50 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής, γ) για έξοδα παλιννοστήσεως, σε έκαστο εκ των τέταρτου, πέμπτου και έκτου εξ αυτών, το ποσό των 138 ευρώ, δ) για αντίτιμο τροφής, σε έκαστο εκ των τέταρτου, πέμπτου και έκτου εξ αυτών, το ποσό των 1.943,98 ευρώ και ε) για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν συνεπεία προσβολής της τιμής και της προσωπικότητας τους, λόγω των πράξεων και παραλείψεων της εναγομένης, σε έκαστο εκ των τέταρτου, πέμπτου και έκτου εξ αυτών, το ποσό των 5.000 ευρώ και Β) να αναγνωρισθεί ότι η ήδη εφεσίβλητη εκκαλούσα εναγομένη οφείλει να τους καταβάλει : α) για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, στον πρώτο εξ αυτών το ισόποσο των 10.205 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής, στον δεύτερο εξ αυτών το ισόποσο των 1.250 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής και στον τρίτο εξ αυτών το ισόποσο των 6.050 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής, β) για αποζημίωση λόγω καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους, στον πρώτο εξ αυτών το ισόποσο των 1.750,05 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής στον δεύτερο εξ αυτών το ισόποσο των 1.249,95 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής και στον τρίτο εξ αυτών το ισόποσο των 1.500 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής, γ) για έξοδα παλιννοστήσεως, στον πρώτο εξ αυτών το ποσό των 138 ευρώ, στον δεύτερο εξ αυτών το ποσό των 117,04 ευρώ και στον τρίτο εξ αυτών το ποσό των 138 ευρώ, δ) για αντίτιμο τροφής, στον πρώτο εξ αυτών το ποσό των 1.943,98 ευρώ, στον δεύτερο εξ αυτών το ποσό των 1.889,22 ευρώ και στον τρίτο εξ αυτών το ποσό των 1.943,98 ευρώ και ε) για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν συνεπεία προσβολής της τιμής και της προσωπικότητας τους, λόγω των πράξεων και παραλείψεων της εργοδότριας πλοιοκτήτριας σε έκαστο εκ των πρώτου, δεύτερου και τρίτου εξ αυτών, το ποσό των 5.000 ευρώ, άπαντα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη του τέλους εκάστου μηνός, κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο έκαστο επιμέρους ποσό, άλλως από την επομένη της λύσεως της συμβάσεως εκάστου εξ αυτών, άλλως από την επίδοση της υπό κρίσιν αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα και ακολούθως διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση τη υπόθεσης (άρθρα 14 παρ. 2,16 αριθ. 2, 33, 35 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3Α του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και άρθρα 7 παρ. 2, 21 παρ. 2 – 1 περ. β’ σε συνδυασμό με άρθρο 63 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις), ενώ έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο α) όσον αφορά στις ιστορούμενες συμβάσεις εργασίας και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη της εργοδότρια, λόγω έλλειψης επιλογής εφαρμοστέου δικαίου στις ναυτικές συμβάσεις εργασίας από τα μέρη και – σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2-4 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», κρίνοντας ότι η Ελλάδα είναι η χώρα με την οποία, από το σύνολο των περιστάσεων, προκύπτει ότι συνδέονται στενότερα οι συμβάσεις και β) όσον αφορά στην ευθύνη της εργοδότριας από αδικοπραξία, με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11 ης lουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη 11)» ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία (lex loci damni) κρίνοντας παράλληλα ότι υφίσταται σιωπηρή μετασυμβατική συμφωνία αυτών σχετικά με την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου με αυτή τη βάση εισήχθη η αγωγή και δεν αντέλεξε η αλλοδαπή εναγομένη. Έκρινε περαιτέρω ότι η αγωγή έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 340, 341, 345, 346, 361, 648 επ. ΑΚ, 68, 70 ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 64, 74-76, 78-79, 84 ΚΙΝΔ, ΣΣΝΕ πληρωμάτων Φ/Γ πλοίων χωρητικότητας από 4.500 τόνους νεκρού βάρους (DW) και άνω, που κυρώθηκε με τη με αριθμό ΥΑ 3525.1.2/01/2011 απόφαση του ΥΘΥΝΑΛ (ΦΕΚ 8′ 123/9.2.2011) και απέρριψε ως νομικά αβάσιμα τα αιτήματα περί καταβολής τόκων ειδικά ως προς την αποζημίωση απόλυσης και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κρίνοντας ότι όχληση υφίσταται μόνο αφότου επιδόθηκε η αγωγή. Στη συνέχεια δέχθηκε κατά ένα μερος κατ’ουσίαν την αγωγή επιδικάζοντας τον πρώτο εκκαλούντα εφεσίβλητο (πλοίαρχο) το ποσό των 20.000 δολαρίων ΗΠΑ σε ευρώ, στο δεύτερο υποπλοίαρχο το ποσό των 8.912,60 δολαρίων ΗΠΑ σε ευρώ, στον τρίτο α’ μηχανικό το ποσό των 18.210 δολαρίων ΗΠΑ σε ευρώ, στον τέταρτο ναύκληρο το ποσό των 8.129,95 δολαρίων ΗΠΑ σε ευρώ και το ποσό των 4.081,98 ευρώ, στον πέμπτο ναυτομάγειρα το ποσό των 6.504 δολαρίων σε ευρώ και το ποσό των 4.081,98 ευρώ και στον έκτο ναύτη το ποσό των 7.204 δολαρίων σε ευρώ και το ποσό των 4.081,98 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα άπαντες οι διάδικοι με τις κρινόμενες εφέσεις τους για κακή εκτίμηση αποδείξεων δηλαδή η εκκαλούσα εργοδότρια με τη με αριθμό ………./2019 έφεση της αιτούμενη την εξαφάνιση της ώστε να απορριφθεί στο σύνολο της αγωγή και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων, και οι εκκαλούντες ναυτικοί με τη με αριθμό ………./2019 έφεσή τους, αιτούμενοι την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολο της δεκτή κατ’ουσίαν.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 269 παρ. 2, 527 παρ. 3, 529, 339 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στη δευτεροβάθμια δίκη είναι, κατ’ εξαίρεση, παραδεκτή η προβολή για πρώτη φορά πραγματικών ισχυρισμών που αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις, αν κατά την κρίση του δικαστηρίου δεν προτάθηκαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία, ή προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, ή αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, η οποία υπάρχει όταν περιέχει ουσιώδες πραγματικό γεγονός επιζήμιο γι’ αυτόν, ή από έγγραφα τα οποία προσκομίζονται για πρώτη φορά στο Εφετείο. Όμως, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, η από τον εκκαλούντα, κατ` εξαίρεση, παραδεκτή προβολή στην κατ` έφεση δίκη νέων πραγματικών ισχυρισμών, που συνιστούν ένσταση ή αντένσταση, μπορεί να γίνεται μόνο με το δικόγραφο της έφεσης ή των πρόσθετων λόγο έφεσης και όχι με τις προτάσεις, εφόσον οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ασκούνται παραδεκτώς μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο (ΑΠ 574/2015 δημ. νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 520 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται, ως αποτέλεσμα, η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. (ΕφΔωδ 81/2013,δημ. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. 2003, παρ. 542 αρ. 6 σελ. 222). Με τους δύο πρώτους λόγους της με αριθμό 363/25/2019 εφέσεως τους οι εκκαλούντες ναυτικοί παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισμούς οι οποίοι ουδέποτε προτάθηκαν παραδεκτά εκ μέρους της πλοιοκτήτρια εργοδότριας, και ειδικότερα αφενός ότι η σύμβαση εργασίας του δευτέρου εκκαλούντος λύθηκε σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν που αναγράφεται στην αγωγή, ενώ συναφώς αυτός ισχυρίζεται με το δεύτερο λόγο εφέσεως ότι ουσιαστικά δέχτηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μη επιδικάζοντας αποδοχές μέχρι το χρονικό διάστημα που αναφερόταν στην αγωγή, ένσταση εξόφλησης που ουδέποτε όμως προτάθηκε από την εργοδότρια. Οι λόγοι αυτοί εφέσεως πέραν της αοριστίας τους, διότι δεν αναφέρουν ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί που έγιναν δεκτοί δεν έχουν προταθεί με την προγενεστέρως της εφέσεώς τους ασκηθείσα έφεση της πλοιοκτήτριας εργοδότριας, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι, διότι από μόνοι τους δεν μπορούν να οδηγήσουν σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης ούτε ως προς το κεφάλαιο που πλήττουν, καθώς οι ισχυρισμοί αυτοί που συνιστούν ενστάσεις, μπορούν να προταθούν για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 εδ. β` και 76 παρ. 1 του ΚΙΝΔ η σύμβαση ναυτολογήσεως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δύναται να καταγγελθεί υπό του ναυτικού κατά πάντα χρόνον, εάν ο πλοίαρχος υποπέσει σε βαριά παράβαση των έναντι του ναυτικού καθηκόντων. Στην περίπτωση αυτήν οφείλεται αποζημίωση. Κατά την αληθή έννοια της πρώτης διατάξεως, βαριά παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου νοείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200, 281 και 288 του ΑΚ εκείνη εξαιτίας της οποίας δεν μπορεί να αξιωθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση από το ναυτικό, κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη να αναμείνει τη συμπλήρωση του συμφωνημένου χρόνου της ναυτολογήσεως ή αν είναι αόριστης διάρκειας του εννεαμήνου και των λοιπών προϋποθέσεων που τάσσονται στο άρθρο 73 του ΚΙΝΔ (βλ. Κιάντου-Παμπούκη: Η καταγγελία της σύμβασης ναυτολογήσεως κατά το άρθρο 74 ΚΙΝΔ, εκδ. 1988, σελ. 88, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 337). Η καθυστέρηση καταβολής των οφειλομένων αποδοχών αποτελεί βαριά παράβαση του πλοιάρχου, στην έκταση που αυτές είναι αναγκαίες για τη συντήρηση αυτού και της οικογένειας του και εφόσον η καθυστέρηση αυτή δεν είναι συνήθης, ή δικαιολογημένη από τη φύση ή την ιδιορρυθμία της ναυτικής εργασίας και δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία στον πλοιοκτήτη ή στον πλοίαρχο, αν ορισμένη μισθολογική παροχή οφείλεται ή όχι (Εφ. Πειρ. 480/2005 ΕΝΔ 33, 448,Εφ.Πειρ. 307/2005 ΕΝΔ 33, 82, Εφ. Πειρ. 651/2002 ΕΝΔ 30, 441). Εξάλλου η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με  πάγιο  μηνιαίο  μισθό  που  στην    ναυτική  πρακτική  ονομάζεται  “κλειστός”  και  περιλαμβάνει το βασικό μισθό και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική συλλογική σύμβαση ναυτικής  εργασίας, μεταξύ των οποίων και η αναλογία της αποζημίωσης άδειας, όταν είναι γνωστό στους συμβαλλόμενους ήδη από το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ότι λόγω των  συγκεκριμένων  συνθηκών   εργασίας  δεν είναι  δυνατό  να παρασχεθεί στο ναυτικό αυτούσια η άδεια, δεν είναι κατ` αρχήν αθέμιτη (άρθρο 361 ΑΚ). Τούτο όμως τελεί υπό  την  αυτονόητη   και  αναγκαία  προϋπόθεση  ότι  ο  κλειστός  μισθός  είναι υπέρτερος των νόμιμων αποδοχών, ενώ αν  δεν  καλύπτει  το  σύνολο  των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών η συμφωνία δεν είναι έγκυρη, γιατί πρόκειται  για  ανεπίτρεπτη κατά το νόμο παραίτηση εκ των προτέρων από δικαιώματα που παρέχονται στο ναυτικό από κανόνες δημόσιας τάξεως και έτσι  αυτός δικαιούται  τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος =ΕΝΔ 2003.345 = ΔΕΕ 2004.2014,  225/2002 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΔΕΝ 2002.1314 = ΔΕΕ 2003.331 = ΕΕργΔ 2003.1166, ΕΠ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, 391/2009 ΕΝΔ 2009.283 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, 429/2008 ΕΝΔ 2008.284 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψη της ως απαράδεκτης. Μάλιστα, η έλλειψη των ως άνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ που ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεων του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρονται και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία ξεχωριστά και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθ. 3, 174, 679 ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 του ν. 4020/1959). Για το λόγο αυτόν, άλλωστε, με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που αμφότερα θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ` αυτών κρατήσεις (βλ. ΑΠ 381/2014 ΧρΙΔ 2014 498, ΑΠ 178/2010 ΕλλΔνη 2010 743, ΑΠ 1098/2009 ΝοΒ 2009 2395, ΑΠ 1320/2008 ΝοΒ 57 2009, ΑΠ 1405/2006 ΝοΒ 54 2006).

Από την εκτίμηση από το δικαστήριο αυτό των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, δηλαδή του πλοιάρχου …….., του οποίου την εξέταση πρότειναν οι εκκαλουντες ναυτικοί και του ναυτικού πράκτορα …….. του οποίου την εξέταση πρότεινε η εργοδότρια πλοιοκτήτρια, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, των αποδεικτικών μέσων που νομίμως προσκομίζονται με το άρθρο 529 του ΚΠολΔ, δηλαδή από όλα τα έγγραφα που παραδεκτά επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρα 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πλην της υπεύθυνης δηλώσεως που προσκομίζει η εκκαλούσα εφεσίβλητη εργοδότρια που δεν έχει ούτε θεώρηση του γνησίου της υπογραφής και η οποία είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο το οποίο δεν θα χρησιμοποιηθεί ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις ομολογίες των διαδίκων μερών που προκύπτουν από τα διαδικαστικά της δίκης έγγραφα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σχετικά με τους χρόνους πρόσληψης των εκκαλούντων ναυτικών στο πλοίο πλοιοκτησίας της εκκαλούσας εργοδότριας, το ύψος των αποδοχών τους και τις ειδικότητες τους, αλλά και την ομολογία της εργοδότριας στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου σύμφωνα με την οποία οφείλει στους ναυτικούς συνολικά δεδουλευμένα ύψους 50.000 ευρώ ή 60.000 ευρώ όπως αναφέρει στο δικόγραφο της εφέσεως της, πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Δυνάμει εγγράφων συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου επτά (7) μηνών, οι οποίες καταρτίσθηκαν με την εκκαλούσα εφεσίβλητη πλοιοκτήτρια, που εδρεύει στην πραγματικότητα στη Σαρωνίδα οι εκκαλούντες εφεσίβλητοι ναυτικοί ναυτολογήθηκαν, στο υπό σημαία Τόγκο πλοίο γενικού φορτίου «CΚ», νηολογίου Λόμε, με αριθμό νηολογίου …….. και αριθμό IΜΟ …, πλοιοκτησίας της αντισυμβαλλομένης εργοδότριας, έναντι συμφωνημένου «κλειστού» μηνιαίου μισθού και, πιο συγκεκριμένα : ο πρώτος εξ αυτών προσελήφθη την 20-9-2016 και ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του Πλοιάρχου, με συμφωνημένο «κλειστό» μηνιαίο μισθό 3.500 δολ. ΗΠΑ. Ο δεύτερος εξ αυτών προσελήφθη την 4-8-2016 και ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ειδικότητα του Υποπλοιάρχου, με συμφωνημένο «κλειστό» μηνιαίο μισθό 2.500 δολ. ΗΠΑ. Ο τρίτος εξ αυτών προσελήφθη την 7-9-2016 και ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ειδικότητα του Α’ μηχανικού, με συμφωνημένο «κλειστό» μηνιαίο μισθό 3.000 δολ. ΗΠΑ. Ο τέταρτος εξ αυτών προσελήφθη την 6-2-2016 και ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ειδικότητα του Ναύκληρου, με συμφωνημένο «κλειστό» μηνιαίο μισθό 1.000 δολ. ΗΠΑ. Ο πέμπτος εξ αυτών προσελήφθη την 6-2-2016 και ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του Ναυτομάγειρου, με συμφωνημένο «κλειστό» μηνιαίο μισθό 800 δολ. ΗΠΑ. Ο έκτος εξ αυτών προσελήφθη την 20-9-2016 και ναυτολονήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του Ναύτη, με συμφωνημένο «κλειστό» μηνιαίο μισθό 800 δολ. ΗΠΑ. Να σημειωθεί ότι όλες οι παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εξαρτημένης εργασίας κατέστησαν αορίστου χρόνου αφού ανανεώθηκαν σιωπηρά στη λήξη τους. Ωστόσο, μολονότι οι ενάγοντες μετά την ως άνω ναυτολόγησή τους, υπήρξαν συνεπείς ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων τους που απέρρεαν από τις συμβάσεις ναυτικής εξαρτημένης εργασίας τους παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο ως άνω πλοίο, υπό την ανωτέρω ειδικότητά τους, η πλοιοκτήτρια από το μήνα Φεβρουάριου του 2017, όπως καταθέτει ο μάρτυρας που πρότεινε η εκκαλούσα εφεσίβλητη εργοδότρια, οπότε και το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο στο λιμένα του Περάματος για επισκευές, προερχόμενο από πλου στην αλλοδαπή δεν κατέβαλλε τις συμφωνηθείσες τακτικές αποδοχές τους στο σύνολο τους, αλλά προέβαινε σε άτακτες, έναντι αυτών, καταβολές και τελικά σταμάτησε να καταβάλει στους ναυτικούς το συμφωνηθέντα ως άνω μισθό τους. Παράλληλα, από το μήνα Μάιο του ιδίου έτους, σταμάτησε να καλύπτει τα τρέχοντα έξοδα συντήρησης του πλοίου και την τροφοδοσία του πληρώματος, με αποτέλεσμα αυτοί (οι ναυτικοί) να στερούνται των στοιχειωδών μέσων διαβίωσης και να αδυνατούν να ικανοποιήσουν τις βασικές βιοτικές τους ανάγκες. Ακολούθως για τους ανωτέρω λόγους, όλοι οι ναυτολογημένοι ναυτικοί πλην του εδώ δεύτερου εφεσιβλήτου εκκαλούντος, προέβησαν, στις 19-9-2017, στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, λόγω βαρέων παραβάσεων των καθηκόντων της εργοδότριας (άρθρο 74 ΚΙΝΔ), συνιστάμενων στο γεγονός της μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών τους αλλά και της μη κάλυψης των αναγκών διαβίωσής του στο πλοίο, ακολούθως δε, επαναπατρίστηκαν. Ο δεύτερος εκκαλών εφεσίβλητος ναυτικός  υποπλοίαρχος υιός του ναυτολογημένου πλοιάρχου πρώτου εκκαλούντος υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο μόνο μέχρι το μήνα Μάιο του 2017 οπότε και αποναυτολογήθηκε, όπως προκύπτει από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα εφεσίβλητη εργοδότρια απευθυνόμενο προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά τμήμα Ναυτολογίας και ελέγχου Διαβατηρίων Πειραιά, από 26-5-2017 έγγραφο της πράκτορος του πλοίου «………..», σύμφωνα με το οποίο ζητείται η χορήγηση εισόδου στον δεύτερο των εκκαλούντων εφεσίβλητων ναυτικών ως «πλήρωμα που αποναυτολογείται από το υπό πρακτόρευσή μας πλοίο ΜΝ CΚ, σημαίας TOGO και ΙΜΟ ……» και δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο πρώτος εκκαλών ναυτικός ο πλοίαρχος έχει υπογράψει δαπάνες αποναυτολόγησης του δευτέρου το μήνα Σεπτέμβριο του 2017. Επίσης αντίθετη δικανική κρίση περί παραμονής του στο πλοίο δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι το λιμενικό τον περιέλαβε στις λίστες πληρώματος με τις οποίες γνωστοποιούσε στους ναυτικούς την υποχρέωση τους να διορίσουν φύλακα σε περίπτωση αποχώρησης τους από το πλοίο, διότι από τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι η αναγραφή των ονομάτων πληρώματος στην αλληλογραφία του λιμενικού δεν γίνεται μετά από έλεγχο στο πλοίο, απλά από αντιγραφή καταστάσεων. Επομένως ο σχετικός πρώτος λόγος της με αριθμό ………/2019 εφέσεως με τον οποίον ο δεύτερος εκκαλών ναυτικός παραπονείται ότι εσφαλμένως κρίθηκε ότι αυτός είχε αποχωρήσει οικειοθελώς από το πλοίο το μήνα Μάιο του 2017, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.  Να σημειωθεί ότι η ένσταση εξόφλησης που προτείνεται με το δικόγραφο της εφέσεως είναι ορισμένη, καθώς οι εκκαλούντες ναυτικοί είχαν συμφωνήσει κλειστό μισθό και συνεπώς τα ποσά που έπρεπε να τους καταβληθούν ήταν συγκεκριμένα κάθε μήνα, η δε ένσταση αφορά την καταβολή αμοιβών μέχρι και το μήνα Μάρτιο του έτους 2017. Όμως δεν αποδεικνύονται οι καταβολές στις οποίες ισχυρίζεται ότι προέβη η εκκαλούσα εργοδότρια για το μεταγενέστερο διάστημα από το Φεβρουάριο του 2017, όπως θα αναφερθεί ειδικά παρακάτω. Βέβαια με την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων με αριθμό 1872/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που προσκομίζει και επικαλείται η εργοδότρια πιθανολογήθηκε ότι η εργοδότρια έχει καταβάλει τις αποδοχές των ναυτικών μέχρι και το μήνα Μάρτιο του 2017, πλην όμως δεν προσκομίζονται αποδείξεις ώστε να αποδειχθεί πέραν του πλαισίου της πιθανολόγησης η εξόφληση αυτή, ενώ ο ίδιος ο μάρτυρας της εκκαλούσας …………. καταθέτει ενόρκως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 10.5.2018 ότι οι ναυτικοί ήταν απλήρωτοι από το μήνα Φεβρουάριο του 2017 και σε κάθε περίπτωση αντίκειται στους κανόνες της λογικής η πλοιοκτήτρια να καταβάλει αποδοχές Ιανουαρίου του 2017 στους ναυτολογημένους ναυτικούς και να αφήνει απλήρωτους τον Πλοίαρχο και τον πρώτο μηχανικό. Ακολούθως  οι εκκαλούντες ναυτικοί δικαιούνται τις δεδουλευμένες αποδοχές τους για το χρονικό διάστημα από 1-2-2017 έως και την αποναυτολόγηση – απόλυσή τους (στις 26-5-2017 ο δεύτερος εξ αυτών και στις 19-9-2017 άπαντες οι λοιποί εξ αυτών) : ο πρώτος εξ αυτών, το ποσό των 26.705 δολ. ΗΠΑ (7,63 μήνες υπηρεσίας Χ 3.500 δολ. ΗΠΑ μηνιαίως), έναντι του οποίου έχει λάβει μόνο το ποσό των 50 δολαρίων το Μάρτιο του 2017, καθώς τα από 10-1-2017, 6-2-2017 και 29-3-2017 εμβάσματα τραπέζης που προσκομίζει μετ’επικλήσεως η εργοδότρια δεν προκύπτει ότι αφορούν το επίδικο χρονικό διάστημα και ότι συνδέονται με το συγκεκριμένο ναυτικό και συνεπώς κατά παραδοχή και της σχετικής αντενστάσεως των εκκαλούντων εφεσιβλήτων ναυτικών ότι η καταβολή ήταν ετεροχρονισμένη και αφορούσε άλλη προγενεστέρα οφειλή δεδουλευμένων, πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά ως αβάσιμος ο σχετικός περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος εφέσεως της εργοδότριας. Συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 26.655 δολαρίων (δεδομένου ότι και το ποσό των 300 ευρώ που βεβαιώνει με ηλεκτρονικό μήνυμα ότι έλαβε στις 20.6.2017 αφορά προμήθειες του πλοίου). Ο δεύτερος εξ αυτών, το ποσό των 14.675 δολ. ΗΠΑ (5,87 μήνες υπηρεσίας Χ 2.500 δολ. ΗΠΑ μηνιαίως), έναντι του οποίου έχει λάβει στις 29.3.2017 μέσω τραπέζης το ποσό των 5.762 δολ. ΗΠΑ, επίσης το Μάρτιο του 2017 το ποσό των 100 δολαρίων όπως φαίνεται από κατάσταση που προσκομίζεται και φέρει την υπογραφή του την οποία δεν αμφισβητεί και το ποσό των 100 δολαρίων έναντι στις 11.2.2017 ως εκ τούτου δικαιούται για την αιτία αυτή, τη διαφορά, ποσού (14.675 – 5.862,40 =) 8.812,60 δολ. ΗΠΑ, γενομένης εν μέρει δεκτής της ενστάσεως της εργοδότριας περί μερικής εξοφλήσεως, δεδομένου ότι τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από αυτήν από 10-1-2017 και 6-2-2017 εμβάσματα της τράπεζας Hellenic Bank Κύπρου αφορούν σε καταβολή μισθοδοσίας για προγενέστερο χρονικό διάστημα (καθώς οι εκκαλούντες εφεσίβλητοι ναυτικοί πρότειναν το σχετικό ισχυρισμό που συνιστά αντένσταση επί της ενστάσεως εξόφλησης). Ο τρίτος εξ αυτών, το ποσό των 22.890 δολ. ΗΠΑ (7,63 μήνες υπηρεσίας Χ 3.000 δολ. ΗΠΑ μηνιαίως), έναντι του οποίου έχει λάβει το ποσό των 2.864 δολ. ΗΠΑ, στις 29.3.2017 και με δεδομένο ότι καμία άλλη εξοφλητική απόδειξη δεν προσκομίζεται μετ’επικλήσεως ως προς αυτόν δικαιούται για την αιτία αυτή, τη διαφορά, ποσού (22.890- 2.884 =) 20.006 δολ. ΗΠΑ, γενομένης εν μέρει δεκτής της ενστάσεως της εργοδότριας περί μερικής εξοφλήσεως. Ο τέταρτος εξ αυτών, το ποσό των 7.630 δολ. ΗΠΑ (7,63 μήνες υπηρεσίας Χ 1.000 δολ. ΗΠΑ μηνιαίως), έναντι του οποίου ουδέν έχει λάβει, ως εκ τούτου δε, το δικαιούται στο σύνολό του για την αιτία αυτή. Ο πέμπτος εξ αυτών, το ποσό των 6.104 δολ. ΗΠΑ (7,63 μήνες υπηρεσίας Χ 800 δολ. ΗΠΑ μηνιαίως), έναντι του οποίου ουδέν έχει λάβει, ως εκ τούτου δε, το δικαιούται στο σύνολό του για την αιτία αυτή. Ο έκτος εξ αυτών, το ποσό των 6.904 δολ. ΗΠΑ (8,63 μήνες υπηρεσίας Χ 800 δολ. ΗΠΑ μηνιαίως), έναντι του οποίου έχει λάβει το ποσό των 100 δολ. ΗΠΑ στις 21.4.2017 και το ποσό των 660 ευρώ στις 11.2.2017, ως εκ τούτου δε, δικαιούται για την αιτία αυτή, τη διαφορά, ποσού (6.904 – 760 =) 6.144 δολ. ΗΠΑ, γενομένης εν μέρει δεκτής της ενστάσεως της εργοδότριας περί μερικής εξοφλήσεως. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι άπαντες οι ναυτικοί παρέμεναν απλήρωτοι από τον Ιανουάριο του 2017 και επιδικάζονται τους στη συνέχεια αποδοχές μη συνυπολογίζοντας τις συγκεκριμένες καταβολές που αναφέρθηκαν, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς κατά εν μέρει παραδοχή αφενός του δευτέρου λόγου της με αριθμό ………./2019 έφεσης και αφετέρου των τριών πρώτων λόγων της με αριθμό …………/2019 εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο της αυτό για το ενιαίο ως προς όλους του εφεσίβλητους ναυτικούς. Αντιθέτως κρίνεται απορριπτέος στην ουσία του κατά τα ανωτέρω ο τέταρτος λόγος της με αριθμό ………/2019 εφέσεως με τον οποίο οι τρίτος και έκτος των εκκαλούντων παραπονούνται για αδίκαστα αιτήματα επειδή απορρίφθηκε ως αβάσιμο αγωγικό αίτημα που αφορούσε αποδοχές Δεκεμβρίου 2016.

Περαιτέρω, από την κατάθεση του ίδιου προαναφερόμενου μάρτυρα της εργοδότριας αποδεικνύεται ότι η τροφοδοσία του πλοίου σταμάτησε το μήνα Μάιο του 2017, αφού τα τιμολόγια που προσκομίζονται αφορούν τους πρώτους μήνες του έτους 2017, οι δε προσκομιζόμενες αποδείξεις αφενός αφορούν προγενέστερους μήνες αφετέρου δεν μπορούν να συνδεθούν με το συγκεκριμένο πλοίο, αφού κάποιες δαπάνες (πχ πάτοι παπουτσιών είναι παντελώς άσχετες με τροφοδοσία πλοίου). Μάλιστα ο πλοίαρχος αρχίζει το διάστημα αυτό να αποστέλλει ηλεκτρονικά μηνύματα στην εργοδότρια παραπονούμενος και για την υπερημερία ως προς την καταβολή της μισθοδοσίας, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα μετ’επικλήσεως σχετικά 8 και 9 των εκκαλούντων ναυτικών. Επομένως για το διάστημα αυτό η εργοδότρια θα έπρεπε να καταβάλει αυτήν την παροχή σε χρήμα για το χρονικό διάστημα από 1-5-2017, ημερομηνία κατά την οποία είχε ήδη διακοπεί η τροφοδοσία του πληρώματος έως και την αποναυτολόγηση – απόλυση των εκκαλούντων εφεσιβλήτων ναυτικών (στις 26-5-2017 ο δεύτερος εξ αυτών και στις 19-9-2017 άπαντες οι λοιποί εξ αυτών). Να σημειωθεί επιπροσθέτως ότι η πλοιοκτήτρια εργοδότρια δεν τους κατέβαλε το προβλεπόμενο από το άρθρο 3 της εφαρμοζομένης εν προκειμένω συλλογικής συμβάσεως εργασίας πληρωμάτων Φ/Γ πλοίων χωρητικότητας από 4.500 τόνους νεκρού βάρους (DW) και άνω του 2011 (που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. ΥΑ 3525.1.2/01/2011 απόφαση του ΥΘΥΝΜ – ΦΕΚ Β’ 123/9.2.2011), αντίτιμο τροφής, το οποίο δεν παρείχετο πλέον σε είδος και, ως εκ τούτου, οι ναυτικοί δικαιούνται για την αιτία αυτή : ο δεύτερος εξ αυτών το συνολικό ποσό των 355,94 ευρώ (26 ημέρες Χ 13,69 ευρώ αντίτιμο τροφής ημερησίως). και άπαντες οι λοιποί εξ αυτών το συνολικό ποσό των 1.943,98 ευρώ (142 ημέρες Χ 13,69 ευρώ αντίτιμο τροφής ημερησίως), καθώς δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο ο ισχυρισμός της πλοιοκτήτριας εργοδότριας ότι αυτή κάλυπτε τα έξοδα τροφοδοσίας των ναυτολογημένων σε αυτή ναυτικών και τούτο διότι οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από αυτήν αποδείξεις αφορούν σε χρόνο προγενέστερο του  αναφερόμενου στην αγωγή. Επομένως ο σχετικός περί του αντιθέτου πέμπτος λόγος έφεσης της εργοδότριας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας η εργοδότρια βρέθηκε από υπαιτιότητα της σε υπερημερία εργοδότη και αυτό, κατά τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 εδ. β’ και 76 παρ. 1 του ΚΙΝΔ, δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του ναυτικού, ο οποίος μάλιστα δικαιούται να λάβει και την αποζημίωση του. Να σημειωθεί μάλιστα ότι οι ναυτικοί (πλήν του δεύτερου που αποχώρησε το Μάιο προφανώς και λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον πλοίαρχο πρώτο εκκαλούντα) βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στο πλοίο, καθώς αφενός τελούσαν τις εργασίες χωρίς να αμείβονται, οι οποίες αύξησαν την αξία του πλοίου που στη συνέχεια πωλήθηκε δια πλειστηριασμού και αφετέρου όταν ζήτησαν την αποναυτολόγηση τους και τα έξοδα παλλινόστησης το αρχηγείο του λιμενικού σώματος απέστειλε σε αυτούς επιστολές με τις οποίες τους γνωστοποιούσε την υποχρέωση τους να προσλάβουν και να εγκαταστήσουν στο πλοίο φύλακα σύμφωνα με τις διατάξεις του πδ 280/2000, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους εκκαλούντες ναυτικούς σχετικά 12 και 13. Στην περίπτωση αυτή της υπερημερίας της εργοδότριας και της εξ αυτής καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας εκ μέρους του ναυτικού, οφείλεται αποζημίωση στο ναυτικό, η οποία είναι ίση προς το μισθό 15 ημερών και σε περίπτωση κατά την οποία η λύση της συμβάσεως έγινε στην αλλοδαπή, δηλαδή όχι στη χώρα ναυτολόγησης η αποζημίωση διπλασιάζεται εάν πρόκειται για λιμάνι της Μεσογείου, του Ευξείνου Πόντου, της Ερυθράς Θάλασσας ή της Ευρώπης, τριπλασιάζεται δε σε κάθε άλλη περίπτωση. Στην προκειμένη περίπτωση, στις 19-9-2017 άπαντες οι ναυτικοί, πλην του δεύτερου εξ αυτών, ο οποίος αποναυτολογήθηκε στις 26-5-2017 χωρίς να προκύπτει αντίστοιχη, κατά τον χρόνο αυτό, καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, κατήγγειλαν τις συμβάσεις ναυτολογήσεώς τους, λόγω βαρείας παραβάσεως των έναντι αυτών καθηκόντων της εναγομένης – πλοιοκτήτριας (άρθρο 74 ΚΙΝΔ) συνιστάμενων στο γεγονός της μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών τους αλλά και της μη κάλυψης των αναγκών διαβίωσής τους στο πλοίο. Ο ως άνω λόγος καταγγελίας συνιστά, σύμφωνα με τα λεπτομερώς προεκτεθέντα, πράγματι βαρεία παράβαση των έναντι των ναυτολογημένων ναυτικών, καθηκόντων της εργοδότριας πλοιοκτήτριας η οποία δικαιολογεί την καταγγελία των ένδικων συμβάσεων αφού οποιαδήποτε αξίωση συνεχίσεως και εμμονής στην ένδικη σύμβαση ναυτολογήσεως κάτω από τις προαναφερθείσες συνθήκες, θα ήταν αντίθετη με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ναυτικών ηθών, καθόσον η εναγομένη παραβίασε την απορρέουσα από τις συμβάσεις ναυτολογήσεως βασική, μεταξύ άλλων, υποχρέωσή της να καταβάλει στους ενάγοντες τις δεδουλευμένες αποδοχές τους. Επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 2 και 76 του ΚΙΝΔ και του ως άνω λιμένα αποναυτολογήσεώς τους, αφού η λύση των συμβάσεων των εναγόντων – ναυτικών έγινε στο Πέραμα, άπαντες οι ενάγοντες, πλην του δεύτερου εξ αυτών, δικαιούνται αποζημίωση ίση με τις αποδοχές 15 ημερών, στον οποίο (μισθό) υπολογίζεται και το αντίτιμο της τροφοδοσίας (Αγαλόπουλος, Εργατ. δίκ. σελ. 159, Ι. Κοροτζής, Ναυτ. εργατ. δίκ. σελ. 269, ΑΠ 1077/86 ΕΝ Δ 15.260, ΕΠ 1119/01, ΕΠ 103/98 Δνη 39. 438, ΕΠ 300/96 ΕΝ Δ 1996 354) εφόσον δεν συμφωνήθηκε «κλειστός μισθός» (ΕφΠειρ. 24/1996 ΔΕΕ/1996 (525), ΕΕΡΓΔ/1997 (81). Ακολούθως όλοι οι ναυτικοί πλην του δευτέρου εκκαλούντος ο οποίος αποχώρησε το Μάιο πρέπει να λάβουν ως αποζημίωση (3.500 δολ. ΗΠΑ : 2 =) 1.750 δολ. ΗΠΑ ο πρώτος εξ αυτών, ποσό (3.000 δολ. ΗΠΑ : 2 =) 1.500 δολ. ΗΠΑ ο τρίτος εξ αυτών, ποσό (1.000 δολ. ΗΠΑ :  2 =) 500 δολ. ΗΠΑ, ο τέταρτος εξ αυτών, εκ των οποίων αιτείται το ποσό των 499,95 (σελ. 10 αγωγής) δολ. ΗΠΑ, ποσό (800 δολ. ΗΠΑ : 2 =) 400 δολ. ΗΠΑ ο πέμπτος εξ αυτών ποσό (800 δολ. ΗΠΑ : 2 =) 400 δολ. ΗΠΑ ο έκτος εξ αυτών, ποσά τα οποία και δικαιούνται για την ως άνω αιτία. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα περί οικειοθελούς αποχώρησης όλων των ναυτικών με τον πέμπτο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ο χρόνος τοκοδοσίας της αποζημίωσης αφενός κρίνεται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori) και στην προκειμένη περίπτωση, κατά το ελληνικό τοιούτο (άρθρο 346 ΑΚ). Τα παραπάνω ποσά που αφορούν αποζημίωση δεν θεωρούνται μισθός και ως εκ τούτου δεν υφίσταται ως προς αυτά δήλη ημέρα καταβολής, λαμβανομένου υπόψη ότι ο τόκος αυτής αρχίζει από την όχληση του εργοδότη που σε αυτήν την περίπτωση ενδεχομένως και να πιστεύει ότι δεν την οφείλει, και σε κάθε περίπτωση οφείλεται από την επίδοση της αγωγής (ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝΔ 2009.102, ΕφΠειρ 300/1996 ΕΝΔ 1996.354, ΕφΠειρ 247/1995 ΕΝΔ 1995.483, ΕφΠειρ 198/1993 ΕΝΔ 1993.440), και συνεπώς τόκοι οφείλονται από την επίδοση της αγωγής και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στον πέμπτο λόγο έφεσης των ναυτικών είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, άπαντες οι ναυτικοί  πλην του δεύτερου εξ αυτών, ο οποίος αποναυτολογήθηκε στις 26-5-2017 χωρίς να προκύπτει αντίστοιχη, κατά τον χρόνο αυτό, καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, δικαιούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 78 και 79 ΚΙΝΔ, το ποσό που δαπάνησαν οι ίδιοι για την παλιννόστησή τους, που ακολούθησε την ως άνω καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, το οποίο (ποσό) ανέρχεται στο ποσό των 138 ευρώ για έκαστο εξ αυτών (εισιτήρια από Αθήνα προς Κίεβο), αφού δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι το ποσό αυτό καταβλήθηκε από την πλοιοκτήτρια, ενώ το γεγονός αυτό καταθέτει και ο προαναφερόμενος μάρτυρας της εκκαλούσας εργοδότριας. Τέλος από την αντισυμβατική συμπεριφοράς της εργοδότριας οι ναυτικοί υπέστησαν βλάβη της προσωπικότητας τους, καθώς οι πέντε από τους έξι από το μήνα Φεβρουάριο έως και το Σεπτέμβριο του 2017 και ο δεύτερος από το Φεβρουάριο μέχρι το Μάιο του 2017 στεναχωρήθηκαν στερούμενοι αν και εργάζονταν σε ξένη γι’αυτούς χώρα των αποδοχών τους αλλά και των απολύτων βασικών για τη διαβίωση τους και μπήκαν σε μια αγχογόνο κατάσταση μακριά από την πατρίδα τους χωρίς καμία υπαιτιότητα τους, και ακολούθως δικαιούνται χρηµατικής ικανοποίησης με βάση τα άρθρα 57, 59 και 932 του ΑΚ, το παρόν Δικαστήριο δε λαµβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εργοδότριας και την κοινωνική και οικονοµική θέση, αλλά και την εν γένει κατάσταση των συγκεκριμένων διαδίκων, κρίνει ότι με βάση και την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να τους επιδικαστεί χρηµατική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 2.000 ευρώ ως προς τους ναυτικούς που παρέμειναν στο πλοίο έως το Σεπτέμβριο του 2017 και στο ποσό των 500 ευρώ όσον αφορά το δεύτερο εκκαλούντα υποπλοίαρχο που αποχώρησε το μήνα Μάιο. Τα ποσά αυτά κρίνονται δίκαια και εύλογα κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων της υποθέσεως, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 πλειοψ.). Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς αβασίμως οι εκκαλούντες παραπονούνται για ιδιαίτατα χαμηλά ποσά ηθικής βλάβης με τον τρίτο λόγο εφέσεως τους.  Ακολούθως των ανωτέρω και αφού δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει γίνουν κατά ένα μέρος δεκτές υπό τα προαναφερόμενα ως ουσιαστικά βάσιμες η με αριθμό ……../2019 έφεση της αλλοδαπής εταιρίας που εδρεύει στο νησιά Μάρσαλ και η με αριθμό ………./2019 έφεση των αλλοδαπών ναυτικών, να εξαφανισθεί ως προς το κεφάλαιο περί οφειλής δεδουλευμένων και το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, η εκκαλούμενη με αριθμό 5159/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ) ήδη μετά το ν. 4335/2015 κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 παρ. 3 και 621επ. του ΚΠολΔ), ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις της δεν θίγονται και θα αναδιατυπωθούν στο διατακτικό της παρούσας για το ενιαίο της εκτέλεσης. Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η υπόθεση επί της με αριθμό …../11.12.2017 αγωγής των ήδη εκκαλούντων εφεσίβλητων ναυτικών που έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις του ελληνικού δικαίου δηλαδή των άρθρων 57, 59, 299, 340, 341, 345, 346, 361, 648 επ. ΑΚ, 68, 70 ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 64, 74-76, 78-79, 84 ΚΙΝΔ, ΣΣΝΕ πληρωμάτων Φ/Γ πλοίων χωρητικότητας από 4.500 τόνους νεκρού βάρους (DW) και άνω, που κυρώθηκε με τη με αριθμό ΥΑ 3525.1.2/01/2011 απόφαση του ΥΘΥΝΑΛ (ΦΕΚ 8′ 123/9.2.2011) και να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη. Με βάση δε τον περιορισμό μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό (όπως προκύπτει από τα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) θα υποχρεωθεί η εναγομένη σε αυτή ήδη εκκαλούσα εφεσίβλητη να καταβάλει στους ενάγοντες ήδη εκκαλούντες εφεσίβλητους τα εξής ποσά: στον πρώτο θα υποχρεωθεί να του καταβάλει συνολικά ποσό 28.405 δολαρίων ΗΠΑ ως εξής: το ποσό των 20.000 δολαρίων ΗΠΑ µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής και θα αναγνωριστεί ότι επιπλέον οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 8.405 δολαρίων ΗΠΑ µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής και το ποσό των 4.081,98 ευρώ (1.943,98 + 138 + 2.000) νομιμοτόκως όπως και πρωτοδίκως, στο δεύτερο το ποσό των 8.812,60 δολαρίων ΗΠΑ µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής και θα αναγνωριστεί ότι οφείλει να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 855,94 ευρώ (355,94 + 500) νομιμοτόκως όπως και πρωτοδίκως, στον τρίτο στο συνολικό ποσό των 21.506 δολαρίων ΗΠΑ ως εξής: το ποσό των 20.000 δολαρίων ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής και θα αναγνωριστεί ότι επιπλέον οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 1.506 δολαρίων ΗΠΑ  µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής και το ποσό των 4.081,98  ευρώ (1.943,98 + 138 + 2.000) νομιμοτόκως όπως και πρωτοδίκως, στον τέταρτο το ποσό των 8.129,95 δολαρίων ΗΠΑ µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής (7.630  + 499,95) και το ποσό των 4.081,98 ευρώ ( 1.943,98  + 138 + 2.000) νομιμοτόκως όπως και πρωτοδίκως, στον πέμπτο το ποσό των 6.504 δολαρίων ΗΠΑ (6.104 + 400) µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής και το ποσό των 4.081,98 ευρώ (1.943,98+138 + 2.000) νομιμοτόκως όπως και πρωτοδίκως και στον έκτο το ποσό των 6.544 δολαρίων ΗΠΑ (6.144  + 400) µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής και το ποσό των 4.081,98 ευρώ (1.943,98  + 138 + 2.000) νομιμοτόκως όπως και πρωτοδίκως. Μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων εκκαλούντων εφεσιβλήτων και των δύο βαθμών βαρύνουν την εναγομένη εκκαλούσα εφεσίβλητη λόγω της εν μέρει ήττας τους κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα (άρθρα 176, 178, 191 παρ. 2 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις με αριθμό ……/2019 και ……./2019 εφέσεις των αλλοδαπών ναυτικών κατοίκων Ουκρανίας κατά της με αριθμό 5159/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 παρ. 3 και 621 επ. του ΚΠολΔ) αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …../11.12.2017 αγωγής

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσία τις εφέσεις

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ εν μέρει την εκκαλούμενη με αριθμό 5159/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από …/11.12.2017 αγωγής

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από …./11.12.2017 αγωγή

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει :

α) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) δολαρίων ΗΠΑ µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής,

β) στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων δώδεκα δολαρίων ΗΠΑ και εξήντα λεπτών (8.812,60) δολαρίων ΗΠΑ µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής,

γ) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των των είκοσι χιλιάδων (20.000) δολαρίων ΗΠΑ µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής,

δ) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων εκατόν είκοσι εννέα δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα πέντε (8.129,95) δολαρίων ΗΠΑ µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής και το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ογδόντα ενός ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών του ευρώ (4.081,98) ευρώ,

ε) στον πέμπτο ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ (6.504) µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής και το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ογδόντα ενός ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών του ευρώ (4.081,98) ευρώ και

στ) στον έκτο ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ (6.554) µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής και το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ογδόντα ενός ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών του ευρώ (4.081,98) ευρώ, και όλα τα παραπάνω ποσά νομιμοτόκως όπως και πρωτοδίκως

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη οφείλει επιπλέον να καταβάλει :

α) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων πέντε δολαρίων ΗΠΑ (8.405) δολαρίων ΗΠΑ µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής και το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ογδόντα ενός ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών του ευρώ (4.081,98)

β) στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των οκτακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (855,94) του ευρώ και

γ) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων έξι (1.506) δολαρίων ΗΠΑ  µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής και το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ογδόντα ενός ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών του ευρώ (4.081,98) ευρώ και όλα τα παραπάνω ποσά νομιμοτόκως όπως και πρωτοδίκως,

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων εφεσίβλητων εκκαλούντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εναγομένης εφεσίβλητης εκκαλούσας και τα ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (5.500) Κρίθηκε

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 19  Ιουλίου  2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ