Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 472/2019

 Έφεση κατ’ αποφάσεως που απέρριψε ανακοπή κατά της κατατάξεως δανειστών σε πίνακα συνταχθέντα μετά την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό στην Ελλάδα πλοίου με αλλοδαπή σημαία. Έννοια και νομική φύση του ναυτικού προνομίου κατά το ελληνικό και το αγγλικό δίκαιο. Κοινό χαρακτηριστικό τους η εξουσία παρακολουθήσεως του πλοίου στα χέρια του τρίτου αποκτώντος αυτό με συμβατική αιτία από τον κύριό του και οφειλέτη του δανειστή και προτιμήσεως του τελευταίου ως προς την ικανοποίηση της απαιτήσεώς του κατά την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου. Διαφορές ναυτικού και θεσμικού προνομίου (statutory right in rem) κατά το αγγλικό δίκαιο. Απαίτηση που κατά το δίκαιο αυτό δεν είναι εξοπλισμένη με ναυτικό προνόμιο δεν προηγείται κατά την κατάταξη της υποθήκης που έχει εγγραφεί επί πλοίου υπό βρετανική σημαία ούτε κατά τη lex navis ούτε κατά το ελληνικό δίκαιο. Ορθή κατ’ αποτέλεσμα η κρίση της εκκαλουμένης που απέρριψε τον, αντίθετο, πρώτο λόγο της ανακοπής, που εσφαλμένα, όμως, κρίθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμος, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως νομικά ανεπέρειστος. Στην περίπτωση αυτή δεν αρκεί η αντικατάσταση της αιτιολογίας και για το λόγο αυτό η εκκαλουμένη εξαφανίζεται και ο πρώτος λόγος της ανακοπής απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμος, χωρίς να ερευνάται αν η αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας (έξοδα φύλαξης και συντήρησης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου πριν και μετά την κατάσχεσή του) αντιστοιχούν σε κάποιο από τα ναυτικά προνόμια του ελληνικού δικαίου που περιοριστικά απαριθμούνται στο άρθρο 205 ΚΙΝΔ, αφού η απαίτησή της δεν συνιστούσε εμπράγματο βάρος του πλοίου κατά το αγγλικό δίκαιο.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός     472/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο  οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την ένδικη από 5.11.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/5.11.2018 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./20.11.2018 έφεση πλήττεται η με αριθμό 3492/2018 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδίκασε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την από 12.3.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./13.3.2018 ανακοπή της εκκαλούσας, με την οποία προσβλήθηκε η κατάταξη της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης στον με αριθμό ……/21.2.2018 πίνακα κατάταξης δανειστών του υπαλλήλου του πλειστηριασμού του εκεί αναφερομένου πλοίου Συμβολαιογράφου Πειραιώς …. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως (άρθρα 511, 513 § 1 περ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 1 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 5.10.2018 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… στο κοινοποιηθέν αντίγραφό της) και η έφεση κατατέθηκε στις 5.11.2018 (βλ. τη με αριθμό …./2018 έκθεση καταθέσεως ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Τμήματος Ενδίκων Μέσων του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Εφόσον, επομένως, παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25.7.2011), Δικαστηρίου, έχει δε κατατεθεί και το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 495 του ιδίου Κώδικα, όπως αυτές ισχύουν μετά το Ν. 4055/2012, παράβολο (βλ. το με αριθμό ………. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 5.11.2018 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Τράπεζας Πειραιώς), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια, όπως και πρωτοδίκως, διαδικασία.

ΙΙ. Με την ανακοπή της η εκκαλούσα αναφέρθηκε στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που η καθ’ ης επέσπευσε εναντίον της αναφερόμενης τρίτης – μη διαδίκου εταιρίας, κοινής των αντιδίκων οφειλέτριας, η οποία απέληξε στον πλειστηριασμό στις 14.6.2017 του υπό σημαία Μεγάλης Βρετανίας πλοίου αναψυχής A., πλοιοκτησίας της καθ’ ης η εκτέλεση και στη σύνταξη του προσβαλλόμενου πίνακα, με τον οποίο, στο υπόλοιπο, μετά την αφαίρεση των εξόδων, του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος κατετάγη μόνον η καθ’ ης η ανακοπή οριστικά και προνομιακά για το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων ενός ευρώ και σαράντα λεπτών (579.501,40 €), που αντιστοιχούσε σε μέρος της αναγγελθείσας ενυπόθηκης απαίτησής της και του οποίου ζήτησε η ανακόπτουσα τη μεταρρύθμιση, ώστε να καταταγούν οριστικά σ’ αυτόν, προηγούμενες εκείνων της καθ’ ης, οι δικές της αναγγελθείσες απαιτήσεις, που ανέρχονταν σε διακόσιες σαράντα τέσσερις χιλιάδες οκτακόσια τριάντα δύο ευρώ (244.832 €) και πενήντα οκτώ χιλιάδες επτακόσια πενήντα εννέα ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτά (58.759,68 €), προέρχονταν από έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 12.1.2011 έως 29.3.2017, αντιστοιχούσαν δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο και μεταγενέστερο της κατασχέσεώς του, που πραγματοποιήθηκε στις 20.2.2017, είχαν προνομιακό χαρακτήρα τόσο κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου όσο και κατά τον ΚΙΝΔ και ήσαν κατατακτέες προνομιακά, κυρίως μεν, στο σύνολό τους και, επικουρικώς, κατά το ποσόν των δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα ευρώ (12.540 €), που αντιστοιχούσε στο μέρος τους που είχε γεννηθεί κατά το χρονικό διάστημα από την κατάσχεση μέχρι τον πλειστηριασμό του πλοίου, με αντίστοιχη μερική αποβολή της καθ’ ης η ανακοπή από τον προσβαλλόμενο πίνακα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι οι επίδικες απαιτήσεις δεν είχαν προνομιακό χαρακτήρα κατά τη lex navis και με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμο τον αντιθέτου περιεχομένου πρώτο λόγο της ανακοπής, όπως και αυτή στο σύνολό της, θεωρώντας μετά ταύτα ότι κατέστη άνευ αντικειμένου η εξέταση του δεύτερου λόγου της περί του προνομιακού χαρακτήρα των ιδίων απαιτήσεων και κατά το ελληνικό δίκαιο. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα και ζητεί την εξαφάνισή της και την παραδοχή της ανακοπής της, προβάλλοντας δύο [2] λόγους έφεσης, που πλήττουν τις φερόμενες ως προϊόν εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου παραδοχές της εκκαλουμένης σχετικά με τον προνομιακό ή μη χαρακτήρα των ενδίκων απαιτήσεων κατά το αγγλικό, ο πρώτος και κατά το ελληνικό, ο δεύτερος, δίκαιο.

ΙΙΙ. Επί κατασχέσεως και πλειστηριασμού στην Ελλάδα πλοίου βεβαρυμένου με ναυτική υποθήκη, η σειρά της κατατάξεως των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν, η οποία είναι αναγκαία στην περίπτωση κατά την οποία το πλειστηρίασμα δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων, ρυθμίζεται, κατά παραπομπή από το κοινό δικονομικό δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρο 1012 § 3 ΚΠολΔ), από τις διατάξεις του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, σύμφωνα με τις οποίες ο ενυπόθηκος δανειστής ικανοποιείται μετά την πληρωμή των απαιτήσεων που είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο (ΑΠ 511/2014, Αρμ. 2014/1347 = ΧρΙΔ 2014/620 = ΕΕμπΔ 2014/961 = ΕΝαυτΔ 2014/115 = ΕφΑΔ 2015/88 = ΝοΒ 2015/526 με σχόλιο Β. Σταματόπουλου, ΑΠ 1083/2013, ΕΝαυτΔ 2013/226 = ΕΠολΔ 2014/123, ΜονΕφΠειρ. 649/2014, ΕΝαυτΔ 2014/394), δεδομένου ότι κατά τη νομοθετική βούληση προηγούνται εκείνες οι ενοχικές μεν απαιτήσεις, που είναι, όμως, ex lege εφοδιασμένες με δύναμη απωθήσεως (των άλλων που συντρέχουν) ισχυρότερη της υποθήκης, για το λόγο ότι εμφανίζουν χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτής, δηλαδή εμπράγματης φύσεως και, συγκεκριμένα, επειδή, πέραν του προβαδίσματος κατά την αναγκαστική εκτέλεση, εξοπλίζουν την απαίτηση και με εξουσία παρακολούθησης του πλοίου, αφού υπό προϋποθέσεις (άρθρο 207 ΚΙΝΔ) ασκούνται και εναντίον αυτού που το απέκτησε παραγώγως, με συμβατική όμως μόνον αιτία, από τον οφειλέτη της απαίτησης την οποία θωρακίζουν (ΕφΠειρ. 587/2007, ΔΕΕ 2008/60 = ΠειρΝ 2008/326), αποτελώντας έτσι κατ’ ουσίαν (ως παρεπόμενα εμπράγματα δικαιώματα αξίας) νόμιμο ενέχυρο σε πράγμα και μάλιστα πλασματικό, αφού ο δικαιούχος δεν αποκτά οιονεί νομή στο πλοίο ούτε η τήρηση δημοσιότητας είναι αναγκαία για τη γένεση και την άσκησή του (ΑΠ 1762/1998, ΔΕΕ 1999/769 = ΕΕΝ 2000/307 =  ΕΝαυτΔ 1999/83, ΑΠ 710/1992, ΕΕΝ 1993/540, ΑΠ 70/1992, ΕΕΝ 1994/212 = ΕΝαυτΔ 1993/258, ΜονΕφΠειρ. 233/2016, Αρμ. 2017/785, ΜονΕφΠειρ. 577/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 411/2014, Δνη 2015/490, ΕφΠατρ. 1140/2006, ΑχΝομ 2007/408, ΕφΠειρ. 90/1991, ΕΕμπΔ 1992/288, Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 121, σελ. 62, Α. Αντάπασης, Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, 1976, σελ. 71 επομ., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, σελ. 570 επομ.). Τα ίδια ισχύουν και όταν το ενυπόθηκο πλοίο που πλειστηριάζεται στην Ελλάδα φέρει αλλοδαπή σημαία, αφού και τότε η προτίμηση των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν ρυθμίζεται από τη lex fori, δηλαδή το ελληνικό δίκαιο, που εφαρμόζεται ως lex loci executionis, σύμφωνα με τη γενικότερη [άγραφη μεν και εθιμική, πλην όμως συναγόμενη και εμμέσως από τις διατάξεις των άρθρων 5 § 2 και 6 § 2 ΚΠολΔ] αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, κατά την οποία τα δικονομικά ζητήματα αντιμετωπίζονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (Σπ. Βρέλλης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ια, Γενικές Αρχές, εισαγωγικές παρατηρήσεις στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, αρ. 211, σελ. 185, ο ίδιος, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 72, Χ. Μεϊδάνης, σε Ε. Βασιλακάκη, Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 366, Τ. Παπαδοπούλου, Ο ρόλος του δικάζοντος δικαστή στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 2000, σελ. 52, σημ. 140, Χ. Τσούκα, Ρήτρες διεθνούς δικαιοδοσίας – Ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, 1990, σελ. 25) και το οποίο εφαρμόζεται επειδή η δύναμη απωθήσεως των προνομίων θεωρείται ζήτημα δικονομικό, μιας και δεν αφορά την κατατακτέα απαίτηση καθαυτή αλλά μόνον τη σχέση της με τις άλλες αναγγελθείσες (ΕφΠειρ. 933/2006, ΕΝαυτΔ 2007/49, ΕφΠειρ. 330/2005, ΠειρΝ 2005/214 = ΕΝαυτΔ 2005/204 = Αρμ. 2006/591, ΕφΠειρ. 1135/2005, ΕΝαυτΔ 2005/456, πρβλ. και Γ. Θεοχαρίδη, Σχέση «άγρας δικαστηρίου» και σημαίας κατά την ικανοποίηση εξασφαλιστικών δικαιωμάτων επί πλοίου, ΕΝαυτΔ 2013/388 επομ. [402]). Τα περί εφαρμογής του ημεδαπού δικαίου αποτελούν πάγια νομολογιακή παραδοχή (ΑΠ 1556/2017, Αρμ. 2018/245 = Ε7 2018/140, ΑΠ 533/2016, ΕΝαυτΔ 2015/339 = ΕΕμπΔ 2015/950 = ΕφΑΔ 2016/532 = Ε7 2015/423, ΑΠ 1691/2013, Ε7 2014/716 = ΧρΙΔ 2014/279 = Αρμ. 2014/771 = ΕΕμπΔ 2014/383 = ΕΝαυτΔ 2013/304, ΜονΕφΠειρ. 532/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 191/2017, ΕΕμπΔ 2019/159, βλ. και Χ. Απαλαγάκη, Ζητήματα διαχρονικού και διατοπικού δικαίου των προνομίων, ιδίως κατά τον ΚΠολΔ, σε Δ 1993/843 επομ. [869]), κατ’ αντίθεση προς τη θεωρητική άποψη που προκρίνει το δίκαιο της σημαίας του πλοίου ως εφαρμοστέο και στο ζήτημα της κατατάξεως των δανειστών (περί της οποίας βλ. Α. Αντάπαση, Το εφαρμοστέο δίκαιο στα ναυτικά προνόμια, 1989, σελ. 107 επομ., Α. Αργυριάδη, Τα ναυτικά προνόμια, σε Τόμο προς τιμήν Γεωργίου Θ. Ράμμου, Ι, 1979, σελ. 23, Σπ. Βρέλλη, Η προστασία των ναυτικών δανειστών και το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 106 επομ. [111], Κ. Παμπούκη, Προνόμια λιμένος κατά τον ΚΙΝΔ, ΕπισκΕΔ 2010/943 επομ., Λ. Γεωργακόπουλο, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 44, σελ. 451, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος τρίτος, 2007, άρθρο 205, αρ. 8, σελ. 128). Πάντως, αν μαζί με την ενυπόθηκη απαίτηση έχουν αναγγελθεί και άλλες, που φέρονται ως προνομιακές κατά τη lex navis, πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογα με τον αν πρόκειται για ναυτικό προνόμιο ή για προνόμιο χωρίς εμπράγματο χαρακτήρα, καθόσον κατά το εφαρμοστέο δίκαιο του ημεδαπού forum, οι απαιτήσεις αυτές δεν θα καταταγούν πριν την ενυπόθηκη, παρά μόνον αν συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις και, συγκεκριμένα, αφενός, συνιστούν ναυτικά προνόμια και, αφετέρου, προσομοιάζουν κατά τη φύση, το περιεχόμενο και το χαρακτήρα τους προς τις προνομιούχες απαιτήσεις του άρθρου 205 ΚΙΝΔ (ΑΠ 295/2002, ΕΝαυτΔ 2002/117, ΑΠ 284/1989, ΕΕΝ 1990/68, ΤριμΕφΠειρ. 55/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 131/2012, ΠειρΝ 2013/147 = ΕΝαυτΔ 2012/209, ΕφΠειρ. 147/2010, ΕΝαυτΔ 2010/241, ΕφΠειρ. 519/2009, ΕΝαυτΔ 2009/439, ΕφΠειρ. 163/2003, ΕΕμπΔ 2003/672 = ΕΝαυτΔ 2003/287, Ι. Σπυριδάκης, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2018, σελ. 359, Ι. Κατράς, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, 2017, άρθρο 1012, αρ. 1, σελ. 1149). Και τούτο διότι, κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, το προνόμιο της εμπράγματης ασφάλειας υποχωρεί μόνον έναντι απαιτήσεων που αποτελούν και αυτές εμπράγματα βάρη του πλοίου ούσες εξοπλισμένες όχι μόνο με δύναμη απωθήσεως των λοιπών συντρεχουσών ετεροειδών απαιτήσεων αλλά και με εξουσία παρακολουθήσεως του πλοίου στα χέρια του ειδικού διαδόχου του κυρίου. Ο προνομιακός – εμπράγματος χαρακτήρας του προνομίου που η αλλοδαπή έννομη τάξη αναγνωρίζει σε κάποια ναυτική απαίτηση θα καταφαθεί μόνον αν οι εξουσίες με τις οποίες εξοπλίζει την απαίτηση το δίκαιο της σημαίας ταυτίζονται κατά περιεχόμενο με την έννοια του εμπράγματου βάρους επί πλοίου, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή κατά το δίκαιο του ημεδαπού forum (Γ. Θεοχαρίδης, Ζητήματα από την επιλογή εφαρμοστέου δικαίου στα ναυτικά προνόμια, ΕΝαυτΔ 2003/1 επομ. [16, σημ. 113]), που σε κάθε περίπτωση είναι παρόμοιο με τις πλείστες ναυτικές νομοθεσίες διεθνώς, κατά τις οποίες η υποθήκη έπεται μόνον των ναυτικών προνομίων, δηλαδή των δικαιωμάτων των δανειστών με τα οποία ο αντίστοιχος νομοθέτης επιβαρύνει το πλοίο ανεξάρτητα από τη βούληση του κυρίου του (ακόμα δηλαδή και όταν προσωπικός οφειλέτης είναι τρίτος όπως, ως συνήθως, ο εφοπλιστής), για την εξασφάλιση ορισμένων απαιτήσεων που πηγάζουν από τη λειτουργία ή τη χρησιμοποίησή του και των οποίων η εξουσία εκδηλώνεται κυρίως στη δυνατότητα εκποιήσεως του πλοίου με αναγκαστικό πλειστηριασμό ακόμα και όταν αυτό έχει μεταβιβαστεί παράγωγα σε τρίτον ή έχει επιβαρυνθεί με [άλλο] εμπράγματο δικαίωμα (Α. Αντάπασης, ο.α.π., σελ. 83). Αν λοιπόν κατά τη lex navis η αναγγελθείσα απαίτηση δεν εξοπλίζεται με ναυτικό, κατά την ως άνω έννοια, προνόμιο αλλά πρόκειται για απλώς εγχειρόγραφη (ναυτική) απαίτηση, δεν θα ληφθεί υπόψη και δεν θα καταταγεί προνομιακά (ΕφΠειρ. 270/2006, ΠειρΝ 2006/242, ΕφΠειρ. 198/2003, ΕΝαυτΔ 2003/144, ΕφΠειρ. 497/2003, ΕΝαυτΔ 2003/447, ΕφΠειρ. 599/2000, ΕΕμπΔ 2001/320, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 2018, § 57, αρ. 23, σελ. 665), αφού δεν κατισχύει της υποθήκης κατά τη lex fori, ανεξαρτήτως αν υπερτερεί αυτής κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, πολύ δε περισσότερο αν έπεται στη σειρά του προβαδίσματος και κατά το δίκαιο αυτό. Σε τούτη μάλιστα την περίπτωση, κατά τη νομολογία του Ακυρωτικού (ΑΠ 1733/2001, ΧρΙΔ 2002/49 = Δνη 2002/1648, ΑΠ 466/1996, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), θα επικρατήσει το δίκαιο της σημαίας του πλοίου με αντίστοιχη κατάταξη των δανειστών στον πίνακα διανομής του πλειστηριάσματος που θα συνταχθεί, χωρίς ανάγκη καταφυγής ούτε στο άρθρο 9 ΚΙΝΔ, το οποίο εισάγει κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (ΕφΑθ. 9639/1998, Δνη 1999/387, ΕφΠειρ. 16/1991, ΕΕμπΔ 1991/299, Α. Μαρκάκης, σημείωση στην ΕΝαυτΔ 2003/151), σύμφωνα με τον οποίο τα επί του πλοίου εμπράγματα δικαιώματα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τη σημαία φέρει αυτό, που δε μπορεί όμως να εφαρμοστεί, αφού η επικαλούμενη προτίμηση ετεροειδούς προς την υποθήκη δικαιώματος είναι ξένη προς τη φύση και την αποστολή του εμπραγμάτου δικαιώματος (Γρ. Τιμαγένης, Η σειρά κατατάξεως κοινών και ναυτικών προνομίων και υποθηκών κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, ΕΕμπΔ 1974/301 επομ. [311 – 313], Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, ΙΙ, Ανατύπωση β΄ εκδόσεως, 1979, § 410 ΙΙ – ΙΙΙ, σελ. 1083 – 1085, Α. Αντάπασης, ο.α.α., σελ. 89 – 91) ούτε στη lex fori, προδήλως επειδή στην περίπτωση αυτή η ισχύς της θα παρενείρε άνευ λόγου την εφαρμογή του ημεδαπού δικαίου επί συγκρούσεως αλλοδαπών και μόνον απαιτήσεων (εμπραγμάτως ασφαλισμένης και με κοινό προνόμιο εξοπλισμένης), χωρίς καν το αντίκρισμα της εξυπηρετήσεως ευλόγων ελληνικών συμφερόντων (Κ. Κεραμέως, Τάξη ναυτικών υποθηκών, γνμδ σε ΕΝαυτΔ 2002/1 επομ. [5]). Περαιτέρω, κατά το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο ενδιαφέρει στην υπόθεση που κρίνεται, μέρος του οποίου, σημειωτέον, δεν αποτελούν οι Διεθνείς Συμβάσεις των Βρυξελλών της 10ης.4.1926 και της 27ης.5.1967 «Περί ενοποιήσεως κανόνων τινών αφορώντων στα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες [International Convention for the unification of certain rules relating to maritime liens and mortgages of 1926 and 1967]), αφού η Μεγάλη Βρετανία δεν έχει προσχωρήσει σ’ αυτές, οι εγγεγραμμένες ενυπόθηκες απαιτήσεις (registered mortgage claims) διέπονται από τις διατάξεις του Νόμου περί Εμπορικής Ναυτιλίας του έτους 1995 (Merchant Shipping Act 1995) και κατατάσσονται προνομιακά, υποχωρώντας μόνον έναντι των ναυτικών προνομίων (maritime liens), τα οποία αποτελούν κατά τη νομική τους φύση δικαιώματα εμπράγματης φύσεως επί του πλοίου που αναγνωρίζονται από τα δικαστήρια του κοινοδικαίου έχοντας, άλλωστε, νομολογιακή την προέλευση. Τα maritime liens του αγγλοσαξονικού δικαίου, που αντιστοιχούν στα ναυτικά προνόμια των ηπειρωτικών νομοθεσιών, αποτελούν κατ’ ουσίαν βάρη του πλοίου, που το ακολουθούν από τη στιγμή της συστάσεώς τους, που συμπίπτει με τη γέννηση της απαιτήσεως που εξοπλίζουν, έως την εκπλήρωσή της, παρέχοντας στο δανειστή την εξουσία να ικανοποιηθεί κατά προτίμηση από την αξία του πλοίου ακόμα και από το νέο ιδιοκτήτη του, ο οποίος, αν και μη προσωπικός οφειλέτης του, υπόκειται στην εμπράγματη αγωγή (action in rem) του δανειστή. Τα προνόμια αυτά εξασφαλίζουν κυρίως απαιτήσεις των μελών του πληρώματος για τις αμοιβές από την εργασιακή τους σύμβαση (wages), απαιτήσεις θαλάσσιας αρωγής (claims for salvage) και αξιώσεις είτε αποζημιωτικές των ζημιών που προκλήθηκαν από το πλοίο (damage lien) είτε αποκαταστατικές των δαπανών που προκάλεσε ο πλοίαρχος κατά την άσκηση των καθηκόντων του (master’s disbursements), αφού πλέον η σημασία τους ως προς τις απαιτήσεις από την ενεχύραση του πλοίου (bottomry) ή τη χρηματοδότησή του με ναυτικό δάνειο με εξασφάλιση του φορτίου (respodentia) έχει στην πράξη απομειωθεί. Από τα maritime liens διαφέρουν κατά το αγγλικό δίκαιο ουσιωδώς τα θεσμικά προνόμια (statutory liens ή, ακριβέστερα, statutory rights in rem), τα οποία είναι νομογενή και παρέχουν σε όσους δανειστές του πλοίου έχουν απαίτηση (προερχόμενη συνήθως από την επισκευή του πλοίου [repairs], την προμήθειά του με τα αναγκαία τροφοεφόδια [supplies] ή καύσιμα [bunkers], δηλαδή από «αναγκαίες δαπάνες του πλοίου» [necessaries]), που δεν εξασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο, τη δυνατότητα να το κατάσχουν, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη διαρκή παρουσία του στο λιμένα και να καταστήσουν δυνατή την ικανοποίησή της με την εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί στη διαγνωστική δίκη που θα προκαλέσουν εγείροντας αγωγή κατά του πλοίου (in rem), δια της καταθέσεως σχετικού εισαγωγικού δικογράφου (writ in rem). Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ τα maritime liens γεννώνται μόλις λάβει ύπαρξη το παραγωγικό της απαιτήσεως γεγονός, τα statutory rights in rem δεν αρχίζουν να υπάρχουν από τη συντέλεση του γεγονότος αυτού αλλά μεταγενέστερα και, συγκριμένα, από την κατάθεση ή την επίδοση του writ in rem, πριν από την οποία δεν είναι δυνατή η κατάσχεση του πλοίου, το οποίο δύναται μέχρι τότε να μεταβιβαστεί σε τρίτον και, αν αυτός είναι καλόπιστος, να εκφύγει από την σφαίρα εξουσίας των ως άνω δανειστών. Επομένως, τα statutory rights in rem δεν αποτελούν ουσιαστικά δικαιώματα αλλά συνέπειες που ο αγγλικός νόμος προσνέμει σε ορισμένες αγωγές ασκούμενες από συγκεκριμένους δανειστές ευθέως κατά του πλοίου, με αποτέλεσμα πριν την έγερση της εμπράγματης αγωγής στην αγγλική επικράτεια και την κατάσχεση του πλοίου να μην αναγνωρίζονται. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο δανειστής του οποίου η απαίτηση είναι εξοπλισμένη με θεσμικό προνόμιο, κατά τη διανομή του προϊόντος της εκπλειστηριάσεως του πλοίου, κατατάσσεται πάντοτε μετά τους δανειστές που έχουν ναυτικό προνόμιο, έπεται δε και των ενυπόθηκων δανειστών (mortgagees), που έχουν εγγράψει υποθήκη πριν την επίδοση του writ in rem (περί των ανωτέρω βλ. The Halkyon Isle [Bankers Trust v. Todd Shipyards], Lloyd’s Rep. 1980, 325, 334 = A.C. 1981, 221, 241 = AMC 1980, 1221, 1238, W. Tetley, Special Legislative Rights, Maritime Liens, Mortgages, Claims and Conflicts of Law, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 131 επομ. [135], τον ίδιο, Maritime Liens in the Conflict of Laws, σε Law and Justice in a Multistate World: Essays in Honor of Arthur T. von Mehren, J.A.R. Nafziger & Symeon C. Symeonides, eds., 2002, pp. 439-457, σελ. 8, τον ίδιο, Maritime Liens and Claims, 1998, pp 555 – 562, R. Herber, Protection of Maritime Creditors by Maritime Liens, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 343 επομ. [346], D. R. Thomas, Maritime Liens, 1980, αρ. 33, σελ. 25, Α. Αντάπασης, Δανειστές εξασφαλιζόμενοι με ναυτικά προνόμια σε κυπριακό πλοίο που εκπλειστηριάσθηκε στην Ελλάδα, γνμδ σε ΕΝαυτΔ 2003/337 επομ., Γ. Θεοχαρίδης, ο.α.π., σελ. 30 – 31, πρβλ. ΑΠ 665/2011, ΕΕμπΔ 2011/883). Αντίθετα, κατά το αγγλοσαξονικό δίκαιο, εμπράγματο βάρος του πλοίου συνιστά το προνόμιο κατοχής (possessory lien), που επιτρέπει σε ορισμένους δανειστές που παρείχαν υπηρεσίες στο πλοίο, όπως ο ναυπηγός ή ο επισκευαστής του, να διακατέχουν αυτό μέχρι να εξοφληθούν και, αν αυτό δεν γίνει, να ικανοποιηθούν προνομιακά από την αξία του, ακόμα και αν το πλοίο έχει μεταβιβαστεί σε καλόπιστο τρίτο, εφόσον όμως εξακολουθούν να έχουν την κατοχή του, διότι με την απώλεια αυτής συναπόλλυται και το προνόμιο (Α. Αντάπασης, Το εφαρμοστέο δίκαιο στα ναυτικά προνόμια, 1989, σελ. 84 επομ., σημ. 200). Επομένως, επί κατασχέσεως και πλειστηριασμού στην Ελλάδα ενυπόθηκου πλοίου υπό βρετανική σημαία, ο ναυτικός δανειστής του πλοιοκτήτη, που δεν κατέχει το πλοίο και δεν έχει ασκήσει εμπράγματη αγωγή επιδιώκοντας την κατάσχεσή του, δεν προτιμάται έναντι του ενυπόθηκου δανειστή και δεν κατατάσσεται στο σχετικό πίνακα διανομής του πλειστηριάσματος, παρά μόνον ως απλός εγχειρόγραφος πιστωτής, ικανοποιούμενος από το υπόλοιπο που ενδεχομένως απομείνει μετά την πληρωμή των απαιτήσεων που είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο ή ναυτική υποθήκη.

  1. IV. Εν προκειμένω, από την εκτίμηση του συνόλου των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό προς τις παραδοχές και ομολογίες τους μόνον στα σημεία που ειδικώς πιο κάτω μνημονεύονται, οι οποίες συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1, 524 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, καθώς και από την από 27.4.2018 ένορκη βεβαίωση του ….. ., Άγγλου δικηγόρου, που δόθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Λονδίνου …….., την οποία προσκομίζει με επίκληση η εφεσίβλητη και, έχουσα το χαρακτήρα γνωμοδοτήσεως, λαμβάνεται υπόψη εκτιμώμενη κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ προς απόδειξη του αλλοδαπού δικαίου (ΕφΠειρ. 3/2004, ΠειρΝ 2004/140), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Στις 20.2.2017 η καθ’ ης η ανακοπή δυνάμει του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. 1952/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και κήρυξε εκτελεστή στην Ελλάδα την από 3.9.2015 οριστική απόφαση του Εμπορικού Δικαστηρίου του Λονδίνου (High Court of Justice – Queen’ s Division – Commercial Court – Royal Court of Justice), επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση κατά της εταιρίας με την επωνυμία «………» με καταστατική έδρα στην Αγγλία και επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στο υπό σημαία Μεγάλης Βρετανίας πλοίο αναψυχής A., με αριθμό νηολογίου Λονδίνου …., μήκους είκοσι πέντε μέτρων και ενενήντα οκτώ εκατοστών (25.98 μ.), χωρητικότητας ολικής μεν εκατόν εβδομήντα πέντε (175) και καθαρής πενήντα δύο (52) κόρων, το οποίο ανήκε στην πλοιοκτησία της ως άνω καθ’ ης η εκτέλεση εταιρίας. Για την κατάσχεσή του συντάχθηκε η με αριθμό …./20.2.2017 έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. Επακολούθησε, στις 14.6.2017, ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του πλοίου αυτού, που πραγματοποιήθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς … ….., νόμιμης αναπληρώτριας του Συμβολαιογράφου Πειραιώς … ….., ο οποίος είχε οριστεί ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, κατά τον οποίο το πλοίο κατακυρώθηκε στην εδρεύουσα στις Νήσους Μάρσαλ εταιρία με την επωνυμία «……….», αντί πλειστηριάσματος το οποίο ανήλθε στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων ογδόντα χιλιάδων εκατό ευρώ (580.100 €). Για τον πλειστηριασμό και την κατακύρωσή του συντάχθηκε η με αριθμό ………/14.6.2017 έκθεση δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου. Επειδή το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση αμφοτέρων των διαδίκων εταιριών, των μόνων που αναγγέλθηκαν, ο ως άνω υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. ………../21.2.2017 πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο, μετά την αφαίρεση των εξόδων της εκτελέσεως, που ανήλθαν σε πεντακόσια ενενήντα οκτώ ευρώ και εξήντα λεπτά (598,60 €), κατέταξε, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, δηλαδή επί ποσού πεντακοσίων εβδομήντα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων ενός ευρώ και σαράντα λεπτών (579.501,40 €), προνομιακά και οριστικά την καθ’ ης η ανακοπή για μέρος των απαιτήσεών της, τις οποίες είχε στις 28.3.2017 αναγγείλει στον πλειστηριασμό, με την επίκληση της εξασφαλίσεώς τους με πρώτη προτιμώμενη επί του πλειστηριασθέντος πλοίου υποθήκη. Συγκεκριμένα, η καθ’ ης η ανακοπή ανήγγειλε απαιτήσεις της α] για ποσό δύο εκατομμυρίων τριακοσίων δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων οκτώ ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (2.312.508,39 €), που αποτελούσε το ανεξόφλητο υπόλοιπο ενυπόθηκου δανείου, χορηγηθέντος δυνάμει της από 2.7.2007 δανειακής συμβάσεως, πλέον i) τόκων υπερημερίας από 30.12.2016, ii) τόκων επί καθυστερούμενων τόκων και iii) εισφοράς του Ν. 128/1975, β] για ποσό διακοσίων ενενήντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (298.478,31 €), πλέον τόκων υπερημερίας από 22.3.2017, για έξοδα εξυπηρέτησης της δανειακής σύμβασης και γ] για το σε ευρώ ισόποσο διακοσίων είκοσι δύο δολαρίων ΗΠΑ και είκοσι σεντς (222,20 $), με την ισοτιμία των δύο [2] νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, πλέον τόκων υπερημερίας από 23.10.2014, για έξοδα εξυπηρέτησης της σύμβασης δανείου. Αντιστοίχως, η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρία, που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της παροχής υπηρεσιών επιστασίας, επιμέλειας και γενικώς παρακολούθησης πλοίων και πλωτών ναυπηγημάτων ευρισκομένων στους χώρους του ναυπηγείου της (είτε σε νηοδόχο είτε στην ξηρά), με την από ομοίως 28.3.2017 αναγγελία της ζήτησε την προνομιακή κατάταξή της α] για ποσό διακοσίων σαράντα τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα δύο ευρώ (244.832 €), προερχομένης από την εκτέλεση σύμβασης που είχε συνάψει με την πλοιοκτήτρια, δυνάμει της οποίας είχε αναλάβει την υποχρέωση ανελκύσεως του πλειστηριασθέντος πλοίου και παραμονής του στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της κατά το χρονικό διάστημα από 12.1.2011 έως 29.3.2017 και β] για ποσό πενήντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (58.759,68 €), που αντιστοιχούσε στο φόρο προστιθέμενης αξίας [ΦΠΑ], εκ ποσοστού 24%, επί του ως άνω ποσού. Όλα τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, προκύπτουν άλλωστε και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας δεν κατετάγησαν στον προσβαλλόμενο πίνακα επειδή ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε ότι δεν είχαν προνομιακό χαρακτήρα ούτε κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου ούτε κατά το ημεδαπό δίκαιο και, συγκεκριμένα, αφενός, επειδή δεν ήταν εξοπλισμένες ούτε με ναυτικό προνόμιο (maritime lien) ούτε με προνόμιο κατοχής (possessory lien), ώστε να προηγηθούν της ενυπόθηκης απαίτησης και, αφετέρου, επειδή το ελληνικό δίκαιο περιορίζει χρονικά το προνόμιο των απαιτήσεων που αφορούν στα από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεώς του, αναγνωρίζοντας αυτό μόνο για το χρονικό διάστημα από την κατάσχεση μέχρι τον πλειστηριασμό και θεωρώντας τις προγενέστερες, συνεπεία της ακινητοποιήσεώς του, δαπάνες άσχετες με το σκοπό της κατασχέσεως. Η δε ανακοπή που ασκήθηκε κατά του πίνακα απορρίφθηκε ως αβάσιμη, επειδή με την εκκαλουμένη κρίθηκε ότι η απαίτηση της ανακόπτουσας δεν ενέπιπτε στην έννοια των θεσμικών προνομίων του αγγλικού δικαίου, στο εύρος της οποίας εντάσσονται μόνον απαιτήσεις από την παραμονή πλοίου σε θαλάσσιο και όχι σε χερσαίο χώρο ναυπηγείου (dry dock), όπως εν προκειμένω συνέβη, χωρίς μετά ταύτα να ερευνηθεί ο προνομιακός χαρακτήρας της ιδίας απαιτήσεως και κατά το ελληνικό δίκαιο. Η πρωτοβάθμια κρίση υπήρξε κατ’ αποτέλεσμα μόνον ορθή, αφού ο σχετικός, περιεχόμενος στον πρώτο λόγο της ανακοπής και επαναφερόμενος με τον πρώτο λόγο της έφεσης, ισχυρισμός της εκκαλούσας έπρεπε να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος. Πράγματι, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι η αξίωση στην αμοιβή των υπηρεσιών του φύλακα πλοίου που παραμένει ακινητοποιημένο πριν και μετά την κατάσχεσή του σε χερσαίο χώρο ναυπηγείου, χωρίς ταυτόχρονα να εκτελούνται επ’ αυτού εργασίες επισκευής ή συντηρήσεώς του (η ανακόπτουσα δεν παραθέτει τέτοια περιστατικά, ενώ και με την ενσωματωμένη στην αναγγελία και στην ανακοπή της αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της πλοιοκτήτριας με αίτημα να υποχρεωθεί να της καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή της επικαλέστηκε αξιώσεις της απορρέουσες μόνον από την παραχώρηση χώρου στις εγκαταστάσεις της για την παραμονή εκεί του πλοίου), παρέχει κατά το αγγλικό δίκαιο σ’ αυτόν (φύλακα) δικαίωμα να επιδιώξει την κατάσχεσή του με την επίδοση στον οφειλέτη writ in rem στην Αγγλία, ότι συνιστά δηλαδή statutory right in rem, ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας (που, επιπλέον, δεν ισχυρίζεται ότι το πλοίο τελεί υπό τη διακατοχή της) στηρίζεται επί διττώς εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού υπολαμβάνει, αφενός, ότι η ίδια απέκτησε τέτοιο (θεσμικό) προνόμιο και, αφετέρου, ότι το προνόμιο αυτό της επιτρέπει στην Ελλάδα την κατάταξη της απαιτήσεώς της πριν από την ενυπόθηκη της αντιδίκου της. Αυτά, όμως, δεν ισχύουν, καθόσον αντιστοίχως, υπό τα εκτιθέμενα α] η ανακόπτουσα ουδέποτε απέκτησε θεσμικό προνόμιο, αφού δεν (επικαλείται ότι) επέδωσε στην πλοιοκτήτρια του πλοίου A. και οφειλέτριά της writ in rem στην Αγγλία ούτε ότι δυνάμει αυτού επέβαλε οποτεδήποτε κατάσχεση στο πλοίο ούτε ότι αυτό συνέβη πριν την εγγραφή της υποθήκης που εξασφαλίζει την απαίτηση της εφεσίβλητης, ώστε να διαθέτει υπέρτερο του εμπραγμάτου εκείνης δικό της δικαίωμα, ενώ, παράλληλα β] θεωρεί πεπλανημένα ότι το απλό (μη εμπράγματης φύσης) και υποδεέστερο της υποθήκης, όπως παραδέχεται, προνόμιο, με το οποίο η lex navis εξοπλίζει μια (εγχειρόγραφη) ναυτική απαίτηση, όπως η δική της, είναι αρκετό να της εξασφαλίσει προνομιακή κατάταξη στην Ελλάδα, ενώ τούτο δεν είναι αληθές με δεδομένο ότι η επίμαχη απαίτηση της εκκαλούσας δεν περικλείει εξουσία παρακολουθήσεως του πλοίου και δε συνιστά εμπράγματο βάρος του, δεν αποτελεί δηλαδή ναυτικό προνόμιο, όπως την έννοιά του αντιλαμβάνεται το ελληνικό δίκαιο. Κατόπιν αυτών παρέλκει πράγματι η έρευνα της αντιστοιχίας της προς κάποιο από τα ναυτικά προνόμια του ημεδαπού δικαίου, που περιοριστικώς απαριθμούνται στο άρθρο 205 ΚΙΝΔ, αφού κατά τη lex navis η αναγγελθείσα απαίτηση δεν εξοπλίζεται με τέτοιο (ναυτικό) προνόμιο, όπως και πρωτοδίκως ορθά κρίθηκε. Όμως, η απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής ως νομικά και όχι ως ουσιαστικά αβάσιμου οδηγεί στην παραγωγή δεδικασμένου διαφορετικής εμβέλειας από εκείνο της εκκαλουμένης, ευνοϊκότερο μάλιστα για την εκκαλούσα και για το λόγο αυτό, παρά την κατ’ αποτέλεσμα ορθότητα της πρωτοβάθμιας απόφασης, δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 ΚΠολΔ (ΑΠ 140/2019, ΤριμΕφΠειρ. 6/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 162/2013, ΕφΑΔ 2013/162 = ΝοΒ 2013/406 = Αρμ. 2013/763 = Δνη 2013/168 = ΕΠολΔ 2013/259 = Δνη 2014/502 = ΠοινΔνη 2013/228 = ΕφΑΔ 2014/521, ΕφΑθ. 3289/2009, Δνη 2009/1514, ΕφΘεσ. 227/2008, ΕπισκΕμπΔ 2008/771, ΕφΑθ. 6048/2005, ΔΕΕ 2006/174 = Δνη 2006/894, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 115, αρ. 15, σελ. 735, Αθ. Πανταζόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 534, αρ. 14, σελ. 344).
  2. V. Επομένως, πρέπει, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της ανακοπής ως νομικά αβάσιμος, όπως και αυτή στο σύνολό της, χωρίς έρευνα του ετέρου λόγου της. Επιπλέον, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, κατά το σχετικό αίτημά της, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και, τέλος, να αποδοθεί στην εκκαλούσα το κατατεθέν παράβολο, δεδομένου ότι με βάση το διατακτικό της παρούσας αποφάσεως θεωρείται αυτή νικήτρια, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτήν (ΑΠ 532/2016, ΜονΕφΠατρ. 142/2018, ΜονΕφΠατρ. 108/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά της με αριθμό 3492/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Απορρίπτει την από 12.3.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../13.3.2018 ανακοπή.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης αμφοτέρων των δικαιοδοτικών βαθμών, τα οποία καθορίζει στο χρηματικό ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 22.8.2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απούσες τις διάδικες και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ