Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 474/2019

Αριθμός   474/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ΄ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση.». Στην προκειμένη περίπτωση από την υπ΄ αρ. …../21-6-2018 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς …….., που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση (άρθρο 498 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως με εκθέσεις καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (4-4-2019), επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στον εφεσίβλητο. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην, πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, «Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως.». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην του εκκαλούντος αποφάσεως, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (πρβλ. ΑΠ 1906/2008, ΕφΛαμ 94/2011) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεση, τις συνέπειες που η απουσία του, ενδεχομένως, επέφερε (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 2915/2001). Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (πρβλ. ΑΠ 866/2008, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 884/2007, ΑΠ 1015/2005, ΕφΠειρ 92/2013, ΕφΑθ 2142/2011). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 2 του N. ΓΠΟΗ/1912 προκύπτει ότι ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ότι δικάζεται ερήμην και η αγωγή του απορρίπτεται λόγω (πλασματικής) ερημοδικίας. Ακολούθως, ο ενάγων που παρέλειψε πρωτοδίκως την καταβολή δικαστικού ενσήμου, μπορεί, εκτός από την ανακοπή ερημοδικίας, να ασκήσει έφεση κατά της ερήμην του εκδοθείσας απορριπτικής απόφασης κατ΄ άρθρο 513 παρ. 1 εδ. β΄ του ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί από τον ενάγοντα έφεση νομότυπα και εμπρόθεσμα και συνοδεύεται με την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, ο μοναδικός λόγος που μπορεί να προταθεί είναι η άρση της παράλειψης, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του δικαστικού ενσήμου, καθόσον το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται και προς διόρθωση των σφαλμάτων των διαδίκων, όπως επί μη καταβολής από τον ενάγοντα του νόμιμου δικαστικού ενσήμου. Επομένως, αυτός που δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου, μπορεί να το καταβάλει κατά τη συζήτηση της έφεσής του και να προκαλέσει νέα συζήτηση της υπόθεσης, ανατρέποντας την ερήμην του εκδοθείσα δικαστική απόφαση. Αν ο λόγος αυτός κριθεί βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο ενάγων, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 55/2009, ΕφΑθ 5798/2003). Εάν, όμως, το τέλος δικαστικού ενσήμου δεν καταβληθεί ούτε ενώπιον του Εφετείου, ο εκκαλών λογίζεται ερήμην δικαζόμενος, με αποτέλεσμα να απορρίπτεται η έφεσή του (ΕφΛαρ. 36/2012, ΕφΠειρ 352/1997, ΕφΑθ 516/1994). Επιπροσθέτως, από την καταβολή δικαστικού ενσήμου απαλλάσσονται εκείνοι που κρίθηκαν δικαιούχοι νομικής βοήθειας από τον αρμόδιο Δικαστή σύμφωνα με τα οριζόμενα στα  άρθρα 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 2 και 9 παρ. 1 και παρ. 2 του Ν. 3226/2004 «Παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος και άλλες διατάξεις». Ειδικότερα, με τα ως άνω άρθρα ορίζεται ότι: «1. Δικαιούχοι νομικής βοήθειας είναι οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δικαιούχοι είναι, επίσης, οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες τρίτου κράτους και ανιθαγενείς, εφόσον έχουν, νομίμως, κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση» (άρθρο 1 παρ. 1). «1. Η νομική βοήθεια παρέχεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου. Η αίτηση αναφέρει συνοπτικά το αντικείμενο της δίκης ή της πράξης και τα στοιχεία που βεβαιώνουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την παροχή βοήθειας» (άρθρο 2 παρ. 1). «2. Η νομική βοήθεια μπορεί να ανακληθεί ή να περιορισθεί με απόφαση του αρμόδιου δικαστή, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι προϋποθέσεις της παροχής είτε δεν υπήρχαν είτε εξέλιπαν είτε μεταβλήθηκαν ουσιωδώς» (άρθρο 4 παρ. 2). «1. Η παροχή νομικής βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα συνίσταται στην απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής μέρους ή του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας και, εφόσον ειδικώς ζητηθεί, στο διορισμό δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, με την εντολή να υπερασπιστούν τον δικαιούχο, να τον εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο και να του δώσουν τη βοήθεια που χρειάζεται για να γίνουν οι αναγκαίες πράξεις. 2. Η απαλλαγή περιλαμβάνει ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το τέλος απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα δικαιώματα των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων, τα δικαιώματα ή την αμοιβή του διοριζόμενου δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, καθώς και την υποχρέωση εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά» (άρθρο 9 παρ. 1 και 2) (ΕφΠειρ 331/2015). Στην προκειμένη περίπτωση με την από 6-12-2016 (αρ. καταθ. ……./2016) αγωγή της κατά του εναγομένου, ήδη εφεσίβλητου, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 31-1-2018, [με την οποία παραιτήθηκε νομότυπα από το δικόγραφο της από 29-8-2011 (αρ. καταθ. ……/2011) αγωγής της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου] και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή (αγωγή), όσον αφορά το αίτημα της αγωγής που μεταβιβάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ήτοι αυτό περί επιδίκασης διατροφής για την ενάγουσα, η τελευταία, ήδη εκκαλούσα, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σ΄ αυτήν μηνιαία διατροφή σε χρήμα για το παρελθόν, ποσού 230 ευρώ, για την ίδια ατομικά, επειδή η έγγαμη συμβίωσή τους διακόπηκε από εύλογη για εκείνη αιτία και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες διατροφής της από τα εισοδήματα ή την περιουσία της και την οποία διατροφή δικαιούται να απαιτήσει, ενόψει των βιοτικών της αναγκών, όπως διαμορφώνονται στο πλαίσιο της χωριστής διαβιώσεώς της, και ειδικότερα από την επίδοση της ως άνω από 29-8-2011 (αρ. καταθ. ……/2011) προγενέστερης αγωγής της, ήτοι από την 1-9-2011, και για χρονικό διάστημα δύο ετών, ήτοι έως την 31-8-2013, ήτοι το συνολικό ποσό των 5.520 ευρώ, επικουρικά δε από την 1-9-2011 και για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της από 16-2-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) κλήσης της για επαναπροσδιορισμό της συζήτησης της ίδιας ως άνω αγωγής της, ήτοι από την 27-3-2012 έως την 1-4-2014, δηλαδή το συνολικό ποσό των 7.360 ευρώ και δη τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. Τέλος, η ενάγουσα ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, και δη για το χρονικό διάστημα από το μήνα Σεπτέμβριο 2011, άλλως από το μήνα Μάρτιο 2012, άλλως από το μήνα Μάιο 2012, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε [κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 591, 592, 593 – 602 και 610 – 613 του ΚΠολΔ (όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α’ 87/2015)] η εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 1602/2018 απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσον αφορά στο αίτημα περί επιδίκασης διατροφής για την ίδια την ενάγουσα ατομικά δίκασε ερήμην αυτής (ενάγουσας) και απέρριψε την αγωγή ως προς το αίτημα αυτό (που μεταβιβάστηκε με την ένδικη έφεση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού), λόγω μη καταβολής, εκ μέρους της (ενάγουσας), του δικαστικού ενσήμου. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη από 25-4-2018 (αρ. καταθ. …../2018) έφεση η ηττηθείσα ενάγουσα και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το εκκαλούμενο κεφάλαιο, να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή [ως προς το αίτημα περί επιδίκασης διατροφής για αυτήν (ενάγουσα)] και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει ως διατροφή το ποσό των 230 ευρώ μηνιαίως από την επίδοση της από 29-8-2011 (αρ. καταθ. ……/2011) αγωγής της, ήτοι από την 1-9-2011, και για χρονικό διάστημα δύο ετών, ήτοι έως την 31-8-2013, ήτοι το συνολικό ποσό των 5.520 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης και έως την εξόφληση και επικουρικά να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει ως διατροφή το ποσό των 230 ευρώ μηνιαίως από 1-9-2011 και για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της από 16-2-2012 (αρ. καταθ. …../2012) κλήσης της για επαναπροσδιορισμό της συζήτησης της ίδιας ως άνω αγωγής της, ήτοι από την 27-3-2012 έως την 1-4-2014, δηλαδή το συνολικό ποσό των 7.360 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. Η κρινόμενη από 25-4-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) έφεση, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον ακριβές αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως επιδόθηκε κατά νόμο στον εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, με επιμέλεια της ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας, την 12-4-2018 (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα υπ΄ αρ. ……./12-4-2018 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………), η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας, ήτοι την 23-4-2018 (άρθρα 144 παρ. 2, 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 51 6 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η εκκαλούσα κρίθηκε δικαιούχος νομικής βοήθειας δυνάμει των υπ΄ αρ. …/2018 και …../2019 πράξεων του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά. Συνεπώς, εφόσον, κατά τα προαναφερόμενα, απαλλάσσεται της καταβολής του αναλογούντος τέλους δικαστικού ενσήμου, η έφεση αυτή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και να γίνει τυπικά δεκτή, δεδομένου ότι 1) για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, (πρωτίστως) λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς [αφορά διατροφή εν διαστάσει συζύγου (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ)] και 2) η εκπροσωπούμενη από την πληρεξούσια Δικηγόρο της εκκαλούσα προσκομίζει, για το παραδεκτό της συζητήσεως αυτής (εφέσεως), κατ΄ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ του ΚΠολΔ, αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων (με την προσθήκη – αντίκρουση) του αντιδίκου της – εναγομένου – εφεσίβλητου, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των πρακτικών, που τηρήθηκαν κατ΄ αυτήν. Στη συνέχεια η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και κατ΄ ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, όσον αφορά το αίτημα περί επιδίκασης διατροφής για την ενάγουσα, κατά την ίδια ειδική διαδικασία των  άρθρων 591, 592, 593 – 602 και 610 – 613 του ΚΠολΔ (όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α’ 87/2015), κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1498 του ΑΚ διατροφή για το παρελθόν οφείλεται μόνο όταν έχει χωρήσει υπερημερία. Η μνημονευόμενη στη διάταξη αυτή υπερημερία έχει την έννοια της ενεργοποίησης της αξίωσης της διατροφής και επέρχεται μόνο από την όχληση και με αυτήν χωρίς να είναι αναγκαία η υπαιτιότητα του υπόχρεου για διατροφή (ΑΠ 342/2001 ΕλλΔνη 2002.114, ΕφΑθ 5956/2003 ΕλλΔνη 2004.520, ΕφΑθ 7841/1995 ΕλλΔνη 1996.1120). Η όχληση αυτή είναι στοιχείο της περί διατροφής για παρελθόντα χρόνο διατροφής και γίνεται είτε με έγερση αγωγής, είτε με εξώδικη πρόσκληση για καταβολή διατροφής, είτε με προφορική δήλωση, πρέπει να είναι συγκεκριμένη ως προς το ύψος της αιτούμενης διατροφής και τις ανάγκες, τις οποίες καλύπτει, προκειμένου ο υπόχρεος να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει τη νομιμότητα του αιτήματος και τις δυνατότητές του να ικανοποιήσει τις ανάγκες του δικαιούχου (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου:  Αστικός Κώδιξ, τόμος VII, άρθρο 1498, αρ. 11). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 του ΑΚ, 215 παρ. 1 εδ. α΄ και 221 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως δεν είναι μόνον διαδικαστική πράξη αλλά έχει και χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως που εμπεριέχει πρόσκληση του δανειστή απευθυντέα προς τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής ανεξαρτήτως του διαδικαστικού χαρακτήρα της ως στοιχείου ασκήσεως της αγωγής και μέσου ενάρξεως της δίκης, ώστε ως εναρκτήρια αυτής διαδικαστική πράξη να συνεπάγεται την τοκογονία του ληξιπρόθεσμου χρέους χωρίς υπερημερία του εναγομένου οφειλέτη (άρθρο 346 του ΑΚ) και ως όχληση να καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο, υπό την επιφύλαξη της ενστάσεως του άρθρου 342 του ΑΚ, και υπόχρεο να πληρώσει το νόμιμο τόκο υπερημερίας, όχι ως άμεσο αποτέλεσμα της αγωγής, η οποία δεν έχει τέτοια συνέπεια, αλλά της οχλήσεως, που όταν ασκείται με την αγωγή, της οποίας δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο, ούτε τη νομική φύση της, ούτε την αυτοτέλειά της έναντι της αγωγής αποβάλλει. Η κατά τα άρθρα 294, 295 παρ. 1 και 297 του ΚΠολΔ παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής καθώς και ο κατά τα άρθρα 223 και 224 του ΚΠολΔ με τις προτάσεις ή με δήλωση στο ακροατήριο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής ως αναγνωριστικό, που έχουν ως αποτέλεσμα το ότι η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα στην πρώτη περίπτωση και στη δεύτερη ως μη ασκηθείσα κατά το καταψηφιστικό της αίτημα, συνεπάγεται την ανατροπή εξ υπαρχής μόνο των αποτελεσμάτων που επήλθαν με και από την άσκηση αυτής, δεν αφορά όμως και την επίδοση της αγωγής κατά το μέρος που η επίδοσή της έχει χαρακτήρα οχλήσεως δημιουργική υπερημερίας του οφειλέτη και οφειλής για αντίστοιχους τόκους σύμφωνα με το άρθρο 345 του ΑΚ (ΟλΑΠ 13/1994, ΑΠ 23/2004 ΕλλΔνη 2004.715, ΑΠ 241/2003 ΕλλΔνη 2004.487, ΕφΔωδ 399/2009). Επιπλέον, το αποτέλεσμα της όχλησης που έγινε με την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής προς τον οφειλέτη δεν ανατρέπεται αν η αγωγή αυτή απορρίφθηκε για λόγους μη ουσιαστικούς, δηλαδή για λόγους που δεν ανάγονται στο υποστατό της αξίωσης αλλά στην έλλειψη δικονομικών προϋποθέσεων, συνεπαγομένων ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής ή απαραδέκτου αυτής (ΑΠ 1355/2003 ΕλλΔνη 2004.1439, ΑΠ 2045/2006 ΕλλΔνη 2007.1350, ΕφΑθ 5806/2008). Ακολούθως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1392 του ΑΚ προκύπτει ότι 1) οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν (συμβάλλουν) από κοινού ο καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, 2) η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, 3) στην υποχρέωση αυτή περιλαμβάνεται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση και συμβολή στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. Επίσης συνάγεται ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν είναι εύπορος ή άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής (ΑΠ 1028/2013, ΕφΘρ 74/2014). Συνεπώς, αυτός που μετέχει, με βάση την οικονομική του δυνατότητα, στα βάρη του γάμου με ποσό μικρότερο από το ποσό συμμετοχής του άλλου συζύγου δικαιούται, συντρεχόντων και των λοιπών προβλεπομένων από το νόμο προϋποθέσεων, διατροφή από τον τελευταίο, αφού και κατά τη διάρκεια του γάμου απολάμβανε αυτός μέρος από τα εισοδήματα του άλλου. Το παραπάνω δικαίωμα υφίσταται και όταν η διακοπή προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου, ακόμη και αν ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Στην περίπτωση όμως αυτή, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σε αυτόν από τον άλλον διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή), μετά από ένσταση του εναγομένου με αντίστοιχο προς τούτο αίτημα. Εξάλλου από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το μέτρο της μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οφειλόμενης στο δικαιούχο διατροφής, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με εκείνες που ανέκυψαν από τη χωριστή διαβίωση, λαμβανομένων υπόψη των εκατέρωθεν οικονομικών δυνάμεων (ΑΠ 1061/2012, ΑΠ 132/2003, ΕφΛαρ 30/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το ιστορικό η ένδικη αγωγή, ως προς το αίτημα περί επιδίκασης διατροφής για την ενάγουσα, αφού, όπως προεκτέθηκε, η υπόθεση ερευνάται στο πλαίσιο που καθορίζεται με την ένδικη έφεση, παραδεκτά εισήχθη για να συζητηθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο ήταν καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 591, 592, 593 – 602 και 610 – 613 του ΚΠολΔ (όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α’ 87/2015). Είναι δε αρκούντως ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα στοιχεία της παρακάτω αναφερόμενης νομικής βάσεως, αφού αναφέρονται και οι βιοτικές ανάγκες της ενάγουσας συνολικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται σ΄ αυτή (αγωγή) αναλυτικώς οι διατροφικές ανάγκες της τελευταίας και το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη καθεμιάς από αυτές (επιμέρους ανάγκες) που προκύπτει από τις συνθήκες της ζωής της (ΑΠ 67/1999 ΕλλΔνη 40.592, ΑΠ 1316/1992 ΕλλΔνη 35.368, ΕφΘεσ 1613/1998 Αρμ 1999.943, ΕφΑθ 8012/1995 ΕλλΔνη 37.1096, ΕφΑθ 4789/1993 ΕλλΔνη 35.450). Επιπλέον είναι νόμιμη, [για το αιτούμενο χρονικό διάστημα που είναι προγενέστερο της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, εφόσον δεν ασκεί επιρροή η παραίτηση της ενάγουσας από την προηγούμενη από 29-8-2011 (αρ. καταθ. …../1-9-2011) αγωγή ως προς την όχληση του εναγομένου για την αξίωση διατροφής της (ενάγουσας)], στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390, 1391, 1392, 1496, 1498, 340, 345, 346 του ΑΚ.  Συνεπώς, πρέπει η αγωγή, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν, δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν έχουν ορισθεί, κατ΄ άρθρο 173 παρ. 4 του ΚΠολΔ, προκαταβλητέα δικαστικά έξοδα με πράξη του αρμόδιου Δικαστή κάτωθι από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής, ενώ εξάλλου η ως άνω Δικηγόρος στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής των εισφορών της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του Ν. 4194/2013 και ενόψει της χορήγησης στην εκκαλούσα, κατά τα ανωτέρω, νομικής βοήθειας, προσκόμισε τις υπ΄ αρ. …/3-4-2019 και …../3-4-2019 βεβαιώσεις – ειδικά γραμμάτια νομικής βοήθειας του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες  (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της ενάγουσας ……….. και της ανωμοτί κατάθεσης του εναγομένου, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται [οι καταθέσεις (ένορκη και ανωμοτί)] στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την εκκαλούσα έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους προβαλλόμενους πραγματικούς ισχυρισμούς που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), {σημειώνοντας ότι η εκκαλούσα, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της τής πρωτοβάθμιας συζητήσεως [επί της ως άνω αγωγής, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και τα λοιπά αιτήματα, ως προς τα οποία η ένδικη αγωγή δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων, ενώ ως προς το αίτημα περί επιδικάσεως διατροφής για την ενάγουσα δικάστηκε ερήμην], καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας}, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο στον Πειραιά στις 27-5-2005. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν τρία τέκνα, τον …., που γεννήθηκε στις 9-12-2005, τη …., που γεννήθηκε στις 21-3-2007 και τη …………, που γεννήθηκε στις 8-8-2010, ήτοι είναι ακόμα ανήλικα. Η έγγαμη συμβίωσή τους εξαρχής δεν ήταν αρμονική, αλλά υπήρχαν συνεχώς προβλήματα μεταξύ τους, εξαιτίας της αντισυζυγικής συμπεριφοράς του εναγομένου, δεδομένου ότι συμπεριφερόταν στην ενάγουσα υποτιμητικά, δημιουργώντας σε βάρος της φραστικά επεισόδια, εξυβρίζοντάς την, όπως «πουτάνα» και «καργιόλα» «που πηδιέσαι για δέκα ευρώ», ακόμη και ενώπιον των δύο αδελφών της. Στις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2011, ο εναγόμενος, επιστρέφοντας στην οικογενειακή οικία από βραδινή έξοδο, με φίλο του, εξύβρισε με τις προαναφερόμενες ύβρεις την ενάγουσα. Επιπλέον στις 15-3-2011 περί ώρα 09:30, επιστρέφοντας (ο εναγόμενος), υπό την επήρεια αλκοόλ, στην οικογενειακή οικία, δημιούργησε εκ νέου επεισόδιο με την ενάγουσα κατά το οποίο της προκάλεσε μώλωπες στα χέρια και το θώρακα. Μετά το ως άνω επεισόδιο η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε οριστικά. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά, η έγγαμη σχέση των διαδίκων διακόπηκε από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου, για εύλογη για την ενάγουσα αιτία και κατά συνέπεια δικαιούται (η ενάγουσα) έναντι του εναγομένου (για το επίδικο χρονικό διάστημα) διατροφής σε χρήμα, εάν βεβαίως συντρέχουν και οι λοιπές, εξεταζόμενες κατωτέρω, προϋποθέσεις, ήτοι της αδυναμίας της να εξασφαλίσει τη διατροφή της από δικούς της πόρους και της υπό καθεστώς εγγάμου συμβιώσεως συμμετοχής της στο εισόδημα του εναγομένου-συζύγου της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο γάμος τους ήδη έχει λυθεί, δυνάμει της υπ΄ αρ. 4371/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία γαμικών διαφορών), χωρίς, όμως, να προκύπτει ότι η απόφαση αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη. Κατόπιν δε της από 18-4-2011 (αρ. κατ. ……/20-4-2011) αίτησης της ενάγουσας, εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 4256/2011 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), δυνάμει της οποίας ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια των ως άνω ανήλικων τέκνων των διαδίκων αποκλειστικά στην ήδη ενάγουσα – μητέρα τους και υποχρεώθηκε ο ήδη εναγόμενος να προκαταβάλλει μέσα στις πρώτες τρεις (3) ημέρες κάθε μήνα στην ήδη ενάγουσα προσωρινή διατροφή, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, για την ίδια ατομικά και ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για έκαστο των ανήλικων τέκνων της, ….. και …. και ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ για το ανήλικο τέκνο της, ……….., των οποίων είχε προσωρινά την επιμέλεια, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της άσκησης της αίτησης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθησομένης κύριας αγωγής καθορισμού της μηνιαίας διατροφής ατομικά της ήδη ενάγουσας και των τριών (3) ως άνω ανήλικων τέκνων της, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε οφειλόμενης δόσης και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως της ήδη ενάγουσας. Με την ένδικη αγωγή η ενάγουσα είχε σωρεύσει και αιτήματα περί ανάθεσης της επιμέλειας των ως άνω ανήλικων τέκνων τους και περί επιδίκασης διατροφής για τα τελευταία. Επ΄ αυτών με την υπ΄ αρ. 1602/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ήδη προσβαλλομένη μόνο ως προς το αίτημα περί επιδίκασης διατροφής για την ενάγουσα), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, (χωρίς να προσβάλλεται η κρίση του αυτή με λόγο της ένδικης έφεσης, ούτε προκύπτει ότι έχει προσβληθεί με έφεση από την ενάγουσα ή τον εναγόμενο), ανέθεσε την άσκηση της επιμέλειας των ως άνω ανήλικων τέκνων αποκλειστικά στην ενάγουσα – μητέρα τους και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα, με την ιδιότητά της ως αναλαμβάνουσας οριστικά την επιμέλεια των ως άνω ανήλικων τέκνων τους και για λογαριασμό τους, ως μηνιαία διατροφή τους σε χρήμα, τα εξής ποσά, ήτοι: Α) για το χρονικό διάστημα από 2-9-2011 έως 1-5-2012, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ μηνιαίως για έκαστο των ανηλίκων ….. και ….. και το ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ μηνιαίως για την ανήλικη ………., ήτοι το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων (5.200) ευρώ, νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε επιμέρους ως άνω μηνιαίας δόσης για έκαστο των ανήλικων τέκνων, ήτοι από την 4η ημέρα εκάστου επιμέρους μηνός και έως την εξόφληση, Β) για το χρονικό διάστημα από 2-5-2012 έως 1-9-2013, το ποσό των ογδόντα οκτώ ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (88,47 ευρώ) μηνιαίως για έκαστο των ανηλίκων … και …… και το ποσό των πενήντα τριών ευρώ και επτά λεπτών (53,07 ευρώ) μηνιαίως για την ανήλικη ………., ήτοι το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα ευρώ και δεκαέξι λεπτών (3.680,16 ευρώ), νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε επιμέρους ως άνω μηνιαίας δόσης για έκαστο των ανήλικων τέκνων, ήτοι από την 4η ημέρα εκάστου επιμέρους μηνός και έως την εξόφληση, Γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 31-12-2018, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ μηνιαίως για έκαστο των ανηλίκων …. και …. και το ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ μηνιαίως για την ανήλικη ………, και δη τα εν λόγω ποσά προκαταβολικά εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο 2011 έως τον Αύγουστο 2013 εργαζόταν ως οδηγός στην εταιρεία εμπορίας εκτυπωτικών μηχανημάτων με την επωνυμία «……», με καθαρές μηνιαίες αποδοχές ποσού 1.100 ευρώ, ενώ επιπλέον κατά τις απογευματινές ώρες εργαζόταν ως διανομέας σε ψητοπωλείο, αποκερδαίνοντας το ποσό των 800 ευρώ μηνιαίως, ήτοι συνολικά αποκόμιζε εισοδήματα ποσού 1.900 ευρώ μηνιαίως. Ήδη δε, κατά το χρονικό διάστημα που δεν είναι επίδικο, από την 21-10-2016 και εντεύθεν εργάζεται ως υπάλληλος – επιτηρητής σε επιχείρηση υπαίθριου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων στον Πειραιά, και δη επί πενθήμερο εβδομαδιαίως (Δευτέρα έως Παρασκευή), με καθαρές μηνιαίες αποδοχές ποσού 704 ευρώ, ενώ παράλληλα τα Σαββατοκύριακα εργάζεται ως DJ σε νυχτερινά καταστήματα στον Πειραιά, αποκομίζοντας επιπλέον από την εργασία του αυτή ποσό 800 ευρώ μηνιαίως, ήτοι συνολικά αποκομίζει εισοδήματα ποσού 1.504 ευρώ μηνιαίως. Επιπροσθέτως, είναι κύριος ενός διαμερίσματος Α΄ ορόφου, συνολικής επιφάνειας 75 τ.μ., που βρίσκεται επί της οδού …………. στον Πειραιά, στο οποίο διαμένει ο ίδιος από την έναρξη της διάστασής του με την ενάγουσα και, συνεπώς, δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στέγασης. Επιβαρύνεται, όμως, με τις αναλογούσες στον ίδιο δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης της οικίας αυτής. Επιπλέον, κατά τον επίδικο χρόνο ήταν κύριος ενός ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής SKODA, τύπου Octavia turbo, που κυκλοφόρησε το πρώτον το έτος 2007 και μιας μοτοσικλέτας μικρού κυβισμού. Ήδη δε, είναι κύριος μίας καινούργιας μοτοσικλέτας, εργοστασίου κατασκευής SUZUΚI, κυβισμού 1.000 cc. Εξάλλου, τα έξοδα διατροφής, ενδύσεως, ψυχαγωγίας του, κ.λ.π., είναι τα συνήθη ατόμου της ηλικίας του, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει άλλα εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία και, τέλος, δεν επιβαρύνεται εκ του νόμου, κατά τον επίδικο χρόνο, με υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων, εκτός από τα ως άνω ανήλικα τέκνα του. Η ενάγουσα, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, από το Σεπτέμβριο 2011 έως τον Αύγουστο 2013 δεν εργαζόταν, απασχολούμενη με την ανατροφή και φροντίδα των τριών ανήλικων τέκνων της, την οποία αυτά, λόγω και της μικρής ηλικίας τους, είχαν ανάγκη, ενώ λάμβανε για τα εν λόγω τέκνα της επίδομα από τον ΟΓΑ, ποσού 265 ευρώ μηνιαίως (ήτοι ποσό 88,33 ευρώ μηνιαίως για κάθε τέκνο). Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα αδυνατούσε να εξεύρει σταθερή και μόνιμη εργασία κατάλληλη γι΄ αυτήν, και δη με πλήρη ή μερική απασχόληση, λόγω του ότι ήταν επιφορτισμένη με την ανατροφή και φροντίδα των ανήλικων τέκνων της. Επίσης, έχει στην κυριότητά της ένα ιδιωτικό χρήσεως αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής CITROEN, τύπου C3, που κυκλοφόρησε το πρώτον προ πολλών ετών. Διαμένει, όπως και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, με τα ως άνω ανήλικα τέκνα της σε μισθωμένη οικία, για την οποία καταβάλλει μίσθωμα ποσού 300 ευρώ μηνιαίως και, συνεπώς, επιβαρύνεται με τις αναλογούσες στην ίδια και (κατά τη συνεισφορά της) στα ανήλικα τέκνα της δαπάνες στεγάσεως και λειτουργίας της οικίας αυτής (π.χ. δαπάνες κοινοχρήστων, ηλεκτροδότησης, ύδρευσης, τηλεφωνίας, κ.λπ.). Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι έχει άλλα περιουσιακά στοιχεία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή. Επομένως, ενόψει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών η ενάγουσα υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης θα απολάμβανε από τα μεγαλύτερα εισοδήματα του εναγομένου – συζύγου της. Με τα δεδομένα αυτά, η ενάγουσα, η οποία κατά τα ανωτέρω αφίσταται της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη γι΄ αυτήν αιτία και αδυνατεί να διατρέφει τον εαυτό της, δικαιούται ανάλογης διατροφής έναντι του εναγομένου – συζύγου της, αφού και υπό τις συνθήκες της έγγαμης συμβίωσης είχε τοιούτο δικαίωμα. Ειδικότερα, με βάση τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής των διαδίκων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσής τους, κατά την οποία η συνεισφορά της ενάγουσας για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών συνίστατο στην προσφορά της προσωπικής της εργασίας (όπως φροντίδα και περιποίηση του συζύγου της και των τέκνων τους, καθαρισμός της οικίας, παρασκευή φαγητού), που αποτιμάται σε χρήμα, ενώ η συνεισφορά του εναγομένου συνίστατο στην προσφορά των εισοδημάτων του από την εργασία του, και όπως οι συνθήκες αυτές ήδη έχουν διαμορφωθεί από τη χωριστή διαβίωσή τους, με βάση και τις προαναφερόμενες (κατά το επίδικο χρονικό διάστημα) οικονομικές δυνατότητές τους, το ποσό που δικαιούται η ενάγουσα ως διατροφή ανέρχεται στο ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 2-9-2011 έως 31-8-2013. Το προαναφερόμενο ποσό είναι αναγκαίο για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της ενάγουσας, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ανάγκες σίτισης, ένδυσης, υπόδησης και για την κάλυψη των δαπανών αυτής γενικής φύσεως. Το ποσό αυτό που πρέπει να συνεισφέρει ο εναγόμενος προς διατροφή της ενάγουσας, ανταποκρίνεται στις ανάγκες της και αποτελεί την αναλογία που ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει και αντίστοιχα να απολαμβάνει αυτή (η ενάγουσα), στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσής τους, με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής, δικαιούται δε να το αξιώσει (η ενάγουσα) μετά τη διακοπή της συμβίωσης. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (διαδικασία διατροφών) την από 29-8-2011 (αριθ. κατ. ……./1-9-2011) αγωγή της σε βάρος του εναγομένου, που επιδόθηκε νόμιμα σ΄ αυτόν την 1-9-2011 (βλ. την υπ΄ αρ. ………./1-9-2011 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….), με την οποία, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν (αγωγή) λόγους, ζήτησε να ανατεθεί στην ίδια οριστικά η επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει προκαταβολικά, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (ήτοι από 2-9-2011), τα ποσά των 445 ευρώ, 405 ευρώ και 375 ευρώ, ως οριστική μηνιαία διατροφή αντίστοιχα για καθένα από τα ως άνω ανήλικα τέκνα της, καθώς και το ποσό των 230 ευρώ ως οριστική μηνιαία διατροφή για την ίδια ατομικά, και δη νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης. Με δήλωσή της που καταχωρήθηκε στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής, η οποία επιδόθηκε νόμιμα στον εναγόμενο (βλ. την υπ΄ αρ. …../8-12-2016 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….), η ενάγουσα παραιτήθηκε νομότυπα (άρθρα 294, 295 και 297 του ΚΠολΔ) από το δικόγραφο της ως άνω προγενέστερης αγωγής της. Παρά, όμως, την νομότυπη αυτή παραίτηση της ενάγουσας από την προγενέστερη αγωγή της, η οποία δεν υπολείπεται ποσοτικά από την ένδικη αγωγή ως προς το αίτημα περί επιδικάσεως διατροφής για την ενάγουσα, αλλά τα αιτήματά τους ταυτίζονται ποσοτικά, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η επίδοσή της στον εναγόμενο έχει τον χαρακτήρα της κατ΄ άρθρο 340 του ΑΚ όχλησης σχετικά με τις αιτούμενες περιοδικές παροχές διατροφής της ενάγουσας, τις οποίες, συνεπώς, οφείλει ο εναγόμενος από 2-9-2011 έως 31-8-2013, και συγκεκριμένα εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μηνός και προκαταβολικώς, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε (επιμέρους) μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. Περαιτέρω, η προβληθείσα από τον εναγόμενο, με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, αλλά και με τις προτάσεις του που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ένσταση διακινδύνευσης ιδίας διατροφής δεν θα ερευνηθεί, καθόσον λόγω της ερημοδικίας του ο εφεσίβλητος – εναγόμενος δεν την επαναφέρει στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη ως προς το (κύριο) αίτημα περί επιδικάσεως διατροφής για την ενάγουσα και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα, ατομικά, ως μηνιαία σε χρήμα διατροφή, για το χρονικό διάστημα από 2-9-2011 έως 31-8-2013, το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ μηνιαίως, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε επιμέρους ως άνω μηνιαίας δόσης, ήτοι από την 4η ημέρα εκάστου επιμέρους μηνός, και έως την εξόφληση. Το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, ως προς τα δικαστικά έξοδα του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας δεν θα διαληφθεί διάταξη στην παρούσα απόφαση, ενόψει του ότι η εκκαλούσα – ενάγουσα, που νίκησε εν μέρει, δεν παραστάθηκε πρωτοδίκως ως προς το αίτημα αυτό, ούτε δια πληρεξουσίου Δικηγόρου διορισθέντος, κατά παραδοχή αιτήσεώς της για παροχή νομικής βοήθειας, και συνεπώς δεν καταβλήθηκαν έξοδα γι΄ αυτό, ενώ ως προς τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ενόψει του ότι η εκκαλούσα – ενάγουσα, στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου της, που διορίσθηκε, ως άνω, κατά παραδοχή αιτήσεώς της για παροχή νομικής βοήθειας, και, όπως προαναφέρθηκε, νίκησε εν μέρει, πρέπει να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος – εναγόμενος, στην πληρωμή μέρους αυτών (δικαστικών εξόδων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας) υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της εκκαλούσας – ενάγουσας (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 12 του Ν. 3226/2004), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Πρέπει, επίσης, για την περίπτωση που ο εφεσίβλητος ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του εφεσίβλητου.

Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον εφεσίβλητο το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 25-4-2018 (αρ. καταθ. ……../2018) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 1602/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των άρθρων 591, 592, 593 – 602 και 610 – 613 του ΚΠολΔ (όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α’ 87/2015)], ως προς το αίτημα περί επιδίκασης διατροφής για την ενάγουσα.

Κρατεί και δικάζει την από 6-12-2016 (αρ. καταθ. ……./2016) αγωγή ως προς το ως άνω αίτημα (περί επιδίκασης διατροφής για την ενάγουσα).

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς το αίτημα αυτό.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, ατομικά,  ως μηνιαία σε χρήμα διατροφή, για το χρονικό διάστημα από 2-9-2011 έως 31-8-2013, το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ μηνιαίως, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε επιμέρους ως άνω μηνιαίας δόσης, ήτοι από την 4η ημέρα εκάστου επιμέρους μηνός, και έως την εξόφληση.

     Καταδικάζει τον εφεσίβλητο – εναγόμενο, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – ενάγουσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και δώδεκα λεπτών (485,12 ευρώ) και επιδικάζει αυτά υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

     Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 26 Αυγούστου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίας Δικηγόρου της εκκαλούσας.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ