Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 473/2019

Αριθμός    473/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα E.T.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 17.1.2019 και με αριθμό ……../2019 έκθεσης κατάθεσης έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος ήδη εκκαλούντος κατά της με αριθμό 4591/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ……../31.7.2015 αγωγής, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης που προσκομίζεται μετ’επικλήσεως, η εκκαλουμένη απόφαση κοινοποιήθηκε στον ήδη εκκαλούντα ενάγοντα στις 18.12.2018 και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στις 17.1.2019 (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ……../2019 ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016).

Με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../31.7.2015 αγωγή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθετε ότι ο ήδη εφεσίβλητος εναγόμενος προκειμένου να του αποσπάσει παρανόμως χρήματα προς όφελος του και να πλουτίσει αδικαιολόγητα, προέβη τον Σεπτέμβριο του 2008 σε πλαστογραφία του ιδιωτικού συμφωνητικού που είχαν αμφότεροι υπογράψει στις 4.9.2008 περί μεταβιβάσεως του σκάφους Ι. αλλοιώνοντας. το τίμημα της αγοραπωλησίας, προσθέτοντας μια επιταγή που όφειλε να του την επιστρέψει και παρακρατώντας έτσι το καταβληθέν σε αυτόν από τον ίδιο (εκκαλούντα) τίμημα δυνάμει του από 20.8.2007 προγενέστερου, αλλά ανακληθέντος, συμφωνητικού του οποίου είχε επομένως εκλείψει η αιτία για την οποία αυτό είχε εκδοθεί. Ειδικότερα, ότι στο αρχικό από 20-8-2007 συμφωνητικό το τίμημα αγοράς του σκάφους ορίστηκε στο ποσό των 112.500 ευρώ, ενώ στο νέο από 4-9-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό που αντικατέστησε το προηγούμενο και δυνάμει αυτού ολοκληρώθηκε η διαδικασία μεταβίβασης του σκάφους στον εκκαλούντα αγοραστή, συμφωνήθηκε μείωση του τιμήματος. Ότι παρόλα αυτά ο εφεσίβλητος πωλητής παρακράτησε για τον εαυτό του έως την πληρωμή του συμφωνημένου τιμήματος ποσό ύψους 34.500 ευρώ το οποίο του κατέβαλε αυτός (ο εκκαλών) με το μη ισχύον από 20.8.2007 συμφωνητικό, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 78.000 ευρώ συμφωνήσαν προφορικά να επιστραφεί στον ίδιο (εκκαλούντα) ή να συμψηφιστεί με αγορές κι επιδιορθώσεις οργάνων του σκάφους που θα προέβαινε ο εφεσίβλητος προκειμένου ο τελευταίος να του παραδώσει το σκάφος άρτιο και κατάλληλο για τη χρήση του. Ότι αν και αιτήθηκε από τον εφεσίβλητο να του επιστρέψει τα χρήματα και τις επιταγές που του είχε δώσει δυνάμει του πρώτου. ανακληθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού τα οποία δεν καλύπτονταν από το δεύτερο συμφωνητικό που ίσχυε, ήτοι το ποσό των 55.000 ευρώ και τη με αριθμό  ..…. επιταγή της Eurobank Α.Ε. ύψους 22.500 ευρώ, άλλως το συνολικό ποσό των 78.000 ευρώ, διότι η αιτία καταβολής του είχε εκλείψει, ο εφεσίβλητος ουδέν έπραξε. Ότι για το λόγο αυτό ο εκκαλών προέβη σε ανάκληση της επιταγής, και ακολούθως εξεδόθη για την ως άνω επιταγή μετά από αίτηση του ήδη εφεσίβλητου η με αριθμό …../2008 διαταγή πληρωμής και ότι στις 10-6-2008 που συζητήθηκε η προσωρινή διαταγή επί της ανακοπής, που αυτός (ο εκκαλών) άσκησε κατά της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής, αυτός αντελήφθη για πρώτη φορά ότι το από 4-9-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό είχε νοθευτεί από τον ήδη εφεσίβλητο εναγόμενο δολίως ώστε ο τελευταίος να του αποσπάσει το ποσό των 78.000 ευρώ. Ότι υπέβαλε μήνυσε σε βάρος του εφεσίβλητου και ακολούθως ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του τελευταίου για πλαστογραφία μετά χρήσεως κα απάτη ενώπιον του Δικαστηρίου και ότι αυτός καταδικάσθηκε τελεσιδίκως από τα αρμόδια ποινικά Δικαστήρια που εξέδωσαν τις αποφάσεις που αναλυτικώς αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο. Επίσης ότι επιπλέον έγινε δεκτή η ανακοπή του και με τη με αριθμό 227/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς ακυρώθηκε η με αριθμό …./2008 διαταγή πληρωμής και ότι στη συνέχεια μετά από αίτηση του εκδόθηκε η με αριθμό …../2015 διαταγή πληρωμής βάσει της οποίας ζήτησε την επιστροφή του ποσού των 22.500 ευρώ για το ποσό της με αριθμό ……… επιταγής που περιλαμβανόταν σε αυτές του πρώτου τροποποιηθέντος συμφωνητικού. Έτσι ισχυρίστηκε ότι το ποσό των 55.000 ευρώ που ο εφεσίβλητος έχει εισπράξει δυνάμει του από 20.8.2007 αρχικού ιδιωτικού συμφωνητικού το παρακρατεί πλουτίζοντας αδικαιολόγητα, διότι το ποσό αυτό δόθηκε για αιτία που δεν ακολούθησε, και ότι έτσι ο ήδη εφεσίβλητος τον ζημίωσε ισόποσα και ότι από την εν γένει παράνομη συμπεριφορά του εφεσίβλητου που συνίσταται στη στέρηση της χρήσης και διάθεσης του  σκάφους, στην ανυπαίτια εμπλοκή του σε πολυετή και δαπανηρό δικαστικό αγώνα και στον αδικαιολόγητο πλουτισμό του εφεσιβλήτου από τη διαφορά του τιμήματος αγοράς εκ των δύο συμφωνητικών πώλησης και από το κόστος επισκευής του σκάφους που τελικά επιβάρυνε τον ίδιον, αυτός (ο εκκαλών) υπέστη ηθική βλάβη λόγω αδικοπραξίας ύψους 10.000 ευρώ. Ακολούθως με την ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή του, αιτήθηκε, μετά από εν μέρει περιορισμό του αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό: 1) να υποχρεωθεί ο ήδη εφεσίβλητος με προσωρινά εκτελεστή απόφαση και με απαγγελία χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, να του καταβάλει : α) το ποσό των 55.500 ευρώ κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω ανάκλησης του από 20-8-2007 συμφωνητικού νομιμοτόκως από την επίδοση των δύο προγενέστερων αγωγών του από τις οποίες παραιτήθηκε με την κρινόμενη αγωγή του, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι εξοφλήσεως β) το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά του ήδη εφεσίβλητου εναγομένου, 2) να αναγνωριστεί ότι ο ήδη εφεσίβλητος εναγόμενος του οφείλει το ποσό των 9.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε υλική και τοπική αρμοδιότητα (14 παρ. 2, και 22 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), αλλά στη συνέχεια την απέρριψε ως νομικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο εκκαλών ενάγων για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Από τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ που ορίζει ότι “όποιος έγινε πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία, από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη προκύπτει ότι προϋπόθεση αναγκαία για την έγερση αγωγής προς αναζήτηση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγομένου είναι ότι ο πλουτισμός αυτός αποκτήθηκε από αιτία μη νόμιμη, υπό μία από τις ενδεικτικώς αναφερόμενες στην ανωτέρω διάταξη μορφές ελλείψεως της νομιμότητας αυτής, που πρέπει να προσδιορίζεται (ΑΠ 273/93 ΝοΒ 42. 819, ΕΑ 8350/1993 ΝοΒ 42, 86, ΕΑ 72067/93 Δνη 36, 1259). Τέτοιος πλουτισμός δεν είναι ο επερχόμενος στον οφειλέτη συνεπεία παραγραφής της εναντίον του αξιώσεως, αφού η παραγραφή της αξιώσεως αποτελεί νόμιμη αιτία του πλουτισμού (ΑΚ 272 παρ 1, βλ. ΑΠ 93/1996 Δνη 38. 553, ΕφΔωδ 107/2006 ΝΟΜΟΣ). Εξαίρεση από τον ως άνω κανόνα παρέχεται από το ισχύον επί αδικοπραξίας άρθρο 938 του ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ` αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 904 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι, αν από την τέλεση της αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον αλλά συγχρόνως και ωφέλεια στον αδικοπραγήσαντα από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος, τότε, παρά την παραγραφή της αξιώσεως από αδικοπραξία, υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφεξής στη ρύθμιση των άρθρων 904 επ. του ΑΚ (ΑΠ 1579/95 ΕλΔ 38.1134). Ως “περιελθόν” κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως νοείται ό,τι από την αδικοπραξία, δηλαδή από την τέλεση αυτής, περιήλθε στον αδικήσαντα και ό,τι αυτός ωφελήθηκε από την τέλεση της και όχι ό,τι ωφελήθηκε αυτός, συνεπεία της επελθούσας παραγραφής (ΑΠ 1087/2002 Νόμος, ΑΠ 1346/2002 ΕλΔ 44. 455, ΑΠ 1613/1984 ΕΕΝ 52.676, ΑΠ 818/1983 ΕΕΝ 51. 278, ΕφΑθ 3358/1999 ΕλΔνη 2001.454). Για το ορισμένο δε της ειδικής αυτής αγωγής, πρέπει να ιστορείται επιπλέον η παράνομη συμπεριφορά και η παραγραφή της από την αδικοπραξία αξιώσεως για αποζημίωση (ΑΠ 744/1977 ΑρχΝ ΚΘ` 97, Εφ Αθ 1147/1992 ΝοΒ 1993.714). Εξάλλου, η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 938 ΑΚ έχει ως αναγκαία προϋπόθεση ότι προηγήθηκε πράγματι αδικοπραξία, γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, η παραγραφή αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού. Δηλαδή αν η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 Κ.Πολ.Δικ.) υπό την αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, τότε για την πληρότητα της επικουρικής αυτής αγωγής, αν μεν η κύρια βάση στηρίζεται στη σύμβαση, πρέπει να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, αν δε η κύρια βάση στηρίζεται στην αδικοπραξία, τότε πρέπει να αναφέρεται μόνον η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία, αφού την παραγραφή της σχετικής αξιώσεως απόκειται στον εναγόμενο να την προτείνει κατ` ένσταση (άρθρο 277 Α.Κ.), ώστε μετά την απόσβεση της κύριας αξιώσεως από αδικοπραξία να ενεργοποιηθεί η από το άρθρο 938 Α.Κ. επικουρική αγωγική αξίωση για το περιελθόν στον αδικοπραγήσαντα και να δημιουργηθεί η υποχρέωση του δικαστηρίου να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητα της (Α.Π. 28/2010). Αν, όμως, μοναδική βάση της αγωγής είναι εκείνη από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ο οποίος περιήλθε στον εναγόμενο από αδικοπρακτική σε βάρος του ενάγοντος συμπεριφορά του (εναγομένου), τότε για τη νομιμότητα της αγωγής αυτής είναι αναγκαίο να εκτίθεται σ` αυτήν ότι η αξίωση από αδικοπραξία έχει παραγραφεί, αφού μόνο τότε ο εξ αυτής πλουτισμός του εναγομένου στερείται νόμιμης αιτίας και παρέχεται στον ζημιωθέντα από τα άρθρο 938 και 904 επ. Α.Κ. το δικαίωμα να αξιώσει από τον υπαίτιο της ζημίας την απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε από την περιουσία του (2122/2014 ΑΠ (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2015/350).

Με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης εφέσεως κατ’ορθή εκτίμηση αυτού ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθόσον ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε απορρίπτοντας ως νομικά αβάσιμη την αγωγή του, διότι παρέβλεψε ότι δεν συνέτρεχε νόμιμη αιτία για τον πλουτισμό του εφεσίβλητου, αφού αυτός επικαλέστηκε με το δικόγραφο της αγωγής του ότι το αρχικό από 20.8.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό που είχε καταρτίσει με τον εφεσίβλητο με τίμημα ύψους 112.500 ευρώ κατέστη ανίσχυρο, διότι ανακλήθηκε και αντικαταστάθηκε και ότι συνεπώς δεν υπήρχε νόμιμη αιτία πλουτισμού του εφεσιβλήτου και ότι συνεπώς αυτός επικαλέστηκε ότι η πρώτη σύμβαση πάσχει ακυρότητας, και ακολούθως ότι εσφαλμένως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι αυτός αιτείται το παραπάνω ποσό μόνο με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και όχι και με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, καθώς αυτός σώρευσε στο δικόγραφο του τη βάση περί αδικοπραξίας επικαλούμενος ότι ο εφεσίβλητος τον εξαπάτησε και πλαστογράφησε το δεύτερο ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε ανάμεσα τους. Ο λόγος αυτός εφέσεως κατά το μέρος που μπορεί να εκτιμηθεί, διότι κυρίως πλήττει την αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης, παρόλο που η τυχόν λανθασμένη αιτιολογία δεν συνεπάγεται εξαφάνιση της εκκαλουμένης διότι το διατακτικό της είναι σωστό (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος διότι σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε όταν μοναδική βάση της αγωγής είναι εκείνη από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ο οποίος περιήλθε στον εναγόμενο από αδικοπρακτική σε βάρος του ενάγοντος συμπεριφορά του (εναγομένου), τότε για τη νομιμότητα της αγωγής αυτής είναι αναγκαίο να εκτίθεται σ` αυτήν ότι η αξίωση από αδικοπραξία έχει παραγραφεί, αφού μόνο τότε ο εξ αυτής πλουτισμός του εναγομένου στερείται νόμιμης αιτίας και παρέχεται στον ζημιωθέντα από τα άρθρο 938 και 904 επ. Α.Κ. το δικαίωμα να αξιώσει από τον υπαίτιο της ζημίας την απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε από την περιουσία του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αφενός ο εκκαλών δε σώρευσε την αξίωση του περί αδικαιολογήτου πλουτισμού κατά δικονομική επικουρικότητα δηλαδή υπό την αίρεση της απορρίψεως κύριας βάσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, και αφετέρου δεν εξέθετε για το νόμω βάσιμο της αγωγής του ότι η αξίωση από αδικοπραξία έχει παραγραφεί  (και πότε), αφού μόνο τότε ο εξ αυτής πλουτισμός του εναγομένου στερείται νόμιμης αιτίας και παρέχεται στον ζημιωθέντα από τα άρθρο 938 και 904 επ. Α.Κ. το δικαίωμα να αξιώσει από τον υπαίτιο της ζημίας την απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε από την περιουσία του. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απορρίπτοντας ως νομικά αβάσιμη την αγωγή, ορθώς ερμήνευσε τα νόμο τα όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο εκκαλών με το μοναδικό λόγο έφεσης της είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.  Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της εφέσεως της στο δημόσιο ταμείο αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ) και τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος στην παρούσα έκκλητη δίκη, (αρθ.176,183 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 17.1.2019 και με αριθμό ………../2019 έκθεσης κατάθεσης έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος ήδη εκκαλούντος κατά της με αριθμό 4591/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ……../31.7.2015 αγωγής,

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει συνολικά σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό με αριθμό …………./2019 ποσού 100 ευρώ που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα, κατά την άσκηση της εφέσεως του

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  26 Αυγούστου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ