Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 446/2019

Αριθμός απόφασης

446/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Σοφία Καλούδη, Εφέτη και Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται από το πινάκιο μετ’ αναβολή προς συζήτηση κατ’ άρθρο 226 παρ.4 του ΚΠολΔ, όπως η σχετική διάταξη εφαρμόζεται και στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, από την αρχική δικάσιμο της 17.5.2018, η από 23.11.2017 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2017 και Ε.Α.Κ. ……/2017 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2017 και Ε.Α.Κ. …./2017), έφεση του εκκαλούντος κατά της 4917/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δικάζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 681Δ του ΚΠολΔ την από 24.9.2013 (με αριθμό κατάθεσης ……/2013) αγωγή του κατά του εφεσίβλητου αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε αυτή στην ουσία της. Η εν λόγω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση αυτής στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 του ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου κώδικα, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 9.11.2017 και το παραπάνω ένδικο μέσο ασκήθηκε στις 23.11.2017, προ πάσης επιδόσεως και πριν παρέλθουν δύο έτη από την παραπάνω δημοσίευση της εκκαλουμένης. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Α΄ περ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο εξοφλημένο (βλ. το με κωδικό …….. e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 150 ευρώ και την από 21.11.2017 βεβαίωση Alpha Web Banking της ALPHA BANK για την επιτυχή εκτέλεση της πληρωμής), εφαρμοζόμενης της κατ’ άρθρο 591 παρ.7 του ΚΠολΔ προσήκουσας ειδικής διαδικασίας.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α)ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β)παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ)υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ), δ)επέλευση ζημίας και ε)πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Παράνομη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, ενώ ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε (ΑΠ 864/2014, ΑΠ 137/2005, ΑΠ 1920/2008). Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύπτει, είτε από δικαιοπραξία, οπότε μάλιστα μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, και που είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος (ΑΠ 292/2015 στην Τρ. Νομ. Πληρ. Νόμος).

Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, α)η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β)η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ)υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ), όπως προαναφέρθηκε και δ)επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή.

Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή κ.λπ.). Έτσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητός του, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης, που ενδέχεται, με την προσβολή, να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361-363 ΠΚ (ΑΠ 121/2012, ΑΠ 271/2012, ΑΠ 882/2013, ΑΠ 1216/2014, ΑΠ 1230/2014, ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 726/2015 στην Τρ. Νομ. Πληρ. Νόμος). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις αυτές, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ’ αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο και κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση κατ’ άρθρο 362 ΠΚ, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψη άλλου υπό την προαναφερόμενη έννοια, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367 § 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό, όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361 – 367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1662/2005, 1030/2009, 333/2010, 179/2011, 271/2012). Έτσι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 362 και 366 παρ. 1, 3 του ΠΚ, προκύπτει ότι, αν το δυσφημιστικό γεγονός είναι αληθές, δεν στοιχειοθετείται ούτε το έγκλημα της δυσφήμησης (άρθρο 366 παρ. 1 Π.Κ.), αλλά είναι δυνατό να στοιχειοθετείται το από το άρθρο 361 ΠΚ προβλεπόμενο έγκλημα της εξύβρισης, αν ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν κακόβουλα, ήτοι από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η δυσφήμηση, προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει, όταν ο συγκεκριμένος τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς εν γνώσει του επιλέχθηκε, για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου [ΑΠ (Ποιν.) 395/2013, ΑΠ (Ποιν.) 2680/2008] (βλ. ΑΠ 1394/2017, στην Τρ. Νομ. Πληρ. Νόμος).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος, καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του Κράτους. Κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με τον ν. 53/1974), κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς επέμβαση των δημοσίων αρχών και ανεξάρτητα από σύνορα. Ωστόσο, κατά την αμέσως πιο πάνω συνταγματική διάταξη, η έκφραση και διάδοση ιδεών και πληροφοριών επιτρέπεται να γίνεται με κάθε μέσο και τρόπο, υπό την επιφύλαξη της προστασίας αγαθών των γενικών νόμων. Πρόκειται για τους γενικούς νόμους που ρυθμίζουν την έννομη ανθρώπινη συμβίωση. Τέτοιοι γενικοί νόμοι είναι λ.χ. οι ποινικοί νόμοι που προβλέπουν τη συκοφαντική, την απλή δυσφήμηση και την εξύβριση. Περαιτέρω, στον πυρήνα της δημοκρατίας βρίσκεται η ελευθερία της πολιτικής αντιπαράθεσης. Τόσο ο πολιτικός διάλογος, όπου η ελευθερία του λόγου αποκτά την ύψιστη σπουδαιότητα, όσο και γενικότερα η συζήτηση επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος υπόκεινται σε πολύ μικρής έκτασης περιορισμούς (ΕΔΔΑ Mondragon $ 50 Wingrove $ 58, Animal Defenders $ 102, Perincek $ 197, Morice $ 125). Επομένως, ένας βουλευτής, ο οποίος αντιπροσωπεύει το εκλογικό σώμα και υπερασπίζεται τα συμφέροντά του, απολαμβάνει ευρεία προστασία κατά την άσκηση του πολιτικού έργου (ΕΔΔΑ Mondragon $50) και μπορεί να προβαίνει σε οξεία και αιχμηρή κριτική κατά των πολιτικών του αντιπάλων. Είναι ακριβώς το καθήκον ενός εκλεγμένου εκπροσώπου να διατυπώνει ενοχλητικές ερωτήσεις και να είναι αυστηρός στην κριτική του για τους συναδέλφους πολιτικούς για ζητήματα πολιτικού ή δημοσίου ενδιαφέροντος (βλ. Ν. Μακρόπουλο σε Σπυρόπουλου-Κοντιάδη-Ανθόπουλου-Γεραπετρίτη, Σύνταγμα, κατ’ άρθρο ερμηνεία, έκδοση 2017, άρθρο 14, σελ. 326, 327). Ωστόσο και στην περίπτωση των πολιτικών τίθενται όρια, όπως τούτο επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του Συντάγματος κατά την οποία «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», καθώς δεν νοείται δημοκρατία η οποία να επιτρέπει στους πολιτικούς να ψεύδονται εις βάρος συναδέλφων τους ή να τους εξυβρίζουν. Επιπλέον ειδικά για τους βουλευτές προβλέπεται στο άρθρο 60 παρ.1 του Συντάγματος ότι «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Η παραπάνω διάταξη κατοχυρώνει την ελεύθερη εντολή, δηλαδή την πλήρη ανεξαρτησία και την ελευθερία της συνείδησης και έκφρασης του βουλευτή, με την έννοια της νομικά αδέσμευτης γνώμης και ψήφου. Η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση του βουλευτή στο άρθρο 60 παρ.1 του Συντάγματος και στο άρθρο 75 παρ.2 του Κανονισμού της Βουλής συνιστά ειδική μορφή προστασίας του λόγου, σε σχέση με το άρθρο 14 του Συντάγματος, η οποία συναρτάται με τη βουλευτική ιδιότητα και αφορά αποκλειστικά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων με την επιφύλαξη της δίωξης για συκοφαντική δυσφήμηση, όπως αυτή προβλέπεται ρητά στο άρθρο 61 παρ.2 του Συντάγματος. Εκτός Βουλής, η ελευθερία γνώμης του βουλευτή καλύπτεται από το άρθρο 14 παρ.1 του Συντάγματος (βλ. Γ. Καραβοκύρη σε Σπυρόπουλου-Κοντιάδη-Ανθόπουλου-Γεραπετρίτη, Σύνταγμα, κατ’ άρθρο ερμηνεία, ό.π., σελ. 1063 και 1066). Επίσης, κατ’ άρθρο 61 παρ.1 και 2 του Συντάγματος «1.Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων. 2.Ο βουλευτής διώκεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση, κατά το νόμο, ύστερα από άδεια της Βουλής. Αρμόδιο για την εκδίκαση είναι το Εφετείο. Η άδεια θεωρείται ότι οριστικά δε δόθηκε, αν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες αφότου η έγκληση περιήλθε στον Πρόεδρο της Βουλής. Αν η Βουλή αρνηθεί να δώσει την άδεια ή αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, η πράξη θεωρείται ανέγκλητη…». Σύμφωνα με τη στενή ερμηνεία του σχετικού όρου, η οποία βασίζεται στο γράμμα της διάταξης («βουλευτικών» καθηκόντων), το ανεύθυνο καλύπτει τη γνώμη του βουλευτή που δόθηκε κατά την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων, δηλαδή κάθε γνώμη που εκφέρει ο βουλευτής σχετικά με σχέδιο, πρόταση νόμου ή τροπολογία, έκθεση και εισήγηση ενώπιον της Ολομέλειας ή κοινοβουλευτικής επιτροπής ή και της κοινοβουλευτικής του ομάδας, κάθε αγόρευσή του στις συνεδριάσεις της Βουλής και εν γένει όπου αυτός εκφράζεται (εντός του Κοινοβουλίου) υπό τη βουλευτική του ιδιότητα. Η έννοια της γνώμης περιλαμβάνει όχι μόνο κρίσεις, αλλά και πραγματικά περιστατικά που θεωρεί σκόπιμο ο βουλευτής να ανακοινώσει, ιδίως κατά τη διεξαγωγή του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Αντίθετα, δεν καλύπτονται από το ανεύθυνο πράξεις του βουλευτή εκτός των καθηκόντων του, όπως απόψεις που εκφράζει στις ιδιωτικές ή δημόσιες συζητήσεις με εκλογείς του ή άλλους βουλευτές ή λόγοι του ενώπιον οπαδών ή οργάνων του κόμματος ή ακόμη και συνεντεύξεις ή δηλώσεις του στον τύπο για γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Βουλή ή και πρωτότυπα δημοσιεύματα αυτού στον τύπο, με την εξαίρεση των κειμένων που αναδημοσιεύουν συζητήσεις και παρεμβάσεις στη Βουλή (έτσι Γ. Καραβοκύρης, ό.π., σελ. 1074).

Τέλος, κατ’ άρθρο 920 ΑΚ «όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Σκοπός της διάταξης γενικότερα είναι η πρόληψη διάδοσης αναληθών ειδήσεων. Για την εφαρμογή της δεν απαιτείται πρόθεση του διαδίδοντος να προξενήσει βλάβη στον θιγόμενο. Από  την  παραπάνω  διάταξη  προκύπτει  με  σαφήνεια  ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι: α)η  υποστήριξη  ή  διάδοση αναληθών ειδήσεων. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους  με  επιχειρήματα  υπέρ  της αληθείας  τους. Διάδοση δε είναι η απλή ανακοίνωσή τους. Η υποστήριξη ή η διάδοση των ειδήσεων μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, δηλαδή προφορικώς ή γραπτώς, με μαζικά μέσα ενημέρωσης ή μεμονωμένα, σε ένα ή περισσότερα άτομα κ.τ.λ. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε  περιστατικά,  σχέσεις  ή  καταστάσεις,  οι  οποίες  εκθέτουν  σε κίνδυνο κατά το χρόνο της υποστηρίξεως ή διαδόσεως ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στην εν λόγω διάταξη  αγαθά,  ήτοι την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγόμενου. Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και  συγκεκριμένες, αναφερόμενες σε ορισμένα  γεγονότα  και  όχι  αόριστες  υπόνοιες  χωρίς αναφορά  σε  ορισμένα  γεγονότα  γιατί  τότε  δεν αποτελούν “ειδήσεις”. Βεβαίως και οι απλές υπόνοιες εάν κριθεί ότι αντιβαίνουν στα χρηστά ήθη, υποχρεώνουν εκείνον που τις  διαδίδει σε  ανόρθωση της ζημίας του θιγόμενου, με  βάση όμως το άρθρο 919 ΑΚ (βλ. Καυκά: ΕνοχΔικ, εκδ. Δη, σελ. 780 επ.). Περαιτέρω οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να αποδεικνύονται τελικώς και αναληθείς, δηλαδή ή να μην αληθεύει εξολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται αυτό παροποιημένο. Αν το  σχετικό  γεγονός  αληθεύει δεν γεννάται θέμα εφαρμογής της παραπάνω διατάξεως, είναι όμως πιθανόν να  συντρέχει  περίπτωση  εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 919 ΑΚ (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου: Αστ. Κωδ. Ερμ κατ’ άρθ. ειδικό ενοχικό, άρθ. 920, σελ. 732). β)Γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας. Δηλαδή αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις πρέπει να γνωρίζει ή υπαίτια  (ήτοι από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια των ειδήσεων, εάν όμως καμία αμέλεια δεν μπορεί να του αποδοθεί για την εξακρίβωση της αναλήθειας  αυτών,  καμιά  ευθύνη από την  παραπάνω  διάταξη δεν τον βαρύνει. Σκοπός  εξάλλου της διατάξεως είναι γενικότερα η πρόληψη διαδόσεως αναληθών ειδήσεων, γι’ αυτό και δεν απαιτείται για την εφαρμογή της πρόθεση του διαδίδοντα να προξενήσει βλάβη στο θιγόμενο. Η ζημία του βλαπτόμενου προσώπου πρέπει να προήλθε αιτιωδώς από τη διάδοση ή υποστήριξη των αναληθών ειδήσεων, γ)Κίνδυνος  για την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του προσώπου. Οι διαδιδόμενες ή υποστηριζόμενες αναληθείς ειδήσεις πρέπει επιπλέον να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο πιο πάνω άρθρο αγαθά φυσικού ή νομικού  προσώπου. Δεν αρκεί δηλαδή η διαπίστωση ότι είναι αφηρημένα ικανές να εκθέσουν τα εν λόγω αγαθά σε κίνδυνο (ΕφΠειρ 637/2013 στην Τρ. Νομ. Πληρ. Νόμος).  Ως πίστη του προσώπου νοείται η καλή γνώμη και υπόληψη που έχουν οι τρίτοι γι’ αυτό σχετικά  με την  οικονομική  και  επαγγελματική του κατάσταση.  Ως μέλλον αυτού νοείται η  οικονομική  και  επαγγελματική  του βελτίωση. Η πίστη, το μέλλον ή το επάγγελμα ενός προσώπου θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, όταν δημιουργούνται δυσμενείς παραστάσεις σε τρίτους και ειδικότερα σ’ εκείνους με τους οποίους σχετίζεται κοινωνικά,  οικονομικά  ή  επαγγελματικά (βλ. Γεωργιάδης-Σταθόπουλος: όπ.π. σελ. 733, όπου και παραπομπές στη νομολογία). δ)Ζημία. Τελευταία προϋπόθεση για  την ύπαρξη αξιώσεως από το άρθρο 920 ΑΚ, είναι η απόδειξη (περιουσιακής)  ζημίας, αιτιωδώς προκαλουμένης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα  παραπάνω  αγαθά. Επίσης ο θιγόμενος μπορεί με βάση το άρθρο 920 ΑΚ να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία  υπέστη  από την παραπάνω αδικοπραξία (ΑΠ 718/2017 στην Τρ. Νομ. Πληρ. Νόμος). Ο ενάγων πρέπει να αναφέρει στην αγωγή του και να αποδείξει όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις (ΕφΠατρ 1341/1990, ΕλλΔνη 1991, σελ. 1335).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 24.9.2013 αγωγή του ο ενάγων, ο οποίος ήταν εκλεγμένος δήμαρχος στο Δήμο ……….. από τον Ιανουάριο του 2011, υποστήριζε ότι ο εναγόμενος, που ήταν βουλευτής της Β΄ περιφέρειας Αθηνών και πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας «……….», στις 11.9.2013, μετά την ολοκλήρωση της ομιλίας του στο Βελλίδειο Ίδρυμα, στο πλαίσιο της 48ης Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης και δη κατά την αποχώρησή του από το συνεδριακό χώρο, προέτρεψε κύκλο πολιτών να λιντσάρουν τον πρώτο, λέγοντας: «Πρέπει ο …… να μην μπορεί να κυκλοφορήσει. Λιντσάρετέ τον! Εγώ μαζί σας». Ότι η εν λόγω προτροπή δόθηκε από τον εναγόμενο σε αναρίθμητο πλήθος πολιτών που είχαν συγκεντρωθεί στο περιθώριο της ΔΕΘ, αντιδρώντας κατά των εξορύξεων για ανεύρεση χρυσού που λάμβαναν χώρα στη Β.Α. Χαλκιδική και συγκεκριμένα σε μερίδα αυτών, οι οποίοι τον πλησίασαν και του έθεσαν το ζήτημα της εμφάνισης τιμών αρσενικού πάνω από τα επιτρεπτά όρια στις γεωτρήσεις του ………… Ότι στις 16.9.2013, ο εναγόμενος, σχολιάζοντας ανακοίνωση του ….., με την οποία το εν λόγω κόμμα αποδοκίμασε την πιο πάνω δήλωσή του, προέβη στην αναφερόμενη στην αγωγή δημόσια δήλωση που μεταδόθηκε δια του τύπου, στα κεντρικά τηλεοπτικά δελτία των σταθμών “….”, “….”, “….”, “…..”, “…..” και αναπαράχθηκε σε πλήθος δημοσιογραφικών εκπομπών στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το διαδίκτυο. Ότι, με τη δήλωση αυτή ο εναγόμενος παρουσίασε τον ενάγοντα ως διεφθαρμένο πολιτικό και προσέβαλε βαρύτατα στην προσωπικότητά του ως προς τη φήμη, την τιμή και την υπόληψή του, καθώς ο τελευταίος εμφανίζεται να εμπλέκεται σε κομπίνα εξόρυξης χρυσού στην περιοχή της Χαλκιδικής και να αποδέχεται την δια παράνομων ενεργειών μόλυνση των υδάτων περιοχής, εξυπηρετώντας ιδιωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα και την πολιτική διαπλοκή. Ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απολύτως ψευδείς και ατεκμηρίωτοι και συνιστούν, εκτός από παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος και αδικοπραξία, ένεκα της οποίας αυτός υπέστη ηθική βλάβη. Ζητούσε, λοιπόν, ο ενάγων, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής του ως προς το ύψος της αιτούμενης αποζημίωσης, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 70.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του και τη σε βάρος του αδικοπραξία μέσω της επίμαχης δήλωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε στην ουσία της την αγωγή, δεχόμενο ότι η εν λόγω δήλωση δεν αναφερόταν στον ενάγοντα, ούτε αφορούσε σε αυτόν, αλλά αποτελούσε απάντηση σε προηγηθείσα ανακοίνωση του πολιτικού κόμματος του ……… Ήδη με την ένδικη έφεσή του ο εκκαλών-ενάγων παραπονείται επειδή κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων απορρίφθηκε η αγωγή και ζητεί να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή του και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος-εναγόμενος στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Περαιτέρω και δεδομένου ότι ο εφεσίβλητος παραδεκτώς επαναφέρει τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει πρωτοδίκως, πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά τον αντίθετο ισχυρισμό του, αρμοδίως κατά τόπο εισήχθη η ως άνω αγωγή  ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 35 του ΚΠολΔ που ορίζει ότι «διαφορές από αδικοπραξία μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή επίκειται η επέλευσή του», καθώς, κατά την αγωγή, η επίμαχη δήλωση μεταδόθηκε δια του τύπου στα κεντρικά τηλεοπτικά δελτία των σταθμών “…”, “….”, “….”, “….”, “…..” και αναπαράχθηκε σε πλήθος δημοσιογραφικών εκπομπών, στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το διαδίκτυο κι επομένως μεταδόθηκε και αναπαράχθηκε και στην περιφέρεια του Πειραιά. Επίσης, βάσει του αρχικού καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, με το οποίο ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 300.000 ευρώ, καθ’ ύλην αρμόδιο ήταν το Πολυμελές Πρωτοδικείο κατά τις διατάξεις των άρθρων 7,8, 9, 10, 14, 18 περ.1 του ΚΠολΔ, χωρίς την αρμοδιότητα αυτή να μεταβάλει ο νομότυπος περιορισμός του αιτήματος στο ποσό των 70.000 ευρώ (βλ. Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, σελ. 42, άρθρο 10, παρ.2). Η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη κατ’ άρθρο 216 του ΚΠολΔ, ως εισάγουσα αξίωση βάσει των άρθρων 57, 59, 914, 920, 932 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 361, 362 και 363 ΠΚ και εκτίθενται σε αυτή τα απαιτούμενα για τη θεμελίωση αυτής στοιχεία, ήτοι διάδοση αναληθών γεγονότων σε βάρος του ενάγοντος, γνώση της αναλήθειάς τους από τον εναγόμενο, προσβολή της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος, μετάδοση και αναπαραγωγή της επίμαχης δήλωσης από την τηλεόραση, τον τύπο και το διαδίκτυο, πρόκληση ηθικής βλάβης στον ενάγοντα. Δεν απαιτείτο για το ορισμένο της ένδικης αγωγής να διαλαμβάνεται σε αυτή, η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαίτιου (παρότι εν προκειμένω αναφέρει ο ενάγων ότι οι σε βάρος του ισχυρισμοί του εναγόμενου ήταν ψευδείς και ατεκμηρίωτοι και ότι οι ανωτέρω περιστάσεις ήταν εν γνώσει του, οπότε σαφώς αποδίδεται δόλος σε αυτόν), καθώς και οι συνοδεύουσες την πράξη συνθήκες, ήτοι η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση (η οποία εν προκειμένω προσδιορίζεται, καθώς σχετίζεται με την ίδια την ένδικη υπόθεση), οι προσωπικές τους σχέσεις, αφού τα εν λόγω στοιχεία δεν συνιστούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητά της, αλλά αποτελούν ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά (συμπαρομαρτούσες συνθήκες), τα οποία δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξεις και λαμβάνονται υπ’ όψιν από το δικαστήριο για να καθορισθεί το ύψος της τυχόν επιδικασθησόμενης, εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος (ΑΠ 1445/2003, ΕλλΔνη 2005, σελ. 822, ΕφΠειρ 489/2016 στη Νόμος, ΕφΠειρ 242/2012, ΠειρΝομ 2012, σελ. 322, ΕφΑθ 6982/2007, ΕπισκΕμπΔ 2008, σελ. 189). Επίσης, ο ενάγων εκθέτει από ποιους τηλεοπτικούς σταθμούς μεταδόθηκε η επίμαχη ανακοίνωση του εναγόμενου, παρά τα όσα υποστηρίζει στις προτάσεις του ο τελευταίος και δεν χρειαζόταν περαιτέρω να αναφέρεται σε ποια ακριβώς εκπομπή, ποια ώρα μεταδόθηκε και από ποιους παρακολουθήθηκε, στοιχεία, τα οποία, αν αμφισβητηθούν, θα προκύψουν από τις αποδείξεις.

Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου-εναγόμενου περί απαραδέκτου της ένδικης αγωγής, άλλως περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, άλλως περί αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου πολιτικού Δικαστηρίου προς εκδίκαση της αγωγής, λόγω της ιδιότητάς του ως βουλευτή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Τούτο, καθώς η αρχή του ανεύθυνου των βουλευτών που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 61 παρ.1 του Συντάγματος και η ειδική διαδικασία που ορίζεται από τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου, για την περίπτωση ποινικής ή αστικής ευθύνης τους, αφορούν σε υποθέσεις σχετιζόμενες με γνώμη ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων τους, δηλαδή κατ’ αρχήν στη Βουλή και τις Επιτροπές της, και όχι και σε εκδηλώσεις που είναι άσχετες με την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων, όπως επί παραδείγματι η έκφραση γνώμης στον τύπο ή στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση (βλ. Αθανάσιο Ράικο, Συνταγματικό Δίκαιο, τεύχος Β΄, έκδ. 1990, σελ. 41, Π. Παραρά, Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 2η έκδοση, 2001, άρθρο 61, σελ. 248, 249, Κ. Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Ι, έκδοση 2000, σελ. 597, 598, Δ. Τσάτσο, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Β΄, έκδοση 1993, σελ. 256).

Κατά τα λοιπά, ο εφεσίβλητος-εναγόμενος αρνείται την αγωγή, υποστηρίζοντας ότι στην επίμαχη δήλωση δεν περιέχονται απαξιωτικές εκφράσεις και δυσφημιστικά σε βάρος του εκκαλούντος-ενάγοντος περιστατικά, ότι η δήλωση αυτή εκφράζει πολιτικές του θέσεις, αποτελεί πολιτική κριτική και απάντηση σε πολιτική δήλωση του ….. σε βάρος του, με αφορμή το συμβάν της 11.9.2013 και ότι διατυπώθηκε στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του ως βουλευτή προς ενημέρωση του τηλεοπτικού κοινού και του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασής του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2, 14 παρ.1 του Συντάγματος και 10 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στις προτάσεις του. Εντούτοις, ο ισχυρισμός αυτός δεν συνιστά καταλυτική της ένδικης αγωγής ένσταση, που κατατείνει στην άρση του παρανόμου της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, κατά τη διάταξη του άρθρου 367 παρ.1 περ.γ΄ ΠΚ, αναλογικά εφαρμοζόμενου και στο χώρο του αστικού δικαίου, δεδομένου ότι ο εναγόμενος αρνείται την επίδικη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της στο αγωγικό δικόγραφο. Επιπλέον, ο εναγόμενος με επίκληση των ίδιων λόγων προβάλλει ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, ο οποίος, όμως, (ισχυρισμός) τυγχάνει νόμω αβάσιμος, αφού και αληθή υποτιθέμενα τα πιο πάνω αναφερόμενα περιστατικά, δεν μπορούν να στηρίξουν ένσταση κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, αλλά αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής.

Περαιτέρω όσον αφορά τους λόγους της υπό κρίση έφεσης, με τον πρώτο λόγο αυτής ο εκκαλών αιτιάται την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που περιέχεται στην εκκαλούμενη απόφαση ότι «δεν αξιολογούνται, διότι δεν αποτελούν αντικείμενο της αγωγής αυτής, άλλες δηλώσεις του εναγομένου για τον ενάγοντα σε άλλο τόπο ή χρόνο, οι οποίες προβάλλονται το πρώτον με τις προτάσεις του», καίτοι κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, η επίδικη δήλωση ήταν συνέχεια της δημόσιας προτροπής του εφεσίβλητου στους πολίτες, να λιντσάρουν τον ……, επειδή ποτίζει αρσενικό τα παιδιά τους, η οποία είχε προβληθεί σε όλους τους τηλεοπτικούς σταθμούς της χώρας. Ότι μάλιστα το ίδιο Δικαστήριο για την ίδια αυτή δήλωση, με την ίδια σύνθεση, στην ίδια δικάσιμο επιδίκασε στον εκκαλούντα το ποσό των 15.000 ευρώ, υποχρεώνοντας τον εφεσίβλητο να του το καταβάλει. Ότι συνεπώς εσφαλμένα έκρινε το παραπάνω Δικαστήριο ότι η εν λόγω επίμαχη δήλωση του εναγόμενου αναφέρθηκε δήθεν το πρώτον στις προτάσεις του ενάγοντος και ότι δεν είναι αντικείμενο της εν λόγω δίκης, ενώ, εάν η προσβαλλόμενη απόφαση είχε λάβει υπόψη της την ιστορική βάση της αγωγής, θα έκανε δεκτή την αγωγή. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει ουσία αβάσιμος. Κατ’ άρθρο 106 του ΚΠολΔ «το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά». Εξάλλου, στο πλαίσιο της καθιερωμένης από το άρθρο 106 ΚΠολΔ θεμελιακής δικονομικής αρχής της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς, παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση διαδίκου. Αν παρά ταύτα προβεί σε εκδίκαση και έκδοση αποφάσεως, τότε αυτή είναι ελαττωματική, διότι αντίκειται στην εν λόγω διαθετική αρχή (ΑΠ 139/2019 στην Τρ. Νομ. Πληρ. Νόμος). Επομένως, ο ενάγων οριοθετεί το αντικείμενο και το εύρος της δίκης με την αγωγή του, έτσι ώστε να μη δύναται το δικαστήριο να επιληφθεί διαφοράς, την οποία δεν εισάγει προς κρίση ο ενάγων. Διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης, όπως αυτό προσδιορίζεται από την ιστορική βάση της αγωγής δεν μπορεί να γίνει ούτε με τις προτάσεις του ενάγοντος, καθώς κάτι τέτοιο αντίκειται στην αρχή τήρησης της προδικασίας, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 111 παρ.2 του ΚΠολΔ που ορίζει ότι «Καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί η προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Η αίτηση που έχει εισαχθεί χωρίς προδικασία απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως». Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων διακρίνει σαφώς το αντικείμενο της παρούσης δίκης που είναι η ιστορούμενη προσβολή της προσωπικότητάς του από ανακοίνωση του εναγόμενου στις 16.9.2013 σε απάντηση ανακοίνωσης του ….., η οποία αναφερόταν στην προηγηθείσα φερόμενη δημόσια προτροπή του εναγόμενου σε πολίτες, στις 11.9.2013, να λιντσάρουν τον ενάγοντα. Συγκεκριμένα, ο ενάγων έχει χωρίσει την αγωγή του σε θεματικά κεφάλαια και κάτω από τον τίτλο «3. ΙΣΤΟΡΙΚΟ» στη σελίδα 3 του αγωγικού δικογράφου έχει θέσει τον υπότιτλο «- Γενικά» και εκεί αναφέρεται στο συμβάν της 11.9.2013 όταν ο εναγόμενος φέρεται στο περιθώριο ομιλίας του στη Δ.Ε.Θ. να προέτρεψε κύκλο πολιτών που αντιδρούσαν στις εξορύξεις για ανεύρεση χρυσού στη Β.Α. Χαλκιδική και τις συνέδεαν με την εμφάνιση αυξημένων τιμών αρσενικού στις γεωτρήσεις …. ….., να λιντσάρουν τον ενάγοντα, Δήμαρχο ………….. και όπου στη σελίδα 4, στην 11η σειρά αναφέρεται ότι «Για την ως άνω δήλωση της 11ης Σεπτεμβρίου, ο ενάγων έχει ασκήσει αστική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης», ενώ αμέσως μετά έχει θέσει τον υπότιτλο «-Η επίδικη δήλωση» και εκεί διαλαμβάνει τη δήλωση του εναγόμενου στις 16.9.2013 που μεταδόθηκε δια του τύπου, σε σχολιασμό προηγηθείσας ανακοίνωσης του ….., με την οποία το εν λόγω κόμμα αποδοκίμαζε τη στάση του εναγόμενου προς τον ενάγοντα στις 11.9.2013. Επίσης, στη συνέχεια στη σελίδα 9 του αγωγικού δικογράφου, υπό τον υπότιτλο «5. ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΑΙ ΥΠΑΙΤΙΑ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ-ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ», ο ενάγων οριοθετεί τη διαφορά που εισάγει προς κρίση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, διαλαμβάνοντας ότι: «Με την επίδικη δήλωση που έλαβε χώρα δια του Τύπου, ο εναγόμενος αναφέρεται σε «κομπίνα εξόρυξης χρυσού» στην περιοχή της Χαλκιδικής, στην οποία εμπλέκονται οι κοινοβουλευτικές ομάδες …. και ….…Η δήλωση γίνεται χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο που να την τεκμηριώνει. Στο πλαίσιο της δηλώσεως αυτής, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο ενάγων εμπλέκεται στη συγκεκριμένη «κομπίνα»…» και ακολούθως στη σελίδα 11 της αγωγής υπό τον υπότιτλο «6. ΒΑΡΥΤΗΤΑ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ» διαλαμβάνει: «Η επίδικη δήλωση συνιστά βαρύτατη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος…». Ενόψει των ανωτέρω, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι αντικείμενο της ένδικης διαφοράς, βάσει της από 24.9.2013 (υπ’ αριθμ. κατ. ……/2013) αγωγής δεν είναι η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος από το συμβάν της 11.9.2013, αλλά από την ανακοίνωση του εναγόμενου στις 16.9.2013. Περαιτέρω, από την ανάγνωση των προτάσεων που κατέθεσε ο ενάγων πρωτοδίκως στις 18.1.2017 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προκύπτει ότι αυτός στις σελίδες 21 επ. υπό τον τίτλο «ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΑΠΟ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΕΙΧΕ ΚΛΗΘΕΙ ΩΣ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ» περιγράφει δηλώσεις του εναγόμενου σε τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς σχετικά με το συμβάν της 11.9.2013, οι οποίες (δηλώσεις) φέρονται να είναι προσβλητικές για το πρόσωπο του ενάγοντος και περιέχονται στα σχετικά 49, 49 Α έως 49Δ, ήτοι σε οπτικό δίσκο CD-ROM που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκόμισε αυτός στον πρώτο βαθμό. Οι δηλώσεις αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν, εκ των υστέρων, πρόσθετο περιεχόμενο της αγωγής, καθώς κάτι τέτοιο αντίκειται στην αρχή της τήρησης της προδικασίας του άρθρου 111 παρ.2 του ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση ότι «…δεν αξιολογούνται, διότι δεν αποτελούν αντικείμενο της αγωγής αυτής, άλλες δηλώσεις του εναγομένου για τον ενάγοντα σε άλλο τόπο ή χρόνο, οι οποίες προβάλλονται το πρώτον με τις προτάσεις του». Τούτο δεν σημαίνει ότι το παραπάνω Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το περιέχον τις παραπάνω δηλώσεις προσκομισθέν από τον ενάγοντα CD-ROM, έστω προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων σχετικά με την ένδικη υπόθεση, δεδομένου ότι ρητώς αυτό αναφέρεται, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το ως άνω Δικαστήριο (βλ. σελίδα 12, πέμπτη σειρά της εκκαλούμενης απόφασης).

Παρακάτω, από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, ακόμη και όσα το πρώτον προσκομίζονται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, παραδεκτά κατ’ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως η 4140/19.3.2018 αθωωτική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, από τις προσκομιζόμενες από τον εφεσίβλητο-εναγόμενο ενώπιον της συμβολαιογράφου Ιερισσού ……. δοθείσες υπ’ αριθμ. …………/4.12.2015 ένορκες βεβαιώσεις των …………. αντίστοιχα, κατόπιν νόμιμης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου του και αντίκλητου, ……… (βλ. την υπ’ αριθμ. ………./2.12.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), καθώς και από τα cd-rom που προσκομίζει ο εκκαλών-ενάγων (άρθρα 444 αρ.2, 443, 454 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 36 του Κώδικα περί Δικηγόρων) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική για πολλά χρόνια. Διετέλεσε νομάρχης Χίου και Έβρου τα έτη 1986 και 1988 αντίστοιχα και από το έτος 1989 πολιτεύθηκε ως υποψήφιος βουλευτής με το ψηφοδέλτιο του κόμματος του …….. Επανεκλέχθηκε βουλευτής τα έτη 1990, 1993, 1996 και 2000 και διετέλεσε Υφυπουργός Βιομηχανίας το διάστημα 1993-1994 και Υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας το διάστημα 1996-2004, οπότε παραιτήθηκε από τη θέση του. Επαναδραστηριοποιήθηκε στην πολιτική σκηνή στις δημοτικές εκλογές του 2010, όταν εκλέχθηκε Δήμαρχος στον Δήμο …. ., θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 31.8.2014. Ομοίως, ο εναγόμενος ασχολείται ενεργά με την πολιτική για πολλά χρόνια, συμμετέχοντας από το έτος 1993, ως υποψήφιος βουλευτής με το ψηφοδέλτιο του κόμματος της …. . και έχοντας εκλεγεί στη Β΄ Περιφέρεια Αθηνών σε όλες τις διαδοχικά διενεργηθείσες εθνικές εκλογές. Το έτος 2012, ίδρυσε το πολιτικό κόμμα «. …..», του οποίου τυγχάνει πρόεδρος. Στο παρελθόν διετέλεσε Υφυπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, ενώ κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό κατείχε το αξίωμα του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, από το οποίο είχε παραιτηθεί κατά το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση έφεσης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 11.9.2013, στα πλαίσια της 48ης Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, εκφώνησε ομιλία, όπως και άλλοι αρχηγοί πολιτικών κομμάτων, στο Βελλίδειο Ίδρυμα. Κατά την αποχώρησή του από τον συνεδριακό χώρο και αφού τον προσέγγισαν κάτοικοι της Χαλκιδικής, διαμαρτυρόμενοι κατά των εξορύξεων για ανεύρεση χρυσού στη Β.Α. Χαλκιδική, τις οποίες (εξορύξεις) συνέδεαν με την εμφάνιση αρσενικού στο νερό της περιοχής, ο εφεσίβλητος-εναγόμενος προέβη σε δήλωση προς αυτούς σχετικά με τον εκκαλούντα-ενάγοντα, Δήμαρχο τότε του Δήμου …….., λέγοντάς τους «…Πρέπει ο ….. να μη μπορεί να κυκλοφορήσει. Λιντσάρετέ τον. Εγώ μαζί σας…». Το παραπάνω συμβάν μαγνητοσκόπησε με τη συσκευή του κινητού του τηλεφώνου παρευρισκόμενος πολίτης και στη συνέχεια διοχέτευσε το σχετικό υλικό στη δημοσιότητα. Επί της παραπάνω δήλωσης, για την οποία έχει ασκηθεί άλλη αγωγή από τον νυν εκκαλούντα κατά του νυν εφεσίβλητου και έτσι αυτή αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης, τοποθετήθηκαν δημοσίως τα πολιτικά κόμματα, μεταξύ των οποίων και το …. Το τελευταίο καταδίκασε τη δήλωση του εναγόμενου, με ανακοίνωσή του, το περιεχόμενο της οποίας είχε ως εξής: «Η απαράδεκτη φασίζουσα προτροπή του Προέδρου των …….. για λιντσάρισμα του εκλεγμένου Δημάρχου κ. ….., έρχεται μετά τις ενέργειες ωμής βίας των …….. βουλευτών. Ο κ. ….. συζητά με τον κ. …. για πολιτικές συνεργασίες και την ίδια ώρα χρησιμοποιεί φρασεολογία και μεθόδους της ………… Καλούμε όλα τα κόμματα να καταδικάσουν αυτές τις συμπεριφορές». Στις 16.9.2013, ο εναγόμενος, σχολιάζοντας την παραπάνω ανακοίνωση του …, προέβη σε δημόσια δήλωση η οποία μεταδόθηκε στα κεντρικά δελτία των τηλεοπτικών σταθμών “…..”, “…..”, “…..”, “….” και “…..” και ακολούθως αναπαράχθηκε σε πλήθος δημοσιογραφικών εκπομπών στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το διαδίκτυο και η οποία είχε ως εξής: «Μόλις παρέμβει ο εισαγγελέας για το δηλητήριο που πότιζαν τα παιδιά στις Σκουριές και σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα, μόλις παρέμβει ο εισαγγελέας για το δηλητήριο στα φρούτα, στα λαχανικά και σε όλη τη διατροφική αλυσίδα, για το έγκλημα που έχει συντελεστεί σε όλη την περιοχή, δεν χρειάζεται να παρέμβει για μένα, παραδίδομαι μόνος μου. Το …., στα πλαίσια της συνεργασίας του με τη ….. και τους εργολάβους που τους στηρίζουν, αίρει τη διαγραφή ……. Οι κάτοικοι της Χαλκιδικής, κατά τη συγκυβέρνηση, μπορούν να συνεχίζουν να πίνουν αρσενικό για να μη θιχθούν τα συμφέροντα της κομπίνας της εξόρυξης χρυσού. Η ψήφος εμπιστοσύνης που έδωσε ο κ. …… στον πρώην πρόεδρο της … κ. ….. για τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση …. τον ταυτίζει με την ……..». Με το παραπάνω περιεχόμενο, η εν λόγω δήλωση αποτελούσε απάντηση στην προηγούμενη ανακοίνωση του …., πλην όμως επικεντρώθηκε στο ζήτημα που είχε δημιουργηθεί με τη συγκέντρωση αρσενικού στο νερό της περιοχής της Χαλκιδικής και αποδίδει γι’ αυτό ευθύνη στη συγκυβέρνηση … και ……… και σε μη κατονομαζόμενους εργολάβους που εμπλέκονται στην «κομπίνα της εξόρυξης χρυσού». Παρότι αναφέρεται και το όνομα του ενάγοντος, από την ως άνω δήλωση δεν προκύπτει ποια είναι η συμμετοχή του στην παραπάνω υπόθεση, αφού ο εναγόμενος περιορίζεται να πει γι’ αυτόν ότι: «Το ….., στα πλαίσια της συνεργασίας του με τη ……. και τους εργολάβους που τους στηρίζουν, αίρει τη διαγραφή ……», χωρίς όμως να δίνει άλλες διευκρινίσεις. Δεν γίνεται κάποια αναφορά περί εμπλοκής του ενάγοντος στην «κομπίνα εξόρυξης χρυσού», ούτε ότι εξυπηρέτησε συγκεκριμένα άνομα συμφέροντα, ούτε ακόμη ότι είναι το πολιτικό πρόσωπο που ευθύνεται για την ακαταλληλότητα των υδάτων της περιοχής. Πολύ περισσότερο δεν συνάγεται από τη δήλωση αυτή το συμπέρασμα ότι ο ενάγων είναι διεφθαρμένος πολιτικός που εγκληματεί κατά των κατοίκων της περιοχής ………., διότι αποδέχεται την δια παρανόμων ενεργειών μόλυνση των υδάτων της περιοχής, εξυπηρετώντας ιδιωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα και την πολιτική διαπλοκή, όπως αυτός ισχυρίζεται με την ένδικη αγωγή του. Τα όσα δε θεωρεί ο ενάγων ότι υπονοεί σε βάρος του ο εναγόμενος με την επίμαχη δήλωση, χωρίς όμως να υπάρχει δημόσια εξωτερίκευσή τους δεν αποτελούν «ισχυρισμό» ή «διάδοση» γεγονότος, ήτοι συμβάντος του εξωτερικού κόσμου αναγόμενο στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτοντος στις αισθήσεις, το οποίο αποδεικνυόμενο μπορεί να οδηγήσει στην παραδοχή της υπό κρίση αγωγής, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για συκοφαντική ή έστω απλή δυσφήμηση σε βάρος του ενάγοντος. Η μοναδική αναφορά που γίνεται στο πρόσωπο του ενάγοντος με την επίδικη δήλωση ότι «…το …..…αίρει τη διαγραφή …….» είναι γεγονός που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού ο ενάγων είχε παραιτηθεί από τη θέση του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας τον Ιανουάριο του 2004, δεν συμμετείχε στα ψηφοδέλτια του …. στις εθνικές βουλευτικές εκλογές των ετών 2004, 2007 και 2009 και εντέλει το έτος 2010 επανήλθε στην πολιτική σκηνή ως υποψήφιος Δήμαρχος του Δήμου ……….., με την υποστήριξη και του …., οπότε και εκλέχθηκε στο παραπάνω αξίωμα. Το εν λόγω γεγονός δεν ενέχει απαξία ή ονειδισμό ή αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του ενάγοντος και άρα δεν μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του. Επομένως, πέραν της συκοφαντικής ή απλής δυσφήμησης, ούτε εξύβριση του ενάγοντος μπορεί να στοιχειοθετηθεί, καθώς από τον τρόπο που εκφράστηκε ο εναγόμενος δεν προκύπτει τέτοιος σκοπός εξύβρισης που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής του ενάγοντος. Ενόψει των ανωτέρω δεν αποδείχθηκε η με αδικοπραξία τελεσθείσα προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος και δεν υφίσταται αξίωσή του κατά του εναγόμενου για χρηματική ικανοποίησή του προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που κατά την αγωγή ο τελευταίος του προκάλεσε, κρινομένου αβάσιμου στην ουσία του, του δεύτερου λόγου έφεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε, χωρίς να παραλείψει να λάβει υπόψη του κάποιο από τα νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα και μάλιστα την από 20.2.2015 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκιδικής, με την οποία απορρίφθηκε η έγκληση του εναγόμενου σε βάρος του ενάγοντος, όπως με αυτή ο πρώτος απέδιδε στον δεύτερο ποινική ευθύνη για τη μόλυνση των υδάτων του ………….. με αρσενικό, η οποία όμως (έγκληση) δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης, κρινόμενου αβάσιμου στην ουσία του, του τρίτου λόγου εφέσεως.

Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τον τέταρτο λόγο εφέσεως, με τον οποίο ο εκκαλών-ενάγων παραπονείται για την κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας επιδίκαση σε βάρος του των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου-εναγόμενου στον πρώτο βαθμό, κρίνεται ότι αυτός πρέπει να γίνει δεκτός στην ουσία του, κατ’ άρθρο 179 του ΚΠολΔ, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν σχετικά με την αδικοπραξία και την υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, καθώς ο εναγόμενος επικαλέσθηκε το όνομα του ενάγοντος στην επίδικη δήλωσή του, στην οποία προσέδωσε σαφώς αρνητικό περιεχόμενο, αφού αυτή αφορά στη μόλυνση του πόσιμου νερού στην περιοχή της Χαλκιδικής με αρσενικό, που επικαλείται ότι έγινε με ευθύνη της συγκυβέρνησης …… και ……… και μη κατονομαζόμενων εργολάβων, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει τον ρόλο του ενάγοντος στη συγκεκριμένη υπόθεση, καθώς δεν του αποδίδει κάποια πράξη, αλλά απλώς τον αναφέρει, επειδή το …… ήρε τη διαγραφή του. Κατά την έννοια του άρθρου 362 ΠΚ η ανακοίνωση ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του μπορεί να γίνει και υπό τον τύπο υποψίας ή υπαινιγμού ή με τη θέση ερωτήματος ή ευθέως ως συμπέρασμα από ορισμένα στοιχεία τα οποία ο ανακοινώνων γνωρίζει ή διατείνεται ότι γνωρίζει ή με εκφράσεις που δηλώνουν αμφιβολίες ή επιφυλάξεις του ισχυριζόμενου [ΑΠ 1197/2010, ΑΠ 1265/2003 (Ποιν) στην Τρ. Νομ. Πληρ. Νόμος]. Εν προκειμένω, οριακά η αναφορά του ονόματος του εκκαλούντος-ενάγοντος δεν συνιστά προσβολή της προσωπικότητάς του, έστω ως υπαινιγμός για το πρόσωπό του, αφού και σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να μπορούσε να εξαχθεί στοιχειωδώς κάποιο νόημα για τη συμμετοχή του στην υπόθεση της μόλυνσης των υδάτων της περιοχής της Χαλκιδικής με αρσενικό, οπότε θα μπορούσε να γίνει λόγος και για αδικοπραξία. Συνακόλουθα, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεν συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκαν, αλλά τα επέβαλε στον ενάγοντα ως ηττηθέντα διάδικο, οπότε πρέπει να εξαφανισθεί ως προς το σκέλος των δικαστικών εξόδων η εκκαλούμενη απόφαση και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων κατ’ άρθρο 179 του ΚΠολΔ για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ τους. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά το διατακτικό της παρούσας. Τέλος, γενομένης δεκτής της εφέσεως ως προς τον παραπάνω τέταρτο λόγο αυτής, πρέπει να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδάφιο του ΚΠολΔ, η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκησή της με κωδικό ……….. e- παραβόλου στον εκκαλούντα, ομοίως κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Δέχεται και κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων και απορρίπτει αυτή κατά τα λοιπά.

Εξαφανίζει την 4917/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 681Δ του ΚΠολΔ, ως προς το αμέσως παραπάνω κεφάλαιο.

Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό ………… e- παραβόλου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ στον εκκαλούντα.

Κρατεί και δικάζει την από 24.9.2013 (με αριθμό κατάθεσης ……/2013) αγωγή ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων τόσο ως προς τον πρώτο βαθμό, όσο και ως προς τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ τους.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 25 Ιουνίου 2019 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 31 Ιουλίου 2019.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ