Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 471/2019

 Έφεση κατ’ αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην των εναγόντων και απέρριψε αγωγή για ναυτεργατικές απαιτήσεις κατ’ ουσίαν λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου. Φού η έφεση στρέφεται κατ’ ερήμην, έστω και πλασματικώς, εκδοθείσας αποφάσεως η προφορική συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωτική και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ. Για το ίδιο λόγο εφαρμογής τυγχάνει το άρθρο 528 ΚΠολΔ, αναλόγως όμως και όχι ευθέως, αφού για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης δεν αρκεί η τυπική παραδοχή της εφέσεως αλλά προσαπαιτείται και η ευδοκίμηση λόγου εφέσεως αναφερόμενου στην αιτία απορρίψεως της αγωγής και στην επανόρθωση του σφάλματος του ενάγοντος πρωτοδίκως. Αναγκαία επομένως είναι η επίκληση στο εφετήριο της εκ των υστέρων γενομένης καταβολής του δικαστικού ενσήμου, το αποδεικτικό πληρωμής του οποίου πρέπει να προσκομίζεται κατά την κατάθεση της εφέσεως, χωρίς να αρκεί ούτε η δήλωση στο δικόγραφο της  προθέσεως του εκκαλούντος να το καταβάλει στο μέλλον ούτε η μεταγενέστερη κατά ή μέχρι τη συζήτηση καταβολή του. Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της οποίας παραστάθηκε με δήλωση στο ακροατήριο και απορρίπτει ως απαράδεκτη την έφεση, ελλείψει λόγου λυσιτελούς, ικανού δηλαδή, αν κριθεί βάσιμος, να επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός        471       /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Από τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. ΓπΟΗ/1912, όπως αυθεντικά ερμηνεύθηκε με το άρθρο 7 του ΝΔ 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ΝΔ 4189/1961, οι οποίες κατά το σκοπό τους σε συνδυασμό προς τα οριζόμενα στο άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως ισχύει, εφαρμόζονται και στις αγωγές που εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρων 663 – 676 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν το Ν. 4335/2015 και ήδη των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 § 3 και 621 επομ. του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 315/2010, ΕΠολΔ 2010/734, ΜονΕφΘεσ. 2/2016, Αρμ. 2016/644, ΕφΠατρ. 181/2002, ΑχΝομ 2003/261), προκύπτει ότι επί παραλείψεως προκαταβολής του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου ο ενάγων λογίζεται ότι δικάζεται ερήμην και η αγωγή του απορρίπτεται λόγω της [πλασματικής] ερημοδικίας του (ΑΠ 1337/2011,  πρώτη δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1107/2005, ΝοΒ 2006/194). Κατά τις διατάξεις αυτές, που εντάσσονται στους κανόνες του δικονομικού δικαίου, το οποίο ρυθμίζει τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, η προηγούμενη καταβολή δικαστικού ενσήμου στις οριζόμενες από τις ίδιες υποθέσεις αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας (ΑΠ 1485/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η παράλειψή της δεν επιφέρει απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της (ΑΠ 204/2014, ΕΠολΔ 2014/542, ΑΠ 901/2013, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 1669/2005, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/2005, Δνη 2006/479) αλλά συνιστά νόμιμο λόγο ερημοδικίας του ενάγοντος που λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και προκαλεί την απόρριψη της αγωγής όχι για τυπικό αλλά για ουσιαστικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητάς της και απαράδεκτο επανεγέρσεώς της, εάν η απορριπτική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 491/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 181/2013, ΕφΑΔ 2013/779, ΑΠ 936/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 382/2011, ΝοΒ 2011/2158 = Δνη 2011/1009). Για να ανατρέψει το δυσμενές διατακτικό της πρωτοβάθμιας απόφασης που επιστηρίχθηκε μόνο στην εκ μέρους του παράλειψη καταβολής του δικαστικού ενσήμου ο ενάγων καταψηφιστικής αγωγής, που για το λόγο αυτό ερημοδικάστηκε πρωτοδίκως, δικαιούται στην άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων και, συγκεκριμένα, μπορεί, εκτός από [αιτιολογημένη] ανακοπή ερημοδικίας (ΤριμΕφΘεσ. 126/2014, Αρμ. 2014/1675 = ΕΕμπΔ 2015/137, Στ. Ματθίας, Ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατά των ερήμην αποφάσεων, σε Δνη 1995/11 επομ.), να ασκήσει έφεση κατά της ερήμην του εκδοθείσας απορριπτικής απόφασης, από της δημοσιεύσεως αυτής κατ’ άρθρο 513 § 1 περ. β, εδαφ. β ΚΠολΔ (ΤριμΕφΠειρ. 811/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 1589/2005, Δνη 2006/241, ΕφΑθ. 1601/2001, ΑρχΝ 2001/915, ΕφΑθ. 5906/1999, Δνη 2001/783, ΜονΕφΑθ. 4337/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επιδιώκοντας να επανορθώσει το δικό του σφάλμα που οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής του (περί του ότι το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται και προς διόρθωση παραδρομών των διαδίκων βλ. ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα [-Μ. Μαργαρίτη], Ερμηνεία ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 520, αρ. 9 και 25, σελ. 926 και 929, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 540, σελ. 114 επομ., Ι. Πετρόπουλο, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, σε ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621]). Στην έφεση αυτή εφαρμόζεται μεν η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, πλην όμως αναλόγως (ΤριμΕφΠειρ. 331/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 55/2009, Δ 2009/246, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, σελ. 728). Η ανάλογη και όχι ευθεία εφαρμογή της οφείλεται στο ότι για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά την ως άνω διάταξη επί μεν ερημοδικίας του ενάγοντος οφειλομένης σε άλλους λόγους, όπως η μη εμφάνιση ή μη προσήκουσα παράστασή του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν απαιτείται η επίκληση και η απόδειξη της βασιμότητας κάποιου λόγου εφέσεως αλλά αρκεί καταρχήν η τυπική παραδοχή της εφέσεως ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσας (ΑΠ 2150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, ΑΠ 1906/2008, ΝοΒ 2009/927, ΑΠ 884/2007, ΧρΙΔ 2008/52, ΤριμΕφΠειρ. 27/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 933/2011, ΕΔΠ 2011/143, ΤριμΕφΠειρ. 195/2016, ΜονΕφΑθ. 302/2018, ΜονΕφΠειρ. 95/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ επί πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου απαιτείται η πρόταση και η ευδοκίμηση λόγου εφέσεως, ο οποίος πρέπει ευλόγως να αναφέρεται στη νόμιμη αιτία που οδήγησε στη διαμόρφωση του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης. Πράγματι, αν όντως το δικαστικό ένσημο δεν είχε πρωτοδίκως καταβληθεί, ο μοναδικός κατά νομική και λογική αναγκαιότητα λόγος που μπορεί να προταθεί λυσιτελώς με την έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης είναι η άρση της παράλειψης του εκκαλούντος – ενάγοντος, που προκάλεσε την πλασματική ερημοδικία του και την απόρριψη της αγωγής του ως αβάσιμης. Έτσι, η έφεσή του πρέπει να περιέχει ως [μοναδικό έστω] λόγο την άρση αυτής του της παράλειψης, τον ισχυρισμό δηλαδή περί της εκ των υστέρων καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου (Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 535, αρ. 11, σελ. 351). Η καταβολή αυτή συγκροτεί το πραγματικό του λόγου της έφεσης και ως αναγόμενη στο παραδεκτό της πρέπει να δηλώνεται στο εφετήριο (ΑΠ 1572/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 986/2008, ΑχΝομ 2009/403), χωρίς να αρκεί η αναφορά σ’ αυτό της πρόθεσης του εκκαλούντος να καταβάλει το δικαστικό ένσημο στο μέλλον. Μόνον τότε, όταν δηλαδή διαπιστωθεί πέραν της νομότυπης και εμπρόθεσμης άσκησης της εφέσεως και η βασιμότητα του επικαλούμενου λόγου της, είναι δυνατή η εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ώστε να χωρήσει ενώπιον του εφετείου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, να δυνηθεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει. Μάλιστα, κατά την ορθότερη νομολογιακή άποψη (ΤριμΕφΠειρ. 467/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 93/2010, Δνη 2011/1068, ΕφΠατρ. 256/2009, ΑχΝομ 2010/319, ΕφΑθ. 5347/2008, ΕΔΠ 2010/109, ΕφΠατρ. 961/2006, ΑχΝομ 2007/392, ΕφΠατρ. 40/2005, ΑχΝομ 2006/289, ΕφΑθ. 5798/2003, Δνη 2004/535), κατά την κατάθεσή της η έφεση πρέπει να συνοδεύεται από το έγγραφο που αποδεικνύει την πληρωμή του δικαστικού ενσήμου, η οποία πρέπει μέχρι τότε να έχει πραγματοποιηθεί, χωρίς να αρκεί η μεταγενέστερη, μέχρι τη συζήτηση της εφέσεως, καταβολή του και η επίκληση αυτής το πρώτον με τις προτάσεις του εκκαλούντος ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΤριμΕφΘρακ. 114/2017, Αρμ. 2018/87). Η αντίθετη άποψη, κατά την οποία η καταβολή του δικαστικού ενσήμου μπορεί να λάβει χώρα κατά [ή μέχρι] τη συζήτηση της εφέσεως (ΤριμΕφΠειρ. 466/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΛαρ. 36/2012, Δικογραφία 2012/262, ΕφΠειρ. 352/1997, ΕΔΠ 2000/91, ΕφΑθ. 7473/1987, Δνη 1988/1685, ΜονΕφΠειρ. 637/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), παραγνωρίζει ότι, αν η πληρωμή του δεν έχει προταθεί με το εφετήριο, δεν υπάρχει λόγος έφεσης για να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν και να κριθεί βάσιμος, καθώς και ότι έφεση χωρίς την επίκληση λυσιτελούς λόγου, ικανού δηλαδή, αν κριθεί βάσιμος, να επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώσει τη νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν.  Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007 § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ.), απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 356/2002, ΕΝαυτΔ 2002/97 = ΠειρΝομ 2002/139 = ΕΕΔ 2003/1174, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΕφΘεσ. 1650/2004, Αρμ. 2004/1024, ΕφΛαρ. 271/2004, Δικογραφία 2005/239, ΕφΠειρ. 278/2002, Αρμ. 2003/1478, ΜονΕφΠειρ. 86/2017, ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΜονΕφΠειρ. 495/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 2 ΚΠολΔ, όταν ασκείται έφεση κατ’ ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως η συζήτηση είναι προφορική και για το λόγο αυτό δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση της εφέσεως με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ή με μονομερή δήλωση κάποιου ή όλων από αυτούς ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση (ΑΠ 476/2017, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11/2016, Ε7 2016/855, ΑΠ 1040/2013, ΧρΙΔ 2014/128). Η ως άνω απαγόρευση της παραστάσεως με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ισχύει όχι μόνο για το διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σα να ήταν παρών αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά, αφού διαφορετικά δε νοείται προφορική συζήτηση (ΑΠ 93/2013, ΑΠ 652/2011, ΑΠ 251/2009, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο άλλωστε επιβάλλεται από την αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και για την ισότητα των όπλων (ΑΠ 1858/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, ΑΠ 866/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου, που έχει μεν καταθέσει προτάσεις, δεν παρίσταται όμως στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του διαδίκου (ΤριμΕφΠειρ. 27/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 295/2011, ΑχΝομ 2012/464, ΕφΑθ. 3173/2009, Δνη 2009/1520, ΕφΑθ. 3287/2008, Δνη 2008/1514, ΕφΑθ. 2195/2006, Δνη 2006/1516). Ως εκ τούτου, οι προτάσεις του, οι περιεχόμενοι σ’ αυτές ισχυρισμοί και τα υποβαλλόμενα δι’ αυτών αιτήματά του, όπως και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 2150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα παραπάνω ισχύουν και επί της εφέσεως του ενάγοντος που δεν κατέβαλε το δικαστικό ένσημο και ερημοδικάστηκε, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αγωγή του, αφού ούτε τότε μπορεί να παραληφθεί η προφορική συζήτηση στο εφετείο (ΤριμΕφΠατρ. 295/2011, ΑχΝομ 2012/464, ΕφΑθ. 3330/2009, Δ 2009/1114, ΕφΑθ. 2219/2007, Δνη 2008/872).

Με την ένδικη από 20.6.2018 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../29.6.2018 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/29.6.2018) πλήττεται η με αριθμό 1273/12.3.2018 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ερήμην των εναγόντων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και οι εκκαλούντες και απέρριψε ως προς όλους την από 18.12.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./29.12.2015 αγωγή τους, με την οποία ασκήθηκαν περιουσιακές αξιώσεις τους προερχόμενες από την παροχή εξαρτημένης της ναυτικής εργασίας τους επί του επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου AJ, ολικής χωρητικότητας τριών χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τεσσάρων κόρων και δεκαοκτώ εκατοστών (3.934,18 κ.ο.χ.), που ανήκε στην κυριότητα της εναγόμενης εφεσίβλητης, στην οποία επανήλθε η εκμετάλλευσή του μετά τη λήξη του εφοπλισμού του από την αναφερόμενη τρίτη – μη διάδικο εταιρία και στο οποίο απασχολήθηκαν δυνάμει συμβάσεως υπό την μνημονευόμενη ειδικότητά του και για τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα έκαστος. Την απόρριψη της αγωγής, που είχε καταψηφιστικό αίτημα, χωρίς έρευνα του παραδεκτού και της βασιμότητάς της από νομική και ουσιαστική άποψη, προκάλεσε η λόγω της ερημοδικίας τους παράλειψη των εναγόντων να προσκομίσουν το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου. Το γεγονός ότι προσβάλλεται απόφαση που εκδόθηκε ερήμην τους [έστω πλασματικώς] από τους διαδίκους εκείνους που πρωτοδίκως δικάστηκαν σα να ήταν παρόντες έχει έννομες συνέπειες τόσο ως προς το νομότυπο της παραστάσεώς τους ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου όσο και ως προς το παραδεκτό της έφεσης. Έτσι, με δεδομένο ότι ενώπιον του εφετείου είναι στις περιπτώσεις αυτές υποχρεωτική η προφορική συζήτηση της υπόθεσης και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ, η παράσταση της εφεσίβλητης, που δεν εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παύλο Σιούφα στο ακροατήριο, ο οποίος στις 31.10.2018 μαζί με τις προτάσεις της κατέθεσε στον αρμόδιο γραμματέα δήλωση του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ ότι επιθυμεί τη συζήτηση της εφέσεως χωρίς να παραστεί κατ’ αυτήν, δεν είναι κανονική και πρέπει αυτή να θεωρηθεί δικονομικώς απούσα και να δικαστεί ερήμην. Η διαδικασία, όμως, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 § 4 εδαφ. α ΚΠολΔ). Περαιτέρω, μολονότι η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε καταρχήν νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και εμπρόθεσμα, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νόμιμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της (άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ), είναι εντούτοις απαράδεκτη, επειδή στο δικόγραφό της δε γίνεται επίκληση της καταβολής του ανάλογου προς το καταψηφιστικό αγωγικό αίτημα εκάστου εκκαλούντος τέλους δικαστικού ενσήμου, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται κανένας λόγος έφεσης ικανός, αν κριθεί βάσιμος, να επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Να σημειωθεί ότι για όσους λόγους προαναφέρθηκαν δεν αρκεί η δήλωση την οποία οι εκκαλούντες περιέλαβαν στο εφετήριο περί του ότι προτίθενται να καταβάλουν το απαιτούμενο δικαστικό ένσημο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αφού τα αποδεικτικά της πληρωμής του έγγραφα, η οποία πραγματοποιήθηκε μόλις την ημέρα της δικασίμου (βλ. τα με αριθμούς ………… δύο [2] ηλεκτρονικά παράβολα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και τις αντίστοιχες από 1.11.2018 έγγραφες αποδείξεις της Τράπεζας Πειραιώς) δεν επισυνάφθηκαν στο δικόγραφο της εφέσεως κατά την κατάθεσή της αλλά επίκλησή τους γίνεται το πρώτον με τις προτάσεις των εκκαλούντων. Τέλος, δικαστικά έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης δε θα επιδικαστούν, παρά τη νίκη της, καθόσον το σχετικό αίτημά της περιλαμβάνεται στις προτάσεις της, οι οποίες δε λαμβάνονται υπόψη λόγω της μη προσήκουσας παράστασής της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας ερήμην της εφεσίβλητης

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 20.6.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../29.6.2018 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1273/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Αυγούστου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ