Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 433/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός    433/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση: Α) από 20-9-2018 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …………/24-9-2018 έφεση του …. …. κατά της ναυτικής εταιρίας «…………..» και Β) από 24-9-2018 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./24-9-2018 έφεση της ναυτικής εταιρίας «………….» κατά του . ……., οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι εφέσεις αυτές – οι οποίες στρέφονται κατά της με αριθ. 3135/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών  – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 παρ. 3 και 621 επ. του Κ.Πολ.Δ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 20-12-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../22-12-2017 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος της άνω υπό στοιχείο Α’ έφεσης – έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, οι εφέσεις αυτές πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).            Ο ενάγων και ήδη εκκαλών στην άνω υπό στοιχείο Α’ έφεση – εφεσίβλητος στην άνω υπό στοιχείο Β’ έφεση, με την προαναφερθείσα αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά περιορίσθηκε (με την εν μέρει μετατροπή του αιτήματός της σε αναγνωριστικό), ζήτησε α) να υποχρεωθεί η εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια του Ε/Γ- Ο/Γ πλοίου «BS2», να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.257,12 ευρώ και β) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη, υπό την ίδια ως άνω ιδιότητά της, οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 35.104,63 ευρώ, τα οποία (ανωτέρω ποσά), κατά τους ισχυρισμούς του, οφείλει σ’ αυτόν λόγω της απασχόλησής του στο άνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, κατά τα χρονικά διαστήματα α) από 20-11-2015 έως 21-5-2016, β) από 21-6-2016 έως 24-11-2016 και γ) από 23-12-2016 έως 22-9-2017, όπως ειδικότερα κάθε επιμέρους αξίωση εκτίθεται στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του (23-9-2017), άλλως από την επίδοση της αγωγής, επικαλούμενος κυρίως μεν τις διατάξεις για έγκυρες συμβάσεις, άλλως επικουρικά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κρίθηκε νόμιμη και έγινε δεκτή κατά ένα μέρος κατά την κύρια βάση της και συγκεκριμένα υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 14.907,94 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 23-9-2017. Κατά της άνω απόφασης παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις η εναγόμενη και ο ενάγων, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αιτούμενοι την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της και την παραδοχή της αγωγής του ως και κατ’ ουσία βάσιμης στο σύνολό της, αντίστοιχα.

Από την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (Α.Π. 1611/2008, Δ 2008, 1131, Α.Π. 187/2006, Δ. 2006, 907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ, να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 Κ.Ι.Ν.Δ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα Σ.Σ.Ν.Ε. (Α.Π. 365/2005, ΕλλΔνη 2006, 1663, Α.Π. 225/2002, ΕλλΔνη 2003, 160, Εφ.Πειρ. 147/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 994/2007, Ε.Ν.Δ. 2007, 385, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σ. 99). Για δε την κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. πληρότητα του δικογράφου της αγωγής με την οποία ζητείται η καταβολή διαφορών αποδοχών για παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες εργασία του επιδίκου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός τους αλλά αρκεί να μνημονεύεται ο αριθμός των ωρών εργασίας που παρέσχε ο ενάγων κατά το χρονικό αυτό διάστημα (Α.Π. 1600/2006, ΕλλΔνη 2007, 808, Α.Π. 725/1999, ΕλλΔνη 2000, 343). Δεν αποτελεί, εξάλλου, αναγκαίο για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχείο, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος ναυτικού, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες Σ.Σ.Ν.Ε. (Εφ.Πειρ. 317/2018, αδημ, Εφ.Πειρ. 496/2015, αδημ.). Ομοίως, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της ιδίας αγωγής η αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κάθε ημέρα του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αφού τα χρονικά όρια της ημερήσιας εργασίας ορίζονται από το νόμο, ούτε της ανάγκης η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της (Εφ.Πειρ. 369/2016, Εφ.Πειρ. 176/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) ή του προσώπου από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (Εφ.Πειρ. 168/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 892/2002, Ε.Ν.Δ. 2002, 437), ούτε και των δρομολογίων του πλοίου (Εφ.Πειρ. 1312/1997, Ε.Ν.Δ. 1998, 11), εκτός αν στην αγωγή σωρεύεται κονδύλιο πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, οπότε προσαπαιτείται η μνεία των κυκλικών πλόων που εκτελούσε το πλοίο σε εβδομαδιαία βάση και των τακτικών καθημερινών αναχωρήσεών του ή της λειτουργίας του ως ημερόπλοιου (Εφ.Πειρ. 17/2013, Πειρ.Νομ. 2013, 167). Σε κάθε άλλη περίπτωση αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας κατά μήνα ή κατά μέσο όρο ανά μήνα (Εφ.Πειρ. 901/2002, Πειρ.Νομ. 2003, 70). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των ως άνω γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (Εφ.Πειρ. 317/2018, ό.α, Εφ.Πειρ. 626/2014, ΕλλΔνη 2015, 508, Εφ.Πειρ. 33, 2002, Δ.Ε.Ε. 2003, 561). Επομένως, η κρινόμενη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγόμενης, ως ναύτης, αντί των καθοριζόμενων από την οικεία και εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών, ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες του κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα στα αναφερόμενα συνεχή κυκλικά ταξίδια και με την οποία ζητεί να του καταβληθούν, μεταξύ άλλων, διαφορές από υπερωριακή εργασία, κατά καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Ειδικά δε, όσον αφορά το αίτημα περί καταβολής υπερωριακής αμοιβής, εκτίθενται σαφώς οι ώρες απασχόλησής του στην εργασία της ειδικότητάς του στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, από τις οποίες, σε αντιπαραβολή με τα νόμιμα όρια εργασίας του, συνάγεται ευθέως η υπερωριακή εργασία του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και απέρριψε τον προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της εναγομένης περί αοριστίας των σχετικών με την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος αγωγικών κονδυλίων, διότι δεν αναφέρονται στην αγωγή επακριβώς οι συνθήκες εργασίας και οι ανάγκες του πλοίου ανά χρονική περίοδο απασχόλησης, οι ειδικότερες εργασίες που εκτελούσε και η κατανομή τους χρονικά στο εικοσιτετράωρο, ο χρόνος παροχής εκάστης ειδικότερης εργασίας και αν αυτή εκτελούταν όταν το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο ή όταν ταξίδευε, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο η τελευταία επαναφέρει τον ίδιο αμυντικό ισχυρισμό της, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ανταπόδειξης που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, συμπεριλαμβανομένης της υπ’ αριθ. ……/14-5-2018 ένορκης βεβαίωσης, που συντάχθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, με την επιμέλεια του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσίβλητου, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 εδάφ. τελευτ. του Κ.Πολ.Δ, κλήτευσης της  αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθ. …./9-5-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ………….), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την εναγόμενη εταιρία στον Πειραιά στις 20-11-2015 ο ενάγων …………. – ο οποίος είναι έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, γεννηθείς στις 15-5-1957 και κατέχων το με στοιχεία …….. ναυτικό φυλλάδιο – προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα, με την ειδικότητα του ναύτη, στο με Ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «BS2» (νηολογίου Πειραιά με αριθ. ….., κ.ο.χ. 16172,24), πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρίας «………………». Στο παραπάνω πλοίο εργάστηκε συνεχώς από την πιο πάνω ημερομηνία πρόσληψής του μέχρι και τις 21-5-2016, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω αδείας. Ακολούθως, στον Πειραιά στις 21-6-2016 προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε και πάλι ως ναύτης στο άνω πλοίο, με τους ίδιους άνω όρους και συμφωνίες και υπηρέτησε μέχρι και τις 24-11-2016, οπότε  απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου. Στη συνέχεια, στον Πειραιά στις 23-12-2016 προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε και πάλι ω ναύτης στο άνω πλοίο, με τους ίδιους άνω όρους και συμφωνίες και υπηρέτησε μέχρι και τις 22-8-2017, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω αδείας έως τις 22-9-2017. Με τις προαναφερθείσες συμβάσεις ναυτικής εργασίας συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι ο ενάγων θα λαμβάνει, κατά τη διάρκεια της ανωτέρω ναυτολόγησής του, για τη σχετική απασχόλησή του, το μισθό και τα λοιπά επιδόματα που προβλέπονται από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Έτσι, κατά τα κρίσιμα για την αγωγή άνω χρονικά διαστήματα, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ρύθμιζαν διαδοχικά α) η από 8-4-2014 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων για το έτος 2014, που κυρώθηκε και κατέστη γενικώς υποχρεωτική με την υπ’ αριθ. 3525.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (Φ.Ε.Κ. Β’, 1664/24-6-2014),  β) η από 16-6-2016  ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων για το έτος 2016, που κυρώθηκε και κατέστη γενικώς υποχρεωτική με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/72672/2016 απόφαση του άνω Υπουργού (ΦΕΚ Β’, 2796/5-9-2016) και γ) η από 17-8-2017  ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων για το έτος 2017, που κυρώθηκε και κατέστη γενικώς υποχρεωτική με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του άνω Υπουργού (Φ.Ε.Κ. Β’, 4005/17-11-2017), στις οποίες (ΣΣΝΕ) αναφέρονται οι διάδικοι, χωρίς να προσβάλλεται η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τούτο. Περαιτέρω, κατά τα ένδικα άνω χρονικά διαστήματα της ναυτικής υπηρεσίας του ενάγοντος επί του άνω πλοίου, αυτό εκτελούσε καθημερινά τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια από Πειραιά προς Κυκλάδες και Δωδεκάνησα που εκτίθενται αναλυτικά στους παρακάτω πίνακες, ως προς έκαστο χρονικό διάστημα, ημέρα της εβδομάδας, λιμάνι προσέγγισης, χρόνο άφιξης και αναχώρησης: …………Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 των άνω Σ.Σ.Ν.Ε, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου αμειβομένης υπερωριακώς. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι – πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου – θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 των προαναφερθέντων Σ.Σ.Ν.Ε, η προβλεπομένη σ’ αυτές ιδιαίτερη αμοιβή για τη μέχρι της οκταώρου εργασίας την Κυριακή καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού υπηρεσίας, μάλιστα η παρασχεθείσα εντός του οκταώρου εργασία κατά την ημέρα αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά μόνον η πλέον του οκταώρου. Σημειωτέον επίσης ότι οι ως άνω διατάξεις των άνω Σ.Σ.Ν.Ε, ως ειδικότερες και νεώτερες, κατισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του άρθρου 137 παρ. 2 του ΒΔ 683/1960 «κανονισμός εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων» και οι τελευταίες διατάξεις δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω. Στην προκείμενη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, απασχολείτο σε καθήκοντα σχετικά με την προαναφερθείσα ειδικότητά του, δηλαδή του ναύτη (άρθρα 62 επ. του ΒΔ 683/1960). Ειδικότερα,  εργαζόταν εκ περιτροπής, είτε σε δύο τετράωρες βάρδιες το εικοσιτετράωρο εκτελώντας υπηρεσία φυλακής, είτε ως ημερεργάτης (dayman / ντεϊμάνης), απασχολούμενος με τις εργασίες που αφορούν κυρίως την άνω ειδικότητά του. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλου του σε ενδιάμεσα λιμάνια, ο ενάγων, όταν εκτελούσε φυλακή (δύο τετράωρες βάρδιες), απασχολούνταν και σε χρονικό διάστημα είτε πριν την έναρξη της βάρδιας του είτε μετά τη λήξη της, με την πρόσδεση και την απόδεση του πλοίου, την φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στο χώρο στάθμευσης (γκαράζ) αυτού, καθώς και με εργασίες συντήρησης και καθαριότητας διαφόρων χώρων του πλοίου. Σημειωτέον ότι ο ενάγων εκτελούσε τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών) και μάλιστα πέραν της ως άνω καθορισμένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων που διενεργούσε το άνω πλοίο. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκεί απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας. Σημειωτέον ότι, κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο, ως μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας καταστρώματος, ένας ναύκληρος, δυο υποναύκληροι, δώδεκα ναύτες και δύο ναυτόπαιδες. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή (η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση) αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς τον ενάγοντα χρηματικού ποσού για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14) ώρες, όπως καθ’ υπερβολήν ισχυρίζεται ο τελευταίος. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε, ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας. Σημειωτέον ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 200/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 45/2010, Ε.Ν.Δ. 2010, 405, Εφ.Πειρ. 231/2013, Ε.Ν.Δ. 2013, 220, Εφ.Πειρ. 548/2001, Ε.Εργ.Δ. 61, 340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160). Η ανωτέρω κρίση περί της διάρκειας της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος στο άνω πλοίο – το οποίο, σύμφωνα και με τις άνω καταστάσεις, εκτελούσε συνεχή κυκλικά δρομολόγια – δεν αναιρείται από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος απόδειξης ……………….. ενόψει του ότι τις άνω εργασίες δεν εκτελούσε αποκλειστικά ο ενάγων, αλλά και τα υπόλοιπα πρόσωπα που ήταν ναυτολογημένα ως πλήρωμα της υπηρεσίας καταστρώματος κατά τις άνω χρονικές περιόδους, έτσι, δεν απαιτείτο προς τούτο ημερήσια απασχόληση πλέον των δώδεκα ωρών. Σε αντίθετη κρίση δεν οδηγεί η ένορκη κατάθεση του μάρτυρος ανταπόδειξης, διότι απ’ αυτήν συνάγεται ότι όλοι οι ναύτες συμμετείχαν κατά τις αφιξοαναχωρήσεις του πλοίου (σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 137 παρ. 2 του Κανονισμού Εργασίας των Ελληνικών επιβατικών πλοίων), χωρίς να δικαιολογείται πειστικά η επικαλούμενη μη απασχόληση του ενάγοντος με εργασίες συντήρησης, καθώς αυτές ανήκαν στα καθήκοντά του (άρθρα 62, 63 και 136 του ιδίου άνω Κανονισμού), δικαιολογούνταν από τα συνεχή δρομολόγια του πλοίου και από την πολύωρη παραμονή του στα λιμάνια αναχώρησης και προορισμού, ενώ επιβεβαιώνονται και από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος απόδειξης. Εξάλλου, όσον αφορά τις «ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΜΗΝΙΑΙΩΝ ΥΠΕΡΩΡΙΩΝ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ» που η εναγομένη προσκομίζει και επικαλείται, από τα ως άνω στοιχεία προέκυψε ότι οι σχετικές επ’ αυτών εγγραφές δεν είναι ακριβείς, όπως βασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, ο οποίος πράγματι εργαζόταν υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε και η τήρηση αυτών είχε μόνον τυπικό χαρακτήρα, άποψη που ενισχύεται και εκ του ότι η εναγόμενη δεν προσκόμισε προς επαλήθευσή τους τις επίσης τηρούμενες στο πλοίο «ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΑΥΣΗΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ». Μάλιστα, κατά παράβαση του άρθρου 9 του ΠΔ 152/2003 «Οργάνωση χρόνου εργασίας ναυτικών», οι άνω «ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΜΗΝΙΑΙΩΝ ΥΠΕΡΩΡΙΩΝ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ» υπογράφονταν μόνο μια φορά το μήνα και όχι χωριστά για κάθε ταξίδι από λιμάνι σε λιμάνι. Μετά ταύτα, βάσει των σχετικών ρυθμίσεων των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. (άρθρα 11, 13 και 18), για την προαναφερθείσα υπερωριακή απασχόλησή του ενάγοντος κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτικής εργασίας του στο άνω πλοίο, δικαιούταν αυτός να λάβει ως πρόσθετη αμοιβή υπερωριακής εργασίας: Α) Για τα Σάββατα και τις αργίες κατά τις χρονικές περιόδους της εργασίας του από 1-1-2016 έως 21-5-2016, από 21-6-2016 έως 24-11-2016 και από 23-12-2016 έως 31-12-2016, το συνολικό ποσό των 6.867,36 ευρώ [45 Σάββατα + 12 αργίες (της Πρωτοχρονιάς, της εορτής των Θεοφανείων{6/1}, της Κ. Δευτέρας {14/3}, της 25ης Μαρτίου, της Μ. Παρασκευής {29/4}, της Πρωτομαγιάς και εορτής του Αγ. Γεωργίου, της Δευτέρας του Πάσχα {2/5}, της 15ης Αυγούστου, της εορτής του Σταυρού {14/9}, της 28ης Οκτωβρίου, της ημέρας των Χριστουγέννων και της δεύτερης ημέρας των Χριστουγέννων = 57 ημέρες Χ 12 ώρες ημερησίως Χ 10,04 ευρώ υπερωριακή αμοιβή ανά ώρα = 6.867,36], έναντι του οποίου έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 4.569,15 ευρώ, όπως προκύπτει και από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 2.298,21 ευρώ (6.867,36 – 4.569,15), Β) Για τις καθημερινές και Κυριακές, κατά τις ίδιες άνω χρονικές περιόδους της εργασίας του, το συνολικό ποσό των 8.413,52 ευρώ (210 καθημερινές + 41 Κυριακές = 251 ημέρες Χ 4 ώρες ημερησίως Χ 8,38 ευρώ υπερωριακή αμοιβή ανά ώρα), έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 4.828,02 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 3.585,50 ευρώ (8.413,52 – 4.828,02). Γ) Για τα Σάββατα και τις αργίες, κατά τη χρονική περίοδο της εργασίας του από 1-1-2017 έως 22-8-2017, το συνολικό ποσό των 5.060,16 ευρώ [32 Σάββατα + 10 αργίες (της Πρωτοχρονιάς, της εορτής των Θεοφανείων{6/1}, της Κ. Δευτέρας {27/2}, της 25ης Μαρτίου, της Μ. Παρασκευής {14/4}, της Δευτέρας του Πάσχα {17/4}, της εορτής του Αγ. Γεωργίου {23/4}, της Πρωτομαγιάς, της εορτής της Αναλήψεως (25/5) και της 15ης Αυγούστου = 42 ημέρες Χ 12 ώρες ημερησίως Χ 10,04 ευρώ υπερωριακή αμοιβή ανά ώρα], έναντι του οποίου έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 3.545,27 ευρώ, όπως προκύπτει και από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 1.514,89 ευρώ (5.060,16 – 3.545,27) και Δ) Για τις καθημερινές και Κυριακές, κατά την ίδια άνω χρονική περίοδο της εργασίας του, το συνολικό ποσό των 6.435,84 ευρώ (160 καθημερινές + 32 Κυριακές = 192 ημέρες Χ 4 ώρες ημερησίως Χ 8,38 ευρώ υπερωριακή αμοιβή ανά ώρα), έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 4.100,38 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 2.335,46 ευρώ (6.435,84 – 4.100,38). Η εναγόμενη ισχυρίζεται κατ’ ένσταση ότι από Ιανουάριο 2016 έως και Αύγουστο 2017 κατέβαλε στον ενάγοντα, επιπροσθέτως ως «επιμίσθιο», για «έκτατες αμοιβές» το ποσό των 695,97 ευρώ (369,19 ευρώ το 2016 και 326,78 ευρώ το 2017) και για «ρολόγια ναυτών» το ποσό των 2.192,19 ευρώ (1.238,34 ευρώ το 2016 και 953,85 ευρώ το 2017) και ζητεί τα ποσά αυτά να συμψηφιστούν με την άνω αξίωσή του για αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις καθημερινές και Κυριακές. Για τον άνω  καταλογισμό η εναγομένη επικαλείται την ύπαρξη ειδικής προς τούτο συμφωνίας της με τον ενάγοντα, η οποία περιλαμβάνεται στις σχετικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις από 15-12-2014, 26-3-2015 και 21-6-2016 συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ της εναγομένης και του ενάγοντος, περιέχεται σ’ αυτές όρος υπ’ αρ. 1 που έχει ως εξής: «Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Τυχόν επιδόματα της εταιρίας καταβάλλονται χωρίς υποχρέωση και μπορούν να ανασταλούν ή διακοπούν». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής εργασιακής συμβάσεως, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του ναύτη, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (Α.Π. 1013/2003, Ε.Ν.Δ. 2003, 345, Α.Π. 225/2002, Δ.Ε.Ν. 2002, 1314, Εφ.Πειρ. 618/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 526/2012, Ε.Ν.Δ. 2012, 381, Εφ.Πειρ. 185/2012, Ε.Ν.Δ. 2012, 397, Εφ.Πειρ. 471/2011, Ε.Ν.Δ. 2011, 257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, άρθρο 60, σ.326). Έτσι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις, βάσει των οποίων θεμελιώνεται η δυνατότητα σχετικού συμβατικού συμψηφισμού, εφόσον προσδιορίσθηκε συγκεκριμένα στις προαναφερθείσες συμβάσεις, με την ως άνω διατύπωση του υπ’ αρ. 1 όρου τους, ότι οι υπέρτερες αποδοχές, οι οποίες θα καταβάλλονταν στον ενάγοντα, μπορούσαν να συμψηφίζονται με την οφειλομένη, από την εναγομένη αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Επιπλέον, από το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής, που ερμηνεύεται, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζεται το ως άνω χορηγούμενο ποσό «έκτακτων αποδοχών» με την πρόσθετη αμοιβή από υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, διότι διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να τεθεί στις ως άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας τέτοιος όρος, αφού, όπως αποδείχθηκε, δεν υπήρχε άλλο ποσό που καταβαλλόταν στον ενάγοντα το οποίο να υπερέβαινε τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, ώστε να συμψηφίζεται με την αμοιβή των υπερωριών που αυτός θα πραγματοποιούσε. Διαφορετική περίπτωση αποτελεί η επικαλούμενη χρηματική παροχή για «ρολόγια ναυτών» (συνολικού ποσού 2.192,19 ευρώ), καθώς προέκυψε ότι αυτή καταβλήθηκε για συγκεκριμένη αιτία, δηλαδή για την αντίστοιχη εργασία πυρασφάλειας του εν λόγω πλοίου που πραγματοποίησε ο ενάγων και ουδόλως συνδέεται με την παροχή υπερωριακής εργασίας, αλλά έχει το χαρακτήρα αμοιβής για πρόσθετη εργασία, που η καταβολή της είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ως ειδικότερη ρύθμιση της συμφωνίας για τις αποδοχές του ενάγοντος (άρθρο 659 Α.Κ, Α.Π. 18/2011, ΕλλΔνη 2011, 1595, Α.Π. 1062/2001, ΕλλΔνη 2003, 453, Εφ.Πειρ. 618/2014, ό.α, Εφ.Πατρ. 814/2003, Δ.Ε.Ε. 2004, 1047), εν αντιθέσει με τις «έκτακτες αμοιβές», οι οποίες δεν προέκυψε ότι συνδέονται με κάποια ειδικότερη εργασία, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων. Επομένως, πρέπει να αφαιρεθούν τα σχετικά ποσά «έκτακτων αμοιβών», που αποδεικνύεται ότι καταβλήθηκαν στον ενάγοντα, από τα ως άνω ποσά που δικαιούται αυτός για την υπερωριακή εργασία του. Ειδικότερα, από τις σχετικές αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας προκύπτει ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα για «έκτατες αμοιβές» το ποσό των 369,19 ευρώ το έτος 2016 και 326,78 ευρώ το έτος 2017, ήτοι συνολικά 695,97 ευρώ. Έτσι, από το ποσό των 9.734,06 ευρώ (2.298,21 + 3.585,50 + 1.514,89 + 2.335,46), που δικαιούται συνολικώς ο ενάγων για την προαναφερθείσα υπερωριακή εργασία του, πρέπει να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 695,97 ευρώ, που αφορά το ως άνω «επιμίσθιο» (καλούμενο «έκτακτες αμοιβές), γενομένης μερικώς δεκτής ως ουσιαστικώς βάσιμης της προβληθείσας από την εναγομένη ενστάσεως περί αποσβέσεως της οφειλής λόγω καταβολής «εκτάκτων αμοιβών» και απορριπτομένης ως ουσιαστικώς αβάσιμης αντίστοιχα της ιδίας ενστάσεως λόγω καταβολής «ρολογίων ναυτών», η οποία (ένσταση) επαναφέρεται με την έφεσή της και συναρτάται με τα υπό στοιχεία Α και Β κονδύλια της αγωγής περί υπερωριακής εργασίας. Κατά συνέπεια η εναγομένη εξακολουθεί να οφείλει στον ενάγοντα, για διαφορές στην αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης το ποσό των 9.038,09 (9.734,06 – 695,97) ευρώ. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας τα Σάββατα, τις αργίες, τις καθημερινές και τις Κυριακές, οφείλεται στον ενάγοντα, το συνολικό ποσό των 6.845,90 ευρώ (4.276,18 + 2.569,72 ευρώ), έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους σχετικούς βάσιμους (μερικώς) λόγους (1ο και 2ο) της έφεσης του ενάγοντος κατά το σκέλος τους που αναφέρονται αντίστοιχα στις πραγματικές ώρες ημερήσιας υπερωριακής του απασχόλησης και στο επιτρεπτό του συμψηφισμού των καταβληθέντων σ’ αυτόν «ρολογίων ναυτικών» με τις αξιώσεις του για πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση, απορριπτομένου αντιστοίχως ως αβάσιμου του 2ου λόγου της έφεσης της εναγομένης, κατά τον οποίον η εργασία του ενάγοντος στην πραγματικότητα δεν επεκτεινόταν πέραν των 9 ή σπανιότερα των 10 ωρών εργασίας και η σχετική οφειλή της για την αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας έχει αποσβεστεί πλήρως λόγω καταβολών της.            Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 33 των προαναφερθέντων Σ.Σ.Ν.Ε, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι: α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία (του ΥΕΝΑΝΠ ή ΥΘΥΝΑΛ) και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ. 1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3 «δρομολόγια εξπρές»), γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση, που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00, και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται πρόσθετης αμοιβής για εξπρές δρομολόγια, ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα, δια του αριθμού 8 ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30ο ή 1/60ο ή 1/120ο του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ωρών, αντιστοίχως (Α.Π. 259/2014, Ε.Ν.Δ. 2014, 27, Εφ.Πειρ. 200/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 716/2011, Ε.Ν.Δ. 2012, 107). Σημειωτέον ότι στις αποδοχές αυτές (βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές», και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1013/2003, Δ.Ε.Ε. 2004, 214, Εφ.Πειρ. 200/2016, ό.α, Εφ.Πειρ. 442/2015, Εφ.Πειρ. 618/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 587/2011, Ε.Ν.Δ. 2012, 19, Εφ.Πειρ. 283/2009, Ε.Ν.Δ. 2009, 102). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και η αμοιβή υπερωριακής εργασίας, οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το επίδομα άγονης γραμμής (ενόψει του ότι τακτικώς κάθε εβδομάδα, κατά τα ως άνω, το πλοίο εκτελούσε σχετικά δρομολόγια), καθώς και το επιμίσθιο (έκτακτη αμοιβή), η οποία καταβάλλονταν τακτικώς στον ενάγοντα, σύμφωνα με τις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, λόγω της παροχής σε είδος αυτού (Α.Π. 774/2003, Δ.Ε.Ν. 59, 1300, Εφ.Πειρ. 215/2017, αδημ, Εφ.Πειρ. 200/2016, ό.α, Εφ.Πειρ. 740/2015, Εφ.Πειρ. 442/2015, Εφ.Πειρ. 676/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 526/2012, Ε.Ν.Δ. 2012, 381, Ι. Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο», τ. 1ος, άρθρο 60, σ. 332 και άρθρο 76, σ. 387). Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στους παραπάνω πίνακες, το ανωτέρω πλοίο Α) κατά τα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του ενάγοντος 1) από 11-1-2016 έως 17-1-2016 και από 13-6-2016 έως 6-9-2016 και 2) από 6-3-2017 έως 3-4-2017 και από 14-6-2017 έως 22-8-2017, εκτελούσε κυκλικά δρομολόγια, με αντίστοιχες τακτικές αναχωρήσεις από το λιμένα αφετηρίας (Πειραιά), τα οποία είχαν διάρκεια τουλάχιστον δώδεκα (12) ωρών. Κατά τις παρακάτω δε ημερομηνίες αναχώρησε από το λιμάνι αφετηρίας του (Πειραιά) πριν τη συμπλήρωση 6ωρης παραμονής σ’ αυτό και συνολικά πραγματοποίησε, κατά τα υπ’ αριθ. 1 και 2 άνω χρονικά διαστήματα, 225,91 και 347,38 αντίστοιχα ώρες πρόωρης αναχώρησης, οι οποίες – σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 3 των άνω Σ.Σ.Ν.Ε. που ίσχυαν – αντιστοιχούν συνολικά 28,17 και 43,42 δρομολόγια «εξπρές» (225,91 : 8) και (347,38 : 8) αντιστοίχως και εμφαίνονται στους παρακάτω πίνακες: ………………Επίσης Β) κατά τα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του ενάγοντος 1) από 11-7-2016 έως 28-8-2016 και 2) από 25-6-2017 έως 22-8-2017, όπως αναλυτικά περιγράφονται στους παραπάνω πίνακες, το πλοίο πραγματοποίησε 7 και 6 αντίστοιχα αναχωρήσεις την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας (Πειραιά), ήτοι περισσότερες από τις 5 εβδομαδιαίως, σε δρομολόγια διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών. Έτσι, ενόψει του ότι το πλοίο πραγματοποίησε δρομολόγια που είχαν το χαρακτήρα του «εξπρές δρομολογίου» κατά την προεκτεθείσα έννοια, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για τα αντίστοιχα δρομολόγια, τα οποία ανέρχονται συνολικώς σε  94,01 (28,17 + 14 + 43,42 + 8,42 τ.μ.). Εφόσον δε η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού δρομολογίου ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών, η αμοιβή του για κάθε δρομολόγιο «εξπρές» ισούται προς το 1/30 των  συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, οι οποίες, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ανέρχονται συνολικώς στο ποσό των 3.527,92 ευρώ  [1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών  + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (το επίδομα ιματισμού 56,50 ευρώ δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό, λόγω της παροχής του σε είδος) + 417,12 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας {βασικός μισθός 1.157,99 ευρώ + επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ 5 ημέρες = 321,07 ευρώ + τροφοδοσία 5 ημερών (19,21 Χ 5) 96,05 ευρώ = 417,12 ευρώ}  + 1.503,47 ευρώ μέσος όρος υπερωριών {σύνολο αμοιβής υπερωριών κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεων  26.776,88 ευρώ (6.867,36 + 8.413,52 + 5.060,16 + 6.435,84) : 17,81 μήνες} + 120,29 ευρώ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής (1.157,99 βασικός μισθός Χ 7 % = 81,05 ευρώ Χ 17,81 μήνες : 12 μήνες) + 39,07 ευρώ μέσος όρος επιμισθίου (695,97 ευρώ σύνολο επιμισθίου : 17,81 μήνες)]. Έτσι, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές» που δικαιούται ο ενάγων ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 11.055,32 ευρώ (3.527,92 ευρώ Χ 1/30 = 117,59 ευρώ Χ 94,01 δρομολόγια εξπρές), έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 3.107,68 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 7.947,64 ευρώ (11.055,32 – 3107,68). Συνεπώς, η ένσταση περί αποσβέσεως της οφειλής λόγω καταβολής (άρθρο 416 του ΑΚ), η οποία επαναφέρεται με την έφεση της εναγομένης και αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί της πρόσθετης αμοιβής του ενάγοντος για δρομολόγια «εξπρές», πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα υπόλοιπο 5.092,70 ευρώ (2.215,03 + 2.877,67), έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους σχετικούς βάσιμους (μερικώς) 3ο λόγο της έφεσης του ενάγοντος (περί εσφαλμένου μη συνυπολογισμού από την εκκαλουμένη της υπερωριακής του αμοιβής με βάση το ωράριο των 12 ωρών που αυτή δέχτηκε ότι ο ίδιος απασχολούνταν) και 4ο λόγο  της έφεσης της εναγομένης (περί μερικής αποσβέσεως της οφειλής αυτής λόγω καταβολής), απορριπτομένου κατά τα λοιπά του τελευταίου αυτού λόγου έφεσης της εναγομένης α) ως μη νόμιμου, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, όσον αφορά τις αιτιάσεις περί ανεπίτρεπτου συνυπολογισμού των αποδοχών αδείας και των αμοιβών έξτρα εργασιών και β) ως αλυσιτελώς προβαλλόμενου, όσον αφορά τις αιτιάσεις περί εσφαλμένου υπολογισμού της αμοιβής εξπρές δρομολογίων συνολικά για όλο το ένδικο χρονικό διάστημα και όχι εβδομαδιαίως, αφού αποδείχθηκε ότι ο ενάγων συμμετείχε σε όλα τα δρομολόγια εξπρές που πραγματοποιούσε συνεχώς το πλοίο καθ’ όλη τη διάρκεια των χρονικών περιόδων της ναυτολόγησής του.             Περαιτέρω, στο άρθρο 7 παρ. 1 των εφαρμοστέων εν προκειμένω άνω Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων, ορίζεται: «Σε ολόκληρο το πλήρωμα περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α’ Μηχανικού που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων) χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί επτά ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερες ημέρες καταβάλλεται αναλογία των 7/7». Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, το προβλεπόμενο σ’ αυτήν επίδομα δρομολογίων άγονης γραμμής, εκ ποσοστού 7% επί του μισθού ενεργείας των ναυτικών που συμμετέχουν σ’ αυτά, δεν υπολογίζεται μηνιαίως αλλά εβδομαδιαίως και χορηγείται πλήρες για απασχόληση επί επτά ημέρες την εβδομάδα, αναλόγως μειούμενο για λιγότερες ημέρες (εβδομαδιαίας) απασχόλησής τους. Έτσι, στην περίπτωση που η απασχόληση του ναυτικού στα προαναφερθέντα δρομολόγια επαναλαμβάνεται σε περισσότερες της μιας εβδομάδος εντός του ιδίου μηνός, το εν λόγω επίδομα υπολογίζεται προσαυξημένο, σε ποσοστό, ανάλογο με τις ημέρες της εβδομαδιαίας απασχόλησής του σ’ αυτά, διότι υπό την αντίθετη, εσφαλμένη κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, εκδοχή, θα προέκυπτε το άνισο και άρα άτοπο και μη προσήκον στην ως άνω διάταξη, αποτέλεσμα να αμείβονται, αδιακρίτως, με το ίδιο ποσοστό αμοιβής (7%) μηνιαίως τόσο οι ναυτικοί που συμμετέχουν σε τέτοια δρομολόγια επί μία εβδομάδα (7/7) μηνιαίως, όσο και αυτοί που συμμετέχουν σ’ αυτά, για περισσότερες από επτά ημέρες ή, ακόμη, και όλες τις ημέρες στον ίδιο μήνα. Συνεπώς, το ως άνω ποσοστό επιδόματος, μειούμενο αναλόγως, όπως προαναφέρθηκε, χορηγείται και υπολογίζεται για εβδομαδιαία και όχι μηνιαία απασχόληση των ναυτικών σε δρομολόγια άγονων γραμμών (Εφ.Πειρ. 200/2016, Εφ.Πειρ. 177/2016, Εφ.Πειρ. 739/2015, Εφ.Πειρ. 740/2015, Εφ.Πειρ. 412/2014, Εφ.Πειρ. 618/2014, Εφ.Πειρ. 676/2014, Εφ.Πειρ. 827/2014, άπασες δημοσ. Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 369/2013, Εφ.Πειρ. 488/2012, Εφ.Πειρ. 1128/2006, άπασες αδημ. Στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έντυπα με τους αναλυτικά προεκτεθέντες πλόες που διενεργούσε το άνω πλοίο, το τελευταίο, κατά τις ως άνω χρονικές περιόδους της ναυτολόγησης του ενάγοντος, πραγματοποίησε τα ακολούθως αναφερόμενα δρομολόγια με σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων) : α) Πειραιά – Σύρο – Πάτμο – Λέρο – Ρόδο, Κω – Λέρο – Πάτμο – Σύρο – Πειραιά, β) Πειραιά – Σαντορίνη – Κω – Ρόδο – Κάρπαθο – Ρόδο – Κω – Σαντορίνη – Πειραιά, γ) Πειραιά – Ψαρά – Οινούσσες – Χίο – Μιτυλήνη – Χίο – Οινούσσες – Ψαρά – Πειραιά, δ) Πειραιά – Καρλόβασι – Βαθύ – Κω – Ρόδο – Κάρπαθο – Ρόδο – Κω – Καρλόβασι – Βαθύ και ε) Πειραιά – Θήρα – Ανάφη – Κω – Ρόδο – Κω – Ανάφη  Πειραιά. Ενόψει των αναλυτικώς προεκτεθέντων πλόων του άνω πλοίου, οι οποίοι συμπεριελάμβαναν τα ως άνω δρομολόγια με σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας με επιδότηση (βλ. σχετ. και τις υπ’ αριθ. 2252.1.2/102620/30-11-2016, 2252.1.2/24581/21-3-2016 και 2252.1.2/102624/30-11-2016 αποφάσεις του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής), κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα, το πλοίο εκτέλεσε τέτοια δρομολόγια («άγονης γραμμής») και κατά τις επτά ημέρες της κάθε εβδομάδος: Α) επί 43,96 εβδομάδες (ή 10,26 μήνες) ναυτικής εργασίας του ενάγοντος κατά το έτος 2016 και Β) επί 33,42 εβδομάδες (ή 7,80 μήνες) ναυτικής εργασίας του ενάγοντος κατά το έτος 2017. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι τα δρομολόγια άγονης γραμμής του πλοίου περιορίστηκαν σε 29 κατά το έτος 2016 και σε 17 κατά το έτος 2017, ανεξαρτήτως της αοριστίας του επειδή δεν διευκρινίζεται πότε έγιναν τα δρομολόγια αυτά, αποδεικνύεται αβάσιμος, με βάση ιδίως τους προσκομιζόμενους από τους διαδίκους άνω συγκεντρωτικούς πίνακες με τους πλόες του πλοίου κατά τις επίδικες χρονικές περιόδους. Κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται ως ειδικό επίδομα γραμμών δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων) για το έτος 2016 το ποσό των 3.562,95 ευρώ (μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ Χ 7% = 81,05 Χ 33,42 επταήμερα) και για το έτος 2017 το ποσό των 2.708,69 ευρώ (μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ Χ 7% = 81,05 Χ 33,42 επταήμερα), ήτοι συνολικά 6.271,64 ευρώ. Ωστόσο, το ποσό που θα του επιδικαστεί για επίδομα αγόνων γραμμών θα περιοριστεί στο αιτούμενο με την αγωγή του για την άνω αιτία έλασσον ποσό των 1.463,85 ευρώ (831,66 ευρώ για το έτος 2016 και 632,19 ευρώ για το έτος 2017), έναντι του οποίου έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, 78,77 ευρώ για το έτος 2016 και 45,93 ευρώ για το έτος 2017, ήτοι συνολικά 124,70 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, απομένοντος ανεξόφλητου υπολοίπου ποσού 1.339,15 ευρώ (1.463,85 – 124,70). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, οφείλεται στον ενάγοντα το αμέσως ανωτέρω ποσό (1.339,15 ευρώ) δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και ο περί του αντιθέτου λόγος (5ος) της έφεσης της εναγομένης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σημειωτέον ότι ο ενάγων δεν προσβάλλει με την έφεσή του το οικείο κεφάλαιο της προσβαλλόμενης από την εναγόμενη απόφασης.            Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε, κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό, για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση, αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα ως άνω στοιχεία αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας ναυτολόγησης του ενάγοντος, χορηγούντο σ’ αυτόν οι ως άνω καθοριζόμενες διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου που δικαιούταν ανά μήνα, δηλαδή δύο κάθε μήνα κατά τους μήνες Ιανουάριο έως Ιούνιο και Οκτώβριο έως Δεκέμβριο, και μία κάθε μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπήρχε αναχώρηση του εν λόγω πλοίου για την πραγματοποίηση των ως άνω κυκλικών δρομολογίων του την Κυριακή που κατέπλεε στον Πειραιά κατά τις νυκτερινές ώρες και απέπλεε από εκεί, για να εκτελέσει το νέο δρομολόγιο του, την επομένη ημέρα (Δευτέρα) περί ώρα 21.30, έτσι, υπήρχε η ευχέρεια χορήγησης στον ενάγοντα των ως άνω διανυκτερεύσεων μηνιαίως, ικανής διάρκειας, τις οποίες και έλαβε για όλους τους ως άνω μήνες της ναυτολόγησης του και αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται ότι δεν έλαβε καμία διανυκτέρευση μηνιαίως. Συγκεκριμένα, ενόψει του ότι το εν λόγω πλοίο διανυκτέρευε στον Πειραιά τουλάχιστον τέσσερεις ημέρες κάθε μήνα (δηλαδή όλες τις Κυριακές), ρυθμιζόταν η υπηρεσία των ναυτολογημένων ναυτών, που ανήρχοντο συνολικώς σε δώδεκα, ώστε να απασχολούνται σ’ αυτό κατά το σχετικό χρονικό διάστημα (νύκτα Κυριακής) μόνον όσοι ήταν αναγκαίοι, ενώ στους υπόλοιπους, χορηγείτο, εκ περιτροπής άδεια διανυκτέρευσης, όπως, προκύπτει, κυρίως, από την ως άνω ένορκη κατάθεση του …………, που έχει ιδία αντίληψη περί τούτου, αφού διετέλεσε ναύκληρος του πλοίου αυτού. Σημειωτέον ότι η ως άνω κρίση περί της χορήγησης των προαναφερθεισών διανυκτερεύσεων στον ενάγοντα δεν αναιρείται από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………….., ο οποίος, εντελώς αορίστως, αναφέρει ότι δεν χορηγείτο καμία διανυκτέρευση μηνιαίως στον ενάγοντα, χωρίς να διευκρινίζει τους λόγους που συνέβαινε τούτο, αν και αναφέρει ότι το πλοίο έκανε διανυκτερεύσεις στον Πειραιά. Επομένως, ενόψει του ότι, κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό των εναγομένων, ο ενάγων έλαβε τις ως άνω καθοριζόμενες διανυκτερεύσεις εκτός του πλοίου, δεν οφείλεται σ’ αυτόν η αντίστοιχη αποζημίωση (άρθρο 16 παρ. 2 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε), όπως αντιθέτως αλλά αβασίμως αυτός ισχυρίζεται, κατά συνέπεια το αντίστοιχο κονδύλιο της αγωγής (υπό στοιχεία 1Ζ και 2Ζ) είναι απορριπτέο ως αβάσιμο. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, ο ενάγων δικαιούται, για τα ως χρονικά διαστήματα το συνολικό ποσό των 1.014,40 (526,40 + 488,00), έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το βάσιμο σχετικό λόγο (6ο) της έφεσης της εναγομένης. Σημειωτέον ότι ο ενάγων δεν προσβάλλει με την έφεσή του το οικείο κεφάλαιο της προσβαλλόμενης από την εναγόμενη απόφασης.             Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε, σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού υπό την έννοια που προεκτέθηκε. Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας και η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, λόγω της παροχής σε είδος αυτού. Σημειωτέον ότι όσες τυχόν πρόσθετες αμοιβές (για αποζημίωση διανυκτέρευσης, για την έχμαση οχημάτων, κ.λ.π.), ο ενάγων, κατά το σχετικό υπολογισμό στην αγωγή, δεν συμπεριλαμβάνει στις μηνιαίες αποδοχές του, θεωρείται ότι έτσι συνομολογεί το γεγονός ότι οι παροχές αυτές δεν καταβάλλονταν σ’ αυτόν παγίως και σταθερώς ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του (Εφ.Πειρ. 177/2016, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 442/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται ως επιδόματα εορτών τα ακόλουθα ποσά: α) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2016, που αφορά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1-1-2016 έως 30-4-2016, το ποσό των 1.676,55 ευρώ [1.157,99 βασικός μισθός ενεργείας  + 254,76 επίδομα Κυριακών + 35,22 επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας  (δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό, το επίδομα ιματισμού 56,50 ευρώ, λόγω της παροχής του σε είδος, καθώς και το επίδομα άγονης γραμμής και το επιμίσθιο, διότι δεν περιλαμβάνονται από τον ενάγοντα στην μηνιαίες αποδοχές του κατά το σχετικό υπολογισμό στην αγωγή) + 417,12 αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας {βασικός μισθός 1.157,99 ευρώ + επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ 5 ημέρες = 321,07 ευρώ + τροφοδοσία 5 ημερών (19,21 Χ 5) 96,05 ευρώ = 417,12 ευρώ} + 1.488,30 ευρώ (8.413,52 + 6.867,36 = 15.280,88 : 308 ημέρες X 30 ημέρες) κατά μέσο όρο μηνιαίως για υπερωριακή εργασία για καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες = 3.353,39  ευρώ Χ 1/2 = 1.676,69 Χ 1/15 = 111,77 Χ 15 οκταήμερα που αναλογούν στο ως άνω χρονικό διάστημα των 4 μηνών = 1.676,55  ευρώ], έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 1.179,27 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες καταστάσεις μισθοδοσίας που φέρουν την υπογραφή του (και όχι το ποσό των 302,02 ευρώ που συνομολογεί με την αγωγή του), κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 497,28 ευρώ (1.676,55  – 1179,27), β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2016, που αφορά τα χρονικά διαστήματα της υπηρεσίας του από 1-5-2016 έως 21-5-2016, από 21-6-2016 έως 24-11-2016 και από 23-12-2016 έως 31-12-2009, το ποσό των  2.819,75 ευρώ (ήτοι 3.353,39 ευρώ, όπως προαναφέρθηκε, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του Χ 2 :  25 = 268,27 Χ 9,84 19ήμερα), έναντι του οποίου έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 1.799,81 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες καταστάσεις μισθοδοσίας που φέρουν την υπογραφή του, κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 1.019,94 ευρώ (2.819,75 – 1.799,81), γ) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2017, που αφορά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1-1-2017 έως 30-4-2017,  το ποσό των 1.669,35 ευρώ, ήτοι (1.157,99 βασικός μισθός ενεργείας  + 254,76 επίδομα Κυριακών + 35,22 επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας  + 417,12 αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [βασικός μισθός 1.157,99 ευρώ + επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ 5 ημέρες = 321,07 ευρώ + τροφοδοσία 5 ημερών (19,21 Χ 5) 96,05 ευρώ = 417,12 ευρώ] + 1.473,84 ευρώ (6.435,84 + 5.060,16 = 11.496,00 : 234 ημέρες  Χ 30 ημέρες) κατά μέσο όρο μηνιαίως για υπερωριακή εργασία για καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες = 3.338,93 ευρώ Χ 1/2 = 1.669,46 ευρώ  Χ 1/15 = 111,29 Χ 15 οκταήμερα που αναλογούν στο ως άνω χρονικό διάστημα των 4 μηνών) = 1.669,35 ευρώ, έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 1.200,08 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες καταστάσεις μισθοδοσίας που φέρουν την υπογραφή του (και όχι το ποσό των 900,06 ευρώ που συνομολογεί με την αγωγή του), κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 469,27 ευρώ (1.669,35 – 1.200,08) και δ) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2017, που αφορά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1-5-2017 έως 22-8-2017, το ποσό των  1.602,66 ευρώ (ήτοι 3.338,93 ευρώ, όπως προαναφέρθηκε, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του Χ 2 :  25 = 267,11 Χ 6 19ήμερα που αναλογούν στο άνω χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του), έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 1.158,58 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες καταστάσεις μισθοδοσίας που φέρουν την υπογραφή του (και όχι το ποσό των 916,85 ευρώ που συνομολογεί με την αγωγή του), κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 444,08 ευρώ (1.602,66  – 1.158,58). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα για τις άνω αιτίες τα ποσά των 136,73, 272,19, 102,22 και 104,65 ευρώ αντιστοίχως, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και εφήρμοσε το νόμο, κατά το βάσιμο μερικώς τρίτο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο παραπονείται για εσφαλμένο υπολογισμό των μηνιαίων αποδοχών του επί των οποίων υπολογίστηκαν τα επιδόματα εορτών λόγω εσφαλμένου υπολογισμού του μέσου όρου της υπερωριακής του εργασίας, ενώ, σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη η περαιτέρω αιτίασή του με τον ίδιο λόγο έφεσης ότι εσφαλμένα δεν συνυπολογίστηκε στις μηνιαίες αποδοχές του το επίδομα ιματισμού, καθώς και η αιτίαση της εναγομένης – εκκαλούσας ότι εσφαλμένα συνυπολογίστηκε σ’ αυτές το επίδομα αδείας και η αμοιβή για έχτρα εργασίες και συνακόλουθα και ο αντίστοιχος τρίτος λόγος της έφεσής της. Σημειωτέον ότι ο ενάγων δεν προσβάλλει με την έφεσή του το κεφάλαιο της προσβαλλόμενης απόφασης με το οποίο απορρίφθηκε ως αβάσιμο κατ’ ουσία το κονδύλι της αγωγής του για αποζημίωση απόλυσης. Μετά ταύτα αποδεικνύεται ότι το σύνολο των αξιώσεων του ενάγοντος από την προαναφερθείσα απασχόλησή του στο άνω πλοίο ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 20.754,45 ευρώ (9.038,09 + 7.947,64 + 1.339,15 + 497,28 + 1.019,94 + 469,27 + 444,08), που οφείλει να του καταβάλει η εναγομένη υπό την ιδιότητά της ως πλοιοκτήτρια του πλοίου αυτού. Επίσης, από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η εναγομένη, συστηματικώς, κατέβαλλε στον ενάγοντα για τις αποδοχές του από την ως άνω εργασία μικρότερα ποσά από αυτά που κατά το νόμο δικαιούταν αυτός, επιλέγοντας την ικανοποίηση των οικονομικών συμφερόντων της και συγχρόνως αποστερώντας τον από τα αναγκαία για τη διαβίωσή του εισοδήματα, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα. Επομένως, δεν προκύπτει η ύπαρξη τέτοιας συμπεριφοράς των διαδίκων, η οποία να αφορά το ένδικο δικαίωμα του ενάγοντος για τη λήψη των προαναφερθέντων ποσών, τα οποία αφορούν τις ανωτέρω αγωγικές αξιώσεις του και η οποία να καθιστά την άσκησή του αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη (Α.Π. 1518/2004 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 563/2003, Νο.Β. 2004, 24, Εφ.Πειρ. 218/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσης του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων των αποδοχών του (Α.Π. 1203/2000, ΕλλΔνη 43, 126, Εφ.Πειρ. 218/2016, ό.α, Εφ.Αθ. 4590/2003, Δ.Ε.Ε. 2003, 979). Εξάλλου, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, χωρίς άλλο, παραίτηση αυτού από τα νόμιμα δικαιώματα του. Μάλιστα, σε κάθε περίπτωση, τέτοια παραίτηση είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξεως, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές (Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 180/2008, Πειρ.Νομ. 2009, 197, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τη σχετική ένσταση (άρθρο 281 Α.Κ.) δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο περί του αντιθέτου λόγος (7ος) της έφεσης της εναγομένης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά τα παραπάνω, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία: α) υπολόγισε τις αποδοχές του ενάγοντος για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, δώρα εορτών, πρόσθετη αμοιβή εξπρές δρομολογίων και πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων άγονης γραμμής, σε μικρότερα ποσά από τα προαναφερθέντα στην οικεία θέση, και με βάση αυτή την κρίση της κατέληξε ότι το ύψος του καταβλητέου ποσού στον ενάγοντα ανερχόταν σε 14.907,94 ευρώ, ενώ θα έπρεπε να δεχθεί ότι τούτο ανερχόταν σε 20.754,45 ευρώ, όπως βάσιμα παραπονείται ο ενάγων με την έφεσή του και β) επιδίκασε στον ενάγοντα αποζημίωση λόγω διανυκτέρευσης συνολικού ποσού 1.014,40 ευρώ, ενώ θα έπρεπε να μην του επιδικάσει αποζημίωση για την άνω αιτία, όπως βάσιμα παραπονείται η εναγόμενη με την έφεσή της και γ) δεν συμψήφισε στην οφειλόμενη πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος για δρομολόγια «εξπρές» τις καταβολές της εναγομένης για την άνω αιτία, συνολικού ποσού 3.107,68 ευρώ, όπως βάσιμα παραπονείται η εναγόμενη με την έφεσή της, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν.  Συνεπώς, πρέπει, αφού γίνουν δεκτές αμφότερες οι κρινόμενες εφέσεις ως βάσιμες και κατ’ ουσία, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, για την ενότητα της εκτέλεσης (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Αθ. 44/2006, ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή ως και ουσιαστικώς βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη – εφεσίβλητη – εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα – εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 20.257,12 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι  υποχρεούται περαιτέρω να του καταβάλλει υπόλοιπο ποσό 497,33 ευρώ (20.754,45 – 20.257,12), τα δε άνω ποσά, ως πρωτοδίκως, με το νόμιμο τόκο από την 23-9-2017 (επομένη της λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του), ενόψει και του ότι, ως προς τους τόκους, δεν υπάρχει λόγος έφεσης. Η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων θα συμψηφιστεί εν μέρει, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους, και θα επιβληθεί στην εναγόμενη ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας [άρθρ. 183, 178 Κ.Πολ.Δ.), κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρο 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 20-9-2018 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../24-9-2018 και από 24-9-2018 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …………/24-9-2018 αντίθετες εφέσεις.            Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία τις ανωτέρω εφέσεις.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθ. 3135/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών  – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 20-12-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …………/22-12-2017 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων, διακοσίων πενήντα επτά ευρώ και δώδεκα λεπτών (20.257,12), με το νόμιμο τόκο από την 23-9-2017.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα υπόλοιπο ποσό τετρακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (497,33), με το νόμιμο τόκο από την 23-9-2017.

Επιβάλλει στην εναγόμενη ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία  ορίζει σε χίλια επτακόσια (1.700,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 25 Ιουλίου  2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ